Ὁ τίτλος τοῦ ἄρθρου εἶναι μία φράση ἀπό τόν 33ο Ψαλμό πού ὁλοκληρωμένη ἔχει ὡς ἑξῆς «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος• μακάριος ἀνὴρ ὃς ἐλπίζει ἐπ’ αὐτόν» (στ. 9). Πρόκειται γιά ψαλμό τοῦ Δαυΐδ, τόν ὁποῖο ὁ προφήτης καί βασιλιάς ἔγραψε ὅταν ξέφυγε ἀπό τά χέρια τοῦ βασιλιᾶ τῶν Φιλισταίων Ἀγχοῦς προσποιούμενος τόν τρελό (βλ. A΄ Βα 21,12-22,1). Εἶναι ψαλμός εὐχαριστίας ἀλλά καί παραίνεσης. Ὁ Δαυΐδ ὄχι μόνον εὐχαριστεῖ τόν Θεό γιά τήν λύτρωσή του, ἀλλά συμβουλεύει τούς ἀκροατές του νά κάνουν κι αὐτοί τό ἴδιο καί νά δείχνουν σ’ ὅλη τους τήν ζωή πιστότητα στόν Κύριο καί στό θέλημά του. Ἔτσι θά Τόν ἔχουν σύμμαχό τους. «Γευθεῖτε», λέει, «καί δεῖτε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι σπλαχνικός, στοργικός• καί εἶναι μακάριος, εὐτυχής, ἐκεῖνος πού ἐλπίζει σ’ Αὐτόν». Ὁ Δαυΐδ γνώριζε πολύ καλά αὐτή τήν ἀλήθεια. Γεύθηκε πάρα πολλές φορές τήν χρηστότητα τοῦ Κυρίου. Ὁ Θεός δέν τόν ἐγκατέλειψε ποτέ• στάθηκε πάντοτε γι’ αὐτόν ὁ καλός βοσκός, ὁ ὁποῖος φρόντιζε νά μή λείψει στό πρόβατό του τίποτε. Ἀλλά καί ὁ Δαυΐδ ὑπῆρξε ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ὁ Θεός εἶπε: «εὗρον Δαυῒδ τὸν τοῦ Ἰεσσαί, ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν μου, ὃς ποιήσει πάντα τὰ θελήματά μου» (Πρξ 13,22).
Καί ἄν αὐτά ἰσχύουν γιά τούς ἀνθρώπους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔστω καί γιά τόν Δαυΐδ, πολύ περισσότερο ἐφαρμόζουν, ἤ πρέπει νά ἐφαρμόζουν, σέ μᾶς, στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ἐμεῖς ὄχι ἁπλῶς ἐλπίζουμε στόν Θεό, ἀλλά μετέχουμε σ’ Αὐτόν, ὁ Κύριος εἶναι τό ἔνδυμά μας (βλ. Γα 3,27), εἴμαστε «θείας κοινωνοὶ φύσεως» (B΄ Πέ 1,4). Καί γευόμαστε τήν χρηστότητά του ποικιλοτρόπως καί πλούσια. Νά μερικά παραδείγματα:
Ὁ λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς. Τό διαβεβαίωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος∙ «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον... ὅτι ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται» (Ἰω 5,24-25). Ὑπάρχει κάτι πιό ποθητό ἀπό τήν ζωή τήν γλυκειά καί ἀτέλειωτη; Αὐτό δέν λαχταροῦμε ὅλοι οἱ θνητοί; Ζωή εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Γινόμαστε μέτοχοι τῆς ζωῆς καί ἐμεῖς ὅταν Τόν πιστεύουμε. Καί ποῦ θά στηριχθεῖ ἡ πίστη μας; Ποιός θά τήν καλλιεργήσει μέσα μας; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁγία Γραφή! Ὅποιος μέ ὄρεξη τήν μελετᾶ καί μέ ταπείνωση ἀγωνίζεται νά τήν ἐφαρμόζει καθημερινά, ἔτσι ὅπως ἡ ἁγία Ἐκκλησία Του τήν ἑρμηνεύει, γίνεται μέτοχος τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ἡ προσευχή μας. Ὁ πιστός πού προσεύχεται μέ ζῆλο ἱερό, μέ καρδιά καθαρή, ὑψώνοντας «ὁσίους χεῖρας» (Α΄ Τι 2,8) βλέπει στήν ζωή του σημεῖα. Τό μαρτυροῦν αὐτό τά πλήθη τῶν ἁγίων, ὄχι μόνον αὐτῶν πού ἀπαντοῦν στίς σελίδες τῶν συναξαρίων, ἀλλά καί ἐκείνων πού ζοῦν ἀνάμεσά μας. Ὁ Κύριος εἶπε• «ὅ,τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω» (Ἰω 14,13) καί πραγματοποιεῖ τήν ὑπόσχεσή του. Ἀρκεῖ τό θέλημά μας νά εἶναι σύμφωνο μέ τό θέλημά του καί νά μή ζητοῦμε «κακῶς» (βλ. Ἰα 4,3). Ἀλλά καί μόνον ἡ συναναστροφή μας μαζί του κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, ἡ συναναστροφή μέ τόν ἀόρατο Θεό, πού τόν βλέπουμε πλέον στό πρόσωπο τοῦ πράου καί ταπεινοῦ Ἰησοῦ, γεμίζει τήν καρδιά μέ ἄρρητη χαρά καί εὐλογία.
Τό μυστήριο τῆς μετανοίας. Εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Γεννηθήκαμε ὑπόδουλοι τοῦ θανάτου καί τῆς ἁμαρτίας. Ὅλες οἱ γενιές τῶν ἀνθρώπων φέρουν τήν σφραγίδα αὐτῆς τῆς ἀλήθειας. Καί δέν θά ὑπῆρχε διέξοδος, ἄν ἡ χρηστότητα τοῦ Κυρίου δέν μᾶς σήκωνε ἀπό τήν πτώση. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καί ἔσχισε καί ἀκύρωσε τό γραμμάτιο τῶν ἁμαρτιῶν μας καρφώνοντάς το πάνω στόν σταυρό του (βλ. Κλ 2,14). Ἀπό τότε ὅποιος θέλει λαμβάνει τήν ἄφεση. Μέσα στήν Ἐκκλησία, τό θεραπευτήριο τοῦ Θεοῦ, μέ τό μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία. Καί ὅποιος προσέρχεται μέ αὐτή τήν πίστη καί μέ πραγματική μετάνοια γεύεται τήν θεϊκή εὐσπλαγχνία μέ πλησμονή.
Τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὅμως ἡ κορύφωση τῶν εὐλογιῶν τοῦ Κυρίου, ἡ τέλεια ἔκφραση τῆς ἀγάπης του εἶναι τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ προσφορά τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματός του. Ὁ Κύριος θυσίασε τήν ζωή του γιά μᾶς. Πέθανε γιά νά ζήσουμε ἐμεῖς. Καί μέ τήν ἀνάστασή του μᾶς χαρίζει τήν δικαίωση, μᾶς κάνει μετόχους τῆς βασιλείας του (βλ. Ρω 4,25). Αὐτή ἡ ἀτίμητη δωρεά Του προσφέρεται σέ ὅλους κάθε φορά πού πλησιάζουμε τό ἅγιο Ποτήριο καί κοινωνοῦμε «εἰς ζωὴν αἰώνιον». Γιορτάζουμε τότε Πάσχα, διότι «τὸ πάσχα ἡμῶν ὑπὲρ ἡμῶν ἐτύθη Χριστός» (A΄ Κο 5,7). Μέσα στήν Ἐκκλησία ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπό ἐκεῖ. Ὅλες οἱ ἐκφράσεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὅπως καί ὅλα τά μυστήρια ἀρδεύονται ἀπό ἐκεῖ, ἀπό τόν ἱερό κρατήρα. Καί ἔτσι δικαιώνονται. Διότι πνευματικότητα χωρίς σύνδεσμο μέ τό μυστήριο τῆς ζωῆς εἶναι ἀνύπαρκτη. Καί φυσικά, τί πιό μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἄπειρης χρηστότητας τοῦ Κυρίου καί τοῦ θείου ἐλέους;
Ὅμως ὅλα αὐτά ἔχουν νόημα γιά μένα καί μοῦ χαρίζουν ὄχι μόνον γεύση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἀλλά τήν πληρότητά της, ἄν εἶμαι διατεθειμένος νά ἀρνηθῶ κάθε ἄλλη ἀπατηλή καί ψεύτικη γεύση πού μοῦ προσφέρει ὁ κόσμος. Τότε μόνο θά ἔχω ἐμπειρία τῆς θείας προσφορᾶς καί μόνον τότε θά μπορῶ νά προσκαλῶ μέ παρρησία καί πειστικότητα καί τούς συνανθρώπους μου στό τραπέζι τῆς αἰώνιας χαρᾶς.
Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας
Άπολύτρωσις 70 (2015) σελ.196-197
Ποιός θά μποροῦσε νά περιγράψει τό κακό αὐτό (τοῦ θυμοῦ); Πῶς δηλαδή αὐτοί πού ἔχουν τάση πρός τόν θυμό, πού ἀπό τυχαία πρόφαση ἐξάπτεται, βοώντας καί ἀγριεύοντας καί ὁρμώντας πιό ἀδιάντροπα ἀπό ὁποιοδήποτε δηλητηριῶδες θηρίο, δέν σταματοῦν παρά μόνον ὅταν ξεθυμάνει ἡ φλεγμονή τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ σάν ἀερόφουσκα ξεσπάσει ἡ ὀργή τους σέ κάποιο μεγάλο καί ἀθεράπευτο κακό. Γιατί οὔτε ἡ κόψη τοῦ ξίφους, οὔτε ἡ φωτιά, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπό τά φοβερά, εἶναι ἱκανό νά συγκρατήσει τήν ψυχή πού ἔγινε μανιακή ἀπό τήν ὀργή, ὄχι περισσότερο βέβαια ἀπό ἐκείνους πού τούς κυρίευσαν δαίμονες, ἀπό τούς ὁποίους οὔτε κατά τό σχῆμα, οὔτε κατά τή διάθεση τῆς ψυχῆς διαφέρουν αὐτοί πού ὀργίζονται. Διότι, καθώς ἐπιθυμοῦν νά πάρουν ἐκδίκηση, βράζει στήν καρδιά τό αἷμα, σάν νά ἀνακατεύεται καί νά κοχλάζει μέ τή δύναμη τῆς φωτιᾶς. Κι ὅταν βγεῖ στήν ἐπιφάνεια, παρουσιάζει αὐτόν πού ὀργίζεται μέ ἄλλη μορφή, ἀφοῦ ἀλλάξει σάν μέ προσωπεῖο στή σκηνή, τή συνηθισμένη καί γνωστή σ’ ὅλους μορφή. Τά μάτια πού ἦταν σ’ αὐτούς οἰκεῖα καί γνωστά ἔχουν γίνει ἀγνώριστα. Τό βλέμμα γίνεται παράφορο κι ἀστράφτει ἤδη φωτιά. Ἀκονίζει τά δόντια, σάν τά γουρούνια πού παλεύουν μεταξύ τους. Τό πρόσωπο εἶναι χλωμό κι ἀναιμικό. Τό σῶμα πρήζεται. Οἱ φλέβες τεντώνονται γιά νά σπάσουν, γιατί κλονίζεται τό πνεῦμα ἀπό τήν ἐσωτερική ταραχή. Ἡ φωνή γίνεται τραχειά καί ἔντονη, καί ὁ λόγος ξεφεύγει ἀπό τό στόμα ἄναρθρος καί ὅπως ὅπως, χωρίς καμιά σειρά καί τάξη, ἀκατανόητος.
Κι ὅταν σ’ αὐτούς πού ὀργίζονται τό κακό ἀνάψει καί φθάσει στό ἀθεράπευτο σημεῖο, σάν τή φωτιά πού ἔχει ἄφθονη καύσιμη ὕλη, τότε λοιπόν, τότε, εἶναι δυνατόν νά δεῖ κανείς θεάματα πού οὔτε μέ τόν λόγο λέγονται οὔτε στήν πράξη παριστάνονται. Τά χέρια σηκώνονται κατά τῶν ὁμοφύλων καί πέφτουν σ’ ὅλα τά μέρη τοῦ σώματος, ἐνῶ τά πόδια κλωτσοῦν ἀνυπολόγιστα στά πιό εὐαίσθητα μέρη καί τό κάθε τι πού βρίσκεται μπροστά τους γίνεται ὅπλο στήν μανία. Ἄν δέ καί ἀπό τήν ἀντίθετη πλευρά συναντήσουν νά ἀντιστρατεύεται τό ἴδιο κακό, ἄλλη ὀργή καί τρέλα ἰσάξια, καί συγκρουσθοῦν μάλιστα ἔτσι, τότε κάνουν καί παθαίνουν ὅσα εἶναι φυσικό νά πάθουν ὅσοι ἔχουν στρατηγό ἕναν τέτοιο δαίμονα. Πολλές φορές δηλαδή, αὐτοί πού διαπληκτίζονται, ἀποκομίζουν σάν βραβεῖα τῆς ὀργῆς τους σωματικές ἀναπηρίες ἤ καί θανάτους. Ἔκανε ἀρχή τῆς χειροδικίας, ὁ ἄλλος ἀμύνθηκε· ἀνταπέδωσε ὁ πρῶτος, ὁ δέ ἄλλος δέν ὑποχωρεῖ. Καί τό μέν σῶμα καταξεσχίζεται ἀπό τά κτυπήματα, ὁ δέ θυμός λιγοστεύει τό αἴσθημα τοῦ πόνου. Δηλαδή δέν ἡσυχάζουν ἐξ αἰτίας τῆς ἐντυπώσεως αὐτῶν πού ἔχουν πάθει, γιατί ὅλη ἡ ψυχή τους ἔχει κινηθεῖ γιά νά ἐκδικηθεῖ αὐτόν πού προκάλεσε τή λύπη.
Μ. Βασιλείου, Κατά ὀργισμένων, 2
(Ἀπολύτρωσις 36 [1981] 3)
Οἱ νεοέλληνες ποιητές, σάρκα ἀπό τή σάρκα τοῦ λαοῦ μας, πού κοιμᾶται καί ξυπνᾶ μέ τ’ ὄνομα τῆς Παναγιᾶς στά χείλη του, ἐκφράζουν στά ἀφιερωμένα στή χάρη της ποιήματα μιά τρυφερότητα καί μιά υἱική ἀναζήτηση θαλπωρῆς.
Πετυχημένα σημειώνει ὁ Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος ὅτι ὁ ποιητής «ἐξαντλεῖ τόν οἶστρο τῆς λυρικῆς φαντασίας στήν ἐπίκληση τῆς Παρθένου. Ὁ λόγος γίνεται στά χείλη μουσική, ἡ προσευχή του πλουτίζεται ἀπό θαυμάσια φραστικά εὑρήματα, ἡ κατάνυξή του γίνεται ἡδυπάθεια, ἡ συντριβή του γεμίζει ἀπό τρυφερότητα· εἶναι ἕνα παραστρατημένο, παραπονεμένο παιδί, πού ἀναζητεῖ τό θάλπος τῆς μητρικῆς ἀγκαλιᾶς».
Ἡ Παναγία πλημμυρίζει τήν ὕπαρξη τοῦ ποιητῆ ἀπό ἀπερίγραπτη γοητεία. Ἡ ἐπιείκειά της τόν ἐνισχύει, ἡ καθαρότητά της τόν ἀνακουφίζει, ἡ συμπόνια της τόν ζεσταίνει κι ὅλα μέσα του ἀνθίζουν καί εὐωδιάζουν. Ἀναμφισβήτητα, ἡ ποιητική ἔξαρση τοῦ ὀρθόδοξου Ἕλληνα ὕφανε ἀπαράμιλλους ὕμνους στήν Παναγία, «πού μπροστά τους τά ἐγκώμια τῆς Ἀθηνᾶς μοιάζουν φτωχά ξεθωριασμένα στολίδια», παρατηρεῖ ὁ ἀκαδημαϊκός Σπύρος Μελᾶς. Ἔτσι, τά σύγχρονα ποιήματα ἀποτελοῦν αὐθόρμητη ἔκφραση προσευχῆς, ἔκρηξη καρδιᾶς καί ὄχι ἁπλή ἐγκεφαλική δημιουργία.
Εἰσοδεύοντας στὸν πανίερο καὶ εὐκατάνυκτο χῶρο τοῦ πάνσεπτου Δεκαπενταυγούστου ἐπιθυμῶ νά παρουσιάσω μία εὔοσμη ποιητική ἀνθοδέσμη.
Καί πρῶτα πρῶτα, ὁ κὺρ-Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ δεινός γνώστης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀναλογίου καὶ τῆς ὀρθόδοξης λατρείας «Στὴν Παναγιὰ τὴν Κεχριὰ» ἐξομολογεῖται:
« Γλυκειὰ Παρθέν’ ἀξίωσέ με
νά ‘ρθω καὶ πάλι στὸν ναό σου.
………………..
Στὰ νεαήμερα τ’ ἀγαπημένα ...
ἤθελα νά ‘μαι νὰ ψάλω τὸ "Πεποικιλμένη…"
στὸ πανηγύρι τὸ σεμνό».
Ὁ Κώστας Τσιρόπουλος, ἐξυμνώντας τό πέρασμά μας ἀπό τόν πεπερασμένο χρόνο στό ἄπειρο τῆς αἰωνιότητας, στὸ ποίημά του «Τῆς κοίμησης τῆς Θεοτόκου», ψάλλει γιά τήν Παναγία, ἡ ὁποία μᾶς γλυκαίνει «μέ κερήθρα ταπείνωσης», ἐνῶ «εἰρηνεύει τό σύμπαν καί τό μυστήριο ἀποδίδεται»:
«Ἄσπιλη γιορτὴ τῆς σιγῆς
ἡ σάρκα τελειώνει χρυσὴ
ἀπὸ χάρη καὶ τρόμο,
βαστάζοντάς τη
Αὐτὸς ποὺ τὸν βάστασε.
Τὰ ἐπίγεια συγκροτημένα
στὴν κυψέλη τῆς ἀγκαλιᾶς σου».
Ἡ μεγαλόπνοη λύρα τῆς Ζωῆς Καρέλλη κόσμησε εὐκαιριακά τὴ μορφὴ τῆς Παναγίας. Στό ποίημα «Ἐπίκληση» ὁμολογεῖ ὅτι ξεκινᾶ πρός τῶν «οὐρανῶν τήν πλατυτέρα», τήν «ἀδιάρρηκτη, ἄρρηκτη, ἄρρητη δωρεά», τήν «ἐλπίδα πού φέρνει τή νίκη» καί ταπεινά ἱκετεύει:
«Ἡ ἄφθονη χάρη σου
ἂς χαρίσει στὴ μαραμένη καρδιά μας
τὴ χαρά...
Μὴν ἀποστρέψεις τὴ ματιά σου...
Ἄκουσε Σύ, ἡ αἰώνια μητέρα,
τὶς προσκλήσεις ποὺ φωνάζουμε, καλοῦμε,
ὑμνοῦμε τὴ φωνὴ ποὺ σὲ ὀνομάζει.
Παρακαλοῦμε, δὲν ξέρουμε τὴν παράκληση
νὰ λησμονήσουμε ποὺ τὴ δύναμή σου ὁμολογεῖ
κι ἐλέγχει τὴ δική μας ἀδυναμία».
Ὁ φωτεινὸς καὶ εὐσυγκίνητος ποιητικὸς λόγος τοῦ Ματθαίου Μουντέ ἀπευθύνει στήν Παναγία μέ τό ποίημα «Δέηση τοῦ Δεκαπενταυγούστου» λόγους σιωπῆς, ἱκέσιους, γιὰ νὰ μᾶς φιλέψει Ἐκείνη, ὅπως κι ἡ μάνα μας, καλοσύνη καὶ ἔγνοια παντοτεινή:
«Ἔλα σάν αὐγουστιάτικο μελτέμι
Προτοῦ οἱ ἑφτά πληγές σφραγίσουνε τό τέλος.
.................................
Φέρε τήν πηγή τοῦ ἐλέους Σου
ν’ ἀναβλύσει πλάι στήν πληγή μας.
Μάζεψε πάλι ἐκ περάτων τά μηνύματα τῆς χαρᾶς
φόρτωσέ τα πάνω σέ δειλινές καμπάνες
πού σημαίνουν τήν Παράκληση
καί φέρ' τα νά τά καρφώσεις στεφάνι στήν πόρτα μας».
Ὁ ποιητής Τάκης Παπατσώνης μέ τόν φιλοσοφικό στοχασμό, τό βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα καί τόν μυστικισμό, πού τόν διακρίνει, στὸ ποίημά του «Ρεμβασμὸς Δεκαπενταύγουστου» ὁμολογεῖ:
«Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ὅσων δὲν κοπιάσαν,
γιὰ ν’ ἀκουμπήσουν τὰ ξαναμμένα κεφάλια τους
στὰ γόνατά σου τὰ μητρικά, ποὺ καταλύουν τὸ μαῦρο πάθος…
Ἐνῶ τὰ δέντρα
τὰ εὐσκιόφυλλα στὴ λιτάνευση, καθὼς τὸ Σῶμα
περνάει τῆς Βασίλισσας, ριγοῦντα καὶ φρίττοντα,
θὰ συγκλίνουν γιὰ προσκύνηση σκορπώντας
τὴ δροσιά τους μὲ τὸ ἀνέμισμα, ριπίδια τῆς λατρείας,
ἀναστυλώνοντας ὅσους μαραίνονται κι ἀσθμαίνουν
στὶς τροπικὲς τὶς λαῦρες τοῦ καλοκαιριοῦ μας,
μισοκαμένες θημωνιὲς κοντὰ στὸ ἁλώνι,
καπνοὶ ποὺ διαλύουν
τὶς αὐγουστιάτικες τὶς ἁμαρτίες μας».
Ὁ Παυλέας Σαράντος, μέ τούς γεμάτους φῶς καί αἰσθητικό κάλλος στίχους του, δέεται στή «Σύγχρονη ἀφοσίωση στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου»:
«Κάνε τὸ χέρι μας ὄχι κλειστό, ἀλλὰ ἄφθονο, χέρι προσφορᾶς,
ποτὲ χέρι ἁρπαγῆς….
Σύντρεξέ μας, στοῦ βίου μας τὰ περιστατικὰ τὰ κρημνώδη,
γιὰ νὰ διατηρήσουμε μία ἐλπίδα εὔθυμη καὶ ἀνοιχτὴ
ἔτσι ὥστε νὰ μὴν τὴν κάνουμε μία αὐτοπεριοριζόμενη
φυλακή μας».
Στό ποίημά του «Στὴν κοίμηση τῆς Θεοτόκου» ἐκζητεῖ τήν πρεσβεία της:
«Ἐσύ, ὅπου ὁλόκληρη εἶσαι Ἀκοὴ καὶ Ὅραση,
δίδαξέ μας πὼς δὲν πεθαίνουμε, παρὰ μόνο
γιὰ λίγο κοιμόμαστε.
Κατόρθωσε μὲ τὴν πρεσβεία σου γιά μᾶς
νὰ κοιμηθοῦμε κ’ ἐμεῖς τίμια καὶ ἁπλὰ
μὲ τὴ δικαιοσύνη μας, ὅπως σήμερα
κοιμήθηκες κ’ Ἐσύ, γιὰ ν’ ἀναστηθοῦμε
μέσα στὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη
προστασία τῆς ἀγκαλιᾶς Σου».
Κλείνω μέ τούς στίχους τοῦ Γ. Βερίτη, πού στράγγισε τό ποτήρι τοῦ πόνου καί τῆς ὀδύνης, καί στό ποίημά του «Στή μητέρα τῶν θλιμμένων» -ἐκπροσωπώντας καί ὅλους ἐμᾶς- υἱικά ἱκετεύει:
«Στή θλίψη καί στή δυστυχία,
στίς δύσκολες στιγμές τοῦ πόνου,
ὅλοι σέ Σέ τό βλέμμα ὑψώνουν
κι ὅλοι φωνάζουν "Παναγία!"...
Γλυκιά Μητέρα τῶν θλιμμένων
καί στήριγμα τῶν χριστιανῶν,
δῶσ’ στίς ψυχές τῶν πονεμένων
λίγη δροσιά τῶν οὐρανῶν.
Ὅλους Ἐσύ προστάτεψέ μας,
γέρους καί νέους καί παιδιά,
καί πάντα πλούσια χάριζέ μας
ἐλπίδα καί παρηγοριά».
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 202-204
Οἱ νεοέλληνες ποιητές, σάρκα ἀπό τή σάρκα τοῦ λαοῦ μας, πού κοιμᾶται καί ξυπνᾶ μέ τ’ ὄνομα τῆς Παναγιᾶς στά χείλη του, ἐκφράζουν στά ἀφιερωμένα στή χάρη της ποιήματα μιά τρυφερότητα καί μιά υἱική ἀναζήτηση θαλπωρῆς.
Πετυχημένα σημειώνει ὁ Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος ὅτι ὁ ποιητής «ἐξαντλεῖ τόν οἶστρο τῆς λυρικῆς φαντασίας στήν ἐπίκληση τῆς Παρθένου. Ὁ λόγος γίνεται στά χείλη μουσική, ἡ προσευχή του πλουτίζεται ἀπό θαυμάσια φραστικά εὑρήματα, ἡ κατάνυξή του γίνεται ἡδυπάθεια, ἡ συντριβή του γεμίζει ἀπό τρυφερότητα· εἶναι ἕνα παραστρατημένο, παραπονεμένο παιδί, πού ἀναζητεῖ τό θάλπος τῆς μητρικῆς ἀγκαλιᾶς».
Ἡ Παναγία πλημμυρίζει τήν ὕπαρξη τοῦ ποιητῆ ἀπό ἀπερίγραπτη γοητεία. Ἡ ἐπιείκειά της τόν ἐνισχύει, ἡ καθαρότητά της τόν ἀνακουφίζει, ἡ συμπόνια της τόν ζεσταίνει κι ὅλα μέσα του ἀνθίζουν καί εὐωδιάζουν. Ἀναμφισβήτητα, ἡ ποιητική ἔξαρση τοῦ ὀρθόδοξου Ἕλληνα ὕφανε ἀπαράμιλλους ὕμνους στήν Παναγία, «πού μπροστά τους τά ἐγκώμια τῆς Ἀθηνᾶς μοιάζουν φτωχά ξεθωριασμένα στολίδια», παρατηρεῖ ὁ ἀκαδημαϊκός Σπύρος Μελᾶς. Ἔτσι, τά σύγχρονα ποιήματα ἀποτελοῦν αὐθόρμητη ἔκφραση προσευχῆς, ἔκρηξη καρδιᾶς καί ὄχι ἁπλή ἐγκεφαλική δημιουργία.
Εἰσοδεύοντας στὸν πανίερο καὶ εὐκατάνυκτο χῶρο τοῦ πάνσεπτου Δεκαπενταυγούστου ἐπιθυμῶ νά παρουσιάσω μία εὔοσμη ποιητική ἀνθοδέσμη.
Καί πρῶτα πρῶτα, ὁ κὺρ-Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ δεινός γνώστης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀναλογίου καὶ τῆς ὀρθόδοξης λατρείας «Στὴν Παναγιὰ τὴν Κεχριὰ» ἐξομολογεῖται:
« Γλυκειὰ Παρθέν’ ἀξίωσέ με
νά ‘ρθω καὶ πάλι στὸν ναό σου.
………………..
Στὰ νεαήμερα τ’ ἀγαπημένα ...
ἤθελα νά ‘μαι νὰ ψάλω τὸ "Πεποικιλμένη…"
στὸ πανηγύρι τὸ σεμνό».
Ὁ Κώστας Τσιρόπουλος, ἐξυμνώντας τό πέρασμά μας ἀπό τόν πεπερασμένο χρόνο στό ἄπειρο τῆς αἰωνιότητας, στὸ ποίημά του «Τῆς κοίμησης τῆς Θεοτόκου», ψάλλει γιά τήν Παναγία, ἡ ὁποία μᾶς γλυκαίνει «μέ κερήθρα ταπείνωσης», ἐνῶ «εἰρηνεύει τό σύμπαν καί τό μυστήριο ἀποδίδεται»:
«Ἄσπιλη γιορτὴ τῆς σιγῆς
ἡ σάρκα τελειώνει χρυσὴ
ἀπὸ χάρη καὶ τρόμο,
βαστάζοντάς τη
Αὐτὸς ποὺ τὸν βάστασε.
Τὰ ἐπίγεια συγκροτημένα
στὴν κυψέλη τῆς ἀγκαλιᾶς σου».
Ἡ μεγαλόπνοη λύρα τῆς Ζωῆς Καρέλλη κόσμησε εὐκαιριακά τὴ μορφὴ τῆς Παναγίας. Στό ποίημα «Ἐπίκληση» ὁμολογεῖ ὅτι ξεκινᾶ πρός τῶν «οὐρανῶν τήν πλατυτέρα», τήν «ἀδιάρρηκτη, ἄρρηκτη, ἄρρητη δωρεά», τήν «ἐλπίδα πού φέρνει τή νίκη» καί ταπεινά ἱκετεύει:
«Ἡ ἄφθονη χάρη σου
ἂς χαρίσει στὴ μαραμένη καρδιά μας
τὴ χαρά...
Μὴν ἀποστρέψεις τὴ ματιά σου...
Ἄκουσε Σύ, ἡ αἰώνια μητέρα,
τὶς προσκλήσεις ποὺ φωνάζουμε, καλοῦμε,
ὑμνοῦμε τὴ φωνὴ ποὺ σὲ ὀνομάζει.
Παρακαλοῦμε, δὲν ξέρουμε τὴν παράκληση
νὰ λησμονήσουμε ποὺ τὴ δύναμή σου ὁμολογεῖ
κι ἐλέγχει τὴ δική μας ἀδυναμία».
Ὁ φωτεινὸς καὶ εὐσυγκίνητος ποιητικὸς λόγος τοῦ Ματθαίου Μουντέ ἀπευθύνει στήν Παναγία μέ τό ποίημα «Δέηση τοῦ Δεκαπενταυγούστου» λόγους σιωπῆς, ἱκέσιους, γιὰ νὰ μᾶς φιλέψει Ἐκείνη, ὅπως κι ἡ μάνα μας, καλοσύνη καὶ ἔγνοια παντοτεινή:
«Ἔλα σάν αὐγουστιάτικο μελτέμι
Προτοῦ οἱ ἑφτά πληγές σφραγίσουνε τό τέλος.
.................................
Φέρε τήν πηγή τοῦ ἐλέους Σου
ν’ ἀναβλύσει πλάι στήν πληγή μας.
Μάζεψε πάλι ἐκ περάτων τά μηνύματα τῆς χαρᾶς
φόρτωσέ τα πάνω σέ δειλινές καμπάνες
πού σημαίνουν τήν Παράκληση
καί φέρ' τα νά τά καρφώσεις στεφάνι στήν πόρτα μας».
Ὁ ποιητής Τάκης Παπατσώνης μέ τόν φιλοσοφικό στοχασμό, τό βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα καί τόν μυστικισμό, πού τόν διακρίνει, στὸ ποίημά του «Ρεμβασμὸς Δεκαπενταύγουστου» ὁμολογεῖ:
«Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ὅσων δὲν κοπιάσαν,
γιὰ ν’ ἀκουμπήσουν τὰ ξαναμμένα κεφάλια τους
στὰ γόνατά σου τὰ μητρικά, ποὺ καταλύουν τὸ μαῦρο πάθος…
Ἐνῶ τὰ δέντρα
τὰ εὐσκιόφυλλα στὴ λιτάνευση, καθὼς τὸ Σῶμα
περνάει τῆς Βασίλισσας, ριγοῦντα καὶ φρίττοντα,
θὰ συγκλίνουν γιὰ προσκύνηση σκορπώντας
τὴ δροσιά τους μὲ τὸ ἀνέμισμα, ριπίδια τῆς λατρείας,
ἀναστυλώνοντας ὅσους μαραίνονται κι ἀσθμαίνουν
στὶς τροπικὲς τὶς λαῦρες τοῦ καλοκαιριοῦ μας,
μισοκαμένες θημωνιὲς κοντὰ στὸ ἁλώνι,
καπνοὶ ποὺ διαλύουν
τὶς αὐγουστιάτικες τὶς ἁμαρτίες μας».
Ὁ Παυλέας Σαράντος, μέ τούς γεμάτους φῶς καί αἰσθητικό κάλλος στίχους του, δέεται στή «Σύγχρονη ἀφοσίωση στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου»:
«Κάνε τὸ χέρι μας ὄχι κλειστό, ἀλλὰ ἄφθονο, χέρι προσφορᾶς,
ποτὲ χέρι ἁρπαγῆς….
Σύντρεξέ μας, στοῦ βίου μας τὰ περιστατικὰ τὰ κρημνώδη,
γιὰ νὰ διατηρήσουμε μία ἐλπίδα εὔθυμη καὶ ἀνοιχτὴ
ἔτσι ὥστε νὰ μὴν τὴν κάνουμε μία αὐτοπεριοριζόμενη
φυλακή μας».
Στό ποίημά του «Στὴν κοίμηση τῆς Θεοτόκου» ἐκζητεῖ τήν πρεσβεία της:
«Ἐσύ, ὅπου ὁλόκληρη εἶσαι Ἀκοὴ καὶ Ὅραση,
δίδαξέ μας πὼς δὲν πεθαίνουμε, παρὰ μόνο
γιὰ λίγο κοιμόμαστε.
Κατόρθωσε μὲ τὴν πρεσβεία σου γιά μᾶς
νὰ κοιμηθοῦμε κ’ ἐμεῖς τίμια καὶ ἁπλὰ
μὲ τὴ δικαιοσύνη μας, ὅπως σήμερα
κοιμήθηκες κ’ Ἐσύ, γιὰ ν’ ἀναστηθοῦμε
μέσα στὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη
προστασία τῆς ἀγκαλιᾶς Σου».
Κλείνω μέ τούς στίχους τοῦ Γ. Βερίτη, πού στράγγισε τό ποτήρι τοῦ πόνου καί τῆς ὀδύνης, καί στό ποίημά του «Στή μητέρα τῶν θλιμμένων» -ἐκπροσωπώντας καί ὅλους ἐμᾶς- υἱικά ἱκετεύει:
«Στή θλίψη καί στή δυστυχία,
στίς δύσκολες στιγμές τοῦ πόνου,
ὅλοι σέ Σέ τό βλέμμα ὑψώνουν
κι ὅλοι φωνάζουν "Παναγία!"...
Γλυκιά Μητέρα τῶν θλιμμένων
καί στήριγμα τῶν χριστιανῶν,
δῶσ’ στίς ψυχές τῶν πονεμένων
λίγη δροσιά τῶν οὐρανῶν.
Ὅλους Ἐσύ προστάτεψέ μας,
γέρους καί νέους καί παιδιά,
καί πάντα πλούσια χάριζέ μας
ἐλπίδα καί παρηγοριά».
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 202-204
+Στεργίου Σάκκου
ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΖΩΗΣ
Α΄. Φθινόπωρο - Χειμώνας
Β΄. Ἄνοιξη - Καλοκαίρι
Μηνύματα ἀπό τίς μορφές τῶν Ἁγίων, μέ ἀφόρμηση μεγάλα γεγονότα τῆς πίστεως καί τῆς ἱστορίας μας, πού νοηματοδοτοῦν τήν καθημερινότητά μας.
Ζητῆστε τα στό Βιβλιοπωλεῖο μας
ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ
Γ. Μπακατσέλου 5, Θεσσαλονίκη
τηλ. 2310 274518
ἤ μπεῖτε στό ἠλεκτρονικό μας Βιβλιοπωλεῖο
Ταραγμένη θάλασσα ἡ κοινωνία τοῦ 4ου μ.Χ. αἰώνα. Κοσμοθεωρίες καί βιοθεωρίες συγκρούονται μέ σφοδρότητα. Μά μέσα στό μανιασμένο πέλαγος τῶν ἰδεολογιῶν κάποιες ψυχές βρῆκαν πυξίδα σωτήρια. Ὁ αἰώνιος λόγος τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου σηματοδότησε γιά αὐτούς μία νέα πορεία πλεύσεως. Ἀνάμεσά τους καί ὁ νεαρός Εὔπλους. Τό ἀγάπησε τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, τό ἔκανε ζωή του καί πόθησε νά προσφέρει τήν ὕπαρξή του στήν ὑπηρεσία του. Χειροτονεῖται διάκονος στήν τοπική ἐκκλησία τῆς Κατάνης, στή Σικελία. Θυσία ζῶσα, ἐκλεκτή, εὐωδιάζουσα ἀγάπη κι ἀφοσίωση ἡ ζωή καί ἡ διακονία του. Στέκει ὀρθός στό ἁγιασμένο μετερίζι του μέ ὅπλο τόν ἀγαπημένο λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι τό γνωρίζουν πώς κρεμασμένο στό στῆθος του φέρει πάντοτε ἕνα μικρό χειρόγραφο τοῦ Εὐαγγελίου. Μέ τά λόγια τῆς Γραφῆς κοιμᾶται καί ξυπνάει καί εὐφραίνεται ἀνέκφραστα νά τά ἀπομνημονεύει. Μ᾽ αὐτά νουθετεῖ καί παρηγορεῖ τούς ἀδελφούς. Μ᾽ αὐτά μοχθεῖ νά στερεώσει τήν πίστη τῶν διωκόμενων χριστιανῶν ὅταν θεριεύει ὁ διωγμός.
Γιά τό ἀγαπημένο του εὐαγγέλιο θά ὁδηγήσουν τόν ζηλωτή διάκονο Εὔπλου στό δικαστήριο. Ἡ κατηγορία εἶναι σαφής: κατέχει καί διακινεῖ χειρόγραφα τῶν χριστιανικῶν βιβλίων, τά ὁποῖα εἶναι ἀπαγορευμένα καί ἐπικηρυγμένα ἀπό τόν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό.
- Ἀφοῦ ἤξερες ὅτι εἶναι ἀπαγορευμένα αὐτά τά βιβλία, γιατί δέν τά παρέδωσες στό δικαστήριο;
- Εἶμαι χριστιανός καί δέν μοῦ ἐπιτρέπεται νά τά παραδώσω, γιατί περιέχουν τήν αἰώνια ζωή. Καί ὅποιος τά παραδίδει χάνει τήν αἰώνια ζωή.
- Ποῦ ἔχεις κρυμμένα τώρα αὐτά τά βιβλία σου; φώναζαν ἀγριεμένοι οἱ εἰδωλολάτρες.
-Ἐντός μου. Εἶναι χαραγμένα στήν καρδιά μου, ἀπαντοῦσε μέ ἀφοπλιστική ἁπλότητα ὁ ὁμολογητής τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό πού κρατῶ πάνω μου ἀρνοῦμαι νά τό ἀποχωριστῶ.
Σκληρά βασανιστήρια ὑπέμεινε ὁ διάκονος τοῦ Χριστοῦ. Τό ἀγαπημένο ἅγιο φυλακτό του στό στῆθος ἔμελλε νά ματώσει. Κι ἡ σφραγίδα τῆς ἀγάπης του θά χαραζόταν πάνω του ματωμένη κάποια αὐγή τοῦ Αὐγούστου τοῦ 304 μ.Χ. Τότε πού γονατιστός καί προσευχόμενος ἔγειρε τόν αὐχένα του στό ξίφος τοῦ δημίου σύμφωνα μέ τή διαταγή τοῦ ρωμαίου διοικητῆ Καλβισιανοῦ. Οἱ ρανίδες τοῦ αἵματός του ποτίσανε τό νιόφυτο δεντρί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἀνταπόδομα στή ματωμένη δεξιά τοῦ Φυτουργοῦ της. Ματωμένο ἔπεσε τότε καταγῆς τό χειρόγραφο τοῦ Εὐαγγελίου πού ἔφερε πάντοτε ἐπάνω του. Τό περισυνέλεξαν μέ συγκλονισμό οἱ πιστοί μαζί μέ τό σκήνωμα τοῦ τίμιου διακόνου πού παρέμεινε πιστός στό εὐαγγέλιο ἄχρι τέλους.
Πίσω ἀπό τό ὄνομα τοῦ μεγαλομάρτυρα Εὔπλου διακρίνουμε ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι χριστιανοί μία ἡρωική ὁμολογία κι ἕνα ματωμένο Εὐαγγέλιο. Εἶναι ἡ κληρονομιά μας, ὁ ἀκριβός πλοῦτος πού παραδίδουν στή γενιά μας χέρια θυσιαστικῆς ἀγάπης. Τιμή, εὐλογία καί εὐθύνη γιά μᾶς. Πῶς νά προδώσουμε τό τόσο αἷμα τῆς θυσίας πού ἄρδευσε τήν πίστη μας;
Τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τοῦ διακόνου Εὔπλου, 11 Αὐγούστου, πανηγυρίζουν οἱ πιστοί μές στούς αἰῶνες τή μαρτυρική μνήμη του. Ἰδιαίτερη τιμή ἀπέδιδαν στόν Ἅγιο οἱ Θρακιῶτες πρόγονοί μας στήν Αἶνο. Μικρός ναός ἀφιερωμένος στή μνήμη του, χτισμένος στήν ἄκρη τοῦ λιμανιοῦ τῆς Αἴνου, ξεπροβόδιζε τά καράβια, ὥστε νά ἔχουν «εὖ πλοῦν», καλό ταξίδι. Πανομοιότυπο ἀντίγραφο τοῦ ὁμώνυμου ναοῦ τῆς Αἴνου εἶναι χτισμένο, ἀπό τά εὐλαβικά χέρια τῶν προσφύγων, στό λιμάνι τῆς Ἀλεξανδρούπολης, γιά νά κατευοδώνει ὁ Ἅγιος τά ἀμέτρητα σκάφη, μικρά καί μεγάλα, πού ταξιδεύουν στό Αἰγαῖο. Ἕνα καντήλι ἀδιάκοπα ἀναμμένο καί μία ἱκεσία γιά κάθε ταξίδι στή θάλασσα ἀλλά καί στή ζωή: «Σὺ γὰρ ἐν τῷ πελάγει, τῶν ποικίλων ἀγώνων, εὔπλοος ἀνεδείχθης, παμμακάριστε Εὖπλε. Καὶ νῦν πρὸς λιμένας ἡμᾶς, θείους κυβέρνησον». Ἀμήν!
Ἰχνηλάτης
Ὁ ἐγκέφαλος εἶναι «τό πιό πολύπλοκο ἑνάμισι κιλό στό σύμπαν». Εἶναι τό θαῦμα τῆς Δημιουργίας. Γεννιόμαστε μέ 100 δισεκατομμύρια νευρῶνες καί προστίθενται 250.000 ἕως 500.000 νέοι, οἱ ὁποῖοι σχηματίζονται κατά τούς πρώτους μῆνες τῆς ζωῆς τοῦ βρέφους. Δέν εἶναι ὅμως μόνον ὁ τεράστιος ἀριθμός τῶν νευρώνων, ἀλλά καί ὁ ἀριθμός τῶν συνάψεων ἤ τῶν συνδέσεων μεταξύ τῶν νευρώνων πού εἶναι ἐπίσης ἐξαιρετικά μεγάλος. Οἱ πρώιμες ἐμπειρίες εἶναι ζωτικῆς σημασίας. Ἡ πιό ἔντονη ἀνάπτυξη τῶν συνδέσεων τοῦ ἐγκεφάλου παρατηρεῖται στά τρία μέ τέσσερα πρῶτα χρόνια τοῦ παιδιοῦ, διότι ὁ ἐγκέφαλος στήν ἡλικία αὐτή εἶναι πιό «πλαστικός» καί ἑπομένως εἶναι σέ θέση νά δημιουργεῖ νέες συνδέσεις.
Ἐνέργειες, πράξεις ἤ παραλείψεις ἀλλά καί προκαταλήψεις τοῦ οἰκογενειακοῦ περιβάλλοντος παίζουν πρωταρχικό ρόλο στή δημιουργία εὐνοϊκῶν συνθηκῶν ἤ μή γιά τό μικρό παιδί. Ἀπό τούς πιό σημαντικούς παράγοντες εἶναι ἡ ἀνάπτυξη τῆς γλωσσικῆς ἱκανότητας καί ἐπικοινωνίας τοῦ βρέφους μέ τούς γονεῖς καί τούς γύρω του, καθώς καί ὁ ἐμπλουτισμός τοῦ λεξιλογίου του. Εἶναι εὐρύτατα διαδεδομένο ὅτι ἡ τηλεόραση καί τά κατάλληλα DVD εἶναι ἰδανικά μέσα, γιά νά ἐξυπηρετήσουν τήν ἀνάπτυξη τῆς γλωσσικῆς ἱκανότητας τοῦ παιδιοῦ. Καί ὅμως αὐτό εἶναι μύθος, ὁ ὁποῖος ἔχει γίνει εὐχαρίστως ἀποδεκτός ὡς ἀδιαμφισβήτητη ἀλήθεια, ἡ ὁποία «κνήθει τὴν ἀκοήν» (=γαργαλᾶ τά αὐτιά) ὅλων μας. Συνέβη τελικά αὐτό πού ἀνα- φέρει ἡ Γραφή: οἱ ἄνθρωποι «ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας τὴν ἀκοὴν ἀποστρέψουσιν, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται» (Β´ Τι 4,4).
Ἄς ἀκούσουμε τούς εἰδικούς:
•Ἡ Ἀμερικανική Παιδιατρική Ἀκαδημία σέ ἀνακοίνωσή της συνιστᾶ στούς γονεῖς νά ἀποτρέπουν τά παιδιά τους, ἡλικίας κάτω τῶν δύο ἐτῶν, νά παρακολουθοῦν τηλεόραση. Τά δύο πρῶτα χρόνια της ζωῆς τους, ἐξηγεῖ, εἶναι πολύ σημαντικά γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ ἐγκεφάλου καί τά παιδιά χρειάζονται τήν ἐπικοινωνία καί ἀλληλεπίδραση μόνο μέ ἐνήλικες καί παιδιά.
•Σέ μελέτη πού δημοσιεύτηκε στά Ἀρχεῖα Παιδιατρικῆς καί Ἐφηβικῆς Ἰατρικῆς οἱ ἐρευνητές διαπίστωσαν ὅτι τά μωρά πού παρακολουθοῦσαν τηλεόραση διέκοπταν τήν πρόοδό τους στή γλωσσική καί γνωστική ἀνάπτυξή τους. Γνωστική ἀνάπτυξη θεωρεῖται ἡ ἱκανότητα τοῦ παιδιοῦ νά μαθαίνει καί νά λύνει προβλήματα.
•Σέ παρόμοια ἀποτελέσματα κατέληξε καί μία ἀντίστοιχη μελέτη τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Οὐάσινγκτον. Ἡ παρα- κολούθηση τῆς τηλεόρασης μειώνει τήν πιθανότητα ἐκμάθησης νέων λέξεων. «Οἱ ἐνήλικες συνήθως προφέρουν περίπου 941 λέξεις ἀνά ὥρα», λέει ὁ παιδίατρος Δημήτρης Χριστάκης, καθηγητής τοῦ ὡς ἄνω Πανεπιστημίου. Καί προσθέτει: «Ἡ μελέτη μας διαπίστωσε ὅτι οἱ λέξεις τῶν ἐνηλίκων ἔχουν σχεδόν ἐξαλειφθεῖ ἐντελῶς, ὅταν ἡ τηλεόραση ἔχει ὡς ἀκροατή τό παιδί».
•Μία τρίτη μελέτη ἔδειξε ὅτι κάθε ὥρα μπροστά στήν τηλεόραση, σέ βίντεο ἤ DVD στοιχίζει στά μωρά ἕξι ἕως ὀχτώ λιγότερες λέξεις στό λεξιλόγιό τους μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται γιά τή γνωστική, γλωσσική, συναισθηματική καί κοινωνική τους ἀνάπτυξη.
Οἱ ἐρευνητές διαπίστωσαν ὅτι τή μεγαλύτερη ἀρνητική ἐπίδραση ὑφίσταντο τά βρέφη μεταξύ 8 καί 16 μηνῶν. Στήν ἡλικία αὐτή ἀρχίζουν νά σχηματίζονται οἱ γλωσσικές δεξιότητες. Τά νήπια αὐτά ὑστεροῦν κατά 10% στίς γλωσσικές δεξιότητες σέ σχέση μέ ἐκεῖνα πού ποτέ δέν παρακολούθησαν βίντεο κ.τ.ὅ.
•Ὁ Dr. Vic Strasburger, ἐκπρόσωπος τῆς Παιδιατρικῆς Ἀμερικανικῆς Ἀκαδημίας, ἐξηγεῖ: «Τά νήπια γιά νά μάθουν χρειάζονται τήν ἀλληλεπίδραση πρόσωπο μέ πρόσωπο. Δέν ὑπάρχει ἀλληλεπίδραση μέσῳ τηλεόρασης ἤ βίντεο. Ἐπιπλέον, ἡ τηλεόραση παρεμβαίνει σέ κρίσιμα ἐγκεφαλικά δίκτυα πού δημιουργοῦνται κατά τήν πρώιμη ἀνάπτυξη τοῦ ἐγκεφάλου».
•Ἡ Patricia Kuhl, Ph.D, πολυβραβευμένη καθηγήτρια τοῦ Τμήματος Λόγου καί Ἐπιστημῶν Ἀκοῆς στό Πανεπιστήμιο τῆς Οὐάσινγκτον, τονίζει μέ ἔμφαση: «Τά βρέφη μαθαίνουν τούς ἤχους τῆς γλώσσας μόνο ὅταν παίζουν μέ ἕνα ζωντανό πρόσωπο. Δέν μποροῦν νά μάθουν ἀπό ἕνα βίντεο ἤ ἀκούγοντας τούς ἤχους ἀπό CD. Στήν προσωπική ἀλληλεπίδραση, οἱ ἐνήλικες μποροῦν νά ἀνταποκριθοῦν ἄμεσα στίς ἀνάγκες καί στά ἐνδιαφέροντα τοῦ παιδιοῦ πού γεννιοῦνται στή δεδομένη στιγμή. Αὐτή ἡ ἀλληλεπίδραση βοηθάει τό βρέφος νά μάθει παρατηρώντας τό βλέμμα, τίς ἐκφράσεις καί τίς χειρονομίες τοῦ προσώπου πού τό φροντίζει. Κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ὁ γονιός καί τό βρέφος χτίζουν μία σχέση πρίν κἄν ξεκινήσει ἡ ἀληθινή συνομιλία μεταξύ τους».
Αὐτή ἡ ἀπαραίτητη σχέση εἶναι τό μυστικό τῆς ἐπιτυχημένης καί ἰσορροπημένης συναισθηματικῆς ἀνάπτυξης τοῦ παιδιοῦ, πού ἡ παρακολούθηση τῆς τηλεόρασης ἀδυνατεῖ νά ἐξασφαλίσει. Ὁ καθηγητής Χριστάκης θά τονίσει: «Ἡ τηλεόραση κινεῖται σέ ἕνα σουρεαλιστικό ρυθμό. Τά προγράμματα αὐτά εἶναι πολύ πολύ γρήγορα. Τά νήπια νομίζουν ὅτι τόσο γρήγορος εἶναι ὁ πραγματικός κόσμος. Ἡ ὑπερδιέγερση κατά τή βρεφική ἡλικία μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ προβλήματα τοῦ ἐγκεφάλου. Ὁ ἐγκέφαλος τῶν μικρῶν παιδιῶν εἶναι διαφορετικός ἀπό τῶν μεγάλων. Τά βρέφη δέν ἐπεξεργάζονται τό περιεχόμενο. Ἁπλῶς δέχονται βομβαρδισμό εἰκόνων καί ἤχων».
Ἄν δέν ἔχει ἀκόμη καταρρεύσει μέσα μας ἡ… «ἀλήθεια», ἴσως μᾶς βοηθήσει μία εἴδηση ἀπό τή μή συντηρητική Γαλλία:
Ἀπό τό 2008, ἡ Γαλλική Ραδιοτηλεοπτική Ἀρχή ἀπαγόρευσε στά γαλλικά κανάλια νά προβάλλουν τηλεοπτικές ἐκπομπές πού ἀπευθύνονται σέ παιδιά ἡλικίας κάτω τῶν τριῶν ἐτῶν. Τό Ἀνώτατο Ὀπτικοακουστικό Συμβούλιο δικαιολόγησε τήν ἀπόφαση αὐτή μέ τήν ἐπισήμανση ὅτι «ἡ παρακολούθηση τῆς τηλεόρασης λειτουργεῖ ἐπιζήμια στήν ἀνάπτυξη τοῦ παιδιοῦ ἡλικίας κάτω τῶν τριῶν ἐτῶν, ἐνῶ παράλληλα ἐγκυμονεῖ μία σειρά κινδύνων, καθώς ἐνθαρρύνει τό πνεῦμα ἀδράνειας, τήν ἀργή ἐκμάθηση τῆς γλώσσας, τήν ὑπερδιέγερση, τήν ἐμφάνιση διαταραχῶν στόν ὕπνο καί στή συγκέντρωση, καθώς καί τήν ἐξάρτηση ἀπό τίς ὀθόνες».
Ὅταν τό παιδί ἤ τό ἐγγόνι μας χαμογελάει στήν τηλεόραση, ἐκείνη δέν τοῦ χαμογελᾶ. Αὐτό μπορεῖ νά τό ἐπηρεάσει κοινωνικά καί ψυχολογικά! Ἄς τοῦ ἀνταποδώσουμε τό δικό μας χαμόγελο βγαλμένο ἀπ᾽ τήν καρδιά μας!
Ἀθαν. Ἀστ. Γκάτζιος
Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 208-210
Ὁ ἐσταυρωμένος Δεσπότης εἶναι, παιδί μου, τό βιβλίο πού σοῦ δίνω νά μελετᾶς συνεχῶς κι ἀπ᾿ αὐτό μπορεῖς νά μάθεις τήν εἰκόνα κάθε ἀρετῆς. Αὐτός, ὡς βιβλίο ζωῆς, ὄχι μόνο διδάσκει μέ λόγια τό νοῦ, ἀλλά καί θερμαίνει τή θέληση μέ ζωντανό παράδειγμα. Ἀπό βιβλία εἶναι γεμάτος ὅλος ὁ κόσμος. Ὡστόσο, δέν μποροῦν ὅλα μαζί τά βιβλία νά σοῦ ἑρμηνεύσουν μέ τόση ἀκρίβεια τόν τρόπο, γιά ν᾿ ἀποκτήσεις ὅλες τίς ἀρετές, ὅπως σοῦ τά ἑρμηνεύει ὁ ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς. Σ᾿ αὐτόν τόν ἐσταυρωμένο σέ συμβουλεύω, παιδί μου, νά προσέχεις, νά τόν καταφιλεῖς μέ δάκρυα καί νά τόν ἀγκαλιάζεις θερμά κάθε φορά πού θά πληγωθεῖς καί θά φαρμακωθεῖς ἀπό τά νοητά φίδια τῶν δαιμόνων καί τούς πειρασμούς τοῦ κόσμου. Καί, βέβαια, θά θεραπευθεῖς ἀπό τίς πληγές σου, ὅπως κάποτε οἱ Ἑβραῖοι στήν ἔρημο θεραπεύονταν ἀπό τά τσιμπήματα τῶν φυσικῶν φιδιῶν, ὅταν ἔβλεπαν τό χάλκινο φίδι, πού κρεμόταν στό ξύλο καί τό ὁποῖο ἦταν ἀντίτυπος τοῦ Κυρίου μας (Ἰω 3,14).
Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἀόρατος πόλεμος.
Ἀπόδ. Β.Σ.
Ἡ μεγαλύτερη ἀλλαγή πού γνώρισε ποτέ ὁ κόσμος συντελέσθηκε στό ξύλο τοῦ σταυροῦ. Ἀπό τήν ὥρα πού πάνω στό Γολγοθᾶ ποτίσθηκε μέ τό αἷμα τοῦ ἀναμαρτήτου Θεανθρώπου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ σταυρός, τό πιό ἀπαίσιο βασανιστικό ξύλο, ἡ πιό αὐθεντική ἔκφραση τῆς ἁμαρτίας, μετασχηματίσθηκε σέ ἱερό σύμβολο, ἔγινε ἡ ἔκφραση τῆς ἁγιότητος, ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τότε ὁ σταυρός διακρίνει τούς ἀνθρώπους μέ Χριστό ἀπό τούς χωρίς Χριστό. Οἱ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄνθρωποι τοῦ σταυροῦ. Ἡ ζωή τους ὅλη διαγράφει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καθώς καθημερινά τό γήϊνο θέλημά τους διασταυρώνεται μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ κι ἡ ψυχή τους, ὅσο κι ἄν πονᾶ καί ματώνει, σκύβει ὑποτακτικά γιά νά πεῖ «γενηθήτω τό θέλημά σου».
Σ᾿ αὐτή τήν ὑποταγή βρίσκουν τήν εἰρήνη καί τήν πληρότητα καθώς ἔχουν "κοινωνία τῶν παθημάτων" (Φι 3,10) τοῦ Χριστοῦ, βιώνουν τήν μακαριότητα, διότι διά τῶν παθημάτων "μεταλαμβάνουν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ" (Ἐβ 12,10).
Κρύβει τό πιό γλυκό μυστικό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὁ σταυρός. Εἶναι αὐτός τό μηχάνημα πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός γιά νά μετασχηματίζει τόν πόνο μας σέ χαρά, τήν πικρία σέ γλυκύτητα, τό μῖσος σέ ἀγάπη, τήν ἐκδικητικότητα σέ συγχώρηση, τήν ἀγανάκτηση σέ ἀνοχή, τήν ἀπελπισία σέ ἐλπίδα, τό σκοτάδι σέ φῶς, τήν κόλαση σέ παράδεισο. Ἔτσι στά δυό του χέρια, πού σάν φτεροῦγες ἁπλωμένες ἀγκαλιάζουν τήν οἰκουμένη, βρίσκουν ἀνάπαυση καί τά πιό πικρά δάκρυα, κουρνιάζουν καί οἱ σκληρότεροι πόνοι. Πάνω στό σῶμα του, πού ἑνώνει τόν οὐρανό μέ τή γῆ, ἀντιφεγγίζει τό φῶς τῆς ἀναστάσεως καί διαλύει τόν σκοτεινό φόβο τοῦ θανάτου. Στήν καρδιά του ἀναβλύζει πηγή ζωῆς καί νᾶμα ζείδωρο, τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἀναγεννᾶ καί μεταμορφώνει.
Ἄς θεωρεῖ ἀδυναμία τήν ἀγάπη καί ἀνοησία τή θυσία ὁ μακράν τοῦ Χριστοῦ κόσμος. Ἄς ἀποφαίνεται πικρόχολα ὅτι «δέν μπορεῖς νά ζήσεις μέ τό σταυρό στό χέρι». Σεμνά καί δυναμικά ἡ Ἐκκλησία ἀντιπαραθέτει τά ἀνά τούς αἰῶνες πιστά παιδιά της, πού μέ τό σταυρό στό χέρι καί στήν καρδιά, λυτρωμένα καί ζωογονούμενα μέ τοῦ Χριστοῦ τό αἷμα, φωτισμένα καί καθοδηγούμενα ἀπό τά μαθήματα τοῦ Εὐαγγελίου, ἀναδείχθηκαν οἱ νικηταί τῆς ζωῆς.
Σ᾿ αὐτά τά παιδιά της, ἀλλά καί στόν κόσμο ὅλο κάθε Σεπτέμβριο -πρῶτο μῆνα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους- προβάλλει ἡ Ἐκκλησία τόν τίμιο σταυρό. Εἶναι ὑπόμνηση ὅτι διά τοῦ σταυροῦ προσφέρεται ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, πού ἐξαφανίζει ἀπό τήν καρδιά τήν πικρία τῆς ἁμαρτίας. Εἶνε ἐνίσχυση, γιά νά μένουμε ἄγρυπνοι καί ἀνυποχώρητοι στά θελήματα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Εἶνε διαβεβαίωση ὅτι «τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν». Ποιός πόνος καί ποιά ἀσθένεια, ποιά θλῖψη καί ποιά δοκιμασία μπορεῖ νά καταβάλει τόν πιστό, πού γνωρίζει ὅτι ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἄγνωστα στόν Θεό, τόν ὁποῖον ἀγαπᾶ καί γιά τοῦ ὁποίου τήν ἀγάπη εἶναι βέβαιος; Ἀλλά καί ποιά ἀνθρώπινη κακία, ἐπιβουλή ἤ συκοφαντία μπορεῖ νά τόν ξεγελάσει γιά νά ἀνταποδώσει τό κακό;
Τά μεταβάλει ὅλα ὁ μετασχηματιστής τοῦ σταυροῦ καί τά καθιστᾶ ἀφορμές πνευματικῶν πτήσεων καί ἀγαπητικῶν περιπτύξεων πρός τόν Ἐσταυρωμένο Κύριο, ὁ ὁποῖος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει». Καί γίνεται ὁ σταυρός τό ἄγιο σκαλί, ὅπου ὑψώνονται οἱ πιστοί γιά νά πάρουν καί νά δώσουν τό φίλημα τοῦ οὐρανοῦ, γιά νά ἀναπαυθοῦν καί νά ἀνανεωθοῦν στήν ἀγκαλιά τοῦ οὐρανίου Πατέρα.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 52 (1997) 171
Δέν εἶναι μία ρητορεία, μία ποιητική ὑπερβολή. Εἶναι ὁ τίτλος μιᾶς συγκλονιστικῆς ἱστορίας, τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, ὅπως αὐτή διαμορφώθηκε ἀπό τότε πού ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καί ὑψώθηκε στό σταυρό, γιά νά σώσει τήν ἀνθρωπότητα. Ὁ Κύριος κατέστησε τήν Παναγία Μητέρα του «γλυκασμόν τῶν ἀγγέλων» μέ τή δύναμη τοῦ σταυροῦ του· κι αὐτός ὁ σταυρός ἔγινε ὁ γλυκασμός τοῦ κόσμου, ἡ ἀκατάλυτη δύναμη πού ἐξουδετερώνει τό φαρμάκι αὐτῆς τῆς ζωῆς.
«Ἄν εἶν᾿ ὁ θάνατος πικρός, εἶν᾿ ἡ ζωή φαράκι», εἶπε ὁ ποιητής. Καί ἀσφαλῶς ὅλοι, μικροί καί μεγάλοι, πλούσιοι καί φτωχοί, πρίν γευθοῦμε τήν πίκρα τοῦ θανάτου, νιώθουμε πολλές φορές νά μᾶς δηλητηριάζει τό φαρμάκι τῆς ζωῆς· αὐτό τό φαρμάκι ἦταν ὁ σταυρός. Μετά τήν ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό καί τήν ἐξορία του ἀπό τή γλυκύτητα τοῦ Παραδείσου, ὁ σταυρός ὑπῆρξε ὅ,τι χειρότερο καί φοβερότερο μποροῦσε νά συλλάβει ἡ ἀνθρώπινη κακία σέ συνεργασία μέ τή σατανική ἐχθρότητα.
Ματωμένος ἀπό τά αἵματα τῶν πιό ἀπαίσιων κακούργων, στιγματισμένος ἀπό τά πιό ἀποτρόπαια ἐγκλήματα, ὁ σταυρός ἔγινε τό σύμβολο τῆς λυσσαλέας κακίας, τῆς μανιώδους ἐκδίκησης ἀλλά καί τῆς ὀδυνηρῆς τυραννίας καί τιμωρίας. Ὅταν ὅμως πάνω σ᾿ αὐτόν ὑψώθηκε ὁ ἀναμάρτητος Υἱός τῆς Παρθένου καί πότισε τά διασταυρωμένα ξύλα μέ τά ἄχραντα αἵματά του, τό φοβερό καί ἀπαίσιο ἰκρίωμα μεταβλήθηκε στό πιό εὐλογημένο, ἱερό καί ἐξαίσιο σύμβολο.
Τό φαρμάκι τῆς ζωῆς δέν εἶναι πλέον ἀκαταμάχητο. Τό ἔχει ἤδη ἐξουδετερώσει ὁ σταυρός τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθώς μελετοῦμε στήν ἱστορία τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ψηλαφοῦμε στίς πάμπολλες προφητεῖες καί προτυπώσεις τῆς Παλαιᾶς. Θά θυμίσω μόνο ἕνα περιστατικό, πού προτυπώνει τή γλυκαντική ἐνέργεια τοῦ σταυροῦ. Ἱστορεῖται στό βιβλίο τῆς Ἐξόδου (15,22-27): Τρεῖς ἡμέρες μετά ἀπό τή διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης, ἐνῶ οἱ Ἰσραηλίτες βρίσκονται στήν καρδιά τῆς μεγάλης ἐρήμου Σούρ καί μάταια λαχταροῦν νά δροσίσουν τά φρυγμένα χείλη τους μέ λίγο νερό, γίνονται μάρτυρες ἑνός θαυμαστοῦ σημείου: Τά πικρά νερά τῆς Μερρᾶ γλυκαίνουν καί ἀνακουφίζουν τόν ταλαιπωρημένο λαό, ὅταν ὁ προφήτης Μωυσῆς βυθίζει μέσα στήν πηγή ἕνα «ξύλον». Τό μυστηριῶδες αὐτό «ξύλον» εἶναι, κατά τούς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ τύπος τοῦ σταυροῦ.
Λάμπει καί φεγγοβολᾶ μές στούς αἰῶνες ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ, διότι ὁ Ἐσταυρωμένος «ἠγέρθη», ἀναστήθηκε, «λύσας θανάτου τά δεσμά». Τώρα ὁ σταυρός γίνεται ὁ γλυκασμός τῆς ζωῆς· διαλύει τό φαρμάκι της καί χύνει φῶς στά σκοτισμένα μονοπάτια της. Ἀντανακλᾶ τό φῶς τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ καί φωταγωγεῖ ὡς ἄλλος ἥλιος «ἅπασαν τήν κτίσιν». «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια», θά παιανίσει ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής, καί ὁ παιάνας του θά ἐπιβεβαιωθεῖ ἀπό ὅλους τούς πικραμένους καί πονεμένους τῆς γῆς, πού εὐεργετημένοι ὁμολογοῦν ὅτι «ἰδού, ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
* Ὅπως τό «ξύλον» γλύκανε τά πικρά νερά τῆς Μερρᾶ, ἔτσι ὁ σταυρός ἐξουδετέρωσε τήν πικρία καί τήν τιμωρητική ἐξουσία τοῦ νόμου, τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Καθώς ἐνστερνίζονται τό μυστήριο τοῦ σταυροῦ οἱ πρώην ὑπήκοοι τοῦ νόμου, ἀπελευθερώνονται ἀπό τήν καταδυνάστευση τοῦ νόμου, εἰσέρχονται στήν ἀναψυχή τῆς χάριτος καί πίνουν τό γλυκύ νάμα τῆς σωτηρίας, γεύονται τή δωρεά τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ.
* Ἡ πικραμένη ἀπό τήν ἁμαρτία καί τή διαφθορά θάλασσα τῶν ἐθνῶν, μέ τό ξύλο τοῦ σταυροῦ, τήν ἀπολυτρωτική θυσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, γλυκαίνει. Τά εἰδωλολατρικά ἔθνη συμφιλιώνονται μέ τόν Θεό, γίνονται υἱοί του, μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
* Ἡ ἀνθρώπινη κακία, ἐκχύλισμα τῆς ἁμαρτίας, πού σάν πικρότατο ποτό φαρμακώνει τίς καρδιές καί διαποτίζει τό εἶναι μας, ἐξουδετερώνεται ἐπίσης μέ τή θυσία τοῦ Κυρίου. Διά τοῦ σταυροῦ ὁ Χριστός μᾶς συμφιλιώνει μέ τούς ἄλλους. Μᾶς μαθαίνει νά ἀνεχόμαστε, νά ὑπομένουμε, νά συγχωροῦμε, νά μεταποιοῦμε τήν κακία σέ ἀγαθότητα, τό μίσος σέ ἀγάπη. Μᾶς συμφιλιώνει πρωτίστως μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Μεταβάλλει τήν κακή ἐπιθυμία σέ ἀγαθή, τήν ὑπερηφάνεια σέ ταπείνωση, τήν ἰδιοτέλεια σέ θυσία, τή φιληδονία σέ ἁγιότητα. Νεκρώνει τήν ἁμαρτία καί τήν καθιστᾶ ἀνενέργητη, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ καί διά τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας ἐμπιστεύεται τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του στή χάρη τοῦ σταυροῦ.
Περίτρανα μαρτυροῦν μές στούς αἰῶνες οἱ λυτρωμένοι τῆς γῆς ὅτι ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ «γλυκασμόν σωτηριώδη τοῖς βροτοῖς ἐναπέσταξεν». Μπολιασμένοι μέ τή φύτρα τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ ἀποδέχονται πρόθυμα τόν προσωπικό τους σταυρό: Δέν ἀρνοῦνται τή ζωή, γνωρίζουν ὅμως νά τή θυσιάζουν χάριν τοῦ σταυροῦ. Δέν ἀποφεύγουν τόν κόπο. Δέν φοβοῦνται τή θυσία. Ἐπιζητοῦν τήν ἄσκηση καί ἀποδέχονται τόν πόνο ὡς δῶρο πολύτιμο τοῦ Χριστοῦ, συμμετοχή στόν δικό του σταυρό. Ζοῦν καί κινοῦνται μέσα στόν κόσμο ὡς ἄλλου εἴδους ἄνθρωποι. Ἔτσι διαχέουν στήν κοινωνία τό γλυκασμό τοῦ σταυροῦ κι ἀκόμη γίνονται καί οἱ ἴδιοι γλυκασμός τοῦ κόσμου.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 59 (2004) 172-173