Τά δυό σπίτια, τό ἕνα δίπλα στό ἄλλο, μέ τό ἴδιο σχέδιο καί τήν ἴδια αὐλή, σχεδόν πανόμοια δέν μποροῦσες νά ξεχωρίσεις, ἀπ’ ἔξω τουλάχιστον, ἄν εἶχαν διαφορές. Τώρα πού τά σκέπασε καί τό χιόνι φάνταζαν σάν μιά πανέμορφη κάρτ ποστάλ σέ δυό ἀντίτυπα.
Ἀπ’ ἔξω μόνον! Γιατί ἀπό μέσα τά δυό σπίτια δέν εἶχαν σχεδόν τίποτε κοινό. Ἤ μᾶλλον αὐτοί πού τά κατοικοῦσαν δέν εἶχαν τίποτε κοινό. Ἐκτός βέβαια ἀπό τό αἷμα πού κυλοῦσε στίς φλέβες τους, γιατί ὁ Βασίλης καί ὁ Σωτήρης ἦταν ἀδέλφια, παιδιά τῆς ἴδιας μάνας καί τοῦ ἴδιου πατέρα.
Ἀπέμεινε τοῦ παλιοῦ καλοῦ καιροῦ ἡ μεγάλη κοινή σιδερένια αὐλόπορτα πού ἦταν ἡ εἴσοδος στήν αὐλή καί γιά τά δυό σπίτια. Πόσο δούλεψαν, πόσο κοπίασαν ὁ Βασίλης καί ὁ Σωτήρης γιά νά φτιάξουν αὐτά τά σπίτια!
«Ἐμεῖς οἱ δυό δέν θά χωρίσουμε ποτέ!», εἶπαν πάνω στόν νεανικό ἐνθουσιασμό τους, καί τά ἔκτισαν!
- Μπαμπά, ρώτησε πρίν λίγες μέρες τόν πατέρα του ὁ πρωτογιός τοῦ Σωτήρη, γιατί στ’ ἀλήθεια δέν μιλιόμαστε μέ τόν θεῖο;
- Ρώτα τή μάνα σου, τ’ ἀποκρίθηκε παγερά ἐκεῖνος καί ὁ ἔφηβος γιός διέκρινε μιά ταραχή στήν ὄψη τοῦ πατέρα του.
- Ὄχι, μπαμπά, ἐπέμενε σοβαρός ὁ Νῖκος. Ἐσύ θέλω νά μοῦ πεῖς! Εἶναι σωστό οἱ παπποῦδες νά κάνουν Χριστούγεννα σέ μᾶς καί Πρωτοχρονιά στόν θεῖο τόν Βασίλη;
Ταράχτηκε ἀκόμα πιό πολύ ὁ Σωτήρης. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τόν τελευταῖο καιρό ἔχει κλονιστεῖ μέσα του κατά πόσο ἀξίζει αὐτή ἡ ἔχθρα μέ τόν μοναδικό ἀδελφό του καί τώρα τά λόγια τοῦ γιοῦ του τόν ἀναστάτωναν ἀκόμα πιό πολύ.
- Πάντως νά ξέρεις, ἐπειδή κάποτε εἶπες πώς δέν ἐπιτρέπεις πάρε δῶσε μέ τά ξαδέλφια μου, ὁ Νῖκος κι ἐγώ στό σχολεῖο καθόμαστε στό ἴδιο θρανίο καί εἴμαστε καί φίλοι.
Ὁ Νῖκος τά εἶπε ὅλα γρήγορα δίχως ἀνάσα σάν νά φοβόταν μήπως χάσει τό θάρρος του καί δέν ὁλοκληρώσει αὐτό πού εἶχε νά πεῖ.
- Καί... πῆγε νά συμπληρώσει διστακτικά ὁ Νῖκος.
- Καί; Ἔλα τώρα πές, τί ἄλλο ἔχεις νά μοῦ πεῖς;
- Θέλω νά σοῦ πῶ πώς τά Χριστούγεννα τήν ὥρα πού ἐσεῖς ὅλοι κοιμόσασταν, ἐγώ πῆγα μέ τόν θεῖο Βασίλη καί τήν οἰκογένειά του στήν Ἐκκλησία.
- Δίχως νά πάρεις τήν ἄδειά μου; ρώτησε ὁ Σωτήρης, μά παράξενο ὁ Νῖκος δέν διέκρινε στή φωνή του οὔτε θυμό οὔτε κάποια αὐστηράδα.
- Ἄν σέ ρωτοῦσα, θά μέ ἄφηνες; ἀπάντησε χαμηλώνοντας τά μάτια ὁ Νῖκος. Μπαμπά, ζοῦνε τόσο διαφορετικά ἀπό μᾶς! Δέν σοῦ τό κρύβω ὅτι τίς λίγες φορές πού καταφέρνω νά σᾶς ξεγελάσω καί νά πάω στοῦ θείου Βασίλη, γυρνάω ἄλλος ἄνθρωπος!
- Φτάνει! τόν ἔκοψε ἀναστατωμένος ὁ Σωτήρης, φτάνει! Κάνε ὅπως νομίζεις καί ἄν θέλεις ἄλλαξε σπίτι καί γονιούς. Πές τους νά σέ υἱοθετήσουν.
Ἔφυγε ὁ Σωτήρης καί ἀπέμεινε ὁ Νῖκος μέ τό παράπονο στήν καρδιά. Ὁ παππούς ὁ Νικόλας μιά μέρα εἶπε στά δυό μεγάλα ἐγγόνια του, στούς Νικολῆδες, ὅπως τούς ἔλεγε, τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο τά δυό παιδιά του καί πατεράδες τους μάλωσαν καί δέν ξαναφίλιωσαν ἀπό τότε.
Ἦταν ἀκόμα νέοι, ἐλεύθεροι καί οἱ δυό, ὅταν ὁ Βασίλης πού ἦταν ὁ μικρότερος ἄρχισε νά ἐπισκέπτεται τό Ἅγιον Ὄρος καί νά ἀποκτᾶ στενή σχέση μέ τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Ὁ Σωτήρης, πού ἀγαποῦσε πολύ τόν Βασίλη, φοβήθηκε μήπως γίνει μοναχός καί χωρίσουν γιά πάντα. Στήν ἀρχή, λοιπόν, πιό πολύ ἀπό ἀντίδραση, ἄρχισε νά τά βάζει μέ τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Ὕστερα, θές ἀπό ἐγωισμό, θές ἀπό συνήθεια, ἄρχισε νά δηλώνει ἄθεος. Οἱ σχέσεις τῶν δυό ἀδελφῶν ἄρχισαν νά ψυχραίνουν καί ὁ Σωτήρης ὅλο καί περισσότερο ἐκφραζόταν ἀρνητικά σέ κάθε τι πού εἶχε σχέση μέ τόν Θεό! Ὥσπου μιά μέρα ἔδωσε τό τελειωτικό πλῆγμα στούς γονεῖς καί τόν ἀδελφό του.
- Θά παντρευτῶ μέ πολιτικό γάμο, τούς ἀνακοίνωσε, ἀδιαφορώντας γιά τόν πόνο πού τούς προκάλεσε.
- Ἐγώ σ’ ἕνα τέτοιο γάμο δέν ἔρχομαι! τοῦ εἶπε ἀποφασισμένος ὁ Βασίλης.
- Ἄν δέν ἔρθεις, ξέγραψέ με ἀπό ἀδελφό σου, πείσμωσε ὁ Σωτήρης.
Καί ὁ Σωτήρης παντρεύτηκε μέ πολιτικό γάμο καί ὁ Βασίλης δέν πῆγε. Μά οὔτε καί ὁ Σωτήρης πῆγε στόν γάμο τοῦ ἀδελφοῦ του.
Παραμονή Πρωτοχρονιᾶς καί ὁ Νῖκος ἔβλεπε τόν πατέρα του νά πηγαινοέρχεται ξεφυσώντας. Πρίν λίγο εἶχε δεῖ ὁ Νῖκος τόν παππού καί τή γιαγιά πού μπῆκαν στήν αὐλή καί τράβηξαν γιά τό σπίτι τοῦ θείου Βασίλη. Εἶδε τή γιαγιά πού γύρισε κατά τό δικό τους τό σπίτι, ἔκανε τόν σταυρό της καί τό σταύρωσε. Νά τό εἶδε ἄραγε αὐτό καί ὁ μπαμπάς; Νά διέκρινε τάχα τήν πληγή τῆς καρδιᾶς της;
- Ἐγώ, μπαμπά, θά πάω ἀπόψε νά κάνω Πρωτοχρονιά μέ τόν παππού καί τή γιαγιά, εἶπε μέ σταθερή φωνή.
- Μή λές ἀνοησίες, τόν ἔκοψε ὁ Σωτήρης. Τό ξέρεις πολύ καλά πώς ὁ παππούς καί ἡ γιαγιά εἶναι ἀπόψε δίπλα.
- Αὐτό ἀκριβῶς! Θά πάω νά γιορτάσω μαζί τους τόν θεῖο Βασίλη, εἶπε ἀφήνοντας ἐμβρόντητο τόν πατέρα του.
- Καί ἐμᾶς; Ἐμᾶς θά μᾶς ἀφήσεις μόνους μιά τέτοια νύχτα; εἶπε μέ παράπονο.
- Τί πιό καλά γιά ὅλους, νά πάρετε καί τά μικρά καί νά πᾶμε ὅλοι μαζί!
Ὁ Νῖκος οὔτε πού σκέφτηκε ποτέ νά κάνει αὐτή τήν πρόταση στόν πατέρα του καί οὔτε κατάλαβε πῶς τοῦ βγῆκε.
- Ὄρεξη μᾶς εἶχε ὁ θεῖος σου! εἶπε ἀντί γιά ἀπάντηση ὁ Σωτήρης, μά τά μάτια του εἶχαν θαρρεῖς μιά παράξενη λάμψη.
- Κι ὅμως, μπαμπά, πῆρε θάρρος ὁ Νῖκος καί συνέχισε, ὁ θεῖος ὁ Βασίλης τό λαχταράει ὅσο τίποτε στόν κόσμο.
Κοίταξε στά μάτια τόν πατέρα του ὁ Νῖκος καί τοῦ ἦρθε νά ξεφωνίσει ἀπό χαρά γιά αὐτό πού ἔβλεπε: Ὁ πατέρας του ἔκλαιγε καί τά δάκρυα τοῦ αὐλάκωναν τά μάγουλα.
- Γιά νά πάω στόν Βασίλη, γιέ μου, τόν ἄκουσε νά λέει, πρέπει νά πάω μέ μιά πρόσκληση καί δέν ξέρω πῶς θά τό πάρεις ἐσύ πού εἶσαι πιά μεγάλος.
- Ἐγώ, πατέρα μου, θά σέ βοηθήσω νά τήν ἑτοιμάσεις, τόν ἔβγαλε ἀπό τή δύσκολη θέση ὁ Νῖκος. Πές μου ἡμέρα, ὥρα καί ἐκκλησία καί ἐγώ θά τή γράψω στόν ὑπολογιστή.
Ἀγκάλιασε τόν πατέρα του ὁ Νῖκος καί ὕστερα ἔτρεξε νά ἑτοιμάσει τό προσκλητήριο.
Τό χιόνι πού ἔπεσε πυκνό εἶχε σβήσει τά βήματα τῆς γιαγιᾶς καί τοῦ παπποῦ μά ἐκεῖνα τά ἄλλα, τά πολλά πού ὁδηγοῦσαν στό σπίτι τοῦ θείου Βασίλη δέν κατάφερε νά τά σκεπάσει. Ἔμειναν ἐκεῖ ὥς τό πρωί γιά νά μαρτυροῦν ὅτι ἄνοιξε καί πάλι ὁ δρόμος καί πώς τά δυό πανόμοια σπίτια μποροῦσαν πιά νά ἐκπληρώνουν τόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο κτίστηκαν: Νά εἶναι ὁ Βασίλης δίπλα στόν Σωτήρη καί ὁ Σωτήρης δίπλα στό Βασίλη.
Ἑλἐνη Βασιλείου
Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 28-29