Ἡ παγκόσμια ὕψωση τοῦ τιμίου Σταυροῦ (14 Σεπτεμβρίου) σαλπίζει τήν ἀγαλλίαση τοῦ σύμπαντος κόσμου, τήν λύτρωση καί τήν εὐφροσύνη τοῦ κάθε πιστοῦ. Σημαίνει ὅ,τι πιό εὐχάριστο καί καλό, δηλαδή ὅ,τι δηλώνει ἡ λέξη εὐαγγέλιο.
Ὡστόσο, ἄν γυρίσουμε τίς σελίδες τῆς ἱστορίας, θά δοῦμε ὅτι στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή ὁ σταυρός εἶχε μία τελείως διαφορετική, φρικτή καί φοβερή σημασία. Ἦταν τό ὄργανο τῆς πιό ὀδυνηρῆς καί ἐπαίσχυντης καταδίκης, τό σύμβολο τῆς κυριαρχίας τοῦ κακοῦ, ἡ κατάρα, ἡ σημαία καί τό τρόπαιο τοῦ διαβόλου. Κανείς δέν θά μποροῦσε ὄχι νά ὑποστηρίξει ἀλλά οὔτε κἄν νά διανοηθεῖ σχέση καί συγγένεια τοῦ σταυροῦ μέ ὁποιοδήποτε καλό καί χαρμόσυνο ἄγγελμα.
Πῶς συντελέσθηκε ἡ ἀσύλληπτη ἀλλαγή, ἡ μεταβολή τοῦ σταυροῦ καί ἡ ταύτισή του μέ τό εὐαγγέλιο; Τό ἀνεπινόητο αὐτό κατόρθωμα εἶναι τό ἔργο τῆς ἀγάπης, τῆς σοφίας καί τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Μ᾿ ἕνα τολμηρό ἅλμα ὁ Θεός ἀπό τόν οὐρανό εἰσβάλλει στήν γῆ, στόν χῶρο τοῦ «κοσμοκράτορα» καί τοῦ ἁρπάζει τήν κυριαρχία. Διαλύει τό κράτος του κι ἀπελευθερώνει τούς δέσμιους αἰχμαλώτους τοῦ σατανᾶ. Καθώς ὑψώνεται ὡς ὁ ἔσχατος κατάδικος στόν Γολγοθᾶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός πραγματοποιεῖ τήν πιό καταπληκτική συντριβή τοῦ ἀντιπάλου σατανᾶ. Λιτά καταγράφει τήν διά τοῦ σταυροῦ προσφορά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «ἀναβάς εἰς ὕψος (ὁ Ἰησοῦς) ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν» (Ἐφ 4,8). Ἔκανε δικούς του τούς αἰχμαλώτους τοῦ κοσμοκράτορα καί κυρίαρχος τώρα ὑψώνει τόν σταυρό ὡς δικό του λάβαρο, δική του σημαία. Ὁ Θεάνθρωπος εἶναι πλέον ὁ νικητής!
Τά παραπάνω, βέβαια, ἰσχύουν μόνο γιά ὅσους ὁμολογοῦν τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Θεό καί δέχονται νά συνεργασθοῦν μέ τήν μετάνοια. Γιά τούς ἄλλους, πού θεληματικά παραμένουν μακριά ἀπό τόν Χριστό καί τό λυτρωτικό ἔργο του, ὅλα αὐτά εἶναι ἄνευ σημασίας. Εὔλογα, λοιπόν, ἐκεῖνοι φορτώνουν μέ μύρια ἄλλα σύμβολα τήν καθημερινότητά τους ἐνῶ πολεμοῦν καί θέλουν νά καταργήσουν τό σύμβολο τοῦ σταυροῦ.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἀποκαλύπτει στόν κόσμο τήν αἰτία τῆς χαρᾶς, τό εὐαγγέλιο, τό εὐλογημένο μυστικό τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ σταυρός! Ναί, ὁ σταυρός πού συνοδεύεται ἀπό πόνο, βάσανα, αἷμα, θάνατο. Εὐαγγέλιο δέν σημαίνει ἁπλῶς καλά λόγια, ἠθική διδασκαλία. Σημαίνει τό γεγονός τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, πού κατεβαίνει στήν γῆ γιά νά βιώσει τόν σταυρό στήν πιό ὀδυνηρή μορφή του· ὑπομένει μία σειρά ταπεινώσεων, γιά νά καρφωθεῖ πάνω στόν σταυρό ὡς «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φι 2,8). Ὅλα αὐτά, μαζί καί μέ τήν διδασκαλία, τό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τά ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «εὐαγγέλιον τῆς δόξης». Λάμπουν καί φωταγωγοῦν τόν κόσμο οἱ ἀλήθειες τοῦ εὐαγγελίου καί τό φῶς τους ἀποτελεῖ προβολή τοῦ ἀκενώτου φωτός, τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ζωή σημαδεύεται ἀπό τόν σταυρό. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς ὁ σταυρός δέν εἶναι πλέον ὄνειδος καί κατάρα, ἀλλά τιμή καί δόξα, ἀνάσταση.
Βέβαια, στήν ἀποστολική ἐποχή οὔτε τό εὐαγγέλιο εἶχε διαμορφωθεῖ σέ βιβλίο, ὅπως τό ἔχουμε σήμερα, οὔτε ὁ σταυρός εἶχε ἐπικρατήσει ὡς σχῆμα. Αὐτό συνέβη στή συνέχεια, ὅταν συγκροτήθηκε τό σῶμα τῶν 27 βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἀντίστοιχα καθιερώθηκε τό σύμβολο τοῦ σταυροῦ. Ὅταν, λοιπόν, οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι μιλοῦν γιά εὐαγγέλιο ἐννοοῦν τό γεγονός τῆς σωτηρίας. Ἀντίστοιχα ὀνομάζουν σταυρό τόν ἐσταυρωμένο Κύριο.
Σταυρός καί εὐαγγέλιο ταυτίζονται ὡς οἱ δύο ὄψεις τοῦ αὐτοῦ νομίσματος. Τό βιώνει πολύ πρακτικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού ἔχει μέλημα καθημερινό καί πνοή τῆς ζωῆς του τό Εὐαγγέλιο (βλ. Ρω 2,16), ἐνῶ παράλληλα βαστάζει στό σῶμα του «τά στίγματα τοῦ σταυροῦ» (πρβλ. Γα 6,17). Καί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τό διαγγέλλει ἐποπτικά μέ τό ἱερό Εὐαγγέλιο πού κρατᾶ πάνω στήν ἁγία τράπεζά της· στήν μία ὄψη του ἔχει τόν σταυρό καί στήν ἄλλη τήν Ἀνάσταση. Καταδεικνύει ἔτσι ὅτι ὁ ἔσχατος πόνος τοῦ σταυροῦ ἀποτελεῖ ἐγγύηση γιά τήν ὑπέρτατη χαρά τῆς ἀναστάσεως.
Αὐτό ἰδιαίτερα πρέπει νά τονισθεῖ στήν εὐδαιμονιστική ἐποχή μας, ἡ ὁποία κατηγορηματικά ἀρνεῖται τόν σταυρό ἤ πονηρά ἀλλοιώνει τήν οὐσία του· μέ κάθε τρόπο προσπαθεῖ νά καταστήσει τήν ζωή μας ἄλυπη, ἀνέμελη, ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε πόνο. Γι᾿ αὐτό καί εἴμαστε σήμερα περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά ἄσχετοι καί ἄγευστοι τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς. Ἀπλησίαστη παραμένει ἡ χαρά, ἄκαρπο καί ἄχρηστο τό εὐαγγέλιο, ὅταν «κενωθεῖ» ὁ σταυρός, ὅταν χάσει τό περιεχόμενό του. Καί ποιό εἶναι τό περιεχόμενο τοῦ σταυροῦ; Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, τό εὐαγγέλιό του. Στόν σταυρό σάν σέ δισκέτα εἶναι ἀποθηκευμένη ὅλη ἡ ζωή καί προσφορά τοῦ Θεανθρώπου. Ὅταν ἀλλοτριωθεῖ ἀπό αὐτήν ὁ χριστιανός, κενώνει τόν σταυρό. Τίς πρακτικές προεκτάσεις αὐτοῦ θά τίς παρουσιάσω μέ μία σειρά εἰκόνων.
Ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ ματωμένος ἀπό τό ἄχραντο αἷμα του καί φωτισμένος ἀπό τήν ἔνδοξη Ἀνάστασή του εἶναι τό κομβικό σημεῖο ὅπου συναντῶνται οἱ δύο δρόμοι· πρός τόν οὐρανό καί πρός τά πέρατα τῆς γῆς. Μέ ἀτράνταχτη βάση τόν ἀκρογωνιαῖο λίθο Ἰησοῦ Χριστό, ὅπου στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία, οἱ πιστοί νικοῦν τήν ἕλξη τοῦ κόσμου «μετέχουν σέ ὅλα ὡς πολῖτες καί ὅλα τά ὑπομένουν ὡς ξένοι». Καί παράλληλα ἀγκαλιάζουν τούς πάντες μέ μία ἀγάπη πρωτόγνωρη καί πρωτάκουστη, πού γνώρισμά της ἔχει τήν θυσία. Αὐτό σημαίνει ἡ ἐντολή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς» (Ἰω 13,34). Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τό ἐπίμαχο σημεῖο, ἐλλοχεύει ὁ μεγάλος κίνδυνος: Καθώς ἁπλώνεται πρός ὅλους ἡ ἀγάπη, δέν πρέπει νά ἀδικήσει τήν ἁγία βάση, νά κενώσει τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ, νά ἀλλοιώσει τήν ὀρθόδοξη πίστη.
Ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός «μή ἐκστάς τῆς φύσεως μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος», ἔτσι κι ἐμεῖς ὅλους νά τούς ἀγαποῦμε, ἀλλά χωρίς νά παραχαράξουμε τήν πίστη, χωρίς νά μολύνουμε τό δόγμα, χωρίς νά μετατιθέμεθα ἀπό τήν βάση τοῦ σταυροῦ. Τότε τόν τιμοῦμε πραγματικά καί ἀντλοῦμε ἀπό αὐτόν τήν χαρά πού ὁ σταυρός πήγασε στόν κόσμο, ἀπολαμβάνουμε τίς δωρεές πού ἐκεῖνος χαρίζει στήν ζωή μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Βαθύς καί καίριος εἶναι ὁ δεσμός τοῦ κάθε χριστιανοῦ μέ τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ἤμασταν στή νηπιακή μας ἡλικία οἱ περισσότεροι, ὅταν δεχθήκαμε ὡς δῶρο ἀπό τόν ἀνάδοχό μας ἕνα σταυρό, πού κρεμάσθηκε φυλαχτό στό λαιμό μας. Κι ἔπειτα, μικρά παιδιά, εἴχαμε τήν εὐλογία μέ τήν καθοδήγηση τῆς εὐσεβοῦς μάνας ἤ γιαγιᾶς νά ἑνώσουμε τά τρία δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ μας χεριοῦ καί νά μάθουμε νά σημειώνουμε πάνω μας τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, πιστεύοντας ὅτι «ὅποιος κάνει τό σταυρό του ἔχει ὅπλο στό πλευρό του».
Ἀλλά ὁ σταυρός δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα σχῆμα πού περικλείει μαγική δύναμη, δέν εἶναι φετίχ· εἶναι ἕνα σύμβολο γεμάτο ἀπό τά μηνύματα τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε χρέος νά μελετοῦμε αὐτά τά μηνύματα καί νά ἐμβαθύνουμε στό νόημά τους, πού μᾶς χειραγωγεῖ καί μᾶς προάγει στήν πνευματική ζωή. Ἔτσι ὁ σταυρός γίνεται πηγή ἔμπνευσης, ὁδηγός στήν πορεία, ὅπλο στή μάχη, παρηγοριά στόν πόνο, γλυκασμός στήν πικρία τῆς ζωῆς. Τρία στοιχεῖα τῆς θεολογίας τοῦ σταυροῦ θά προσεγγίσουμε μέ ὁδηγό μας τόν ἐμπνευσμένο κήρυκα τοῦ σταυροῦ, τόν ἀπόστολο Παῦλο, πού ἀνοίγει μπροστά μας σάν ἕνα πρωτότυπο βιβλίο τό σύμβολο τοῦ σταυροῦ καί μᾶς βοηθᾶ νά διαβάσουμε στίς αἱματοβαμμένες σελίδες του τά τρία κοσμοσωτήρια μαθήματα: τήν ἀγάπη, τή σοφία, καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ.
α. Ἀγάπη: Ἀσφαλῶς μέ πολλούς τρόπους ἐκφράζεται καί ἐκδηλώνεται στήν πλάση ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς. Ὅλη ἡ φυσική δημιουργία, ἀπό τό ἀσήμαντο ἀγριολούλουδο, πού τό ἔντυσε ὁ Πλάστης μέ ἀρχοντική μεγαλοπρέπεια, μέχρι τόν φωτεινό ἄρχοντα τῆς ἡμέρας, τόν ἥλιο, κι ὅλα τά οὐράνια σώματα, πού στροβιλίζονται στό στερέωμα μέ τόση τάξη καί σκοπιμότητα, ὅλα μιλοῦν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τή λαμπρότερη ἀποκάλυψη τῆς θεϊκῆς ἀγάπης παρουσιάζει ἡ ἀκατανόητη καί ἀσύλληπτη προσφορά τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ: Ἔγινε ἄνθρωπος καί σταυρώθηκε γιά νά μᾶς συμφιλιώσει μέ τόν Θεό, νά μᾶς ἀποκαταστήσει στήν ἀγάπη του· «ὁ Χριστός ἠγάπησεν ἡμᾶς καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμήν εὐωδίας» (Ἐφ 5,2).
Ἀπό τή θλιβερή ἐκείνη ἡμέρα τῆς ἀνταρσίας τῶν πρωτοπλάστων, τό σαράκι τῆς ἁμαρτίας εἶχε διαβρώσει ἀνεπανόρθωτα τήν οἰκειότητα τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Κι ἦρθε ὁ ἴδιος ὁ μονάκριβος Υἱός τοῦ Θεοῦ καί σήκωσε πάνω του τήν ἁμαρτία ὅλου τοῦ κόσμου. Ἑκούσια προσφέρθηκε καί πέθανε γιά μᾶς τούς ἐχθρούς κι ἀντάρτες. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ θυσία του πάνω στό σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ, πού λύτρωσε ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς, μᾶς χάρισε τήν υἱοθεσία, μᾶς ἀποκατέστησε στήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῆς ἀγάπης του.
β. Σοφία: Μέ δόλο ὁ σατανᾶς ἀπέσπασε τούς πρωτόπλαστους ἀπό τήν ὑπακοή τους στόν Θεό καί τούς κατέστησε δικούς του ὑποτελεῖς. Κάθε ἄνθρωπος, ὡς παραβάτης τοῦ θείου νόμου, ἦταν πλέον ἐπικατάρατος. Γιά νά σώσει τήν καταραμένη ἀνθρωπότητα ὁ Θεός ἔπρεπε νά γίνει ἄνθρωπος, νά προσλάβει τήν ἀνθρώπινη φύση, διότι «τό ἀπρόσληπτον ἀθεράπευτον», ὅπως θεολογεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Ἔγινε, λοιπόν, ἄνθρωπος ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἦταν ὅμως ἀναμάρτητος, καί πῶς θά μποροῦσε νά πλησιάσει καί νά λυτρώσει τούς καταραμένους; Ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ συνέλαβε τό σωτήριο σχέδιο: Διά τοῦ σταυροῦ! Τό βεβαίωνε ὁ νόμος «κεκατηραμένος ὑπό Θεοῦ πᾶς κρεμάμενος ἐπί ξύλου» (Δε 21, 23· πρβλ. Γα 3,13).
Ὑψωμένος πάνω στό σταυρό ὁ ἀναμάρτητος Ἰησοῦς Χριστός ἔγινε ἐπικατάρατος. Καί τήν ὥρα πού φάνηκε πώς θριαμβεύει ὁ κοσμοκράτορας τοῦ αἰῶνος τούτου, ἀφοῦ θανάτωνε τόν Ἰησοῦ μέ τόν καταραμένο σταυρικό θάνατο, τότε ἀκριβῶς ἡ θεότητα, πού κρυβόταν στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, συνέτριψε τήν κεφαλή τοῦ ἀρχέκακου καί κατέλυσε τό κράτος τοῦ θανάτου. Ἔτσι, θαυμάζει ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής: «πεπλάνηται ὁ πλάνος (σατανᾶς), ὁ πλανηθείς (ἄνθρωπος) λυτροῦται» ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ διαβόλου καί ἀπελευθερώνεται ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου. Συγκλονισμένος ἀπό τό σοφό αὐτό σχέδιο ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναγνωρίζει τό σταυρό ὡς τήν ἀληθινή σοφία καί δέν θέλει νά γνωρίζει καί νά κηρύττει τίποτε ἄλλο παρά μόνο «Ἰησοῦν Χριστόν, καί τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α΄ Κο 2,2).
γ. Δύναμη: Ὡς παντοδύναμος Θεός ὁ Κύριος θά μποροῦσε, βέβαια, νά συντρίψει τόν σατανᾶ μέ μία ἐντολή. Σεβόμενος ὅμως τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, δέν ἔκανε χρήση τῆς παντοδυναμίας του. Ἔγινε ἄνθρωπος, δοῦλος, κατάδικος καί πέθανε μέ τή χειρότερη τῶν ποινῶν, μέ τόν σταυρικό θάνατο. Μ᾿ αὐτή τήν ἔσχατη ἀσθένειά του συνέτριψε τήν ἁμαρτία καί πιστοποίησε τήν ἀνυπέρβλητη δύναμή του. Ἀσφαλῶς, δέν εἶναι παράξενο νά περνᾶ ἡ ἁμαξοστοιχία πάνω ἀπό μιά σιδερένια γέφυρα. Ἄν ὅμως ἡ γέφυρα πού συγκρατεῖ τήν ἁμαξοστοιχία ἀποτελεῖται ἀπό καλάμια, αὐτό εἶναι ἀξιοθαύμαστο. Δείχνει πώς τό καλάμι κλείνει μέσα του μία ἀκατανόητη μυστική δύναμη. Παρόμοια, στόν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ ἀντικρύζει ὁ Παῦλος τήν «Θεοῦ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν» (Α΄ Κο 1,24).
Ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ φύτρα τῆς νέας δημιουργίας, ἡ ρίζα τῆς νέας κτίσεως, τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό καί ἀποτελεῖ ὄχι μόνο τό καύχημα καί τό κόσμημα τῆς οἰκουμένης ἀλλά καί τό γνώρισμα τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ· κυρίως αὐτό. Καθώς τόν ὑψώνει σέ παγκόσμια προσκύνηση ἡ Ἐκκλησία μας προτείνει στήν ἀνθρωπότητα νά ἐνστερνισθεῖ τή σοφία τοῦ Θεοῦ, πού κρύβεται στό σταυρό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ τρόπο ἀκατανόητο -κι ἐν πολλοῖς ἀνόητο- γιά τή σοφία τοῦ ἄθεου κόσμου, ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ δύναμη δέν ταυτίζεται μέ τή βία, ἀλλά ἐκδηλώνεται μέ τή συγκατάβαση καί ἐλέγχεται ἀπό τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη, πού ὄχι μόνο συγχωρεῖ καί ἀνέχεται, ἀλλά θυσιάζεται γιά τούς ἐχθρούς, εἶναι ἡ ἀκατάλυτη δύναμη. Αὐτό δέν τό καταλαβαίνει καί, φυσικά, δέν μπορεῖ νά τό ζήσει ὅποιος δέν μαθήτευσε στό σταυρό τοῦ Χριστοῦ, δέν γνώρισε καί δέν φωτίσθηκε ἀπό τή σοφία τοῦ σταυροῦ.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἕναν ἀπό τούς κυριότερους τύπους τοῦ σταυροῦ παραδίδει ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ. Τόν καιρό πού ὁ Ἰεζεκιήλ βρίσκεται στή Βαβυλώνα μαζί μέ τούς ἄλλους αἰχμαλώτους Ἑβραίους, μία δύναμη τόν ἁρπάζει, τόν ὑψώνει μετέωρο στά νέφη καί τόν μεταφέρει στήν Ἰερουσαλήμ. Ἐκεῖ βλέπει σέ ὅραμα ἕνα θέαμα, πού τοῦ προξενεῖ μεγάλη θλίψη: Ἕνα πλῆθος ἀποστατῶν καί ἀρνητῶν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ περιφρονοῦν τό Ναό καί τή λατρεία τοῦ Κυρίου καί προσκυνοῦν πλῆθος εἰδώλων. Μεγάλη διαφθορά βασιλεύει καί οἱ δίκαιοι πού ἀπέμειναν εἶναι ἐλάχιστοι. Ὁ Θεός ὅμως ὁδηγεῖ τόν προφήτη μπροστά στή θλιβερή αὐτή εἰκόνα, γιά νά τοῦ δείξει τήν τιμωρία τῶν ἀποστατῶν. Μία φωνή τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ κοινωνία ἐκείνη περνάει τίς τελευταῖες στιγμές της. «Ἤγγικεν ἡ ἐκδίκησις τῆς πόλεως» (Ἰζ 9,1), λέγει ἡ φωνή, καί στό ἄκουσμά της ἐμφανίζονται ἕξι ἄνδρες μέ τσεκούρια στά χέρια, ἕτοιμοι νά ἀρχίσουν τήν καταστροφή.
Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς προχωρεῖ καί ἕνας πού ξεπερνᾶ τούς ἄλλους στό ὕψος, στήν ὀμορφιά καί στή μεγαλοπρέπεια (Ἰζ 9,2). Τά χαρακτηριστικά του μοιάζουν μέ τά χαρακτηριστικά ἐκείνου πού θά παρουσιαστεῖ πολύ ἀργότερα στόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη στήν Πάτμο καί θά τοῦ ὑπαγορεύσει τίς ἑπτά ἐπιστολές τῆς Ἀποκαλύψεως (Ἀπ 1,13-20). Εἶναι «ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος» (Ἀπ 1,17· 2,8), ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτόν καλεῖ ὁ Θεός Πατέρας καί τοῦ λέγει, ὥστε νά ἀκούσει ὁ Ἰεζεκιήλ· «Δίελθε μέσην τήν Ἰερουσαλήμ καί δός τό σημεῖον ἐπί τά μέτωπα τῶν ἀνδρῶν τῶν κατα-στεναζόντων καί τῶν κατωδυνωμένων ἐπί πάσαις ταῖς ἀνομίαις ταῖς γι-νομέναις ἐν μέσῳ αὐτῆς» (Ἰζ 9,4).
Οἱ λιγοστοί ἅγιοι πρέπει νά μείνουν ἀβλαβεῖς ἀπό τόν θεόσταλτο ὄλεθρο, πού περιμένει τούς ἀποστάτες, ὅπως ἔμειναν ἀβλαβῆ τά πρωτότοκα τῶν Ἑβραίων, ὅταν ὁ ἄγγελος Κυρίου σκότωσε τά πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων (Ἔξ 12,21-30). Τότε σημεῖο σωτηρίας γιά τούς Ἰσραηλίτες ἦταν τό αἷμα τοῦ ἀμνοῦ στά ἀνώφλια τῶν θυρῶν· τώρα εἶναι τό σημεῖο πού σημειώνει στά μέτωπα τῶν πιστῶν ὁ φωτεινός ἄνδρας.
«Τό σημεῖον» στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι ὁ σταυρός. Αὐτήν τήν ἐξήγηση δίνει ὄχι μόνον ἡ ἀλληγορική ἑρμηνεία ἀλλά καί ἡ ἱστορική. Στό ἑβραϊκό κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀντί γιά τή φράση «καί δός τό σημεῖον ἐπί τά μέτωπα», γράφει· «καί σημειώσεις Ταῦ ἐπί τά μέτωπα». Δηλαδή τή λέξη «Ταῦ» οἱ Ἑβδομήκοντα τή μεταφράζουν «τό σημεῖον». Καθώς ἡ λέξη ἐκφέρεται μέ τό ἄρθρο, δηλώνει ὅτι «τό σημεῖον» αὐτό εἶναι ἕνα σημεῖο συγκεκριμένο καί γνωστό σέ ὅσους ἀκοῦνε ἤ διαβάζουν τόν Ἰεζεκιήλ. Ἀναφέρεται ὡς μία ἔννοια, γιά τήν ὁποία ἔγινε λό-γος πολύς στό παρελθόν. Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο οἱ Ἑβδομήκοντα ἑρμηνευτές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μεταφράζουν ἔτσι τή λέξη καί τῆς δίνουν τέτοιο νόημα, εἶναι τό σχῆμα καί τό νόημα τοῦ γράμματος «Ταῦ», πού ὑπάρχει ἀντί γι’ αὐτήν στό ἑβραϊκό κείμενο.
Τό γράμμα «Ταῦ» (ἤ Θαῦ) στήν ἀρχαία ἑβραϊκή γραφή ἦταν τό τελευταῖο τῆς ἀλφαβήτου καί εἶχε τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ (=). Αὐτό μαρτυρεῖται ἀπό ἀρχαίους συγγραφεῖς. Ἀλλά καί στό ἑλληνικό καί στό λατινικό ἀλφάβητο τό τ ἤ ὦ ἔχει τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ. Αὐτό τό κοινό γνώρισμα τῶν τριῶν ἀλφαβήτων ὀφείλεται στό ὅτι καί τά τρία κατάγονται ἀπό τό φοινικικό ἀλφάβητο, ὅπου καί πάλι τό Ταῦ εἶχε σχῆμα σταυροειδές.
Στή μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα ἡ λέξη «σημεῖον» φαίνεται νά ἔχει πολλές φορές ἕνα βαθύ καί μυστικό νόημα. Ἔγινε ἤδη λόγος γιά τήν «σημείωσιν τοῦ φυγεῖν» (Ψα 59,6) ἤ «σημεῖον εἰς ἀγαθόν» (Ψα 85,17). Δέν εἶναι, λοιπόν, ἡ πρώτη καί ἡ μόνη φορά πού παρουσιάζεται μέ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ λέξη. Ὅσο γιά τό γράμμα Ταῦ, προφανῶς πολύ νωρίτερα εἶχε γίνει, θά λέγαμε, ὅρος θεολογικός· τό κατάλοιπο τοῦ Θεοῦ γνώριζε ὅτι προεικονίζει τό σημεῖο τοῦ ἀναμενομένου Μεσσία. Βέβαια δέν γνώριζαν μέ σαφήνεια οὔτε καί οἱ προφῆτες ἴσως, ποιά ἀκριβῶς θά ἦταν ἡ σχέση τοῦ σημείου αὐτοῦ μέ τό κεντρικό πρόσωπο τοῦ μέλλοντος χρόνου· ὅπως καί ἐμεῖς σήμερα γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἀριθμός 666 ἔχει κάποια στενή σχέση μέ τόν ἀναμενόμενο ἀντίχριστο, ἀγνοοῦμε ὅμως ποιά ἀκριβῶς εἶναι αὐτή. Τά πράγματα γίνονται «ἡλίου φαεινότερα», ὅ-ταν ἔρχεται ὁ καιρός τῆς πραγματοποιήσεώς τους.
Οἱ Ἑβδομήκοντα, λοιπόν, γιά νά ἐπανέλθουμε στό θέμα μας, καθιέρωσαν τή λέξη «σημεῖον» ὡς μετάφραση ὁρισμένων λέξεων, μέ τίς ὁποῖες ἀντιλαμβάνονταν ὅτι σημαινόταν τό μυστηριῶδες σημεῖο τοῦ ἐρχομένου Μεσσία· στή λέξη αὐτή μετέφεραν ὅλη τή μυστικότητα τοῦ πρωτοτύπου. Αὐτό συνέβη καί στό χωρίο μας μέ τή λέξη Ταῦ. Τήν ἴδια συνήθεια διατηρεῖ καί ἡ Καινή Διαθήκη. Ὁ Κύριος ὀνομάζει τό σταυρό του «σημεῖον», λέγοντας γιά τήν προσέγγιση τῆς συντελείας· «τότε φανήσεται τό σημεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ» (Μθ 24,30). Καί οἱ πρῶτοι χριστιανοί κληρονόμησαν τή λέξη «σημεῖον» ὡς ἕνα ἀπό τά ὀνόματα τοῦ τιμίου σταυροῦ. Ἀργότερα, στή χριστιανική γραμματεία ἡ χρήση τῆς λέξεως αὐτῆς ὡς ὀνόματος τοῦ σταυροῦ γενικεύθηκε καί ἐπικράτησε. Ἀπό δῶ προέρχεται καί ἡ σημερινή ἔκφραση «τό σημεῖον τοῦ σταυροῦ», καθώς καί ἡ ταυτόσημη μέ αὐτήν «σφραγίς τοῦ σταυροῦ».
Τό σφράγισμα τῶν πιστῶν μέ τό σημεῖο τοῦ Θεοῦ εἶναι γεγονός, τό ὁποῖο δέν πραγματοποιήθηκε μόνο μία φορά. Ἀναφέραμε στήν ἀρχή τοῦ κεφαλαίου τήν ἐπισήμανση τῶν ἰσραηλιτικῶν θυρῶν τή νύκτα κατά τήν ὁποία θανατώθηκαν τά πρωτότοκα τῆς Αἰγύπτου. Εἴδαμε καί τήν ἐπισήμανση τῶν ἐκλεκτῶν, πού παρακολούθησε ὁ Ἰεζεκιήλ. Τέτοιο σημεῖο σημειώνεται στά μέτωπα τῶν λίγων πιστῶν τοῦ Θεοῦ, ὅσες φορές πρόκειται νά ἐπέλθει ὄλεθρος σέ μία κοινωνία πού νοσεῖ ἀνίατα. Καί γίνεται αὐτό, γιά νά μή βλάψει ὁ θεόσταλτος ἐξολοθρευτής τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ.
Στίς δύο περιπτώσεις πού ἀναφέραμε, ἡ σημείωση καί ἡ ἀναγνώριση ἔγιναν μέ ἕναν τρόπο σχετικά ἁπλό. Ὑπῆρξαν ὅμως καί περιπτώσεις πού ἔγιναν μέ τρόπο μυστικότερο. Μία τέτοια περίπτωση βλέπουμε στήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ ἀπό τόν Τίτο, τό 70 μ.Χ. Ἡ καταστροφή αὐτή, πρωτάκουστη σέ ἀγριότητα, ἦταν πρός τιμωρία τῶν Ἑβραίων, ἐπειδή πολύ ἀχάριστα ἀπαρνήθηκαν καί ἐξύβρισαν τή σωτηρία, τήν ὁποία τούς ὑποσχέθηκε πρίν ἀπό πολλά χρόνια ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἀλλά ἀνάμεσα στούς Ἑβραίους ζοῦσαν οἱ χριστιανοί, τά πιό ἐκλεκτά σκεύη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Τίτος, βέβαια, ὡς εἰδωλολάτρης δέν θά ἔκανε διάκριση μεταξύ χριστιανῶν καί Ἰουδαίων. Ἀγνοοῦσε τό ρόλο τόν ὁποῖο ὑποδυόταν ὡς ὄργανο τῆς τιμωρητικῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ καί δέν ἦταν δυνατόν νά διακρίνει ποιούς ἔπρεπε νά παραδώσει στόν ὄλεθρο καί ποιούς νά μήν πειράξει. Γι’ αὐτό ὁ Θεός σημείωσε τό σημεῖο του στά μέτωπα τῶν χριστιανῶν.
Δέν ἦταν σημεῖο ὁρατό. Ἡ ἐπισήμανση ὅμως ἦταν τέτοια, ὥστε νά σώσει τούς χριστιανούς, χωρίς νά τό ἀντιληφθοῦν οὔτε οἱ ἴδιοι οὔτε ὁ Τίτος οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι: Πρίν ἀπό τήν πολιορκία τῆς Ἰερουσαλήμ ἕνας ἄγριος διωγμός ἀνάγκασε τούς χριστιανούς νά φύγουν ὅλοι ἀπό τήν Ἰερουσαλήμ στά περίχωρα. Ἦταν γι’ αὐτούς μία πολύ ὀδυνηρή περίσταση, ἕνας σταυρός. Ἀλλά αὐτό ἀκριβῶς τούς διαφύλαξε σώους. Ἐξαιτίας τοῦ διωγμοῦ δέν ἀποκλείσθηκαν μέσα στήν πολιορκημένη Ἰερουσαλήμ, οὔτε ἐξοντώθηκαν στή συνέχεια, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι.
Μέ αὐτό τό πνεῦμα συμφωνεῖ καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ὠριγένη· «Τό θαῦ» ἀποτελεῖ προφητεία γιά τό σημεῖο, πού θά σημειώνουν οἱ χριστιανοί στό μέτωπο, καί μάλιστα ὅταν ξεκινοῦν κάτι, ἰδιαίτερα βέβαια ὅταν ἀρχίζουν τήν προσευχή τους ἤ τά ἅγια ἀναγνώσματα.
Τό παρελθόν μᾶς διδάσκει ὅτι καί πάλι θά ἀντιμετωπίσει ὁ κόσμος παρόμοιες περιστάσεις, δύσκολες καί ὀδυνηρές. Δέν γνωρίζουμε ποιά θά εἶναι ἡ ἐπερχόμενη ὀργή, πῶς θά σημειωθεῖ τό σημεῖο τοῦ Θεοῦ στά μέ-τωπα τῶν ἀνθρώπων του, ποιά θά εἶναι ἡ σωτηρία τους. Πιθανόν νά εἶ-ναι κάτι τό ὁποῖο ἀνθρώπινα θά φαίνεται ὡς συμφορά. Πάντως ἕνα εἶναι βέβαιο, ὅτι θά σωθοῦν οἱ πιστοί μέ τό σημεῖο τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς νά τό ἀντιληφθοῦν. Γι’ αὐτό χρειάζεται τό φρόνημα καί ἡ ζωή μας νά μᾶς προετοιμάζουν, ὥστε νά δεχθοῦμε τήν εὐλογημένη «ἐπισήμανση», ἡ ὁποία φαίνεται ὅτι μέ τά ἀνθρώπινα κριτήρια δέν θά εἶναι εὐχάριστη.
Στεργίου Σάκκου, "Ὁ Σταυρός στήν Παλαιά Διαθήκη", ἔκδ. 2η, σελ. 211-217
Σεμνό καί δυναμικό τό μήνυμα τοῦ μήνα Σεπτεμβρίου, ἀναδύεται ἀπό τή φωτεινή μορφή μιᾶς γυναίκας, τῆς ἁγίας διακόνισσας Φοίβης (+3 /9). Στόν μυθικό θεό τοῦ φωτός, τόν ᾿Απόλλωνα Φοῖβο, παραπέμπει τό ὄνομά της. ῾Η ἔνταξή της ὅμως στήν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἁγία ζωή της συνέδεσαν τή Φοίβη μέ τόν ζωντανό Θεό, τόν ἄδυτο ῞Ηλιο τῆς Δικαιοσύνης. Τήν ἀνέδειξαν στιλπνό κάτοπτρο τοῦ δικοῦ του ἀνεσπέρου φωτός.
Τό βιογραφικό της σημείωμα τό διασώζει ἐγκωμιαστικά ὁ ἴδιος ὁ δάσκαλός της, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μέσα σέ δύο μόλις στίχους (Ρω 16,1-2)· «᾿Αδελφήν ἡμῶν», δηλαδή τοῦ ἑαυτοῦ του καί ὅλων τῶν χριστιανῶν, τήν ὀνομάζει. Τή μνημονεύει μέ τό εἰδικό ἀξίωμα πού τῆς εἶχε ἐμπιστευθεῖ ἡ ᾿Εκκλησία, ὡς «διάκονον τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς». ῾Η πληροφορία ὅτι προστάτευσε καί βοήθησε πολλούς -καί αὐτόν τόν Παῦλο- ἀποκαλύπτει πόσο ἄριστα ἀξιοποίησε τό ἀξίωμά της ἡ σεμνή διακόνισσα, ἀναπτύσσοντας ἕνα πλούσιο κοινωνικό καί πνευματικό ἔργο. ᾿Αδιαμφισβήτητη καταξίωση τοῦ προσώπου καί τῆς διακονίας τῆς Φοίβης συνιστᾶ τό γεγονός ὅτι ὁ ἀπόστολος τῆς ἀνέθεσε νά μεταφέρει τήν πρός Ρωμαίους ᾿Επιστολή ἀπό τήν Κόρινθο στή Ρώμη.
῾Η᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πνευματική μας οἰκογένεια. ῎Αν σέ μία ἁρμονική οἰκογένεια τό κάθε μέλος προσπαθεῖ νά προσφέρει ὅ,τι καλύτερο μπορεῖ -ὁ πατέρας τόν κόπο, ἡ μάνα τή στοργή, τά παιδιά τήν ὑπακοή κτλ.-, καί κανείς δέν μένει ἀδιάφορος, τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τή στάση μας ἔναντι τῆς πνευματικῆς μας οἰκογένειας, τῆς ᾿Εκκλησίας. Ποικίλο καί πολύπλευρο τό ἔργο της, ὅπως πολυποίκιλη εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται ὅμως τά δικά μας χέρια, τά δικά μας πόδια, τή δική μας σκέψη καί καρδιά γιά νά πραγματωθεῖ. ᾿Ανεξαρτήτως φύλου, ἡλικίας, ἐπαγγέλματος, κοινωνικοῦ καί μορφωτικοῦ ἐπιπέδου, καλούμαστε ὅλοι νά συμμετέχουμε στή ζωή καί στό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Ο ἐργοδότης Κύριος λογαριάζει ἀκόμη κι ἕνα ποτήρι νερό πού τό δίνουμε στό ὄνομά του, καταγράφει τήν κάθε προσφορά στό βιβλίο τῆς ζωῆς!
Σήμερα, στίς περισσότερες ἐνορίες ἀλλά καί στίς χριστιανικές ἀδελφότητες, πού ἐργάζονται παράλληλα, ἐπιτελεῖται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιόλογο ἔργο, πνευματικό, κοινωνικό, φιλανθρωπικό· Λειτουργοῦν συσσίτια, περιθάλπονται ἀναξιοπαθοῦντες, τροφοδοτεῖται ἡ ἱεραποστολή (ἐσωτερική καί ἐξωτερική), ὀργανώνονται κατασκηνώσεις, ἐκδίδονται πνευματικά βιβλία καί περιοδικά. Τά ἔργα αὐτά καί πολλά παρόμοια προγραμματίζονται, βέβαια, ἀπό τούς λίγους ὑπευθύνους. ᾿Απαιτοῦν ὅμως συνεργάτες, πολλούς καί ἀφοσιωμένους, πού μέ τό ζῆλο καί τήν ταπείνωση τῆς Φοίβης θά ὑποταχθοῦν στό θέλημα τοῦ Κυρίου, θά ἐγκολπωθοῦν τό σταυρό του καί μέ πρότυπο τήν Παναγία μητέρα του θά γίνουν συνεργοί Θεοῦ.
Καταρτίζοντας τό πρόγραμμά σου στήν ἀρχή τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, σκέφθηκες, ἀγαπητέ ἀναγνώστη, τί μπορεῖς νά προσφέρεις ἐσύ στό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας; Εἶναι χρέος καί τιμή σου!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἡ Ἐκκλησία μας τόν εἰκονίζει πάνω σ᾿ ἕνα λιοντάρι, σύμβολο δυνάμεως κραταιᾶς. Οἱ πιστοί μές στούς αἰῶνες ὑψώνουν μέ εὐλάβεια ναούς στό ὄνομά του. Οἱ μελετητές ἀναφέρουν πώς στήν Κωνσταντινούπολη ὑπῆρχαν πολλές ἐκκλησίες καί μονές πρός τιμή τοῦ δημοφιλοῦς ἁγίου. Καί σήμερα, μονάχα στήν Κύπρο, φέρουν τό ὄνομά του ἑξηνταέξι μικροί καί μεγάλοι ναοί. Ὁ πιό περικαλλής, πού βρίσκεται στή γραφική Μόρφου, φυλάγει τά ἅγια λείψανά του. Ἡ μνήμη του γιορτάζεται πανηγυρικά ἀπό τούς Ὀρθόδοξους στίς 2 Σεπτεμβρίου. Ὁ Μ. Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐκφωνοῦν ἐγκωμιαστικούς λόγους στή μνήμη του, τοῦ ἀποδίδουν τόν τιμητικό τίτλο τοῦ μεγαλομάρτυρα καί ἀναφέρονται στή θαυματουργική του δύναμη.
Εἶναι συγκλονιστικό τό ὅτι τόση δόξα καί τιμή, τέτοια χάρη ἀποδίδονται σ᾿ ἕναν ἅγιο μόλις δεκαπέντε χρόνων. Ναί, ὁ Μάμας εἶναι μόλις στά δεκαπέντε του, ὅταν γύρω στά 270 μ.Χ. στέκει μπροστά στόν ἀδίστακτο αὐτοκράτορα Αὐρηλιανό, πού εἶχε τήν ἐπωνυμία «manu ad ferrum» (τό χέρι πάνω στό ξίφος). Ὅμως αὐτό τό τρυφερό παλληκαράκι ἀνήκει στά «μωρά τοῦ κόσμου» πού καταισχύνουν τούς ἰσχυρούς. Ἀνεξήγητο γιά τούς ἀπίστους τό πῶς κρύβει στά παιδικά του χαρακτηριστικά τόση τόλμη καί ἀποφασιστικότητα. Τό μυστικό του τό ἀποκαλύπτει ὁ ἴδιος, ὅταν ὁμολογεῖ τήν πίστη του στόν Χριστό καί προσθέτει: «Μέσα στίς φλέβες μου, βασιλιά, κυλάει αἷμα μαρτύρων».
Τοῦτο τό μικρό ἀγόρι εἶναι κληρονόμος μιᾶς ἀτίμητης περιουσίας. Γνωρίζει πότε καί ποῦ γεννήθηκε. Ὁ ἐρχομός του στή ζωή ἐκτυλίσσεται σέ μιά ἀπό τίς συγκλονιστικότερες σκηνές πού ἄφησε στόν κόσμο ἡ μαρτυρική Ἐκκλησία τῶν πρώτων αἰώνων. Δίπλα στόν σύζυγό της Θεόδοτο, ἡ νεαρή Ρουφίνα εἶχε ὁμολογήσει πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό. Κι ἔπειτα στό ὑγρό μπουντρούμι τῆς φυλακῆς τῆς Καισάρειας ἀφουγκραζόταν τούς χτύπους τῆς καρδιᾶς πού ἦταν διπλοί, ἀφοῦ μέσα της κυοφοροῦσε μιά νέα ὕπαρξη. Κάτω ἀπό τίς σκληρές ἐκεῖνες συνθῆκες ἡ νεαρή χριστιανή ἔφερε στόν κόσμο τό μικρό της παιδί, ἕνα τρισχαριτωμένο ἀγοράκι πού ἔμεινε ἀμέσως ὀρφανό, ἀφοῦ οἱ γονεῖς του παρέδωσαν τό πνεῦμα τους στόν Θεό. Τό μαρτυρικό τους αἷμα τό νιώθει ὁ Μάμας νά κυκλοφορεῖ ζεστό μέσα του.
Ὁ αὐτοκράτορας ἐπιστρατεύει τά πιό φοβερά βασανιστήρια, γιά νά τόν τρομοκρατήσει. Ὁ ζωντανός Θεός τῶν χριστιανῶν ὅμως κρατᾶ στή χούφτα του τό μικρό του μάρτυρα καί, δείχνοντας τή θαυμαστή του παντοδυναμία, βγάζει τόν Μάμαντα ἀλώβητο κι ἀπ᾿ τή φωτιά κι ἀπ᾿ τά θηρία κι ἀπό τό βυθό τῆς θάλασσας.
Ὁ δεκαπεντάχρονος ἥρωας τῆς πίστης δέχεται τέλος τή μανία ἑνός δημίου ὁ ὁποῖος μέ τρίλογχη περόνη διαπερνᾶ τό ἐφηβικό του κορμί χύνοντας ἔξω τά σπλάχνα του. Σέ λίγο ἡ ψυχή του πετᾶ στήν ἄληκτη εὐφροσύνη τοῦ Παραδείσου.
Τοῦτο τό δροσερό ἀνθεκτικό λουλούδι, πού ἄνθισε μέσα στή χειμωνιά τῆς εἰδωλολατρίας, μᾶς ἑρμηνεύει γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν φοβᾶται τίς θύελλες τῶν διωγμῶν, τούς παγετῶνες τῶν θλίψεων. Μέσα σ᾿ αὐτούς τούς χειμῶνες, πού πέρασαν ἀπό πάνω της δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, φύτρωσαν τά πιό ζηλευτά ἄνθη, πού μεταφυτεύτηκαν στίς αὐλές τοῦ Παραδείσου νά ἀνθοβολοῦν γιά μιά αἰωνιότητα.
Ἰχνηλάτης
Ἡ ἀνάπαυλα τοῦ καλοκαιριοῦ εἶναι πλέον μία παρένθεση πού ἔκλεισε. Μπήκαμε ἤδη στό Σεπτέμβριο. Ἀρχίζει τό φθινόπωρο κι ὁ καθένας ξαναπαίρνει τή θέση του στόν πάγκο τῆς καθημερινότητας· ἀγώνας, μόχθος, ἄγχος.
Αὐτή τήν ἐποχή διάλεξε σοφά ἡ Ἐκκλησία γιά νά τήν προβάλει σ᾿ ὅλους ἐμᾶς τά παιδιά της σάν μία εὐλογημένη νέα ἀρχή. Τήν 1η Σεπτεμβρίου, πού στήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα λέγεται ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου, κλείνει οὐσιαστικά ὁ κύκλος τοῦ ἔτους, γιά νά ἀρχίσει ὁ νέος, μιά πού ὁ χρόνος ἀέναα κυλᾶ κι ἀδιάκοπα σημαδεύει τό μεγάλο ταξίδι μας πού λέγεται ζωή.
Συνοδοιπόρος σ᾿ αὐτό τό ταξίδι ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὁδηγός ἔμπειρος καί ἔμπιστος, ἀναλαμβάνει νά μᾶς βγάλει ἀπό τά στενά αὐτῆς τῆς ζωῆς -πού ὁριοθετεῖται ἀπό τή γέννηση καί τό θάνατο καί φέρεται ἀπό τήν ἀκμή στήν παρακμή- στήν ἄνεση τῆς ἀτέρμονης αἰωνιότητας. Τό μυστικό της, συγκλονιστικό στήν ἁπλότητά του, τό μαθαίνουν καί τό ἐκμεταλλεύονται ὅσοι μέ ἁπλότητα δέχονται τά μηνύματά της. Ἀπό τότε πού ἰσοζυγιάστηκε ἐπάνω στό Σταυρό ὁ ἄχρονος Θεός, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος ἑνώνοντας τή γῆ μέ τόν οὐρανό, παίρνει ἄλλη διάσταση ὁ χρόνος. Ἀποκτᾶ μία ἱερότητα. Κι ἔχει χρέος ὁ κάθε ἄνθρωπος μέ ὑπευθυνότητα καί σοβαρότητα νά ἀξιοποιήσει τόν περιωρισμένο χρόνο τῆς ζωῆς του γιά τόν προσωπικό του ἁγιασμό καί τή σωτηρία.
Αὐτό τό χρέος μᾶς ὑπενθυμίζει στήν ἀρχή τῆς Ἰνδίκτου ἡ Ἐκκλησία. Κρατώντας μας στή στοργική ἀγκαλιά της, μαζί μέ ὅλα ὅσα μᾶς ἐνδιαφέρουν καί μᾶς ἀπασχολοῦν σ᾿ αὐτή τή ζωή, μᾶς προσάγει στόν Ἀρχηγό της, τόν Κύριο καί ἐξουσιαστή τῶν καιρῶν καί χρόνων ἱκετεύοντας· «Εὐλόγησον τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου, Κύριε». Συγχρόνως ὅμως ἐπισημαίνει καί τήν προσωπική εὐθύνη τοῦ καθενός βάζοντας στά χείλη μας τήν προσευχή· «Καταξίωσον ἡμᾶς λυσιτελῶς περαιῶσαι τήν τοῦ χρόνου περίοδον». Στίς μύριες ἔγνοιες τῆς καθημερινότητας μήν ξεχάσουμε πώς μία περιορισμένη περίοδος χρόνου μᾶς ἀνήκει. Νά τήν περάσουμε «λυσιτελῶς», ὠφέλιμα γιά μᾶς καί γιά τούς γύρω.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 51 (1996) 155
Πάντοτε, βέβαια, ἰδιαίτερα ὅμως στήν ἀρχή τοῦ Σεπτεμβρίου, τοῦ πρώτου μήνα κατά τήν ἐκκλησιαστική τάξη, ταιριάζει νά λέγεται καί νά ἐννοεῖται τό ἀρχαῖο λόγιο «ἀπό Θεοῦ ἄρξασθαι». Νά ᾿ναι ὁ Θεός ἡ ἀρχή κάθε ἔργου, ὁ μπροστάρης καί ὁδηγός μας, τό θεμέλιο καί τό πλήρωμα καί ὁ σκεπαστής τῆς ζωῆς μας, ἡ προστασία μας ἀπό τούς τόσους ἐπίβουλους μνηστῆρες τῆς ἐλευθερίας μας. Νά κατέχει τήν προτεραιότητα στούς ὁραματισμούς καί στά σχέδιά μας. νά μᾶς ὁδηγεῖ καί νά ἀκολουθοῦμε, ὡς πιστοί ὀπαδοί του, νά προστάζει καί νά ὑπακοῦμε, ὡς γνήσια παιδιά του. Σ᾿ αὐτούς τούς χαλεπούς καιρούς μας, ποιά τάχα ἄλλη πιό εὐοίωνη προοπτική γιά τό μέλλον μας ὡς ἀνθρώπων, λαῶν, ἀνθρωπότητας ἀπό τό νά ἐμπιστευθοῦμε τά πάντα στόν Κύριο τοῦ παντός, στόν παντοδύναμο καί πανάγαθο Θεό μας; Σκεφθήκαμε ὅμως ποιό νόημα καί -προπαντός- ποιά πρακτική ἔκφραση ἔχει αὐτή ἡ ἀναγνώριση τοῦ Θεοῦ, αὐτή ἡ παράδοσή μας στήν ἀγάπη καί στήν προστασία του; Ὁ Θεός ἀποκαλύφθηκε στόν κόσμο στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Χριστός ἐξακολουθεῖ νά εἶναι σήμερα ζωντανός πάνω στή γῆ, μέσα στήν Ἐκκλησία του, τήν ὁποία ὁ ἴδιος συνιστᾶ ὡς τό ἀγαπημένο σῶμα του. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ παρών Θεός.
Συνεπῶς, παραδέχομαι καί ἀγαπῶ τόν Χριστό σημαίνει παραδέχομαι καί ἀγαπῶ τήν Ἐκκλησία του. Ἡ προτεραιότητα, πού θέλω νά δώσω στόν Χριστό, ἐκδηλώνεται ὡς προτεραιότητα στήν Ἐκκλησία. «Ἐάν ἐπιλάθωμαί σου, Ἰερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου» (Ψα 136,5), ὁρκίζονταν οἱ θεοκρατικοί Ἰσραηλίτες, οἱ πνευματικοί μας πρόγονοι, ἀφοῦ -κατά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Κυρίου- ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ νέος Ἰσραήλ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία ἡ πρώτη μας ἀγάπη, ἡ «ἀρχή τῆς εὐφροσύνης» μας, ὅπως ἔλεγε ὁ ἀρχαῖος Ἰσραηλίτης γιά τήν Ἰερουσαλήμ, τό πνευματικό ἀντίστοιχο τῆς Ἐκκλησίας στήν Παλαιά Διαθήκη;
Πρακτικά αὐτό σημαίνει νά ἀγαπῶ ἀληθινά τήν Ἐκκλησία· νά μετέχω στίς λατρευτικές συνάξεις της· νά συμμετέχω μέ ἐμπιστοσύνη καί μέ φρόνημα θυσίας στούς ἀγῶνες της· νά συντρέχω πρόθυμα στίς ἀνάγκες της· νά δίνω τό «παρών» σέ κάθε πρόσκλησή της. Σημαίνει νά νιώθω δική μου, σπίτι καί οἰκογένειά μου, τήν Ἐκκλησία. Ὁ ἅγιος κληρικός, πού ἐπιβάλλεται στό λαό μέ τήν πνοή τοῦ πνεύματος καί τήν ἱλαρότητα τῆς ἁγιότητας, ὁ ἐμπνευσμένος ἱεροκήρυκας, πού μέ παρρησία ἐξαγγέλλει τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ, ὁ φλογερός ἐκκλησιαστικός ἡγέτης, πού «ὡς λέων πῦρ πνέων» δίνει τή μάχη τοῦ Χριστοῦ, γίνονται ἀφορμή χαρᾶς καί δοξολογίας στόν Κύριο γιά κεῖνον πού ἀγαπᾶ τήν Ἐκκλησία.
Καί κάτι ἀκόμη πιό σημαντικό: Ἀγαπῶ τήν Ἐκκλησία σημαίνει ποθῶ νά δώσω σ᾿ αὐτήν ὅ,τι πολυτιμότερο διαθέτω, νά τήν ὑπηρετήσω μέ τό αἷμα μου. Ἀλήθεια, πόσοι ἀπό τούς ὀρθόδοξους χριστιανούς, τά εὐεργετημένα παιδιά τῆς Ἐκκλησίας, λαχταροῦμε καί θέλουμε νά δοῦμε τά παιδιά μας στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας;
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 171
Στόν Ἑσπερινό τῆς 1ης Σεπτεμβρίου, τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας πρωτοχρονιᾶς, ἀκούγεται μία ἁγιογραφική περικοπή πολύ διαφωτιστική γιά τή σημασία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ στή ζωή τοῦ χριστιανοῦ καί τοῦ κάθε ἀνθρώπου γενικά. Εἶναι μία περικοπή ἀπό τό 26ο κεφάλαιο τοῦ Λευϊτικοῦ (στ. 3-23), πού ἀξίζει νά τή μελετήσει ὁ καθένας, νά τή μελετᾶ καί νά τή συμβουλεύεται καθημερινά.
Μέ τόν χαρακτηριστικό παλαιοδιαθηκικό τρόπο, μέσα ἀπό μία σειρά ἀπειλῶν καί ὑποσχέσεων, ὁ ἱερός συγγραφέας ἐκθέτει τήν καθοριστική συμφωνία τοῦ Θεοῦ μέ τό λαό του. Τό ἴδιο νόημα διατυπώνει ἐπιγραμματικά ὡς βασική ρήτρα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ προφήτης Ἠσαΐας (1,19-20)· «Ἄν θέλετε νά μέ ὑπακοῦτε», μεταφέρει τή φωνή τοῦ Θεοῦ ὁ προφήτης, «θά φᾶτε τά ἀγαθά τῆς γῆς μου. Ἄν δέν θέλετε καί δέν μέ ὑπακοῦτε, θά σᾶς φάει τό μαχαίρι».
Παρατρέχοντας τήν τραχύτητα τῆς ἐκφράσεως, συνηθισμένη ἄλλωστε καί δικαιολογημένη στή γλώσσα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, θά ὑπογραμμίσω τό μήνυμα τοῦ ἁγιογραφικοῦ λόγου, ἕνα μήνυμα ἐπίκαιρο καί ἀναγκαῖο ὄχι μόνο γιά τήν ἀρχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους ἀλλά γιά τήν κάθε μέρα καί γιά ὅλη τή ζωή μας. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερο κακό γιά μᾶς καί τά δικά μας, προπάντων δέ γιά τήν ψυχή καί γιά τή σωτηρία μας, ἀπό τό νά παραβαίνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη εὐλογία, πιό ἀδιάψευστη εὐτυχία ἀπό τή συμμόρφωσή μας πρός αὐτό. Εἴτε τό ἀναγνωρίζουμε εἴτε ὄχι, εἴτε τό ἀποδεχόμαστε εἴτε τό ἀπορρίπτουμε, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σίγουρη ἀσφάλεια καί ἡ ἀληθινή χαρά μας, ἡ ἄσειστη βάση μιᾶς πεπληρωμένης ζωῆς.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἄνθρωπος τοῦ πόνου καί τοῦ σταυροῦ, πού μάλιστα παρέδωσε τό πνεῦμα του τήν ἡμέρα τοῦ Σταυροῦ, 14η Σεπτεμβρίου, καταθέτει τήν ἐμπειρία του· «Μία συμφορά χριστιανῷ μόνη, τό προσκροῦσαι (=ἡ σύγκρουση) Θεῷ». Ὁτιδήποτε ἄλλο, οἰκονομική καταστροφή, ξενιτειά καί ἐξορία, πειρασμοί καί θλίψεις δέν ἀξίζει νά θεωρεῖται δεινό. Γι᾿ αὐτό ἐπίμονα διακηρύττει· «μία ἐστίν ἀνάγκη ἀπαραίτητος, τό μή προσκροῦσαι Θεῷ». Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, λέγει, «εἶναι γιά μένα πύργος, αὐτό βράχος ἀσάλευτος, αὐτό βακτηρία σταθερή... Γι᾿ αὐτό πάντοτε λέω· Κύριε, τό δικό σου θέλημα νά γίνεται».
Σίγουρα θά δοκίμασες καί σύ, ἀδελφέ μου, πόσο εἶναι σκληρό καί δύσκολο πολλές φορές τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀπαιτεῖ μία ὑπέρβαση, τήν ὑπέρβαση τῆς πίστεως. Ἀλλά -τό ἔνιωσες, ἀλήθεια;- ἀκριβῶς μέσα ἀπ᾿ αὐτή τήν ὑπέρβαση ἐπιτυγχάνεται ἡ πρόσβαση στόν Θεό, ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀσύλληπτης ἀγάπης του γιά μᾶς. Κι εἶναι αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού κάνει ἐλαφρύ τό φορτίο καί χρηστό τό ζυγό τοῦ Κυρίου, διότι, ὅπως ὁ λόγος του τό βεβαιώνει, «αἱ ἐντολαί αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν» (Α' Ἰω 5,3).
Σέ τελική ἀνάλυση ἡ ζωή τῆς πίστεως εἶναι ζωή σταυροῦ, καθώς διασταυρώνεται τό ἀνθρώπινο θέλημα μέ ἐκεῖνο τοῦ Θεοῦ. Νά μή μᾶς διαφεύγει ὅμως ὅτι μόνο μέσα ἀπό τό σταυρό ξεπηδᾶ ἡ χαρά καί ἡ Ἀνάσταση. Γι᾿ αὐτό δέν ὑπάρχει πιό εὐτυχισμένος καί πεπληρωμένος ἄνθρωπος ἀπό ἐκεῖνον πού σηκώνει καρτερικά τόν καθημερινό σταυρό του, ἐπαναλαμβάνοντας μ᾿ ἐμπιστοσύνη τό αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς· «γενηθήτω τό θέλημά σου, Κύριε»!
Στἐργιος Ν. Σάκκος
Ἕνα ἀπό τά αἰσχρά ἐγκλήματα πού στιγματίζουν τήν ἱστορία τοῦ κόσμου μας εἶναι ἡ ἀποτομή τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Προφήτου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου (29 Αὐγούστου). Τόν ἄνθρωπο τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος χαρακτήρισε ὡς «μείζονα ἐν γεννητοῖς γυναικῶν» (Μθ 11,11 πρβλ. Λκ 7,28) τόν ἀποκεφάλισε τό καπρίτσιο μιᾶς διεφθαρμένης γυναίκας, πού κατόρθωσε νά ξεμυαλίσει ἕναν ἀσύνετο βασιλιά. Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ λιτότητα μέ τήν ὁποία ἀποδίδουν τό γεγονός τά ἱερά Εὐαγγέλια (Μθ 14,3-12· Μρ 6,16-29· Λκ 3,19-20· 9,7-9), σέ ἀντίθεση πρός τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τό προσεγγίζει ἡ ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀξίζει νά παραθέσουμε ἕνα δεῖγμα: Πῶς ἀποδίδει ἡ ἐκκλησιαστική μας ποίηση τά ἱστορούμενα στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο (14,3-4).
Ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἡρώδη νά συζευχθεῖ τή γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου, ἐνῶ ἀκόμη ἐκεῖνος ζοῦσε, ἦταν παράνομη (πρβλ. Λε 18,16· 20,21). Μέ ἐκφραστικά ἐπίθετα καί ἀρνητικά φορτισμένες λέξεις οἱ ὑμνογράφοι διατυπώνουν πληθωρικά τόν ἀποτροπιασμό τους γι᾿ αὐτή τήν παρανομία. Τήν ὀνομάζουν γενικά «ἄνομον πρᾶξιν» ἤ «παρανομίαν» καί εἰδικότερα «συζυγίαν τήν ἄσεμνον» ἤ «παράνομον μῖξιν», τονίζοντας τήν ἠθική ἀπαξία καί τήν πνευματική ἐκτροπή μέ τίς ἐκφράσεις «παρανόμου μοιχείας τήν πρᾶξιν» καί «θεοστυγῆ μῖξιν».
Ἀλλά δέν ἀρκεῖται ἡ ὑμνογραφία μόνο στό χαρακτηρισμό τῆς πράξεως. Χαρακτηρίζει ἐπίσης -καί μάλιστα μέ σκληρούς χαρακτηρισμούς- τά πρόσωπα, πράγμα πού ἀποφεύγει ἡ εὐαγγελική διήγηση. Ὁ Ἡρώδης, «ὁ τοῦ νόμου ταῖς ποιναῖς ὑπεύθυνος», συλλαμβάνεται «παρανομῶν» καί «πράττων ἀσέμνως τά ἀσελγῆ». Χαρακτηρίζεται ὡς «δεινός», «δείλαιος», «ἄνομος», «δυσσεβής», «ἀσελγής», «ἄφρων» ἀλλά καί «παράφρων», ὅπως σημειώνει τό Συναξάρι. «Ἔχθιστος», «ἄδικος», «ψεύδους ἔκγονος», «ἔκφρων οστρῳ» ἤ «μαινόμενος οστρῳ» πάσχει ἀπό «ψυχοβλαβῆ μέθην καί οἶστρον ἀκόλαστον». «Θελγόμενος ἀκολασίᾳ γυναικείᾳ» καί «κεντούμενος ἀσεβεῖ θηλυμανίᾳ ἀπέτεμε κεφαλήν προδρομικήν».
Ἡ Ἡρωδιάς χαρακτηρίζεται ἐπίσης μέ ἀντίστοιχα πρός τήν πράξη της ἐπίθετα: «μοιχαλίς», «ἀνοσιουργότροπος», «κακοδαίμων», «ὠμή λέαινα», πού γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ σατανικοῦ της σχεδίου χρησιμοποίησε καί τή θυγατέρα της «φονοτρόπῳ συμβουλῇ».
Μέ ἔντονη συναισθηματική φόρτιση οἱ ὑμνογράφοι, καθώς ἐκφράζουν τήν ὀργή καί τόν ἀποτροπιασμό τους γιά τά πρόσωπα τῶν ἐνόχων (Ἡρώδη καί Ἡρωδιάδας), ἀφήνουν νά φανεῖ μέσα στίς συνθέσεις τους ὅλη ἡ ἐπιδοκιμασία καί ὁ θαυμασμός τους γιά τόν Ἰωάννη. Στήν περίπτωση τῆς ἀντίθεσής του πρός τόν Ἡρώδη ὁ Ἰωάννης εἶναι ὄχι μόνο γνώστης τοῦ νόμου, μέ τόν ὁποῖο ἔχει ἐκτραφεῖ, ἀλλά καί «νόμου σφραγίς». Γι᾿ αὐτό, ὅπως σημειώνει ὁ μοναχός Ἰωάννης «προκινδυνεύει τῶν ἐντολῶν τοῦ νόμου». Αὐτό τό φρόνημα, τοῦ ὑπερασπιστοῦ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, τοῦ δίνει τό δικαίωμα νά ἐλέγχει «παρρησίᾳ ἀμέμπτῳ».
Μέ πολλούς καί ποικίλους τρόπους οἱ ὑμνογράφοι ἐξυμνοῦν τήν παρρησία καί τό θάρρος τοῦ Ἰωάννη, νά στηλιτεύσει μέ δύναμη τήν παρανομία τοῦ Ἡρώδη «οὐκ ἔξεστι λέγων μοιχεύειν τοῦ ἀδελφοῦ σου Φιλίππου τήν γυναῖκα». Μάλιστα, κατά τό δεύτερο τροπάριο τῆς στ΄ ὠδῆς τοῦ πρώτου κανόνα στή μνήμη τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου, ὁ ἔλεγχος τοῦ παρανόμου βασιλιᾶ συνεχίζεται καί «μετά τό τέλος», μετά τό θάνατο, τοῦ προφήτη. Ὁ «τῆς παρανομίας κατήγορος» ἐξακολουθεῖ νά διασύρει, καί θά διαπομπεύει τούς ὑπευθύνους στούς αἰῶνες. Καί πρό τῆς ἐκτομῆς καί μετά ἀπ᾿ αὐτήν ἐλέγχει καί καταισχύνει «τῆς ἁμαρτίας τήν φάλαγγα». Καί μέ τόν ἔλεγχο αὐτό «τρανώνει τόν νόμον τοῦ Θεοῦ», δηλαδή κάνει μία πιστή μετάφραση, ἑρμηνεία καί ἀνάπτυξη τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ γιά ὅλους.
Σ. Καρακασίδου
Διδάκτωρ Θεολογίας
Μέσα στόν καύσωνα τῆς ἐγκληματικῆς ἐποχῆς μας, μέσα στήν πύρωση τῶν παθῶν καί τήν ἀλλοίωση τῆς ἀνθρωπιᾶς σέ μικρούς καί μεγάλους, πυρπολεῖ κι ὁ Θεός μέ τό πῦρ τοῦ ἐλέους του. Λαχταρᾶ νά κάψει τά ἄχρηστα ἀγριόχορτα ἀκόμη καί τῆς πιό ἄγονης καί ἄκαρπης ψυχῆς. Νά εὐφορήσει ἡ γῆ· νά τήν ὀργώσει βαθιά· νά καρποφορήσει ἡ χαρά. Νά γίνει τό θαῦμα! Σάν τό θαῦμα τό ἐκπληκτικό κι ἀπρόσμενο πού ἀναφέρει ὁ Θεοφάνης ὁ ὑμνογράφος τήν 28η Αὐγούστου: «Ἀλλάζοντας πλέον σκεπτικό καί στρεφόμενος πρός αὐτά πού εἶναι πάνω ἀπό τή λογική, ἔζησες τόν καύσωνα τῆς ἀσκήσεως σάν θεία δροσιά».
Μά γιά ποιόν μιλᾶ; Ποιός εἶναι ὁ μακάριος αὐτός πού ἀπήλαυσε τήν θεϊκή δροσιά; Ποιά εἶναι ἡ ἱερή μορφή πού ἔζησε αὐτό πού θά θέλαμε τόσο νά ζήσουμε κι ἐμεῖς; Ὁ Μωυσῆς ὁ Αἰθίοπας. Ὄνομα, πού στό ἄκουσμά του ὅλοι ἀνατρίχιαζαν. Ὄνομα, πού ἰσοδυναμοῦσε μέ τήν κακία καί τήν ἐγκληματικότητα. Φόβος καί τρόμος τῆς περιοχῆς του, ὁ σωματώδης καί δυνατός Μωυσῆς. Χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ συναξαριστής: Θέλησε κάποτε νά σκοτώσει ἕναν βοσκό, ἐπειδή τόν ἐμπόδισε σ᾿ ἕνα κακό του σχέδιο. Μαθαίνοντας, λοιπόν, ὅτι ὁ βοσκός βρίσκεται στήν ἀπέναντι ὄχθη τοῦ πλημμυρισμένου τότε Νείλου, δέν διστάζει νά τόν περάσει, κρατώντας στά δόντια τό μαχαίρι του. Ὁ βοσκός ἀντιλαμβανόμενος τόν ἐρχομό του τρέχει νά σωθεῖ. Ἔτσι ὁ Μωυσῆς βρίσκει μόνο τό κοπάδι του. Διαλέγει τέσσερα κριάρια, τά σφάζει, τά περνᾶ σ᾿ ἕνα σχοινί, τά φορτώνεται καί περνᾶ τόν ποταμό. Τρώει τό κρέας, πουλᾶ τό δέρμα τους καί πηγαίνει χωρίς καμιά τύψη στούς φίλους του.
Μά ἡ φωτιά τοῦ ἐλέους καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά λειώσει καί τίς πιό σκληρές, σιδερένιες καρδιές. Νά μαλακώσει, νά ἁπαλύνει, νά δροσίσει. Ν᾿ ἀλλάξει! Νά πετύχει τό ἀνέλπιστο!
Καί βρίσκουμε, μετά ἀπό χρόνια, τόν ἀρχιλήσταρχο Μωυσῆ καί τούς συντρόφους του σ᾿ ἕνα μοναστήρι, νά κάνει τί; Αὐτό πού μέ πολύ ὄμορφες εἰκόνες περιγράφει ὁ ὑμνωδός: «Σάν ἐργατική μέλισσα δούλεψες μέσα στήν κυψέλη τῆς καρδιᾶς σου καί συλλέγοντας τά ἄνθη τῶν ἀρετῶν, ἀνέβλυσας ἀπ᾿ αὐτά ἀθάνατο γλυκασμό, διώχνοντας τήν πικρία τοῦ διαβόλου». «Τούς δέ σπόρους τοῦ θεϊκοῦ λόγου ἔκρυψες, Μωυσῆ, στά αὐλάκια τῆς διάνοιάς σου, γιά νά γεωργήσεις τό πνευματικό σιτάρι. Καί τοῦτο τό φύλαξες ὡς θησαυρό πού δέν τελειώνει ποτέ». Ὁ μαῦρος στό σῶμα, ὅπως λέει ὁ Θεοφάνης, κατάφερε νά κάνει τήν ψυχή του λαμπρότερη ἀπό τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου καί νά μαυρίσει τά πρόσωπα τῶν δαιμόνων. Κι ὅλα αὐτά μέ τή δυνατή του μετάνοια, τήν ταπείνωσή του καί τήν ἀδιάλειπτη προσευχή του.
Καί συνετέλεσε μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του ὁ ἅγιος πλέον Μωυσῆς νά ᾿ρθοῦν κι ἄλλοι κακοποιοί κοντά στή δροσερή πηγή τοῦ θείου ἐλέους. Καί συνεχίζει νά καλεῖ μέ τό παράδειγμά του κι ὅλους ἐμᾶς, τούς σύγχρονους κακοποιούς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ: «Τήν κατάμαυρη ἀπό τά δαγκώματα τῆς ἁμαρτίας καρδιά μου, καταλεύκανε, ὅσιε Πάτερ, μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας μου καί τίς δικές σου πρεσβεῖες. Ἀμήν».
Μαρία Λαμψίδου
Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 201-202