Κατάκαρπο δένδρο
Ὁδοιπόροι στά καυτά μονοπάτια τοῦ καλοκαιριοῦ στεκόμαστε νά ξεδιψάσουμε στά βαθύσκιωτα καί κατάκαρπα δένδρα τοῦ Πνεύματος. Στίς ἀείζωες πηγές τοῦ θείου λόγου φυτεμένοι οἱ ἅγιοι δροσίζουν, ἀναπαύουν καί εὐφραίνουν τούς κατάκοπους διαβάτες τῆς ἄνυδρης στράτας τοῦ κόσμου.
Κι ἄν διάλεξαν γιά τόν ἑαυτό τους κάποιοι ἀπό αὐτούς τήν ἀφάνεια καί τήν ἐρημία, τούς πλούτισε ὁ οὐρανός μέ τή δροσιά του καί τούς στόλισε μέ πλούσιους καί εὔχυμους καρπούς.
Στά μέσα τοῦ 4ου αἰώνα, τότε πού ἀνθοβολοῦσε θαυμαστά ἡ ἔρημος τοῦ ὄρους τῆς Νιτρίας, χαρίζει στήν Ἐκκλησία τούς ὑπέροχους καρπούς του ὁ ὅσιος Παμβώ. «Μεγάλος σέ ὅλα του», σημειώνει μέ θαυμασμό ὁ βιογράφος του, στήν εὐσέβεια καί στήν ἄσκηση, στή σοφία καί στήν ἁπλότητα. Πολυάριθμοι μαθητές τόν κυκλώνουν, ὅπως ὁ ἐπίσκοπος Διόσκορος, ὁ Ἄμμωνας καί ὁ Ἰωάννης, ὁ ἀνεψιός τοῦ Δρακοντίου. Κι ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ διδάσκει ἄλλοτε μέ τή σιωπή κι ἄλλοτε μέ τόν λόγο, πάντοτε ὅμως μέ τό παράδειγμά του.
Βαθιά ἀγάπησε τήν ἔρημο καί τόν βίο τῆς ἀσκήσεως ὁ ἄοκνος πνευματικός ἐργάτης. Μά σάν τόν κάλεσε ὁ πνευματικός ἀδελφός του, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ πολύπαθος ἀγωνιστής τῆς ἀλήθειας, στήν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας γιά νά στηρίξει τούς πιστούς στήν ὀρθόδοξη πίστη, ὁ ὅσιος «ἔκανε ἀγάπη». Δέν ἐφείσθη τοῦ κόπου, δέν μέτρησε τήν ἀπόσταση καί κίνησε μέ προσευχή μυστική γιά τήν ἀνάγκη τῶν ἀδελφῶν. «Εὐλογημένος ὁ κόπος πού γίνεται γιά τούς ἀδελφούς», συνήθιζε νά λέει.
Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού συναντᾶ ὁ ὅσιος, περνώντας τά τείχη τῆς μεγαλούπολης, εἶναι μία γυναίκα διεφθαρμένη. Στεκόταν προκλητικά καλλωπισμένη γιά νά παγιδέψει θύματα. Βλέποντάς την ὁ Γέροντας σταματᾶ. Δάκρυα πλημμυρίζουν τό ἀσκητικό του πρόσωπο. Δάκρυα πού πηγάζουν ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς.
- Γιατί κλαῖς, ἀββᾶ; τόν ρωτᾶ μέ ἔκπληξη ὁ ἀδελφός πού τόν συνόδευε.
- Γιά δύο λόγους, ἀποκρίθηκε στενάζοντας ἐκεῖνος. Πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα γιά τήν ἀπώλεια τῆς ψυχῆς αὐτῆς καί ἔπειτα ἐπειδή ἐγώ δέν δείχνω τόση ἐπιμέλεια νά ἀρέσω στόν Κύριό μου, ὅση δείχνει αὐτή ἡ γυναίκα γιά νά ἀρέσει σέ ἀκόλαστους ἀνθρώπους.
Ἡ εὐαισθησία τῆς ψυχῆς τοῦ ὁσίου μᾶς συγκινεῖ καί μᾶς διδάσκει. Βαθειά ἡ μετάνοιά του, φλογερή ἡ ἀγάπη του γιά τόν Κύριο, πηγαία ἡ συμπάθεια γιά τόν ἁμαρτωλό. Ἡ ὕπαρξή του προικισμένη μέ γνήσια φιλοθεΐα καί φιλαδελφία προσφέρει γιά τό ἀπολωλός θυσία εὐάρεστη τῆς ψυχῆς τό δάκρυ, τήν ἔμπονη καρδιακή προσευχή. Καρποφορία μιᾶς ζωῆς ποτισμένης μέ τόν πόθο τοῦ οὐρανοῦ.
Τρία χρόνια παρακαλοῦσε τόν Θεό ὁ ὅσιος λέγοντας: «Μή μέ δοξάσεις πάνω στή γῆ». Μά ὅσο ἐκεῖνος κρυβόταν ἀπό τά μάτια τῶν ἀνθρώπων ποθώντας τή βαρύτιμη ἀρετή τῆς ταπεινοσύνης, τόσο τόν δόξαζε ὁ Θεός. Στό τέλος τῆς ζωῆς του, μαρτυροῦν οἱ μαθητές του, δέν μποροῦσε κανείς νά τόν ἀντικρύσει κατά πρόσωπο ἀπό τή λάμψη πού εἶχε στήν ὄψη του.
Μέσα στόν λίβα τοῦ κακοῦ πού χερσώνει τίς καρδιές, στίς 18 Ἰουλίου πού τιμοῦμε τή μνήμη τοῦ ὁσίου Παμβώ, ἄς ἀφήσουμε τήν ψυχή μας νά ἀναπαυθεῖ καί νά ἐμπνευστεῖ στήν πλατειά δροσιά τῆς ὁσιακῆς του μορφῆς.
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 69 (2014) 172-173
Τό πιό μεγάλο καί τό πιό εὐχάριστο διάλειμμα στή ζωή μας εἶναι οἱ διακοπές τοῦ καλοκαιροῦ. Μᾶς χαμογελοῦν γλυκύτατα μέσα ἀπό καταγάλανες ἀκρογιαλιές ἤ ἀπό καταπράσινες πλαγιές καί μᾶς προσκαλοῦν στήν ξενοιασιά καί στήν ξεκούραση. Ὄμορφος θεσμός οἱ διακοπές. Τερπνός καί ὠφέλιμος. Εἶναι ὁ καιρός πού ἀναζητοῦν ὅλοι, γιά νά ἐπιτρέψουν στόν ἑαυτό τους τίς ἁπλές ἀπολαύσεις, πού στερεῖ ἡ καθημερινότητα. Κι εἶναι ὁ καιρός πού ἀναζητοῦν ὅσοι κοπιάζουν καί μοχθοῦν μέ τήν ἐργασία καί τή μέριμνα τῆς ζωῆς.
Μᾶς περιμένει, λοιπόν, κι ἐφέτος τό καλοκαίρι. Λίγες μέρες ἀκόμη, λίγες ἀγωνίες ἀκόμη, καί θά κλείσουμε πίσω μας τή βαρειά πόρτα τῆς δουλειᾶς. Ἄ, πῶς θά νιώσουμε τότε! Λεύτεροι, ἀνάλαφροι, κυρίαρχοι! Φανταζόμαστε ἤδη, πῶς θά ἀπολαύσουμε ὅλη τή χαρά πού μποροῦν νά μᾶς προσφέρουν οἱ διακοπές μέσα στήν ὄμορφη φύση καί μέ εὐχάριστη συντροφιά. Σκεπτόμαστε ὅμως καί πόση δύναμη θά χρειαστοῦμε, γιά νά ζήσουμε πραγματικά αὐτή τή χαρά; Πόση σοφία καί πόση ἀντρειοσύνη ἀπέναντι στίς χίλιες δυό μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου πού, ὅπως τό συνηθίζει, ζητᾶ νά μαγαρίσει τίς πιό καλές μας μέρες καί «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ», ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος; Διότι ἄς μήν κρυβόμαστε, ἔχουμε ὅλοι ἐμπειρία γιά τό πόσο καίει ὁ πειρασμός τό καλοκαίρι καί πόσο κολάζει ἡ ἁμαρτία.
Κι ὅταν λέμε ἁμαρτία, δέν μιλᾶμε κατεστημένα, δέν μιλᾶμε καθόλου μά καθόλου μεσαιωνικά. Μιλᾶμε γι’ αὐτό πού ξέρουμε πολύ καλά ὅτι εἶναι τό πιό μεγάλο κακό στή ζωή μας, ἡ τραγικότερη συμφορά τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ πιό θλιβερή περιπέτεια ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Διότι μέ τήν ἁμαρτία προσφέρουμε στό σατανᾶ τό δικαίωμα καί τά μέσα νά μᾶς δέσει, νά μᾶς κάνει σκλάβους του καί νά μᾶς τυραννᾶ αἰώνια. Ἡ ἁμαρτία, κάθε ἁμαρτία καί κάθε παραπάτημα, μᾶς στρέφει ἐνάντια στόν ἑαυτό μας, στόν συνάνθρωπο, καί ἐνάντια στόν Θεό, στό ἁγνό θέλημά του καί στόν ἅγιο νόμο του. Εἶναι ὁ διακόπτης, πού κλείνει τήν ἐπαφή μας μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς καί τῆς ἀλήθειας, ἡ πηγή τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.
Ὄχι λοιπόν διακοπές χωρίς Θεό. Θά βρεθοῦμε μακριά ἀπό τίς δουλειές καί τίς σκοτοῦρες τους, ναί. Μά ἴσως βρεθοῦμε μακριά κι ἀπό κάθε τί πού μᾶς ἐμπνέει, πού μᾶς συγκρατεῖ καί μᾶς ἐνθουσιάζει στόν καλόν ἀγώνα τῆς πίστεως καί τῆς ἀρετῆς. Πρόσωπα σεμνά καί παρέες ἁγνές θά ξεθωριάσουν στά μάτια μας μπρός στίς ἐντυπωσιακές καί πλανεῦτρες φιγοῦρες νέων γνωριμιῶν. Λόγια μεστά καί νοήματα θεϊκά θά ξεφτίσουν μπρός στά ἐκκωφαντικά μηνύματα καί συνθήματα τοῦ ἀσώτου κόσμου. Κι ἡ καρδιά μας σίγουρα θά στάξει αἷμα, ἄν δέν λάβουμε τά μέτρα μας.
Διακοπές, βέβαια, ἀλλά ὄχι διακόπτης μέ τόν Θεό! Ἀνοιχτοί οἱ πομποί μας νά τοῦ στέλνουν τά S.O.S. τῆς ψυχῆς μας, ἀνοιχτοί καί οἱ δέκτες μας νά πιάνουν τά σωτήρια μηνύματά του.
Ὅπου κι ἄν βρεθοῦμε, μήν ἀμελήσουμε νά ἔχουμε πάντοτε μιά ζωντανή συνομιλία μέ τόν Θεό μέ τήν προσευχή μας. Οὔτε νά ἀμελήσουμε νά ἀνοίγουμε καθημερινά τό βιβλίο του, τήν ἁγία Γραφή, γιά νά μελετοῦμε τό λόγο του καί ν’ ἀκοῦμε τή φωνή του. Κι ἄν σκορπιστοῦμε στούς πιό ἀπίθανους τόπους, μποροῦμε ὅμως νά κουβαλήσουμε τόν Θεό μαζί μας. Ὅπως ὁ Ἰωσήφ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέ τή σταθερότητα καί τήν πίστη του ἀνάγκασε τόν Θεό νά ἔλθει μαζί του στήν Αἴγυπτο, ἀκόμη καί μέσα σ’ αὐτό τό σπίτι τοῦ εἰδωλολάτρη Πετεφρῆ, κι ἐμεῖς μέ τήν προσευχή μας καί τόν ἀγώνα μας μποροῦμε νά φέρουμε τόν Θεό ὅπου κι ἄν πᾶμε.
Τό καλοκαίρι ἔφθασε. Θά προτιμήσουμε τήν «ἐλευθερία» τῆς σκλαβιᾶς ἤ τήν πειθαρχία τῆς ἐλευθερίας; Τό πρῶτο εἶναι πολύ εὔκολο, ὅσο καί ὀλέθριο. Τό δεύτερο εἶναι δύσκολο, ὅσο καί ὡραῖο. Ὅσοι θέλουμε νά χαροῦμε πραγματικά τίς διακοπές μας καί ὄχι μόνο νά τίς καταστήσουμε στιγμές χαρούμενες, ἀλλά καί νά τίς ἀποταμιεύσουμε σάν πηγές χαρᾶς γιά τό μέλλον, νά τό χαράξουμε καλά μέσα μας: Ὁ διάβολος δέν κάνει διακοπές· ἀντίθετα, τότε πού κάνουμε ἐμεῖς, ἐκεῖνος ξέρει νά ἐργάζεται πιό ἐντατικά. Διακοπές λοιπόν, χωρίς διακόπτη μέ τόν Θεό!
Ὑπάρχουν πράγματα, γιά τά ὁποῖα ἡ διακοπή ἰσοδυναμεῖ μέ θάνατο. Ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μας, ἡ ἀνάσα τοῦ στήθους μας, ἡ φύλαξη τῶν συνόρων γίνονται ἀδιάκοπα, γιά νά ὑπηρετήσουν τό σκοπό τους. Ἡ παραμικρή ἀρρυθμία καί ἡ παραμικρή ἀμέλεια μπορεῖ νά ἔχουν ὡς συνέπεια τήν καταστροφή. Ἔτσι καί γιά τήν ὑπεράσπιση τῶν συνόρων τῆς πίστεως, γιά τήν ἁρμονία τῶν σπλάγχνων μας, γι’ αὐτή τήν ἴδια τή ζωή τῆς πνευματικῆς μας ὑποστάσεως ἡ διακοπή τοῦ ἀγώνα εἶναι ἀπαράδεκτη καί καταστροφική.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ οὐδέποτε διακόπτει τή διακονία της καί οὐδέποτε σταματᾶ τήν ἀποστολή της. Ἡ θύρα της μένει ἀδιάλειπτα ἀνοιχτή καί ἡ βοήθειά της εἶναι κάθε στιγμή στή διάθεση τῶν παιδιῶν της. Καί τό καλοκαίρι ἡ λατρεία συνεχίζεται ὅπως ὅλο τό χρόνο, σέ κάθε ναό καί σέ κάθε τόπο. Καί τώρα μᾶς ὁπλίζει μέ ἕνα μυστικό καί ἀκαταμάχητο ὅπλο, πού σίγουρα φέρνει τή νίκη· τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί τή χάρη τῶν μυστηρίων. Μέ τήν ἁγία Γραφή καί τή θεία κοινωνία θά ἁπλώσουμε δυό χέρια στόν Θεό καί θά τόν κρατήσουμε σφιχτά. Ἤ μᾶλλον ὁ ἴδιος ὁ Θεός θά μᾶς κρατᾶ ἔτσι γερά στά δικά του χέρια.
Εὐλογημένοι αὐτοί πού δέν θά ξεκόψουν ἀπό τίς πηγές τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, ἀλλά θά κρατήσουν ἀδιάλειπτη τήν κοινωνία μαζί του! Χαρούμενοι καί νικηφόροι θά περάσουν τό καλοκαίρι συντροφιά μέ τόν Θεό. Τέτοιες διακοπές εὐχόμαστε σέ ὅλους σας, ἀδελφοί μας.
Καλό καλοκαίρι μέ τή δροσιά τοῦ Χριστοῦ!
Στέργιος Ν. Σάκκος
«... Θά ἤθελα νά ἤμουν Ἑλληνίδα, νά εἶχα γεννηθεῖ ὀρθόδοξη, νά μεταλάμβανα τή θεία Κοινωνία καί νά φιλοῦσα τίς ἅγιες Εἰκόνες ἀπό τά βρεφικά μου χρόνια μέχρι τόν θάνατό μου. Κλαίω γιά μένα καί τούς συμπατριῶτες μου, πού τά χέρια μας ἀγγίζουν εἴδωλα, εἰδωλόθυτα καί ἀγκαλιάζουν τό τίποτα.
…Ἔψαχνα τήν ἀλήθεια, χρησιμοποιώντας περισσότερες ἀπό 30 διαφορετικές ἐκδόσεις τῆς ἁγίας Γραφῆς, οἱ ὁποῖες δυστυχῶς, ὅλες τους εἶναι γεμάτες λάθη (μεταφρασμένες ἀπό ἑτεροδόξους).
Θά ἤθελα νά ἤμουν Ἑλληνίδα, ὥστε νά μπορῶ νά διαβάζω τήν Καινή Διαθήκη στό πρωτότυπο…
…Ἕλληνες, νομίζετε ὅτι εἶστε φτωχοί μέ τήν κρίση πού διέρχεστε, ἀλλά δέν ξέρετε πόσο πλούσιοι εἶστε.
Ἡ Ταϊβάν εἶναι χώρα μέ μεγάλη ἀνάπτυξη, ἀλλά βρίσκεται στό σκοτάδι τοῦ σατανᾶ καί ἡ πνευματική μας ζωή εἶναι κενή.
... Θά παρακαλέσω νά μέ θεωρήσετε σάν τόν φτωχό Λάζαρο, νά μᾶς θρέψετε μέ τά ἀπομεινάρια τοῦ πνευματικοῦ πλούτου πού ἔχετε, νά μᾶς ρίξετε μερικά ψίχουλα ἀπό τά ἀποφάγια σας, ἀπό τά ἀφιερώματα πού χαρίζετε στίς ἐκκλησίες σας, ἀπό τά πολλά ἐκκλησάκια πού ἔχετε σέ κάθε γωνιά τῆς πατρίδας σας…»
(Ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἐπιστολή τῆς πρώτης ταϊβανέζας ἱεραποστόλου Πελαγίας Yu, πού δημοσιεύτηκε στό περιοδικό ὀρθοδόξου ἱεραποστολῆς ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ, τεῦχ. 84, μέ τίτλο «ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΗΜΟΥΝ ΕΛΛΗΝΙΔΑ»).
Πολλές φορές ἀναρωτήθηκα γιατί ὁ Θεός ὑπῆρξε τόσο γενναιόδωρος μέ μᾶς τούς Ἕλληνες. Γιατί διάλεξε τόν δικό μας τόπο γιά ν’ ἁπλώσει τίς ρίζες τῆς Ἐκκλησίας Του, τή δική μας γλῶσσα γιά νά ἀφήσει τήν Ἀποκάλυψή Του στήν ἀνθρωπότητα, καί τό δικό μας ἔθνος γιά νά ταυτίσει τήν πίστη του μέ τήν παράδοσή μας. Γιατί σέ μᾶς, εἰδικά σέ μᾶς τούς Ἕλληνες, ἐμπιστεύθηκε τήν κληρονομιά τοῦ λατρευτικοῦ καί ἑρμηνευτικοῦ πλούτου.
Αἰῶνες τώρα γεννιόμαστε πατώντας χώματα ποτισμένα μέ αἷμα μαρτυρικό καί ἀναπνέουμε ἀέρα ὅπου ἀκόμα πλανῶνται προσευχές. Ἀπό τά βρεφικά μας χρόνια ζοῦμε κάτω ἀπό τήν ἀσπίδα τῆς θείας προστασίας πού παίρνουμε μέ τό Βάπτισμά μας. Κι αὐτή τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ τήν ὑποβαθμίσαμε σέ ἔθιμο καί τή γεμίσαμε πολύχρωμα μπαλόνια. Ἡ ἀσφυκτική κυριαρχία τοῦ σατανᾶ, ὅπως αὐτή πού περιγράφει ἡ Πελαγία Yu ὡς φρικτή καθημερινότητα, γιά μᾶς εἶναι ἄγνωστη καί γι’ αὐτό ἀμφισβητήσιμη. Κι ἐνῶ ἀπολαμβάνουμε συνθῆκες ἀστείρευτης χάριτος μέσα ἀπό τά Μυστήρια, ἀπεγνωσμένα προσπαθοῦμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τό βάρος πού ἔχουν οἱ φτεροῦγες μας.
Σκεφτήκαμε ἄραγε, κάθε φορά πού προσπερνᾶμε ἀδιάφορα ἕναν Χρυσόστομο ἤ ἕναν Μάξιμο Ὁμολογητή ἀπό τούς τόμους πού κοσμοῦν τίς βιβλιοθῆκες μας, πόσα ἑκατομμύρια χριστιανοί διψοῦν γιά ἕνα ὀλιγοσέλιδο φυλλάδιο στή δική τους γλῶσσα πού νά στηρίξει τήν πίστη τους; Σκεφτήκαμε πώς ἡ γλῶσσα καί ἡ παράδοση, πού γιά μᾶς εἶναι τό κλειδί πού ξεκλειδώνει τούς θησαυρούς τῆς αἰωνιότητας, γιά κείνους εἶναι τό ἐμπόδιο; Ἀναρωτηθήκαμε πόσοι λαχταροῦν γι’ αὐτή τή γλῶσσα, πού ἐμεῖς, μ’ ἐπίσημα χείλη, βαφτίσαμε νεκρή καί ἄχρηστη, καί γι’ αὐτή τήν παράδοση, πού ἐμεῖς τήν εἴπαμε παλιακή, καί ἀγωνιζόμαστε νά τήν πετάξουμε;
Λαός πλούσιος, πού ἀλόγιστα σπαταλᾶ τήν κληρονομιά τοῦ Πατέρα στήν ἀνακύκλωση τῆς καθημερινῆς μιζέριας. Λαός εὐλογημένος, πού ἀνταλλάσσει τά δικά του πρωτοτόκια ἀντί τοῦ πενιχροῦ πινακίου φακῆς μίας σύγχρονης διανόησης, πού μᾶς θέλει ἐπίπεδους, ἐπιφανειακούς, ἀδιάφορους, προσκυνημένους ἐγωιστές μίας παγκόσμιας ὁμογενοποιημένης κουλτούρας καί ὄχι ταπεινούς «τά ἄνω θρώσκοντας», διεκδικητές αἰωνίου ἀκτίστου φωτός.
Ἡ Πελαγία Υu, σάν σύγχρονη Χαναναία, κραυγάζει πρός τόν Κύριο: «Ἐλέησόν με, ζητῶ τά ψίχουλα πού τρῶνε τά σκυλιά». Ἐκείνην ὅμως τίμησε ὁ Κύριος μέ τό «μεγάλη σου ἡ πίστις». Ἡ Πελαγία Υu αὐτοονομάζεται «φτωχός Λάζαρος» καί ἐκλιπαρεῖ γιά ὅσα οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες ξεφορτώνονται ὡς φορτίο περιττό. Μόνο πού ἐκεῖνος, ὁ Λάζαρος, κατέληξε στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ. Μήπως ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, οἱ τόσο ἐλεημένοι, μένει ν’ ἀκούσουμε τήν ὑπενθύμισή του «παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες τά ἀγαθά σου…»;
Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες… Οἱ ζυμωμένοι μέ τό ὀρθόδοξο μεγαλεῖο θά καταλήξουμε ἐπαῖτες πού λαχταροῦν τά ξυλοκέρατα;
Ἰδού νῦν καιρός. Καιρός ἐπιστροφῆς στό σπίτι τοῦ Πατέρα, γιά νά μή γίνουμε «οὐ λαός».
Ἰδού νῦν καιρός. Γιά ν’ ἀποδείξει ἡ Ἑλλάδα τῆς Χάριτος ὅτι σάν πιστός θεματοφύλακας ἀντιστέκεται, καί ὅτι σάν καλός οἰκονόμος ἔχει ἀκόμη τό μεγαλεῖο, ὄχι νά διανέμει τ’ ἀποφάγια της, ἀλλά νά μοιράζεται ἀδελφικά τόσο τόν πνευματικό της πλοῦτο, ὅσο καί τό φτωχικό της γεῦμα.
Μαρτινιανή
Ἀπολύτρωσις 68 (2013) 183-184
Ἀπό τότε πού ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ἀνέτειλε στή φτωχική φάτνη τῆς Βηθλεέμ οἱ ἀχτίδες Του φέγγουν στά μάτια κάποιων ψυχῶν καί ἀντανακλοῦν στά ἔργα τους. Τέτοιο φῶς ἱλαρό καί ἐλπιδοφόρο διέλυσε τό σκοτάδι πού εἶχε ἁπλωθεῖ στήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν ξέσπασε φοβερή ἐπιδημία λέπρας.
Ὁ λοιμός ἐξαπλωνόταν καί μαζί του ὁ πανικός πού ὁδήγησε στήν ἀπόφαση νά θανατώνονται διά πνιγμοῦ οἱ ἄρρωστοι, ὥστε νά μήν ἐξαπλωθεῖ ἄλλο ἡ ἀσθένεια. Μέσα στό ζόφο τῆς ἀπόγνωσης ἔμενε ἀτάραχος μονάχα ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ζωτικός στάθηκε πάντα ἕνα φῶς στό δρόμο τῶν ἀνθρώπων, ἕνα χέρι πού ἔδειχνε τόν Καλό Σαμαρείτη, μιά καρδιά δοσμένη στή διακονία τοῦ πόνου. Σπούδασε καί μελέτησε τή σοφία τοῦ κόσμου σέ φημισμένες σχολές τῆς Ρώμης μά στήν προσευχή καί στή λατρεία διδάχθηκε τή γλώσσα πού εἶναι ἀνώτερη ἀπό τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀγγέλων, τή γλώσσα τῆς ἀγάπης.
Ἡ καρδιά τοῦ ὁσίου, καρδιά ἐλεήμων, καιόμενη ὑπέρ τοῦ κόσμου, ὑπέρ πάντων ἀνθρώπων, ἔγινε δέντρο γιά νά κουρνιάζουν τά πουλιά πού τά πλήγιασε πιότερο ἀπ᾿ ὅλα ἡ ἀσπλαχνία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ πόνος του γιά τό σκληρό μέτρο ἦταν συμμετοχή στόν πόνο τῶν ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ, κοινωνία στό πάθος τοῦ Κυρίου. Ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἔμπρακτη καλοσύνη του τόν εἶχαν κάνει ἀπό καιρό γνωστό καί ἀγαπητό στό λαό ἀλλά καί στούς ἄρχοντες τῆς Βασιλεύουσας.
Ὁ Μ. Κωνσταντίνος ἐκτιμώντας τή σοφία καί τή σύνεσή του τόν τίμησε δίνοντάς του τό ἀξίωμα τοῦ μαγιστριανοῦ. Ἔτσι, ὅταν παρουσιάστηκε μπροστά του ὁ ὅσιος γιά νά τοῦ ζητήσει χρυσάφι μέ σκοπό «νά ἐξασφαλίσει διαμάντια καί λίθους πολύτιμους γιά τήν αὐτοκρατορία», ὁ αὐτοκράτορας δέν τοῦ τό ἀρνήθηκε. Κι ἔγιναν τά χρήματα αὐτά ζωή γιά ἀθώους πολίτες λαβωμένους ἀπό τή λέπρα, τή φοβερή ἀρρώστια τῆς ἐποχῆς. Ὁ ἀγωνιστής τοῦ πνεύματος πάλεψε ἀκούραστα μέ τόν πόνο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πού ἔφλεγε τήν καρδιά του.
Φτωχοί καί πλούσιοι, ἄρχοντες καί δοῦλοι ἐγκαταλελειμμένοι ἀπό τούς πανικόβλητους συγγενεῖς βρῆκαν καταφύγιο καί ζωή ἀπό τόν Ζωτικό. Μέ τά χρήματα τοῦ αὐτοκράτορα ἐξαγόραζε τούς ἀρρώστους ἀπό τούς στρατιῶτες πού εἶχαν ἐντολή νά τούς πνίγουν, καί τούς ἐξασφάλιζε τόπο διαμονῆς ἔξω ἀπό τήν Πόλη.
Ὅμως εἶναι κλῆρος κάποιων γενναίων ψυχῶν νά μή γνωρίζουν σέ τούτη τή γῆ τήν ἀναγνώριση τοῦ ἔργου τους. Ὁ ὅσιος συκοφαντήθηκε ἀπό ἀνθρώπους φθονερούς, ὅταν ἔπεσε πείνα στήν Πόλη. Ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος, γιός καί διάδοχος τοῦ Μ. Κωνταντίνου, ἐπηρεασμένος ἀπό τούς αἱρετικούς Ἀρειανούς διέταξε τήν τιμωρία του. Μαρτυρικό ὑπῆρξε τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ διακόνου τῆς ἀγάπης. Δεμένος πίσω ἀπό δυό ἄγριους ἡμίονους σέρνεται στά μονοπάτια καί ποτίζει μέ τό αἷμα του τή γῆ τῆς Βασιλεύουσας ὁ ὅσιος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁγία του κεφαλή καί τά μέλη τοῦ σώματός του κατακόπηκαν βίαια καί διασκορπίστηκαν. Θαυμαστά σημεῖα ὅμως, τήν δια ὥρα ἀλλά καί ἀργότερα, ἔκαναν τόν ἀσεβῆ αὐτοκράτορα νά καταλάβει τό σφάλμα του, νά ζητήσει συγχώρεση καί νά ἐπιμεληθεῖ τήν ταφή τοῦ ἁγίου.
Στίς 31 Δεκεμβρίου, μέρα πού κλείνει ἕνας χρόνος, ἀνοίγει ἡ Ἐκκλησία μας ἕνα παράθυρο στό θεϊκό μυστήριο τῆς ἀγάπης πού νικάει τό χρόνο καί τό θάνατο, καθώς τιμᾶ τή μνήμη τοῦ ἁγίου Ζωτικοῦ.
Στήν ἐποχή πού μεταδοτική ὅσο ποτέ ἀπειλεῖ ἡ λέπρα τῆς ψυχῆς, ἔχουμε ἐπείγουσα ἀνάγκη ἀπό κείνους πού, μαθητεύοντας στήν ἀγάπη τῆς ἁγίας φάτνης, θά σώσουν ψυχές γιά τόν Παράδεισο προσφέροντας ὡς τίμημα τή θυσία τῆς ζωῆς τους.
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 334-335
Γεφυρώνει τούτη ἡ μέρα τοῦ Δεκεμβρίου τή γῆ μέ τόν οὐρανό. ῾Ενώνει τή σύντομη μέρα πού ζοῦμε μέ τήν ἀνέσπερη μέρα πού περιμένουμε. Συνδέει τό σήμερα μέ τό αἰώνιο παρόν τοῦ Θεοῦ. Στή σκέψη καί στήν καρδιά μας φέρνει τούς ἀδελφούς μας χριστιανούς πού τελείωσαν τή ζωή τους πάνω στή γῆ μέ θάνατο μαρτυρικό. «Τῇ 29ῃ τοῦ μηνός Δεκεμβρίου μνήμη πάντων τῶν χριστιανῶν καί ἀδελφῶν ἡμῶν τῶν ἐν λιμῷ καί δίψει καί μαχαίρᾳ καί κρύει τελειωθέντων».
Εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι μέ τή φλογερή ψυχή τους ἀπέσπασαν ἀπό τά χέρια τοῦ Κυρίου τό ξεχωριστό χάρισμα «οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν» (Φι 1,29). ῎Ενδοξη φάλαγγα ἐπώνυμων καί ἀνώνυμων μορφῶν πού μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου ἔφθασαν τροπαιοφόροι στά κράσπεδα τοῦ οὐρανοῦ καί στεφανώθηκαν μέ τό αἰώνιο φῶς. Συναγμένοι μεστοί καρποί ἀπό τῆς γῆς τό χωράφι, ἀπαρχή εὐλογημένη, δοτή στόν Φυτουργό τῆς κτίσεως ἀπό τή στρατευομένη ᾿Εκκλησία, ἱκεσίας θυμίαμα, γιά νά στηρίζει ὁ Κύριος τά ἀγωνιζόμενα παιδιά Του.
᾿Αγκαλιάζει ἡ καρδιά μου μέ εὐγνωμοσύνη τούτη τήν ἱερή πομπή. ᾿Αντικρύζω πλούσιους καί πένητες, μορφωμένους καί ἀγράμματους, ἄρχοντες καί δούλους, ἀξιωματούχους καί ταπεινούς, πού ὑψώθηκαν ἀπό τή φθαρτότητα τῶν ἐπιγείων στήν αἰωνιότητα τῶν ἐπουρανίων. ῾Η δροσιά τῆς νιότης συνάμα μέ τήν ὡριμότητα τῶν μεγάλων, ἡ βρεφική ἀθωότητα μέ τή σταθερότητα τῶν γερόντων στολίζουν μέ παραδείσιο κάλλος αὐτή τή χορεία. ᾿Από τόν «῞Ηλιο τῆς δικαιοσύνης» φωτοφόροι, ἀφήνουν πάνω σέ τούτη τή γῆ ἴχνη φωτός. ῾Ο δρόμος τους σφραγισμένος μέ μαρτυρία καί μαρτύριο γίνεται πορεία θριάμβου. ῾Η μελέτη τῆς ζωῆς καί τῆς θυσίας τους ἀντίδωρο ζωῆς, γιά νά μήν πεθάνουν οἱ ψυχές μας ἀπό τήν ἀσφυξία μέσα στίς χωματένιες βιοτικές μέριμνες.
29 Δεκεμβρίου. Μπρός στό νεογέννητο Βρέφος ἀνταμώνω ὅλους τούς μαρτυρικούς ἀδελφούς κάθε ἐποχῆς. Ζηλεύω μυστικά τά ἀνεκτίμητα δῶρα πού προσκομίζουν στόν μεγάλο Βασιλιά· τό διψασμένο, πεινασμένο κορμί τους, τά βασανισμένα καί πληγωμένα μέλη τους, χρυσάφι ἐκλεκτό, εὐωδιαστό λιβάνι, πολύτιμη σμύρνα. Πῶς νά κρατήσω στά ἀδύναμα χέρια μιᾶς ὑλιστικῆς, εὐδαιμονιστικῆς ἐποχῆς τή βαρειά παρακαταθήκη τους· «Πάντες δέ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διωχθήσονται» (Β´ Τι 3,12)! Ζητῶ ταπεινά ἡ πρεσβεία αὐτῶν τῶν ἀδελφῶν μας, πού πέρασαν μέσα ἀπό τήν πείνα καί τή δίψα, νά μᾶς χορταίνει καί νά μᾶς δροσίζει, ὅταν ἀδήριτα πεινᾶ καί διψᾶ ἡ ψυχή μας γιά οὐρανό. Τό δικό τους πολύπαθο χέρι ἄς κρατᾶ μέσα μας ἀναμμένη τή σπίθα γιά τήν ἁγιότητα στίς χαλεπές, παγωμένες μέρες μας. ᾿Από τῆς γῆς τά μήκη καί τά πλάτη φτασμένοι μπροστά στό θρόνο τοῦ ᾿Αρνίου ἄς δέονται, γιά νά βρίσκει συνεχιστές ἡ πομπή τους σέ κάθε τόπο, σέ κάθε ἐποχή... καί στή δική μας.
᾿Ιχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 248
Ἀνάμεσα στά γεγονότα πού συνδέονται μέ τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, μελανό σημεῖο στήν ἱστορία εἶναι ἡ σφαγή τῶν νηπίων στή Βηθλέεμ. Ὁ ὑπαίτιος καί ὁ ἀληθινός ἔνοχος αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι ὁ Ἡρώδης ὁ Α’.
Μορφή σατανική, σκοτεινή, ἐκδηλώνεται σέ παρόμοια περιστατικά, πού κηλιδώνουν ἀνεξίτηλα τόν ἴδιο καί τή βασιλεία του. Φιλόδοξος ὁ Ἡρώδης δέν ὑπελόγιζε κανένα ἐμπόδιο· δέν εἶχε οὔτε ἠθική, οὔτε θρησκευτικότητα, οὔτε ἀνθρωπιά! Ἤθελε πάντοτε νά εἶναι ἕνας ἐπιτυχημένος τύραννος· γι’ αὐτό, πρόθυμα θυσίαζε τά πάντα ἐκτός ἀπό τό θρόνο του.
Συχνά παρουσιαζόταν γενναιόδωρος καί μεγαλόψυχος στούς φίλους του, τόσο ὅμως ὅσο νά μή βλάπτεται ἡ θέση του καί ἡ περιουσία του. Πιθανόν ἦταν τελείως ἄθρησκος καί εἶχε τή δυνατή λαγνεία καί τό πάθος ἑνός Ἀνατολίτη.
Χωρίς ὑπερβολή ὁ Ἡρώδης εἶναι ἕνας ἀπό τούς πιό αἱμοχαρεῖς ἀνθρώπους πού γνώρισε ἡ ἱστορία. Αὐτό συμπεραίνεται ἀπό τόν κατάλογο τῶν ἐγκλημάτων του, πού ἀκολουθεῖ.
Ἡ πονηρή καί ἐγκληματική μορφή τοῦ βασιλιᾶ Ἡρώδη μένει χαραγμένη στήν ἱστορία μέ τά μελανότερα χρώματα. Ἡ «ὕβρις» ὅμως τοῦ Ἡρώδη ἀπέναντι στόν «γεννηθέντα Ἐμμανουήλ» τιμωρήθηκε μέ τόν σκληρό του θάνατο... «Τεθνήκασιν οἱ ζητοῦντες τήν ψυχήν τοῦ Παιδίου».
Δ. Π.
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 165
Κοιτοῦσαν μαγεμένα τή μεγάλη ζωγραφιά μέ τά ὡραῖα χρώματα στή Βίβλο τους:
- Ἡ Παναγία! ἔδειξε ἡ Ζωή.
- Κι οἱ μάγοι! εἶπε ὁ ἀδελφός της.
- Κι οἱ βοσκοί!
- Κι οἱ ἄγγελοι!
- Κι αὐτός; ρώτησε μέ ἀπορία ἡ μικρούλα δείχνοντας τήν ἀντρική φιγούρα πού ἔσκυβε μέ ἔγνοια καί σιωπή πάνω ἀπό τό θεϊκό Παιδί.
- Αὐτός εἶναι ὁ Ἰωσήφ, μικρό μου! τῆς ἀπάντησα. Ἐκεῖνος πού προστάτευε τήν Παναγία μας.
Τό κοριτσάκι μέ κοίταξε ἐρωτηματικά, σάν νά μήν εἶχε ξανακούσει αὐτό τό ὄνομα.
«Ὁ Ἰωσήφ», σκέφτηκα μέσα μου. Λίγο μιλήσαμε γι᾽ αὐτόν καί λίγο τόν προσέχουμε, ὅταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα...
Ἡ ἱστορία τῆς ἁγίας νύχτας γεμίζει μέ φωνές: «Ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην...», «Διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ...», «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ...», «Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων;...». Θαυμαστικά τῶν οὐρανῶν, ἐρωτηματικά τῆς γῆς. Ἄγγελοι, μάγοι καί βοσκοί μιλοῦν· περνοῦν τά σύνορα τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου τους, γιά νά σημαίνουν μέσα μας Χριστούγεννα.
Κι ὁ Ἰωσήφ; Οὔτε μιά λέξη ὁ Ἰωσήφ οὔτε μία πρόταση δική του μές στούς στίχους τῆς Γραφῆς. Ὁ Ἰωσήφ, μία σιωπή· ἕνα μονάχα ὄνομα πού τό προφέρουνε τά χείλη τοῦ Θεοῦ πάντοτε σέ προστακτική: «Ἰωσήφ, υἱός Δαυΐδ, μή φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριάμ τήν γυναῖκα σου...». Καί πάλι: «παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί φεῦγε εἰς Αἴγυπτον...». Μιά προσταγή ὁ Θεός στόν Ἰωσήφ καί ὁ Ἰωσήφ γιά τόν Θεό μία μονάχα κίνηση: «ἐγερθείς». Σηκώνεται· ἀπό τόν ὕπνο του, ἀπό τήν ἡσυχία του· καί παίρνει τή Μαρία «εἰς τά ἴδια» νά παραστέκεται μέ σεβασμό στό μεγαλεῖο της καί νά σκεπάζει στή σιωπή τό ἀνήκουστό της μυστικό καί τό ὑπέρλογο μυστήριο. Σηκώνεται· καί παίρνει τό Παιδί καί τήν Παρθένο μέσα στήν παγωμένη νύχτα γιά τήν Αἴγυπτο· πορεύεται στό ἄγνωστο, σέ μία ξένη γῆ, ἄ γνωστος καί ἀνέστιος γιά τόν Θεό· ἕνα «πειθήνιο» δικό του ὄργανο, ἕνα «στρατιωτάκι» του...
Τρομάζουνε οἱ λέξεις τόν αἰώνα τῆς ἐλευθερίας μας. Φαντάζει ξένος ὁ Ἰωσήφ, πλάσμα χωρίς προσωπικότητα, στήν ἐποχή πού ὀρθώνει τό δικαίωμα.
Κι ὅμως! Ὁ Ἰωσήφ ὑπέγραψε τήν ἱστορία ὅλων τῶν αἰώνων. Ἑτοίμασε Χριστούγεννα. Ἔγειρε ὁ Θεός νά ζεσταθεῖ μές στή δική του τήν καρδιά, πρίν Τόν ζεστάνουνε τά χνῶτα τῶν ἀλόγων στή σπηλιά τῆς Βηθλεέμ. Πρίν τραγουδήσουνε οἱ ἄγγελοι, πρίν τρέξουν οἱ ποιμένες, πρίν ὁδοιπορήσουνε οἱ μάγοι, ὁ Ἰωσήφ διακόνησε τό θαῦμα τῆς ἁγίας νύχτας, γιά τούς ποιμένες, γιά τούς μάγους, γιά τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη.
Ἑτοίμασε Χριστούγεννα «λαθών» -κρυφά καί ταπεινά- γιά ᾽Κεῖνον πού «λαθών» γεννήθηκε στό σπήλαιο. Ἀκούμπησε ὁ Ἰωσήφ ἐπάνω στήν καρδιά τοῦ ταπεινοῦ Θεοῦ. Τόν ἔνιωσε...
Ἀκόμα κι ὥς τά σήμερα πού ἡ Ἐκκλησία δίκαια τιμᾶ τόν Ἰωσήφ τόν μνήστορα στούς κόλπους τῶν ἁγίων της, μεμνηστευμένο πιά μέ τό αἰώνιο, ἐκεῖνος μένει κρυμμένος στή σιωπή· θαρρεῖς κι ἡ ἁγιότητά του ἐπιλέγει αὐτή τήν ἱερή ἀφάνεια.
2013 χρόνια ὕστερα, ἡ ἱστορία τῆς ἁγίας νύχτας ξαναγράφεται ἀναλλοίωτη κάτω ἀπ᾽ τούς τρούλους τῶν ναῶν. Πάλι θά τραγουδήσουνε στά ἀναλόγια οἱ ἄγγελοι, πάλι θά ὁδοιπορήσουνε οἱ μάγοι, πάλι θά τρέξουν οἱ βοσκοί. Γιατί πάντοτε, ὅσο κι ἄν «ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία», θά ὑπάρχουν μάγοι καί βοσκοί· ἐκεῖνοι πού θά Τόν συναντήσουνε ἀπρόσμενα, σάν τόν κρυμμένο θησαυρό μές στό χωράφι τους κι ἐκεῖνοι πού, ἀφοῦ πιά σώθηκαν στίς ἀγορές τοῦ κόσμου οἱ ἐλπίδες τους, θά Τόν ἀναζητήσουν, ἀνεκτίμητο μαργαριτάρι, ἄξιο νά ἐξαργυρωθεῖ μ᾽ ὅλους τούς θησαυρούς τῆς γῆς.
Καί πάλι τό Παιδί τῆς Βηθλεέμ θ᾽ ἀναζητήσει Ἰωσήφ· «μωρά καί ἐξουθενημένα» γιά τόν κόσμο, παραδομένους στήν ἁγία τρέλα τοῦ Θεοῦ... Ἄλλοι θά ταξιδεύουνε σάν πλανῆτες νά Τόν εὐαγγελίζονται στίς ἐσχατιές τῆς γῆς· ἄλλοι θ’ ἀντιχαρίζουνε ὅλα τους τά χαρίσματα στή χρεία Του, ἀρνούμενοι λαμπρές προοπτικές, καριέρες καί χειροκροτήματα· ἄλλοι θά ἀγωνίζονται μέ μόχθο καί ἱδρώτα νά κρατήσουνε τά σπίτια τους ἁγίες Βηθλεέμ. Κι ὅλοι θά μένουνε κρυμμένοι στήν ἀφάνεια, «λαθόντες» θά ἑτοιμάζουνε Χριστούγεννα. Γιατί πάντοτε, ὅσο κι ἄν ἔχει λιγοστέψει ἡ ἀγάπη, θά ὑπάρχουν Ἰωσήφ...
Τ᾽ ἀνήψια μου μιλοῦσαν ζωηρά πάνω ἀπ᾽ τή ζωγραφιά:
- Ἐγώ θά γίνω μάγος! Θά φοράω καί κορώνα! ἔλεγε ὁ Κωστής.
- Ἐγώ θά γίνω μάγος! διαμαρτυρήθηκε ἡ Ζωή.
- Δέ γίνεται. Ἐσύ εἶσαι κορίτσι. Θά ᾽σαι ἄγγελος.
- Καλύτερα! Θά ᾽χω στεφάνι καί φτερά!
Τά κοίταξα μέ νοσταλγία καί μέ συγκατάβαση· σάν ἤμουνα παιδί ἔλεγα σάν αὐτά: «Θέλω νά γίνω ἄγγελος», «Θέλω νά γίνω μάγος καί βοσκός», νά φαίνομαι...
Τώρα πού πιά μεγάλωσα, τώρα πού πιά περπάτησα μές στά σκοτάδια τῆς ζωῆς, ψάχνοντας τήν Ἀνατολή· τώρα πού ἕνα φῶς ἀγγελικό, μακρόθυμο, γλύκανε τήν ἀγρύπνια μου· τώρα, πού οἱ οὐρανοί δείξανε καί γιά μένα ἕνα ἀστέρι, γιά νά βρῶ τή Βηθλεέμ· τώρα πού πιά τελείωσαν ὅλα τά «πῶς» καί τά «γιατί», πού πιά γονάτισαν ὅλα τά «θέλω» μου ἀνήμπορα στό λίκνο τοῦ Θεοῦ, πού ὅλοι οἱ ἐπίγειοί μου θησαυροί φαντάξανε φτωχοί μπροστά στήν ἔσχατη πτωχεία του· τώρα πού πιά Τόν βρῆκα, Τόν προσκύνησα, ἔγινα μάγος καί βοσκός, τώρα δέν ἀπομένει νά ζητήσω μπρός στή φάτνη του παρά μονάχα αὐτό: «Θέλω νά γίνω Ἰωσήφ!»· δίχως διάσημα τοῦ κόσμου, ἕνα «στρατιωτάκι» τοῦ Θεοῦ, νά σταματῶ τόν πόλεμο, νά ὑπογράφεται μές στήν ἀνθρώπινη καρδιά εἰρήνη μέ τόν οὐρανό, ἡ εἰρήνη πού τραγούδησαν ᾽κείνη τή νύχτα οἱ ἄγγελοι.
«Θέλω νά γίνω Ἰωσήφ!»· μονάχα αὐτό· κρυφά καί ταπεινά, «λαθών», νά ἑτοιμάζω γιά τόν κόσμο μας Χριστούγεννα.
Μαρία Παστουρματζῆ
Φιλόλογος
Μυστήριο καί μάλιστα μέγα χαρακτηρίζει τήν πίστη μας ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καί συνοψίζει τό περιεχόμενο τοῦ μυστηρίου στή φράση: «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α΄ Τι 3,16). Ἡ ἐν σαρκί φανέρωση τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνανθρώπησή του, εἶναι τό μέγιστο μυστήριο, τό «πάντων θαυμάτων ὑπέρτερον», ὅπως τό ὀνομάζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ταυτίζεται ὅμως μέ τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ἀδιαμφισβήτητο ἱστορικό γεγονός. Ἀδιαμφισβήτητο, διότι κατοχυρώνεται ἀπό πλῆθος ἱστορικῶν μαρτυριῶν. Ἐπιπλέον, οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, αἰῶνες πολλούς πρίν ἀπό τή Γέννηση, μιλοῦν γι᾿ αὐτήν καί πραγματικά καταπλήσσουν τόν ἀναγνώστη. Ταυτόχρονα ὅμως ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ καί τό «σεσιγημένον μυστήριον», τό ἀπροσπέλαστο στή λογική τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τό θεϊκό μυστικό, σχεδιασμένο καί φυλαγμένο πρό καταβολῆς κόσμου γιά τή σωτηρία τοῦ ἀποστάτη, τοῦ ἀντάρτη, τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου.
Οἱ ἄγγελοι τό ὑπηρέτησαν χωρίς νά τό γνωρίζουν. Οἱ προφῆτες «ἐξεζήτησαν καί ἐξηρεύνησαν» (Α΄ Πε 1,10) περί αὐτοῦ, ἀλλά δέν τούς ἀποκαλύφθηκε πλήρως. Δέν ἦταν δυνατόν ἄγγελοι καί ἄνθρωποι νά συλλάβουν ὅτι ὁ Γιαχβέ, ὁ ὕψιστος Θεός, θά γίνει ἄνθρωπος· ὁ ὑπέρχρονος καί ἀπερίγραπτος Κύριος τοῦ παντός θά μπεῖ στήν τροχιά τῆς ἱστορίας! Οὔτε ἄνθρωποι οὔτε ἄγγελοι καί οὔτε βέβαια ὁ σατανᾶς ἔπρεπε νά ἀντιληφθοῦν τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος λέγει ὅτι τρία πράγματα «διέλαθον», ξέφυγαν, τήν προσοχή τοῦ διαβόλου: ἡ παρθενία τῆς Μαρίας, ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ καί ὁ σταυρός του.
Εἶναι θαυμαστό ὅτι, καί ὅταν περνᾶ στήν ἱστορία τό «σεσιγημένον μυστήριον», ἀποκαλύπτεται ὄχι σέ ὅλους ἀδιάκριτα, παρά μόνο σ᾿ ἐκείνους πού ἔχουν τίς προϋποθέσεις νά τό δεχθοῦν. Ἡ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονός πού συνέβη σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο. Μποροῦσαν ὅλοι νά τό πληροφορηθοῦν καί νά ἐνστερνισθοῦν τήν εὐλογία του. Δέν ἔγινε ὅμως ἔτσι. Τό ἀντιλήφθηκαν μόνο οἱ ἁπλοϊκοί ποιμένες, ἐκπρόσωποι τοῦ πιστοῦ λαοῦ, πού μελετοῦσαν τίς Γραφές περιμένοντας τόν Μεσσία, καί οἱ σοφοί μάγοι, ἐκπρόσωποι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, πού μέ τήν προσδοκία τοῦ Λυτρωτῆ ἀκολούθησαν τό παράδοξο ἀστέρι. Αὐτοί ἀξιώθηκαν νά δοῦν τό «παιδίον νέον» καί νά προσκυνήσουν τόν «πρό αἰώνων Θεόν». Οἱ περισσότεροι, ἰουδαῖοι καί εἰδωλολάτρες, ἔμειναν ἀδιάφοροι γιά τό γεγονός καί, φυσικά, ἀμύητοι στό μυστήριο. Ὁ Ἡρώδης μάλιστα καί ἡ αὐλή του πανικοβλήθηκαν καί ἑτοίμασαν διωγμό γιά τόν Γεννηθέντα. Γιά ὅλους αὐτούς, ἰουδαίους καί ἐθνικούς, «λαθών ἐτέχθη ὑπό τό σπήλαιον» ὁ Κύριος· δέν ἤθελε νά τόν δοῦν, διότι κι αὐτοί δέν τόν ἤθελαν, δέν τόν περίμεναν.
Ἀπό τότε καί μέχρι σήμερα, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ παραμένει τό «σεσιγημένον μυστήριον», τό μυστικό τοῦ Θεοῦ, πού ὅμως γίνεται ἁπτή ἱστορική πραγματικότητα μέσα στήν Ἐκκλησία. Εἶναι αὐτή ἡ νέα δημιουργία, στήν ὁποία ἀναπλάθει τόν κόσμο ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρώπινη φύση κοινωνεῖ στίς θεῖες ἰδιότητες καί μεταλαμβάνει τήν ἀθανασία. «Αὐτός γάρ (ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος) ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν», θεολογεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Καί τή θέωση τή χαρίζει ὁ Χριστός σέ ὅποιον σκύβει μέ εἰλικρίνεια καί ἐνδιαφέρον στήν ἱστορία, προσεγγίζει μέ πίστη τό μυστήριο καί παραδίδει ἐλεύθερα τόν φθαρτό ἑαυτό του στή χάρη τοῦ Θεοῦ.
Πῶς ἀκούγονται ὅλα αὐτά στήν ὑπεραυτόματη τεχνοκρατική ἐποχή μας; Ἀσφαλῶς, ἀποτελεῖ μία πρόκληση τό γεγονός τῶν Χριστουγέννων. Βαρυφορτωμένος ἀπό τόν καταιγισμό τῆς πληροφόρησης ὁ σημερινός ἄνθρωπος δέν διαθέτει τό χρόνο οὔτε καί τή δυνατότητα νά σκύψει στή μελέτη τῆς ἱστορίας πού κραυγαλέα βεβαιώνει τή γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐγκλωβισμένος στά ἐγκόσμια ἐνδιαφέροντά του ἔχει τήν ψευδαίσθηση πώς τά ξέρει ὅλα καί δέν διατίθεται νά ἀναζητήσει τό μυστήριο. Στήν καλύτερη περίπτωση, περιορίζεται σέ μία ἐπιδερμική ἐπαφή μέ τό μεγάλο γεγονός. Γιορτάζει «ἐθιμοτυπικά» τά Χριστούγεννα καί συνεχίζει τήν ἄχαρη πορεία του μέσα στό χρόνο, ἐνῶ τό κενό τῆς ψυχῆς του μεγαλώνει, αὐξάνει ἡ ἀνασφάλειά του καί τό ἄγχος τόν κατατρύχει.
Ὡστόσο, καί σήμερα ὁ μοναδικός τρόπος νά εἰσχωρήσουμε στό μυστικό τοῦ Θεοῦ, νά ζήσουμε τήν εἴσοδο τοῦ μεγάλου Θεοῦ στήν προσωπική μας ζωή, εἶναι ὁ πνευματικός, ὁ ἐκκλησιαστικός ἑορτασμός του. «Τοίνυν ἑορτάζωμεν μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς· μή κοσμικῶς, ἀλλ᾿ ὑπερκοσμίως... μή τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως», μᾶς προτρέπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Μελετώντας τό ἱστορικό γεγονός καί βιώνοντας τή νέα δημιουργία, μέ μετάνοια καί συμμετοχή στή θεία Εὐχαριστία, γινόμαστε μέτοχοι στό μεγάλο μυστήριο τῆς ἑνώσεως θείας καί ἀνθρώπινης φύσεως, τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ.
«Οὐ φέρει τό μυστήριον ἔρευναν· πίστει μόνῃ τοῦτο πάντες δοξάζομεν», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, δηλώνοντας τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ νά ὑψωθεῖ στή σφαίρα τοῦ μυστηρίου. Ἀποδεχόμενος αὐτή τήν ἀδυναμία του ὁ πιστός καταφεύγει στή δοξολογική λατρεία τοῦ θείου Βρέφους· τοῦ προσφέρει τόν αἶνο τῶν χειλέων καί τήν εἰλικρινῆ μετάνοια. Κι ὁ Θεός τοῦ χαρίζει τήν κάθαρση «ἀπό παντός μολυσμοῦ», τόν ἀνάγει στή θέωση.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Τόν νεογέννητο Χριστό προσκύνησαν ὄχι μόνο ταπεινοί βοσκοί τῆς Βηθλεέμ ἀλλά καί σοφοί μάγοι ἀπό τήν Ἀνατολή, ἐπιστήμονες τῆς ἐποχῆς τους. Καί τοῦ προσέφεραν δῶρα: χρυσάφι, λιβάνι καί σμύρνα.
Χρυσάφι ἦταν δῶρο τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας. Ὅμως ὁ Χριστός προκάλεσε κατ’ ἐπανάληψη τούς ἀσκοῦντες ἐξουσία. Ἐπέλεξε κατ᾿ ἀρχήν γιά νά γεννηθεῖ ἕναν στάβλο καί σπαργανώθηκε σέ μία φάτνη. Αὐτό συνιστᾶ σκάνδαλο γιά ὅσους ἀσκοῦν ἐξουσία, καθώς αὐτή ἔχει ταυτιστεῖ μέ τήν ἰσχύ καί τή χλιδή. Ἀργότερα προχώρησε σέ νέα πρόκληση κατά τῆς ἐξουσίας νουθετώντας τούς μαθητές του, πού σύμφωνοι μέ τή νοοτροπία τοῦ κόσμου διεκδικοῦσαν πρωτοκαθεδρίες. Τόνισε ξεκάθαρα πώς οἱ ἐξουσιαστές τοῦ κόσμου καταπιέζουν καί καταδυναστεύουν τούς λαούς. Καί ζήτησε ἀπό τούς μαθητές ἐκεῖνος πού ἐπιθυμεῖ νά εἶναι πρῶτος νά γίνει ὑπηρέτης ὅλων. Καί ὅταν στό τέλος οἱ ἀπογοητευμένοι ἀπό τό οἰκουμενικό κήρυγμά του ἄρχοντες τοῦ Ἰσραήλ παρέδωσαν τόν Χριστό στόν Πιλᾶτο μέ τήν κατηγορία τῆς ἀντιποίησης τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας, Αὐτός ἀρνήθηκε νά δεχθεῖ ὅτι ἦταν ἐγκόσμιος βασιλιάς, ἀλλά τόνισε ὅτι ἡ βασιλεία του δέν εἶναι αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου.
Λίγα κατάλαβε τότε ὁ Πιλᾶτος, πολύ λιγότερα μετέπειτα οἱ ἀσκοῦντες ἐξουσία «ἐλέῳ Θεοῦ» ἐγκόσμιοι βασιλεῖς καί «ἐκπρόσωποί του» ἐπί τῆς γῆς. Ἔτσι ὁ Χριστός ἐξαιτίας τους βρέθηκε καί πάλι στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου μέ τή βαρειά κατηγορία ὅτι καλλιεργεῖ φρόνημα δουλοπρέπειας στούς ὀπαδούς του, προκειμένου οἱ ἐξουσιαστές νά διαφεντεύουν ἀνετότερα τούς λαούς! Μάλιστα κατά τήν «Ἀναγέννηση» τό ἐπηρμένο ἀνθρώπινο πνεῦμα ἐπιχείρησε τήν ἀνατροπή Του ἀπό τόν οὐράνιο θρόνο πασχίζοντας νά ξεριζώσει ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων τήν πίστη τους σέ προσωπικό Θεό.
Λιβάνι ἦταν τό σύμβολο τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Μ’ αὐτό θυμίαζαν οἱ ἱερεῖς κατά τήν τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Στόν σύγχρονο δυτικό κόσμο ὑπάρχει ἰσχυρή τάση ἐξοβελισμοῦ τοῦ ἱεροῦ στήν ξέφρενη πορεία ἀμφισβήτησης -ἀρχικά, καί ἄρνησης στή συνέχεια- κάθε αὐθεντίας. Ὁ ἀνθρωποκεντρικός προσανατολισμός τῆς δυτικῆς σκέψης καί ἡ σχετικοποίηση τῶν πάντων ἐμποδίζουν τήν ἀποδοχή τοῦ αἰωνίου προτύπου στό πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ. Ἤδη οἱ λαοί τῆς Εὐρώπης, διά τῶν ἡγετῶν τους, ἀρνήθηκαν τή ρητή ἀναφορά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί στήν Ἐκκλησία του στό εὐρωπαϊκό σύνταγμα. Ὅμως στίς κοινωνίες πού ἀπεμπολοῦν τό ἱερό ἀνοίγεται ὁ δρόμος γιά τή βίαια εσοδο τοῦ βεβήλου καί στή συνέχεια τοῦ δαιμονιώδους. Ὁ δυτικός κόσμος γεύεται ἤδη τίς πικρότατες συνέπειες τῆς ἀποστασίας. Τό «λιβάνισμα» ὅμως τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσμου τούτου προσφέρεται πλούσιο ἀπό τούς διαχρονικούς κόλακες.
Σμύρνα ἦταν ἀρωματική οὐσία συνδεδεμένη μέ τά ἔθιμα τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν. Οἱ μάγοι τήν προσέφεραν προφητικά. Ὁ Χριστός, συνεπής ὥς τό τέλος στά λόγια τοῦ κηρύγματός του, προσφέρει τόν ἑαυτό του θυσία ἀκατανόητη ὄχι μόνο στούς ἐθνικούς, πού ἀγνοοῦσαν τήν ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί στούς ἐκλεκτούς τοῦ Ἰσραήλ, πού ἀδυνατοῦσαν νά θεωρήσουν τήν οὐράνια βασιλεία ἔξω ἀπό τά κοσμικά πλαίσια. Λίγες ἀλλά ἐκλεκτές ψυχές κατανόησαν μετά τήν ἀνάστασή του τό νόημα τῆς θυσίας Ἐκείνου. Γι’ αὐτό καί ἀκολούθησαν καί ἄλλες θυσίες ὥς τίς ἡμέρες μας, οἱ ἑκατόμβες τῶν χριστιανῶν μαρτύρων. Τό μαρτύριο γιά τόν Χριστό εἶναι ἀπό τά πιό ἐντυπωσιακά ἱστορικά συμβάντα καί συμβαίνοντα. Γι’ αὐτό καί οἱ μικρόψυχοι τῆς ἱστορίας συγγραφεῖς ἐλάχιστα ἀσχολήθηκαν μ᾿ αὐτό. Ἔστρεψαν τά φῶτα τῆς δημοσιότητας πρός τόν κυρίαρχο στό ἱστορικό γίγνεσθαι δημαγωγικό λόγο τῶν ἡγετῶν πού δέν θυσιάστηκαν γιά τούς λαούς τους, ἀλλά τούς θυσίασαν ετε πλέκοντας τό ἐγκώμιο τῶν ταπεινῶν τους ἐνστίκτων ετε καλώντας τους σέ ἐπιχειρήσεις πού αἱματοκύλησαν τήν ἀνθρωπότητα στό ὄνομα ὑψηλῶν δῆθεν ἰδανικῶν!
Ὁ κόσμος πορεύεται σήμερα ἐρήμην τοῦ βρέφους τῆς φάτνης. Αἰσθάνεται αὐτάρκης ἔχοντας ἀποσείσει ἀπό πάνω του κάθε εδους αὐθεντία. Καί στήν ἔπαρση καί ἀλαζονεία του ἀρνεῖται νά δεχθεῖ ὅτι τόν συνθλίβει τό ὑπαρξιακό του κενό. Πάντως γιά ὅσους κατηγοροῦν τή γνώση γιά τίς τόσο ὀδυνηρές γιά τόν ἄνθρωπο συνέπειες, τονίζουμε πώς οἱ μάγοι ἦταν οἱ σοφοί τοῦ τότε κόσμου. Δέν εἶναι ἡ γνώση καθ᾿ ἑαυτή τό πρόβλημα ἀλλά ἡ ἔπαρση, πού συνήθως τή συνοδεύει καί καθιστᾶ πολύ δυσχερῆ τήν ταπείνωση. Ἄς δοῦμε φέτος τή φάτνη ἀπό μία ἄλλη σκοπιά.
Ἀπόστολος Παπαδημητρίου
Οἱ ἱστορικές μαρτυρίες μᾶς πληροφοροῦν ὅτι στόν χριστιανικό κόσμο τῆς Ἀνατολῆς μέχρι τόν 4ο αἰώνα ἑορτάζονταν μαζί Χριστούγεννα καί Θεοφάνια. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἦταν αὐτός πού εἰσηγήθηκε καί συνετέλεσε στό διαχωρισμό τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν.
Μιλώντας μέ ἐνθουσιασμό ἀλλά καί ἁγιογραφική κατοχύρωση, μέ λυρισμό ἀλλά καί θεολογική σαφήνεια ὁ χρυσορρήμων ἅγιος προσπαθεῖ νά ὁδηγήσει τούς ἀκροατές του στό δρόμο γιά τή Βηθλεέμ, νά τούς χειραγωγήσει στά μονοπάτια τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας.
Στίς παραμονές τῆς μεγάλης γιορτῆς, ἄς ἀφήσουμε κι ἐμεῖς τά χρυσά λόγια τοῦ ἁγίου Πατέρα νά ἀντηχήσουν στήν καρδιά μας. Προτρέπει τούς πιστούς νά ἀπέχουν ἀπό ἑορτασμούς μέ κοσμικό χαρακτήρα «διότι τίποτα δέν εἶναι περισσότερο ἐχθρικό πρός τό πνεῦμα τῆς πίστεώς μας». Ὁ ἴδιος νιώθει τήν ἀνάγκη νά ἐκφράσει τήν ἐσωτερική του χαρά: «Θέλω νά σκιρτήσω, ἐπιθυμῶ νά χορέψω ὄχι παίζοντας κιθάρα, ὄχι κρατώντας αὐλούς, ἀλλά ἔχοντας μαζί μου ἀντί γιά μουσικά ὄργανα τά σπάργανα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτά εἶναι ἡ ἐλπίδα μου, αὐτά εἶναι ἡ ζωή καί ἡ σωτηρία μου». Μᾶς καλεῖ νά προσκυνήσουμε τό Βρέφος πού κρατᾶ μέσα στά σπάργανά του ὅλες τίς ἐλπίδες γιά τή σωτηρία μας καί νά βιώσουμε κι ἐμεῖς τό μεγάλο γεγονός μέ πνευματική εὐφροσύνη. «Ἄς γιορτάσουμε κι ἄς πανηγυρίσουμε. Σήμερα λύθηκαν τά δεσμά πολλῶν αἰώνων, ὁ διάβολος ντροπιάστηκε, οἱ δαίμονες δραπέτευσαν, ὁ θάνατος θανατώθηκε, ἄνοιξε ὁ παράδεισος, ἡ κατάρα ἐξαφανίστηκε, ἡ ἁμαρτία ἀποδυναμώθηκε. Ἡ πολιτεία τοῦ οὐρανοῦ φυτεύθηκε στή γῆ».
Ὁ βαθύς μελετητής τοῦ ἀσύλληπτου μυστηρίου τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως διερωτᾶται μέ θαυμασμό: «Τί εἴπω καί τί λαλήσω; Ἐκπλήττει γάρ μέ τό θαῦμα», καί βοηθᾶ κι ἐμᾶς νά σταθοῦμε μέ δέος καί συγκλονισμό μπροστά στά παράδοξα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. «Παιδί βλέπω τόν προαιώνιο Θεό. Σέ φάτνη ἀναπαύεται αὐτός πού ἔχει θρόνο τόν οὐρανό. Χέρια ἀνθρώπινα ἀγγίζουν τόν ἀπρόσιτο καί ἀόρατο. Μέ σπάργανα εἶναι σφιχτοδεμένος αὐτός πού σπάει τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Ἀναλαμβάνει ὁ Χριστός τό δικό μου σῶμα γιά νά μπορέσω ἐγώ νά ἀποδεχθῶ τό λόγο του καί παίρνοντας τή σάρκα μου μοῦ χαρίζει τό πνεῦμα του, ὥστε μέ τήν προσφορά αὐτή νά μοῦ προμηθεύσει τό θησαυρό τῆς ζωῆς. Παίρνει τή σάρκα μου γιά νά μέ ἁγιάσει, μοῦ δίνει τό πνεῦμα του γιά νά μέ ἀπελευθερώσει».
Ὁ ἱερός πατέρας μέ διάφορες εἰκόνες κατευθύνει τή σκέψη μας στό ἀπύθμενο βάθος τῆς θεϊκῆς συγκαταβάσεως. «Πῶς ἔγινε τοῦτο τό ἐκπληκτικό καί ἀξιοθαύμαστο; Ἐξαιτίας τῆς δικῆς του ἄκρας ἀγαθότητας. Ὅπως ἕνας βασιλιάς, γιά νά μήν ἀναγνωριστεῖ ἀπό τόν ἐχθρό καί νά μπορέσει νά πετύχει τή νίκη, βγάζει τή βασιλική στολή καί σάν ἁπλός στρατιώτης ρίχνεται στή μάχη, ἔτσι καί ὁ Χριστός ἦρθε μέ ἀνθρώπινη μορφή γιά νά μήν τόν ἀναγνωρίσει ὁ ἐχθρός καί ἀποφύγει τή σύγκρουση μαζί του· ἀλλά καί γιά νά μή φοβίσει τούς ἀνθρώπους, διότι ἦρθε γιά νά τούς σώσει καί ὄχι γιά νά τούς καταπλήξει».
Μέσα στά σκοτάδια τῆς ἐποχῆς μας μία λάμψη ἀπό τό ἄστρο τῆς Βηθλεέμ φέρνει στίς ψυχές μας ὁ ζείδωρος λόγος τοῦ ἱεροῦ πατέρα. Ἄς γίνει ὁ μεγάλος ἅγιος συνοδοιπόρος μας στήν πορεία γιά τό σπήλαιο τῆς γεννήσεως, ἐκεῖ ὅπου ὁ Θεός δίνει λύση στό δράμα τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά ζήσουμε λυτρωτικά τή «μητρόπολη τῶν ἑορτῶν», ὅπως χαρακτηρίζει τά Χριστούγεννα ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
Χ. Χατζῆ
Θεολόγος