Τῇ 22ᾳ τοῦ μηνός Νοεμβρίου, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μενίγνου τοῦ κναφέως· «Κάραν, κναφεῦ Μένιγνε, τμηθείς ἐκ ξίφους κνάπτεις σεαυτόν, κἄν ρύπους εἶχες, πλύνῃ». Δηλαδή· "Μένιγνε λευκαντή, λευκαίνεις τόν ἑαυτό σου καί πλένεις τούς τυχόν ρύπους, καθώς τό ξίφος σοῦ κόβει τό κεφάλι".
Μέ μαρτυρικό θάνατο διά ξίφους τέλειωσε τή ζωή του καί μέ τό αἷμα του λεύκανε τῆς ψυχῆς τή στολή ὁ Μένιγνος ὁ λευκαντής.
Μία ἀπό τίς ἄγνωστες ἡρωϊκές μορφές τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ὁ Μένιγνος, μαρτύρησε στό διωγμό τοῦ Δεκίου σέ μιά κωμόπολη τῆς Μ. Ἀσίας. Τόν Δεκέμβριο τοῦ 1994 τό Πανελλήνιο Συνέδριο Χημικῶν ἀνακήρυξε τόν ἅγιο Μένιγνο προστάτη τοῦ κλάδου.
Καί βέβαια, σήμερα, μέ τήν ἁλματώδη πρόοδο τῆς ἐπιστήμης, θεωροῦνται ἀπαρχαιωμένα τά μέσα πού χρησιμοποιοῦσε ὁ Μένιγνος τό 250 μ.Χ., γιά νά λευκαίνει τά ὑφάσματα. Κι ὅμως, ἡ ἐπιστήμη καί ἡ τεχνολογία δέν στάθηκαν ἱκανές νά ἀνακαλύψουν τό πιό χρήσιμο καί πολύτιμο λευκαντικό, τό λευκαντικό τῆς ψυχῆς· αὐτό πού ὁ ἁπλός ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τό εἶχε κάνει δικό του, τότε στά μέσα τοῦ 3ου αἰώνα. Διαχρονικό, μοναδικό μές στούς αἰῶνες λευκαίνει τήν ψυχή. Ἐξαλείφει τίς κηλῖδες καί τούς ρύπους της. Καθαρίζει καί ἐξαγνίζει τούς λεκέδες ἐκείνους πού στιγματίζουν τόν ἔσω ἄνθρωπο, ἀμαυρώνουν τό πρῶτο του κάλλος καί ὑπονομεύουν ὁλόκληρη τήν ὕπαρξη. Κι εἶναι τοῦτο τό λευκαντικό, τό τίμιο αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἑνωμένο μέ τό αἷμα τῆς θυσίας, τῆς ἐλεύθερης βούλησης τοῦ ἀνθρώπου, χαρίζει τή λύτρωση καί τήν καθαρότητα.
Ἅγιε λευκαντή, πού λευκάνθηκες ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ, χειραγώγησε καί μᾶς σ' ἐκείνη τήν ὁδό ὅπου καθάρια ἡ ψυχή μας θά γευθεῖ τήν εἰρήνη καί θά ὁδηγηθεῖ στήν αἰωνιότητα.
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 52 (1997) 232
Μᾶς προσκαλεῖ ὁ μακάριος Βαρλαάμ στήν ἱερή μέρα τῆς μνήμης του (19/11), ὄχι γιά νά τόν ἐπαινέσουμε ἀλλά γιά νά τόν μιμηθοῦμε· ὄχι γιά νά ἀκούσουμε ἐγκώμια ἀλλά γιά νά μιμηθοῦμε κατορθώματα. Βέβαια δέν εἶναι καιρός διωγμοῦ, ἀλλά εἶναι καιρός μαρτυρίου. Δέν ὑπάρχουν παλαίσματα τέτοιου εἴδους, ὅμως ὑπάρχουν στεφάνια. Δέν μᾶς διώκουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά μᾶς καταδιώκουν οἱ δαίμονες. Δέν μᾶς ἐπιτίθεται τύραννος, ἀλλά μᾶς ἐπιτίθεται ὁ διάβολος, ὁ σκληρότερος ἀπ᾿ ὅλους τούς τυράννους...
...Σ᾿ αὐτό τόν ἀγώνα, ἄν δέν παλέψουμε μέ τή γενναιότητα καί τήν ὑπομονή τοῦ μακάριου καί γενναίου ἀθλητῆ τοῦ Χριστοῦ Βαρλαάμ καί μᾶς κυριεύσουν τά πάθη μας, θά μᾶς προκαλέσουν πολύ χειρότερο κακό ἀπ᾿ ὅ,τι ἡ φωτιά. ᾿Εκεῖνος κράτησε στό δεξί του χέρι κάρβουνα ἀναμμένα καί δέν ὑποχώρησε στήν ὀδύνη. ῎Εμεινε πιό ἀπαθής κι ἀπό τά ἀγάλματα ἤ μᾶλλον, ἄν καί πονοῦσε καί ὑπέφερε (εἶχε σῶμα, ὄχι σίδερο), ἐπέδειξε σέ θνητό σῶμα τό μεγαλεῖο πού ἔχουν οἱ ἀσώματες δυνάμεις...
...Καί πρόσεξε τήν κακότητα τοῦ διαβόλου... συνεχῶς ἐπινοεῖ καινούργιους τρόπους βασανισμοῦ τῶν ἁγίων... Βγάζει δεμένο, λοιπόν, τόν μάρτυρα ἀπό τό δεσμωτήριο. ᾿Εκεῖνος ὅμως βγαίνει σάν ἀθλητής γενναῖος πού προπονήθηκε πολύ καιρό στό στάδιο. ῏Ηταν παλαίστρα καί στάδιο γιά αὐτόν ἡ φυλακή. ᾿Εκεῖ συνομιλοῦσε μέ τόν Θεό καί μάθαινε ἀπό ᾿Εκεῖνον τόν τρόπο νά ἀγωνίζεται· διότι ὅπου ὑπάρχουν τέτοια δεσμά ἐκεῖ παρευρίσκεται καί ὁ Χριστός. Βγῆκε, λοιπόν, γενναιότερος ὁ μάρτυρας ἀπό τή μακροχρόνια φυλάκισή του. Καί τώρα τόν ὁδηγεῖ ὁ διάβολος μέ τά ὄργανά του στό μέσο τῆς παλαίστρας. Δέν τόν δένει στό ξύλο, δέν τόν παραδίδει στούς δημίους, ἀλλά καινούργιο μαρτύριο ἐπινοεῖ γιά νά προκαλέσει πιό εὔκολα τήν πτώση τοῦ ἀντιπάλου του...
Τί μηχανεύτηκε; Διέταξαν τόν μάρτυρα νά ἁπλώσει τό χέρι του πάνω ἀπό ἕναν εἰδωλολατρικό βωμό. Πάνω στό χέρι ἔβαλαν ἀναμμένα κάρβουνα καί θυμίαμα, ὥστε ἐάν πονέσει καί ἀναποδογυρίσει τό χέρι του νά τό θεωρήσουν αὐτό θυσία στούς θεούς τους καί νά θριαμβολογήσουν.
Δές ὅμως καί πῶς ὁ Θεός ἔκανε τό πανοῦργο σχέδιο τοῦ ἐχθροῦ αἰτία νά δοξαστεῖ περισσότερο ὁ μάρτυρας. ῾Ο Βαρλαάμ κράτησε τό χέρι του ἀκίνητο καί σταθερό σάν νά ἦταν ἀπό σίδερο· ἄν καί τό νά ἀναστραφεῖ δέν θά ἦταν ἥττα γιά τόν μάρτυρα. Τά ἀναμμένα κάρβουνα πάνω στό χέρι παραλύουν τά νεῦρα καί ἡ κίνηση πλέον δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν προαίρεση τῆς ψυχῆς ἀλλά ἀπό τή βλάβη τῆς σάρκας. ...Κι ὅμως τίποτε ἀπό αὐτά δέν ἔγινε ἐδῶ. ᾿Εκεῖνο τό χέρι σάν νά ἦταν φτιαγμένο ἀπό διαμάντι ἔμενε ἀσάλευτο. ῾Η θεία χάρη συμπαραστεκόταν στόν μάρτυρα καί ἐξουδετέρωνε τήν ἀδυναμία τῆς φύσεως... Καθώς καιγόταν ἡ μαρτυρική παλάμη μαζί μέ τό θυμίαμα, ἔμοιαζε μέ τή βάτο πού καιγόταν ἀλλά δέν καταστρεφόταν. Κι ἐδῶ καιγόταν ἡ δεξιά τοῦ μάρτυρος, ἀλλά δέν καταφλεγόταν ἡ ψυχή· φθειρόταν τό σῶμα, ἀλλά δέν διαφθειρόταν ἡ πίστη· ἐξασθένιζε ἡ σάρκα, ἀλλά δέν ἐξασθένιζε ἡ προθυμία. Τά κάρβουνα βέβαια τρύπησαν τό χέρι -δέν ἦταν ἀπό διαμάντι- καί ἔπεσαν κάτω, ἀλλά ἡ γενναιότητα τῆς ψυχῆς δέν κατέπεσε... ᾿Αντίθετα, ἐνῶ μαραίνονταν οἱ σάρκες, ἡ προαίρεση τοῦ μάρτυρα γινόταν ἰσχυρότερη, ξεπερνοῦσε καί τά ἀναμμένα κάρβουνα σέ λαμπρότητα καί ἀκτινοβολοῦσε περισσότερο ἀπό αὐτά. Καί δέν αἰσθανόταν ὁ μάρτυρας τήν ὑλική φωτιά, διότι κατέκαιγε τήν καρδιά του πολύ περισσότερο ἡ ἄσβηστη καί ἀκαταμάχητη φλόγα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
...Τόν στεφανηφόρο αὐτό μάρτυρα ἀξίζει νά μήν τόν θαυμάσουμε μόνο, ἀλλά νά τόν ἐγκαταστήσουμε στό σπίτι μας ἤ μᾶλλον στήν καρδιά μας μέ τήν ἀνάμνηση τῶν κατορθωμάτων του... ῎Αν θυμᾶσαι τή ζωή καί τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου, δέν θά θαυμάσεις τόν πλοῦτο, δέν θά δακρύσεις γιά τή φτώχεια, δέν θά ἐπαινέσεις τή δόξα καί τήν ἐξουσία καί τίποτα ἀπό τά ἀνθρώπινα δέν θά σέ ἐντυπωσιάζει · οὔτε τά εὐχάριστα θά σοῦ φαίνονται σπουδαῖα οὔτε τά λυπηρά ἀβάσταχτα. Ξεπερνώντας τα ὅλα αὐτά θά διδάσκεσαι συνεχῶς τήν ἀρετή ἀπό τή θύμηση τοῦ μάρτυρα. ῞Οπως ὁ στρατιώτης βλέποντας τά πολεμικά κατορθώματα δέν ἐπιθυμεῖ τήν τρυφηλή ζωή, τίς ἀπολαύσεις καί τήν ἀνία πού φέρνουν ὅλα αὐτά, ἀλλά λαχταράει μιά σκληρή, ρωμαλέα ζωή γεμάτη μάχες καί ἀγῶνες.
...Καί σύ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ εἶσαι· ὁπλίσου, λοιπόν, καί μήν καλλωπίζεσαι! ᾿Αθλητής γενναῖος εἶσαι· ἀγωνίσου καί μή στολίζεσαι!
῎Ετσι μιμούμαστε τούς ἁγίους, ἔτσι τιμοῦμε τούς ἥρωες τῆς πίστεως, τούς στεφανωμένους, τούς φίλους τοῦ Θεοῦ! Κι ἄν ἔτσι ζήσουμε, τά ἴδια στεφάνια θά λάβουμε, τά ὁποῖα εὔχομαι ὅλοι νά τά κερδίσουμε μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
᾿Ιω. Χρυσόστομος
Ἕνα ἅλμα, τό σωτήριο ἅλμα, ἀπαιτεῖται γιά νά βγεῖς ἀπό τό ἀδιέξοδο, νά καλωσορίσεις στήν καρδιά σου τή ζωή, νά περάσεις ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς, νά συναντήσεις τόν Θεό. Χωρίς αὐτό, ἡ ὅποια ἄλλη ἐπίδοση καί ἐπιτυχία μένει δίχως νόημα, κι ἀβοήθητος στενάζεις κάτω ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀθλιότητάς σου. Εἶναι τό ἅλμα, πού εἰσάγει τόν ἁμαρτωλό στή σφαίρα τῆς χάριτος. ᾿Εκεῖ ὅλα εἶναι τέλεια καί ἅγια, διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία «ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (Ρω 5,5), λαμπρύνει καί ἀξιοποιεῖ θετικά καί τά πιό μελανά καί ἀρνητικά στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου.
Πρέπει ὅμως νά προηγηθεῖ τό ἅλμα. Παράξενο ἀλλά ἀληθινό· ὁ παντοδύναμος Θεός, πού ἔπλασε καί κυβερνᾶ τά σύμπαντα, ἀδυνατεῖ νά σώσει τόν ἄνθρωπο, ἄν ἐκεῖνος δέν τό θελήσει. Καί ἔκφραση τῆς καλῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό ἅλμα τῆς μετάνοιας. Αὐτό τό καταπληκτικό ὅσο καί ἀναγκαῖο γιά ὅλους μας μήνυμα ἐκπέμπει στά μέσα τοῦ μήνα (16 Νοεμβρίου) ἡ ἁγιασμένη μορφή τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου, τοῦ τελώνη πού ἔγινε ἅγιος καί ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ.
῞Ενας τελώνης στήν ἰσραηλιτική κοινωνία τήν ἐποχή ἐκείνη ἦταν ὅ,τι χειρότερο· ἄνθρωπος χωρίς ὅσιο καί ἱερό, ἐξωμότης, δοσίλογος, συνεργάτης τῶν Ρωμαίων κατακτητῶν. Γιά λογαριασμό τους συγκέντρωνε ἀπό τούς συμπατριῶτες του τούς φόρους. Κι ἦταν τόσο σκληροί καί ἄτεγκτοι στό ἔργο τους οἱ τελῶνες, ὥστε εὔστοχα κάποιος ἀρχαῖος σοφός τούς εἶχε χαρακτηρίσει ὡς τά χειρότερα θηρία πού ζοῦν μέσα στίς πόλεις. ᾿Αλλά καί τό εὐαγγέλιο μᾶς ἀφήνει πολλά νά καταλάβουμε γιά τό ἐπονείδιστο αὐτό ἐπάγγελμα, καθώς ἀναφέρει τούς τελῶνες σέ συνδυασμό μέ τίς τρεῖς ἐπαίσχυντες καί ἐλεεινές τάξεις ἀνθρώπων· πόρνες, ἐθνικούς (= εἰδωλολάτρες) καί ἁμαρτωλούς.
Δέν εἶναι ὅμως παντοδύναμο τό κακό, ὅσο ἀσφυκτικά κι ἄν μᾶς περισφίγγει. Μποροῦμε, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά τό νικήσουμε. ᾿Αρκεῖ νά ἀποφασίσουμε νά συνεργασθοῦμε μαζί του, νά κάνουμε τό σωτήριο ἅλμα τῆς μετάνοιας. Νά, ὁ τελώνης Ματθαῖος διέρρηξε τούς δεσμούς του μέ τήν ἁμαρτία καί μπῆκε στή σφαίρα τῆς χάριτος. Πέρασε ἀπό τό θάνατο στή ζωή τήν ἀληθινή καί αἰώνια. Τό διακηρύττει ταπεινά καί εὐγνώμονα μέσα στό Εὐαγγέλιό του, γράφοντας δίπλα στό ὄνομά του καί τήν τελωνική του ἰδιότητα. Θυμᾶται ἔτσι καί ὁμολογεῖ τό θαῦμα πού ἐπιτέλεσε στή ζωή του ὁ Χριστός καί ἐκφράζει τήν ἐν Κυρίῳ καύχησή του ὅτι κατόρθωσε νά τελωνήσει (=νά φορολογήσει) τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Εὐλογημένο ἅλμα τῆς μετάνοιας τοῦ Ματθαίου! Δέν ἔγινε μόνο ἡ θύρα τῆς προσωπικῆς του σωτηρίας ἀλλά καί ἡ προϋπόθεση γιά τή συνεργασία του μέ τόν Θεό, ὥστε κι ἄλλες ψυχές νά σωθοῦν. Πολλοί ἀπό τούς παλιούς του συναδέλφους μιμήθηκαν τό γενναῖο ἅλμα του· μετανόησαν καί πίστεψαν στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Τό κήρυγμά του, κατόπιν, σ᾿ ὅλη τήν Παλαιστίνη θά γίνει ἀφορμή ὥστε πολλῶν τά ὀνόματα νά ἐγγραφοῦν στό βιβλίο τῆς ζωῆς. Κι ἀκόμη, ὁ ἴδιος ὁ Ματθαῖος θά γίνει τό χέρι τοῦ Θεοῦ συγγράφοντας τό πρῶτο ἀπό τά τέσσερα Εὐαγγέλια, τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. Τί θαύματα ἐπιτελεῖ ὁ Θεός μέ τό πιό ἀπίθανο ὑλικό, τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, ἄν αὐτός θελήσει νά μετανοήσει!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ὁ Χριστός τό πᾶν γιά μένα
Δίκαια, λοιπόν, δέν μᾶς ἀποστρέφεται (ὁ Θεός) καί δέν μᾶς τιμωρεῖ, ὅταν μᾶς προσφέρει τόν ἑαυτό σέ ὅλα κι ἐμεῖς ἀντιστεκόμαστε; Εἶναι βέβαια φανερό στόν καθένα. Γιατί λέει· εἴτε θέλεις νά στολισθεῖς, τόν δικό μου στολισμό· εἴτε νά ὁπλισθεῖς, τά δικά μου ὅπλα· εἴτε νά ντυθεῖς, τό δικό μου ροῦχο· εἴτε νά τραφεῖς, στό δικό μου τραπέζι· εἴτε νά περπατήσεις, τόν δικό μου δρόμο· εἴτε νά κληρονομήσεις, τή δική μου κληρονομιά· εἴτε νά μπεῖς σέ πατρίδα, στήν πόλη τῆς ὁποίας τεχνίτης καί δημιουργός εἶμαι ἐγώ· εἴτε νά κτίσεις σπίτι, στίς δικές μου σκηνές, γιατί ἐγώ γιά ὅσα σοῦ δίνω δέν ἀπαιτῶ μισθό, ἀλλά ἐπιπλέον σοῦ χρωστῶ μισθό καί γι’ αὐτό, ἄν θελήσεις, νά χρησιμοποιήσεις ὅλα τά δικά μου. Τί θά μποροῦσε νά εἶναι ἴσο μέ μία τέτοια φιλοτιμία; Ἐγώ πατέρας, ἐγώ ἀδελφός, ἐγώ νυμφίος, ἐγώ σπίτι, ἐγώ διατροφεύς, ἐγώ ροῦχο, ἐγώ ρίζα, ἐγώ θεμέλιο. Κάθε τι πού θέλεις, ἐγώ· νά μή σοῦ λείψει τίποτε. Ἐγώ καί θά σέ ὑπηρετήσω, γιατί ἦρθα νά διακονήσω καί ὄχι νά διακονηθῶ. Ἐγώ καί φίλος, καί μέλος, καί κεφαλή καί ἀδελφός καί ἀδελφή καί μητέρα, τά πάντα ἐγώ. Μόνο νά αἰσθάνεσαι οἰκειότητα μέ ἐμένα.
Ἐγώ ἔγινα φτωχός γιά σένα καί περιπλανώμενος ὁδοιπόρος γιά σένα, στό σταυρό γιά σένα, στόν τάφο γιά σένα. Πάνω γιά σένα παρακαλῶ τόν Πατέρα, κάτω γιά χάρη σου ἦρθα πρεσβευτής ἀπό τόν Πατέρα. Τά πάντα μοῦ εἶσαι ἐσύ, καί ἀδελφός καί συγκληρονόμος καί φίλος καί μέλος. Τί περισσότερο θέλεις; Τί ἀποστρέφεσαι αὐτόν πού τόσο σ’ ἀγαπᾶ; Γιατί κουράζεσαι γιά τόν κόσμο; Γιατί ἀντλεῖς σέ τρύπιο πιθάρι; Γιατί αὐτό σημαίνει τό νά ταλαιπωρεῖσαι γιά τόν παρόντα βίο. Τί ματαιοπονεῖς; Τί γρονθοκοπᾶς τόν ἀέρα; Τί τρέχεις στά χαμένα;
Ὅλα τά γήινα εἶναι μάταια
Κάθε τέχνη δέν ἔχει τό σκοπό της; Εἶναι φανερό στόν καθένα. Δεῖξε μου καί σύ τό σκοπό τῆς βιοτικῆς σπουδῆς. Δέν ἔχεις· γιατί εἶναι ματαιότης ματαιοτήτων τά πάντα ματαιότης. Ἄς πᾶμε στούς τάφους. Δεῖξε μου τόν πατέρα, δεῖξε μου τή γυναίκα. Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος, πού ἦταν ντυμένος μέ χρυσά ροῦχα; Ἐκεῖνος πού καθόταν σέ ὄχημα; Ἐκεῖνος πού εἶχε στρατόπεδα, πού φοροῦσε ζώνη, πού εἶχε τήν ἐμπροσθοφυλακή γιά νά τοῦ ἀναγγέλλει; Ἐκεῖνος πού ἄλλους σκότωνε κι ἄλλους τούς ἔκλεινε στή φυλακή; Ἐκεῖνος πού σκότωνε ὅποιους ἤθελε κι ἀπελευθέρωνε ὅποιους ἤθελε; Δέν βλέπω τίποτε ἐκτός ἀπό κόκκαλα καί σκόρο καί ἀράχνη. Ὅλα ἐκεῖνα ἦταν γῆ, ὅλα μῦθος, ὅλα ὄνειρα καί σκιά κι ἕνα φθηνό παραμύθι.
Ἡ μέλλουσα κρίση ἀναγκαία
Σίγουρα θά σταθοῦμε μπροστά στό βῆμα τοῦ Χριστοῦ καί θά γίνει ἀκριβής ἐξέταση τῶν πάντων. Κι ἄν κάποιος ἀπιστεῖ στή μέλλουσα κρίση, ἄς δεῖ τά ἐδῶ· αὐτούς πού εἶναι σέ φυλακές, στά μεταλλεῖα, αὐτούς πού εἶναι σέ κοπριές, τούς δαιμονισμένους, τούς παραπαίοντας, αὐτούς πού παλεύουν μέ ἀνίατες ἀσθένειες, πού γρονθοκοποῦνται μέ τή συνεχῆ φτώχεια, πού ζοῦν μέ συντροφιά τήν πεῖνα, πού εἶναι φορτωμένοι μέ ἀσήκωτα πένθη, πού ζοῦν σέ αἰχμαλωσίες. Δέν θά τά πάθαιναν αὐτοί τώρα αὐτά, ἄν δέν ἐπρόκειτο νά περιμένει τιμωρία καί κόλαση ὅλους τούς ἄλλους, πού ἔκαναν παρόμοιες ἁμαρτίες. Κι ἄν δέν ὑπέμειναν τίποτε ἐδῶ οἱ ἄλλοι, αὐτό πρέπει νά τό θεωρήσεις σημάδι ὅτι ὁπωσδήποτε ὑπάρχει κάτι μετά τήν ἀποδημία ἀπό ἐδῶ. Γιατί, ἀφοῦ εἶναι Θεός ὅλων, δέν θά τιμωροῦσε ἄλλους καί θά ἄφηνε ἄλλους ἀτιμώρητους, ἐνῶ ἔκαναν τά ἴδια ἤ καί χειρότερα ἁμαρτήματα, ἄν δέν ἐπρόκειτο νά τούς ἐπιβάλει ἐκεῖ κάποια τιμωρία.
P.G. 58, 700-702
Μακριά ἀπό τήν ὑπερηφάνεια!
Τέτοια εἶναι ἡ φύση τῆς ὑπερηφάνειας. Σπάει τό σύνδεσμο τῆς ἀγάπης κι ἀποχωρίζει τόν πλησίον καί κάνει τόν καθένα πού τήν ἔχει νά εἶναι ἀπομονωμένος. Κι ὅπως ἕνας τοῖχος πού φούσκωσε διαλύει τήν οἰκοδομή, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού φούσκωσε δέν ἀνέχεται τή σχέση μέ τόν ἄλλο.
P.G. 51, 151
Ὅπως τό νά θυμόμαστε τά ἁμαρτήματά μας εἶναι καλό, ἔτσι εἶναι καλό καί τό νά λησμονοῦμε τά κατορθώματα. Γιατί; Γιατί ἡ μέν μνήμη τῶν κατορθωμάτων μᾶς ὑψώνει πρός τήν ἀλαζονεία, ἐνῶ ἡ μνήμη τῶν ἁμαρτημάτων συμμαζεύει τό μυαλό καί τό ταπεινώνει. Κι ἐκείνη μέν (ἡ ὑπερηφάνεια) μᾶς κάνει πιό ράθυμους, αὐτή δέ (ἡ ταπείνωση) πιό ξύπνιους.
P.G. 51, 366
Ἄν θέλεις νά κάνεις μεγάλα τά κατορθώματά σου, μή τά θεωρεῖς ὅτι εἶναι μεγάλα καί τότε θά εἶναι μεγάλα.
P.G. 57, 38
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔγινε δοῦλος, γι’ αὐτό εἶναι δεσπότης τῶν πάντων καί τῶν ἀγγέλων καί ὅλων τῶν ἄλλων. Ὥστε κι ἐμεῖς νά μή νομίζουμε ὅτι κατεβαίνουμε ἀπό τό ἀξίωμα ὅταν ταπεινώσουμε τόν ἑαυτό μας. Γιατί τότε θά εἶναι φυσικό νά ὑψωθοῦμε· τότε θά κερδίσουμε πάρα πολύ τόν θαυμασμό.
P.G. 62, 234
Δῶρο καί προνόμιο ἡ προσευχή
Μεγάλο ὅπλο ἡ προσευχή, μεγάλο στολίδι ἡ προσευχή καί ἀσφάλεια καί λιμάνι καί θησαυροφυλάκιο ἀγαθῶν καί ἀσφαλισμένος πλοῦτος.
P.G. 55, 526
Αὐτός πού προσεύχεται, πρίν ἀκόμη πάρει αὐτά πού ζητᾶ, δρέπει μεγάλα ἀγαθά ἀπό τήν προσευχή. Κατασιγάζει ὅλα τά πάθη, μαλακώνει τό θυμό, βγάζει ἔξω τό φθόνο, λειώνει τήν ἐπιθυμία, μαραίνει τόν πόθο τῶν βιοτικῶν, γαληνεύει βαθειά τήν ψυχή του κι ἀνεβαίνει πλέον σ’ αὐτόν τόν οὐρανό. Ὅπως, ὅταν πέφτει ἡ βροχή στή σκληρή γῆ, ἤ μπαίνει τό σίδερο στή φωτιά, μαλακώνει, ἔτσι τή σκληρότητα τῆς σκέψεως, πού τήν προκαλοῦν τά πάθη, τήν μαλακώνει καί τήν διαποτίζει μιά τέτοια προσευχή, περισσότερο ἀπό τή φωτιά καί τή βροχή.
Ὅποιος δέν προσεύχεται στόν Θεό οὔτε ἐπιθυμεῖ συνεχῶς νά ἀπολαμβάνει τή θεία συνομιλία, εἶναι νεκρός καί ἄψυχος καί δέν ἔχει φρόνηση. Γιατί αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο σημάδι τῆς ἀφροσύνης, τό νά μή γνωρίζεις τό μέγεθος τῆς τιμῆς καί νά μήν ἀγαπᾶς τήν προσευχή καί νά μή θεωρεῖς θάνατο τῆς ψυχῆς τό νά μή προσκυνᾶ τόν Θεό.
P.G. 50, 776
Ὁ Θεός δέν ἀναβάλλει νά μᾶς δώσει αὐτά πού τοῦ ζητοῦμε, ἐπειδή μᾶς μισεῖ, οὔτε ἐπειδή μᾶς ἀποστρέφεται, ἀλλά ἐπειδή θέλει νά μᾶς κρατᾶ πάντα κοντά του μέ τήν ἔγνοια τῆς δόσεως, ὅπως κάνουν καί οἱ φιλόστοργοι πατέρες. Κι ἐκεῖνοι σοφίζονται νά 'ναι συνεχῶς κοντά τους τά πιό ράθυμα παιδιά τους, ἀναβάλλοντας νά τούς δώσουν. Σέ ἄκουσε; Εὐχαρίστησε γι’ αὐτό, ἐπειδή σέ ἄκουσε. Δέν σέ ἄκουσε; Ἐπίμενε γιά νά σέ ἀκούσει. Δέν ἔχεις ἀνάγκη ἀπό μεσίτες οὔτε ἀπό πολλά περιτρεχάματα κι ἀπ’ τό νά κολακεύεις τούς ἄλλους, ἀλλά κι ἄν εἶσαι ἔρημος κι ἄν ἀπροστάτευτος, ὁ ἴδιος διά τοῦ ἑαυτοῦ σου θά παρακαλέσεις τόν Θεό καί θά ἐπιτύχεις ὁπωσδήποτε.
P.G. 63, 580
Ἔσερνε τά κουρασμένα βήματά του στούς καρρόδρομους τῆς Κουκουσοῦ. Ἡ ἐξορία στόν Πόντο μοιάζει ἀτέλειωτο βασανιστήριο· λιγοστό τό νερό, ἴσαμε νά βρέξει τά χείλη του. Καί τό φαγητό ἐλάχιστο. Ξερός ὁ τόπος. Μά πιό πολύ τόν μαστιγώνει ἡ ξέρα τῶν ἀνθρώπων, πού τήν κουβαλάει μέσα του χρόνια τώρα.
Πάει καιρός πού κατάλαβε τί σήμαινε ἐκεῖνο τό «ἐν Χριστῷ» πού πολλοί «ἀδελφοί» του ἐπίσκοποι πρόσθεταν στούς λόγους τους ἄλλοτε γι᾿ αὐτόν. Γεύθηκε ὅλη τήν πίκρα πού αὐτό τό «ἐν Χριστῷ» τοῦ πρόσφερε. Καταδιωγμένος τώρα συλλογίζεται ἐκεῖνα τά πρόσωπα, τά γεγονότα. Μέσα στή σιωπή ἀντηχοῦν πιό καθαρά, σχεδόν αὐθεντικά, οἱ φωνές τῶν ἐχθρῶν του: «Κλέφτης», «καταχραστής», «καταλύει τήν παράδοση τῆς νηστείας»! Αἰσχρές συκοφαντίες. Λόγια μικρόνοων, παθιασμένων κληρικῶν, ἀνθρώπων πού τόσες φορές εὐεργέτησε!
Αὐτός ὅμως τούς ἀγαποῦσε ὅλους, ἕναν πρός ἕναν. Τούς μνημόνευε στίς προσευχές του μέ δάκρυα. Κι ἄς μήν ἤθελαν ἐκεῖνοι οὔτε τά ἴχνη ἀπό τά ὑποδήματά του νά βλέπουν. Μόνο τήν ἁμαρτία τους μισοῦσε. Αὐτήν τή μισοῦσε πάντα καί ποτέ δέν συμβιβάστηκε μαζί της. Τή σιχαινόταν, σάν τήν ἔβλεπε νά περπατάει ἀγέρωχα στά ἀνάκτορα, στίς πλατεῖες, στά θέατρα, στόν ἱππόδρομο. Σάν τοῦ ἔγνεφε εἰρωνικά ἀπό τά χρυσοκλωσμένα ἐνδύματα ξιππασμένων ἱερέων καί ἀρχιερέων. Ἀπό τίς τορνευτές τους ἅμαξες, πού τίς μετέφεραν ταλαίπωροι δοῦλοι. Ἔνιωθε τότε τό χρέος του νά σφίγγει τήν καρδιά του. Ὅρμησε καί ράπισε τήν ἁμαρτία μέ δύναμη ὅπου τή βρῆκε. Καί κείνη τοῦ ἀπάντησε μέ τόν μόνο τρόπο πού ἤξερε: ἕνα πλοῖο, μερικοί στρατιῶτες, μιά καταδικαστική ἀπόφαση.
Ἔγειρε τό τίμιο κεφάλι του λίγο νά ξαποστάσει ἀπό τό δρόμο. Πόσο γρήγορα τόν πῆρε ὁ ὕπνος! Μπροστά του, ἀνάμεσα στό σκοτάδι, τοῦ ἀποκάλυψε τή ζωή του. Ἦταν ταλαίπωρη, μέ τά στίγματα τοῦ διωγμοῦ νά τῆς χαρακώνουν τό σεμνό ἔνδυμα. Μιά ὀδύνη ἀλλά καί μιά καύχηση ἱερή ζωγραφιζόταν στό βλέμμα της. Ξαφνικά εἶδε νά τήν περικυκλώνουν πρόσωπα ὕποπτα μέ τό σταυρό στά χέρια. Βούιζαν στ᾿ αὐτιά του οἱ κατάρες τῆς βασίλισσας, οἱ ἀφορισμοί τῶν ἐπισκόπων τῆς ἄνομης Συνόδου, τά ποδοβολητά τῶν μισθοφόρων. Κι ἀνάμεσά τους οἱ θρῆνοι τῶν γυναικῶν. Τό κλάμα τῆς θυγατέρας του Ὀλυμπιάδας καί τῆς ἀφοσιωμένης συνοδίας της. Τόση ἀδικία, Θεέ μου, καί τόσος πόνος γιά τήν τιμή τῆς ἀλήθειας!
Πῆρε νά ξημερώνει. Τό νεφύδριο παρῆλθε. Τό φῶς νίκησε τή μαυρίλα τῆς νύχτας. Στόν ὁρίζοντα τῆς καρδιᾶς του μόνο μιά μορφή δέσποζε πιά. Τή γνώρισε ἀμέσως. Ἦταν «ὁ ἀστήρ ὁ λαμπρός ὁ πρωινός». Ἦταν ὁ «Δεσπότης» του. Γι᾿ αὐτόν πάθαινε ὅλα τοῦτα. Ἀπό τότε πού τά ἁγνά χέρια τῆς μητέρας του Ἀνθούσας χάραξαν τήν εἰκόνα του στήν παιδική του ψυχή, μέ μιά ἀνάσα ζοῦσε. Νά εἶναι δικός του. Κι αὐτό του τό ὄνειρο οὔτε κι ἕνας Λιβάνιος μπόρεσε νά σβήσει. Ἔπειτα πέρασαν οἱ φίλοι, ἦρθαν οἱ ἐνάντιοι, μά δέν τόν ἔνοιαζε. Ὅλα γίνονταν γιά Ἐκεῖνον.
Τώρα, τό καταλάβαινε, ἔφτασε ἡ «δωδεκάτη» ὥρα του. Πόσο ποθοῦσε νά τόν πάρει ὁ «Δεσπότης» του στά χέρια του, ὅπως τό ζοῦσε κάποτε μικρό ὀρφανό στήν Ἀντιόχεια! Νά τόν γλυτώσει ἀπό τόν ψευτοχριστιανισμό τῶν μαζῶν, ἀπό τούς γλυκανάλατους συμβιβασμένους. Ἀπό τούς κενούς του ἐκπροσώπους καί ὅλους ὅσους εἶχαν βάλει τόν Ἰησοῦ του θεμέλιο στό οἰκοδόμημα τῆς προσωπικῆς τους μωροφιλοδοξίας.
Ἄς τόν ἔπαιρνε μαζί του κι ἄς πήγαιναν ὅπου Ἐκεῖνος ἤθελε! Σ᾿ ὅποια γωνιά τῆς γῆς καί τ᾿ οὐρανοῦ. Δικά του ἦταν. Μόνο μαζί του!
Εὐάγγελος Δάκας
Δρ. Θεολογίας
Ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ καιρός ἦταν ἄσχημος ἀπό τό πρωί: ἀέρας καί καταρρακτώδης βροχή. Κατευθυνόμασταν μέ τή συνάδελφό μου γιά τό σχολεῖο ὅπου ὑπηρετούσαμε· μιά ὥρα ἀπόσταση ἀπό τήν πόλη. Ὁ δρόμος εἶχε γίνει ἐπικίνδυνος καί τό ταξίδι ἀναπόφευκτα εἶχε καθυστέρηση. Ἦταν καί τά ἀπρόσμενα ἐμπόδια. Βρήκαμε τόν ἐπαρχιακό δρόμο κοντά στό χωριό κλειστό· εἶχε ξεχειλίσει τό ποτάμι. Ἀναγκαστήκαμε νά κάνουμε ἕναν μεγάλο κύκλο. Ἡ ὥρα περνοῦσε. Μέ ἀγωνία σκεφτόμασταν τί θά γινόταν μέσα στίς τάξεις μας: τά παιδιά ἀνήσυχα θά ἔτρεχαν γύρω-γύρω ἀπό τά θρανία καί θά χαλοῦσαν τόν κόσμο μέ τίς φωνές τους.
Ὅταν -ἐπιτέλους- φτάσαμε στήν πόρτα τοῦ σχολείου, ἔνιωθα ἐξαντλημένη ἀπ᾿ τήν ὁδήγηση καί τήν ἀγωνία. Ἀνέβηκα τρέχοντας τά σκαλιά γιά τόν πρῶτο ὄροφο. Καθώς πλησίαζα στήν ἄκρη τοῦ διαδρόμου, ὅπου βρισκόταν ἡ Γ΄τάξη, εἶδα τήν πόρτα κλειστή. Πῆρα μιά ἀνάσα καί προετοιμάστηκα ψυχολογικά γιά τό τί θά ἀντίκρυζα μέσα. Μέ ἔκπληξη ὅμως ἄκουσα τά παιδιά νά τραγουδοῦν... «Κάποιος θά ᾿ναι μαζί τους», σκέφτηκα. Ποιός ὅμως; Ὁ διευθυντής ἦταν κάτω στό γραφεῖο ἀπασχολημένος· οἱ ἄλλοι συνάδελφοι βρίσκονταν ἀπό ὥρα στίς τάξεις τους. Ἔστησα γιά λίγο αὐτί...
- Παιδιά, ἄκουσα τή φωνή ἑνός ἀπό τούς μαθητές μου, νά ποῦμε ξανά τόν ὕμνο.
Τό τραγούδι τό διαδέχτηκε ἡ ...ψαλμωδία. Ἔψαλλαν ὅλα μαζί σάν χορωδία τό ἀπολυτίκιο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Στάθηκα καί ἄκουγα τά παιδιά. Ἡ ψυχή μου εἰρήνευσε. Μόνο ὅταν τελείωσε ἡ ψαλμωδία τους, ἄνοιξα τήν πόρτα. Δέν ἤθελα νά τά διακόψω. Τά βρῆκα καθισμένα στά θρανία τους μέ τό φυλλάδιο τῶν τραγουδιῶν στό χέρι.
- Κυρία! φώναξαν μ᾿ ἕνα στόμα, μόλις μέ εἶδαν.
- Καλημέρα, παιδιά! Τί κάνετε τόση ὥρα μόνοι σας;
- Κυρία, μοῦ ἀπάντησε ἡ Ἑλένη, ἐμεῖς, ὅση ὥρα σᾶς περιμέναμε, βγάλαμε τά φυλλάδια καί τραγουδούσαμε τά τραγούδια τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.
- Ναί, κυρία, συνέχισε ὁ Βασίλης. Βλέπαμε τόν ἄσχημο καιρό καί ἀνησυχούσαμε γιά σᾶς. Κι επαμε νά τραγουδήσουμε καί νά ψάλουμε, γιά νά σᾶς προστατεύει ὁ Θεός καί οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες.
- Εὐχαριστῶ, παιδιά, εἶπα συγκινημένη. Πράγματι, ἦταν πολύ ἐπικίνδυνος ὁ δρόμος σήμερα. Εἶχα ἀγωνία καί γιά σᾶς. Μά τώρα πού σᾶς βρίσκω ἥσυχους νά τραγουδᾶτε ὄμορφα, νιώθω πολύ χαρούμενη. Μέ ξεκουράσατε μέ τόν καλύτερο τρόπο. Εὔχομαι πάντα ν᾿ ἀγαπᾶτε τούς τρεῖς ἁγίους πού εἶναι οἱ προστάτες μας.
Τά μάτια τῶν παιδιῶν ἔλαμψαν ἀπό χαρά καί ἱκανοποίηση.
- Κυρία, πετάχτηκε ἡ Φωτεινή. Νά τά ξαναποῦμε καί μαζί σας τά τραγούδια;
Δέν μποροῦσα νά μή συμφωνήσω... Εἴπαμε ὅλα τά τραγούδια μέ τή σειρά! Τά παιδιά δέν ἤθελαν νά παραλείψουμε τίποτε ἀπό τό φυλλάδιο. Πρίν λίγες μέρες, παραμονή τῆς γιορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, εἴχαμε παρουσιάσει μέ τήν Γ΄ τάξη σ᾿ ὅλο τό σχολεῖο μιά σχετική γιορτή. Δέν φανταζόμουν ποτέ, ὅταν μάθαινα στά παιδιά τό ἀπολυτίκιο καί τά ἀνάλογα τραγούδια, ὅτι θά γίνονταν τά πιό ἀγαπημένα τους ὅλη τή χρονιά.
Κάθε φορά ἀπό τότε, σάν πηγαίναμε ἐκδρομή στίς ὄμορφες πλαγιές τοῦ χωριοῦ, τό πρῶτο «τραγούδι», πού μοῦ ζητοῦσαν νά ποῦμε στή διαδρομή, ἦταν τό ἀπολυτίκιο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Τό ἔψελναν δυνατά σάν νά ἦταν ὁ θούριός τους. Κι ὅταν τό ἄκουγα ἀπό τά παιδικά τους χείλη, ἔνιωθα τούς τρεῖς ἁγίους νά σκύβουν ἐπάνω μας, νά μᾶς εὐλογοῦν καί νά μᾶς προστατεύουν.
Κάθε χρόνο σάν πλησιάζει ἡ γιορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν -ἰδιαίτερα τότε- μέ συγκίνηση θυμᾶμαι τά παιδιά ἐκείνης τῆς Γ΄τάξης. Καί εὔχομαι πάντοτε νά τά προστατεύει ὁ Θεός καί οἱ ἅγιοί του!
Ἐκπαιδευτικός
Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 17-18
Ἦταν μεγάλη πόλη, τά Ποντικά Κόμανα, συνηθισμένος σταθμός τῶν ταξιδιωτῶν, ὅπου ἔβρισκαν κάθε εἴδους προμήθειες καί ἀνάπαυση. Ἀλλά ὁ ἄσπλαχνος ἀξιωματικός ἔδωσε σῆμα νά προχωρήσουν παραπέρα καί διέσχισαν τήν πόλη ὅπως περνᾶ κανείς μιά γέφυρα.
Σέ ἀπόσταση δέκα ἤ ἕντεκα χιλιομέτρων ἀπό κεῖ βρισκόταν μικρός ἔρημος ναός, ὅπου οἱ ἀξιωματικοί διέταξαν νά σταθμεύσει ἡ φρουρά. Ὁ Χρυσόστομος ἐξαντλημένος τοποθετήθηκε σ᾿ ἕνα ἀπό τά παραρτήματα τοῦ ναϋδρίου. Τό ἐξωκκλήσι αὐτό ἦταν ἀφιερωμένο στόν ἅγιο μάρτυρα Βασιλίσκο. Ἐκεῖ μέσα βρισκόταν κι ὁ τάφος του. Ὁ Βασιλίσκος ἦταν ἐπίσκοπος Κομάνων τόν 3ο αἰώνα. Διώχθηκε γιά τήν πίστη στήν Ἀντιόχεια μαζί μέ τόν μάρτυρα Λουκιανό κατά τό διωγμό τοῦ Μαξιμίνου Δάια. Κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας ὁ Χρυσόστομος εἶδε ἕνα ὅραμα. Τοῦ φάνηκε ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Βασιλίσκος στεκόταν ὄρθιος μπροστά του καί τοῦ ἀπηύθυνε τά ἑξῆς λόγια: «Ἔχε θάρρος, Ἰωάννη, ἀδελφέ μου· αὔριο θά εμαστε μαζί». Τήν ἴδια νύχτα ἤ τήν προηγούμενη ὁ ἱερέας, ὁ καθορισμένος γιά τή συντήρηση τοῦ ναοῦ καί τή φύλαξη τοῦ τάφου, εἶδε παρόμοιο ὅραμα. Ὁ μάρτυρας τοῦ εἶχε πεῖ: «Ἑτοίμασε θέση γιά τόν ἀδελφό μας Ἰωάννη. Πρόκειται νά ἔλθει». Αὐτός ὁ ἱερέας βεβαίωσε ἀργότερα τήν ἀλήθεια τοῦ ὁράματος. Ὁ Χρυσόστομος, μέ τή σιγουριά ὅτι πῆρε ἐντολή ἀπό τόν Θεό, προσπάθησε τήν ἑπομένη τό πρωί νά ἐμποδίσει τήν ἀναχώρησή τους. «Μείνετε, σᾶς ἱκετεύω», παρακαλοῦσε τούς ἀξιωματικούς, «μείνετε τουλάχιστον ὥς τήν πέμπτη ὥρα». Ἀναμφίβολα πίστευε ὅτι ἡ ὥρα αὐτή τοῦ ὑποδείχθηκε μέ τρόπο ὑπερφυσικό. Ἀλλά οἱ πραιτωριανοί, ἀντί νά ὑποχωρήσουν, ἐπιτάχυναν τήν ἀναχώρηση.
Εἶχαν βαδίσει περίπου πέντε χιλιόμετρα, ὅταν ὁ ἐξόριστος κυριεύθηκε ἀπό ἕνα παραλήρημα πυρετοῦ, πού ἔθεσε σέ κίνδυνο τή ζωή του. Τρομαγμένοι μήπως τόν δοῦν νά πεθαίνει στά χέρια τους, πάνω στό δρόμο, οἱ στρατιῶτες γύρισαν πίσω καί ξαναμπῆκαν στό ἐξωκκλήσι, πού εἶχαν ἀφήσει λίγες ὧρες πρίν. Ὁ Χρυσόστομος, δίχως νά μπορεῖ πιά νά στηριχθεῖ, ὁδηγήθηκε κοντά στήν ἁγία τράπεζα. Ἀπό τόν φύλακα ἱερέα τοῦ ναοῦ ζήτησε νά φορέσει ὁλόλευκα ἄμφια. Ἔνιωθε ὅτι πλησιάζει τό τέλος του. Ὁ ἱερέας τοῦ τά ἔφερε κατά τήν ἐπιθυμία του. Κι ὁ Χρυσόστομος ντύθηκε, ἀφοῦ πρῶτα μοίρασε ὅλα ὅσα εἶχε, ἀκόμη καί τά παπούτσια του, στούς παρευρισκομένους. Στή συνέχεια, θέλησε νά κοινωνήσει τά ἄχραντα μυστήρια ἀπό τά χέρια τοῦ ἱερέα. Μετά τή θεία Κοινωνία προσευχήθηκε μέ θέρμη. Ἀποτέλειωσε τήν τελευταία του προσευχή μ᾿ ἐκείνη τή φράση πού συχνά ἀνέβαινε στά χείλη του: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν. Ἀμήν!». Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ κι ἔγειρε πάνω στό πλακόστρωτο, γιά νά μήν ξανασηκωθεῖ πιά.
«Ἡ ψυχή του», λέει ὁ ἱστορικός Παλλάδιος γιά τή συγκινητική αὐτή σκηνή, «τίναξε τή σκόνη ἀπ᾿ αὐτή τή θνητή ζωή. Ἑνώθηκε μέ τούς πατέρες του». Κοντά στό ναό κατά τύχη πρόσφατα εἶχε ἀνοιχθεῖ ἕνας τάφος. Τόν μετέφεραν ἐκεῖ. Κι ὁ δεύτερος αὐτός μάρτυρας τάφηκε δίπλα στόν πρῶτο. Αὐτό συνέβη στίς 18 τῶν καλενδῶν τοῦ Ὀκτωβρίου, κατά τήν ἕβδομη ὑπατεία τοῦ Ὁνωρίου καί τή δεύτερη τοῦ νέου Θεοδοσίου. Συμπίπτει μέ τίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407 μ.Χ. Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔζησε ἑξήντα χρόνια. Διετέλεσε ἐπίσκοπος ἐννιά χρόνια κι ἑπτά μῆνες περίπου. Ἀπό τό διάστημα αὐτό τρία χρόνια καί τρεῖς μῆνες ἦταν ἐξόριστος.
Amedee Thierry
Κατά κοινή ὁμολογία ἀρχαίων καί νεοτέρων ἑρμηνευτῶν τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὑπῆρξε ὁ κράτιστος ἑρμηνευτής τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας μας. Δέν ἦταν ἑρμηνευτής τοῦ σπουδαστηρίου οὔτε καθηγητής τῆς ἕδρας. Ἦταν κυρίως καθηγητής ψυχῶν, ποιμένας καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀγωνία τοῦ ποιμένα γιά τήν ποδηγέτηση τοῦ ποιμνίου του τόν ἔκανε νά σκύψει μέ πολλή προσοχή καί προσευχή πάνω στά ἱερά κείμενα καί νά ἐπιδοθεῖ στήν ἑρμηνεία τους μέ εὔλογη ἐπιτυχία, ὥστε νά τοῦ ἀποδίδονται παγκοσμίως τά ἀριστεῖα τῆς ἑρμηνείας. Εἶναι ἀπ᾿ ὅλους παραδεκτό ὅτι εἰδικά τά ἑρμηνευτικά ὑπομνήματα τοῦ ἁγίου πατέρα στήν Καινή Διαθήκη, πού καλύπτουν σχεδόν ὅλα τά βιβλία της, εἶναι ἀπό ἑρμηνευτική καί λογοτεχνική ἄποψη τά καλύτερα καί πιό χρήσιμα πού μᾶς ἔχει δώσει ἡ ἑλληνική πατερική ἐποχή.
Ἡ ὑπεροχή τοῦ ἁγίου διδασκάλου ὡς ἑρμηνευτοῦ ἀπεικονίζεται χαρακτηριστικά καί πολύ παραστατικά σέ μία μινιατούρα χειρογράφου τοῦ 11ου αἰ. Ἡ εἰκόνα δείχνει τόν μικρόσωμο στήν πραγματικότητα Χρυσόστομο νά κάθεται ἐπιβλητικός πάνω σέ ψηλό θρόνο, ἐνῶ δίπλα του, ἀπό τή μιά κι ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, σέ δύο μικρούς θρόνους, κοντά στό ὑποπόδιό του, κάθονται σάν μικροί μαθητές κοντά στόν δάσκαλο δύο ἄνδρες, μικρόσωμοι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι τόν ἀκοῦν καί σημειώνουν· ὁ ἕνας τόν κοιτᾶ μέ τά μάτια, ὁ ἄλλος μέ τή σκέψη του. Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ Θεοδώρητος καί ὁ δεύτερος ὁ Οἰκουμένιος.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος δέν ἔγραφε, ἀλλά ἐκφωνοῦσε τίς ἑρμηνεῖες του ὡς προφορικά κηρύγματα ἀπό τόν ἄμβωνα, μπροστά στό ἐκκλησίασμα καί χωρίς χειρόγραφο κείμενο. Στενογράφοι, οἱ λεγόμενοι «σημειογράφοι», κατέγραφαν τίς ὁμιλίες, τίς ὁποῖες ἐκ τῶν ὑστέρων διόρθωνε τίς περισσότερες φορές ὁ διος. Τά θέματά του ἦταν πάντοτε ἁγιογραφικά. Πίστευε καί δίδασκε ὅτι ἡ μελέτη τῶν ἁγίων Γραφῶν ἀποτελεῖ ἀνάγκη καί καθῆκον τῶν πιστῶν.
Ἀλλά γνώση τῆς Γραφῆς, τονίζει ὁ ἅγιος διδάσκαλος, δέν σημαίνει τή διανοητική προσέγγιση τοῦ περιεχομένου της οὔτε, πολύ περισσότερο, τήν ἁπλή κατοχή τῶν ἱερῶν βιβλίων της. Σημαίνει τήν οἰκείωση τῶν ἱερῶν νοημάτων, τή βίωση τοῦ πνεύματος τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τή συμμόρφωση τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ μέ αὐτό. «Διά τοῦτο Γραφάς ἑρμηνεύομεν, οὐχ ἵνα Γραφάς μάθητε μόνον, ἀλλ᾿ ἵνα καί τά ἤθη διορθώσητε», ἐξηγεῖ.
Ἀκολουθώντας τήν ἱστορικογραμματική μέθοδο ἑρμηνείας ἐπιδιώκει νά συλλάβει μέ ἀκρίβεια αὐτό πού σκέπτονται καί θέλουν νά ἐκφράσουν οἱ ἱεροί συγγραφεῖς, τόν «νοῦν τῆς Γραφῆς». Δέν διστάζει ὡστόσο, ὅπου αὐτό ἀπαιτεῖται, νά κάνει χρήση τῆς τυπολογικῆς ἤ τῆς ἀναγωγικῆς ἑρμηνείας. Πάντοτε ὅμως μέ ὁδηγό καί βάση τίς ἄμεσες ἤ ἔμμεσες μαρτυρίες τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἰδεώδης εἶναι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος στό νά ἀποσαφηνίζει τά δύσκολα χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς παραλληλίζοντας τά ἁγιογραφικά περιστατικά μέ τή σύγχρονή του πραγματικότητα. Μᾶς ἐκπλήσσει τό πόσο καλά γνωρίζει τίς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς. Εἶναι ὄχι μόνο ὁ ἅγιος χριστιανός καί ὁ πνευματικός ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος τῆς κοινωνίας καί τῆς ἀγροτικῆς καί τῆς ἀστικῆς καί τῆς ναυτικῆς. Δέν τοῦ διαφεύγει τίποτε.
Πρωτότυπες καί πηγαῖες οἱ ἑρμηνεῖες του ἐντυπωσιάζουν μέ τήν ὀρθότητα καί ἀκρίβειά τους καί συγχρόνως συναρπάζουν μέ τήν ἰδιάζουσα ἀριστοτεχνία, τή δύναμη καί τή γλαφυρότητα τῆς διατυπώσεως. Ἐπιπλέον, δέν περιορίζονται μόνο στή διασάφηση τῶν συγκεκριμένων χωρίων, ἀλλά παγιώνουν θεμελιώδεις ἑρμηνευτικές ἀρχές, οἱ ὁποῖες χειραγωγοῦν τούς ἑρμηνευτές ἀνά τούς αἰῶνες, γιά νά προσεγγίζουν μέ ἀσφάλεια καί νά κατανοοῦν ὀρθά κάθε κείμενο τῆς ἁγίας Γραφῆς.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἔμεινε στήν ἱστορία μέ τό ἐπίθετο Χρυσόστομος ὡς ἐνδεικτικό τῆς εὐφράδειας καί τῆς εὐγλωττίας του. Δέν εἶναι ὅμως λάθος νά ἀποδώσουμε σ᾿ αὐτό καί ἕναν ἄλλο ὑπαινιγμό, πού δέν ἐπισημαίνεται συνήθως, ἀσφαλῶς ὅμως ὑπάρχει: εἶναι ἡ ἀναφορά στήν ἑρμηνευτική καί ἐξηγητική του δύναμη. Αὐτή καθιστοῦσε ὄντως χρυσό τό στόμα του. Εὔφραινε τούς ἀκροατές του, καθώς τούς παρουσίαζε σωστά καί προσιτά τά ἱερά νοήματα, τούς φανέρωνε ἁπλές τίς θεολογικές ἀλήθειες καί τούς βοηθοῦσε νά καταλάβουν καί νά νιώσουν ἀληθινά τή χαρά τῆς σωτηρίας. Χρυσόστομος, λοιπόν, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀξίζει νά μένει στή συνείδησή μας, ὅπως μένει καί στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία τόν ἐγκωμιάζει ὡς τό «ἐνδιαίτημα Γραφῶν μυσταρχικῶν» καί τήν «σαφήνειαν τῶν Γραφῶν τῶν τοῦ Πνεύματος». Εἶναι ὁ χρυσός ρήτορας ἀλλά καί ὁ χρυσός ἑρμηνευτής τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Στέργιος Ν. Σάκκος
῞Ηλιος ἄδυτος καί φῶς ἀνέσπερο ὁ θεάνθρωπος Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστός, καθιστᾶ καί ὅλους τούς δικούς του «φῶς τοῦ κόσμου», φωστῆρες καί ἥλιους μικρούς, πού μεταλαμπαδεύουν τό δικό του ζωηφόρο φῶς. Τό εἶχε ἐπισημάνει ἤδη στούς δώδεκα· «῾Υμεῖς ἐστε τό φῶς τοῦ κόσμου» (Μθ 5,14). Κι ὁ λόγος του ἔγινε καί ξανάγινε πράξη στό διάβα τῆς ἱστορίας μυριάδες φορές, ὅσες ἦταν οἱ ἁγνές καί μεγάλες ψυχές πού παραδόθηκαν στόν Χριστό εἰλικρινά καί ὁλοκληρωτικά. Μιμήθηκαν τόν θεάνθρωπο Κύριο μέ ἀποτέλεσμα νά μετέχουν στήν αἰώνια δόξα του καί νά καταστοῦν πρότυπα ζωῆς γιά τίς ἐπερχόμενες γενιές. ῞Οπως ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός παραμένει «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (῾Εβ 13,8), ἔτσι καί οἱ ἅγιοί του ζοῦν καί συγκινοῦν τούς πιστούς αἰώνια, καθώς ἡ ἴδια ἡ ἁγία Γραφή τό καθιερώνει παραγγέλλοντας· «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν» (῾Εβ 13,7).
Μιά φωτεινή, χριστομίμητη ὕπαρξη ἦταν ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, πού ἔλαμψε καί λάμπει, φώτισε καί φωτίζει τόν κόσμο ὡς γνήσιος μαθητής τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἄξιος μιμητής τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τόν ὁποῖο ἄμετρα θαύμαζε καί ἀπεριόριστα ἀγαποῦσε. Ὁ ἑορτασμός τῆς μνήμης του στίς 13 Νοεμβρίου μᾶς παρακινεῖ νά μελετήσουμε «τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς», νά σημειώσουμε ἐλάχιστα ἀπό τά πολλά καί λαμπρά στοιχεῖα τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου τοῦ μεγάλου διδασκάλου, πού τόν ἀναδεικνύουν ἥλιο ἀπαστράπτοντα μές στά πνευματικά σκοτάδια τοῦ κόσμου· τόν καθιερώνουν στήν ἱστορία ὡς ἀληθινό χριστιανό, γνήσιο μιμητή τοῦ Χριστοῦ, ἕναν ἄλλο μικρό Χριστό.
* Πυρπολούμενος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο ἔνιωθε «καί πατέρα καί νυμφίο καί τροφέα καί φίλο καί ἀδελφό καί τά πάντα», ἄφηνε νά ξεχύνεται αὐτή ἡ ἀγάπη στήν ποιμαντική του διακονία. Συγκλονίζει ἡ στοργή καί ἡ τρυφερότητα μέ τήν ὁποία περιβάλλει τά πνευματικά του παιδιά. «Τίποτε δέν μοῦ εἶναι πιό ποθητό ἀπό σᾶς, οὔτε τοῦτο τό φῶς!», ἐξομολογεῖται. «Μύριες φορές θά εὐχόμουν ὁ ἴδιος νά τυφλωθῶ, ἄν μποροῦσα μέ αὐτό νά σώσω τίς ψυχές σας. Ναί! ῎Ετσι, εἰλικρινά, ἀπό τό ἴδιο τό φῶς πιό γλυκειά μοῦ εἶναι ἡ σωτηρία σας!»
* Σάν τόν Κύριο, πού «πλούσιος ὤν ἐπτώχευσε» γιά νά πλουτίσει ἐμᾶς μέ τά δικά του πλούτη, ὁ ἅγιος «ἐσκόρπισε, ἔδωκε τοῖς πένησι, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Ψα 111,9). Μετά τό θάνατο τῆς ἁγίας μητέρας του μοίρασε στούς φτωχούς τήν ὄχι εὐκαταφρόνητη πατρική περιουσία του καί ἀσκήτεψε· ἔζησε ὡς ἀκτήμων καί ἀσκητής στήν ἔρημο γιά ἕξι χρόνια, καί ὅπου βρέθηκε στή συνέχεια μέχρι τή θανή του. ῾Η ἄσκηση καί ἡ ἔγνοια γιά τήν ἀνακούφιση τῶν ἀναγκεμένων δέν τόν ἐγκατέλειψαν οὔτε στήν ᾿Αντιόχεια οὔτε στήν Κωνσταντινούπολη οὔτε καί στήν τραχειά καί στερημένη περίοδο τῆς ἐξορίας, ἡ ὁποία σφράγισε τή βιοτή του.
* Μιμητής τοῦ Κυρίου, πού ὡς θεῖος σποριάς «ἐξῆλθε τοῦ σπεῖραι τόν σπόρον αὐτοῦ», ὁ ἅγιος σάν τούς πρώτους ἀποστόλους ἔχει τήν ἁγία Γραφή βάση καί περιεχόμενο, πηγή ἐμπνεύσεως καί ὁδηγό τῆς διδασκαλίας του. «Βάση τοῦ κηρύγματός μας δέν εἶναι οἱ ἀνθρώπινοι συλλογισμοί. ῎Οχι! ῾Η προσπάθειά μας εἶναι νά πείσουμε μέ βάση τήν ἁγία Γραφή. Νά στηρίξουμε αὐτά πού κηρύττουμε στά θαύματα πού ἔγιναν τότε», ἀποκαλύπτει.
* Κατοχυρώνει τό κήρυγμα μέ τήν πράξη τῆς ζωῆς του, διότι πιστεύει ὅτι «ἡ καλύτερη διδασκαλία εἶναι νά διδάσκεις μέ τή ζωή σου. ῎Αν δέν τό μπορεῖς αὐτό, καλύτερα μή μιλᾶς!».
* Μέ πρότυπο τόν Κύριο συνδυάζει τήν ἐπιείκεια μέ τήν αὐστηρότητα. ῾Υπέροχα σκιαγραφεῖ τό πνευματικό πορτρέτο του ὁ Amédée Thierry ὡς ἑξῆς· «᾿Από τή μιά μεριά ἐπιβλητικός πάντα στό λόγο ἀλλά καί ἀρχηγός ἄκαμπτος, μέ ζῆλο ἀπτόητο γιά τούς ἀγῶνες ἔλειωνε μέσα στή μάχη. ᾿Από τήν ἄλλη γλυκύς καί φιλόστοργος, μέ ἀπέραντη τρυφερότητα στούς φίλους του κι ἐπιείκεια στούς ἐχθρούς του, ἀκόμη κι ὅταν τούς ἔβλεπε σάν τό μαστίγιο, πού σήκωνε τό χέρι τοῦ Θεοῦ στήν ᾿Εκκλησία καί πάνω του». Καί ἡ ἐκτίμηση τοῦ μεγάλου ἱστορικοῦ· «῾Η συγχώνευση αὐτῶν τῶν δύο προσωπικοτήτων ἀναδεικνύει ἀσφαλῶς τόν ἐξόριστο τῆς Κουκουσοῦ ὡς ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα καί ἁγιότερα πρόσωπα πού πέρασαν ἀπό τή σκηνή τοῦ κόσμου».
* ᾿Αναπάντητο ἔμεινε στήν ἱστορία τό προκλητικό ἐρώτημα «τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περί ἁμαρτίας;» (᾿Ιω 8,46), πού ἀπηύθυνε στούς συγχρόνους του ὁ Κύριος. ᾿Αντίστοιχα γιά τόν Χρυσόστομο ἡ ἁγνότητα καί ἡ ἠθική καθαρότητα ὑπῆρξαν τά διάσημα τοῦ βίου του. ῞Ηλιο καί φῶς Χριστοῦ τόν ἀναγνώριζε ὁ πιστός λαός. Γι᾿ αὐτό, ὅταν τόν εἶδαν νά σέρνεται στό δρόμο τῆς ἐξορίας, μέ πόνο ἔλεγαν· «Καλύτερα θά ἦταν νά μάζευε ὁ ἥλιος τίς ἀκτίνες του παρά νά σωπάσει τό στόμα τοῦ ᾿Ιωάννη». ᾿Ακόμη κι ἐκεῖνοι πού δέν εἶχαν τή δύναμη νά θαυμάσουν τό ἠθικό μεγαλεῖο τοῦ ἁγίου διδασκάλου, δέν μπόρεσαν νά τό ἀμφισβητήσουν.
* Σέ νηνεμίες καί σέ μπόρες, κυρίως τότε, προχωρᾶ ἀπτόητος κι ἀσυμβίβαστος πρός τούς ἀντιτιθεμένους. ᾿Ατρόμητος! Μόνο ἕναν ἐχθρό ὑπολογίζει, τήν ἁμαρτία. «Οὔτε σταμάτησα οὔτε θά σταματήσω νά λέω ὅτι ἕνα καί μοναδικό εἶναι τό λυπηρό, ἡ ἁμαρτία· ὅλα τ᾿ ἄλλα εἶναι σκόνη καί καπνός».
* Συκοφαντίες καί πλαστές κατηγορίες ἐπινόησαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖνοι πού ἐνοχλοῦνταν ἀπό τήν παρουσία του. Μέ σκευωρίες καί πονηρές διαδικασίες πολέμησαν καί τόν Χρυσόστομο. ῞Ενας μαθητής πρόδωσε τόν Κύριο στούς ἀρχιερεῖς καί φαρισαίους κι ἐκεῖνοι τόν παρέδωσαν στόν ρωμαῖο ἄρχοντα. ῞Ομοια καί τόν Χρυσόστομο τόν συκοφάντησαν στό παλάτι ἀρχιερεῖς -ἀνάμεσά τους μαθητές του καί εὐεργετημένοι ἀπ᾿ αὐτόν-, τό ἐκκλησιαστικό κατεστημένο, πού ἤξερε νά κολακεύει τήν αὐτοκράτειρα καί νά ἐκμεταλλεύεται γιά λογαριασμό του τά πάθη τῆς αὐλῆς. Φρίκη προξενεῖ μία φράση πού τοῦ ξεφεύγει σέ κάποια ἀπό τίς ἐπιστολές του πρός τήν ᾿Ολυμπιάδα· «Μή φοβᾶσαι τούς ᾿Ισαύρους, πού ὁ χειμώνας τούς κλείνει στά βουνά τους. ῞Οσο γιά μένα, τίποτε δέν φοβᾶμαι παρά μόνο τούς ἐπισκόπους, ἐκτός ἀπό λίγους».
* ῾Ο Κύριος διακρίνει τά πρόσωπα ἀπό τούς θεσμούς καί παραγγέλλει «πάντα οὖν ὅσα ἐάν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καί ποιεῖτε, κατά δέ τά ἔργα αὐτῶν μή ποιεῖτε» (Μθ 23,3). Καί ὁ ἅγιος διδάσκαλος διασφαλίζει τήν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στήν ᾿Εκκλησία ἀποφαινόμενος ὅτι· «Τό Πνεῦμα τό ἅγιον οὐ πάντας χειροτονεῖ, ἀλλά διά πάντων ἐνεργεῖ».
* ῾Ο σταυρός καί ἡ ἀνάσταση ἐπισφραγίζουν τήν ἐπί γῆς ζωή τοῦ Κυρίου καί σηματοδοτοῦν τήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας ἀλλά καί τοῦ κάθε πιστοῦ μέλους της. Καί τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ἡ ζωή, σημαδεμένη ἀπό τό σταυρό, ζυμώνεται μέ θλίψεις, κατατρεγμούς, ταλαιπωρίες, διωγμούς, μαρτύρια, ὥστε δίκαια νά χαρακτηρίζεται ὡς «ὁ μεγαλομάρτυρας μετά τούς διωγμούς». ῞Ολα τά ὑπομένει ὄχι μόνο μέ καρτερία ἀλλά καί μέ χαρά ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅπως γράφει, «αὐτές εἶναι οἱ ἀφορμές τοῦ κέρδους μου, αὐτό ὁ πλοῦτος μου, αὐτή ἡ πληρωμή γιά τά ἁμαρτήματά μου, τό νά βαδίζω συνεχῶς μέσα σέ τέτοιους πειρασμούς καί νά μοῦ ἔρχονται ἀπό ἐκεῖ πού οὔτε κἄν τούς περιμένω».
῎Ετσι ἀντιμετωπίζει τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς ὁ γνήσιος μιμητής τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Ετσι χύνει γύρω του τό ἱλαρό φῶς τοῦ Χριστοῦ, τήν ἐγγυημένη ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος διακυβερνᾶ τή ζωή μας καί -ἄς μήν τό ἀντιλαμβανόμαστε ἐμεῖς- κατευθύνει τά πάντα πρός τό συμφέρον μας. ῎Ετσι μπορεῖ σέ καθετί, εὐχάριστο ἤ δυσάρεστο, νά ἀναφωνεῖ· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!».
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ποῦ δολιχοδρομεῖς, ἀετέ;
῾Η ᾿Αντιόχεια ποθεῖ στά ὕψη νά σέ βάλει.
Οἱ δάφνες της πολλές καί θαλερές.
Δικά σου τά στεφάνια πού ἑτοιμάζει,
ὦ ᾿Ιωάννη!
῾Ο λόγος σου ὀρθρινή βροχή
καί αὐγινό τραγούδι.
Σώπασε μπρός σου
τοῦ ᾿Απόλλωνα ἡ χρυσαφένια λύρα.
Κι ὁ πέτρινος ἀετός,
τῆς πόλης τῆς δαφνόσκεπης ὁ καλός ὁ οἰωνός,
σωριάστηκε σάν τρόχαλο στό μεσουράνημά σου,
στή γῆ τῶν ὀρχηστρίδων.
Μά ἐσύ τίς τόσες δάφνες περιφρόνησες
κι ἀγάπησες τοῦ Γολγοθᾶ τό ταπεινό τό ξύλο.
Κι ἀπ᾿ τήν ἀρχοντική περιβολή
προτίμησες τοῦ λέντιου τή δουλική στολή.
Ριγᾶ ἡ ῾Αγιά Σοφιά ἀπ᾿ τή φωνή σου.
῎Αλλοι γίνονται φίλοι κι ἄλλοι ἐχθροί σου,
ὦ χρυσορρόα!
Τέτοιον ἐζήταε ποταμό τοῦ Κωνσταντίνου ἡ Πόλη.
Στιλπνός, γοργός, ἐκύλαε ὁ λόγος τῆς Γραφῆς
σ᾿ ὅλα τά μονοπάτια
κι ἔφτανε ὥς τήν καλύβα τοῦ φτωχοῦ
κι ὥς τά λαμπρά παλάτια.
Χρυσόστομε! ῾Ο λόγος σου ἀθάνατος
στῆς Κυριακῆς τή θεία Λειτουργία!
᾿Αμάραντος σάν τό στεφάνι τῆς ζωῆς πού ἔδρεψες·
γιά νά στολίζεις τόν πολύφωτο οὐρανό
στήν ἅγια τοῦ Χριστοῦ μας ᾿Εκκλησία.
Δέσποινα Δαμιανίδου