῞Ηλιος ἄδυτος καί φῶς ἀνέσπερο ὁ θεάνθρωπος Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστός, καθιστᾶ καί ὅλους τούς δικούς του «φῶς τοῦ κόσμου», φωστῆρες καί ἥλιους μικρούς, πού μεταλαμπαδεύουν τό δικό του ζωηφόρο φῶς. Τό εἶχε ἐπισημάνει ἤδη στούς δώδεκα· «῾Υμεῖς ἐστε τό φῶς τοῦ κόσμου» (Μθ 5,14). Κι ὁ λόγος του ἔγινε καί ξανάγινε πράξη στό διάβα τῆς ἱστορίας μυριάδες φορές, ὅσες ἦταν οἱ ἁγνές καί μεγάλες ψυχές πού παραδόθηκαν στόν Χριστό εἰλικρινά καί ὁλοκληρωτικά. Μιμήθηκαν τόν θεάνθρωπο Κύριο μέ ἀποτέλεσμα νά μετέχουν στήν αἰώνια δόξα του καί νά καταστοῦν πρότυπα ζωῆς γιά τίς ἐπερχόμενες γενιές. ῞Οπως ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός παραμένει «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (῾Εβ 13,8), ἔτσι καί οἱ ἅγιοί του ζοῦν καί συγκινοῦν τούς πιστούς αἰώνια, καθώς ἡ ἴδια ἡ ἁγία Γραφή τό καθιερώνει παραγγέλλοντας· «μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τήν πίστιν» (῾Εβ 13,7).
Μιά φωτεινή, χριστομίμητη ὕπαρξη ἦταν ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, πού ἔλαμψε καί λάμπει, φώτισε καί φωτίζει τόν κόσμο ὡς γνήσιος μαθητής τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἄξιος μιμητής τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τόν ὁποῖο ἄμετρα θαύμαζε καί ἀπεριόριστα ἀγαποῦσε. Ὁ ἑορτασμός τῆς μνήμης του στίς 13 Νοεμβρίου μᾶς παρακινεῖ νά μελετήσουμε «τήν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς», νά σημειώσουμε ἐλάχιστα ἀπό τά πολλά καί λαμπρά στοιχεῖα τῆς ζωῆς καί τοῦ ἔργου τοῦ μεγάλου διδασκάλου, πού τόν ἀναδεικνύουν ἥλιο ἀπαστράπτοντα μές στά πνευματικά σκοτάδια τοῦ κόσμου· τόν καθιερώνουν στήν ἱστορία ὡς ἀληθινό χριστιανό, γνήσιο μιμητή τοῦ Χριστοῦ, ἕναν ἄλλο μικρό Χριστό.
* Πυρπολούμενος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖο ἔνιωθε «καί πατέρα καί νυμφίο καί τροφέα καί φίλο καί ἀδελφό καί τά πάντα», ἄφηνε νά ξεχύνεται αὐτή ἡ ἀγάπη στήν ποιμαντική του διακονία. Συγκλονίζει ἡ στοργή καί ἡ τρυφερότητα μέ τήν ὁποία περιβάλλει τά πνευματικά του παιδιά. «Τίποτε δέν μοῦ εἶναι πιό ποθητό ἀπό σᾶς, οὔτε τοῦτο τό φῶς!», ἐξομολογεῖται. «Μύριες φορές θά εὐχόμουν ὁ ἴδιος νά τυφλωθῶ, ἄν μποροῦσα μέ αὐτό νά σώσω τίς ψυχές σας. Ναί! ῎Ετσι, εἰλικρινά, ἀπό τό ἴδιο τό φῶς πιό γλυκειά μοῦ εἶναι ἡ σωτηρία σας!»
* Σάν τόν Κύριο, πού «πλούσιος ὤν ἐπτώχευσε» γιά νά πλουτίσει ἐμᾶς μέ τά δικά του πλούτη, ὁ ἅγιος «ἐσκόρπισε, ἔδωκε τοῖς πένησι, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Ψα 111,9). Μετά τό θάνατο τῆς ἁγίας μητέρας του μοίρασε στούς φτωχούς τήν ὄχι εὐκαταφρόνητη πατρική περιουσία του καί ἀσκήτεψε· ἔζησε ὡς ἀκτήμων καί ἀσκητής στήν ἔρημο γιά ἕξι χρόνια, καί ὅπου βρέθηκε στή συνέχεια μέχρι τή θανή του. ῾Η ἄσκηση καί ἡ ἔγνοια γιά τήν ἀνακούφιση τῶν ἀναγκεμένων δέν τόν ἐγκατέλειψαν οὔτε στήν ᾿Αντιόχεια οὔτε στήν Κωνσταντινούπολη οὔτε καί στήν τραχειά καί στερημένη περίοδο τῆς ἐξορίας, ἡ ὁποία σφράγισε τή βιοτή του.
* Μιμητής τοῦ Κυρίου, πού ὡς θεῖος σποριάς «ἐξῆλθε τοῦ σπεῖραι τόν σπόρον αὐτοῦ», ὁ ἅγιος σάν τούς πρώτους ἀποστόλους ἔχει τήν ἁγία Γραφή βάση καί περιεχόμενο, πηγή ἐμπνεύσεως καί ὁδηγό τῆς διδασκαλίας του. «Βάση τοῦ κηρύγματός μας δέν εἶναι οἱ ἀνθρώπινοι συλλογισμοί. ῎Οχι! ῾Η προσπάθειά μας εἶναι νά πείσουμε μέ βάση τήν ἁγία Γραφή. Νά στηρίξουμε αὐτά πού κηρύττουμε στά θαύματα πού ἔγιναν τότε», ἀποκαλύπτει.
* Κατοχυρώνει τό κήρυγμα μέ τήν πράξη τῆς ζωῆς του, διότι πιστεύει ὅτι «ἡ καλύτερη διδασκαλία εἶναι νά διδάσκεις μέ τή ζωή σου. ῎Αν δέν τό μπορεῖς αὐτό, καλύτερα μή μιλᾶς!».
* Μέ πρότυπο τόν Κύριο συνδυάζει τήν ἐπιείκεια μέ τήν αὐστηρότητα. ῾Υπέροχα σκιαγραφεῖ τό πνευματικό πορτρέτο του ὁ Amédée Thierry ὡς ἑξῆς· «᾿Από τή μιά μεριά ἐπιβλητικός πάντα στό λόγο ἀλλά καί ἀρχηγός ἄκαμπτος, μέ ζῆλο ἀπτόητο γιά τούς ἀγῶνες ἔλειωνε μέσα στή μάχη. ᾿Από τήν ἄλλη γλυκύς καί φιλόστοργος, μέ ἀπέραντη τρυφερότητα στούς φίλους του κι ἐπιείκεια στούς ἐχθρούς του, ἀκόμη κι ὅταν τούς ἔβλεπε σάν τό μαστίγιο, πού σήκωνε τό χέρι τοῦ Θεοῦ στήν ᾿Εκκλησία καί πάνω του». Καί ἡ ἐκτίμηση τοῦ μεγάλου ἱστορικοῦ· «῾Η συγχώνευση αὐτῶν τῶν δύο προσωπικοτήτων ἀναδεικνύει ἀσφαλῶς τόν ἐξόριστο τῆς Κουκουσοῦ ὡς ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα καί ἁγιότερα πρόσωπα πού πέρασαν ἀπό τή σκηνή τοῦ κόσμου».
* ᾿Αναπάντητο ἔμεινε στήν ἱστορία τό προκλητικό ἐρώτημα «τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περί ἁμαρτίας;» (᾿Ιω 8,46), πού ἀπηύθυνε στούς συγχρόνους του ὁ Κύριος. ᾿Αντίστοιχα γιά τόν Χρυσόστομο ἡ ἁγνότητα καί ἡ ἠθική καθαρότητα ὑπῆρξαν τά διάσημα τοῦ βίου του. ῞Ηλιο καί φῶς Χριστοῦ τόν ἀναγνώριζε ὁ πιστός λαός. Γι᾿ αὐτό, ὅταν τόν εἶδαν νά σέρνεται στό δρόμο τῆς ἐξορίας, μέ πόνο ἔλεγαν· «Καλύτερα θά ἦταν νά μάζευε ὁ ἥλιος τίς ἀκτίνες του παρά νά σωπάσει τό στόμα τοῦ ᾿Ιωάννη». ᾿Ακόμη κι ἐκεῖνοι πού δέν εἶχαν τή δύναμη νά θαυμάσουν τό ἠθικό μεγαλεῖο τοῦ ἁγίου διδασκάλου, δέν μπόρεσαν νά τό ἀμφισβητήσουν.
* Σέ νηνεμίες καί σέ μπόρες, κυρίως τότε, προχωρᾶ ἀπτόητος κι ἀσυμβίβαστος πρός τούς ἀντιτιθεμένους. ᾿Ατρόμητος! Μόνο ἕναν ἐχθρό ὑπολογίζει, τήν ἁμαρτία. «Οὔτε σταμάτησα οὔτε θά σταματήσω νά λέω ὅτι ἕνα καί μοναδικό εἶναι τό λυπηρό, ἡ ἁμαρτία· ὅλα τ᾿ ἄλλα εἶναι σκόνη καί καπνός».
* Συκοφαντίες καί πλαστές κατηγορίες ἐπινόησαν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖνοι πού ἐνοχλοῦνταν ἀπό τήν παρουσία του. Μέ σκευωρίες καί πονηρές διαδικασίες πολέμησαν καί τόν Χρυσόστομο. ῞Ενας μαθητής πρόδωσε τόν Κύριο στούς ἀρχιερεῖς καί φαρισαίους κι ἐκεῖνοι τόν παρέδωσαν στόν ρωμαῖο ἄρχοντα. ῞Ομοια καί τόν Χρυσόστομο τόν συκοφάντησαν στό παλάτι ἀρχιερεῖς -ἀνάμεσά τους μαθητές του καί εὐεργετημένοι ἀπ᾿ αὐτόν-, τό ἐκκλησιαστικό κατεστημένο, πού ἤξερε νά κολακεύει τήν αὐτοκράτειρα καί νά ἐκμεταλλεύεται γιά λογαριασμό του τά πάθη τῆς αὐλῆς. Φρίκη προξενεῖ μία φράση πού τοῦ ξεφεύγει σέ κάποια ἀπό τίς ἐπιστολές του πρός τήν ᾿Ολυμπιάδα· «Μή φοβᾶσαι τούς ᾿Ισαύρους, πού ὁ χειμώνας τούς κλείνει στά βουνά τους. ῞Οσο γιά μένα, τίποτε δέν φοβᾶμαι παρά μόνο τούς ἐπισκόπους, ἐκτός ἀπό λίγους».
* ῾Ο Κύριος διακρίνει τά πρόσωπα ἀπό τούς θεσμούς καί παραγγέλλει «πάντα οὖν ὅσα ἐάν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καί ποιεῖτε, κατά δέ τά ἔργα αὐτῶν μή ποιεῖτε» (Μθ 23,3). Καί ὁ ἅγιος διδάσκαλος διασφαλίζει τήν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στήν ᾿Εκκλησία ἀποφαινόμενος ὅτι· «Τό Πνεῦμα τό ἅγιον οὐ πάντας χειροτονεῖ, ἀλλά διά πάντων ἐνεργεῖ».
* ῾Ο σταυρός καί ἡ ἀνάσταση ἐπισφραγίζουν τήν ἐπί γῆς ζωή τοῦ Κυρίου καί σηματοδοτοῦν τήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας ἀλλά καί τοῦ κάθε πιστοῦ μέλους της. Καί τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου ἡ ζωή, σημαδεμένη ἀπό τό σταυρό, ζυμώνεται μέ θλίψεις, κατατρεγμούς, ταλαιπωρίες, διωγμούς, μαρτύρια, ὥστε δίκαια νά χαρακτηρίζεται ὡς «ὁ μεγαλομάρτυρας μετά τούς διωγμούς». ῞Ολα τά ὑπομένει ὄχι μόνο μέ καρτερία ἀλλά καί μέ χαρά ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅπως γράφει, «αὐτές εἶναι οἱ ἀφορμές τοῦ κέρδους μου, αὐτό ὁ πλοῦτος μου, αὐτή ἡ πληρωμή γιά τά ἁμαρτήματά μου, τό νά βαδίζω συνεχῶς μέσα σέ τέτοιους πειρασμούς καί νά μοῦ ἔρχονται ἀπό ἐκεῖ πού οὔτε κἄν τούς περιμένω».
῎Ετσι ἀντιμετωπίζει τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς ὁ γνήσιος μιμητής τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Ετσι χύνει γύρω του τό ἱλαρό φῶς τοῦ Χριστοῦ, τήν ἐγγυημένη ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, τή βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος διακυβερνᾶ τή ζωή μας καί -ἄς μήν τό ἀντιλαμβανόμαστε ἐμεῖς- κατευθύνει τά πάντα πρός τό συμφέρον μας. ῎Ετσι μπορεῖ σέ καθετί, εὐχάριστο ἤ δυσάρεστο, νά ἀναφωνεῖ· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!».
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ποῦ δολιχοδρομεῖς, ἀετέ;
῾Η ᾿Αντιόχεια ποθεῖ στά ὕψη νά σέ βάλει.
Οἱ δάφνες της πολλές καί θαλερές.
Δικά σου τά στεφάνια πού ἑτοιμάζει,
ὦ ᾿Ιωάννη!
῾Ο λόγος σου ὀρθρινή βροχή
καί αὐγινό τραγούδι.
Σώπασε μπρός σου
τοῦ ᾿Απόλλωνα ἡ χρυσαφένια λύρα.
Κι ὁ πέτρινος ἀετός,
τῆς πόλης τῆς δαφνόσκεπης ὁ καλός ὁ οἰωνός,
σωριάστηκε σάν τρόχαλο στό μεσουράνημά σου,
στή γῆ τῶν ὀρχηστρίδων.
Μά ἐσύ τίς τόσες δάφνες περιφρόνησες
κι ἀγάπησες τοῦ Γολγοθᾶ τό ταπεινό τό ξύλο.
Κι ἀπ᾿ τήν ἀρχοντική περιβολή
προτίμησες τοῦ λέντιου τή δουλική στολή.
Ριγᾶ ἡ ῾Αγιά Σοφιά ἀπ᾿ τή φωνή σου.
῎Αλλοι γίνονται φίλοι κι ἄλλοι ἐχθροί σου,
ὦ χρυσορρόα!
Τέτοιον ἐζήταε ποταμό τοῦ Κωνσταντίνου ἡ Πόλη.
Στιλπνός, γοργός, ἐκύλαε ὁ λόγος τῆς Γραφῆς
σ᾿ ὅλα τά μονοπάτια
κι ἔφτανε ὥς τήν καλύβα τοῦ φτωχοῦ
κι ὥς τά λαμπρά παλάτια.
Χρυσόστομε! ῾Ο λόγος σου ἀθάνατος
στῆς Κυριακῆς τή θεία Λειτουργία!
᾿Αμάραντος σάν τό στεφάνι τῆς ζωῆς πού ἔδρεψες·
γιά νά στολίζεις τόν πολύφωτο οὐρανό
στήν ἅγια τοῦ Χριστοῦ μας ᾿Εκκλησία.
Δέσποινα Δαμιανίδου
«Πῶς νά παραδοθεῖ αὐτό στή σιωπή!», ἀναφωνεῖ ὁ ἱστορικός*. Μόλις ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἐμπιστεύθηκε τήν ἀρχιεροσύνη, ἔσπευσε νά καλέσει τούς οἰκονόμους ἐνώπιον τοῦ σεκρέτου (=γραμματέα), γιά νά τούς πεῖ: «Δέν εἶναι δίκαιο, ἀδελφοί καί συλλειτουργοί μου, ν᾿ ἀσχοληθοῦμε μέ τίποτε ἄλλο, ἄν δέν φροντίσουμε πρῶτα γιά τόν ἴδιο τόν Χριστό. Λοιπόν, περπατῆστε, σᾶς παρακαλῶ, ὅλους τούς δρόμους τῆς πόλεως, γιά νά ἀπογράψετε ἕναν-ἕναν “τούς δεσπότες μου”». Μέ ἀπορία κοιτοῦν τόν πατριάρχη οἱ παρευρισκόμενοι. Ποιοί νά ᾿ναι οἱ δικοί του «δεσπότες»; «Αὐτούς πού ἐσεῖς συνηθίζετε νά ὀνομάζετε φτωχούς καί ἐπαῖτες, αὐτούς ἐγώ τούς ὀνομάζω δεσπότες καί βοηθούς μου. Διότι μόνον αὐτοί μποροῦν νά μέ βοηθήσουν νά μή χάσω τή βασιλεία τοῦ Χριστοῦ».
Ἔκπληκτοι, μέ θαυμασμό καί συγκίνηση τόν ἀκοῦν ὅλοι. Εἶχαν μάθει, βέβαια, ὅτι ὁ Ἰωάννης στήν πατρίδα του, στό νησί τῆς Κύπρου, εἶχε γίνει ὁ μοχλός τῆς ἀγάπης. Μέ τή διανομή τῆς προσωπικῆς του περιουσίας καί μέ τίς συνεισφορές ὅσων ἐμπνέονταν ἀπό τό παράδειγμά του, πέτυχε ν᾿ ἀναβλύζουν ἀσταμάτητα οἱ κρουνοί τῆς ἐλεημοσύνης καί νά ἀρδεύουν ἀθόρυβα κι ἀποτελεσματικά ὅλο τό νησί. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ὀρφάνεψε τό Πατριαρχεῖο τῆς Ἀλεξάνδρειας, οἱ πιστοί ζήτησαν ἀπό τόν αὐτοκράτορα γιά πατριάρχη τους τόν Ἰωάννη.
Τώρα, λοιπόν, ἔβλεπαν τήν πόλη τους μέρα τή μέρα νά μεταμορφώνεται. Ἑπτά χιλιάδες ἄποροι σιτίζονταν καθημερινά μέ δαπάνες τῆς Ἐκκλησίας. Νοσοκομεῖα, πτωχοκομεῖα, λοχοτροφεῖα (=ἱδρύματα γιά τόν τοκετό)... ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀνάγκη ἔβρισκαν καταφύγιο στήν πατρική του μέριμνα. Εἶχε δώσει ἐντολή νά μήν ἐμποδίσουν ποτέ κανέναν πτωχό ἤ ἀδικημένο νά τόν πλησιάσει καί νά τοῦ ἐκθέσει μόνος του τά προβλήματά του. Κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή καθόταν ὁ διος στά προπύλαια τοῦ ναοῦ, γιά νά μπορεῖ ὁ καθένας νά τόν συναντήσει.
Κάποια μέρα ὅμως ἐπέστρεψε στενοχωρημένος. Ὅταν ρωτήθηκε ποιά ἦταν ἡ αἰτία τῆς λύπης του, ἀπάντησε ταπεινά μέ τή γαλήνια φωνή του: «Σήμερα ὁ ταπεινός Ἰωάννης δέν ἔλαβε ἀπό κανέναν οὔτε τόν ἐλάχιστο μισθό. Δέν ἔχει τίποτε νά δείξει στόν Χριστό ὡς ἐξίλασμα γιά τά μεγάλα καί πολλά του σφάλματα. Σήμερα δέν εὐεργετήσαμε κανέναν». Εὐχαρίστησε ὅμως τόν Θεό στή συνέχεια, ὅταν συμπέρανε πώς στήν ποίμνη του πράγματι βασίλευε τόση δικαιοσύνη καί εἰρήνη, ὥστε ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν σημειώθηκε καμία διαμάχη μεταξύ τῶν Ἀλεξανδρινῶν.
Ἡ ἁγιότητα καί ἡ αὐτοθυσία λάμπρυναν ὅλη τή ζωή αὐτοῦ τοῦ ποιμενάρχη. Ἡ διαθήκη πού ἄφησε, λίγο πρίν ἀναχωρήσει γιά τήν αἰωνιότητα, φανερώνει πώς ἔμεινε ἀλώβητη μέχρι τό τέλος ἡ καρδιά του, ἡ παραδομένη στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀνθρώπων.
«Ἰωάννης, εὐτελής δοῦλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ... Σ᾿ εὐχαριστῶ, Κύριε καί Θεέ μου, διότι μέ ἀξίωσες νά προσφέρω τά δικά σου σ᾿ Ἐσένα... Ὅταν μέ τή συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ χειροτονήθηκα ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρέων, βρῆκα στό ἐπισκοπεῖο μου 8.000 λίτρες χρυσοῦ. Μέ τίς συνεισφορές τῶν φιλόθεων ψυχῶν τά χρήματα μυριοπλασιάστηκαν. Αὐτά, λοιπόν, γνωρίζοντας ὅτι ἀνήκουν στόν Χριστό, φρόντισα νά τοῦ τά παραδώσω, ὅπως ἀκριβῶς τώρα τοῦ παραδίδω τήν ψυχή μου».
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε, σέ παρακαλοῦμε, νά χαρίζει πάντοτε ὁ Κύριος στήν Ἐκκλησία του ποιμένες σάν κι ἐσένα, ἀχθοφόρους τῆς ἀγάπης του!
Β. Ἀντωνίου
* Βλ. Συμεών Λογοθέτου τοῦ καί Μεταφραστοῦ, Βίος καί πολιτεία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας τοῦ Ἐλεήμονος, ΡG 114,896Α-965Α.
Ὑπάρχουν σέ κάθε ἐποχή ὁρισμένοι ἄνθρωποι, πού θαρρεῖς κι ἔχουν ἐπάνω τους τό ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ. Πιάνουν τό χέρι τοῦ Θεοῦ καί τολμοῦν γι’ αὐτόν καί τήν ὑπόθεσή του ἅλματα στό ἄπειρο. Δέν ἱκανοποιοῦνται ἀπό μιά ἥσυχη ζωή, ἀλλά τρέχουν καί κοπιάζουν γιά νά ὁδηγήσουν ψυχές στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶναι καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἐπίσκοπος Πενταπόλεως τῆς Αἰγύπτου.
Δέν πρόφθασε νά πληροφορήσει τή διακονία του στό ποίμνιο τῆς Πενταπόλεως, πού ὁ Θεός τοῦ ἐμπιστεύθηκε, γιατί τόν ἀπομάκρυνε ἀπό τόν ἐπισκοπικό θρόνο ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων. Γύρισε στήν Ἀθήνα πικραμένος καί τόσο φτωχός, ὥστε ἔγινε παροιμιώδης ἡ ἔκφραση «Πενταπόλεως καί χρήματα, δέν συμβιβάζονται». Μά δέν ἀπελπίσθηκε οὔτε ἀπογοητεύθηκε ἀπό τίς θλίψεις. Ζήτησε τή θέση τοῦ ἱεροκήρυκα στίς Μητροπόλεις Φθιώτιδος, Φωκίδος καί Εὐβοίας.
Σέ μία ἀπό τίς περιοδεῖες του ἀναφέρεται τό ἑξῆς περιστατικό.
Ἔφθασε σ’ ἕνα χωριό μέ σκοπό νά κηρύξει. Ἀμέσως κατευθύνθηκε στό σπίτι τοῦ ἱερέα. Ἐκείνη ὅμως τή στιγμή ὁ ἱερέας ἔλειπε καί στό σπίτι βρισκόταν ἡ πρεσβυτέρα μέ τά παιδιά της. Ἦταν κουρασμένη καί ἀγανακτισμένη ἀπό τίς δουλειές τῆς ἡμέρας: ἔπρεπε νά ἀνάψει τό φοῦρνο, γιά νά ψήσει τό ψωμί πού εἶχε παραγίνει, ἀλλά συγχρόνως νά καθησυχάσει καί τό μικρό παιδί της, πού ἄρρωστο ἔκλαιγε στήν κούνια του. Μόλις, λοιπόν, βλέπει τόν γέροντα ρασοφόρο στήν πόρτα της, χωρίς νά ξέρει ποιός εἶναι, ξεσπᾶ πάνω του ὅλη τήν κούραση καί τό θυμό της, γκρινιάζοντας ὅτι δέν εἶχε καιρό γιά φιλοξενία.
Ὁ ἅγιος δίχως νά φανερώσει τήν ταυτότητά του, δέχεται πρόθυμα νά τήν βοηθήσει στίς δουλειές. Ἔτσι, ἄρχισε νά κόβει ξύλα γιά τό φοῦρνο, ἐνῶ πότε-πότε κουνοῦσε τήν κούνια τοῦ μικροῦ. Σ’ αὐτήν ἀκριβῶς τή θέση τόν βρῆκε ὁ ἱερέας, ὅταν ἐπέστρεψε στό σπίτι του γιά νά προειδοποιήσει τή σύζυγό του ὅτι θά ἔρθει ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Μόλις τόν εἶδε ὁ ἱερέας τρόμαξε.
Ἀμέσως δόθηκαν οἱ ἐξηγήσεις καί ἡ πρεσβυτέρα μετανιωμένη ζήτησε γονατιστή συγγνώμη ἀπό τόν ἅγιο Νεκτάριο.
Ἡ βαθιά του ταπείνωση καί ἡ καλωσύνη του τή συγκλόνισαν καί τήν ὁδήγησαν στή μετάνοια καί τήν ἀλλαγή τῆς ζωῆς.
Τέτοια περιστατικά ἀπό τή ζωή ἁγίων μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας δηλώνουν τήν ἁγιότητά τους καί τήν ταπεινοφροσύνη. Πέρα ἀπό κάθε θαῦμα, αὐτό πού προκαλεῖ πραγματικό θαυμασμό καί σεβασμό στόν κάθε πιστό εἶναι ἡ ἀγάπη πού ἐκδηλώνεται μέ τήν ἀρετή καί κυρίως τήν ταπεινοφροσύνη. Εἶναι αὐτή πού σέ ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή θεία δόξα. Ὁ ταπεινός φέρει τά γνήσια χαρακτηριστικά τοῦ Κυρίου, γιατί παιδαγωγός, καί μέ λόγους ἀλλά πολύ περισσότερο μέ τή ζωή του, ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πάνω στή γῆ. Δύσκολος ὁ ἀγώνας γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ταπεινοφροσύνης· μεγάλη ὅμως ἡ δόξα καί βεβαία ἡ σωτηρία πού ἐξασφαλίζεις μ’ αὐτήν. Ἡ γνήσια ἐν Χριστῷ ταπεινοφροσύνη ἑλκύει τούς ἀνθρώπους κι ἔτσι τούς προσφέρει εὐκαιρίες γιά νά γνωρίσουν τόν Θεό.
«Καί γάρ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι, καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν (Μρκ 10,45).
Δ.Π.
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 154
Στήν ἱστορία πολλές φορές ἐξετάζονται παραλλήλως οἱ βίοι διασήμων ἀνδρῶν, ὥστε νά συναχθοῦν ἐπωφελῆ συμπεράσματα ἀπό τή σύγκριση τῶν χαρακτήρων καί τῶν ἐνεργειῶν τους. Μία τέτοια σύγκριση θά ἐπιχειρήσουμε μεταξύ ἑνός ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀποκλήθηκε μέγας, καί ἑνός ἄτυχου μεταρρυθμιστοῦ, γιά τόν ὁποῖο ἔντονο ἐκδηλώνεται στίς ἡμέρες μας τό ἐνδιαφέρον.
Ὁ Βασίλειος γεννήθηκε σέ περιβάλλον μέ θερμή τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἀνατράφηκε μέ ἀγάπη καί αὐστηρότητα. Ὁ Ἰουλιανός βρέφος ἔμεινε ὀρφανός ἀπό μητέρα καί σέ ἡλικία 6 ἐτῶν ὀρφάνεψε καί ἀπό πατέρα, πού ὑπῆρξε θύμα ἐκκαθαρίσεων στήν αὐτοκρατορική αὐλή μετά τό θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οἱ κηδεμόνες του φρόντισαν νά τοῦ προσφέρουν ἐθνική παιδεία ἀλλά καί τό φρόνημα τῶν αἱρετικῶν ἀρειανῶν.
Ὁ Βασίλειος ἔκανε λαμπρές σπουδές στήν Καισάρεια, στήν Κωνσταντινούπολη καί στήν Ἀθήνα καί ἔγινε πανεπιστήμων γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς του. Ὁ Ἰουλιανός σπούδασε ἐπίσης στήν Καισάρεια ἀλλά καί στή Νικομήδεια καί στήν Ἀθήνα. Ἄν καί χριστιανός (ἀρειανός), ἔδειξε νωρίς τήν προτίμησή του πρός τήν εἰδωλολατρία καί μάλιστα πρός τή θεουργία, ὅπως ὀνομαζόταν ὁ ἀποκρυφισμός στήν ἐποχή του.
Ὁ Βασίλειος ἔλαβε νωρίς τήν ἀπόφαση νά ἀφιερωθεῖ στήν Ἐκκλησία καί ἀποσύρθηκε στήν ἐρημία τοῦ Πόντου νά ἀσκητεύσει, ἀφοῦ μοίρασε τή σεβαστή περιουσία του. Ὁ Ἰουλιανός, ἐνῶ ζοῦσε μέ τό ἀπόκριμα τοῦ θανάτου, ξαφνικά βρέθηκε καίσαρας καί διοικητής τῆς Γαλατίας. Ὁ πρῶτος ἐπιδόθηκε στή μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς καί στήν ἄσκηση προκειμένου νά ἐπιτύχει τόν καθαρισμό ψυχῆς καί σώματος. Ὁ δεύτερος ἐπιδόθηκε σέ θαυμαστή αὐτοπειθαρχία καί μελέτη τῶν κειμένων τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ἰδίως τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου.
Ὁ Βασίλειος εἰσῆλθε στίς τάξεις τοῦ ὀρθοδόξου κλήρου, γιά νά προσφέρει πνευματικά καί ὑλικά. Ὁ Ἰουλιανός καλλιεργοῦσε μέχρι ἐμμονῆς τήν ἰδέα τῆς ἐπανόδου στήν εἰδωλολατρία καί αὔξανε τή δίψα τῆς ἐκδίκησης πρός τούς δολοφόνους τῶν συγγενικῶν του προσώπων. Ἐκδήλωσε ἄμετρη τήν ἀπέχθεια πρός τή χριστιανική πίστη, συνδέοντάς την ἄρρηκτα μέ τούς φονεῖς τοῦ πατέρα του. Βυθίστηκε μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου στή δαιμονική εἰδωλολατρία, μέ συνέπεια ἀρκετοί νά τόν χαρακτηρίσουν στά τελευταῖα τῆς ζωῆς του τρελό καί μανιακό. Δέν ἦταν ὅμως παρά δαιμονισμένος. Ἡ ἐνασχόλησή του μέ τόν ἀποκρυφισμό εἶχε παραμερίσει καθετί τό ἀξιόλογο τῆς θύραθεν παιδείας καί τόν ὁδήγησε τελικά στήν παράκρουση καί στό θάνατο.
Δυό ἐπιστολές πού ἀντήλλαξαν τά ἱστορικά πρόσωπα στά ὁποῖα ἀναφερόμαστε ἀποδίδουν ἀρκετά τό χαρακτήρα ἑκάστου. Ἡ πρώτη εἶναι ἀπόσπασμα δεύτερης ἐπιστολῆς τοῦ πληγωμένου αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ, καθώς σέ προηγούμενη ὁ Βασίλειος δέν εἶχε ἀπαντήσει ἤ εἶχε ἀπαντήσει κατά τρόπο πού θεώρησε ἐκεῖνος προσβλητικό.
«Ἡ εἰρηνική καί φιλάνθρωπη διάθεση, πού μέσα μου νιώθω ἀπό παιδί ὥς σήμερα νά μέ κινεῖ, μοῦ ἀπέφερε ὡς ὑπηκόους ὅλους τους λαούς τῆς ὑφηλίου. Καί νά! κάθε ἔθνος βαρβαρικό ὥς τήν ἄκρη τοῦ ὠκεανοῦ ἔρχεται, καταθέτει τά δῶρα του καί δηλώνει ὑποταγή στήν ἐξουσία μου... Μόνο ἐσύ βρέθηκες νά φρονεῖς πώς εἶσαι πέρα ἀπό κάθε ἐξουσία, διότι ντύθηκες τήν ἱεροσύνη καί μπορεῖς νά διαδίδεις ἀναιδῶς παντοῦ ὅτι εἶμαι ἀνάξιος βασιλιάς τῶν Ρωμαίων; Ἀγνοεῖς ἀλήθεια πώς εἶμαι ἀπόγονος τοῦ κράτιστου Κώνστα; Ὡστόσο, παρ᾿ ὅτι τά ἔμαθα αὐτά, πρός τό παρόν σοῦ κάνω τή χάρη καί διατηρῶ τά αἰσθήματα πού εἶχα γιά σένα, τότε πού νέοι ἐγώ κι ἐσύ κάναμε τίς ἄριστες ἐκεῖνες ἀρχαιοελληνικές σπουδές στήν Ἀθήνα.
Ἤρεμα λοιπόν, νηφάλια ἐντελῶς, σέ προστάζω νά μοῦ στείλεις χίλια λίτρα χρυσάφι... Μήπως, ἔστω καί ἀργά, σέ ἀντιμετωπίσω μέ νηφαλιότητα, μέ ἀγάπη. Ἤμουνα, βλέπεις, ἕτοιμος νά ξεθεμελιώσω τήν πόλη τῆς Καισάρειας, νά καταστρέψω τά πνευματικά της οἰκοδομήματα καί στή θέση τους νά ὑψώσω βωμούς εἰδωλολατρικούς, γιά νά καταλάβουν οἱ κάτοικοί της ὅτι ὀφείλουν νά ὑπακούουν στόν βασιλιά τῶν Ρωμαίων καί νά μή σηκώνουν κεφάλι.»
Καί τό ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἀπάντηση τοῦ Βασιλείου: «Τιποτένια τά τωρινά σου κατορθώματα καί φαῦλες οἱ ἐπιδόσεις στίς ὁποῖες πρωτεύεις. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐμένα μέ πιάνει τρόμος, σάν φέρνω στό νοῦ ὅτι φόρεσες βασιλική πορφύρα καί κόσμησες μέ στέμμα τήν ἄτιμη κεφαλή σου (τέτοια εἶναι ὅποιου δέν σέβεται τόν Θεό καί κάνει ἄτιμη τή βασιλική ἐξουσία).
Καθώς ἐπανῆλθες στό προσκήνιο, ἀπ’ ὅπου σέ ἀνέσυραν φαῦλοι δαίμονες καί μισόκαλοι, ἔγινες μεγάλος πολύ μόνο γιά τοῦτο: νά κομπάζεις πώς εἶσαι ἀνώτερος ὄχι μόνο ἀπό ἀνθρώπους ἀλλά καί ἀπό τόν Θεό τόν διο, καί νά τολμᾶς νά προσβάλλεις τήν Ἐκκλησία, τή μητέρα καί τροφό ὅλων, παραγγέλλοντας σ᾿ ἐμένα τόν πάμφτωχο νά σοῦ στείλω δέκα ἑκατοντάδες λίτρα χρυσάφι. Καί δέν μοῦ θάμπωσε τό νοῦ ἡ ποσότητα τοῦ χρυσοῦ πού μοῦ ζητᾶς, ἄν καί εἶναι ὑπερβολικά μεγάλη, ἀλλά μέ ἔκανε νά κλάψω πικρά αὐτή ἡ ταχύτατη ἀπώλειά σου.
Ἀσφαλῶς καί θυμοῦμαι τίς λαμπρές ἀρχαιοελληνικές σπουδές μας στήν Ἀθήνα. Θυμοῦμαι ὅμως καί ὅτι μαζί διαβάζαμε τίς θεόπνευστες Γραφές καί τίποτε δέν σοῦ ξέφευγε τότε. Τώρα ὅμως σέ βλέπω χωρίς στολισμό Θεοῦ, στρατευμένο σέ φρόνημα ἄλλο. Μέ ἤξερες ἀπό τότε καλά, ἤξερες πώς δέν παθαίνομαι νά κάνω χρήματα. Κι ἔρχεσαι τώρα καί ζητᾶς νά σοῦ στείλω χίλια λίτρα χρυσάφι. Κάνε τόν κόπο, Μεγαλειότατε, ἐρεύνησε καί θά μάθεις ὅτι ἔχω τόσα, ὅσα οὔτε γιά φαγητό δέν φτάνουν.»
Ὁ Βασίλειος ἐπάξια κλήθηκε μέγας, διότι κατάφερε, μέ τήν ὀρθή ἄσκηση, νά ὑπερβεῖ τίς ἀνθρώπινες μικρότητες. Ὁ Ἰουλιανός ἀνακύκλωσε τήν ἀνθρώπινη ματαιότητα. Τουλάχιστον ὅμως χαρακτηριζόταν ἀπό συνέπεια. Ὅσοι τόν θυμήθηκαν καί προσβλέπουν σ᾿ αὐτόν στίς μέρες μας, τί τάχα νά ἐπιδιώκουν; Ἀκόμη καί ἄν δέν εἶναι ἱστορική, ἔχει καί σήμερα σημασία ἡ φράση πού τοῦ ἀποδίδεται: «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε».
Εἴθε ὁ πανάγαθος Θεός, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νά κρίνει μέ ἐπιείκεια τόν τραγικό ἐχθρό τῆς Ἐκκλησίας του.
Ἀπ. Παπαδημητρίου
Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Μεταφραστοῦ, στίς 9 Νοεμβρίου, μᾶς μεταφέρει στό 886 μ.Χ. Τότε πού ὁ εὐσεβής βασιλιάς τοῦ Βυζαντίου Λέων Στ΄ ὁ Σοφός ἀντιμετωπίζει ἕνα σοβαρό πρόβλημα μ᾿ ἕνα νησί τῆς αὐτοκρατορίας του. Οἱ Ἄραβες τυραννοῦν τούς Κρῆτες μέ συνεχεῖς λεηλασίες. Εἶναι ἀνάγκη μέ τό καλό ἤ διά τῆς βίας κάτι νά γίνει. Διαλέγει γιά τή δύσκολη αὐτή ἀποστολή, μαζί μέ τόν στρατηγό του, τόν Μαγίστρο καί Λογοθέτη Συμεών, ἄνδρα μέ σοφία, ἀρετή καί ἀνδρεία.
Ὁ Συμεών πρόθυμα καί ὑπάκουα ἀναλαμβάνει τήν ἀποστολή, ζητώντας ἀπό τόν βασιλιά νά τοῦ κάνει μιά χάρη, σέ περίπτωση πού πετύχει. Καί στέφθηκε μέ ἐπιτυχία ἡ ἀποστολή, χωρίς νά γίνει πόλεμος, ἀλλά χάρη στή σοφία τῶν λόγων τοῦ Συμεών. Μά τί ἔκπληξη! Ἡ χάρη πού ζητᾶ δέν εἶναι, ὅπως ὁ Λέων περίμενε, χρήματα ἀλλά ἄδεια ν᾿ ἀποδεσμευτεῖ ἀπό τό ἀξίωμά του καί νά γίνει μοναχός! Ὁ βασιλιάς λυπᾶται πού θά στερηθεῖ ἕναν τέτοιο ἄνδρα, μά μέ δάκρυα στά μάτια τοῦ λέγει: «Ὕπαγε, τέκνον, εἰς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖον παρακάλει καί διά τάς ἰδικάς μου ἁμαρτίας».
Μέ τό πού ἐκπληρώθηκε ὁ ἱερός πόθος τῆς καρδιᾶς του, ὁ Συμεών ἐπιδίδεται, πέρα ἀπ᾿ τήν προσευχή καί τή μελέτη, καί σ᾿ ἕνα ἄλλο σπουδαῖο καί κοπιαστικό ἔργο, πού τοῦ χάρισε καί τήν προσωνυμία «Μεταφραστής». Ἔψαξε καί βρῆκε πάμπολλους βίους ἁγίων, τούς ὁποίους μετέφρασε καί ἀπέδωσε σέ γλαφυρή γλώσσα. Μιά μεγάλη προσφορά ἑνός ἁγίου στά Συναξάρια τῶν ἁγίων. Γεγονός πού ᾿χει κι αὐτό τή δική του μετάφραση: πόθος ἁγιότητας ἀπό τή μιά καί θαυμασμός ἁγιότητας ἀπό τήν ἄλλη.
Ὁ Συμεών προτίμησε στή ζωή του τόν Χριστό παρά τόν χρυσό. Ἐπιλογή ἀνερμήνευτη γιά τούς πολλούς· μά εὐνόητη γιά τούς λίγους τοῦ Θεοῦ. Ζητᾶ καί σήμερα ὁ κόσμος μεταφραστές. Ζητοῦνται μεταφραστές τῆς γλώσσας τοῦ Θεοῦ! Ζητοῦνται μεταφραστές τοῦ εὐαγγελίου! Τέτοιοι μεταφραστές θά εἶναι πάντοτε οἱ ἅγιοι καί οἱ ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί. Αὐτοί πού μεταφράζουν τή θεία θεωρία σέ πράξη. Αὐτοί πού, ὅπως ὁ ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής, ἐπέλεξαν γιά μεγαλύτερη ἀξία τῆς ζωῆς τους τό χρυσό πού ὀνομάζεται Χριστός!
Μ. Ι. Λ.
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 297
Ὑπῆρξε πιστός μιμητής τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας καί συνεχιστής τοῦ ἔργου ἐκείνων. Ἀγαποῦσε βαθιά καί μελετοῦσε μέ θεῖο ζῆλο τίς ἅγιες Γραφές. Ὁ πύρινος ἔρωτας γιά τόν θεῖο λόγο ἀποτελεῖ τήν τροφή καί τήν τρυφή τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ἀπό τά πρῶτα παιδικά του χρόνια μέχρι τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Σφραγίζει τήν ἱερή προσωπικότητά του σέ ὅλες τίς ἡλικίες: τότε πού ἀποστήθιζε ψαλμικά λόγια στό φτωχόσπιτο τῆς πολυμελοῦς οἰκογενείας του στή Σηλυβρία, ὅταν κατόπιν μέ ἐπιμέλεια κατέγραφε τά ἁγιογραφικά ρητά στά «καπνοσακκίδια τῶν καπνοπωλῶν» τῆς Κωνσταντινουπόλεως κι ἀργότερα, στήν πρώτη νιότη του, ὅταν ὡς δημοδιδάσκαλος φύτευε τή γνώση καί τό φόβο τοῦ Θεοῦ στίς ψυχές τῶν μικρῶν παιδιῶν τῆς Χίου. Μέ λαχτάρα γιά τήν προσωπική του μελέτη, ἀλλά καί γιά νά καταστήσει τά ψαλμικά λόγια οἰκειότερα καί σέ ἄλλους ἐπιδόθηκε ὥριμος πιά, ἐξόριστος ἀπό τήν ἐπισκοπή του στήν Ἀθήνα, στή μετρική ἀπόδοση τοῦ Ψαλτηρίου, πού συνηθιζόταν στήν ἐποχή του ἀλλά καί ἀργότερα.
Ζωηρός ξεπηδᾶ ὁ ἐνθουσιασμός του γιά τήν ὁλοκλήρωση αὐτῆς τῆς προσπάθειας μέσα ἀπό τή σχετική ἐπιστολή πού ἔστειλε στή γυναικεία ἱερά κοινοβιακή μονή ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ὁ ἱδρυτής καί πνευματικός πατέρας.
«Ταύτην τήν στιγμήν Θεοῦ συνεργήσαντος ἐτελείωσα τό Ψαλτήριον. Ἅπαντας τούς Ψαλμούς αὐτοῦ ἐνέτεινον εἰς μέτρα ἀρχαῖα, κατά τό ὑπόδειγμα τό ὁποῖον σᾶς ἔστειλα, μετά βραχέων ἑρμηνευτικῶν σημειώσεων. Ἤδη δύναμαι νά εἴπω ὅτι γινώσκω τόν Ψαλτῆρα. Ἤδη κατενόησα τό τῶν νοημάτων αὐτοῦ ὕψος. Ἤδη συνῃσθάνθην τό μεγαλεῖον τοῦ Ψαλτηρίου. Ἤδη ἀντελήφθην τό ἐν τοῖς Ψαλμοῖς διαπνέον πνεῦμα λατρείας πρός τό θεῖον. Ἤδη ᾐσθάνθην τόν πόθον τῆς πρός τόν Θεόν ἀνυψώσεως. Ἤδη σύνοιδα ὁποῖον πῦρ θείας ἀγάπης διαχέεται ἐν τοῖς Ψαλμοῖς. Ἤδη κατενόησα τήν διαπλαστικήν τῶν ψαλμῶν ἐπί τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδίας δύναμιν. Ἤδη ἠννόησα πόσον εἰς προσευχήν εἰσιν ἐπιτήδειοι καί εἰς ἔκφρασιν τοῦ τῆς πρός τόν Θεόν λατρείας συναισθήματος. Ἤδη κατενόησα, διατί συνεστήθη ὑπό τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς καθημερινόν ἀνάγνωσμα ἐν ταῖς προσευχαῖς τῶν ἀκολουθιῶν.
Ἐγώ τοῦ λοιποῦ, ὅταν σύν Θεῷ Ἁγίῳ τῷ καταξιώσαντί με καί φωτίσαντί με νά ἐντείνω εἰς μέτρα ἀρχαῖα τό δυσκολώτατον τοῦτο βιβλίον καί νά ἑρμηνεύσω καί καταστήσω κατανοητόν καί τερπνόν ἀνάγνωσμα, ὅταν λέγω τό ἐκτυπώσω, θά τό ἔχω ἐγκόλπιόν μου καί θά τό φέρω ἐπάνω μου ὅπου ἄν πορευθῶ. Μέ αὐτό θά αἰνῶ καί θά ὑμνῶ καί θά εὐλογῶ τόν Θεόν.
Δοξάσατε καί ὑμεῖς ἅπασαι τόν Θεόν διά τήν ἐνίσχυσιν τήν ὁποίαν μοί ἔδωκε νά φέρω εἰς πέρας τό θαυμαστόν αὐτό ἔργον. Εὐχαριστήσατε Αὐτῷ ἐπί πᾶσι καί δεηθῆτε Αὐτοῦ νά μέ ἀξιώσῃ νά τό ἐκτυπώσω καί σᾶς τό προσφέρω, ὡς δῶρον ἱερόν πρός προσευχήν καί λατρείαν τοῦ Θεοῦ.
Χαίρετε καί ἀγαλλιᾶσθε ἐν Κυρίῳ. Τῷ Κυρίῳ πρέπει αἴνεσις».
ὁ Πνευματικός ὑμῶν Πατήρ
= Ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος
Φάροι φωτεινοί οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων μας στέκουν ὁδοδεῖκτες στήν πορεία τῆς ζωῆς καί χειραγωγοί στήν λύση τῶν καθημερινῶν μας προβλημάτων. Κι εἶναι πολλές οἱ μνῆμες καί πολλά τά μηνύματα πού προβάλλουν ἀπό τό καλαντάρι τοῦ Νοεμβρίου. Ποῦ νά πρωτοσταθεῖ καί ποιό νά πρωτοδιαλέξει κανείς;
Δύο λόγοι κατακυρώνουν τήν προτίμησή μας στήν ἁγιασμένη μορφή πού τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στίς 9 Νοεμβρίου, τόν θαυματουργό καί κατασυκοφαντημένο ἅγιο ἐπίσκοπο Πενταπόλεως Νεκτάριο: Ὁ πρῶτος, ὅτι πρόκειται γιά ἕναν ἅγιο πολύ κοντινό μας τοπικά καί χρονικά, τόν ἕλληνα ἅγιο τοῦ περασμένου αἰώνα. Ὁ ἄλλος λόγος, ὅτι μᾶς παρέχει ἕνα θαυμάσιο παράδειγμα συμπεριφορᾶς, πού θά μποροῦσε νά μεταβάλει ἄμεσα τήν καθημερινότητά μας καί μάλιστα τήν ἐπιρροή πού θά θέλαμε νά ἀσκοῦμε στά παιδιά μας ὡς γονεῖς καί δάσκαλοι. Εἶναι ἡ ἀπεριόριστη ταπεινωσύνη τοῦ ἁγίου ἐκφρασμένη ὄχι μέ σπουδαῖες διδαχές καί νουθεσίες, ἀλλά μέ τήν θυσιαστική πράξη του.
Ἀπόφοιτοι τῆς Ριζαρείου Σχολῆς, τήν ὁποία διηύθυνε ὁ ἅγιος Νεκτάριος, συγκλονισμένοι καί μετά ἀπό πολλά χρόνια μιλοῦσαν γιά τό θαῦμα τοῦ σεπτοῦ σχολάρχη τους. Ποιό ἦταν αὐτό; Ἀργά τήν νύχτα, ὅταν ὅλοι κοιμόντουσαν, ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀνασκουμπωμένος καθάριζε τούς βοηθητικούς χώρους ἀναπληρώνοντας ἔτσι τήν παράλειψη τῶν ὑπευθύνων γιά τό ἔργο αὐτό. Γιά νά μήν τιμωρηθοῦν ἐκεῖνοι, ὑπέβαλλε τόν ἑαυτό του σ᾿ αὐτή τήν θυσία. Ὅταν κάποιος τόν εἶδε καί διαδόθηκε ἀνάμεσα στούς μαθητές ἡ πράξη του, συγκλονίσθηκαν ὅλοι. Ἀπό τότε οἱ βοηθητικοί χῶροι ἔλαμπαν ἀπό καθαριότητα. Νά πῶς ἐφαρμόζεται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος» (Μρ 9,35). Νά πῶς ἐνεργεῖ ὁ ἄξιος τῆς ἀποστολῆς του παιδαγωγός. Νά πῶς θρονιάζεται πρότυπο καί ἴνδαλμα στίς ψυχές τῶν παιδιῶν!
Συχνά παραπονούμαστε, γονεῖς καί δάσκαλοι, διότι τά παιδιά μας δέν ἀναγνωρίζουν τίς πολλές θυσίες πού κάνουμε γι᾿ αὐτά. Ἀλλά καμία θυσία δέν μπορεῖ νά ἀποδώσει, ἄν δέν προηγηθεῖ ἡ θυσία τοῦ ἐγωισμοῦ μας. Ἄν πραγματικά θέλουμε νά βοηθήσουμε τά παιδιά μας, πού ἐπαναστατημένα ἀρνοῦνται νά ὑπακούσουν στίς συμβουλές καί πολύ περισσότερο στίς διαταγές καί στίς ἀπειλές μας, πού ἀγριεμένα ἀμφισβητοῦν καί ἀπορρίπτουν κάθε αὐθεντία, πρέπει νά τό καταλάβουμε: Δέν θά ἐπιβληθοῦμε μέ τήν διαταγή. Ἀπαιτεῖται ἀγωγή, ἡ ὁποία ἀσκεῖται μέ τό παράδειγμα. Εἶναι βέβαια ὀδυνηρό γιά τόν δάσκαλο καί τόν γονιό, γίνεται ὅμως γιά τό παιδί τό πιό ἐπαγωγικό καί πειστικό μάθημα.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Πολλά θαύματα ἔκανε ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Μά τό πιό μεγάλο θαῦμα παραμένει αὐτή ἡ ἴδια ἡ ζωή καί ἡ προσωπικότητα τοῦ ἁγίου, ἡ ἀσύλληπτη δύναμή του νά μένει ἄκακος, εἰρηνικός καί χαρούμενος στίς φοβερές ἐπιθέσεις τοῦ κακοῦ πού δέχθηκε. Γι᾿ αὐτή τή χαρά, καρπό τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γράφει ὁ ἴδιος στό κείμενο πού ἀκολουθεῖ, τό ὁποῖο εἶχε δημοσιευθεῖ στό περιοδικό "᾿Αναμόρφωσις" τό 1904. Σᾶς τό προσφέρουμε σέ ἁπλουστευμένη γλῶσσα, ὡς ἕνα μήνυμα-εὐλογία ἀπό τόν ἅγιο πατέρα τοῦ περασμένου αἰώνα.
Χαρά! Λέξη προσφιλής, λέξη ἐπιπόθητη, λέξη πού συγκινεῖ τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, λέξη πού δηλώνει ἀγαλλίαση, λέξη πού σημαίνει εὐφροσύνη, λέξη πού ἐκφράζει πνευματική τέρψη καί ἡδονή.
Χαρά! Μέ ποιά λόγια νά περιγράψω τό συναίσθημα πού ἐσύ ξυπνᾶς στήν καρδιά; Μέ ποιό πινέλλο τήν εἰκόνα σου νά εἰκονίσω, ἤ μέ ποιό τρόπο τόν μυστικό σου χαρακτήρα νά ἐκδηλώσω μέ λόγια; Καμία δύναμη μέσα μου δέν μπορεῖ ν᾿ ἀσχοληθεῖ μέ τό μυστήριο· καμία φωνή δέν πετυχαίνει νά ἐκφράσει τήν ἐνέργειά του.
Εἶναι μυστική ἡ χαρά, κρύβεται στά μύχια τῆς καρδιᾶς καί μόνο στήν ψυχή ἐμφανίζεται. Αὐτή τήν κάνει νά σκιρτᾶ μέ εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση· αὐτή σάν θεῖο ποτό μεθᾶ τήν ψυχή· αὐτή ἔγινε ἡ ποθητή τρυφή τῆς ψυχῆς· αὐτή περισσότερο ἀπό μέλι καί κηρήθρα γλυκαίνει τή γλῶσσα ἐκείνου πού εἶναι γεμάτος χαρά· αὐτή τονίζει στήν καρδιά ὕμνους, πού ἀτονοῦν νά ἐκφράσουν τά χείλη.
῾Η καρδιά λαλεῖ καί τά χείλη σιωποῦν· τό ὑπερφυσικό μυστικά λειτουργεῖται.
῾Η καρδιά χαίρεται, διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σκήνωσε μέσα της.
῾Η καρδιά χαίρεται, διότι αἰσθάνθηκε νά γεμίζει ἀπό τό ποθητό ἀγαθό.
῾Η καρδιά χαίρεται, διότι ἔλαβε μυστική τήν πληροφορία, ὅτι ὁ Θεός τήν ἀγάπησε.
῾Η καρδιά χαίρεται, διότι ἡ εἰρήνη, ἡ γαλήνη, ἡ ἠρεμία καί ἡ ἀταραξία βασιλεύουν μέσα της.
῾Η καρδιά χαίρεται, διότι κατανόησε μέ τήν πίστη τόν Κύριο.
῾Η καρδιά χαίρεται, διότι μέ τήν ἐλπίδα ἤλεγξε τήν ὑπόσταση τῶν μελλόντων ἀγαθῶν.
῾Η καρδιά χαίρεται, διότι μέ τήν ἀγάπη ἔνιωσε τόν Κύριο νά κατοικεῖ μέσα της.
῏Ω χαρά ἁγία!
῏Ω χαρά, ἀρχή τῆς ἀπολαύσεως τοῦ παραδείσου!
῏Ω χαρά, ἡδονῆς ἀνεκφράστου προάγγελε!
᾿Εσένα ποθῶ, ἐσένα ἐπιζητῶ. Κι ἐσένα κατέχοντας ὡς ἀρραβώνα στή γῆ, εἴθε νά ἀξιωθῶ καί τῆς Οὐρανίου χαρᾶς, ὅπου «ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καί ἡ ἀνέκφραστος ἡδονή τῶν καθορώντων τοῦ θείου προσώπου τό κάλλος τό ἄρρητον». ᾿Αμήν.
Φαιδρύνει μές στήν καρδιά τοῦ φθινοπώρου τήν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης καί λαμπρύνει μέ τήν λάμψη τῆς ἁγιότητος τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἡ μνήμη τοῦ Δημητρίου κάθε χρόνο. Ἕνας ἅγιος πού στέκεται τόσο κοντά στά χρόνια τῶν ἀποστόλων, ἀλλά καί τόσο κοντά στίς καρδιές τῶν Νεοελλήνων, ἕνας νέος πού ἔχει τήν χάρη τοῦ μαρτυρίου καί τήν δόξα τῆς ἁγνότητος, δέν μπορεῖ παρά ἰδιαίτερα νά μᾶς συγκινεῖ. Μέ τήν νιότη του ἀγγίζει τά νιάτα, μέ τήν ζωή του χαράζει δρόμους ζωῆς, μέ τήν πίστη του ἐμπνέει τούς πιστούς.
Γεννήθηκε στά τέλη τοῦ γ΄ αἰῶνος στήν Θεσσαλονίκη καί ἀνατράφηκε σέ οἰκογένεια ἐπίσημη καί ἀριστοκρατική. Βαπτίσθηκε νωρίς χριστιανός, καί νεαρός ἀναδείχθηκε διδάσκαλος τοῦ εὐαγγελίου. Τό ἀληθινό του μεγαλεῖο ὅμως δέν θά τό βροῦμε στούς τίτλους του ἀλλά σέ δύο λέξεις πού ποτίζουν τήν ζωή του καί ἀρδεύουν τήν Ὀρθοδοξία· τό μύρο καί τό αἷμα, πού πρόσφερε στόν Χριστό. Μέσα σ' αὐτά τά στοιχεῖα κλείνεται σάν σέ πολύτιμες φιάλες τό ἀπόσταγμα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Δημητρίου, πού παίρνει ἡ Ἐκκλησία καί κερνᾶ μέ αὐτό τούς πιστούς.
Γνώρισμα λαμπρό τοῦ ἁγίου εἶναι ἡ παρθενία, πού ἄσκησε μέ μία τέλεια ἀφιέρωση στόν Θεό. Ὁ Δημήτριος κράτησε καθαρή τήν σκέψη καί τήν καρδιά του, ἁγνό τό σῶμα του καί ἅγια τήν ψυχή του, δοσμένη ὁλοκληρωτικά στόν Κύριο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τόν χαρακτηρίζει ὅσιο, παρθένο, πάγκαλο καί παναμώμητο. Δέν ἦταν ὅμως μοναχός οὔτε κληρικός. Παρέμεινε λαϊκός καί εἶχε ἔργο του κύριο τό κήρυγμα καί τήν διδασκαλία τοῦ εὐαγγελίου. Προικισμένος μέ διδακτικό χάρισμα, συγκέντρωνε πλήθη Θεσσαλονικέων στήν Χαλκευτική Στοά καί μέ παρρησία, «ἀπτοήτῳ γλώσσῃ», κατά τόν Λέοντα Σοφό, εὐαγγελιζόταν στόν εἰδωλολατρικό κόσμο τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Κατέστησε ἔτσι τόν ἑαυτό του ὁ ἅγιος σκεῦος εὐωδιαστό πού ἀνέβλυζε τήν ὀσμή τῆς ζωῆς στούς γύρω του (πρβλ. Β΄ Κο 2,14.16). Καί ὅταν ἀργότερα οἱ χριστιανοί βρέθηκαν μπρός στό ἁγιασμένο νερό τοῦ πηγαδιοῦ, μέσα στό ὁποῖο ἔρριξαν τό νεκρό σῶμα τοῦ μάρτυρος, αὐθόρμητα συνεδύασαν τό μύρο τοῦ τάφου μέ τήν εὐωδία τῆς ἁγνότητος καί τό εἶδαν ὡς σύμβολο παρθενίας. Σχολιάζει ἐμπνευσμένα ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας προσφωνώντας τόν Δημήτριο· «Ὦ σύ, πού δέν φάνηκες μόνο ὁ ἴδιος εὐωδία Χριστοῦ, ἀλλά καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους συνιστοῦσες τό "κενωθέν μύρον"· ὦ σύ, πού ἄφησες πρῶτα μέν αἷμα, τώρα δέ μύρο ἀπό τίς πληγές σου, ἤ μᾶλλον καί τώρα ὄχι λιγώτερο ἀπό πρίν αἷμα· διότι τό σῶμα σου, πού πληγώθηκε ἀπό χτυπήματα καί τραύματα τότε, ἀνέβλυσε μύρο· ἀφοῦ καθόλου δέν ἔλειπε ἡ καθαρότητα καί ἡ ἁγνότητα καί ἡ παρθενία, μετέσχε στήν εὐωδία τοῦ πνεύματος καί τό αἷμα κατέστη τό ἴδιο μύρο».
Ἄν τό μύρο συμβολίζει τήν παρθενία τοῦ Δημητρίου, τό αἷμα δηλώνει τό μαρτύριό του. Ὁ ἅγιος ὑπῆρξε παρθένος ἀλλά καί ὁμολογητής· ὑπῆρξε διδάσκαλος ἀλλά καί ἀθλητής. Ὁμολόγησε τήν πίστη του μπροστά στόν αὐτοκράτορα τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους -πού βρέθηκε ἐκεῖνες τίς μέρες στήν Θεσσαλονίκη ἐπιστρέφοντας ἀπό μία ἐκστρατεία- καί ἄθλησε γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ παλεύοντας μέ τόν θάνατο. Ὑπακούοντας στήν προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεο, πρῶτος αὐτός γεύθηκε τούς καρπούς τῆς διδασκαλίας του, τό μαρτύριο, δηλαδή, καί τήν δόξα του, ὅπως ὁ καλός γεωργός μεταλαμβάνει πρῶτος ἀπό τούς καρπούς τῶν κόπων του (Β΄ Τι 2,6). Φυλακισμένος μέσα στά λουτρά καί ἀποδυτήρια τοῦ σταδίου, λογχίστηκε, μόλις ἔγινε μαθευτό ὅτι «ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου» βοήθησε τόν Νέστορα νά νικήσει τόν φοβερό μονομάχο Λυαῖο. Τό σῶμα του ρίχτηκε μέσα σέ ἕνα πηγάδι τῶν λουτρῶν καί τό αἷμα του πορφύρωσε τό νερό κάνοντάς το μύρο.
Ἀλλά τό μύρο καί τό αἷμα τοῦ Δημητρίου θά ἔμενε περιβεβλημένο μόνο μέ ἀνθρώπινη αἴγλη, ἄν τό περιορίζαμε στό πλαίσιο μιᾶς ἁπλῆς θυσίας, μεγαλειώδους ὁπωσδήποτε καί ἡρωικῆς, ὅπως εἶναι κάθε θυσία ἀνθρώπου γιά μιά πίστη. Ἡ θυσία ὅμως τοῦ ἁγίου ἔχει ἄλλες διαστάσεις, πού ξεφεύγουν ἀπό τά μέτρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί τήν περιβάλλουν μέ φωτοστέφανο θεϊκό. Συντελεῖται ὡς μίμηση Θεοῦ καί ἐπιτελεῖται ἐν ἀγάπῃ, «καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησεν ἡμᾶς καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμήν εὐωδίας» (Ἐφ 5,1-2). Ἔτσι, ἐνῶ τά κόκκαλα τῶν ἡρώων στηρίζουν τίς πατρίδες καί τίς κοινωνίες, πού συντηροῦν τήν ἀνθρωπότητα, τά λείψανα τῶν μαρτύρων στηρίζουν τίς ἅγιες Τράπεζες, πού τρέφουν μέ αἰώνια τροφή τήν φθαρτή μας φύση. Καί ὁ Δημήτριος, «ὁ σοφώτατος ἐν διδαχαῖς καί στεφανίτης ἐν μάρτυσι», δέν ἔκανε τίποτε λιγώτερο, παρά μιμήθηκε τόν Χριστό.
«Μύρον ἐκκενωθέν ὄνομά σου», εἶναι τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου στό Ἆσμα Ἀσμάτων (1,3), στό ὁποῖο οἱ πατέρες ἀκοῦνε τό γλυκύτατο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι τό μύρο πού χύνεται στόν κόσμο πού βρωμάει καί ἀποσυντίθεται ἀπό τήν ἀσέβεια καί τήν διαφθορά. Χύνεται μέ τόν λόγο καί τήν διδασκαλία τοῦ εὐαγγελίου καί ἀλλάζει τήν ἀτμόσφαιρα, μές στήν ὁποία ἀναπνέουν οἱ ψυχές, δημιουργεῖ μία καινή καί ὄμορφη κτίση, ξαναγεννᾶ καινούργιο καί ὡραῖο τόν ἄνθρωπο. Αὐτό τό μύρο εἶχε πάνω του ὁ Δημήτριος καί μοσχοβολοῦσε. Αἷμα ἔσταξε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πάνω στόν Σταυρό, ὅταν ἡ λόγχη τρύπησε τήν πανάχραντη πλευρά του, καί μέ τό αἷμα του μπολιάζει τήν ἄρρωστη ἀνθρωπότητα καί τῆς δίνει ζωή, τήν ἁγιάζει, τήν θεώνει. Καί ὁ Δημήτριος μέ τά λογχισμένα του μέλη ἀναζωγράφησε μπροστά μας τό πάθος τοῦ Χριστοῦ καί στάζοντας ἀπό τό αἷμα του προσφέρθηκε σ' Ἐκεῖνον πού ἔχυσε τό τίμιο αἷμα του γι' αὐτόν. Ἔγινε μιμητής Χριστοῦ, μυροβλήτης καί μεγαλομάρτυς, δόξασε τόν Κύριο καί τώρα δοξάζεται ἀπό αὐτόν.
Σήμερα ἡ ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης μαζί μέ τούς ἄλλους θησαυρούς της κρατᾶ ὁλοζώντανο στήν μνήμη καί στήν ζωή της τόν Δημήτριο, πού κι αὐτός ἀπό τήν «Χώρα τῶν ζώντων» προσεύχεται γιά τά παιδιά της, ὅπως καί γιά τά παιδιά ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας. Ζῆ τήν προστασία του σέ ποικίλους κινδύνους, ἐπικαλεῖται τήν πρεσβεία του καί γιορτάζει μαζί του τίς νίκες πού τῆς χαρίζει ὁ Θεός, ὅταν ἐν ὀνόματι Χριστοῦ κατατροπώνει ἀντίθεες καί ἀντίχριστες δυνάμεις. Χρειάζεται ὅμως νά ἀκούει καί τόν «σοφόν μάρτυρα», πού δέν ἔπαυσε ποτέ νά κηρύττει, χρειάζεται νά μιμεῖται τόν στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ, πού κατεπάλαισε τόν πονηρό. Τό χρέος μας αὐτό τό συνοψίζει σέ μία προτροπή του -πρός τούς Θεσσαλονικεῖς εἰδικά- ὁ Ἰσίδωρος, ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως στά τέλη του 14ου αἰ. «Ἐμεῖς, πατέρες καί ἀδελφοί, πού προεξάρχουμε σ' αὐτήν τήν πανήγυρη, ἄς μελετήσουμε τά μύρα τοῦ μυροβλήτου Δημητρίου καί ὅπως ἐκεῖνα ἀναβλύζουν ἀπό τήν θεία του σάρκα λόγῳ τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς καθαρότητος, ἔτσι κι ἐμεῖς νά ἁρμόσουμε τούς ἑαυτούς μας στήν καθαρότητα καί νά τούς ἑτοιμάσουμε γιά νά κατοικήσει μέσα μας τό θεῖο Πνεῦμα, ὥστε νά μπορέσουμε νά πηγάσουμε ἄλλα μύρα ἱερῶν χαρισμάτων».
Στέργιος Ν. Σάκκος