Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Συμεών τοῦ Μεταφραστοῦ, στίς 9 Νοεμβρίου, μᾶς μεταφέρει στό 886 μ.Χ. Τότε πού ὁ εὐσεβής βασιλιάς τοῦ Βυζαντίου Λέων Στ΄ ὁ Σοφός ἀντιμετωπίζει ἕνα σοβαρό πρόβλημα μ᾿ ἕνα νησί τῆς αὐτοκρατορίας του. Οἱ Ἄραβες τυραννοῦν τούς Κρῆτες μέ συνεχεῖς λεηλασίες. Εἶναι ἀνάγκη μέ τό καλό ἤ διά τῆς βίας κάτι νά γίνει. Διαλέγει γιά τή δύσκολη αὐτή ἀποστολή, μαζί μέ τόν στρατηγό του, τόν Μαγίστρο καί Λογοθέτη Συμεών, ἄνδρα μέ σοφία, ἀρετή καί ἀνδρεία.
Ὁ Συμεών πρόθυμα καί ὑπάκουα ἀναλαμβάνει τήν ἀποστολή, ζητώντας ἀπό τόν βασιλιά νά τοῦ κάνει μιά χάρη, σέ περίπτωση πού πετύχει. Καί στέφθηκε μέ ἐπιτυχία ἡ ἀποστολή, χωρίς νά γίνει πόλεμος, ἀλλά χάρη στή σοφία τῶν λόγων τοῦ Συμεών. Μά τί ἔκπληξη! Ἡ χάρη πού ζητᾶ δέν εἶναι, ὅπως ὁ Λέων περίμενε, χρήματα ἀλλά ἄδεια ν᾿ ἀποδεσμευτεῖ ἀπό τό ἀξίωμά του καί νά γίνει μοναχός! Ὁ βασιλιάς λυπᾶται πού θά στερηθεῖ ἕναν τέτοιο ἄνδρα, μά μέ δάκρυα στά μάτια τοῦ λέγει: «Ὕπαγε, τέκνον, εἰς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖον παρακάλει καί διά τάς ἰδικάς μου ἁμαρτίας».
Μέ τό πού ἐκπληρώθηκε ὁ ἱερός πόθος τῆς καρδιᾶς του, ὁ Συμεών ἐπιδίδεται, πέρα ἀπ᾿ τήν προσευχή καί τή μελέτη, καί σ᾿ ἕνα ἄλλο σπουδαῖο καί κοπιαστικό ἔργο, πού τοῦ χάρισε καί τήν προσωνυμία «Μεταφραστής». Ἔψαξε καί βρῆκε πάμπολλους βίους ἁγίων, τούς ὁποίους μετέφρασε καί ἀπέδωσε σέ γλαφυρή γλώσσα. Μιά μεγάλη προσφορά ἑνός ἁγίου στά Συναξάρια τῶν ἁγίων. Γεγονός πού ᾿χει κι αὐτό τή δική του μετάφραση: πόθος ἁγιότητας ἀπό τή μιά καί θαυμασμός ἁγιότητας ἀπό τήν ἄλλη.
Ὁ Συμεών προτίμησε στή ζωή του τόν Χριστό παρά τόν χρυσό. Ἐπιλογή ἀνερμήνευτη γιά τούς πολλούς· μά εὐνόητη γιά τούς λίγους τοῦ Θεοῦ. Ζητᾶ καί σήμερα ὁ κόσμος μεταφραστές. Ζητοῦνται μεταφραστές τῆς γλώσσας τοῦ Θεοῦ! Ζητοῦνται μεταφραστές τοῦ εὐαγγελίου! Τέτοιοι μεταφραστές θά εἶναι πάντοτε οἱ ἅγιοι καί οἱ ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί. Αὐτοί πού μεταφράζουν τή θεία θεωρία σέ πράξη. Αὐτοί πού, ὅπως ὁ ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής, ἐπέλεξαν γιά μεγαλύτερη ἀξία τῆς ζωῆς τους τό χρυσό πού ὀνομάζεται Χριστός!
Μ. Ι. Λ.
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 297
Ὑπῆρξε πιστός μιμητής τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας μας καί συνεχιστής τοῦ ἔργου ἐκείνων. Ἀγαποῦσε βαθιά καί μελετοῦσε μέ θεῖο ζῆλο τίς ἅγιες Γραφές. Ὁ πύρινος ἔρωτας γιά τόν θεῖο λόγο ἀποτελεῖ τήν τροφή καί τήν τρυφή τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ἀπό τά πρῶτα παιδικά του χρόνια μέχρι τίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του. Σφραγίζει τήν ἱερή προσωπικότητά του σέ ὅλες τίς ἡλικίες: τότε πού ἀποστήθιζε ψαλμικά λόγια στό φτωχόσπιτο τῆς πολυμελοῦς οἰκογενείας του στή Σηλυβρία, ὅταν κατόπιν μέ ἐπιμέλεια κατέγραφε τά ἁγιογραφικά ρητά στά «καπνοσακκίδια τῶν καπνοπωλῶν» τῆς Κωνσταντινουπόλεως κι ἀργότερα, στήν πρώτη νιότη του, ὅταν ὡς δημοδιδάσκαλος φύτευε τή γνώση καί τό φόβο τοῦ Θεοῦ στίς ψυχές τῶν μικρῶν παιδιῶν τῆς Χίου. Μέ λαχτάρα γιά τήν προσωπική του μελέτη, ἀλλά καί γιά νά καταστήσει τά ψαλμικά λόγια οἰκειότερα καί σέ ἄλλους ἐπιδόθηκε ὥριμος πιά, ἐξόριστος ἀπό τήν ἐπισκοπή του στήν Ἀθήνα, στή μετρική ἀπόδοση τοῦ Ψαλτηρίου, πού συνηθιζόταν στήν ἐποχή του ἀλλά καί ἀργότερα.
Ζωηρός ξεπηδᾶ ὁ ἐνθουσιασμός του γιά τήν ὁλοκλήρωση αὐτῆς τῆς προσπάθειας μέσα ἀπό τή σχετική ἐπιστολή πού ἔστειλε στή γυναικεία ἱερά κοινοβιακή μονή ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ὁ ἱδρυτής καί πνευματικός πατέρας.
«Ταύτην τήν στιγμήν Θεοῦ συνεργήσαντος ἐτελείωσα τό Ψαλτήριον. Ἅπαντας τούς Ψαλμούς αὐτοῦ ἐνέτεινον εἰς μέτρα ἀρχαῖα, κατά τό ὑπόδειγμα τό ὁποῖον σᾶς ἔστειλα, μετά βραχέων ἑρμηνευτικῶν σημειώσεων. Ἤδη δύναμαι νά εἴπω ὅτι γινώσκω τόν Ψαλτῆρα. Ἤδη κατενόησα τό τῶν νοημάτων αὐτοῦ ὕψος. Ἤδη συνῃσθάνθην τό μεγαλεῖον τοῦ Ψαλτηρίου. Ἤδη ἀντελήφθην τό ἐν τοῖς Ψαλμοῖς διαπνέον πνεῦμα λατρείας πρός τό θεῖον. Ἤδη ᾐσθάνθην τόν πόθον τῆς πρός τόν Θεόν ἀνυψώσεως. Ἤδη σύνοιδα ὁποῖον πῦρ θείας ἀγάπης διαχέεται ἐν τοῖς Ψαλμοῖς. Ἤδη κατενόησα τήν διαπλαστικήν τῶν ψαλμῶν ἐπί τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδίας δύναμιν. Ἤδη ἠννόησα πόσον εἰς προσευχήν εἰσιν ἐπιτήδειοι καί εἰς ἔκφρασιν τοῦ τῆς πρός τόν Θεόν λατρείας συναισθήματος. Ἤδη κατενόησα, διατί συνεστήθη ὑπό τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς καθημερινόν ἀνάγνωσμα ἐν ταῖς προσευχαῖς τῶν ἀκολουθιῶν.
Ἐγώ τοῦ λοιποῦ, ὅταν σύν Θεῷ Ἁγίῳ τῷ καταξιώσαντί με καί φωτίσαντί με νά ἐντείνω εἰς μέτρα ἀρχαῖα τό δυσκολώτατον τοῦτο βιβλίον καί νά ἑρμηνεύσω καί καταστήσω κατανοητόν καί τερπνόν ἀνάγνωσμα, ὅταν λέγω τό ἐκτυπώσω, θά τό ἔχω ἐγκόλπιόν μου καί θά τό φέρω ἐπάνω μου ὅπου ἄν πορευθῶ. Μέ αὐτό θά αἰνῶ καί θά ὑμνῶ καί θά εὐλογῶ τόν Θεόν.
Δοξάσατε καί ὑμεῖς ἅπασαι τόν Θεόν διά τήν ἐνίσχυσιν τήν ὁποίαν μοί ἔδωκε νά φέρω εἰς πέρας τό θαυμαστόν αὐτό ἔργον. Εὐχαριστήσατε Αὐτῷ ἐπί πᾶσι καί δεηθῆτε Αὐτοῦ νά μέ ἀξιώσῃ νά τό ἐκτυπώσω καί σᾶς τό προσφέρω, ὡς δῶρον ἱερόν πρός προσευχήν καί λατρείαν τοῦ Θεοῦ.
Χαίρετε καί ἀγαλλιᾶσθε ἐν Κυρίῳ. Τῷ Κυρίῳ πρέπει αἴνεσις».
ὁ Πνευματικός ὑμῶν Πατήρ
= Ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος
Φάροι φωτεινοί οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων μας στέκουν ὁδοδεῖκτες στήν πορεία τῆς ζωῆς καί χειραγωγοί στήν λύση τῶν καθημερινῶν μας προβλημάτων. Κι εἶναι πολλές οἱ μνῆμες καί πολλά τά μηνύματα πού προβάλλουν ἀπό τό καλαντάρι τοῦ Νοεμβρίου. Ποῦ νά πρωτοσταθεῖ καί ποιό νά πρωτοδιαλέξει κανείς;
Δύο λόγοι κατακυρώνουν τήν προτίμησή μας στήν ἁγιασμένη μορφή πού τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στίς 9 Νοεμβρίου, τόν θαυματουργό καί κατασυκοφαντημένο ἅγιο ἐπίσκοπο Πενταπόλεως Νεκτάριο: Ὁ πρῶτος, ὅτι πρόκειται γιά ἕναν ἅγιο πολύ κοντινό μας τοπικά καί χρονικά, τόν ἕλληνα ἅγιο τοῦ περασμένου αἰώνα. Ὁ ἄλλος λόγος, ὅτι μᾶς παρέχει ἕνα θαυμάσιο παράδειγμα συμπεριφορᾶς, πού θά μποροῦσε νά μεταβάλει ἄμεσα τήν καθημερινότητά μας καί μάλιστα τήν ἐπιρροή πού θά θέλαμε νά ἀσκοῦμε στά παιδιά μας ὡς γονεῖς καί δάσκαλοι. Εἶναι ἡ ἀπεριόριστη ταπεινωσύνη τοῦ ἁγίου ἐκφρασμένη ὄχι μέ σπουδαῖες διδαχές καί νουθεσίες, ἀλλά μέ τήν θυσιαστική πράξη του.
Ἀπόφοιτοι τῆς Ριζαρείου Σχολῆς, τήν ὁποία διηύθυνε ὁ ἅγιος Νεκτάριος, συγκλονισμένοι καί μετά ἀπό πολλά χρόνια μιλοῦσαν γιά τό θαῦμα τοῦ σεπτοῦ σχολάρχη τους. Ποιό ἦταν αὐτό; Ἀργά τήν νύχτα, ὅταν ὅλοι κοιμόντουσαν, ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀνασκουμπωμένος καθάριζε τούς βοηθητικούς χώρους ἀναπληρώνοντας ἔτσι τήν παράλειψη τῶν ὑπευθύνων γιά τό ἔργο αὐτό. Γιά νά μήν τιμωρηθοῦν ἐκεῖνοι, ὑπέβαλλε τόν ἑαυτό του σ᾿ αὐτή τήν θυσία. Ὅταν κάποιος τόν εἶδε καί διαδόθηκε ἀνάμεσα στούς μαθητές ἡ πράξη του, συγκλονίσθηκαν ὅλοι. Ἀπό τότε οἱ βοηθητικοί χῶροι ἔλαμπαν ἀπό καθαριότητα. Νά πῶς ἐφαρμόζεται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος» (Μρ 9,35). Νά πῶς ἐνεργεῖ ὁ ἄξιος τῆς ἀποστολῆς του παιδαγωγός. Νά πῶς θρονιάζεται πρότυπο καί ἴνδαλμα στίς ψυχές τῶν παιδιῶν!
Συχνά παραπονούμαστε, γονεῖς καί δάσκαλοι, διότι τά παιδιά μας δέν ἀναγνωρίζουν τίς πολλές θυσίες πού κάνουμε γι᾿ αὐτά. Ἀλλά καμία θυσία δέν μπορεῖ νά ἀποδώσει, ἄν δέν προηγηθεῖ ἡ θυσία τοῦ ἐγωισμοῦ μας. Ἄν πραγματικά θέλουμε νά βοηθήσουμε τά παιδιά μας, πού ἐπαναστατημένα ἀρνοῦνται νά ὑπακούσουν στίς συμβουλές καί πολύ περισσότερο στίς διαταγές καί στίς ἀπειλές μας, πού ἀγριεμένα ἀμφισβητοῦν καί ἀπορρίπτουν κάθε αὐθεντία, πρέπει νά τό καταλάβουμε: Δέν θά ἐπιβληθοῦμε μέ τήν διαταγή. Ἀπαιτεῖται ἀγωγή, ἡ ὁποία ἀσκεῖται μέ τό παράδειγμα. Εἶναι βέβαια ὀδυνηρό γιά τόν δάσκαλο καί τόν γονιό, γίνεται ὅμως γιά τό παιδί τό πιό ἐπαγωγικό καί πειστικό μάθημα.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Πολλά θαύματα ἔκανε ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Μά τό πιό μεγάλο θαῦμα παραμένει αὐτή ἡ ἴδια ἡ ζωή καί ἡ προσωπικότητα τοῦ ἁγίου, ἡ ἀσύλληπτη δύναμή του νά μένει ἄκακος, εἰρηνικός καί χαρούμενος στίς φοβερές ἐπιθέσεις τοῦ κακοῦ πού δέχθηκε. Γι᾿ αὐτή τή χαρά, καρπό τοῦ ἁγίου Πνεύματος, γράφει ὁ ἴδιος στό κείμενο πού ἀκολουθεῖ, τό ὁποῖο εἶχε δημοσιευθεῖ στό περιοδικό "᾿Αναμόρφωσις" τό 1904. Σᾶς τό προσφέρουμε σέ ἁπλουστευμένη γλῶσσα, ὡς ἕνα μήνυμα-εὐλογία ἀπό τόν ἅγιο πατέρα τοῦ περασμένου αἰώνα.
Χαρά! Λέξη προσφιλής, λέξη ἐπιπόθητη, λέξη πού συγκινεῖ τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, λέξη πού δηλώνει ἀγαλλίαση, λέξη πού σημαίνει εὐφροσύνη, λέξη πού ἐκφράζει πνευματική τέρψη καί ἡδονή.
Χαρά! Μέ ποιά λόγια νά περιγράψω τό συναίσθημα πού ἐσύ ξυπνᾶς στήν καρδιά; Μέ ποιό πινέλλο τήν εἰκόνα σου νά εἰκονίσω, ἤ μέ ποιό τρόπο τόν μυστικό σου χαρακτήρα νά ἐκδηλώσω μέ λόγια; Καμία δύναμη μέσα μου δέν μπορεῖ ν᾿ ἀσχοληθεῖ μέ τό μυστήριο· καμία φωνή δέν πετυχαίνει νά ἐκφράσει τήν ἐνέργειά του.
Εἶναι μυστική ἡ χαρά, κρύβεται στά μύχια τῆς καρδιᾶς καί μόνο στήν ψυχή ἐμφανίζεται. Αὐτή τήν κάνει νά σκιρτᾶ μέ εὐφροσύνη καί ἀγαλλίαση· αὐτή σάν θεῖο ποτό μεθᾶ τήν ψυχή· αὐτή ἔγινε ἡ ποθητή τρυφή τῆς ψυχῆς· αὐτή περισσότερο ἀπό μέλι καί κηρήθρα γλυκαίνει τή γλῶσσα ἐκείνου πού εἶναι γεμάτος χαρά· αὐτή τονίζει στήν καρδιά ὕμνους, πού ἀτονοῦν νά ἐκφράσουν τά χείλη.
῾Η καρδιά λαλεῖ καί τά χείλη σιωποῦν· τό ὑπερφυσικό μυστικά λειτουργεῖται.
῾Η καρδιά χαίρεται, διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σκήνωσε μέσα της.
῾Η καρδιά χαίρεται, διότι αἰσθάνθηκε νά γεμίζει ἀπό τό ποθητό ἀγαθό.
῾Η καρδιά χαίρεται, διότι ἔλαβε μυστική τήν πληροφορία, ὅτι ὁ Θεός τήν ἀγάπησε.
῾Η καρδιά χαίρεται, διότι ἡ εἰρήνη, ἡ γαλήνη, ἡ ἠρεμία καί ἡ ἀταραξία βασιλεύουν μέσα της.
῾Η καρδιά χαίρεται, διότι κατανόησε μέ τήν πίστη τόν Κύριο.
῾Η καρδιά χαίρεται, διότι μέ τήν ἐλπίδα ἤλεγξε τήν ὑπόσταση τῶν μελλόντων ἀγαθῶν.
῾Η καρδιά χαίρεται, διότι μέ τήν ἀγάπη ἔνιωσε τόν Κύριο νά κατοικεῖ μέσα της.
῏Ω χαρά ἁγία!
῏Ω χαρά, ἀρχή τῆς ἀπολαύσεως τοῦ παραδείσου!
῏Ω χαρά, ἡδονῆς ἀνεκφράστου προάγγελε!
᾿Εσένα ποθῶ, ἐσένα ἐπιζητῶ. Κι ἐσένα κατέχοντας ὡς ἀρραβώνα στή γῆ, εἴθε νά ἀξιωθῶ καί τῆς Οὐρανίου χαρᾶς, ὅπου «ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καί ἡ ἀνέκφραστος ἡδονή τῶν καθορώντων τοῦ θείου προσώπου τό κάλλος τό ἄρρητον». ᾿Αμήν.
Φαιδρύνει μές στήν καρδιά τοῦ φθινοπώρου τήν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης καί λαμπρύνει μέ τήν λάμψη τῆς ἁγιότητος τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἡ μνήμη τοῦ Δημητρίου κάθε χρόνο. Ἕνας ἅγιος πού στέκεται τόσο κοντά στά χρόνια τῶν ἀποστόλων, ἀλλά καί τόσο κοντά στίς καρδιές τῶν Νεοελλήνων, ἕνας νέος πού ἔχει τήν χάρη τοῦ μαρτυρίου καί τήν δόξα τῆς ἁγνότητος, δέν μπορεῖ παρά ἰδιαίτερα νά μᾶς συγκινεῖ. Μέ τήν νιότη του ἀγγίζει τά νιάτα, μέ τήν ζωή του χαράζει δρόμους ζωῆς, μέ τήν πίστη του ἐμπνέει τούς πιστούς.
Γεννήθηκε στά τέλη τοῦ γ΄ αἰῶνος στήν Θεσσαλονίκη καί ἀνατράφηκε σέ οἰκογένεια ἐπίσημη καί ἀριστοκρατική. Βαπτίσθηκε νωρίς χριστιανός, καί νεαρός ἀναδείχθηκε διδάσκαλος τοῦ εὐαγγελίου. Τό ἀληθινό του μεγαλεῖο ὅμως δέν θά τό βροῦμε στούς τίτλους του ἀλλά σέ δύο λέξεις πού ποτίζουν τήν ζωή του καί ἀρδεύουν τήν Ὀρθοδοξία· τό μύρο καί τό αἷμα, πού πρόσφερε στόν Χριστό. Μέσα σ' αὐτά τά στοιχεῖα κλείνεται σάν σέ πολύτιμες φιάλες τό ἀπόσταγμα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Δημητρίου, πού παίρνει ἡ Ἐκκλησία καί κερνᾶ μέ αὐτό τούς πιστούς.
Γνώρισμα λαμπρό τοῦ ἁγίου εἶναι ἡ παρθενία, πού ἄσκησε μέ μία τέλεια ἀφιέρωση στόν Θεό. Ὁ Δημήτριος κράτησε καθαρή τήν σκέψη καί τήν καρδιά του, ἁγνό τό σῶμα του καί ἅγια τήν ψυχή του, δοσμένη ὁλοκληρωτικά στόν Κύριο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τόν χαρακτηρίζει ὅσιο, παρθένο, πάγκαλο καί παναμώμητο. Δέν ἦταν ὅμως μοναχός οὔτε κληρικός. Παρέμεινε λαϊκός καί εἶχε ἔργο του κύριο τό κήρυγμα καί τήν διδασκαλία τοῦ εὐαγγελίου. Προικισμένος μέ διδακτικό χάρισμα, συγκέντρωνε πλήθη Θεσσαλονικέων στήν Χαλκευτική Στοά καί μέ παρρησία, «ἀπτοήτῳ γλώσσῃ», κατά τόν Λέοντα Σοφό, εὐαγγελιζόταν στόν εἰδωλολατρικό κόσμο τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Κατέστησε ἔτσι τόν ἑαυτό του ὁ ἅγιος σκεῦος εὐωδιαστό πού ἀνέβλυζε τήν ὀσμή τῆς ζωῆς στούς γύρω του (πρβλ. Β΄ Κο 2,14.16). Καί ὅταν ἀργότερα οἱ χριστιανοί βρέθηκαν μπρός στό ἁγιασμένο νερό τοῦ πηγαδιοῦ, μέσα στό ὁποῖο ἔρριξαν τό νεκρό σῶμα τοῦ μάρτυρος, αὐθόρμητα συνεδύασαν τό μύρο τοῦ τάφου μέ τήν εὐωδία τῆς ἁγνότητος καί τό εἶδαν ὡς σύμβολο παρθενίας. Σχολιάζει ἐμπνευσμένα ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας προσφωνώντας τόν Δημήτριο· «Ὦ σύ, πού δέν φάνηκες μόνο ὁ ἴδιος εὐωδία Χριστοῦ, ἀλλά καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους συνιστοῦσες τό "κενωθέν μύρον"· ὦ σύ, πού ἄφησες πρῶτα μέν αἷμα, τώρα δέ μύρο ἀπό τίς πληγές σου, ἤ μᾶλλον καί τώρα ὄχι λιγώτερο ἀπό πρίν αἷμα· διότι τό σῶμα σου, πού πληγώθηκε ἀπό χτυπήματα καί τραύματα τότε, ἀνέβλυσε μύρο· ἀφοῦ καθόλου δέν ἔλειπε ἡ καθαρότητα καί ἡ ἁγνότητα καί ἡ παρθενία, μετέσχε στήν εὐωδία τοῦ πνεύματος καί τό αἷμα κατέστη τό ἴδιο μύρο».
Ἄν τό μύρο συμβολίζει τήν παρθενία τοῦ Δημητρίου, τό αἷμα δηλώνει τό μαρτύριό του. Ὁ ἅγιος ὑπῆρξε παρθένος ἀλλά καί ὁμολογητής· ὑπῆρξε διδάσκαλος ἀλλά καί ἀθλητής. Ὁμολόγησε τήν πίστη του μπροστά στόν αὐτοκράτορα τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους -πού βρέθηκε ἐκεῖνες τίς μέρες στήν Θεσσαλονίκη ἐπιστρέφοντας ἀπό μία ἐκστρατεία- καί ἄθλησε γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ παλεύοντας μέ τόν θάνατο. Ὑπακούοντας στήν προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεο, πρῶτος αὐτός γεύθηκε τούς καρπούς τῆς διδασκαλίας του, τό μαρτύριο, δηλαδή, καί τήν δόξα του, ὅπως ὁ καλός γεωργός μεταλαμβάνει πρῶτος ἀπό τούς καρπούς τῶν κόπων του (Β΄ Τι 2,6). Φυλακισμένος μέσα στά λουτρά καί ἀποδυτήρια τοῦ σταδίου, λογχίστηκε, μόλις ἔγινε μαθευτό ὅτι «ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου» βοήθησε τόν Νέστορα νά νικήσει τόν φοβερό μονομάχο Λυαῖο. Τό σῶμα του ρίχτηκε μέσα σέ ἕνα πηγάδι τῶν λουτρῶν καί τό αἷμα του πορφύρωσε τό νερό κάνοντάς το μύρο.
Ἀλλά τό μύρο καί τό αἷμα τοῦ Δημητρίου θά ἔμενε περιβεβλημένο μόνο μέ ἀνθρώπινη αἴγλη, ἄν τό περιορίζαμε στό πλαίσιο μιᾶς ἁπλῆς θυσίας, μεγαλειώδους ὁπωσδήποτε καί ἡρωικῆς, ὅπως εἶναι κάθε θυσία ἀνθρώπου γιά μιά πίστη. Ἡ θυσία ὅμως τοῦ ἁγίου ἔχει ἄλλες διαστάσεις, πού ξεφεύγουν ἀπό τά μέτρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί τήν περιβάλλουν μέ φωτοστέφανο θεϊκό. Συντελεῖται ὡς μίμηση Θεοῦ καί ἐπιτελεῖται ἐν ἀγάπῃ, «καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησεν ἡμᾶς καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμήν εὐωδίας» (Ἐφ 5,1-2). Ἔτσι, ἐνῶ τά κόκκαλα τῶν ἡρώων στηρίζουν τίς πατρίδες καί τίς κοινωνίες, πού συντηροῦν τήν ἀνθρωπότητα, τά λείψανα τῶν μαρτύρων στηρίζουν τίς ἅγιες Τράπεζες, πού τρέφουν μέ αἰώνια τροφή τήν φθαρτή μας φύση. Καί ὁ Δημήτριος, «ὁ σοφώτατος ἐν διδαχαῖς καί στεφανίτης ἐν μάρτυσι», δέν ἔκανε τίποτε λιγώτερο, παρά μιμήθηκε τόν Χριστό.
«Μύρον ἐκκενωθέν ὄνομά σου», εἶναι τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου στό Ἆσμα Ἀσμάτων (1,3), στό ὁποῖο οἱ πατέρες ἀκοῦνε τό γλυκύτατο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι τό μύρο πού χύνεται στόν κόσμο πού βρωμάει καί ἀποσυντίθεται ἀπό τήν ἀσέβεια καί τήν διαφθορά. Χύνεται μέ τόν λόγο καί τήν διδασκαλία τοῦ εὐαγγελίου καί ἀλλάζει τήν ἀτμόσφαιρα, μές στήν ὁποία ἀναπνέουν οἱ ψυχές, δημιουργεῖ μία καινή καί ὄμορφη κτίση, ξαναγεννᾶ καινούργιο καί ὡραῖο τόν ἄνθρωπο. Αὐτό τό μύρο εἶχε πάνω του ὁ Δημήτριος καί μοσχοβολοῦσε. Αἷμα ἔσταξε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πάνω στόν Σταυρό, ὅταν ἡ λόγχη τρύπησε τήν πανάχραντη πλευρά του, καί μέ τό αἷμα του μπολιάζει τήν ἄρρωστη ἀνθρωπότητα καί τῆς δίνει ζωή, τήν ἁγιάζει, τήν θεώνει. Καί ὁ Δημήτριος μέ τά λογχισμένα του μέλη ἀναζωγράφησε μπροστά μας τό πάθος τοῦ Χριστοῦ καί στάζοντας ἀπό τό αἷμα του προσφέρθηκε σ' Ἐκεῖνον πού ἔχυσε τό τίμιο αἷμα του γι' αὐτόν. Ἔγινε μιμητής Χριστοῦ, μυροβλήτης καί μεγαλομάρτυς, δόξασε τόν Κύριο καί τώρα δοξάζεται ἀπό αὐτόν.
Σήμερα ἡ ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης μαζί μέ τούς ἄλλους θησαυρούς της κρατᾶ ὁλοζώντανο στήν μνήμη καί στήν ζωή της τόν Δημήτριο, πού κι αὐτός ἀπό τήν «Χώρα τῶν ζώντων» προσεύχεται γιά τά παιδιά της, ὅπως καί γιά τά παιδιά ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας. Ζῆ τήν προστασία του σέ ποικίλους κινδύνους, ἐπικαλεῖται τήν πρεσβεία του καί γιορτάζει μαζί του τίς νίκες πού τῆς χαρίζει ὁ Θεός, ὅταν ἐν ὀνόματι Χριστοῦ κατατροπώνει ἀντίθεες καί ἀντίχριστες δυνάμεις. Χρειάζεται ὅμως νά ἀκούει καί τόν «σοφόν μάρτυρα», πού δέν ἔπαυσε ποτέ νά κηρύττει, χρειάζεται νά μιμεῖται τόν στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ, πού κατεπάλαισε τόν πονηρό. Τό χρέος μας αὐτό τό συνοψίζει σέ μία προτροπή του -πρός τούς Θεσσαλονικεῖς εἰδικά- ὁ Ἰσίδωρος, ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως στά τέλη του 14ου αἰ. «Ἐμεῖς, πατέρες καί ἀδελφοί, πού προεξάρχουμε σ' αὐτήν τήν πανήγυρη, ἄς μελετήσουμε τά μύρα τοῦ μυροβλήτου Δημητρίου καί ὅπως ἐκεῖνα ἀναβλύζουν ἀπό τήν θεία του σάρκα λόγῳ τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς καθαρότητος, ἔτσι κι ἐμεῖς νά ἁρμόσουμε τούς ἑαυτούς μας στήν καθαρότητα καί νά τούς ἑτοιμάσουμε γιά νά κατοικήσει μέσα μας τό θεῖο Πνεῦμα, ὥστε νά μπορέσουμε νά πηγάσουμε ἄλλα μύρα ἱερῶν χαρισμάτων».
Στέργιος Ν. Σάκκος
Οἱ ἄγγελοι εἶναι κτίσματα τοῦ Θεοῦ.
Μ. Ἀθανάσιος
Ὁ ἄγγελος εἶναι οὐσία νοερά, ἀεικίνητη, αὐτεξούσια, ἀσώματη, πού ὑπηρετεῖ τόν Θεό. Κατά χάριν ἔλαβε τήν ἀθανασία τῆς φύσεως.
Ἰω. Δαμασκηνός
Εἶναι δυσμετάθετοι πρός τό κακό, διότι μέ τήν δωρεά τοῦ ἁγίου Πνεύματος μονιμοποιήθηκαν στό καλό.
Μ. Βασίλειος
Ὑπάρχουν μύριες μυριάδες ἀγγέλων στόν οὐρανό καί χίλιες χιλιάδες ἀρχαγγέλων, καί θρόνοι, κυριότητες, ἀρχές καί ἐξουσίες, ἄπειροι δῆμοι ἀσωμάτων δυνάμεων, καί ὅλες αὐτές τίς ἔπλασε ὁ Θεός μέ τόση εὐκολία ὅση εἶναι ἀδύνατο νά περιγράψουν τά λόγια, μέ μόνη τήν θεία βουλή του.
Ἰω. Χρυσόστομος
Εἶναι φυσικό νά δημιουργήθηκαν μαζί μέ τόν οὐρανό καί τή γῆ. Δέν βλάπτει τήν εὐσέβεια νά ποῦμε ὅτι οἱ δῆμοι τῶν ἀγγέλων ἔγιναν πρίν ἀπό τόν οὐρανό καί τή γῆ.
Θεοδώρητος
Ἀκατάπαυστα δοξάζουν καί προσκυνοῦν τόν Θεό. Ἀδιάλειπτα ἀναπέμπουν τίς ἐπινίκιες καί μυστικές ὠδές μέ πολλή φρίκη.
Ἰω. Χρυσόστομος
Ἕνας μόνον ἄγγελος ἀξίζει ὅσο ὅλη αὐτή ἡ ὁρατή κτίση ἤ μᾶλλον εἶναι πολύ πιό πολύτιμος. Διότι, ἄν ὅλος ὁ κόσμος δέν εἶναι ἰσάξιος πρός ἕνα δίκαιο ἄνθρωπο, πολύ περισσότερο δέν θά γινόταν ποτέ ἰσάξιος πρός ἕνα ἄγγελο, καθόσον οἱ ἄγγελοι εἶναι πολύ πιό ἀνώτεροι ἀπό τούς δικαίους.
Ἰω. Χρυσόστομος
Περιστατική ἐνέργειά τους εἶναι ἡ ἐπιμέλεια καί ἐπιστασία τῶν ἀνθρώπων.
Μ. Βασίλειος
Ζωή καί εἰρήνη χορηγεῖ στούς ἀξίους διά τῶν ἀγγέλων ὁ Κύριος τῶν ἀγγέλων, ἐνῶ ὁ σατανᾶς θυμό καί ὀργή καί θλίψη ἀποστέλλει διά τῶν πονηρῶν ἀγγέλων.
Γρ. Νύσσης
Οἱ ἄγγελοι παρακολουθοῦν τά φανερά καί ἀφανῆ κινήματα καί οἱ πονηροί ἄγγελοι ἐπιβουλεύονται τήν συνήθεια, τήν αἴσθηση καί τήν διάνοιά μας.
Μάξιμος Ὁμολογητής
Οἱ δαίμονες πολλές φορές μετασχηματίζονται σέ ἄγγελο φωτός καί μᾶς δείχνουν πράγματα θεῖα καί ἅγια, γιά νά μᾶς πλανήσουν μέ αὐτά νά νομίζουμε πώς εἴμαστε ἅγιοι καί ὅταν ξυπνήσουμε νά μᾶς βουτήξουν στήν οἴηση... Οἱ καλοί ἄγγελοι μᾶς δείχνουν ἄλλοτε τίς τιμωρίες τῆς κολάσεως καί ἄλλοτε τήν φοβερή κρίση... πού μᾶς ἀναγκάζουν νά ξυπνήσουμε ἔντρομοι... καί νά μετανοοῦμε γιά τίς ἁμαρτίες μας.
Ἰω. Κλίμακος
Ἡ μέρα τοῦ Νοέμβρη ἔκλινε, χαμηλωμένο γκρίζο πάνω ἀπό τίς στέγες μας.
«Ἅγιε ἄγγελε», ψιθύριζα λέγοντας τήν εὐχή τήν τελευταία τοῦ Ἀποδείπνου: «Ἅγιε ἄγγελε, ὁ ἐφεστώς τῆς ἀθλίας μου ψυχῆς και ταλαιπώρου μου ζωῆς...»
Τήν εἶχα πεῖ πολλές φορές ἐτούτη τήν εὐχή, μά κείνη τή φορά, μέρα πού ἡ Ἐκκλησία γιόρταζε τούς ἀγγέλους της, ἠχοῦσε μέσα μου ἀλλιώτικα... πάνω ἀπό τό χαμηλωμένο γκρίζο μας, φτερά πού σκέπαζαν τή γῆ...
«Ἅγιε ἄγγελε», ψιθύριζα· μέσα στίς λέξεις τῆς εὐχῆς ζωντάνευαν εἰκόνες παιδικές, λόγια καί προσευχές, μία φιγούρα ἀστραφτερή, ὁλόλευκη, πρώτη μου μαθητεία στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πρῶτο μου ἀκούμπημα στά πατρικά του γόνατα...
Ἅγιε ἄγγελε, ὅταν ἡ νύχτα ἔπεφτε τυλίγοντας τούς φόβους τούς παιδιάτικους, ἤσουν ἐσύ... σ᾿ ἔβλεπα ζωγραφιά ν᾿ ἀνοίγεις τά γαλάζια σου φτερά πάνω ἀπό τό κρεβάτι μου. Κι ἄλλοτε πάλι σέ κοιτοῦσα -ἀγαπημένη ζωγραφιά- νά μέ σκεπάζεις στοργικά, παιδάκι πού ἔτρεχα ἀμέριμνο στίς ἄκρες τῶν γκρεμῶν, ἀνυποψίαστο πάνω σ᾿ ἕνα γεφύρι ἑτοιμόρροπο...
Ἄγγελε φύλακα, προστάτη μου, πρώτη μου προσευχή, εἰκόνα ἀγαπημένη τῆς ἀθώας μου ζωῆς, καθώς μεγαλωμένη σοῦ μιλῶ τήν κάθε νύχτα μου, τώρα πού σέ γνωρίζω ἑξαπτέρυγο κάτω ἀπ᾿ τούς τρούλους τῶν ναῶν καί δορυφόρο μυστικό, μετάρσιο στήν ὑπερούσια θυσία τοῦ Θεοῦ μου κάθε Κυριακή, σοῦ δέομαι: Ἔλα ξανά στή νύχτα μου, ἅγιε ἄγγελε ἐσύ, μαντατοφόρο φῶς πάνω ἀπ᾿ τό λίκνο τοῦ Θεοῦ, φώτισε τά σκοτάδια τῆς ψυχῆς μου τά δυσμάχητα. Τύλιξε στά γαλάζια σου φτερά τή ματωμένη μου ψυχή, ράκος κατάστικτο, νά μεταλάβει πάλι στή λευκότητα.
Ἀθέατη στοργή μου, φῶς καί φυλαχτό, ἄσβηστο μανουάλι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, καθώς σέ βλέπω λυπημένο νά μετρᾶς τή φτώχια μου, τό κεκλεισμένο μου «ἐγώ» -κηλίδα πάνω στήν ψυχή μου τήν κατάστικτη-, σοῦ δέομαι: Δῶσε νά μαθητεύσω στό ἀθέατό σου δόσιμο, στή σιωπηλή σου διακονία· νά κοινωνήσω ἀπό τό φῶς σου φῶς. Μέ τήν ψυχή μου φλόγα μυστική καί τό κορμί μου ἕνα κερί, λευκή λαμπάδα τῆς Ἀνάστασης, δῶσε νά καίω τή μωρία τοῦ «ἐγώ», νά καίω μυστικά, καντήλι ζωντανό μπρός στίς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ· τόσες εἰκόνες τοῦ Θεοῦ πεσμένες γύρω μου, πού περιμένουν τήν ἀνάσταση!
Ἅγιε ἄγγελε, παρθένο «ἀλληλούια» στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, πάρε τό χωματένιο μου κορμί καί τήν ψυχή μου τήν προσκολλημένη γῆ. Ἐσύ, ρανίδα οὐρανοῦ, ἔλα νά μεταγγίσεις οὐρανό στή δίψα μου. Ἄκου τά σπαραγμένα μου ψελλίσματα, τά χείλη μου, πού νοσταλγοῦν νά ψιθυρίσουνε ξανά τίς προσευχές τῆς ἀθωότητας. Κομματιασμένο «ἀλληλούια» ὁ δρόμος μου στή γῆ· συνάρμοσέ το, ἅγιε ἄγγελε, ἀπό τά πήλινα συντρίμμια τοῦ ἑαυτοῦ μου, πού ἀνεβάζεις κάθε νύχτα στόν Θεό μές στά δικά σου ἀκατάπαυστα «ἀλληλούια»...
Ἔλα καί πάλι στό γεφύρι μου, ἅγιε ἄγγελε, πάνω ἀπ᾿ τήν πρόσκαιρη ζωή μου τή μετέωρη, ἐδῶ πού δρασκελίζω ἀνυπεράσπιστη, γυρεύοντας τήν ἄλλη ὄχθη, τοῦ αἰώνιου. Στάσου σταυρός, τά δυό σου χέρια ἀνοιχτά πάνω ἀπό τίς κακοτοπιές, πάνω ἀπ᾿ τό ρῆγμα τῆς φθορᾶς μου τ᾿ ἀδυσώπητο, μήν ξεγλιστρήσω στούς γκρεμούς τοῦ κόσμου μου.
Ναί, ἅγιε ἄγγελε, φτερά πού μοῦ σκεπάσαν στοργικά τήν παιδική ζωή, καθώς μεγαλωμένη σέ κοιτῶ τοῦ παραδείσου πυλωρό πάνω στά τέμπλα τῶν ναῶν, μέ γυμνωμένη τή φρικτή ρομφαία σου, σοῦ δέομαι:
Ἐσύ, χαμόγελο τοῦ παραδείσου μυστικό, πάνω ἀπ᾿ τό βρεφικό κρεβάτι μου ἀνταύγεια οὐρανοῦ, ἔλα καί πάλι, ἀγγελούδι μου. Ὅταν θά χαμηλώνουνε τά φῶτα στό γεφύρι μου, σβήνοντας τίς εἰκόνες ἀπ᾿ τά πρόσκαιρα, μεῖνε εἰκόνα ὑστερινή, ἀντιφεγγιά τοῦ παραδείσου στό μεταίχμιο. Σήκωσε τή ρομφαία σου ἀπαγόρευση στίς δολερές δυνάμεις, τίς ἀντίμαχες -χάδι παρηγορητικό τῆς ἀγωνίας μου- καί πάρε τήν ψυχή μου, ἅγιε ἄγγελε, αὐτήν πού τόσα χρόνια διακονοῦσες, μαργαριτάρι ἀνέγγιχτο ἀπ᾿ τή λάσπη μου, ἕνα κομμάτι δάκρυο καί γῆ, πού ὅμως ἀνυποχώρητα διψοῦσε οὐρανό... Κλεῖσε την στή λευκή σου ἀγκαλιά κι ἀνέβασέ την λευκοφόρα στούς νυμφῶνες τοῦ παράδεισου.
Ναί, ἅγιε ἄγγελε, ὁδήγησέ με πάλι στήν οὐράνια πατρίδα μου, τή νοσταλγία τήν κρυφή τοῦ σπιτικοῦ, ἐδῶ πού ζητιανεύω μίσθια στή φθορά, λιμοκτονώντας τή θωπεία τοῦ Πατέρα μου.
Ἅγιε ἄγγελε, ἀθόρυβε ἀχθοφόρε τῆς ὀδύνης μου, ἀξίωσέ με νά σέ δῶ, νά ψηλαφήσω τή φωτόκτιστη ὀμορφιά, ν᾿ ἀκούσω τό χερουβικό σου κεκραγάριο κάτω ἀπ᾿ τούς τρούλους τ᾿ οὐρανοῦ.
Θεόδοτή μου συντροφιά, βήματα δίπλα στά δικά μου ἀθέατα, καθώς κουρνιάζω κάθε νύχτα στή φροντίδα σου, προσεύχομαι:
Μεῖνε κοντά μου, ἅγιε ἄγγελε, φῶς καί χαρά μου, εὐχή καί προσμονή.
Μεῖνε κοντά μου, ἅγιε ἄγγελε, μαζί νά περπατήσουμε στό ἐφήμερο, μαζί ν᾿ ἀγγίξουμε τίς ἀγκαλιές τῶν οὐρανῶν.
Μεῖνε κοντά μου, ἅγιε ἄγγελε, μόνο ἐσύ ἀπ᾿ τά δικά μου αὐτῆς τῆς γῆς πού θά περάσουνε στή χώρα τοῦ αἰώνιου. Ν᾿ ἁπλώσεις τότε τά γαλάζια σου φτερά καί νά προσφέρεις τήν ψυχή μου στόν Θεό ἕνα λουλούδι εὐγνωμοσύνης καί ταπείνωσης, ἕνα λουλούδι προσφορᾶς, ἕνα λουλούδι πού φυτέψανε τά χέρια σου σια στό περιβόλι τοῦ παράδεισου.
Μαρία Παστουρματζῆ
Φιλόλογος
Σάν ἤμουνα μικρό παιδί,
κοντά ἐκεῖ στό προσκεφάλι
σέ φώναζα γοργά νά ᾿ρθεῖς,
νά μέ φυλάγεις κάθε βράδυ.
Καί μέ τόν ἥλιο τῆς αὐγῆς
πάντα γλυκά σέ χαιρετοῦσα,
καλέ μου ἄγγελε, εὐθύς
ἐσένα πρῶτα ἀναζητοῦσα.
Πέρασαν χρόνια, καί θωρῶ
τό πρόσωπό σου νά προβάλλει,
ὅταν στ᾿ Ἀπόδειπνο ζητῶ
τήν προστασία σου καί πάλι.
Δῶρο ἀπ᾿ τόν ἅγιο Θεό,
ἄγγελε φύλακα προστάτη.
Ὁ σύμβουλός μου ὁ καλός
στοῦ πειρασμοῦ τήν κάθε ἀπάτη.
Μεῖνε ὥς τή δύση τή στερνή
μέχρι τήν τελευταία ὥρα,
πού θά ἀφήσω αὐτή τή γῆ
γιά τοῦ Παράδεισου τή χώρα.
Δ. Δ.
Θεσσαλονίκη. Πόλη τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου καί τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Πόλη πού κάθε στενό της ὁδηγεῖ καί σέ μιά ἐκκλησία, ὅπου τό φῶς τῶν κεριῶν σήμερα ἑνώνεται μέ τίς προσευχές τῶν πρώτων χριστιανῶν, στούς ὁποίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει· «ἀφ᾿ ὑμῶν γάρ ἐξήχηται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου· οὐ μόνον ἐν τῇ Μακεδονίᾳ καί ἐν τῇ Ἀχαΐᾳ, ἀλλά καί ἐν παντί τόπῳ ἡ πίστις ὑμῶν ἡ πρός τόν Θεόν ἐξελήλυθεν, ὥστε μή χρείαν ἡμᾶς ἔχειν λαλεῖν τι» (Α' Θε 1,8).
Στή Θεσσαλονίκη, τήν πόλη τῶν ἁγίων, ψηλά στήν Ἄνω πόλη, κάτω ἀπ᾿ τά τείχη, ἀπό τόν 14ο αἰώνα ὀρθώνεται μία ἐκκλησία μικρή καί ταπεινή. Αἰῶνες τώρα δέν παύει νά φιλοξενεῖ κάθε ἁμαρτωλή ψυχή, πού δέεται γιά τή σωτηρία της καί νά ἀκούει τίς προσευχές τῶν παιδιῶν της.
Ὡς φρούριο Ὀρθοδοξίας δεσπόζει ὁ ἱ.ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν, νά μαρτυρεῖ τή ζωντανή παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στούς αἰῶνες.
Λίγες πληροφορίες γιά τήν ἱστορία τοῦ ναοῦ ἔχουν σωθεῖ. Ἡ ὀνομασία του κατά τούς βυζαντινούς χρόνους εἶναι ἄγνωστη. Παλιότερα διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι πρόκειται γιά τό ναό τῶν ἁγίων Ἀσωμάτων, πού ἀναφέρεται κατά τούς χρόνους ἐκείνους στή βιβλιογραφία, ὅμως τελικά ἡ ἄποψη αὐτή δέν ἔγινε ἀποδεκτή. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση πού διασώθηκε ἀπό τό λαό, τό βυζαντινό ὄνομα τοῦ ναοῦ ἦταν «Ταξιάρχες» (ναός ἀφιερωμένος στούς ἀρχαγγέλους Μιχαήλ καί Γαβριήλ).
Ἦρθαν ὅμως τά δύσκολα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας στή «συμβασιλεύουσα» καί ὁ ναός τῶν Ταξιαρχῶν μετατράπηκε ἀπό τόν Giazi Huseyin Bey σέ τζαμί μέ τό ὄνομα iki Serife ἤ iki Serifeli (τζαμί τῶν δύο ἐξωστῶν), ὀνομασία πού ὀφειλόταν στούς δύο ἐξῶστες τοῦ μιναρέ τοῦ τζαμιοῦ. Κατά τή ντόπια παράδοση οἱ δύο αὐτοί ἐξῶστες συμβόλιζαν τούς δύο ἀρχαγγέλους.
Τήν ὀνομασία αὐτή διατήρησε ὁ ναός ὥς τήν ἀπελευθέρωση, στά 1912, ὁπότε τό τζαμί ἔγινε πάλι χριστιανική ἐκκλησία ἀφιερωμένη στούς Ταξιάρχες, Μιχαήλ καί Γαβριήλ.
Σήμερα εἶναι δύσκολο νά ἀναγνωριστεῖ ὁ ἀρχικός ναός, ὕστερα ἀπό τίς ἀναγκαῖες ἐπισκευές καί προσθῆκες πού ἔγιναν στό πέρασμα τῶν αἰώνων. Πρόκειται γιά μονόχωρη μικρή βασιλική, ὅπου ὁ κεντρικός χῶρος περικλειόταν στίς τρεῖς πλευρές του ἀπό στοά σέ σχῆμα «π». Τά δύο σκέλη κατέληγαν ἀνατολικά σέ δύο παρεκκλήσια μέ θολωτή στέγαση δεξιά κι ἀριστερά ἀπό τό ἱερό βῆμα καί ἐπικοινωνοῦσαν μέ τόν ὑπόλοιπο χῶρο μέ ἀνοίγματα. Αὐτά τά δύο παρεκκλήσια χρησίμευαν ὡς «πρόθεση» (βόρεια) καί ὡς «διακονικό» (νότια).
Ἐκεῖνο ὅμως πού ξεχωρίζει σ᾿ αὐτήν τήν ἔπαλξη τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ κρύπτη, πού ὑπάρχει στό κάτω μέρος τοῦ ναοῦ. Δεξιά καί ἀριστερά κατά μῆκος τῆς κρύπτης ἀνοίγονται διαδοχικά χωνευτές σαρκοφάγοι. Ὅπως καταλήγουν οἱ μελετητές, οἱ σαρκοφάγοι χρησίμευαν γιά τήν ταφή χριστιανῶν, καί μάλιστα γιά τήν ταφή τῶν μοναχῶν τῆς μονῆς, καθώς ὁ σημερινός ναός τῶν Ταξιαρχῶν φαίνεται νά ἦταν κατά τούς βυζαντινούς χρόνους καθολικό κάποιας μονῆς, τό ὄνομα τῆς ὁποίας δέν σώζεται.
Σώζεται ὅμως ἡ κρύπτη καί ὁ ναός μέ τό καμπαναριό, πού χρόνια ὁλόκληρα δέν σταματᾶ νά καλεῖ τούς πιστούς στή θεϊκή καταφυγή. Στήν ὑλιστική ἐποχή μας κραυγάζει στόν κάθε διαβάτη ἤ εὐλαβῆ προσκυνητή· «Ζῇ Κύριος». Στέκει ὁ ναός τῶν Ταξιαρχῶν στήν Ἄνω πόλη, κάτω ἀπ᾿ τά τείχη, ἕτοιμος νά ξεδιψάσει κάθε διψασμένη ψυχή πού θά πάει κοντά του, νά τήν ὁδηγήσει στή λύτρωση.
Ἀπό ἐδῶ οἱ «ἀρχιστράτηγοι τῶν οὐρανίων στρατιῶν» φρουροῦν τήν πόλη τοῦ Δημητρίου καί σκεπάζουν προστατευτικά τά παιδιά τοῦ Θεοῦ καί ὅλους ὅσους μέ πίστη καταφεύγουν στή βοήθειά τους, προσπίπτοντες καί βοῶντες· «ἐκ τῶν κινδύνων λυτρώσασθε ἡμᾶς ὡς Ταξιάρχαι τῶν ἄνω Δυνάμεων».
«Ἡλιανή»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ξυγγόπουλου, Ἀ., Τέσσαρες Μικροί Ναοί τῆς Θεσσαλονίκης (ἐκ τῶν χρόνων τῶν Παλαιολόγων), Θεσ/νίκη 1952.
Παπαγιαννόπουλου, Ἀπ., Μνημεῖα τῆς Θεσ/νίκης, ἐκδ. Ρέκος.
Τσιούμη, Μ.Χ., Βυζαντινή Θεσσαλονίκη.
Ἡ λειτουργία τοῦ νοητικοῦ καί πνευματικοῦ μας χώρου δημιουργεῖ συνειρμούς ἀναζήτησης γιά κείνη τήν ἄλλη θέα, τή θέα τοῦ παραδείσου· «διελογισάμην ἡμέρας ἀρχαίας καί ἔτη αἰώνια ἐμνήσθην καί ἐμελέτησα». Ὁ ψαλμωδός, βέβαιος γι’ αὐτή τήν ἀναγκαιότητα γυρίζει πίσω στήν πρώτη τοῦ ἀνθρώπου νιότη. Τό στόμα, πικρό ἀκόμη ἀπό τόν καρπό τῆς παρακοῆς, κι ἡ Πύρινη Ρομφαία, ἔλεγχος καί μνημόνιο τῆς πληρότητας καί τῆς τρυφῆς. Τῆς Εὔας τά παιδιά συγκλονισμένα στέκουν μπροστά στά σκηνώματα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στό ἐρώτημά τους συμπυκνώνεται ὅλος ὁ σπαραγμός τους. Ἄραγε, αἰώνια μᾶς ἐγκατέλειψε ἡ χάρη καί τό ἔλεος; Ἄραγε, πέσαμε στή λησμοσύνη τοῦ Θεοῦ; Μά τότε, τί ᾿ναι τάχα ὅ,τι μᾶς ἀπόμεινε; «Τί γάρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῷ καί παρά σέ τί ἠθέλησα ἐπί τῆς γῆς;». Τό μέτρο τοῦ πραγματικοῦ εἶναι τό αἴσθημα τῆς ματαιότητας.
Ἀλλά, ἀνέλπιστα, στήν κρίσιμη ὥρα τοῦ θανάτου ἡ ἀτέρμονη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ φανερώνει τούς οἰκτιρμούς της «ἐν χειρί ἀγγέλου αὐτοῦ» ἀποκτένοντος «πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτου». Ἡ συγκίνηση τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ γίνεται ὠδή καί δοξολογία.
Ὅμως, ἡ ἀνθρώπινη μνημοσύνη σπάνια διατήρησε τήν εὐγνωμοσύνη καί τήν εὐχαριστία κι ἐλάχιστες φορές ἀπέτρεψε τήν κυριαρχία τῆς λήθης. Κι οἱ γιοί τοῦ Θεοῦ «ἐπελάθοντο τῶν εὐεργεσιῶν αὐτοῦ καί τῶν θαυμασίων αὐτοῦ». Οἱ συνέπειες τῆς ἀμφιταλαντευόμενης ἀνθρώπινης πορείας δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι καταλυτικές. Ἡ ἐμμονή στήν παρακοή δέν μπορεῖ παρά νά πλαταίνει τό χάσμα ἀνάμεσα στό ἀνθρώπινο καί στό θεῖο. Ἀλλά καί ἡ ἐμμονή τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ τό παράδοξο ὅσο καί τό πραγματικό. Ἡ ἀνόρθωση τοῦ κατερραγμένου ἀνθρώπου εἶναι ἡ μέριμνά του. Κι ἔτσι, «ὁ ποιῶν τούς ἀγγέλους αὐτοῦ πνεύματα καί τούς λειτουργούς αὐτοῦ πυρός φλόγα» ἀποστέλλει πάλι τόν ἄγγελό του νά «λειτουργήσει τῷ θαύματι». «Καί εἶπεν αὐτῇ ὁ ἄγγελος· Ἰδού, συλλήψῃ ἐν γαστρί καί τέξῃ Υἱόν... καί τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος». Ὁ ἀρχάγγελος, τοῦ ὁποίου «τῇ φωνῇ ἡ πλάνη ἐκμειοῦται», γεύεται πρῶτος τήν ἔκπληξη καί τήν ἀγαλλίαση, πρῶτος θαυμάζει τῆς εὐδοκίας τήν παραχώρηση. Καί μέ δέος περιμένει τήν ὥρα πού θά συνδοξολογήσει Αὐτόν πού δοξολογεῖται «ἀσιγήτοις δοξολογίας καί ἀκαταπαύστοις στόμασι» ἀπό Ἀγγέλους, Ἀρχαγγέλους, Θρόνους, Κυριότητες, Δυνάμεις, Ἐξουσίες, τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ μαζί μέ τήν πεσμένη ἀλλά στραμμένη πρός τόν οὐρανό ἀνθρώπινη φύση. «Ἰδού, εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῶ». Ἔκπληκτοι οἱ «δυνατοί ἰσχύι, οἱ ποιοῦντες τόν λόγον αὐτοῦ» ἄγγελοι παρακολουθοῦν τόν «μεγάλης βουλῆς Ἄγγελον» νά οἰκοδομεῖ τήν Ἐκκλησία Του: «ἀπαγγελῶ τό ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου...». Καί διακονοῦν στό ἔργο τῆς σωτηρίας μέχρι καί τήν ὁριοθέτηση τῆς Ἀνάστασης.
Στήν ἱκεσία· «ἐμφάνηθι ὁ καθήμενος ἐπί τῶν Χερουβίμ καί ἐξεγέρθητι», ἄγγελος μέ τήν «ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπή καί τό ἔνδυμα αὐτοῦ λευκόν ὡσεί χιών» δείχνει τόν ἄδειο τάφο. «Ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλ’ ὑπάγετε, επατε τοῖς μαθηταῖς αυτοῦ». Τά «λειτουργικά πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα» μεταφέρουν τό μήνυμα τῆς χάρης τῆς θεϊκῆς καί τῆς αἰώνιας Βασιλείας στούς νέους ἀγγέλους, πού θά τούς διαδεχτοῦν στή διακονία «διά τούς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν». Ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων, ὁ ἀναπαυόμενος καί μεταφερόμενος ἐπί τῶν Χερουβίμ, θά ἀποκαλύπτεται στόν κόσμο στήν κοινωνία μέ τήν Ἐκκλησία του· «Καί τῷ ἀγγέλῳ τῆς... ἐκκλησίας γράψον».
Στό ἀγωνιῶδες ἐρώτημα τοῦ ἀνθρώπου τῆς παρακοῆς «Κύριε, τίς παροικήσει ἐν τῷ σκηνώματί σου;», ὁ Κύριος «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη καί ἐπέβη ἐπί Χερουβίμ καί ἐπετάσθη», γιά νά τόν ἀνεβάσει μαζί Του στή βασιλεία Του.
Ἀπερινόητο τό θαῦμα, ἀδιαμφισβήτητο τό μυστήριο! «Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γάρ δεδόξασται!», «...σύν ἀρχαγγέλοις ὑμνήσωμεν Χριστόν...».
Κύριλλος