Ὁ ἅγιος Ζωτικός

zotikos Ἀπό τότε πού ὁ Ἥλιος τῆς δικαιο­σύ­νης ἀνέτειλε στή φτω­χική φάτνη τῆς Βη­θλεέμ οἱ ἀχτίδες Του φέγγουν στά μάτια κά­ποιων ψυχῶν καί ἀντανακλοῦν στά ἔργα τους. Τέτοιο φῶς ἱλα­ρό καί ἐλπι­δο­φόρο διέλυσε τό σκοτάδι πού εἶχε ἁπλω­θεῖ στήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν ξέσπα­σε φοβερή ἐπιδημία λέπρας.

 Ὁ λοιμός ἐξα­πλωνόταν καί μαζί του ὁ πανικός πού ὁδή­γη­σε στήν ἀπόφαση νά θανα­τώ­νονται διά πνιγμοῦ οἱ ἄρρωστοι, ὥστε νά μήν ἐξαπλωθεῖ ἄλλο ἡ ἀσθένεια. Μέσα στό ζόφο τῆς ἀπόγνωσης ἔμενε ἀτάραχος μονάχα ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.

  Ὁ Ζω­τι­κός στάθηκε πάντα ἕνα φῶς στό δρόμο τῶν ἀν­θρώ­­πων, ἕνα χέρι πού ἔδειχνε τόν Καλό Σαμαρείτη, μιά καρ­διά δο­σμένη στή διακονία τοῦ πόνου. Σπούδασε καί με­λέτησε τή σο­φία τοῦ κόσμου σέ φημι­σμέ­νες σχολές τῆς Ρώμης μά στήν προ­σ­­ευ­­χή καί στή λατρεία διδάχθηκε τή γλώσ­σα πού εἶναι ἀνώτερη ἀπό τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀγγέλων, τή γλώσσα τῆς ἀγάπης.

 Ἡ καρδιά τοῦ ὁσίου, καρδιά ἐλεήμων, καιόμενη ὑπέρ τοῦ κόσμου, ὑπέρ πάντων ἀνθρώπων, ἔγινε δέντρο γιά νά κουρ­νιά­­ζουν τά πουλιά πού τά πλήγιασε πιότερο ἀπ᾿ ὅλα ἡ ἀσπλα­χνία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ πόνος του γιά τό σκληρό μέτρο ἦταν συμ­­­μετοχή στόν πόνο τῶν ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ, κοινωνία στό πάθος τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἔμπρακτη καλοσύνη του τόν εἶχαν κάνει ἀπό καιρό γνωστό καί ἀγαπητό στό λαό ἀλλά καί στούς ἄρ­χοντες τῆς Βασιλεύουσας.

 Ὁ Μ. Κων­σταν­τίνος ἐκτιμώντας τή σοφία καί τή σύνεσή του τόν τίμησε δίνοντάς του τό ἀξίωμα τοῦ μαγιστριανοῦ. Ἔτσι, ὅταν πα­ρουσιάστηκε μπροστά του ὁ ὅσιος γιά νά τοῦ ζητήσει χρυσάφι μέ σκοπό «νά ἐξασφαλίσει διαμάντια καί λί­θους πολύ­τι­μους γιά τήν αὐτοκρατορία», ὁ αὐτο­κράτορας δέν τοῦ τό ἀρνήθηκε. Κι ἔγιναν τά χρήματα αὐτά ζωή γιά ἀθώους πο­λί­τες λαβωμένους ἀπό τή λέπρα, τή φοβερή ἀρρώστια τῆς ἐ­ποχῆς. Ὁ ἀγωνιστής τοῦ πνεύματος πάλεψε ἀκούραστα μέ τόν πό­νο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πού ἔφλε­γε τήν καρδιά του.

 Φτωχοί καί πλούσιοι, ἄρχοντες καί δοῦ­λοι ἐγκαταλελειμ­μένοι ἀπό τούς πα­νι­κό­βλητους συγγενεῖς βρῆκαν κατα­φύ­γιο καί ζωή ἀπό τόν Ζωτικό. Μέ τά χρή­μα­τα τοῦ αὐτοκράτορα ἐξα­γόραζε τούς ἀρ­ρώστους ἀπό τούς στρατιῶτες πού εἶ­χαν ἐντολή νά τούς πνίγουν, καί τούς ἐξα­σφάλιζε τόπο διαμονῆς ἔξω ἀπό τήν Πόλη.

 Ὅμως εἶναι κλῆρος κάποιων γεν­ναί­­ων ψυχῶν νά μή γνωρίζουν σέ τούτη τή γῆ τήν ἀναγνώριση τοῦ ἔργου τους. Ὁ ὅσιος συκοφαντήθηκε ἀπό ἀνθρώ­πους φθο­νερούς, ὅταν ἔπεσε πεί­­να στήν Πόλη. Ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος, γιός καί διάδοχος τοῦ Μ. Κωνταν­τί­νου, ἐ­πηρεα­σμένος ἀπό τούς αἱρετι­κούς Ἀ­ρει­­ανούς διέταξε τήν τιμωρία του. Μαρ­τυ­ρικό ὑ­πῆρξε τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ δια­­κόνου τῆς ἀ­γά­πης. Δεμέ­νος πίσω ἀ­πό δυό ἄγρι­ους ἡμίονους σέρ­νεται στά μο­νοπάτια καί ποτίζει μέ τό αἷμα του τή γῆ τῆς Βα­σιλεύουσας ὁ ὅσιος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁγία του κεφαλή καί τά μέλη τοῦ σώ­μα­τός του κατα­κό­πη­καν βίαια καί δια­σκορ­πί­στη­καν. Θαυ­­μα­στά σημεῖα ὅ­μως, τήν δια ὥρα ἀλλά καί ἀργότερα, ἔκαναν τόν ἀσεβῆ αὐτοκράτορα νά κα­τα­λάβει τό σφάλ­μα του, νά ζητήσει συγ­­χώρεση καί νά ἐπιμεληθεῖ τήν ταφή τοῦ ἁγίου.

 Στίς 31 Δεκεμβρίου, μέρα πού κλεί­νει ἕνας χρόνος, ἀνοίγει ἡ Ἐκκλησία μας ἕνα παράθυρο στό θεϊκό μυστήριο τῆς ἀγά­πης πού νικάει τό χρόνο καί τό θάνατο, καθώς τιμᾶ τή μνήμη τοῦ ἁγί­ου Ζωτικοῦ.

 Στήν ἐποχή πού μεταδοτική ὅσο πο­τέ ἀπειλεῖ ἡ λέπρα τῆς ψυχῆς, ἔ­χουμε ἐ­πεί­­γου­σα ἀνάγκη ἀπό κείνους πού, μα­θη­­τεύ­οντας στήν ἀγάπη τῆς ἁγί­ας φάτ­νης, θά σώσουν ψυχές γιά τόν Πα­ρά­δει­σο προσ­φέ­ροντας ὡς τίμημα τή θυσία τῆς ζωῆς τους.

 

Ἰχνηλάτης

Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 334-335