Νά γίνουμε ἅγιοι!
Παράδοξη, ἀπρόβλεπτη καί προφανῶς ἀδιάφορη γιά τήν σημερινή κοινωνία φαίνεται ἡ πρόταση «νά γίνουμε ἅγιοι». Σήμερα οἱ περισσότεροι ἐπιδιώκουν οἰκονομική εὐμάρεια, κοινωνική ἐπιφάνεια, ἐπιστημονική ἀνάδειξη, ἐπαγγελματική καταξίωση, πρόσβαση στίς τεχνολογικές ἀνέσεις, καί μύρια ἄλλα παρόμοια, ὄχι ὅμως ἁγιότητα.
Ὡστόσο, ἡ ἁγιότητα δέν στέκει ἔξω ἀπό τόν προορισμό οὔτε ἀπό τά ὅρια τῆς δυνατότητας τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντίθετα, ὅλοι εἴμαστε καλεσμένοι νά γίνουμε ἅγιοι. «Καὶ ἔσεσθε ἅγιοι, ὅτι ἅγιος ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν» (Λε 20,7· πρβλ. Α΄ Πέ 1,16), εἶναι ἡ ἐπιθυμία καί πρόσκληση τοῦ Θεοῦ πρός κάθε πλάσμα του, μάλιστα πρός τόν χριστιανό. Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ καθημερινά σμήνη ἁγίων καί ὅλους αὐτούς τούς προβάλλει ὡς πρότυπα ζωῆς μέ τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων. Ὑπογραμμίζει ὅτι οἱ ἅγιοι δέν ἔπεσαν ἀπό τόν οὐρανό, δέν εἶναι ἐξαιρέσεις στήν κοινωνία. Ὑπῆρξαν ἄνθρωποι ὅπως ἐμεῖς, ὅμως ἔγιναν ἅγιοι.
Βέβαια, ἀπόλυτα καί ἐκ φύσεως ἅγιος εἶναι μόνον ὁ Θεός. Ἀπό τότε ὅμως πού κατέβηκε στήν γῆ ὁ Θεός καί μέ τήν θεία ἀνάληψή του ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ «εἷς ἅγιος, φύσει ἅγιος» κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἰεροσολύμων, ἀνέβασε τήν ἀνθρώπινη φύση μας στόν οὐρανό, μᾶς ἄνοιξε πρόσβαση στήν ἁγιότητα. Γιά τόν ἄνθρωπο ἡ ἁγιότητα, θά λέγαμε σχηματικά, ἔχει δύο στάδια: ἕνα θεωρητικό, θεολογικό, καί ἕνα πρακτικό, ἠθικό. Τό πρῶτο τοῦ δίδεται ἀπό τόν Θεό, στό δεύτερο συνεργάζεται ὁ ἴδιος μέ τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ.
Τό πρῶτο στάδιο θά μπορούσαμε νά τό ὀνομάσουμε ἀφιέρωση. Ἅγιος λέγεται ὁ ἀφιερωμένος, αὐτός πού ξεχωρίζει ἀπό τούς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους τοῦ ἀντίθεου κόσμου καί προσφέρεται στόν Θεό. Στήν Παλαιά Διαθήκη φέρ’ εἰπεῖν «ἅγιος» λεγόταν ὁ ναός τοῦ Σολομῶντα, διότι ἦταν ἀφιερωμένος ἐξ ὁλοκλήρου στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ Ἰσραήλ λέγεται «ἅγιος λαός», «ἔθνος ἅγιον», διότι ὁ Θεός τόν ξεχώρισε ἀνάμεσα σ’ ὅλα τά ὑπόλοιπα ἔθνη, γιά νά εἶναι δικός του λαός. Στήν Καινή Διαθήκη ὁ ἀπόστολος Παῦλος στέλνει τίς Ἐπιστολές του στούς ἁγίους, δηλαδή σ’ αὐτούς πού εἶναι ἀφιερωμένοι στόν Θεό. Καί ποιοί εἶναι αὐτοί; Ὅσοι εἶναι βαπτισμένοι στόν θάνατο καί στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή ἐμεῖς οἱ χριστιανοί. Κάθε πιστός εἶναι ἅγιος· «πᾶς γὰρ πιστὸς ἅγιος, καθὸ πιστός ἐστι· κἂν κοσμικὸς ᾖ τις (= κι ἄν ζῆ μέσα στόν κόσμο), ἅγιός ἐστιν», τονίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Στό πρῶτο στάδιο τῆς ἁγιότητος, λοιπόν, μᾶς εἰσάγει ἡ Ἐκκλησία καί μᾶς προετοιμάζει νά προχωρήσουμε στό δεύτερο στάδιο, τό ὁποῖο νοηματίζει καί ὁλοκληρώνει τό πρῶτο.
Τό δεύτερο στάδιο θά μπορούσαμε νά τό ὀνομάσουμε ἀφομοίωση μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπενθυμίζει ὅτι εἴμαστε «κλητοὶ ἅγιοι», δηλαδή ἀφιερωμένοι στόν Θεό, ἀλλά καί προσκεκλημένοι νά γίνουμε ἅγιοι μέ τήν ἠθική σημασία τοῦ ὅρου, νά γίνουμε δηλαδή ὅμοιοι μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει νά ἀποκτήσουμε, ὅπως λέει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «νοῦν», δηλαδή φρόνημα, Χριστοῦ, «σπλάγχνα», δηλαδή ἀγάπη, καί βούληση Χριστοῦ.
Καί πῶς θά ἀποκτήσουμε νοῦ καί σπλάγχνα, ἀγάπη καί φρόνημα Χριστοῦ; Ἡ Ἐκκλησία, ἡ μήτρα τῆς ἁγιότητος, πού μᾶς βγάζει θεολογικά ἁγίους ἀπό τήν κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος, εἶναι ἐπίσης καί τό ἐργαστήριο τῆς ἁγιότητος. Μᾶς προσφέρει τά μέσα, τά ἐργαλεῖα μέ τήν χρήση τῶν ὁποίων θά γίνουμε καί ἠθικά ἅγιοι. Ποιά εἶναι αὐτά; Εἶναι ἡ μαθητεία στόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἡ μετοχή στά ἅγια Μυστήρια.
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἁγιάζει καί μᾶς καθαρίζει. Τό ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος στήν ἀρχιερατική του προσευχή. Ἀπευθυνόμενος στόν Πατέρα του λέει γιά τούς μαθητές του ὅτι «ἐγώ τούς ἁγίασα (βλ. Ἰω 17,12), διότι “δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου”» (Ἰω 17,14). Δέν εἶναι ἁπλό πράγμα νά μαθητεύεις στόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἡ μαθητεία αὐτή ἀπαιτεῖ προσωπικό κόστος, διότι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δουλεύει στήν ὕπαρξή σου σάν μαχαίρι. Πετάει ἀπό πάνω σου κάθε σάπιο καί βρόμικο, σέ καθαρίζει. Κατόπιν ἡ μετοχή στά ἅγια Μυστήρια, ἡ μυστηριακή ζωή, σοῦ προσφέρει αὐτόν τόν ἴδιο τόν Χριστό, τό «ἄχραντον σῶμα» του καί τό «τίμιον αἷμα» του. ῎Ετσι ἀποκτᾶς ὄχι μόνο νοῦν καί καρδιά, φρόνημα καί νοοτροπία Χριστοῦ, ἀλλά καί «σπλάγχνα Χριστοῦ», φλέβες καί αἷμα καί κύτταρα Χριστοῦ!
Γιά νά χρησιμοποιήσουμε τόν λόγο καί τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε πραγματικά νά ἀφομοιωθοῦμε μέ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ἀπαιτεῖται μία θυσία ἀπό μέρους μας. Ὅπως ἀποκαλύπτεται πάλι στήν ἀρχιερατική προσευχή «ἁγιάζω ἐμαυτόν» (Ἰω 17,19) σημαίνει σφαγιάζω, θυσιάζω τόν ἑαυτό μου. Ὁ Κύριος θυσιάζεται χάριν τῶν μαθητῶν του. Καί ἐμεῖς ὡς μαθητές του, γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει μέσα μας ὁ λόγος του, γιά νά λειτουργήσει τό μυστήριο τοῦ Κυρίου μέσα μας, γιά νά γίνουμε -κατά χάριν βέβαια, ὄχι κατά φύσιν- ὅμοιοι μέ τόν Χριστό καί νά ἑτοιμαστοῦμε νά μποῦμε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πρέπει κάτι νά θυσιάσουμε, νά σφαγιάσουμε κάτι, νά «ἁγιάσουμε» κάτι: τόν «παλαιὸν ἄνθρωπον» (Ἐφ 4, 22). Νά θυσιάσουμε τό θέλημα τοῦ παλιοῦ ἀνθρώπου καί νά ὑπακούσουμε στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Νά τίς ἐφαρμόζουμε καί νά εἶναι πυξίδα στήν ζωή μας οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί τό μυστήριο δέν λειτουργοῦν μέσα μας μηχανικά, μαγικά. Πρέπει κι ἐμεῖς νά συνεισφέρουμε αὐτό ἀκριβῶς, νά πάρουμε τήν ἀπόφαση νά πετάξουμε ἀπό μέσα μας τόν παλαιό ἄνθρωπο, γιά νά ἀρχίσει νά κτίζεται καί νά οἰκοδομεῖται καί νά μορφώνεται ὁ καινούργιος ἄνθρωπος, ὁ ἅγιος.
Αὐτό ἔκαναν οἱ ἅγιοι· ἀσκήθηκαν πάρα πολύ στήν ὑπακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας τούς προβάλλει ὡς ὑποδείγματα, ὡς πρότυπα ἀνθρώπων πού μπῆκαν στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐμπνευστές καί καθοδηγητές ἀλλά καί πρεσβευτές γιά ἐκείνους πού ποθοῦν τόν οὐρανό.
Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας