Μᾶς πληροφορεῖ δέ ὁ ἱστορικός τῆς ᾿Εκκλησίας Λουκᾶς ὅτι στήν ἀρχή οἱ βαπτίσεις ἀκολουθοῦνταν ἀπό «σημεῖα», ἀπό θαύματα, ὅπως γλωσσολαλίες (Πρξ 10,44-48) καί ὑπογραμμιζόταν ἔτσι ἐμφατικά ἡ μεγάλη τους σημασία. Μ᾿ αὐτόν τόν ἐντυπωσιακό τρόπο βεβαιώνονταν οἱ καινούργιοι πιστοί, πού εἶχαν ἀκόμη ἀνάγκη ἀπό προφανεῖς βεβαιώσεις, γιά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Βοηθοῦνταν νά ἀξιολογήσουν εὐκολότερα τά ὄντως σπουδαῖα «σημεῖα», πού ἀκολουθοῦσαν τό Βάπτισμα τότε καί πάντοτε, τά πνευματικά χαρίσματα, δηλαδή τήν πίστη, τήν ἐλπίδα, τήν ἀγάπη, τήν χαρά, τήν εἰρήνη, τήν μακροθυμία, τήν χρηστότητα, τήν ἀγαθωσύνη, τήν πραότητα καί τούς ἄλλους καρπούς τοῦ Πνεύματος (Γα 5,22-23). Σήμερα τά πρῶτα ἐκεῖνα ἔκτακτα «σημεῖα» δέν δίνονται, διότι ἡ χάρη εἶναι δεδομένη. Τά μόνιμα ὅμως χαρίσματα εἶναι τακτικά σέ κάθε βαπτιζόμενο κι αὐτά εἶναι τά ζητούμενα. «Ταῦτα ζήτει», προτρέπει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, διότι «ταῦτα σημείων μείζονα».