Ἄργησε! Ἔρριξε τό ἱμάτιο στούς ὤμους του καί βγῆκε στό λιθόστρωτο. Μήτε πού τό κατάλαβε πῶς σκόνταψε στόν τρίβωνα πού ἔπεφτε ἀσουλούπωτα ἀπό τούς ὤμους τοῦ κοντοῦ διαβάτη, πού σουλάτσαρε ἀμέριμνα.
- Σωκράτη! ἀναφώνησε ὁ Ἀλκιβιάδης, συμπάθα με! Μά ποῦ ἀλήθεια τριγυρνᾶς πρωί-πρωί;
Τοῦ γέροντα τά μάτια φωτιστῆκαν καλοκάγαθα.
- Ἐγώ, μακάριε; Ἐσύ ποῦ τό ᾿βαλες μέ τόση βιάση ἀπ᾿ τά χαράματα;
- Πηγαίνω νά προσευχηθῶ στήν πολιάδα Ἀθηνᾶ, ἀπάντησε σχεδόν λαχανιασμένα τό παιδί.
Ὅμως τά χείλη τοῦ ἄλλου εἴχανε μισανοίξει μ᾿ ἀπορία κι ἔκπληξη.
- Ὦ θεσπέσιε! Ξέρεις ἀλήθεια νά προσεύχεσαι; Μά πές μου, ποιός σοῦ τό ᾿μαθε αὐτό;
Ὁ νέος ἐκνευρίστηκε. Μέσα στά μάτια πού ἀνοίγανε μέ τόση συλλογή εἶδε σπιθίζουσα τή γνώριμη εἰρωνεία π᾿ ἀναστάνωνε τήν πόλη του.
- Ὦ Σωκράτη, τραύλισε ἀνυπόμονα, δέν ἔχω χρόνο σήμερα γι᾿ αὐτά.
- Στάσου, στάσου, ἀγαθέ, τόν ἔκοψε ὁ γέροντας. Πῶς θά προσευχηθεῖς; Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;... Πρέπει νά περιμένουμε, μακάριε.
- Νά περιμένουμε... πότε, Σωκράτη; Ποιός ἄνθρωπος θά μᾶς διδάξει προσευχή;
- Αὐτός πού νοιάζεται γιά σένα, φίλε μου. Αὐτός πού θ᾿ ἀφαιρέσει τά σκοτάδια ἀπ’ τήν ψυχή.
- Ἀλήθεια; -μουρμούρισε σχεδόν συνεπαρμένα τό παιδί- κι ὕστερα, σάν νά ξυπνοῦσε ἀπότομα ἀπό τή μαγγανεία τοῦ δασκάλου του:
- Ὦ Σωκράτη, ἔκαμε χάνοντας τή γνώριμη συγκράτηση μπρός στά λευκά μαλλιά. Καλά τό λέν πώς εἶσαι σοφιστής. Κι ἀνασηκώνοντας τόν ὄμορφο χιτώνα του χάθηκε βιαστικά στοῦ δρόμου τή στροφή.
Μές στή γαλήνη τοῦ ναοῦ, μπρός στό πανέμορφο ἄγαλμα τῆς Πολιάδας πού ἔλαμπε, ὁ Ἀλκιβιάδης ψέλλιζε, μέ τήν ψυχή του μαζεμένη στή φωνή, τόν ὕμνο πού ἔμαθε παιδί. Μά οἱ ἐξαίσιοι στίχοι του σκοντάψανε ἀπρόσμενα σέ ᾿κείνη τήν εἰρωνική φωνή πού ξεπετάχθηκε στή μνήμη του: «Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;».
Κόμπιασε τό παιδί· φουρκίστηκε. Αὐτός ὁ σοφιστής... Στά μάτια του κοντεύαν ν᾿ ἀνεβοῦνε θυμωμένα δάκρυα. Τό ᾿νιωθε ἡ ἐφηβική ψυχή τό ἀναπάντητο ἐρώτημα πού ᾿χε ἐκτοξεύσει ὁ παράξενός του δάσκαλος. Κι ὅμως ζητοῦσε νά προσευχηθεῖ ὁ Ἀλκιβιάδης, νά συναντήσει τόν ἀθάνατο, τόν ἄπειρο θεό...
Ἤθελε νά προσευχηθεῖ. Ἦταν ἀνάγκη τῆς ψυχῆς του, πεῖσμα της· ἀνάμνηση θαμπή -κατά πῶς θά ᾿λεγε ὁ Πλάτωνας· μιά νοσταλγία δειλινοῦ στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ. Ἐκεῖ, σάν τά βουνά ντυνόντανε τά ἑσπερινά τους φωτοστέφανα καί ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ἁγνή καί παρθενεύουσα, ἀφουγκραζότανε τ᾿ ἀγαπημένα χνάρια τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κουβέντιαζε ἔτσι ὅπως φίλος μέ τόν φίλο πού πεθύμησε, ὅπως παιδί μέ τόν γονιό του πού ἀγάπησε. Προσευχή· ἀκούμπημα τῆς ἀθωότητας ἀπάνω στήν καρδιά τοῦ πλαστουργοῦ Θεοῦ στόν κῆπο τοῦ Παράδεισου...
Ἔμεινε τούτη ἡ νοσταλγία ζωντανή, κραυγάζουσα, στό θρῆνο τοῦ ἐξόριστου Ἀδάμ· γενιές γενιῶν ζητοῦσε νά προσευχηθεῖ, νά μπολιαστεῖ στήν κοινωνία τῆς ψυχῆς του μέ τόν ἄπειρο Θεό του, τόν ποθούμενο. Μόνο πού λάσπωσε ἡ φθορά τήν ἅγια μνήμη τῆς εἰκόνας Του κι ἀνήμπορος σήκωνε προσευχόμενος τά χέρια του στό τίποτα· σέ ὡραῖα καμωμένα εἴδωλα πού τόν κοιτούσανε βουβά. Κι ὅμως, ἐπίμονα, παρακαλεστικά σήκωνε ὁ ἄνθρωπος τά χέρια του πασχίζοντας κι ἀπό τίς τέσσερις γωνιές τῆς γῆς ν᾿ ἀγγίξει πάλι λίγο οὐρανό. Καί πιό πολύ ἐκεῖ, στήν πόλη τήν κλεινή, τήν ἰοστέφανη, π᾿ ἀχτιδοβόλησε σοφία καί πολιτισμό· ναοί, ναΐσκοι, οἶκοι, ἀναθήματα, ἀπ᾿ τήν ἀστράπτουσα ζωφόρο τῆς παρθένας Ἀθηνᾶς μέχρι τίς στῆλες τῶν Ἑρμῶν καί τ᾿ ἀετώματα τοῦ Ποσειδώνα, προσευχή. Μά μές στούς δρόμους τῆς Ἀθήνας τῆς κατείδωλης ἕνα κοντόσωμο ἀνθρωπάκι, πού τό ὄνομά του ἔμελλε νά σημαδέψει ἐποχές, πλανιότανε ρωτώντας ἐναγώνια: «Πῶς ἡ ἀνθρώπινή σου ἄγνοια θά ἐγγίσει τό θεό;».
Ταξίδεψε τό ἐρώτημα, ἡ ἀναπάντητη κραυγή τοῦ νοσταλγοῦ Ἀδάμ ἀπό τήν ἀπορία τοῦ ἕλληνα σοφοῦ στά χείλη τῶν ἁπλοϊκῶν ψαράδων πού ἱκετεύουνε τόν Ἁλιέα τῶν ψυχῶν: «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι».
Κι Αὐτός, ἡ Προσευχή, ἡ Κοινωνία ἡ νοσταλγούμενη κάθε ἀνθρώπινης καρδιᾶς, τούς δίνει λέξεις καί καρδιά, γιά νά προσεύχονται· καρδιά λουσμένη μέ τή χάρη τοῦ Παράκλητου, γιά νά μπορέσει ἡ χωμάτινή μας ὕπαρξη νά ἀγγίξει τή διάσταση τοῦ αἰώνιου· νά πεῖ τόν πλαστουργό Θεό πατέρα της· κι ἔτσι ὑψωμένη ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό ἀγγελικά νά τόν δοξολογεῖ, ἀγγελικά νά λαχταρᾶ τόν ἐρχομό τῆς βασιλείας του μές στῶν ἀνθρώπων τίς καρδιές, ἀγγελικά νά παραδίνεται στό ζωηφόρο θέλημα, καί μέ τήν ἀμεριμνησία τοῦ παιδιοῦ ν᾿ ἀφήνει τή φροντίδα της στά πατρικά, ἀγαπημένα χέρια του, αὐτά πού τρέφουνε καί συντηροῦν τά σύμπαντα· αὐτά πού ἀνοῖξαν στό σταυρό, γιά νά τή δέσουν μέ τή διπλανή ἀνθρώπινη καρδιά στήν κοινωνία τοῦ «ἡμῶν». Κι ἔτσι ἀγαπώντας, συγχωρητικά νά ἱκετεύει αὐτό πού περισσότερο ποθεῖ: συγχώρεση, λύτρωμα ἀπ᾿ τήν κηλίδα πού ματώνει τήν εἰρήνη της, γιά ν᾿ ἀναφέρεται ἀνάλαφρη, ἁγνή στό πρῶτο κάλλος τῆς εἰκόνας της κράζουσα μυστικά καί ἀδιάλειπτα «ἀββᾶ, ὁ Πατήρ». Πάτερ ἡμῶν· μιά προσευχή γιά νά ἐγγίσουμε Θεό· νά ἀγαπήσουμε ξανά Θεό καί ἄνθρωπο, χαράσσοντας λυτρωτικά στόν μέσα κόσμο μας τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό· ἀπό τήν κλειδωμένη μας καρδιά στόν ἀδελφό· μιά προσευχή πού μᾶς τή δίδαξαν τά χείλη τοῦ Θεοῦ, τύπος τῆς κάθε προσευχῆς πού θ᾿ ἀναπέμπουμε.
Ταξίδεψαν οἱ εὐλογημένες λέξεις της ἀπό τή θεοβάδιστη Ἀνατολή μέχρι τήν περιμένουσα πατρίδα μου, νά μάθει ἐπιτέλους νά προσεύχεται· νά τίς προφέρουν ἀδιάκριτα γέροντες καί παιδιά, σοφοί κι ἀγράμματοι· τά νήπιά της νά ἀρχίζουνε μ᾿ αὐτές τή μέρα στό σχολειό· κι ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη, στό γαλάζιο καί στό πράσινο ν᾿ ἀνθίσει προσευχή· ναοί, ναΐσκοι, λευκοί σταυροί στῶν γλάρων τούς ἀναβαθμούς, καί στ᾿ ἀετώματα τῶν κορυφῶν ξωκκλήσια τοῦ Ἁι-Λιᾶ· τροῦλοι χρυσοί νά εὐλογοῦνε σιωπηλά τίς πόλεις μας, καί τάλαντα στίς ἐξοχές μας νά μηνοῦν Ἑσπερινό. Καιόμενο λιβανωτό ἡ πατρίδα μου! Στόν Ἄθωνα χέρια π᾿ ἀναμετροῦν τά «Κύριε, ἐλέησον» τήν ἀκουμποῦνε στήν ποδιά τῆς Παναγιᾶς.
Κι ἀπ᾿ τά καμπαναριά μας κι ἀπ᾿ τά σήμαντρα φθάνει ζεστή στούς οὐρανούς ἡ προσευχή: «Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι». Ἡ ἱκετεύουσα ἀγωνία τῆς μητέρας Ἐκκλησίας γιά τήν πατρίδα μας, τώρα πού κάποιοι μάχονται νά ξεγυμνώσουν τό γαλάζιο ἀπ᾿ τό στολίδι τοῦ σταυροῦ, καί νά ξεμάθουνε τήν προσευχή ἀπό τά χείλη τῶν νηπίων μας· ἡ ἱκετεύουσα ἀγωνία τῆς μητέρας Ἐκκλησίας γιά μᾶς, τούς κουρασμένους νοσταλγούς τοῦ σήμερα...
Γιατί ἐμεῖς, οἱ θεοδίδακτοι τῆς προσευχῆς, ἐρχόμαστε καί πάλι νοσταλγοί, σηκώνοντας ξανά τά χέρια μας στό τίποτα· σ᾿ ὡραῖα καμωμένα εἴδωλα, ὅλα ἐκεῖνα τά φθαρτά πού ἀγαπήσαμε καί τά ᾿παμε ἐπιπόλαια στηρίγματα τῆς ζήσης μας· κι ἔτσι ἀπομένουμε μονάχοι μας, δίχως μιά προσευχή νά φέρει τόν Θεό Πατέρα μας συνοδοιπόρο στήν ὀδύνη μας. Μά ὁ Θεός μας εἶναι ἐκεῖ, γλυκύς καί πρᾶος, καρφωμένος στό σταυρό. Μᾶς περιμένει νά Τόν συναντήσουμε στήν ὀμορφιά τῆς προσευχῆς. Ἀρκεῖ νά Τόν ἀφήσουμε -ὅπως δίχως νά ξέρει τό ζητοῦσε ὁ Σωκράτης μας- νά ἀφαιρέσει τά σκοτάδια μας, τή λίθινη καρδιά μας, γιά νά μᾶς δώσει μιά καρδιά σάρκινη, μαλακωμένη μέ τό δάκρυ τῆς μετάνοιας, γιά νά χωρέσει τόν Παράκλητο· ἐν ἀληθείᾳ καί ἐν Πνεύματι νά ποῦμε προσευχή, νά λαχταροῦμε προσευχή, νά ἀπολαύσουμε, κρυφή χαρά μας, προσευχή· μέσα στήν προσευχή μας ν᾿ ἀνεβαίνουμε ἀπ᾿ τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος στή γλυκύτητα κάποιου χαμένου δειλινοῦ στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ· νά ζοῦμε προσευχή, γιά νά μπορέσουμε νά ξαναζήσουμε Παράδεισο... Ἀμήν.