Τά χρόνια φύγανε σά λαθρομετανάστες,
 καπνός στό δρόμο μου οἱ σκιές π᾿ ὅλο πυκνώνουν
 κι ἀθώρητος μέ πλησιάζει ὁ Ἄλλος
 μέ βῆμα σιγαλό σά βελουδένιο.
 Τήν ὥρα τῆς συγκομιδῆς στή ζυγαριά τῆς κρίσης
 τό ξέρω πώς δέ θά ᾿μαι ἐγώ πού θά μετρήσω
 πόσον καιρό σπατάλησα σ᾿ ἄσκοπες ἐπιδόσεις
 καί πόσον ἐξαγόρασα δουλεύοντας μ᾿ εὐθύνη.
 Τώρα μοῦ μένει νά πατῶ μ᾿ ἀξιοπρέπεια
 τ᾿ ὀλισθηρό κατώφλι τῆς ἐξόδου
 χωρίς συναισθηματικές πλειοδοσίες.
 
 
 
 Μέ καρτερεῖ μιά θάλασσα ἀσύνορη,
 γαληνεμένη ἐλπίζω,
 μέ τοῦ ζεφύρου τίς μυρίπνοες αὖρες
 κι ἐκεῖνες τίς ἐξαίσιες μουσικές π᾿ ἀγάπησα
 καί τίς ἀκούω καμιά φορά
 ἀπό μακριά, ἀπό βαθιά, ἀπό πέρα.
 Ἑορταζόντων ἦχος ἀκατάπαυστος.
Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης
										

				



