Χερουβίμ μέ φλογίνη ρομφαία
φρουροῦσαν τήν ὁδό τοῦ Παραδείσου
καί οἱ πρωτόπλαστοι
κινήσανε ν᾿ ἀνοίξουν ἄλλους δρόμους.
Ἐλεύθερα διαλέξαν τό σκοτάδι.
Σκλάβοι τοῦ ἄπιαστου ὀνείρου παραπαίουν.
Ἀγκάθια καί τριβόλια ἡ ζωή τους
κι ὅλος ὁ πλοῦτος
δυό δερμάτινοι χιτῶνες.
Μά νά, θωρῶ ἕναν ἄγγελο καί πάλι
χωρίς ρομφαία τούτη τή φορά.
Θαυμάζει, ἀπορεῖ καί χαιρετάει
σάν ρήγισσα τοῦ κόσμου
μιά κόρη πού στό στέμμα της φοράει
ὁλόλαμπρα διαμάντια στή σειρά:
ταπείνωση, σεμνότητα, ἀγάπη,
πίστη, ἐλπίδα καί ὑπακοή,
ἀδιάλειπτη, καθάρια προσευχή.
«Χαῖρε, κεχαριτωμένη Μαρία·
ὁ Κύριος μετά σοῦ».
Σκύβει αὐτή καί ταπεινά ρωτάει
νά μάθει τοῦ Θεοῦ της τή βουλή.
Στό «ναί» της ἀναρρίγησε ἡ πλάση
καί ξέσπασαν τά οὐράνια
σέ «Ὡσαννά!».
Θαρρεῖς πώς τραγουδοῦσαν
οἱ προφῆτες
μέ τάγματα ἀγγελικά
τό πρῶτο Εὐαγγέλιο ξανά.
Μιά αἰώνια γλυκαυγή χρυσανατέλλει
στήν παραδείσια ἀπροσπέλαστη χαρά.
Γιά τήν ταπείνωσή σου καί τή χάρη
θερμά σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Παναγιά,
πού ἄνοιξες τό δρόμο πού ὁδηγοῦσε
στό σπίτι τοῦ οὐράνιου μας Πατέρα,
στή λύτρωση καί στήν ἐλευθεριά.
Δέσποινα Δαμιανίδου
Δασκάλα