Τούς περίμενε ὅλους ἡ γιαγιά Εὐγενία, παιδιά, νύφες, γαμπρούς κι ἐγγόνια.
Τούς περίμενε ὅπως κάθε χρόνο γιά νά γιορτάσουν ὅλοι μαζί μέσα στό ἁπλόχωρο σπίτι της τά Χριστούγεννα. Ὁ σύζυγός της ὁ κύρ Γιάννης ἔκανε ὅπως πάντα τό κουμάντο του. Τό ψυγεῖο ξέχειλο ἀπό κρέατα, ποτά καί σαλάτες. Ξέχειλες κι οἱ καρδιές τους πού τούς περίμεναν.
- Μόνο μήν πιάσει κανένα χιόνι καί δέν μπορέσουν ν᾿ ἀνεβοῦν, εἶπε μέ ἀγωνία ἡ κυρία Εὐγενία.
- Ἄ, γυναίκα, ξέχνα τίς παλιές ἐποχές. Σήμερα ὅλοι ἔχουν χειμωνιάτικα λάστιχα, ἔχουν κι ἁλυσίδες, μήν ἀνησυχεῖς θά γιομίσει καί πάλι τό παλατάκι μας, τήν καθησύχασε ὁ κύρ Γιάννης.
Συνήθιζαν ὅλοι νά ἔρχονται τήν παραμονή πού γιόρταζε καί ἡ κυρα-Εὐγενία, γιά νά γιορτάσουν γιαγιά κι ἐγγονές, μαζί.
Τό βράδυ γινόταν ὁλόκληρο πανηγύρι.
Ποιός θά κοιμηθεῖ μέ ποιόν, ποιός στρωματσάδα πάνω στή μεγάλη κόκκινη φλοκάτη καί ποιός ἀγκαλιά μέ τή γιαγιά. Χαμογέλασε ἡ κυρά Εὐγενία καί τά μάτια της γέμισαν νοσταλγία καί προσμονή.
- Αὔριο θά ἔρθουν, σιγομουρμούρισε καί κατέβασε ἀπό τή φωτιά τό σιρόπι γιά τά μελομακάρονα.
Παράτησε τήν κατσαρόλα γιά νά σηκώσει τό τηλέφωνο πού χτυποῦσε.
- Ἐμπρός!
Τό ρόδινο χρῶμα ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ ἀπό τά στρόγγυλα μάγουλά της. Ὅση ὥρα μιλοῦσε, ὁ κύρ Γιάννης τήν κοιτοῦσε γεμάτος ἀγωνία.
- Τί ἔγινε, ποιός ἦταν; ρώτησε μόλις ἐκείνη κατέβασε τό ἀκουστικό.
- Ὁ Κώστας, ἀπάντησε ἕτοιμη νά βάλει τά κλάματα ἐκείνη. Δέν θά μπορέσουν φέτος νά ἔρθουν. Νά μήν τούς ὑπολογίσουμε, λέει, αὐτούς.
- Αὐτό ἦταν; Ἔλα, γυναίκα, μήν κάνεις ἔτσι καί μέ κοψοχόλιασες. Δέν πειράζει, κάτι σπουδαῖο θά τούς ἔτυχε. Θά λείπει ὁ Κώστας, μά θά ᾿ναι ὅλοι οἱ ἄλλοι.
Μά ὁ κύρ Γιάννης τό βράδυ δέν εἶχε οὔτε μιά λέξη γιά νά τήν παρηγορήσει, γιατί κι ὁ ἴδιος ἦταν ἀπαρηγόρητος. Ἀκοῦς ἐκεῖ, καί στούς πέντε κάτι συνέβη καί δέν θά ᾿ρθουν φέτος! Πέντε φορές κτύπησε σήμερα ἐκεῖνο τό εὐλογημένο καί οἱ πέντε φαρμακερές!
- Εὐτυχῶς, κυρα-Βγενιώ, πού ἔχουμε κι ἕνα κορίτσι ἐδῶ. Τουλάχιστον θά ἔρθει ἡ Ἀγγελική μέ τόν Σταῦρο καί τά παιδιά καί δέν θά γιορτάσουμε σάν μαγκούφηδες.
- Εὐτυχῶς! Τ’ ἀπάντησε ἡ κυρα-Εὐγενία, ὅμως ἡ καρδιά της, ἡ καρδιά τῆς μάνας ἦταν ἀνήσυχη. Τέτοια σύμπτωση! Σέ ὅλους πρώτη φορά φέτος κάτι νά συμβαίνει...
Μαῦρο ὕπνο ἔκανε ἡ κυρα-Εὐγενία μά σάν χτύπησε ἡ καμπάνα γιά τίς Ὧρες τῶν Χριστουγέννων τίποτε δέν τήν κρατοῦσε πιά στό στρῶμα. Πῆρε τή ζυμωτή λειτουργιά της κι ἔτρεξε στήν ἐκκλησιά. Ἐκεῖ ἄφησε τή γεμάτη ἀγωνία καρδιά της στά χέρια τῆς Παρθένου. Τῆς μίλησε ξεχωριστά γιά κάθε ἕνα ἀπό τά ἕξι της παιδιά καί σάν τελείωσε κι εἶπε ὁ παπάς τό «δι’ εὐχῶν», ἡ κυρα-Εὐγενία ἔφευγε μέ τήν καρδιά ἀνάλαφρη, δίχως κανένα παράπονο ἀπό κανένα της παιδί.
Βρῆκε στό σπίτι της τήν κόρη της, τήν Ἀγγελική, νά τήν περιμένει.
- Χρόνια πολλά, μάνα! τῆς εὐχήθηκε καί χώθηκε στήν ἀγκαλιά της.
Ὄχι, δέν λάθευε τό μάτι τῆς μάνας, ἡ κόρη της δέν τήν κοιτοῦσε στά μάτια, οὔτε κἄν τή φίλησε.
- Τί συμβαίνει, κόρη μου; τή ρώτησε στοργικά, καί κείνη ἀναλύθηκε σέ δάκρυα.
- Μάνα, νομίζω πώς τή ζημιά τήν ἔκανα ἐγώ. Ἐγώ εἶπα στόν Κώστα πώς σκέφτεσαι νά μοῦ γράψεις τό σπίτι στό χωριό.
- Μά ποτέ δέ σοῦ εἶπα, παιδί μου, κάτι τέτοιο, εἶπε αὐστηρά ἡ κυρα-Εὐγενία. Ἄλλωστε ὁ πατέρας σου δέ σοῦ ἔκτισε κοτζάμ σπίτι;
- Εἶπες ὅμως πώς τό σπίτι σου ἐπιθυμεῖς νά τό δώσεις σέ κάποιον πού μένει στό χωριό, εἶπε διστακτικά ἡ Ἀγγελική.
- Ἔχεις δίκιο, κόρη μου, τό εἶπα· μά... Κοίτα, παιδί μου, πάρε τους ὅλους καί πές τους ὅτι κατάλαβες λάθος, ὅτι δέν ἔχω σκοπό νά γράψω σέ σένα τό σπίτι, πές τους ὅ,τι θέλεις, μόνο πεῖσε τους νά ᾿ρθουν σήμερα ἐδῶ.
Ὁ κύρ Γιάννης, πού γυρνοῦσε ἐκείνη τήν ὥρα ἀπό τήν ἐκκλησία, παραξενεύτηκε πού εἶδε τήν κόρη τους νά κλαίει μά πιό πολύ παραξενεύτηκε, ὅταν ἅπλωσε τό χέρι του νά εὐχηθεῖ στή γυναίκα του.
- Πᾶμε τοῦ εἶπε, καί βγῆκαν μαζί ἔξω. Ἦρθε ἡ ὥρα, Γιάννη, τοῦ εἶπε, πᾶμε νά τό ποῦμε στόν παπα-Λεωνίδα.
Ὅταν γύρισαν στό σπίτι, ἦταν περασμένο μεσημέρι. Ἡ παπαδιά ἐπέμενε καί τούς κράτησε στό τραπέζι. Ἔξω ἀπό τήν αὐλή τους ἦταν ἤδη παρκαρισμένα τ᾿ αὐτοκίνητα ἀπό τά δύο παιδιά τους. Ὥς ἀργά τό ἀπόγευμα φτάσαν κι οἱ ὑπόλοιποι. Στήν ἀρχή ὅλοι τους ἦταν μουδιασμένοι, λιγάκι, θαρρεῖς, ντροπιασμένοι, μά ἡ ἀγάπη τῶν γονιῶν τους ὅλα τά κάλυψε.
Τό βράδυ στό λιτό τραπέζι ἡ γιαγιά ἔκανε νόημα στόν παππού τόν Γιάννη καί κεῖνος σηκώθηκε ὄρθιος.
- Ὁ παππούς θά βγάλει λόγο, φώναξε ὁ μεγάλος Γιάννης κι ὅλοι χειροκρότησαν.
- Θέλουμε ἀπόψε πού θά γεννηθεῖ ὁ Χριστός μας νά σᾶς ποῦμε ἐγώ καί ἡ κυρά μου κάτι. Κοίταξε τήν κυρά του γιά νά πάρει θάρρος καί συνέχισε. Ὅταν ἤσασταν μικρά, καλά μου παιδιά, πάντα λυπόσασταν πού ὁ μικρός Χριστός δέν εἶχε ποῦ νά γεννηθεῖ καί γεννήθηκε σ’ ἕνα στάβλο. Κι εἴχατε δίκιο νά λυπᾶστε. Εἴπαμε, λοιπόν, μέ τή μάνα σας φέτος νά τοῦ χαρίσουμε τό σπίτι μας.
Ἀπόμειναν ὅλοι νά τόν κοιτάζουν δίχως νά μποροῦν νά καταλάβουν.
- Ὁ παπα-Νικόλας, πού πέθανε πέρσι, ἄφησε χήρα τήν παπαδιά του μέ ἑφτά παιδιά, συνέχισε ἡ κυρα-Εὐγενία, βγάζοντας ἀπό τή δύσκολη θέση τόν κύρ Γιάννη. Μέχρι τώρα μένουν στό ἐνοριακό σπίτι μά ὁ καινούργιος παπάς ἔχει κι αὐτός οἰκογένεια, πρέπει νά ἀδειάσει τό σπίτι ἡ χήρα. Ὅμως οὔτε ὁ παπα-Λεωνίδας διανοεῖται νά διώξει τήν οἰκογένεια τοῦ παπα-Νικόλα μά οὔτε κι ἡ χήρα ἔχει κάπου νά πάει.
- Λοιπόν, πιστεύω πώς ὅλοι συμφωνεῖτε, πῆρε καί πάλι τό λόγο ὁ κύρ Γιάννης, πώς τό μεγάλο αὐτό σπίτι χωρᾶ καί τή μάνα σας καί τόν πατέρα σας, χωρᾶ καί τή χήρα παπαδιά μέ τά ἑφτά ὀρφανά. Μετά τά Χριστούγεννα θά γράψουμε τό σπίτι στή φαμίλια τοῦ παπα-Νικόλα.
Κανένας δέν γύρισε νά κοιτάξει τόν ἄλλο. Ὅλοι κοιτοῦσαν στά μάτια τόν κύρ Γιάννη πού ἦταν ἀπόψε φωτεινός σάν ἄγγελος. Κοιτοῦσαν δίπλα του τήν κυρα-Εὐγενία πού ᾿μοιαζε ἀπόψε μέ στοργική Παναγιά.
- Πατέρα, ἔσπασε τή σιωπή συγκινημένος ὁ πρωτογιός τους ὁ Κώστας, ὡραιότερα κάλαντα ἀπ᾿ αὐτά πού ἀκούσαμε ἀπόψε ἀπό σένα καί τή μάνα μας οὔτε ἀκούσαμε ποτέ οὔτε εἴπαμε. Σᾶς εὐχαριστοῦμε!
Τό χειροκρότημα πού ξέσπασε ἔφτασε στόν οὐρανό σάν ὕμνος ἀγγέλων· καί ἄν κάποιος ἔρριχνε ἀπόψε μιά ματιά πρός τό μεγάλο σπίτι τοῦ κύρ Γιάννη καί τῆς κυρα- Εὐγενίας, σίγουρα θά πραξενευότανε πολύ πού θά ἔβλεπε ἕνα μεγάλο ἀστέρι ἐπάνω του σταματημένο. Κι ἄν εἶχε καθαρή καρδιά, θά ἔβλεπε μέσα στό σπίτι τους τόν νεογέννητο Χριστό ἐπάνω στήν κόκκινη φλοκάτη χαρούμενο καί εὐχαριστημένο.
Ε.Β.
Περασμένα μεσάνυχτα. Ὥρα καλή γιά κείνους π᾿ ἀγρυπνοῦν μετρώντας κόμπο-κόμπο τά «Κύριε ἐλέησον» ἤ διαβάζοντας τό Μεσονυκτικό. Ὥρα καλή, πού μέσα στή σιωπή της γίνεται εὐκολότερη ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό. Μά καί ὥρα κακή γιά ὅσους, τυλιγμένοι τό σκοτεινό της μανδύα, ξεγλιστροῦν, νομίζουν, ἀπό τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ καί προσπαθοῦν μές στό βαθύ σκοτάδι νά πράξουν τά ἀνόσια.
Κατέβηκε νυχοπατώντας τή σκάλα ὁ Μιχάλης καί βρέθηκε μπροστά στήν πόρτα τοῦ ὑπόγειου διαμερίσματος. Τοῦ ἦταν ὅλα ἐκεῖ τόσο γνώριμα, ἀκόμα κι ἡ μυρωδιά τῆς εἰσόδου τῆς πολυκατοικίας· μιά μυρωδιά πετρελαίου ἀνακατωμένη μέ τό ἄρωμα τοῦ ἀπορρυπαντικοῦ πού χρησιμοποιοῦσε ἡ καθαρίστρια.
Παρασκευή βράδυ καί περασμένα μεσάνυχτα. Στάθηκε μπρός στήν πόρτα μέ καρδιοχτύπι. Κι ἄν ἦταν μέσα ὁ φοιτητής πού τό νοίκιαζε; Ἄν τρόμαζε κι ἔβαζε τίς φωνές μέσα στή νύχτα; Θά χτυποῦσε πρῶτα τό κουδούνι κι ἄν ἦταν μέσα, θά τοῦ ἔλεγε πώς ἔκανε λάθος, πώς ἔψαχνε κάποιον χωριανό του.
Χτύπησε μέ τρεμάμενο χέρι τό κουδούνι ὁ Μιχάλης καί περίμενε. Ξαναχτύπησε καί ξαναπερίμενε, κι ὅταν πιά σιγουρεύτηκε πώς ὁ ἔνοικος ἔλειπε, ἔβγαλε ἀπό τήν τσέπη τό κλειδί. Τί καλά ἔκανε καί κράτησε ἀντικλείδι, ὅταν τό ξενοίκιασε πρίν ἀπό δύο χρόνια! Ἔβαλε τό κλειδί στήν κλειδαριά καί ἄνοιξε. Μπῆκε μέσα σάν νοικοκύρης καί ἄναψε τό φῶς. Ἡ ματιά πού ἔρριξε γύρω του τόν βεβαίωσε πώς δέν θά πήγαινε ἄδικος ὁ κόπος του. Τουλάχιστον θά ἔπαιρνε μαζί του ἕναν πολύ καλό ὑπολογιστή. Ἐπιτέλους θά ἱκανοποιοῦσε τήν παρέα του. Στή σκέψη τῆς παρέας ἔνιωσε ἕνα τσίμπημα στήν καρδιά, καθώς τά λόγια τῆς Μαίρης τόν ἔσφαζαν σάν μαχαίρι: «Δέν εἶσαι γιά δῶ, ρέ Μιχάλη, ξεκόλλα ἀπό μᾶς. Δέν εἶσαι ἱκανός νά γίνεις κλέφτης». Ἀπόψε θά ἀνέβαινε στά μάτια της, θά τόν ἐκτιμοῦσε ἀπό δῶ καί πέρα, ὅπως ἐκτιμοῦσε τόν Λάκη καί τόν Πέτρο. Πῆγε χωρίς νά βιάζεται στήν κουζίνα κι ἄνοιξε τό ψυγεῖο. Ὅλα τ᾿ ἀγαθά τοῦ Ἀβραάμ λές καί στοιβάχτηκαν ἀπόψε ἐκεῖ μέσα γιά χατίρι του. Διάλεξε ὅ,τι ἤθελε καί πῆγε νά τ᾿ ἀφήσει στό τραπέζι. Πῆγε νά ξεφωνίσει ἀπ᾿ τή χαρά του. Ἐκεῖ, στή μέση τοῦ τραπεζιοῦ, ἦταν σκεπασμένο ἕνα ταψί μέ μιά ὡραιότατη χωριάτικη τυρόπιτα καί δίπλα ἀφημένο ἕνα κουτί ἀπό χρυσοχοεῖο. Ἄνοιξε μέ βουλιμία τό κουτί καί βρῆκε μέσα ἕνα πανάκριβο ρολόι μάρκας. Ὕστερα μέ τήν ἴδια βουλιμία ρίχτηκε στήν πίτα.
«Σάν τήν πίτα τῆς μάνας μου», σκέφτηκε μόλις τή δάγκωσε, κι ἡ δαγκωματιά λές κι ἔφτασε ὥς στήν καρδιά του. Ἄν μάθαινε ἡ μάνα του τί ἔκανε ἀπόψε ὁ γιός της, ἄλλη νύχτα δέν θά ζοῦσε. Ἀπόμεινε στή σκέψη του ἡ μάνα του καί τήν εἶδε μπροστά του ὁλοζώντανη νά ἀνοίγει τό φύλλο χαρούμενη, νά ἁπλώνει τό τυρί, νά βάζει τήν πίτα στό φοῦρνο κι ὕστερα νά χωρίζει τό καλύτερο κομμάτι γιά τόν κανακάρη της.
Πόση ὥρα κοιτοῦσε τήν πίτα δέν κατάλαβε. Οὔτε κατάλαβε πότε στάθηκαν στήν πόρτα τῆς κουζίνας ἐκεῖνοι πού τόν κοιτοῦσαν ὄχι τόσο ξαφνιασμένα ἀλλά, θά μποροῦσε νά τό πεῖ, πονετικά. Τινάχτηκε μόλις τούς εἶδε κι ἄρχισε νά τρέμει ἀπό τό φόβο του.
- Μή φοβᾶσαι, παιδί μου, τοῦ μίλησε γλυκά ἡ γυναίκα.
Κοίταζε μιά τή γυναίκα πού τοῦ μιλοῦσε καί μιά τόν νεαρό πού ἦταν πλάι της. Προσπάθησε νά κρατηθεῖ στά πόδια του, μά ἐκείνη ἡ τρεμούλα δέν ἔλεγε νά τόν ἀφήσει.
Ἡ γυναίκα τόν πλησίασε, τόν ἀκούμπησε ἁπαλά καί τόν ἔβαλε νά καθίσει. Ὕστερα ἅπλωσε πάνω στά λερά μαλλιά του τό χέρι της καί τόν χάιδεψε.
- Πῶς μπῆκες μέσα; τόν ρώτησε ὁ νέος πού ἦταν μαζί μέ τήν κυρία.
Ἔβγαλε συντριμμένος τό κλειδί ἀπό τήν τσέπη ὁ Μιχάλης καί τ᾿ ἄφησε πάνω στό τραπέζι. Πρίν δύο χρόνια ἔμενα ἐδῶ. Νόμιζα... δηλαδή εἶχα μάθει πώς ἔφευγες κάθε Παρασκευή στό σπίτι σου, εἶπε καί χαμήλωσε τό κεφάλι.
Αὐτή τή φορά ἦρθα ἐγώ, γιατί αὔριο ὁ Μιχάλης μου γιορτάζει καί θά ἔρθουν ἐδῶ οἱ φίλοι του νά τόν γιορτάσουν. Πήγαμε ἀπόψε στήν ἀγρυπνία. Ἀπό ἐκεῖ ἐρχόμαστε, παιδί μου. Ὁ Θεός φύλαξε καί δέν ἔγινε τό κακό. Κάθισε, λοιπόν, μαζί μας νά φᾶμε κι ὕστερα τραβᾶς στό καλό. Ἔλα, Μιχάλη μου, βόηθα με νά στρώσω γρήγορα μιά κι ἔχουμε μουσαφίρη!
- Δέν θά φωνάξετε τήν ἀστυνομία; ρώτησε ἀπορημένος καί γεμάτος ἐλπίδα ὁ Μιχάλης.
- Δέν πῆρες τίποτα, πῆρες; τόν ρώτησε γλυκά ἡ μάνα.
- Δέν πρόλαβα, ὁμολόγησε ταπεινά ἐκεῖνος καί ξέσπασε σέ κλάματα. Κάθισε δίπλα του ἡ μάνα ἡ χωρική, ὅμοια κι ἀπαράλλαχτη μέ τή δική του μάνα, καί τοῦ ᾿πε λόγια σοφά, συμβουλευτικά. Πότε τόν μάλωνε γιά τό κατάντημά του καί πότε τοῦ μιλοῦσε τρυφερά. Πότε τοῦ ἔδειχνε τήν Παναγιά, πού ἀπ᾿ ἀπέναντι τούς κοιτοῦσε γλυκά, καί πότε τοῦ θύμιζε τή μάνα του, πού τόν περίμενε νά γυρίσει ἐπιστήμονας κοντά της. Κι ὅταν πιά στέρεψαν τά δάκρυα τοῦ νέου καί σώθηκαν τά λόγια τῆς καρδιᾶς της, ἐκεῖνος ἅρπαξε τά δυό της χέρια καί τά φίλησε.
- Οὔτε τό ὄνομά σου δέν μᾶς εἶπες, παιδί μου, εἶπε ἡ μάνα καί τόν κοίταξε μέ ὅση ἀγάπη ἔκρυβε ἡ πλατειά καρδιά της.
- Μιχάλης, ἀπάντησε γεμάτος ντροπή πού εἶχε τό ἴδιο ὄνομα μέ τό τίμιο παιδί τῆς ὑπέροχης, τῆς ἁγίας αὐτῆς γυναίκας.
- Μιχάλης! Καί δέ μᾶς τό λές τόση ὥρα! Χρόνια πολλά, Μιχάλη! Χρόνια πολλά, παιδί μου! εἶπε συγκινημένη.
Καί πρίν προλάβει νά πεῖ «εὐχαριστῶ» ὁ Μιχάλης, ἔνιωσε τά μητρικά της χείλη ν᾿ ἀκουμποῦν στό ἱδρωμένο του μέτωπο.
Ἦταν σχεδόν ξημέρωμα, ὅταν ὁ Μιχάλης ἄφηνε πίσω τό παλιό του διαμέρισμα καί τούς καινούργιους του φίλους. Στά χέρια του δέν κρατοῦσε οὔτε τόν ὑπολογιστή οὔτε κανένα ἄλλο λάφυρο. Στά χέρια του ἔσφιγγε δυνατά τό χαρτονόμισμα πού τοῦ ἔβαλε στό χέρι ἡ γλυκειά γυναίκα ψιθυρίζοντάς του τρυφερά: «Πήγαινε νά γιορτάσεις σήμερα μέ τή μανούλα σου, μέ τούς δικούς σου!».
Ἔφτασε στό πρακτορεῖο καί περίμενε ν᾿ ἀνοίξει. Πῆρε τό πρῶτο λεωφορεῖο καί ξεκίνησε. Τήν ἴδια ὥρα στό χωριό του, ἡ μάνα του μέ χίλιες ἐλπίδες στήν καρδιά πῆρε τό πρόσφορο πού ζύμωσε, ἔγραψε τό ὄνομα «Μιχαήλ» στό χαρτί καί τράβηξε γιά τήν ἐκκλησία. Δέν τόν περίμενε, μ᾿ αὐτός τῆς ἐρχόταν. Αὐτό ἦταν ἀπό τά ἀνέλπιστα, πού ἀναπάντεχα χαρίζει ὁ Θεός.
Ὅταν τό λεωφορεῖο σταμάτησε στό χωριό του, ἦταν ἡ ὥρα πού σχολνοῦσε ἡ ἐκκλησία κι ἡ μάνα του, θές ἀπό ἔνστικτο, θές ἀπό ἐλπίδα, στύλωσε τά μάτια στήν πόρτα του. Κι ἄρχισε ἡ καρδιά της ἕνα φτεροκόπημα ὅμοιο, θαρρεῖς, μέ κεῖνο πού ἔκαναν οἱ ἄγγελοι στόν οὐρανό, καθώς πετώντας γιόρταζαν τή γιορτή τοῦ Μιχαήλ, τοῦ γιοῦ της πού ἐπέστρεψε.
Ἑ.Β.
Ὁ Μανώλης τράβηξε τήν κουρτίνα τοῦ παραθύρου του καί εἶδε μέ ἱκανοποίηση ὅτι ὁ καιρός τό γύρισε σέ χιόνι. Ὅλη τή μέρα ἔβρεχε, μά μέσα στή βροχή ἔβλεπε μερικές νιφάδες πού πάλευαν νά ἐπικρατήσουν. Κι ἐπιτέλους τά κατάφεραν! Ἄρχισε ἤδη νά τό στρώνει.
Τοῦ ἦρθε στή σκέψη τό χωριό. Εἶχαν νά πᾶνε ἐκεῖ γιά Χριστούγεννα τρία χρόνια καί ἀκριβῶς τόσα χρόνια εἶχε νά δεῖ τούς θείους καί τά ξαδέλφια του. Ἦταν πολύ ὄμορφα στό χωριό ὅταν χιόνιζε, μά ἀπό τότε πού εἶχαν οἱ μεγάλοι ἐκείνη τήν ἀνόητη παρεξήγηση, δέν ξαναπάτησαν ἐκεῖ οὔτε Χριστούγεννα οὔτε καλοκαίρι. Οὔτε πού θυμόταν καλά-καλά πῶς ἄρχισε ἡ παρεξήγηση. Θυμᾶται ὅτι ὁ μπαμπάς του ἀστειεύθηκε λέγοντας πώς οἱ λαχανοσαρμάδες τῆς θείας ἦταν καλοί, ὅμως ὄχι σάν τῆς γυναίκας του. Θυμᾶται ὅτι ἡ θεία ἡ Σμαρώ κατέβασε τά μοῦτρα της καί δέν τά ξανανέβασε ὅλη τή μέρα. Τή δεύτερη μέρα τῶν Χριστουγέννων ἡ θεία πεισμωμένη δέν μαγείρεψε τίποτε κι ὁ ἀδελφός της, ὁ πατέρας του δηλαδή, θύμωσε, τούς πῆρε ὅλους κι ἔφυγε κι ὁρκίστηκε νά μήν ξαναπατήσει στό χωριό.
- Κοίτα, φίλε μου, τί μᾶς κάνανε οἱ λαχανοσαρμάδες! εἶπε δυνατά.
- Μανώλη, τί ἔπαθες; Παραμιλᾶς;
Ἡ ἀδελφή του ἡ Χρυσούλα, πού μπῆκε ἐκείνη τήν ὥρα στό δωμάτιο, τόν κοίταζε κοροϊδευτικά.
- Ὄχι, Χρύσα μου, δέν παραμιλάω. Ὅμως ἔλα νά δεῖς· τό ἔστρωσε κιόλας. Φαντάζεσαι τί ὄμορφα πού θά εἶναι τώρα στό χωριό!
- Κατάλαβα, εἶπε βγάζοντας ἕναν βαθύ ἀναστεναγμό ἡ Χρυσούλα. Ἴσως γι᾿ αὐτό νά μή μ᾿ ἀρέσουν καί οἱ λαχανοσαρμάδες.
Ἔφυγε ἡ Χρυσούλα κι ἔμεινε μόνος καί πάλι ὁ Μανώλης μπροστά στό χιονισμένο τοπίο.
«Κάτι πρέπει νά γίνει, σκέφτηκε. Τί στό καλό; Ὁ μπαμπάς μέ τή θεία εἶναι ἀδέλφια· δέν μπορεῖ νά μήν ἀγαπιοῦνται, νά μήν πεθύμησε τόσα χρόνια ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ναί, κάτι πρέπει νά γίνει. Τί ὅμως;»
Ὁ μπαμπάς του -τό ἤξερε καλά ὁ Μανώλης- ποτέ δέν ὑποχωροῦσε πρῶτος. Εὔκολα ἔκανε τό δεύτερο βῆμα σέ μιά συμφιλίωση, ποτέ ὅμως τό πρῶτο. Ἡ μαμά ὅμως ἦταν πιό ἁπλός ἄνθρωπος, πιό ταπεινός. Κι ὁ διος ἦταν πιά δεκάξι χρονῶν καί μποροῦσε νά τό καταλάβει πολύ καλά αὐτό. Θά συνεργαζόταν, λοιπόν, μέ τή μαμά.
Τή βρῆκε ὅπως ἦταν φυσικό στήν κουζίνα. Τά εἶπαν μάνα καί γιός καί ὕστερα κατάστρωσαν τό σχέδιό τους. Τό βράδυ στό τραπέζι ὁ Μανώλης κοίταξε ἱκετευτικά τόν πατέρα του κι ὕστερα τοῦ μίλησε ὅσο πιό ἤρεμα μποροῦσε:
- Πατέρα, θέλω νά σοῦ ζητήσω μιά χάρη.
Ἐκεῖνος σταμάτησε νά τρώει καί κοίταξε τό γιό του ξαφνιασμένος.
- Θέλω νά μοῦ δώσεις ἄδεια, αὔριο πού κλείνουν τά σχολεῖα, νά πάω στό χωριό καί νά κάνω ἐκεῖ Χριστούγεννα.
- Θέλεις νά κάνεις Χριστούγεννα μακριά ἀπό τήν οἰκογένειά σου; τόν ρώτησε ταραγμένος ἐκεῖνος.
- Πατέρα, θεωρῶ γελοία τήν ἀφορμή τῆς παρεξήγησής σου μέ τή θεία Σμαρώ καί ἀφοῦ ἐσύ χωρίς σπουδαῖο λόγο δέν θές νά πᾶς, νομίζω πώς ἔχω τό δικαίωμα ἐγώ νά πάω νά γιορτάσω μαζί μέ τούς θείους καί τά ξαδέλφια μου.
- Ἀφοῦ τό θέλεις πήγαινε, ἀπάντησε ὁ πατέρας του, καί τά λόγια του -παράξενο- δέν φαίνονταν νά βγαίνουν ἀπό θιγμένο ἄνθρωπο.
Τήν ἄλλη μέρα χαιρέτησε τούς δικούς του ὁ Μανώλης κι ἔφυγε μέ τό τραῖνο γιά τό χωριό.
- Κανονικά ἔπρεπε ὅλοι νά πᾶμε, τούς εἶπε φιλώντας τους. Καί μήν ξεχνᾶς, μπαμπά, ἐσύ κάποτε μοῦ εἶπες πώς Χριστούγεννα σημαίνει εἰρήνη καί ὅτι εἰρήνη σημαίνει συμφιλίωση.
Δέν εἶπε τίποτε ὁ κύρ Ἀλέκος, ὅμως στό βάθος του ζήλεψε τό παιδί του, γιατί καί κεῖνος περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἐπιθυμοῦσε ν᾿ ἀνέβει στό τραῖνο καί νά πάει στό χωριό.
Τό βράδυ ἀργά κτύπησε τό τηλέφωνο. Ὁ κύρ Ἀλέκος τό σήκωσε ἀνήσυχος.
- Ἀλέκο μου, ἡ Σμαρώ εἶμαι· τό παιδί ἔφτασε καλά. Σ᾿ εὐχαριστῶ πολύ πού μέ συγχώρησες. Ὁ Μανώλης μοῦ εἶπε πώς θά ᾿ρθεῖτε καί σεῖς αὔριο καί κλαίω, Ἀλέκο μου, ἀπό τή χαρά μου. Ἤμουν ἀνόητη, Ἀλέκο μου, τ᾿ ἀκοῦς; Ἀνόητη.
- Σᾶς εἶπε ὁ Μανώλης ὅτι αὔριο θά ᾿ρθοῦμε καί μεῖς; ρώτησε ὁ κύρ Ἀλέκος συγκινημένος μ᾿ ὅλα αὐτά πού ἄκουγε.
- Ναί μᾶς τό ᾿πε καί πῆρα νά σᾶς πῶ νά ᾿ρθεῖτε μέ τό τραῖνο, γιατί στό χωριό ἔχουμε ἕνα μέτρο χιόνι. Καί ... καί κάτι ἄλλο, Ἀλέκο μου. Πές στή γυναίκα σου, ἄν μπορεῖ, ἄς φτιάξει καί κάμποσους λαχανοσαρμάδες, πού τούς φτιάχνει τόσο νόστιμους, καί νά τούς φέρει μαζί της. Ἐγώ ἔχω τρία χρόνια νά τούς μαγειρέψω καί φοβᾶμαι πώς δέν θά τούς πετύχω. Καλή ἀντάμωση, ἀδελφέ μου. Μέ τό καλό νά ᾿ρθεῖτε!
Ἔκλεισε τό τηλέφωνο ὁ κύρ Ἀλέκος καί γύρισε δακρυσμένος πρός τή γυναίκα του.
- Μιά χαρά μᾶς τήν κατάφερε ὁ μικρός, τῆς εἶπε. Αὔριο πρωί-πρωί πρέπει νά φτιάξεις λαχανοσαρμάδες.
-Ἔχεις τρία χρόνια νά μοῦ τό ζητήσεις αὐτό. Σοῦ ὑπόσχομαι πώς θά εἶναι οἱ νοστιμότεροι λαχανοσαρμάδες πού ἔφαγες ποτέ, τοῦ εἶπε ἐκείνη κι ἡ σκέψη της ἔτρεξε μακριά στό χωριό στό γιό της τόν Μανώλη.
Μέσα στήν καρδιά της ξεχώρισε καθαρά τή φωνή του. Ναί! Ἀνάμεσα στίς φωνές τίς ἀγγελικές ἄκουγε καί τή φωνή τοῦ Μανώλη της: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη».
Κι ἡ καρδιά της πῆρε νά κτυπᾶ χαρμόσυνα: «καί ἐπί γῆς εἰρήνη», «καί ἐπί γῆς εἰρήνη»... Ἐπιτέλους ὕστερα ἀπό τρία ὁλόκληρα χρόνια θά γιόρταζαν ἀληθινά Χριστούγεννα!
Ἑ.Β.
Πρωτομηνιά. Παίρνω στά χέρια μου τό Μηναῖο τοῦ Αὐγούστου... Θυμόμουν ὅτι γιορτάζουν οἱ ἑπτά Μακκαβαῖοι. Ὅμως μόλις ἀνοίγω τό βιβλίο, βλέπω πώς πρῶτα ἀναφέρεται μία ἄλλη γιορτή: ἡ Πρόοδος τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ. «Γι’ αὐτό», σκέφτομαι, «στόν Ἑσπερινό ψάλαμε “Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν Σου...”». Αὐθόρμητα μία ἀπορία μοῦ δημιουργήθηκε: Τί ἀκριβῶς γιορτάζουμε; Μήπως ἀπό τόν Αὔγουστο ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν Ὕψωση τοῦ τιμίου Σταυροῦ στίς 14 Σεπτεμβρίου; Μᾶλλον εἶναι πολύ μακρινός ὁ συσχετισμός...
Ἀναζητώντας τίς ρίζες αὐτῆς τῆς γιορτῆς ἔφτασα στά χρόνια τοῦ Βυζαντίου. Στά μέσα τοῦ 10ου αἰώνα βρῆκα στόν πολυγραφότατο Κωνσταντῖνο Πορφυρογέννητο μία ἐνδιαφέρουσα μαρτυρία. Στό ἔργο του «Ἔκθεσις Βασιλείου Τάξεως» ἀναφέρει πώς στήν Κωνσταντινούπολη ἄρχιζε ἀπό τίς 23 Ἰουλίου ἡ προσκύνηση τοῦ Τιμίου Ξύλου, πού διαρκοῦσε ἑπτά ἡμέρες. Στή συνέχεια, ἀπό τήν 1η Αὐγούστου καί γιά δύο ἑβδομάδες, γινόταν ἡ «Πρόοδος», δηλαδή ἡ περιφορά τοῦ Τιμίου Ξύλου σχεδόν σ’ ὅλη τήν Πόλη καί τά περίχωρα πρός ἁγιασμό τῶν πιστῶν. Τήν παραμονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (14 Αὐγούστου) περιέφεραν τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου στά ἀνάκτορα καί τέλος, τόν ἐναπέθεταν στό ἐκκλησάκι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων πού βρισκόταν μέσα στό παλάτι.
Ἡ ἐπίσημη ἑορτή θεσπίστηκε, ὅπως φαίνεται, ἀργότερα. Τόν 12ο αἰώνα, στά χρόνια της αὐτοκρατορίας τοῦ Μανουήλ Κομνηνοῦ, οἱ Βυζαντινοί σώθηκαν ἀπό ἐπιδρομή τῶν Σαρακηνῶν μέ τή βοήθεια τοῦ Τιμίου Ξύλου. Ἔκτοτε ἡ ἑορτή ὁρίστηκε τήν πρώτη μέρα τῆς νηστείας τοῦ Δεκαπενταυγούστου (1 Αὐγούστου) καί συνοδευόταν ἀπό λιτάνευση (πρόοδο) τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Ὁ Πατμιακός κώδικας 266 ἀναγράφει ὅτι ἐπίσης κατά τήν 1η Αὐγούστου στή Μεγάλη Ἐκκλησία ἐτελεῖτο «ἡ Βάπτισις τῶν τιμίων Ξύλων». Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης σημειώνει: «Κατά τήν ἡμέραν ταύτην ἐξήγετο ἐκ τοῦ σκευοφυλακίου τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ὁ τίμιος Σταυρός, περιήγετο ἀνά τήν πόλιν καί ἐξετίθετο εἰς διαφόρους ναούς πρός προσκύνησιν καί ἁγιασμόν τῶν πιστῶν καί πάλιν ἀπετίθετο εἰς τό σκευοφυλάκιον».
Ταξιδεύω μέ τόν νοῦ στούς δρόμους τῆς Πόλης καί βλέπω τήν περιφορά τοῦ Σταυροῦ. Οἱ πιστοί στέκουν στά πλάγια καί κάνουν εὐλαβικά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἄλλοι συνοδεύουν τήν πομπή μέ κατάνυξη καί προσεύχονται καθώς ἁγιάζεται κάθε γωνιά τῆς Βασιλεύουσας. Καμαρώνεις καί χαίρεσαι γιά τήν εὐλάβεια τῶν χριστιανῶν πού τιμοῦσαν τόσο ἔντονα τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ... Σοφά θεσπίστηκε αὐτή ἡ γιορτή. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε πείρα τῆς δυνάμεως τοῦ Σταυροῦ ἀπό τή γέννησή της, ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῶν διωγμῶν. Ἔτσι σέ κάθε δυσκολία ἀτομική ἤ συλλογική οἱ πιστοί προσέτρεχαν πάντοτε στό Τίμιο Ξύλο, πού κατατρόπωσε τόν κοσμοκράτορα τοῦ αἰῶνος τούτου, πού νίκησε τό μεγαλύτερο κακό στόν κόσμο, τήν ἁμαρτία...
Σήμερα, ὡστόσο, πόσο ξεθώριασε τούτη ἡ γιορτή! Κι ὅμως ἔχουμε ἀνάγκη τήν ἀναβίωσή της περισσότερο ἀπό ποτέ, θαρρῶ. Μπορεῖ σήμερα νά μή γίνονται ἐπιδρομές Σαρακηνῶν, ἀλλά ἡ πατρίδα μας πλήττεται ἀπό χειρότερες ἐπιδρομές. Δέν εἶναι μόνο οἱ ἐπιθέσεις τῶν δυνατῶν, ἀλλά καί οἱ ὕπουλες χρόνιες διαβρωτικές ἐπιθέσεις ἐκ τῶν ἔνδον, πού ροκάνισαν τίς ρίζες τῆς φυλῆς μας.
Βρισκόμαστε σέ τόσο δεινή θέση... κι ἐξακολουθοῦμε νά βυθιζόμαστε στήν ἀπελπισία... Μά τέλος πάντων, τί συμβαίνει; Μήπως στέρεψε ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Τότε ποῦ βρίσκεται τό πρόβλημα; Μήπως λείπουν οἱ χριστιανοί πού προστρέχουν στόν Σταυρό τοῦ Κυρίου καί προσεύχονται μέ πίστη ἀταλάντευτη;
Ἡ ἱστορία μας ἔχει τόσα νά μᾶς διδάξει... Ἡ πίστη μας εἶναι τόσο ζωντανή... Στό χέρι μας εἶναι νά ἀναβιώσουν ἐκεῖνες οἱ μέρες πού οἱ πιστοί δέονταν μέ ὅλη τή θέρμη τῆς καρδιᾶς τους, μέ ἐμπιστοσύνη ἀκουμποῦσαν ὅλα τά θέματά τους στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ Πατέρα ἦταν βεβαία, ὄχι γιά νά φέρει τήν ἀπαλλαγή ἀπό τά δεινά κατά τό δικό μας θέλημα, ἀλλά γιά νά φέρει τήν ἔκβαση κατά τό ἅγιό του θέλημα καί τό συμφέρον τῶν ψυχῶν.
Ἀγγελική Τσιραμπίδου
Φιλόλογος
Τραγικά διασπασμένος καί μόνιμα διαιρεμένος ὁ κόσμος μας μοιάζει νά θεωρεῖ ἀνέφικτη καί ἀπροσπέλαστη τήν ἔννοια τῆς ἀδελφοσύνης. Ἡ φιλαυτία καί ὁ ἐγωισμός, ἡ ἀνταγωνιστικότητα καί ἡ βίαιη τάση προβολῆς καί ἐπιβολῆς φθείρει καί διασπᾶ, μ᾿ ἕνα χάσμα βαθύ καί ἀγεφύρωτο, ἀκόμη καί τίς πιό στενές καί οἰκεῖες σχέσεις. Δέν βλέπουμε γύρω μας ἀδελφούς, ἀλλά τούς «ἄλλους», τούς ὁποίους δέν ἀγαποῦμε, διότι εἴμαστε βέβαιοι ὅτι κι ἐκεῖνοι μᾶς μισοῦν ἤ τουλάχιστον μᾶς ἀπορρίπτουν. Γι᾿ αὐτό προσπαθοῦμε μέ κάθε τρόπο νά τούς ὑποσκελίσουμε ἤ -στήν καλύτερη περίπτωση- νά τούς προσπεράσουμε, νά προπορευθοῦμε ἀφήνοντάς τους πίσω. Ἀνασφαλεῖς καί ἀνερμάτιστοι ἐσωτερικά προβάλλουμε στόν ἄλλο τό ἐσωτερικό μας χάος, γιά νά καταλήξουμε στό ἀξίωμα πού διατύπωσε διανοητής τοῦ περασμένου αἰώνα, ὅτι «ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου».
Κι ὅμως, κανείς δέν τή θέλει τήν κόλαση, κανείς δέν ἱκανοποιεῖται σέ μία ἀνάδελφη ζωή. Ἡ ἀδελφοσύνη δέν εἶναι μόνο πόθος καί λαχτάρα τῆς κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς. Εἶναι ἐπίσης ἐπιταγή ἀλλά καί προσφορά τοῦ θεανθρώπου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά δείξει στόν ἄνθρωπο τό δρόμο γιά τή θέωση, τή ζωή τῆς ἐν ἀληθείᾳ ἀγάπης. Ἁπλώνοντας στό σταυρό τά χέρια του συμφιλίωσε τήν ἀνθρωπότητα μέ τόν Θεό, καί τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους. Ἔτσι ἅπλωσε στή γῆ τή θεϊκή ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης, ὅπου ὅλοι γίνονται ἀδελφοί μέ πρωτότοκο ἀδελφό τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό (Ρω 8,29). Ἡ «ἐν τῷ κόσμῳ ἀδελφότης» (Α΄ Πε 5,9) θεμελιώνεται στή μία πίστη· ἀρχίζει μέ τό βάπτισμα καί τήν ἔνταξη τοῦ πιστοῦ στή μία Ἐκκλησία· τρέφεται ἀπό τό κοινό ποτήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας· πραγματώνεται μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ, στήν Ἐκκλησία του, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ γινόμαστε μέλη ὄχι ἁπλῶς μιᾶς οἰκογένειας ἀλλά τοῦ αὐτοῦ σώματος, πού κεφαλή του ἔχει τόν Θεάνθρωπο!
Ὡστόσο, καί μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι κυριαρχεῖ, καί μάλιστα μόνιμα, μιά τέτοια ἑνότητα καί ἀδελφοσύνη. Γιατί; Διότι αὐτή ἡ ἀδελφοσύνη δέν ἐπιβάλλεται οὔτε ἀπό τόν Θεό. Ἀποτελεῖ ἐλεύθερη ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου κι εἶναι καρπός μετάνοιας καί ὁλόψυχης ὑπακοῆς «διά Πνεύματος» (Α΄ Πε 1,22) στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἐπακόλουθο καί γνώρισμα τῆς ἁγιότητας.
Νά ἀναφερθοῦμε στίς θετικές προεκτάσεις τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφοσύνης; Νά θυμηθοῦμε πῶς βλέπουν τόν ἄλλο, τόν ἀδελφό, οἱ ἅγιοι; Μέ τά μάτια τοῦ Χριστοῦ καί μέ τά δεδομένα πού ἡ θυσία Ἐκείνου ἐξασφάλισε· ὡς τό ἀσφαλές κριτήριο πού ἐγγυᾶται καί ζυγίζει τήν πρός τόν Θεό ἀγάπη. Διότι, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος εὐαγγελιστής Ἰωάννης· «ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό πού τόν βλέπει, πῶς μπορεῖ νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, πού δέν βλέπει;» (Α΄ Ἰω 4,20). Δέν μπορεῖς, λοιπόν, νά εἶσαι ἀδελφός, ὅταν δέν ἀγαπᾶς, ὅταν φθονεῖς τόν ἀδελφό σου, ὅταν δέν χαίρεσαι μέ τήν ἐπιτυχία του, ἀλλά θέλεις τό κακό του.
Κι ὅταν ὁ ἀδελφός γίνεται σκάνδαλο καί ἐμπόδιο στή δική μου πορεία καί διαρρηγνύει τό πέπλο τῆς ἀδελφοσύνης; Ἐφόσον δέν διαρρηγνύει τή σχέση του μέ τόν Χριστό καί δέν νοθεύει τήν πίστη, ὀφείλω νά μακροθυμήσω. Ἡ ἀγάπη καί ἡ μακροθυμία εἶναι οἱ δύο πτέρυγες πού ἀσφαλίζουν καί κρατοῦν σέ ὑψηλά ἐπίπεδα τήν ἀδελφοσύνη, πάνω ἀπό τίς ἀνθρώπινες μικρότητες. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής συμβουλεύει: «Μή τόν χθές πνευματικόν ἀδελφόν καί ἐνάρετον, διά τό ἐν σοί σήμερον ἐξ ἐπηρείας τοῦ πονηροῦ ἐγγινόμενον μῖσος, κρῖνε φαῦλον καί πονηρόν· ἀλλά διά τῆς μακροθυμούσης ἀγάπης, τά χθεσινά καλά λογιζόμενος, τό σήμερον μῖσος τῆς ψυχῆς ἀπόβαλε» (Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντάς τετάρτη, κστ΄). Δηλαδή: «Μήν κρίνεις ὡς φαῦλο καί πονηρό αὐτόν πού μέχρι χθές θεωροῦσες πνευματικό σου ἀδελφό καί ἐνάρετο. Μέ ὁδηγό τήν ἀγάπη πού μακροθυμεῖ νά σκέπτεσαι τά χθεσινά καλά καί νά ἀποβάλλεις τό μίσος πού σήμερα κατέκλυσε τήν ψυχή σου».
Παρόλο πού εἶναι θέμα προσωπικό ἡ σωτηρία, δέν μπορεῖς νά σωθεῖς χωρίς τόν ἀδελφό. «Ὁ δρόμος γιά τή σωτηρία μου περνᾶ ἀπό τή σωτηρία τοῦ ἀδελφοῦ μου», λένε οἱ ἅγιοι. Γι᾿ αὐτό νιώθουν ὡς χαρά τόν ἀδελφό κι ἔτσι τόν προσφωνοῦν «χαρά μου!», κι ἔχουν γιορτή καί πανηγύρι, ὅταν συναντοῦν τόν ἀδελφό, τόν ὅποιο ἀδελφό· καί τόν ἄσημο καί τόν ἄσχημο καί τόν ἀλλοιωμένο ἀπό τήν ἀλαζονεία καί τόν χαλασμένο ἀπό τήν κακία καί τό πάθος. Διότι γιά ὅλους αὐτούς ὁ Κύριος διαβεβαιώνει· «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Μθ 25,40).
Μ᾿ αὐτό τό κριτήριο ὄχι μόνο ὅσοι ζοῦν σέ μοναχικά κοινόβια ἀλλά καί ὅλοι οἱ χριστιανοί μέσα στόν κόσμο χρωστοῦν νά ἔχουν πάνω ἀπ᾿ ὅλα τόν ἀδελφό. Ἡ συναλλαγή μέ τόν ἀδελφό δέν ρυθμίζεται ἀπό τό κέρδος, τό στυγνό προσωπικό συμφέρον, ἀλλά ἀπό τό συμφέρον τῆς ψυχῆς, τῆς δικῆς του καί τῆς δικῆς μου ἀδιάκριτα. Διότι ταυτίζονται αὐτά τά δύο συμφέροντα.
Ὁ λόγος καί τό παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑποδεικνύει ὡς τόν μοναδικό τρόπο ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ τή διακονία τοῦ ἀδελφοῦ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι» (Μθ 20,28). Κι ὁ χριστιανός, σ᾿ ὅποια θέση κι ἄν βρίσκεται, σ᾿ ὅποιες συνθῆκες κι ἄν κινεῖται, βάζει πάνω ἀπ᾿ ὅλα κι ἀπ᾿ ὅλους τόν ἀδελφό. Διότι ἡ κάθε προσφορά πρός τόν ἀδελφό ἀπευθύνεται πρός τόν ἴδιο τόν Χριστό καί γίνεται ἐπένδυση καί συνάλλαγμα γιά τήν ἐξαγορά τοῦ αἰώνιου μέλλοντος.
Συνήθως αὐτός εἶναι ὁ νόμος πού ἰσχύει μεταξύ δύο ἀντιμαχόμενων πλευρῶν. Μήπως ὅμως τελικά δέν εἶναι ἔτσι; Μήπως ὁ θάνατος τοῦ συνανθρώπου μου, πού ἐγώ προκαλῶ ἔμμεσα ἤ ἄμεσα, ὁδηγεῖ σταθερά καί στόν δικό μου ἐξαφανισμό; Μήπως μᾶς συμβαίνει ὅ,τι καί στή μέλισσα;
Λίγο πολύ ὅλοι γευτήκαμε κάποτε τό ὀδυνηρό αἴσθημα πού προκαλεῖ τό τσίμπημα τῆς μέλισσας. ῾Υπάρχουν περιπτώσεις πού ἀλλεργικά ἄτομα κινδύνεψαν θανάσιμα ἤ καί ὑπέκυψαν στό θάνατο ἀπό ἕνα τέτοιο τσίμπημα. Νά εἶστε σίγουροι ὅμως ὅτι καί ἡ μέλισσα δέν εἶχε καλύτερη τύχη, διότι τό ἀγκιστρῶδες κεντρί της, ὅταν μπεῖ στή σάρκα τοῦ «ἐχθροῦ», δέν μπορεῖ νά βγεῖ πιά. Στήν προσπάθεια πού κάνει τό ἔντομο νά ἀπαγκιστρώσει τό κεντρί καί νά φύγει, καταστρέφονται τά ἐσωτερικά του ὄργανα, μέ ἀποτέλεσμα νά πεθάνει μετά ἀπό λίγο.
῎Ας τό ξανασκεφτοῦμε, λοιπόν, ἀπό δῶ καί πέρα πρίν ἐπιχειρήσουμε νά... «τσιμπήσουμε» κάποιον.
Φυσιοδίφης
Εἶναι τό σαράκι τοῦ συγχρόνου κόσμου. Ταλαιπωρεῖ μικρούς καί μεγάλους. Τρυπώνει στήν καρδιά τοῦ ὑπερήλικα γέροντα, πού ταράσσεται μέ τήν κάθε μικροαδιαθεσία, ἀλλά καί τοῦ μικροῦ μαθητῆ, πού ἀναστατώνεται ἀπό τίς ἀλλαγές τῶν σχολικῶν προγραμμάτων, τοῦ φοιτητῆ, πού πιέζεται ἀπό τήν ἐντατική μελέτη, καί τοῦ νεαροῦ ἐπιστήμονα, πού μελαγχολεῖ μέ τόν περιορισμό τῶν προοπτικῶν νά βρεῖ μιά θέση, γιά τήν ὁποία τόσα χρόνια μόχθησε. Κατατρύχει τόν «πετυχημένο» ἐπιχειρηματία, πού τρέχει καί δέν φθάνει νά διεκπεραιώσει τίς πολλές ὑποθέσεις, νά προλάβει τίς ἀλλαγές τοῦ χρηματιστηρίου, γιά νά ἐπενδύσει συμφερώτερα τά κεφάλαιά του, ἀλλά καί τόν φτωχό μεροκαματιάρη καί τόν ταλαίπωρο ἄνεργο, πού ἀντιμετωπίζει σοβαρό τό πρόβλημα τοῦ ἐπιουσίου, τῆς στέγης καί τόσα ἄλλα.
Ἐπίσημοι καί ἀφανεῖς, μορφωμένοι καί ἀγράμματοι, φτωχοί καί πλούσιοι, εἴμαστε ὅλοι ἐκτεθειμένοι στήν ἀγωνιώδη μέριμνα, στό ἄγχος, πού σωστά χαρακτηρίσθηκε ὡς ἡ ἀσθένεια τοῦ αἰώνα μας. Σύγχρονος καθηγητής τῆς Ψυχιατρικῆς παρατηρεῖ: «Κάποτε οἱ ἄνθρωποι πήγαιναν στόν γιατρό μέ τό παράπονο τοῦ πόνου. Τώρα τό κεντρικό παράπονο εἶναι τό ἄγχος». Ποῦ, λοιπόν, ὀφείλεται αὐτό τό καταλυτικό γιά τήν κοινωνία μας φαινόμενο καί πῶς θά μποροῦσε τάχα νά ἀντιμετωπισθεῖ;
Θά ἦταν ἀσφαλῶς ἁρμόδιος νά ἀπαντήσει στό ἐρώτημα αὐτό ἕνας ψυχίατρος, μιά καί τό ἄγχος σαφῶς ἐντάσσεται στά ψυχικά νοσήματα. Νομίζω ὅμως ὅτι δέν εἶναι μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια καί ἑνός θεολόγου ἡ ἀπάντηση. Γιά νά μήν πῶ ὅτι ἀκριβῶς τοῦ θεολόγου ἡ ἀπάντηση προσφέρει τήν ἀλήθεια, ἐφόσον ἀντλεῖται ἀπό τόν λόγο τῆς ἀληθείας, τόν ἀλάθητο καί ἀδιάψευστο λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἄν καί δέν περιέχεται στήν ἁγία Γραφή ἡ λέξη, μνημονεύεται καί στιγματίζεται κατ' ἐπανάληψιν ἡ ἔννοια τοῦ ἄγχους. Ἀπό τό ὕψος τοῦ ὄρους, ὅπου ἐκφωνεῖ τήν μνημειώδη ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία του, ὁ Κύριος βλέπει τήν ἀνθρωπότητα νά ἀναστενάζει κάτω ἀπό τό βάρος τοῦ ἄγχους, καθώς προσπαθεῖ νά σηκώσει τήν βαρειά ἔγνοια γιά τά καθημερινά -τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε, πῶς θά ντυθοῦμε;
Μή μεριμνᾶτε γιά ὅλα αὐτά, παραγγέλλει ὁ Κύριος. Καί φυσικά δέν θέλει μ' αὐτό νά πεῖ ὅτι δέν θά φροντίσουμε γιά τήν τροφή καί τά ροῦχα μας καί γιά ὅλα τά ἀπαραίτητα ἀγαθά. Σήμερα μποροῦμε καθημερινά νά βρίσκουμε ψωμί καί κρέας καί ὁ,τιδήποτε χρειαζόμαστε γιά νά ζήσουμε. Δέν ἦταν ὅμως ἴδιες οἱ συνθῆκες ζωῆς καί τότε. Οἱ ἀκροατές τῶν κηρυγμάτων τοῦ Ἰησοῦ ἦταν ἀναγκασμένοι νά γεμίζουν ἀπό τό καλοκαίρι τό ἀμπάρι τους μέ τό σιτάρι ὅλης τῆς χρονιᾶς καί νά κάνουν ἐγκαίρως τίς ἀπαραίτητες προμήθειες. Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος ἔκανε αὐτές τίς προμήθειες. Δέν ἀποκλείει, λοιπόν, τήν πρόνοια. Ἀσφαλῶς, ἄν μιλοῦσε σήμερα, θά ἐπαινοῦσε καί τήν κοινωνική πρόνοια καί τά ταμεῖα συντάξεων καί ὅλα τά σχετικά.
Δέν καταδικάζει τόν προγραμματισμό. «Δέν εἶπε πώς δέν πρέπει νά σπέρνουμε», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «ἀλλά ὅτι δέν πρέπει νά μεριμνοῦμε. Ὄχι πώς δέν πρέπει νά ἐργάζεσαι, ἀλλά δέν πρέπει νά εἶσαι μικρόψυχος καί νά παραδίδεσαι ὁλότελα στήν ἀγχώδη μέριμνα». Δηλαδή, νά μήν ἑστιάζεις ὅλο τό ἐνδιαφέρον σου μόνο σ' αὐτά. Πολύ περισσότερο νά μήν ἐπιβαρύνεις τόν ἑαυτό σου μέ πλασματικές ἀνάγκες καί «νά μήν πολλαπλασιάζεις σέ βάρος σου τίς ἀφορμές τῶν πόνων», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. «Γιατί αὐξάνεις τούς φόρους σέ βάρος τοῦ ἑαυτοῦ σου; Γιά ποιό λόγο ἔσυρες τόν ἑαυτό σου καί τόν ὑποδούλωσες σέ τόσα χρέη;», ρωτᾶ ὁ ἴδιος πατέρας.
Μᾶς χρειάζονται στήν ζωή πολύ λιγώτερα ἀπό ὅσα φανταζόμαστε. Γι' αὐτό ὁ Κύριος χαρακτήρισε «ἄφρονα», δηλαδή τρελλό, τόν πλούσιο τῆς παραβολῆς πού συγκέντρωνε «πολλά ἀγαθά» προσπαθώντας μέ αὐτά νά ἀσφαλίσει τήν ζωή του. Εἶναι κυρίαρχος καί ὄχι δοῦλος τῆς ὕλης ὁ ἄνθρωπος. Καί μπορεῖ νά ὑπερνικᾶ καί νά κυριαρχεῖ «διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς» (Ρω 8,37), μᾶς βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀγαπητική φροντίδα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἰσχυρή ἀσφάλεια καί τό βέβαιο στήριγμα γιά τήν ζωή. Αὐτή εἶναι τό μυστικό τῆς ψυχικῆς εἰρήνης καί ἁρμονίας καί ὁ πιό δραστικός ἀντίπαλος τοῦ ἄγχους.
Θά κοπιάσουμε ἀσφαλῶς, γιά νά ἐξασφαλίσουμε τήν τροφή καί τά ἀναγκαῖα ἀγαθά. Δέν εἶναι λύση τοῦ προβλήματός μας ὁ Κύριος, ὅταν κρατοῦμε σταυρωμένα τά χέρια μας. Θά ἐργασθοῦμε καί θά μοχθήσουμε, γιά νά ἔχουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι προοπτική καί δυνατότητά μας ἡ δημιουργία. Νά μήν ξεχνοῦμε ὅμως ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι μέσα γιά νά ἐξυπηρετηθεῖ ἡ ζωή μας, ἡ ὁποία τείνει στήν αἰωνιότητα. Ὅταν τό μέσο ὑποκαταστήσει τόν σκοπό, τότε ὅλα ἀνατρέπονται καί σύγχυση ἐπικρατεῖ. Ἡ σημερινή προσκόλληση στόν ὑπερκαταναλωτισμό καί τό ὄργιο τῶν διαφημίσεων ἐπιβεβαιώνουν τοῦ λόγου τό ἀληθές.
Νά μήν ξεχνοῦμε πώς πίσω ἀπό ὅλα καί πάνω ἀπό ὅλα στέκει ὁ Θεός. Σ' αὐτόν νά ἀναθέτουμε τήν κάθε μέριμνα, μᾶς συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «ὅτι αὐτῷ μέλει περί ὑμῶν» (Α΄ Πέ 5,7). Οἱ δικοί του θεϊκοί ὦμοι ἀντέχουν νά σηκώσουν κάθε φορτίο, καί ἡ καρδιά του ἡ γενναιόδωρη περιβάλλει μέ ἀγάπη τό κάθε τι πού μᾶς βαραίνει. Ἀρκεῖ νά τοῦ τό ἐμπιστευθοῦμε. Κανένα πρόβλημα, ὅσο μικρό καί ἀσήμαντο κι ἄν εἶναι, δέν εἶναι ἀδιάφορο γιά τόν Θεό, ἀφοῦ τοῦ τό ἀναθέσαμε.
Βέβαια, σέ καμιά περίπτωση δέν μποροῦμε νά παραβλέψουμε τήν σκοτεινή πλευρά τῶν πραγμάτων. Ποιός ὅμως εἶπε ὅτι αὐτή δέν εἶναι ἐξίσου ἀναγκαία μέ τήν φωτεινή, γιά νά κατανοήσουμε καί νά χαροῦμε τό μυστήριο τῆς ζωῆς; Κι ἔπειτα, γιατί νά τονίζουμε τίς σκιές; Καί ποιό εἶναι τό κέρδος, ὅταν ὑπερφορτωνόμαστε μέ τήν ἀγχώδη μέριμνα; Ὁ Νεύτων συνήθιζε νά παρομοιάζει τούς μόχθους καί τό ἄγχος τῆς ζωῆς μέ ἕνα ὀγκῶδες φορτίο ξύλων, κάτω ἀπό τό βάρος τοῦ ὁποίου ἀγκομαχᾶ ὁ θνητός. Ὁ πανάγαθος Θεός τοῦ πρότεινε ἕναν τρόπο πού τόν ἀπαλλάσσει ἀπό αὐτό τό καθημερινό μαρτύριο. Ἔλυσε τό φορτίο καί εἶπε στόν ἄνθρωπο νά σηκώνει μόνο ἕνα ξύλο κάθε μέρα. Προλαβαίνει νά τά σηκώσει ὅλα μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Μά ἐκεῖνος ἐπιμένει νά τά φορτώνεται ὅλα μαζί...
«Ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία (= ταλαιπωρία) αὐτῆς» (Μθ 6,34). Γιατί θέλουμε νά πιεζόμαστε καί ἀπό τά βάρη τῆς ἑπόμενης μέρας, τοῦ ἑπόμενου μήνα καί χρόνου; Σέ τελευταία ἀνάλυση ἡ ἀσθένεια τῆς ἐποχῆς μας, νομίζω, δέν εἶναι τό ἄγχος ἀλλά ἡ ὀλιγοπιστία μας, πού τό προκαλεῖ καί τό καλλιεργεῖ.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 53 (1998) 220-221
Σέ πρόλαβε ἡ φουρτούνα καί σύ δείλιασες. Τό σκοτάδι σέ ζώνει καί φῶς πουθενά. Μικρή ἡ βαρκούλα σου κι ἡ θάλασσα δέν λέει νά γαληνέψει. Ψυχή μου, ἀπόκαμες. Κι ὅμως, πρέπει νά περπατήσεις πάνω στ᾽ ἀγριεμένα κύματα. Πῶς μπορεῖ νά σοῦ ζητᾶνε κάτι τέτοιο; Δέν βλέπουνε τό ἀδύνατο σκαρί σου; Οὔτε ὅτι ἡ θύελλα μαίνεται τόσο καιρό κι ἐσύ κουράστηκες, διαλύεσαι, δέν μπορεῖς ἄλλο; Πονᾶς, δακρύζεις, γονατίζεις μέ πίστη καί στήν προσευχή σου ζητᾶς ἐπίμονα νά σ᾽ ἀπαλλάξει ὁ Θεός ἀπ᾽ αὐτό τό ἀσήκωτο βάρος. Ἀλλά Ἐκεῖνος δέν σ᾽ ἀκούει. Ἔτσι λές κι ἀναρωτιέσαι «γιατί;».
Πρίν ἀφεθεῖς νά λυγίσεις, πρίν μπεῖς στόν πειρασμό νά δώσεις ἐσύ τό τέλος στή φουρτούνα, μέ ὅποιον τρόπο κρίνεις κι ἄς μήν Τοῦ ἀρέσει, πρίν σέ τυλίξει τό ἔρεβος, ζητῶ μιά τελευταία χάρη: Ψυχή μου, κοιτάξου στόν καθρέπτη κατάματα, μέ εἰλικρίνεια, χωρίς ἐνδιάμεσα παραπετάσματα τοῦ κόσμου τούτου, πού σοῦ θολώνουν τήν εἰκόνα. Κοιτάξου ἁπλά, κι ὕστερα πές μου: Σέ ποιό Θεό προσεύχεσαι, σέ ποιό Θεό πιστεύεις;
Μήπως ἔχεις ἀποθέσει τίς ἐλπίδες σου σ᾽ ἕνα θεό πού δέν εἶναι παντογνώστης καί δέν ξέρει οὔτε τά βάσανά σου, οὔτε τίς φτωχές σου δυνάμεις; Μήπως περιμένεις πολλά ἀπό ἕνα θεό πού δέν εἶναι ἀρκετά παντοδύναμος, ὥστε νά σ᾽ ἀπαλλάξει ἀπό τό βάρος; Ἤ μήπως ὁ θεός σου ξέρει καί μπορεῖ, ἀλλά δέν πολυνοιάζεται, ἄρα δέν εἶναι ὅσο πανάγαθος νομίζεις;
Τρόμαξες καί τό πρόσωπό σου ἀποστρέφεις. Μή γένοιτο, ἐσένα δέν σοῦ πέρασε ποτέ μιά τέτοια ἰδέα. Ἐσύ πάντοτε ἔλεγες πώς Θεός σου εἶναι ὁ ἄλλος Θεός.
Μά τότε; Ἄν ὁ δικός σου Κύριος εἶναι ὁ παντογνώστης, παντοδύναμος καί πανάγαθος Θεός τῶν χριστιανῶν, τότε γιατί βουλιάζεις; Δέν εἶναι Αὐτός πού μετρημένες ἔχει τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς σου καί μιά δέν πέφτει χωρίς τό δικό Του θέλημα; Πῶς λές ὅτι δέν μέτρησε σωστά τή δύναμή σου; Δέν εἶναι Αὐτός πού ἔθρεψε λαό 5.000 μέ δυό ψάρια καί πέντε ψωμιά; Πῶς τό ξεχνᾶς καί πᾶς ἐσύ νά δώσεις λύση σάν νά ξέρεις καί νά μπορεῖς καλύτερα; Δέν εἶναι Αὐτός πού θυσιάστηκε γιά σένα; Κοίτα! Δέν εἶν᾽ Αὐτός πού πλησιάζει ἀπ᾽ τό σκοτάδι καί περπατᾶ πάνω στά κύματα μόνο καί μόνο γιά νά μή φοβᾶσαι; Ἄν δέν Τόν ἀντιλήφθηκες ὥς τώρα, ἴσως νά φταίει ὅτι κοιτᾶς ἀλλοῦ. Ψυχή μου, πρόσεξε, μήν ἀκουστεῖ γιά σένα αὐστηρή ἡ φωνή Του· «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;».
Ἀφοῦ ὁ πανάγαθος, παντοδύναμος καί παντογνώστης Θεός δέν σταματᾶ τή θύελλα ὅταν θές, καί σοῦ ζητᾶ καί σύ στά κύματα νά περπατήσεις, ἕνα μόνο σημαίνει: ὅτι καί πρέπει καί μπορεῖς.
Γι᾽ αὐτό ἀναθάρρησε. «Θαρσεῖτε», σοῦ φωνάζει, «ἐγώ εἰμι». Μή φοβηθεῖς τόν ἄνεμο, ἄσε τον νά σφυρίζει. Μή σκύβεις πρός τά κύματα, ἄφησέ τα ν᾽ ἀφρίζουν. Μόνο τό πρόσωπό Του νά κοιτᾶς. Ἐκεῖ στρέψε τό βλέμμα σου, καί στοῦ Κυρίου τή μορφή σκαλώσου. Κράτα τό χέρι πού σοῦ ἁπλώνει καί ἡ φουρτούνα νά μή σέ τρομάζει. Δέν εἶναι πιά γιά σένα ἀπειλή. Τά κύματα ἴσως σέ βρέξουν γιά καιρό ἀκόμα μά πίστεψέ το: Ὅπως τότε οἱ μαθητές, οὔτε κι ἐσύ θά καταλάβεις πῶς θά βρεθεῖς μ᾽ ἀσφάλεια σέ γαλήνιο λιμάνι.