Πρωτομηνιά. Παίρνω στά χέρια μου τό Μηναῖο τοῦ Αὐγούστου... Θυμόμουν ὅτι γιορτάζουν οἱ ἑπτά Μακκαβαῖοι. Ὅμως μόλις ἀνοίγω τό βιβλίο, βλέπω πώς πρῶτα ἀναφέρεται μία ἄλλη γιορτή: ἡ Πρόοδος τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ. «Γι’ αὐτό», σκέφτομαι, «στόν Ἑσπερινό ψάλαμε “Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν Σου...”». Αὐθόρμητα μία ἀπορία μοῦ δημιουργήθηκε: Τί ἀκριβῶς γιορτάζουμε; Μήπως ἀπό τόν Αὔγουστο ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν Ὕψωση τοῦ τιμίου Σταυροῦ στίς 14 Σεπτεμβρίου; Μᾶλλον εἶναι πολύ μακρινός ὁ συσχετισμός...
Ἀναζητώντας τίς ρίζες αὐτῆς τῆς γιορτῆς ἔφτασα στά χρόνια τοῦ Βυζαντίου. Στά μέσα τοῦ 10ου αἰώνα βρῆκα στόν πολυγραφότατο Κωνσταντῖνο Πορφυρογέννητο μία ἐνδιαφέρουσα μαρτυρία. Στό ἔργο του «Ἔκθεσις Βασιλείου Τάξεως» ἀναφέρει πώς στήν Κωνσταντινούπολη ἄρχιζε ἀπό τίς 23 Ἰουλίου ἡ προσκύνηση τοῦ Τιμίου Ξύλου, πού διαρκοῦσε ἑπτά ἡμέρες. Στή συνέχεια, ἀπό τήν 1η Αὐγούστου καί γιά δύο ἑβδομάδες, γινόταν ἡ «Πρόοδος», δηλαδή ἡ περιφορά τοῦ Τιμίου Ξύλου σχεδόν σ’ ὅλη τήν Πόλη καί τά περίχωρα πρός ἁγιασμό τῶν πιστῶν. Τήν παραμονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (14 Αὐγούστου) περιέφεραν τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου στά ἀνάκτορα καί τέλος, τόν ἐναπέθεταν στό ἐκκλησάκι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων πού βρισκόταν μέσα στό παλάτι.
Ἡ ἐπίσημη ἑορτή θεσπίστηκε, ὅπως φαίνεται, ἀργότερα. Τόν 12ο αἰώνα, στά χρόνια της αὐτοκρατορίας τοῦ Μανουήλ Κομνηνοῦ, οἱ Βυζαντινοί σώθηκαν ἀπό ἐπιδρομή τῶν Σαρακηνῶν μέ τή βοήθεια τοῦ Τιμίου Ξύλου. Ἔκτοτε ἡ ἑορτή ὁρίστηκε τήν πρώτη μέρα τῆς νηστείας τοῦ Δεκαπενταυγούστου (1 Αὐγούστου) καί συνοδευόταν ἀπό λιτάνευση (πρόοδο) τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Ὁ Πατμιακός κώδικας 266 ἀναγράφει ὅτι ἐπίσης κατά τήν 1η Αὐγούστου στή Μεγάλη Ἐκκλησία ἐτελεῖτο «ἡ Βάπτισις τῶν τιμίων Ξύλων». Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης σημειώνει: «Κατά τήν ἡμέραν ταύτην ἐξήγετο ἐκ τοῦ σκευοφυλακίου τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ὁ τίμιος Σταυρός, περιήγετο ἀνά τήν πόλιν καί ἐξετίθετο εἰς διαφόρους ναούς πρός προσκύνησιν καί ἁγιασμόν τῶν πιστῶν καί πάλιν ἀπετίθετο εἰς τό σκευοφυλάκιον».
Ταξιδεύω μέ τόν νοῦ στούς δρόμους τῆς Πόλης καί βλέπω τήν περιφορά τοῦ Σταυροῦ. Οἱ πιστοί στέκουν στά πλάγια καί κάνουν εὐλαβικά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἄλλοι συνοδεύουν τήν πομπή μέ κατάνυξη καί προσεύχονται καθώς ἁγιάζεται κάθε γωνιά τῆς Βασιλεύουσας. Καμαρώνεις καί χαίρεσαι γιά τήν εὐλάβεια τῶν χριστιανῶν πού τιμοῦσαν τόσο ἔντονα τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ... Σοφά θεσπίστηκε αὐτή ἡ γιορτή. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε πείρα τῆς δυνάμεως τοῦ Σταυροῦ ἀπό τή γέννησή της, ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῶν διωγμῶν. Ἔτσι σέ κάθε δυσκολία ἀτομική ἤ συλλογική οἱ πιστοί προσέτρεχαν πάντοτε στό Τίμιο Ξύλο, πού κατατρόπωσε τόν κοσμοκράτορα τοῦ αἰῶνος τούτου, πού νίκησε τό μεγαλύτερο κακό στόν κόσμο, τήν ἁμαρτία...
Σήμερα, ὡστόσο, πόσο ξεθώριασε τούτη ἡ γιορτή! Κι ὅμως ἔχουμε ἀνάγκη τήν ἀναβίωσή της περισσότερο ἀπό ποτέ, θαρρῶ. Μπορεῖ σήμερα νά μή γίνονται ἐπιδρομές Σαρακηνῶν, ἀλλά ἡ πατρίδα μας πλήττεται ἀπό χειρότερες ἐπιδρομές. Δέν εἶναι μόνο οἱ ἐπιθέσεις τῶν δυνατῶν, ἀλλά καί οἱ ὕπουλες χρόνιες διαβρωτικές ἐπιθέσεις ἐκ τῶν ἔνδον, πού ροκάνισαν τίς ρίζες τῆς φυλῆς μας.
Βρισκόμαστε σέ τόσο δεινή θέση... κι ἐξακολουθοῦμε νά βυθιζόμαστε στήν ἀπελπισία... Μά τέλος πάντων, τί συμβαίνει; Μήπως στέρεψε ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Τότε ποῦ βρίσκεται τό πρόβλημα; Μήπως λείπουν οἱ χριστιανοί πού προστρέχουν στόν Σταυρό τοῦ Κυρίου καί προσεύχονται μέ πίστη ἀταλάντευτη;
Ἡ ἱστορία μας ἔχει τόσα νά μᾶς διδάξει... Ἡ πίστη μας εἶναι τόσο ζωντανή... Στό χέρι μας εἶναι νά ἀναβιώσουν ἐκεῖνες οἱ μέρες πού οἱ πιστοί δέονταν μέ ὅλη τή θέρμη τῆς καρδιᾶς τους, μέ ἐμπιστοσύνη ἀκουμποῦσαν ὅλα τά θέματά τους στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ Πατέρα ἦταν βεβαία, ὄχι γιά νά φέρει τήν ἀπαλλαγή ἀπό τά δεινά κατά τό δικό μας θέλημα, ἀλλά γιά νά φέρει τήν ἔκβαση κατά τό ἅγιό του θέλημα καί τό συμφέρον τῶν ψυχῶν.
Ἀγγελική Τσιραμπίδου
Φιλόλογος
Τραγικά διασπασμένος καί μόνιμα διαιρεμένος ὁ κόσμος μας μοιάζει νά θεωρεῖ ἀνέφικτη καί ἀπροσπέλαστη τήν ἔννοια τῆς ἀδελφοσύνης. Ἡ φιλαυτία καί ὁ ἐγωισμός, ἡ ἀνταγωνιστικότητα καί ἡ βίαιη τάση προβολῆς καί ἐπιβολῆς φθείρει καί διασπᾶ, μ᾿ ἕνα χάσμα βαθύ καί ἀγεφύρωτο, ἀκόμη καί τίς πιό στενές καί οἰκεῖες σχέσεις. Δέν βλέπουμε γύρω μας ἀδελφούς, ἀλλά τούς «ἄλλους», τούς ὁποίους δέν ἀγαποῦμε, διότι εἴμαστε βέβαιοι ὅτι κι ἐκεῖνοι μᾶς μισοῦν ἤ τουλάχιστον μᾶς ἀπορρίπτουν. Γι᾿ αὐτό προσπαθοῦμε μέ κάθε τρόπο νά τούς ὑποσκελίσουμε ἤ -στήν καλύτερη περίπτωση- νά τούς προσπεράσουμε, νά προπορευθοῦμε ἀφήνοντάς τους πίσω. Ἀνασφαλεῖς καί ἀνερμάτιστοι ἐσωτερικά προβάλλουμε στόν ἄλλο τό ἐσωτερικό μας χάος, γιά νά καταλήξουμε στό ἀξίωμα πού διατύπωσε διανοητής τοῦ περασμένου αἰώνα, ὅτι «ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου».
Κι ὅμως, κανείς δέν τή θέλει τήν κόλαση, κανείς δέν ἱκανοποιεῖται σέ μία ἀνάδελφη ζωή. Ἡ ἀδελφοσύνη δέν εἶναι μόνο πόθος καί λαχτάρα τῆς κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς. Εἶναι ἐπίσης ἐπιταγή ἀλλά καί προσφορά τοῦ θεανθρώπου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά δείξει στόν ἄνθρωπο τό δρόμο γιά τή θέωση, τή ζωή τῆς ἐν ἀληθείᾳ ἀγάπης. Ἁπλώνοντας στό σταυρό τά χέρια του συμφιλίωσε τήν ἀνθρωπότητα μέ τόν Θεό, καί τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους. Ἔτσι ἅπλωσε στή γῆ τή θεϊκή ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγάπης, ὅπου ὅλοι γίνονται ἀδελφοί μέ πρωτότοκο ἀδελφό τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό (Ρω 8,29). Ἡ «ἐν τῷ κόσμῳ ἀδελφότης» (Α΄ Πε 5,9) θεμελιώνεται στή μία πίστη· ἀρχίζει μέ τό βάπτισμα καί τήν ἔνταξη τοῦ πιστοῦ στή μία Ἐκκλησία· τρέφεται ἀπό τό κοινό ποτήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας· πραγματώνεται μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ, στήν Ἐκκλησία του, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ γινόμαστε μέλη ὄχι ἁπλῶς μιᾶς οἰκογένειας ἀλλά τοῦ αὐτοῦ σώματος, πού κεφαλή του ἔχει τόν Θεάνθρωπο!
Ὡστόσο, καί μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι κυριαρχεῖ, καί μάλιστα μόνιμα, μιά τέτοια ἑνότητα καί ἀδελφοσύνη. Γιατί; Διότι αὐτή ἡ ἀδελφοσύνη δέν ἐπιβάλλεται οὔτε ἀπό τόν Θεό. Ἀποτελεῖ ἐλεύθερη ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου κι εἶναι καρπός μετάνοιας καί ὁλόψυχης ὑπακοῆς «διά Πνεύματος» (Α΄ Πε 1,22) στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἐπακόλουθο καί γνώρισμα τῆς ἁγιότητας.
Νά ἀναφερθοῦμε στίς θετικές προεκτάσεις τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφοσύνης; Νά θυμηθοῦμε πῶς βλέπουν τόν ἄλλο, τόν ἀδελφό, οἱ ἅγιοι; Μέ τά μάτια τοῦ Χριστοῦ καί μέ τά δεδομένα πού ἡ θυσία Ἐκείνου ἐξασφάλισε· ὡς τό ἀσφαλές κριτήριο πού ἐγγυᾶται καί ζυγίζει τήν πρός τόν Θεό ἀγάπη. Διότι, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος εὐαγγελιστής Ἰωάννης· «ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό πού τόν βλέπει, πῶς μπορεῖ νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, πού δέν βλέπει;» (Α΄ Ἰω 4,20). Δέν μπορεῖς, λοιπόν, νά εἶσαι ἀδελφός, ὅταν δέν ἀγαπᾶς, ὅταν φθονεῖς τόν ἀδελφό σου, ὅταν δέν χαίρεσαι μέ τήν ἐπιτυχία του, ἀλλά θέλεις τό κακό του. Κι ὅταν ὁ ἀδελφός γίνεται σκάνδαλο καί ἐμπόδιο στή δική μου πορεία καί διαρρηγνύει τό πέπλο τῆς ἀδελφοσύνης; Ἐφόσον δέν διαρρηγνύει τή σχέση του μέ τόν Χριστό καί δέν νοθεύει τήν πίστη, ὀφείλω νά μακροθυμήσω. Ἡ ἀγάπη καί ἡ μακροθυμία εἶναι οἱ δύο πτέρυγες πού ἀσφαλίζουν καί κρατοῦν σέ ὑψηλά ἐπίπεδα τήν ἀδελφοσύνη, πάνω ἀπό τίς ἀνθρώπινες μικρότητες. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής συμβουλεύει: «Μή τόν χθές πνευματικόν ἀδελφόν καί ἐνάρετον, διά τό ἐν σοί σήμερον ἐξ ἐπηρείας τοῦ πονηροῦ ἐγγινόμενον μῖσος, κρῖνε φαῦλον καί πονηρόν· ἀλλά διά τῆς μακροθυμούσης ἀγάπης, τά χθεσινά καλά λογιζόμενος, τό σήμερον μῖσος τῆς ψυχῆς ἀπόβαλε» (Περί ἀγάπης κεφαλαίων ἑκατοντάς τετάρτη, κστ΄). Δηλαδή: «Μήν κρίνεις ὡς φαῦλο καί πονηρό αὐτόν πού μέχρι χθές θεωροῦσες πνευματικό σου ἀδελφό καί ἐνάρετο. Μέ ὁδηγό τήν ἀγάπη πού μακροθυμεῖ νά σκέπτεσαι τά χθεσινά καλά καί νά ἀποβάλλεις τό μίσος πού σήμερα κατέκλυσε τήν ψυχή σου».
Παρόλο πού εἶναι θέμα προσωπικό ἡ σωτηρία, δέν μπορεῖς νά σωθεῖς χωρίς τόν ἀδελφό. «Ὁ δρόμος γιά τή σωτηρία μου περνᾶ ἀπό τή σωτηρία τοῦ ἀδελφοῦ μου», λένε οἱ ἅγιοι. Γι᾿ αὐτό νιώθουν ὡς χαρά τόν ἀδελφό κι ἔτσι τόν προσφωνοῦν «χαρά μου!», κι ἔχουν γιορτή καί πανηγύρι, ὅταν συναντοῦν τόν ἀδελφό, τόν ὅποιο ἀδελφό· καί τόν ἄσημο καί τόν ἄσχημο καί τόν ἀλλοιωμένο ἀπό τήν ἀλαζονεία καί τόν χαλασμένο ἀπό τήν κακία καί τό πάθος. Διότι γιά ὅλους αὐτούς ὁ Κύριος διαβεβαιώνει· «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Μθ 25,40).
Μ᾿ αὐτό τό κριτήριο ὄχι μόνο ὅσοι ζοῦν σέ μοναχικά κοινόβια ἀλλά καί ὅλοι οἱ χριστιανοί μέσα στόν κόσμο χρωστοῦν νά ἔχουν πάνω ἀπ᾿ ὅλα τόν ἀδελφό. Ἡ συναλλαγή μέ τόν ἀδελφό δέν ρυθμίζεται ἀπό τό κέρδος, τό στυγνό προσωπικό συμφέρον, ἀλλά ἀπό τό συμφέρον τῆς ψυχῆς, τῆς δικῆς του καί τῆς δικῆς μου ἀδιάκριτα. Διότι ταυτίζονται αὐτά τά δύο συμφέροντα.
Ὁ λόγος καί τό παράδειγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑποδεικνύει ὡς τόν μοναδικό τρόπο ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ τή διακονία τοῦ ἀδελφοῦ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι» (Μθ 20,28). Κι ὁ χριστιανός, σ᾿ ὅποια θέση κι ἄν βρίσκεται, σ᾿ ὅποιες συνθῆκες κι ἄν κινεῖται, βάζει πάνω ἀπ᾿ ὅλα κι ἀπ᾿ ὅλους τόν ἀδελφό. Διότι ἡ κάθε προσφορά πρός τόν ἀδελφό ἀπευθύνεται πρός τόν ἴδιο τόν Χριστό καί γίνεται ἐπένδυση καί συνάλλαγμα γιά τήν ἐξαγορά τοῦ αἰώνιου μέλλοντος.
Συνήθως αὐτός εἶναι ὁ νόμος πού ἰσχύει μεταξύ δύο ἀντιμαχόμενων πλευρῶν. Μήπως ὅμως τελικά δέν εἶναι ἔτσι; Μήπως ὁ θάνατος τοῦ συνανθρώπου μου, πού ἐγώ προκαλῶ ἔμμεσα ἤ ἄμεσα, ὁδηγεῖ σταθερά καί στόν δικό μου ἐξαφανισμό; Μήπως μᾶς συμβαίνει ὅ,τι καί στή μέλισσα;
Λίγο πολύ ὅλοι γευτήκαμε κάποτε τό ὀδυνηρό αἴσθημα πού προκαλεῖ τό τσίμπημα τῆς μέλισσας. ῾Υπάρχουν περιπτώσεις πού ἀλλεργικά ἄτομα κινδύνεψαν θανάσιμα ἤ καί ὑπέκυψαν στό θάνατο ἀπό ἕνα τέτοιο τσίμπημα. Νά εἶστε σίγουροι ὅμως ὅτι καί ἡ μέλισσα δέν εἶχε καλύτερη τύχη, διότι τό ἀγκιστρῶδες κεντρί της, ὅταν μπεῖ στή σάρκα τοῦ «ἐχθροῦ», δέν μπορεῖ νά βγεῖ πιά. Στήν προσπάθεια πού κάνει τό ἔντομο νά ἀπαγκιστρώσει τό κεντρί καί νά φύγει, καταστρέφονται τά ἐσωτερικά του ὄργανα, μέ ἀποτέλεσμα νά πεθάνει μετά ἀπό λίγο.
῎Ας τό ξανασκεφτοῦμε, λοιπόν, ἀπό δῶ καί πέρα πρίν ἐπιχειρήσουμε νά... «τσιμπήσουμε» κάποιον.
Φυσιοδίφης
Εἶναι τό σαράκι τοῦ συγχρόνου κόσμου. Ταλαιπωρεῖ μικρούς καί μεγάλους. Τρυπώνει στήν καρδιά τοῦ ὑπερήλικα γέροντα, πού ταράσσεται μέ τήν κάθε μικροαδιαθεσία, ἀλλά καί τοῦ μικροῦ μαθητῆ, πού ἀναστατώνεται ἀπό τίς ἀλλαγές τῶν σχολικῶν προγραμμάτων, τοῦ φοιτητῆ, πού πιέζεται ἀπό τήν ἐντατική μελέτη, καί τοῦ νεαροῦ ἐπιστήμονα, πού μελαγχολεῖ μέ τόν περιορισμό τῶν προοπτικῶν νά βρεῖ μιά θέση, γιά τήν ὁποία τόσα χρόνια μόχθησε. Κατατρύχει τόν «πετυχημένο» ἐπιχειρηματία, πού τρέχει καί δέν φθάνει νά διεκπεραιώσει τίς πολλές ὑποθέσεις, νά προλάβει τίς ἀλλαγές τοῦ χρηματιστηρίου, γιά νά ἐπενδύσει συμφερώτερα τά κεφάλαιά του, ἀλλά καί τόν φτωχό μεροκαματιάρη καί τόν ταλαίπωρο ἄνεργο, πού ἀντιμετωπίζει σοβαρό τό πρόβλημα τοῦ ἐπιουσίου, τῆς στέγης καί τόσα ἄλλα.
Ἐπίσημοι καί ἀφανεῖς, μορφωμένοι καί ἀγράμματοι, φτωχοί καί πλούσιοι, εἴμαστε ὅλοι ἐκτεθειμένοι στήν ἀγωνιώδη μέριμνα, στό ἄγχος, πού σωστά χαρακτηρίσθηκε ὡς ἡ ἀσθένεια τοῦ αἰώνα μας. Σύγχρονος καθηγητής τῆς Ψυχιατρικῆς παρατηρεῖ: «Κάποτε οἱ ἄνθρωποι πήγαιναν στόν γιατρό μέ τό παράπονο τοῦ πόνου. Τώρα τό κεντρικό παράπονο εἶναι τό ἄγχος». Ποῦ, λοιπόν, ὀφείλεται αὐτό τό καταλυτικό γιά τήν κοινωνία μας φαινόμενο καί πῶς θά μποροῦσε τάχα νά ἀντιμετωπισθεῖ;
Θά ἦταν ἀσφαλῶς ἁρμόδιος νά ἀπαντήσει στό ἐρώτημα αὐτό ἕνας ψυχίατρος, μιά καί τό ἄγχος σαφῶς ἐντάσσεται στά ψυχικά νοσήματα. Νομίζω ὅμως ὅτι δέν εἶναι μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια καί ἑνός θεολόγου ἡ ἀπάντηση. Γιά νά μήν πῶ ὅτι ἀκριβῶς τοῦ θεολόγου ἡ ἀπάντηση προσφέρει τήν ἀλήθεια, ἐφόσον ἀντλεῖται ἀπό τόν λόγο τῆς ἀληθείας, τόν ἀλάθητο καί ἀδιάψευστο λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἄν καί δέν περιέχεται στήν ἁγία Γραφή ἡ λέξη, μνημονεύεται καί στιγματίζεται κατ' ἐπανάληψιν ἡ ἔννοια τοῦ ἄγχους. Ἀπό τό ὕψος τοῦ ὄρους, ὅπου ἐκφωνεῖ τήν μνημειώδη ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία του, ὁ Κύριος βλέπει τήν ἀνθρωπότητα νά ἀναστενάζει κάτω ἀπό τό βάρος τοῦ ἄγχους, καθώς προσπαθεῖ νά σηκώσει τήν βαρειά ἔγνοια γιά τά καθημερινά -τί θά φᾶμε, τί θά πιοῦμε, πῶς θά ντυθοῦμε;
Μή μεριμνᾶτε γιά ὅλα αὐτά, παραγγέλλει ὁ Κύριος. Καί φυσικά δέν θέλει μ' αὐτό νά πεῖ ὅτι δέν θά φροντίσουμε γιά τήν τροφή καί τά ροῦχα μας καί γιά ὅλα τά ἀπαραίτητα ἀγαθά. Σήμερα μποροῦμε καθημερινά νά βρίσκουμε ψωμί καί κρέας καί ὁ,τιδήποτε χρειαζόμαστε γιά νά ζήσουμε. Δέν ἦταν ὅμως ἴδιες οἱ συνθῆκες ζωῆς καί τότε. Οἱ ἀκροατές τῶν κηρυγμάτων τοῦ Ἰησοῦ ἦταν ἀναγκασμένοι νά γεμίζουν ἀπό τό καλοκαίρι τό ἀμπάρι τους μέ τό σιτάρι ὅλης τῆς χρονιᾶς καί νά κάνουν ἐγκαίρως τίς ἀπαραίτητες προμήθειες. Καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος ἔκανε αὐτές τίς προμήθειες. Δέν ἀποκλείει, λοιπόν, τήν πρόνοια. Ἀσφαλῶς, ἄν μιλοῦσε σήμερα, θά ἐπαινοῦσε καί τήν κοινωνική πρόνοια καί τά ταμεῖα συντάξεων καί ὅλα τά σχετικά.
Δέν καταδικάζει τόν προγραμματισμό. «Δέν εἶπε πώς δέν πρέπει νά σπέρνουμε», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «ἀλλά ὅτι δέν πρέπει νά μεριμνοῦμε. Ὄχι πώς δέν πρέπει νά ἐργάζεσαι, ἀλλά δέν πρέπει νά εἶσαι μικρόψυχος καί νά παραδίδεσαι ὁλότελα στήν ἀγχώδη μέριμνα». Δηλαδή, νά μήν ἑστιάζεις ὅλο τό ἐνδιαφέρον σου μόνο σ' αὐτά. Πολύ περισσότερο νά μήν ἐπιβαρύνεις τόν ἑαυτό σου μέ πλασματικές ἀνάγκες καί «νά μήν πολλαπλασιάζεις σέ βάρος σου τίς ἀφορμές τῶν πόνων», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. «Γιατί αὐξάνεις τούς φόρους σέ βάρος τοῦ ἑαυτοῦ σου; Γιά ποιό λόγο ἔσυρες τόν ἑαυτό σου καί τόν ὑποδούλωσες σέ τόσα χρέη;», ρωτᾶ ὁ ἴδιος πατέρας.
Μᾶς χρειάζονται στήν ζωή πολύ λιγώτερα ἀπό ὅσα φανταζόμαστε. Γι' αὐτό ὁ Κύριος χαρακτήρισε «ἄφρονα», δηλαδή τρελλό, τόν πλούσιο τῆς παραβολῆς πού συγκέντρωνε «πολλά ἀγαθά» προσπαθώντας μέ αὐτά νά ἀσφαλίσει τήν ζωή του. Εἶναι κυρίαρχος καί ὄχι δοῦλος τῆς ὕλης ὁ ἄνθρωπος. Καί μπορεῖ νά ὑπερνικᾶ καί νά κυριαρχεῖ «διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς» (Ρω 8,37), μᾶς βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀγαπητική φροντίδα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἰσχυρή ἀσφάλεια καί τό βέβαιο στήριγμα γιά τήν ζωή. Αὐτή εἶναι τό μυστικό τῆς ψυχικῆς εἰρήνης καί ἁρμονίας καί ὁ πιό δραστικός ἀντίπαλος τοῦ ἄγχους.
Θά κοπιάσουμε ἀσφαλῶς, γιά νά ἐξασφαλίσουμε τήν τροφή καί τά ἀναγκαῖα ἀγαθά. Δέν εἶναι λύση τοῦ προβλήματός μας ὁ Κύριος, ὅταν κρατοῦμε σταυρωμένα τά χέρια μας. Θά ἐργασθοῦμε καί θά μοχθήσουμε, γιά νά ἔχουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι προοπτική καί δυνατότητά μας ἡ δημιουργία. Νά μήν ξεχνοῦμε ὅμως ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι μέσα γιά νά ἐξυπηρετηθεῖ ἡ ζωή μας, ἡ ὁποία τείνει στήν αἰωνιότητα. Ὅταν τό μέσο ὑποκαταστήσει τόν σκοπό, τότε ὅλα ἀνατρέπονται καί σύγχυση ἐπικρατεῖ. Ἡ σημερινή προσκόλληση στόν ὑπερκαταναλωτισμό καί τό ὄργιο τῶν διαφημίσεων ἐπιβεβαιώνουν τοῦ λόγου τό ἀληθές.
Νά μήν ξεχνοῦμε πώς πίσω ἀπό ὅλα καί πάνω ἀπό ὅλα στέκει ὁ Θεός. Σ' αὐτόν νά ἀναθέτουμε τήν κάθε μέριμνα, μᾶς συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος Πέτρος, «ὅτι αὐτῷ μέλει περί ὑμῶν» (Α΄ Πέ 5,7). Οἱ δικοί του θεϊκοί ὦμοι ἀντέχουν νά σηκώσουν κάθε φορτίο, καί ἡ καρδιά του ἡ γενναιόδωρη περιβάλλει μέ ἀγάπη τό κάθε τι πού μᾶς βαραίνει. Ἀρκεῖ νά τοῦ τό ἐμπιστευθοῦμε. Κανένα πρόβλημα, ὅσο μικρό καί ἀσήμαντο κι ἄν εἶναι, δέν εἶναι ἀδιάφορο γιά τόν Θεό, ἀφοῦ τοῦ τό ἀναθέσαμε.
Βέβαια, σέ καμιά περίπτωση δέν μποροῦμε νά παραβλέψουμε τήν σκοτεινή πλευρά τῶν πραγμάτων. Ποιός ὅμως εἶπε ὅτι αὐτή δέν εἶναι ἐξίσου ἀναγκαία μέ τήν φωτεινή, γιά νά κατανοήσουμε καί νά χαροῦμε τό μυστήριο τῆς ζωῆς; Κι ἔπειτα, γιατί νά τονίζουμε τίς σκιές; Καί ποιό εἶναι τό κέρδος, ὅταν ὑπερφορτωνόμαστε μέ τήν ἀγχώδη μέριμνα; Ὁ Νεύτων συνήθιζε νά παρομοιάζει τούς μόχθους καί τό ἄγχος τῆς ζωῆς μέ ἕνα ὀγκῶδες φορτίο ξύλων, κάτω ἀπό τό βάρος τοῦ ὁποίου ἀγκομαχᾶ ὁ θνητός. Ὁ πανάγαθος Θεός τοῦ πρότεινε ἕναν τρόπο πού τόν ἀπαλλάσσει ἀπό αὐτό τό καθημερινό μαρτύριο. Ἔλυσε τό φορτίο καί εἶπε στόν ἄνθρωπο νά σηκώνει μόνο ἕνα ξύλο κάθε μέρα. Προλαβαίνει νά τά σηκώσει ὅλα μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Μά ἐκεῖνος ἐπιμένει νά τά φορτώνεται ὅλα μαζί...
«Ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία (= ταλαιπωρία) αὐτῆς» (Μθ 6,34). Γιατί θέλουμε νά πιεζόμαστε καί ἀπό τά βάρη τῆς ἑπόμενης μέρας, τοῦ ἑπόμενου μήνα καί χρόνου; Σέ τελευταία ἀνάλυση ἡ ἀσθένεια τῆς ἐποχῆς μας, νομίζω, δέν εἶναι τό ἄγχος ἀλλά ἡ ὀλιγοπιστία μας, πού τό προκαλεῖ καί τό καλλιεργεῖ.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 53 (1998) 220-221
Σέ πρόλαβε ἡ φουρτούνα καί σύ δείλιασες. Τό σκοτάδι σέ ζώνει καί φῶς πουθενά. Μικρή ἡ βαρκούλα σου κι ἡ θάλασσα δέν λέει νά γαληνέψει. Ψυχή μου, ἀπόκαμες. Κι ὅμως, πρέπει νά περπατήσεις πάνω στ᾽ ἀγριεμένα κύματα. Πῶς μπορεῖ νά σοῦ ζητᾶνε κάτι τέτοιο; Δέν βλέπουνε τό ἀδύνατο σκαρί σου; Οὔτε ὅτι ἡ θύελλα μαίνεται τόσο καιρό κι ἐσύ κουράστηκες, διαλύεσαι, δέν μπορεῖς ἄλλο; Πονᾶς, δακρύζεις, γονατίζεις μέ πίστη καί στήν προσευχή σου ζητᾶς ἐπίμονα νά σ᾽ ἀπαλλάξει ὁ Θεός ἀπ᾽ αὐτό τό ἀσήκωτο βάρος. Ἀλλά Ἐκεῖνος δέν σ᾽ ἀκούει. Ἔτσι λές κι ἀναρωτιέσαι «γιατί;».
Πρίν ἀφεθεῖς νά λυγίσεις, πρίν μπεῖς στόν πειρασμό νά δώσεις ἐσύ τό τέλος στή φουρτούνα, μέ ὅποιον τρόπο κρίνεις κι ἄς μήν Τοῦ ἀρέσει, πρίν σέ τυλίξει τό ἔρεβος, ζητῶ μιά τελευταία χάρη: Ψυχή μου, κοιτάξου στόν καθρέπτη κατάματα, μέ εἰλικρίνεια, χωρίς ἐνδιάμεσα παραπετάσματα τοῦ κόσμου τούτου, πού σοῦ θολώνουν τήν εἰκόνα. Κοιτάξου ἁπλά, κι ὕστερα πές μου: Σέ ποιό Θεό προσεύχεσαι, σέ ποιό Θεό πιστεύεις;
Μήπως ἔχεις ἀποθέσει τίς ἐλπίδες σου σ᾽ ἕνα θεό πού δέν εἶναι παντογνώστης καί δέν ξέρει οὔτε τά βάσανά σου, οὔτε τίς φτωχές σου δυνάμεις; Μήπως περιμένεις πολλά ἀπό ἕνα θεό πού δέν εἶναι ἀρκετά παντοδύναμος, ὥστε νά σ᾽ ἀπαλλάξει ἀπό τό βάρος; Ἤ μήπως ὁ θεός σου ξέρει καί μπορεῖ, ἀλλά δέν πολυνοιάζεται, ἄρα δέν εἶναι ὅσο πανάγαθος νομίζεις;
Τρόμαξες καί τό πρόσωπό σου ἀποστρέφεις. Μή γένοιτο, ἐσένα δέν σοῦ πέρασε ποτέ μιά τέτοια ἰδέα. Ἐσύ πάντοτε ἔλεγες πώς Θεός σου εἶναι ὁ ἄλλος Θεός.
Μά τότε; Ἄν ὁ δικός σου Κύριος εἶναι ὁ παντογνώστης, παντοδύναμος καί πανάγαθος Θεός τῶν χριστιανῶν, τότε γιατί βουλιάζεις; Δέν εἶναι Αὐτός πού μετρημένες ἔχει τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς σου καί μιά δέν πέφτει χωρίς τό δικό Του θέλημα; Πῶς λές ὅτι δέν μέτρησε σωστά τή δύναμή σου; Δέν εἶναι Αὐτός πού ἔθρεψε λαό 5.000 μέ δυό ψάρια καί πέντε ψωμιά; Πῶς τό ξεχνᾶς καί πᾶς ἐσύ νά δώσεις λύση σάν νά ξέρεις καί νά μπορεῖς καλύτερα; Δέν εἶναι Αὐτός πού θυσιάστηκε γιά σένα; Κοίτα! Δέν εἶν᾽ Αὐτός πού πλησιάζει ἀπ᾽ τό σκοτάδι καί περπατᾶ πάνω στά κύματα μόνο καί μόνο γιά νά μή φοβᾶσαι; Ἄν δέν Τόν ἀντιλήφθηκες ὥς τώρα, ἴσως νά φταίει ὅτι κοιτᾶς ἀλλοῦ. Ψυχή μου, πρόσεξε, μήν ἀκουστεῖ γιά σένα αὐστηρή ἡ φωνή Του· «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;».
Ἀφοῦ ὁ πανάγαθος, παντοδύναμος καί παντογνώστης Θεός δέν σταματᾶ τή θύελλα ὅταν θές, καί σοῦ ζητᾶ καί σύ στά κύματα νά περπατήσεις, ἕνα μόνο σημαίνει: ὅτι καί πρέπει καί μπορεῖς.
Γι᾽ αὐτό ἀναθάρρησε. «Θαρσεῖτε», σοῦ φωνάζει, «ἐγώ εἰμι». Μή φοβηθεῖς τόν ἄνεμο, ἄσε τον νά σφυρίζει. Μή σκύβεις πρός τά κύματα, ἄφησέ τα ν᾽ ἀφρίζουν. Μόνο τό πρόσωπό Του νά κοιτᾶς. Ἐκεῖ στρέψε τό βλέμμα σου, καί στοῦ Κυρίου τή μορφή σκαλώσου. Κράτα τό χέρι πού σοῦ ἁπλώνει καί ἡ φουρτούνα νά μή σέ τρομάζει. Δέν εἶναι πιά γιά σένα ἀπειλή. Τά κύματα ἴσως σέ βρέξουν γιά καιρό ἀκόμα μά πίστεψέ το: Ὅπως τότε οἱ μαθητές, οὔτε κι ἐσύ θά καταλάβεις πῶς θά βρεθεῖς μ᾽ ἀσφάλεια σέ γαλήνιο λιμάνι.
Ἕνα ἀπό τά μεγάλα ἐλλείμματα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου καί τῶν κοινωνιῶν του εἶναι ὅτι ἀπουσιάζει ἀπό τήν συνείδηση καί ἀπό τίς σχέσεις μας ἡ διάθεση γιά προσέγγιση καί κατανόηση, ἡ διάθεση νά πλησιάσω τόν συνάνθρωπό μου μέ ἐγκαρδιότητα καί καλοσύνη∙ μέ εὐγένεια εἰλικρινῆ καί ἀφτιασίδωτη. Νά γίνω κοινωνός τῆς ἀγωνίας καί τῆς χαρᾶς του, καί νά τοῦ προσφέρω τήν ἄνεση νά κάνει κι αὐτός τό ἴδιο ἀπέναντί μου. Καί ὅταν τό χρειάζεται, νά τοῦ ἁπλώσω χέρι παρακλητικό καί ὑποστηρικτικό. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος τοῦ σήμερα πάσχει ἀπό ἔλλειψη ἀνθρωπιᾶς.
Τό ἔλλειμμα βέβαια αὐτό ἔχει καταγωγή ἀρχαία. Μήτρα του εἶναι ἡ ἁμαρτία, δηλαδή ἡ διατάραξη τῆς πιό οὐσιώδους σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου, τῆς κοινωνίας του μέ τόν ἅγιο Θεό. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι μετά τήν πτώση τῶν πρώτων ἀνθρώπων καί τήν σύγκρουσή τους μέ τόν ζωοδότη δημιουργό τους, ὁ ἀνέφελος σύνδεσμος τοῦ ἄνδρα μέ τήν «βοηθόν» του (Γέ 2,18), τήν γυναίκα, ράγισε καίρια καί ἀμέσως. Στό ἐρώτημα τοῦ Κυρίου, ἄν ἔφαγε ἀπό τούς καρπούς τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ὁ Ἀδάμ ἀποκρίνεται μέ ἔντονη τήν συνείδηση τῆς ἐνοχῆς, ρίχνοντας ὅμως τό βάρος τῆς εὐθύνης στήν Εὔα. «Αὐτή φταίει», τοῦ ἀπαντᾶ∙ «ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ’ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον» (Γέ 3,12). Μάλιστα ὁ λόγος του αὐτός ἀποκαλύπτει ὅλη τήν τραγικότητα πού δεσπόζει πλέον μέσα του: ὄχι μόνον ἀθωώνει τόν ἑαυτό του, ὄχι μόνο κατηγορεῖ ἐξουθενωτικά τήν γυναίκα, ἀλλά πιό πολύ κατηγορεῖ τόν Θεό πού τοῦ τήν ἔδωσε!
Ἀπό τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνος. Ὀχυρωμένος μέσα στό κάστρο τοῦ «ἐγώ» του πού θεοποιεῖ καί λατρεύει, ξένος τοῦ Θεοῦ, ἀποξενώνεται ἀναπόδραστα καί ἀπό τόν συνάνθρωπό του, ἔστω κι ἄν αὐτός εἶναι ὁ Ἄβελ, ὁ ἀδελφός του: «μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ;» (Γέ 4,9). Φτιάχνει βέβαια οἰκογένεια, ὀργανώνει μικρές ἤ μεγάλες πολιτεῖες, χτίζει πολιτισμούς, συνεργάζεται, ἀλλά ὅλα αὐτά πάσχουν στό ἴδιο τό γενετικό τους ὑλικό, στόν πυρήνα τους: Ἐπειδή γιά τόν ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄξονας τοῦ κόσμου του εἶναι ὁ ἑαυτός του, οἱ «πλησίον» δέν τόν ἐνδιαφέρουν παρά μόνο στόν βαθμό πού ἱκανοποιοῦν τίς κοινωνικές, συναισθηματικές, οἰκονομικές ἤ ὅποιες ἄλλες ἀνάγκες του. Ἐπειδή εἶναι «πολιτικὸν ζῷον», ζῆ δηλαδή μόνο σέ σχέση μέ τούς συνανθρώπους του, τούς ἀναγνωρίζει μέν δικαιώματα, ἀλλά δέν τούς πλησιάζει περισσότερο. Ἄλλωστε τά ἴδια τά δικαιώματα δέν ἀποτελοῦν «κατάκτηση τοῦ ἀνθρώπου», ἀλλά μᾶλλον κόκκινες γραμμές, σύνορα, ἡ παραβίαση τῶν ὁποίων συνεπάγεται πόλεμο.
Ὅμως σ’ ἕνα τέτοιο πλαίσιο, ποῦ νά χωρέσει ἡ καλοσύνη; Ποῦ νά βρεῖ τόπο ἡ ἀνθρωπιά; Οἱ ἐξαιρέσεις οὔτε ἀναμφισβήτητες εἶναι οὔτε στέρεες οὔτε ἀλλάζουν τά δομικά στοιχεῖα τοῦ κανόνα. Δέν μπορεῖ ὁ «θεός»-ἑαυτός μας νά μᾶς στηρίξει στήν ἐπιλογή τοῦ καλοῦ, διότι καλό καί καλοσύνη θά πεῖ θυσία χρόνου, κόπου, συμφερόντων, ἐπιδιώξεων, ἐπιθυμιῶν, καρδιᾶς, δηλαδή αὐταπάρνηση∙ καί φυσικά ὁ ἑαυτός μου ἀρνεῖται νά «αὐτοκτονήσει». Ἀντίθετα, τό κακό ἀφ’ ἑνός μέν ἐξασφαλίζει τό ὀχυρό μας καί ἀφ’ ἑτέρου ὄχι μόνο δέν θίγει, ἀλλά τρέφει ἀκόμη περισσότερο τήν λατρεία στό εἴδωλό μας. Γι’ αὐτό καί προτιμᾶται πάντοτε. Μάλιστα ἡ ἁγία Γραφή ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ρέπει πρός τό κακό «ἐκ νεότητος αὐτοῦ» (Γέ 8,21) -τόσο συνδέεται μαζί του. Τό ἀποτέλεσμα; «πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν ἀγαθόν, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψα 52,4). Ἕνας θεόπνευστος λόγος, πού εἶναι, νομίζω, ἀπό τούς πιό φοβερούς. Καί γίνεται ἀκόμη πιό φοβερός, ἄν σκεφθεῖ κανείς ὅτι στό «πάντες» περιλαμβάνονται ὄχι μόνο οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ἄγευστοι τῆς ἀλήθειας, ἀλλά καί ὁ Ἰσραήλ, ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ κανείς νά διαβάσει τούς προφῆτες γιά νά διαπιστώσει πόσο ὁ λαός αὐτός, πού τόσο εἶχε εὐλογηθεῖ ἀλλά καί τόσο ἀναιδῶς ἀπέρριψε στήν συνέχεια τόν Γιαχβέ καί τήν διαθήκη του, ἐκμεταλλευόταν, ἐξαπατοῦσε, ἔκλεβε, ἐξουθένωνε, ταπείνωνε, ἀδιαφοροῦσε, λοιδοροῦσε, ὑποκρινόταν, καί γενικά εἶχε γίνει ἕρμαιο τῆς φαυλότητας.
Τό συμπέρασμα σχεδόν ἀναφέρθηκε ἤδη: ἡ καλοσύνη, ἡ ἀγαθότητα καί γενικά ἡ ἀνθρωπιά δέν ὑπάρχουν ἀνόθευτα καί δέν ἀντέχουν καθόλου ἔξω ἀπό τόν χῶρο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Διότι πέρα ἀπό τά σύνορα τῆς ἀγάπης του κυριαρχεῖ ἡ ἁμαρτία, καί ἡ ἁμαρτία ἀλλοιώνει καί σκοτώνει τά πάντα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι ἡ χρηστότητα, ἡ ἀγαθοσύνη καί ἡ «πίστις», δηλαδή ἡ ἀξιοπιστία, ἡ φερεγγυότητα, εἶναι καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (βλ. Γα 5,22). Αὐτό σημαίνει ὅτι τούς ἀποκτᾶ, τούς γεύεται, τούς χαίρεται στήν οὐσία τους καί τούς προσφέρει καί στούς ἄλλους μόνον ἐκεῖνος πού εἶναι τοῦ Πνεύματος. Οἱ ἄλλοι δέν ἔχουν αὐτή τήν δυνατότητα∙ δέν μποροῦν νά καρποφορήσουν τέτοιους καρπούς, εἶναι στεῖροι. Ὅμως γιά νά εἴμαστε τοῦ Πνεύματος, πρέπει ἀφ’ ἑνός μέν νά συνδεόμαστε μαζί του μέ τήν πίστη καί ἀφ’ ἑτέρου νά ζοῦμε τήν ζωή του∙ ὅπως καί πάλι λέει ὁ Παῦλος, πρέπει νά στοιχιζόμαστε στόν στοῖχο του∙ «εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν» (Γα 5,25). Καί ὁ στοῖχος του δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασή του, ὅπως βιώνονται μέσα στήν Ἐκκλησία. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη καί ἀναγκαία προϋπόθεση.
Εὐάγγελος Δάκας
Δρ Θεολογίας, Φιλόλογος
Καταλαλιά καί κατάκριση εἶναι δύο σοβαρά πάθη, τά ὁποῖα ὑπονομεύουν τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν. «Καταλαλῶ» σημαίνει «λαλῶ εἰς βάρος κάποιου», ἐνῶ «κρίνω» σημαίνει τή λήψη τῆς ἀποφάσεως, τήν ἐπιβολή τῆς ποινῆς, τοῦ κρίματος. Βέβαια ὅλη ἡ διαδικασία ἐννοεῖται ὡς ὑποκειμενική. Ὅπως ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δέν μπορεῖ νά βλάψει κάποιον, τόν καταριέται καί εὔχεται τό κακό πού δέν μπορεῖ νά πράξει, ἔτσι καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος καταλαλεῖ καί κατακρίνει, ἐπειδή δέν μπορεῖ νά σύρει τόν ἀδελφό σέ πραγματικό δικαστήριο καί νά ἐπιτύχει τήν καταδίκη του, στήνει μέσα του ἕνα ὑποκειμενικό κριτήριο καί, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτόν, ἀναπτύσσει τό κατηγορητήριο (καταλαλεῖ) καί ἐκδίδει τήν καταδικαστική ἀπόφαση (κρίνει) κατά τοῦ ἀδελφοῦ.
Ἡ κατάκριση εἶναι μία πολύπλοκη λειτουργία τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου πού κατακρίνει· παράπτωμα πολύ βασικώτερο ἀπό ὅ,τι φαίνεται. Εἶναι κακό πού στρέφεται ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος τό καλλιεργεῖ, ἐναντίον τοῦ συνανθρώπου, τόν ὁποῖο κατακρίνει καί ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου σφετερίζεται τό ἀξίωμα, ὅπως θά ἐξηγήσω ἀμέσως.
Κακό ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του
Στήν κατάκριση ὑπολανθάνει πάντοτε μία κρίση. Ἀποδεικνύοντας τήν ἀθλιότητα τοῦ ἄλλου, ὁ ἄνθρωπος πού κατακρίνει, λαθραῖα ἀνακηρύσσει τή δική του λαμπρότητα, αὐτοπροβάλλεται καί αὐτοεπαινεῖται. Καί ἄν δέν πείθει τούς ἀκροατές, μέ τήν κρίση του αὐτή, πείθει τόν ἑαυτό του. Μέ αὐτό τόν τρόπο καλλιεργεῖ μία δική του, φανταστική ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, παθαίνει μία πνευματική ὑπερτροφία, αὐταπατᾶται καί εἶναι αἰσχρό τό «φενακίζειν ἑαυτόν». Ἀλλά ὅπως μέ τήν ὑπερτροφία καταστρέφεται ὁ ὀργανισμός, ἔτσι καί μέ τήν ὑπερτίμηση τοῦ ἑαυτοῦ μας φθείρεται καί διαφθείρεται ἡ ψυχή.
Κακό ἐναντίον τοῦ συνανθρώπου
Ἡ κατάκριση προϋποθέτει παντελῆ ἔλλειψη ἀγάπης. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ ἔχει τή δύναμη νά καλύπτει καί νά συγχωρεῖ ἀκόμη καί τά λάθη τοῦ ἀγαπημένου προσώπου. Ἐκεῖνος ὅμως πού κατακρίνει, ἁρπάζει μία ἀδυναμία τοῦ ἄλλου -ἤ κάτι τό ὁποῖο αὐτός θεωρεῖ ἀδυναμία– καί ἀπορροφᾶται ἀπό αὐτή, χωρίς νά ἔχει τή δύναμη νά ἰδεῖ καί τόσες ἄλλες ἀρετές, πού πιθανόν ἔχει τό κατακρινόμενο πρόσωπο. Μ' αὐτόν τόν τρόπο ἀδικεῖ καί βλάπτει τό συνάνθρωπό του.
Κακό ἐναντίον τοῦ Θεοῦ
Τό χειρότερο ὅλων εἶναι ὅτι ἡ κατάκριση θέτει σέ ἀναστολή τήν ἰσχύ τοῦ θείου νόμου καί σχεδόν ἀνατρέπει τήν ἡγεμονία τοῦ Θεοῦ, γιά νά στήσει δίκην ἐπαναστατικοῦ νόμου τό προσωπικό δίκαιο τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος κατακρίνει. Τό δικαίωμα τῆς κρίσεως τό ἔχει μόνον ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ δημιουργός καί γνώστης τῶν πάντων. Αὐτός ὅρισε τό νόμο καί αὐτός εἶναι ὁ μόνος ἁρμόδιος νά κρίνει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι παραβαίνουν τό νόμο του. Τί παραφροσύνη, νά θέλουμε νά ἀντικαταστήσουμε τόν Θεό στό ἔργο τῆς κρίσεως!
Νά λοιπόν, πῶς ἡ κατάκριση, πού τόσο εὔκολα τήν ἀναφέρουμε σάν ἕνα ἁπλό ἁμάρτημα, εἶναι μία πολυσύνθετη λειτουργία. Εἶναι τό ἀποτέλεσμα στό ὁποῖο μᾶς ὁδηγεῖ ἡ ἔλλειψη ταπεινώσεως, ἀγάπης καί πίστεως ἤ ἔστω στοιχειώδους συναισθήσεως τοῦ Θεοῦ.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 43 (1988) 23