* Αὐτή εἶναι πραγματικά φιλοστοργία μητέρας, τό νά εἶναι ἕτοιμη νά ὑπομένει τά πάντα χάριν τοῦ παιδιοῦ της.
* Αὐτό θά πεῖ μητέρα γεμάτη στοργή καί ἀγάπη γιά τό παιδί της· Νά τό παροτρύνει καί νά τό ἀπομακρύνει ἀπό τό σπίτι, ὅταν τό καλεῖ τό καθῆκον, καί νά ὑπομένει ἤρεμα τόν ἀποχωρισμό καί νά τό εὐγνωμονεῖ γιά τήν ἀποδημία του.
* Γνώρισμα τῆς μητέρας δέν εἶναι ἡ γέννηση παιδιῶν, διότι αὐτό εἶναι δῶρο τῆς φύσεως, ἀλλά ἡ ἀνατροφή τῶν παιδιῶν, διότι αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἐλεύθερη ἀπόφασή της... Δέν κάνει, λοιπόν, τή γυναίκα πραγματική μητέρα ἡ γέννηση παιδιῶν ἀλλά ἡ καλή ἀνατροφή τους.
* Οἱ μητέρες ἐκεῖνες πού, ἀποχαυνωμένες ἀπό τό πάθος τῆς νοσηρῆς ἀγάπης, ἐπιδιώκουν εἰς βάρος τοῦ συμφέροντος τῶν παιδιῶν τή συνεχῆ παρουσία τους κοντά τους, θά μποροῦσαν δίκαια νά ὀνομαστοῦν ὄχι μητέρες ἀλλά φόνισσες τῶν παιδιῶν τους.
᾿Εάν θέλεις νά ἁρπάξεις τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, γίνε βιαστής. Βάλε τόν αὐχένα σου στό ζυγό τῆς ὑπηρεσίας τοῦ Χριστοῦ... ᾿Ελάφρυνέ τον μέ τόν κόπο τῶν ἀρετῶν, μέ νηστεῖες, μέ ἀγρυπνίες, μέ ὑπακοή, μέ ἡσυχία, μέ ψαλμωδίες, μέ προσευχές, μέ δάκρυα, μέ χειρωνακτική ἐργασία, μέ τήν ὑπομονή κάθε θλίψεως πού ἔρχεται ἐναντίον σου καί ἀπό τούς δαίμονες καί ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Νά μή σέ πείσει μέ τόν καιρό ὁ ὑψηλόφρονας λογισμός νά ἐλαττώσεις τούς κόπους, γιά νά μήν καταληφθεῖς στή θύρα τοῦ θανάτου γυμνός ἀπό ἀρετές καί βρεθεῖς ἔξω ἀπό τίς πύλες τῆς βασιλείας.
Προκοπή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ προκοπή στήν ταπείνωση· ἀπό τήν ὑψηλοφροσύνη προέρχεται ἡ ἥττα καί ἡ ἀτιμία.
᾿Εξέταζε τήν ἐργασία κάθε ἡμέρας, σύγκρινέ την μέ τήν ἐργασία τῆς προηγούμενης καί φρόντιζε νά βελτιωθεῖς. Πρόκοβε στίς ἀρετές, γιά νά πλησιάσεις τούς ἀγγέλους.
Λόγος ἀσκητικός Α',
ΕΠΕ 8, σελ. 123
Πῶς καί πῦρ ὑπάρχεις βλύζων;
Πῶς καί ὕδωρ εἶ δροσίζων;
Πῶς καί καίεις, καί γλυκαίνεις;
Πῶς φθοράν ἐξαφανίζεις;
Πῶς θεούς ποιεῖς ἀνθρώπους;
Πῶς τό σκότος φῶς ἐργάζῃ;
Πῶς ἀνάγεις ἐκ τοῦ ᾅδου;
Πῶς θνητούς ἐξαφθαρτίζεις;
Πῶς πρός φῶς τό σκότος ἕλκεις;
Πῶς τήν νύκτα περιδράσσῃ;
Πῶς καρδίαν περιλάμπεις;
Πῶς με ὅλον μεταβάλλεις;
Πῶς ἑνοῦσαι τοῖς ἀνθρώποις;
Πῶς υἱούς Θεοῦ ἐργάζῃ;
Πῶς ἐκκαίεις σου τῷ πόθῳ;
Πῶς τιτρώσκεις ἄνευ ξίφους;
Πῶς ἀνέχῃ; Πῶς βαστάζεις;
Πῶς εὐθύς οὐκ ἀποδίδως;
Πῶς ὑπάρχων ἔξω πάντων,
βλέπεις πάντων τά πρακτέα;
Πῶς μακράν ἡμῶν τυγχάνων,
καθορᾷς ἑκάστου πρᾶξιν;
Δός ὑπομονήν σοῖς δούλοις,
μή καλύψῃ τούτους θλῖψις.
Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος
«Ξύπνα νωρίς· μήν τεμπελιάσεις σήμερα· πρόσεξε ποιόν πρῶτα θά δεῖς καί πῶς θά περάσεις τήν Πρωτοχρονιά, γιατί ἔτσι θά σοῦ πάει ὅλη ἡ χρονιά!».
῾Η ἀντίληψη αὐτή τῶν μανάδων μας ἔντονα ἐπικρατοῦσε καί στή ρωμαϊκή ἐποχή. Φρόντιζαν στίς Καλάνδες (τό ρωμαϊκό calandas εἶναι συνώνυμο μέ τή «νουμηνία» τῶν ῾Εβραίων, τήν πρωτομηνιά) νά διοργανώνουν μεγάλες εἰδωλολατρικές γιορτές μέ τό γνωστό ὀργιαστικό περιεχόμενο, γιά νά «ἀπολαμβάνουν» παρόμοια ὅλη τή χρονιά.
Μέ ἀφορμή τέτοιες ἐκδηλώσεις, πού συνεχίζονταν καί στήν ἐποχή του, ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐκφώνησε τό «Λόγο ταῖς Καλάνδαις, κατά τῶν παρατηρούντων τάς νεομηνίας, καί κατά τήν πόλιν χορείας τελούντων» μέ αὐστηρότητα καί ἀποτροπιασμό·
«Στολίστηκε ἡ πόλη μας σάν καμιά φανταγμένη γυναίκα, πού ἔχει ἀδυναμία στά χρυσαφικά καί τήν πολυτελῆ ἐνδυμασία, γιά νά κάνει τήν πρώτη τοῦ χρόνου λαμπρή κι ἐντυπωσιακή κι εὐχάριστη... Εἶναι προτιμότερο ὅμως νά εὐτρεπίζουμε τήν ψυχή κι ὄχι τά μαγαζιά, τή σκέψη μας κι ὄχι τήν ἀγορά, γιά νά θαυμάζουν ὄχι οἱ ἄνθρωποι ἀλλά οἱ ἄγγελοι, καί νά εὐαρεστεῖται ὁ Θεός... Μή φορᾶς στεφάνια στίς πόρτες σου, ἀλλά κάνε τή ζωή σου ἄξια νά σέ στεφανώσει ὁ Χριστός μέ τόν "στέφανον τῆς δικαιοσύνης"».
῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ἐπισημαίνοντας τά ὅσα φοβερά γίνονταν στά γλέντια, ὅπου διοργανώνονταν χυδαῖοι ἀγῶνες, δέν μένει μόνο στίς θλιβερές διαπιστώσεις καί τό στιγματισμό τῶν γεγονότων. Δυναμικός, ἀνυποχώρητος σαλπίζει ἀγωνιστικό ἐγερτήριο· «Ταῦτα ἀνάξια τῆς ἡμετέρας φιλοσοφίας», λέγει στούς πιστούς πού τόν ἀκοῦν, «καί ἁμαρτάνετε ὄχι μόνο ὅταν τά κάνετε ἐσεῖς οἱ ἴδιοι, ἀλλά καί ὅταν συμμετέχετε ἐπευφημώντας καί παρατηρώντας τα. ῎Αλλωστε εἶναι ἀνοησία νά περιμένεις ἀπό τίς διασκεδάσεις τῆς πρώτης μέρας νά κυλήσει ὅλος ὁ χρόνος σου καλά καί εὐχάριστα. ῾Ο χρόνος σου θά εἶναι καλός, ἐάν καί τήν πρώτη του μέρα κι ὅλες τίς ὑπόλοιπες κάνεις τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. ῎Αν ἐργάζεσαι τήν ἀρετή, ἡ μέρα σου θά γίνει καλή. ῎Αν δουλεύεις στήν ἁμαρτία, θά ᾿ναι ἄσχημη. Τό νά διακρίνεις τίς μέρες σέ καλές καί κακές εἶναι ἕνα καλό τέχνασμα, γιά νά μήν κάνεις ποτέ τό καλό. Διότι στίς "κακές" μέρες εἶναι ἀνώφελο, λές, νά προσπαθήσεις, ἐνῶ στίς "καλές" δέν χρειάζεται προσπάθεια, ἀφοῦ εἶναι ἀπό μόνες τους καλές.
῾Ο χριστιανός δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό πρωτοχρονιές οὔτε ἀπό πρωτομηνιές γιά νά γιορτάσει, διότι γι᾿ αὐτόν ἡ κάθε μέρα εἶναι γιορτή. ῎Αν ἔχεις καθαρή τήν καρδιά καί τή συνείδησή σου, ἔχεις πάντα γιορτή κι εἶσαι γεμάτος ἐλπίδα γιά τό μέλλον σου πού δέν περιορίζεται ἀπό τό χρόνο, ἀλλά ἐκτείνεται στήν αἰωνιότητα».
᾿Ελεύθερη ἀπόδοση Β. Σ.
Διάλεξε τό σύμμαχό σου!
῾Ο Θεός ἀντιτάσσεται στούς ὑπερήφανους, ἐφόσον ἀπό τήν ἀρχή ἀντιτάχθηκε στόν ἀρχηγό τους. Πρόσεξε, λοιπόν, μήν κάνεις ἀντίμαχό σου τόν Θεό καί τόν ἀρχαῖο ἀντάρτη σύμμαχο!
Μαρτυρίῳ Ι 164· ΡG 78,292Β
Μάθε ν᾿ ἀγωνίζεσαι!
᾿Επειδή στήν ἐπιστολή σου μέ ρωτᾶς τί πρέπει νά κάνεις, σοῦ ἀπαντῶ πώς δέν χρειάζεται τίποτε ἄλλο παρά νά ἀσκεῖς τήν ἀρετή καί νά καλλιεργεῖς τήν ἡσυχία· νά περιμένεις τήν ὥρα τῆς κρίσεως καί νά ἀποκρούεις τίς διαβολικές μεθόδους. Εἶναι, πράγματι, φοβερός καί πολυμήχανος ὁ ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου... Δέν συνηθίζει τήν κατά μέτωπο ἐπίθεση. Πλησιάζει συχνά μέ τό προσωπεῖο τοῦ φίλου κρατώντας κρυφά τά βέλη τῆς ἁμαρτίας. Μέ τό πρόσχημα νά ὁδηγήσει στή θέωση τόν ἄνθρωπο, τόν κατήντησε ἀθλιότερο ἀπό τά ἄλογα ζῶα... ᾿Εντούτοις, πολλοί ἀνακάλυψαν τίς μεθοδεῖες του καί κατέστησαν ἀνενεργά τά ὅπλα του. Γι᾿ αὐτό, ὅσοι μέ φρόνηση θέλουν ν᾿ ἀγωνίζονται γιά τή σωτηρία τους, ἄς ἐξιχνιάσουν τά σχέδιά του κι ἄς λάβουν τά μέτρα τους!
Διδύμῳ πρεσβυτέρῳ G 28· ΡG 78,1341
᾿Απόδοση Β. Τ.
Μ. Βασιλείου, Περί τοῦ μή προσκολλᾶσθαι τοῖς βιοτικοῖς,
ΕΠΕ 7,162-165.
Πολύ καί ποικιλοτρόπως μᾶς πολεμᾶ καθημερινά, ἀγαπητοί μου, ὁ ἐχθρός τῆς ἀλήθειας. Κι ὅπως γνωρίζετε, χρησιμοποιεῖ γιά βέλη του τίς δικές μας ἐπιθυμίες· ἐμεῖς τοῦ δίνουμε τή δύναμη νά μᾶς βλάπτει. Τή δική του ἐξουσία μέ ἄλυτους νόμους τή δέσμευσε ὁ Δεσπότης Χριστός, καί δέν τόν ἄφησε νά ὁρμήσει μέ μιᾶς καί νά ἐξαφανίσει τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τή γῆ. Γι᾿ αὐτό ὁ μισόκαλος ἐκμεταλλευόμενος τήν ἀφροσύνη μας, κλέβει τή νίκη ἐναντίον μας σάν τούς πονηρούς πλεονέκτες. Αὐτοί, ἐπειδή θέλουν νά πλουτίζουν ἀπό ξένες περιουσίες ἀλλά δέν ἔχουν τή δύναμη νά τίς ἁρπάζουν φανερά, συνήθως παραμονεύουν στούς δρόμους κρυμμένοι σέ κάποια βαθειά χαράδρα ἤ πίσω ἀπό πλατύφυλλους θάμνους, καί ἐπιτίθενται ξαφνικά στούς περαστικούς, πού δέν ἀντιλαμβάνονται τόν κίνδυνο παρά μόνο ἀφοῦ πέσουν στήν παγίδα. Ἔτσι καί ὁ προαιώνιος ἐχθρός μας τρέχει καί κρύβεται στίς σκιές τῶν κοσμικῶν ἡδονῶν. Εἶναι φοβερό πῶς ξεφυτρώνουν στό δρόμο τῆς ζωῆς μας! Πίσω ἀπ᾿ αὐτές ἔντεχνα κρύβεται ὁ ἐπιτήδειος ληστής καί μᾶς ξεγελᾶ. Στήνει ὕπουλα τίς ὀλέθριες παγίδες του ἐκεῖ πού δέν τό ὑποπτευόμαστε.
Ἄν, λοιπόν, θέλουμε νά βαδίζουμε μέ ἀσφάλεια στό δρόμο τῆς ζωῆς μας καί νά παρουσιάσουμε στόν Χριστό τήν ψυχή καί τό σῶμα μας δίχως τραύματα αἰσχύνης, γιά νά μᾶς στεφανώσει νικητές, εἶναι ἀνάγκη νά κρατοῦμε πάντοτε ὀρθάνοιχτα τά μάτια τῆς ψυχῆς μας. Μήν ἀφήνουμε τήν καρδιά μας νά προσκολλᾶται σέ χαρές πού, ἐνῶ δέν τό ὑποψιαζόμαστε, εἶναι παγίδες τοῦ πονηροῦ!
Ἀπόδοση Β.Τ.
Γύρισε καί κοίταξε παντοῦ. Ἡ ἥσυχη χειμωνιάτικη νύχτα, πού ἄλλοτε ἔδινε στήν Πόλη τοῦ Κωνσταντίνου ἕναν ξεχωριστό τόνο γαλήνης, δέν ἦταν πιά ἐκεῖ. Εἶχε πάρει τή θέση της ὁ θόρυβος, τά ἀχαλίνωτα ἐκκωφαντικά τραγούδια στούς δρόμους, τά γέλια πού προκαλοῦσε ἄσωστα τό κρασί. Στήν ἀγορά, στόν ἱππόδρομο, στά ἀνάκτορα ἀκόμη, οἱ φουντωμένοι δαυλοί διέλυαν τό σκοτάδι· ἔκαναν τή νύχτα μέρα. Καί μποροῦσε νά διακρίνει κανείς τά πρόσωπα πού χαχάνιζαν νά ἀντανακλοῦν σχεδόν τρομακτικά τό φῶς τους.
Γιόρταζαν, λέει, τά Θεοφάνεια, δηλαδή τά Χριστούγεννα.
Μέ κοφτό ἀργό βῆμα ἀνέβηκε στόν ἄμβωνα. Ὁ ναός ἦταν γεμάτος χριστιανούς, πού περίμεναν μέ ἀγωνία νά τόν ἀκούσουν. Πῶς νά ξεχάσουν; Πρίν μόλις λίγες ἡμέρες στόν ἴδιο αὐτό χῶρο λειτουργοῦσε ἕνας ἀρειανός «ἐπίσκοπος». Ἅπλωνε τά χέρια του στό θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ ἕνας ἄνθρωπος πού εἶχε ἀρνηθεῖ τόν Θεό! Ἡ Πόλη ὁλόκληρη ἦταν στά χέρια τῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἀρείου! Οἱ λίγοι Ὀρθόδοξοι, κυνηγημένοι, καταδιωγμένοι συνωστίζονταν στόν ναΐσκο τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Ἐκεῖ τούς στήριζε στήν ὀρθόδοξη πίστη ὁ ἴδιος αὐτός, πού τώρα τόν εἶχαν μπροστά τους ἐπίσκοπον· ὁ Γρηγόριος. Μέ τούς δικούς του ἀγῶνες, τούς σφυρηλατημένους στό ἀμόνι τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, σιγά-σιγά ἄλλαξαν τά πράγματα. Ἦρθαν καλύτερες ἡμέρες γιά τούς πιστούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ «βάρβαροι» ἔφυγαν.
Ἔφυγαν ὅμως στ᾿ ἀλήθεια;...
Ἄνοιξε τό στόμα του νά μιλήσει στίς ψυχές πού κρέμονταν ἀπό τά χείλη του γιά μιά καινούργια αἵρεση. Γιά μιά γάγγραινα πού ὕπουλα πιά λυμαινόταν τήν Ἐκκλησία. Ἦταν ὁ κίβδηλος Χριστιανισμός, πού σήκωνε τώρα μέ ἰταμότητα τό κεφάλι του. Ὁ Χριστιανισμός πού ἔφερνε μέσα του ἤθη καί παραδόσεις εἰδωλολατρικές, πού ἀναμίγνυε τήν καθαρή πίστη στόν τριαδικό Θεό μέ τή βρωμιά τῆς ξέπνοης, ἀπό καιρό, ἐθνικῆς θρησκείας.
Εἶχε χρέος νά τό κάνει· νά προφυλάξει τόν ζωντανό θησαυρό πού ὁ Θεός τοῦ ἐμπιστεύθηκε. Κι ἄς ἦταν Θεοφάνεια. Κι ἄς μήν ἦταν εὐχάριστο στούς πολλούς ν᾿ ἀκοῦν γιά πράγματα δυσάρεστα, νά ὠθοῦνται σέ ἀγώνα τίς μέρες αὐτές τίς ἤρεμες.
«Νά μή στήσουμε χορούς, ἀδελφοί, οὔτε νά στολίσουμε τίς πλατεῖες... Νά μήν ἐπιδοθοῦμε στίς ἀπολαύσεις τῆς γεύσης, οὔτε νά ψάξουμε γιά τά καλύτερα φορέματα, γιά τή λάμψη τῶν διαμαντιῶν καί τοῦ χρυσοῦ, γιά τά βαψίματα πού ἀλλοιώνουν τό πρόσωπο, τή θεία εἰκόνα... Νά μήν παραδοθοῦμε στά μεθύσια καί στά ἄσωτα γλέντια πού πᾶνε μαζί μέ τήν ἀσέλγεια... Νά μήν προσπαθοῦμε νά ξεπεράσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον στή χλιδή... Νά μή γεμίσουμε τή γῆ καί τή θάλασσα μ᾿ αὐτήν τήν πολύτιμη γιά μᾶς ἀκαθαρσία!...
Ὅλα αὐτά τά κάνουν οἱ εἰδωλολάτρες. Αὐτοί ἔχουν θεούς πού χαίρονται μέ τίς μυρωδιές τῶν κρεάτων καί τούς λατρεύουν μέ τόν ἡδονισμό τῆς κοιλιᾶς. Πονηροί καθώς εἶναι ἔφτιαξαν καί προσκυνοῦν πονηρούς θεούς...
Ἀλλά ἡ δική μας τρυφή νά εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ... Νά ταξιδέψουμε μαζί μέ τόν ἀστέρα, νά προσφέρουμε στόν Κύριό μας δῶρα μαζί μέ τούς μάγους. Νά τόν δοξάσουμε καί νά τόν ὑμνήσουμε μαζί μέ τούς βοσκούς καί τούς ἀγγέλους... Κι ἄν εἶναι νά φύγουμε μαζί Του στήν Αἴγυπτο, ἄς φύγουμε. Ὡραῖο πράγμα νά διωκόμαστε μαζί μέ τόν Χριστό!... Νά τόν ἀκολουθήσουμε ὕστερα σ᾿ ὅλα τά στάδια τῆς ζωῆς Του... Νά σιωπήσουμε μαζί Του μπροστά στόν Ἡρώδη. Νά δεχτοῦμε τό φραγγέλιο, τή χολή, τό ὄξος, τά ραπίσματα, τούς κολαφισμούς, τό ἀκάνθινο στεφάνι τοῦ δύσκολου δρόμου πού βαδίζει στή ζωή του ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό, τό πορφυρό ροῦχο, τό καλάμι, τή γελοιοποίηση ἀπό ἐκείνους πού ἐμπαίζουν τήν ἀλήθεια, ... καί τέλος τή σταύρωση καί τήν ταφή μαζί Του, γιά νά συναναστηθοῦμε καί νά συμβασιλεύσουμε μαζί Του!...». (Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου «Εἰς τά Θεοφάνεια, ετουν γενέθλια τοῦ Σωτῆρος», Λόγος 38ος, ΡG 36,312- 333).
Τόν ἄκουγες κι ἔλεγες πώς δέν μιλοῦσε τό στόμα τοῦ Γρηγορίου. Μιλοῦσαν οἱ πληγές πού δέχτηκε στό κορμί του ἀπό τούς ἐχθρούς του, τούς ἐχθρούς τοῦ Κυρίου του. Μιλοῦσε ἡ καρδιά του ἡ ματωμένη ἀπό τούς διωγμούς πού δέχτηκε γιά τό ὄνομά Του. Δέν ἦταν κούφια λόγια αὐτά, ξερές ἠθικολογίες. Ἦταν πρίν ἀπ᾿ ὅλα βίωμά του. Ἡ ζωή του ὁλόκληρη.
* * *
2011 χρόνια μετά Χριστόν! Ὁ λόγος αὐτός τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἐκδόθηκε ἀπό μεγάλους ἐκδοτικούς οἴκους στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό. Διαβάστηκε καί μελετήθηκε ἀπό ἐπιστήμονες. Δόθηκαν περισπούδαστες ἀπαντήσεις σέ ποικίλα ἐρωτήματα τοῦ τύπου: «πότε ἐκφωνήθηκε;», «ποῦ ἐκφωνήθηκε;» κ.τ.ὅ.
Ἕνα μόνο ἐρώτημα παραμένει ἀναπάντητο, γιά νά θρυμματίζει τήν ἔνοχη ἐπανάπαυσή μας: Ἄραγε ἔπιασαν τόπο τά λόγια ἐκεῖνα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου; Ἄραγε σήμερα γιορτάζουμε τά Χριστούγεννα μέ τό πνεῦμα τοῦ ἁγίου πατρός ἤ μήπως ἀντηχοῦμε ἀκόμη τούς πανηγυριστές ἐκείνης τῆς παλιᾶς διεφθαρμένης ἐποχῆς;
Τήν ἀπάντηση ἄς τήν ἀναζητήσει ὁ καθένας γιά τόν ἑαυτό του μέ τιμιότητα καί εἰλικρίνεια.
Εὐάγγελος Δάκας
Θεολόγος
Δόξα στόν Θεό Πατέρα καί στόν παμβασιλέα Υἱό του,
δόξα καί στό πανάγιο Πνεῦμα τό ὑπερευλογητό.
Εἶναι ἡ Τριάδα ἕνας Θεός, πού ἔκτισε καί πλήρωσε τά πάντα,
τόν οὐρανό μ᾿ οὐράνια, μ᾿ ἐπίγεια τή γῆ·
τή θάλασσα, τούς ποταμούς καί τίς πηγές μ᾿ ὑδρόβια,
δίνοντας ζωή ἀπ᾿ τή ζωή του σέ ὅλα.
Ἔτσι ἡ φύση ὅλη τόν σοφό δημιουργό της θά ὑμνήσει,
τόν μόνο αἴτιο τῆς ζωῆς καί τῆς διατήρησής της.
Μά πιό πολύ ἀπ᾿ ὅλα, τά λογικά του πλάσματα θά ὑμνοῦν
παντοτινά τόν μέγα Βασιλιά, τόν ἀγαθό Πατέρα.
Ἀξίωσε καί μέ, Πατέρα μου, δοξολογία ἁγνή νά σοῦ προσφέρω
μέ νοῦ καί γλώσσα καί ψυχή καί πνεῦμα!
Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη δογματικά 31· ΕΠΕ 8,37.
Ἀπόδοση Β.Σ.
Γι’ αὐτό συνεχῶς μιλῶ γιά τήν μετάνοια. Γιατί ἡ μετάνοια, πού εἶναι φοβερή καί τρομερή γιά τόν ἁμαρτωλό, εἶναι φάρμακο τῶν παραπτωμάτων, καταστροφή τῶν ἁμαρτιῶν, ἐξαφάνιση τῶν δακρύων, παρρησία πρός τόν Θεό, ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου, μαχαίρι πού τοῦ κόβει τό κεφάλι, ἐλπίδα σωτηρίας, θάνατος τῆς ἀπελπισίας. Αὐτή ἀνοίγει στόν ἄνθρωπο τόν οὐρανό, αὐτή τόν βάζει μέσα στόν παράδεισο, αὐτή νικᾶ τόν διάβολο...
Εἶσαι ἁμαρτωλός; Μήν ἀπελπισθεῖς. Δέν παύω νά σᾶς ἀλείφω συνεχῶς μ’ αὐτά τά φάρμακα, γιατί ξέρω καλά πόσο σπουδαῖο ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου εἶναι τό νά μήν ἀπελπίζεσθε. Ἄν ἔχεις ἁμαρτήματα, μήν ἀπελπισθεῖς. Δέν παύω νά τά λέω αὐτά συνεχῶς. Κι ἄν κάθε μέρα ἁμαρτάνεις, κάθε μέρα νά μετανοεῖς. Κι αὐτό πού κάνουμε στά παλιά σπίτια, δηλαδή ὅταν ἐρειπωθοῦν, πετοῦμε τά ἐρείπια καί κτίζουμε καινούργια καί ποτέ δέν λησμονοῦμε νά τά φροντίζουμε συνεχῶς, αὐτό νά κάνουμε καί στόν ἑαυτό μας. Ἄν πάλιωσες σήμερα ἀπό τήν ἁμαρτία, ξανακαινούργιωσε τόν ἑαυτό σου μέ τή μετάνοια.
Καί εἶναι δυνατόν, λέει, νά μετανοήσει κάποιος καί νά σωθεῖ; Εἶναι καί πολύ μάλιστα. Ἔζησα ὅλη μου τή ζωή μέσα στίς ἁμαρτίες καί ἄν μετανοήσω σώζομαι; Καί βέβαια. Ποιός τό δηλώνει; Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου σου. Μήπως ἔχω ἐμπιστοσύνη στή μετάνοιά σου; Μήπως ἡ μετάνοιά σου ἔχει τή δύναμη νά ἐξαλείψει τόσα κακά; Ἄν ἡ μετάνοιά σου ἦταν μόνη, θά 'ταν φυσικό νά φοβᾶσαι. Ἐπειδή ὅμως μέ τή μετάνοια ἀνακατεύεται ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ἔχε θάρρος. Γιατί δέν ὑπάρχει μέτρο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, οὔτε μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ μέ λόγια ἡ ἀγαθότητά του. Γιατί ἡ δική σου κακία ἔχει μέτρο, μά τό φάρμακο δέν ἔχει μέτρο. Ἡ κακία σου, ὅποια κι ἄν εἶναι, εἶναι ἀνθρώπινη κακία, ἀλλά ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνέκφραστη· κι ἔχε θάρρος γιατί ξεπερνᾶ τήν κακία σου.
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περί μετανοίας 8· PG 49,337