Ὁ Ἠλίας ἔσκυψε γιά τελευταία φορά καί φίλησε τόν τάφο τῶν γονιῶν του.
Τό νιόσκαφτο χῶμα τό ἔνιωσε νά λαφραίνει καί μαζί του λάφρυνε κι ἡ ψυχή του. Πόσο τούς ἀγάπησε, πόσο τόν ἀγάπησαν! Καί δέν ἦταν δικό τους παιδί· δέν τόν γέννησαν αὐτοί, μά ὁ Ἠλίας δέν τό ᾿νιωσε αὐτό ποτέ του.
- Ὁ πατέρας σου, γιέ μου, πάει, καί ᾿γώ ὅπου νά ᾿ναι πηγαίνω νά τόν βρῶ, τοῦ εἶπε ἡ μάνα του λίγες ὧρες πρίν ἀφήσει τόν κόσμο αὐτό.
- Δέν εἶσαι ὅμως μόνος πάνω σ᾿ αὐτή τή γῆ. Πρέπει τώρα πιά νά μάθεις ὅλη τήν ἀλήθεια.
Στή θύμηση αὐτή ὁ Ἠλίας ἔνιωσε τήν καρδιά του νά γλυκαίνεται καί νά γίνεται ὁ πόνος τοῦ χαμοῦ τῆς μάνας του λιγότερο ἀβάσταχτος.
«Ὁ πατέρας σου», παιδί μου, «στά μαῦρα χρόνια τῆς κατοχῆς ἦταν ἔμπορος λαδιοῦ. Πήγαινε μέ πολλούς κινδύνους ἀπό πόλη σέ πόλη καί πουλοῦσε τό λάδι στόν πεινασμένο κοσμάκη. Ἦταν τίμιος ἄνθρωπος ὁ πατέρας σου, γιέ μου. Τότε, ἄν ἤθελε, θά γινόταν πάμπλουτος, μά... μαυραγορίτης δέν θέλησε νά γίνει ποτέ!
Ἐκείνη τή χρονιά τοῦ ᾿43 ὁ Θεός δέν τσιγκουνεύτηκε. Φόρτωσε τά λιόδεντρά μας μέ καρπό καί ὁ πατέρας σου ἀποφάσισε νά κατεβεῖ στήν Ἀθήνα, γιατί εἶχε ἀκούσει πώς ἐκεῖ ἦταν πολύ μεγάλο τό κακό, πώς τούς ἀνθρώπους τούς μάζευαν μέ τά κάρρα πεθαμένους ἀπό τήν πείνα. Ἐγώ τότε ἐπέμενα νά μή φύγει τόσο μακριά, μά ἐκεῖνος θυμωμένος μέ ἀποπῆρε:
- Ἐδῶ γύρω, γυναίκα, δέν θά πεθάνει κανείς ἀπό πείνα· ὅλοι κουτσά στραβά πορεύονται. Δέν ἀκοῦς πού λένε ὅτι στήν Ἀθήνα δέν βρίσκεις σταγόνα λαδάκι, γιατί τό κρύβουν οἱ μαυραγορίτες; Θά πάω νά πουλήσω στόν κοσμάκη φτηνό λάδι.
Ἔφυγε, λοιπόν, γιέ μου, κι ὅταν γύρισε ἔφερε μαζί του τήν εὐτυχία στό σπίτι μας, ἔφερε, γιόκα μου, μιά σταλιά ἄνθρωπο, ἔφερε ἐσένα».
Ἔτσι ἔμαθε ὁ Ἠλίας στά 23 του χρόνια πώς οἱ ἄνθρωποι πού τόν μεγάλωσαν μέ τόση ἀγάπη δέν ἦταν αὐτοί πού τόν γέννησαν.
- Ποῦ μέ βρῆκε, μάνα; ρώτησε γεμάτος ἀγωνία.
- Ὁ Θεός, γιέ μου, ἔστειλε στό δρόμο του ἐκεῖ στό χάος τῆς Ἀθήνας ἕναν χρυσό ἄνθρωπο. Τοῦ ἔδωσε μιά ἀποθήκη νά βάλει τά λάδια του κι ὕστερα τόν φιλοξένησε στό σπίτι του μιά ᾿βδομάδα μ᾿ ἀντάλλαγμα λίγο λάδι. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος εἶχε τέσσερα παιδιά καί τό μικρότερο μόλις πού εἶχε σαραντίσει. Ὁ πατέρας σου τό ἔβλεπε καθαρά πώς τό μωρό δέν εἶχε καί πολλές ἐλπίδες νά ζήσει σέ ἕνα τόσο φτωχικό σπίτι καί τότε τούς πρότεινε νά τό υἱοθετήσει, μιά καί ὁ Θεός δέν τοῦ ᾿δωσε τοῦ διου παιδί. Ἔτσι, παιδί μου, βρέθηκες στήν ἀγκαλιά μου, βρέθηκες νά εἶσαι γιός μου.
Ἐκεῖ στό συρτάρι πού ἔβαζε ὁ πατέρας σου τούς λογαριασμούς του εἶναι τό ὄνομα καί ἡ διεύθυνση αὐτῶν πού σέ γέννησαν. Σάν κλείσω τά μάτια μου, μέ τήν εὐχή μου νά πᾶς νά τούς βρεῖς. Ὁ πατέρας σου ἔλεγε πάντα πώς εἶναι καλοί ἄνθρωποι.
Ἔβαλε τό χέρι στήν ἐσωτερική τσέπη τοῦ σακακιοῦ του ὁ Ἠλίας καί χάιδεψε τό κιτρινισμένο χαρτί. Σήμερα ἔκανε τά ἐννιάμερα τῆς μάνας του καί τώρα ἦταν ἕτοιμος νά πάει νά γνωρίσει ἐκείνους πού τόν γέννησαν. Θά γνώριζε καί τά μεγαλύτερα ἀδέλφια του. Τί ἦταν ἄραγε, κορίτσια ἤ ἀγόρια; Αὐτό δέν τοῦ τό εἶπε ἡ μάνα του.
Ἀτέλειωτο τοῦ φάνηκε τοῦ Ἠλία τό ταξίδι γιά τήν Ἀθήνα, σάν νά τό ἔκανε γιά πρώτη φορά, κι ἄς εἶχε μείνει ἐκεῖ τέσσερα ὁλόκληρα χρόνια, ὅσο κράτησαν καί οἱ σπουδές του. Μά σάν βρέθηκε μπροστά στήν πόρτα μέ τήν ὁδό καί τόν ἀριθμό πού εἶχε στό χαρτάκι του, εὐχήθηκε νά ἦταν μακρύτερος ὁ δρόμος πού τόν ἔφερε ἐκεῖ. Στάθηκε μπροστά στό κουδούνι μέ χέρια καί πόδια πού ἔτρεμαν.
- Ζητᾶς κάτι, παιδί μου; Μπορῶ μήπως νά σέ βοηθήσω;
- Ψάχνω τόν κ. Διαμαντόπουλο. Τόν ξέρετε; Μένει ἀκόμα ἐδῶ; ρώτησε μέ κομμένη ἀνάσα ὁ Ἠλίας.
- Τόν κύρ Πέτρο δέν ξέρω, παιδί μου; Καί ποιός δέν τόν γνωρίζει σ᾿ ὅλη τήν περιοχή. Ὅλα τά ὀρφανά κι οἱ χῆρες τόν ἔχουνε πατέρα. Κι αὐτός καί ἡ κυρά του δέν ζοῦν πιά παρά μόνο γιά τούς ἄλλους.
- Καί τά παιδιά τους; ρώτησε μέ κάποιο δισταγμό ὁ Ἠλίας.
- Τό ἕνα πού τούς ἄφησε σ᾿ αὐτή τή ζωή ὁ Θεός τοῦ τό χάρισαν. Ὁ πατήρ Ἰσίδωρος εἶναι ὁ παπάς τῆς ἐνορίας μας. Τ᾿ ἄλλα, παιδί μου, τά ἔφαγε ἡ πείνα τῆς κατοχῆς.
- Ἔ, κύρ Πέτρο, τό παλληκάρι ἀπό δῶ σέ ψάχνει. Γύρισε ὁ Ἠλίας καί κοίταξε τό ζευγάρι πού πρόβαλε ἀπό τό δρόμο καί εἶδε ἐκεῖνο τό ἀγαθό βλέμμα τοῦ κύρ Πέτρου νά στηλώνεται ἀπάνω του κι ὕστερα νά βυθίζεται στό δικό του βλέμμα.
- Μπά σέ καλό σου, γιέ μου, εἶπε γελαστός ὁ κύρ Πέτρος. Γιά μιά στιγμή νόμισα πώς ἔβλεπα τόν πατέρα Ἰσίδωρο, πρίν γίνει παπάς. Πῶς ξεγελοῦν καμιά φορά τά μάτια, κύρ Γιώργη!
- Τά μάτια πολλές φορές μᾶς ξεγελοῦν, εἶπε ξέπνοα ὁ Ἠλίας, μά ἡ καρδιά ποτέ της.
- Τί θές νά πεῖς, παιδί μου; ρώτησε ὁ κύρ Πέτρος ἀνυποψίαστος.
- Ὁ Θεός θέλησε νά χάσω καί τούς δυό γονιούς μου, ἀπάντησε συγκινημένος ὁ Ἠλίας. Μά ἡ μάνα μου πρίν πεθάνει μοῦ ᾿πε νά ᾿ρθῶ ἐδῶ σέ σᾶς, γιά νά βρῶ μάνα καί πατέρα.
- Καλῶς ἦρθες, παιδί μου, εἶπε ἡ γυναίκα, πού δέν εἶχε μέχρι τώρα ἀνοίξει τό στόμα της. Μά ποῦ μᾶς ἤξερε ἡ μάνα σου;
- Ἐκείνη δέν σᾶς ἤξερε, σᾶς ἤξερε ὅμως ὁ πατέρας μου, ὁ κύρ Λάμπρος ὁ λαδάς. Δέ σέ γέλασε ἡ καρδιά σου, πατέρα. Φαίνεται μοιάζω πολύ μέ τόν ἀδελφό μου, εἶπε ὁ Ἠλίας καί μέ μιά κίνηση ἔκλεισε μέσα στή μεγάλη ἀγκαλιά του ἐκείνους τούς δυό πονεμένους ἀνθρώπους, πού τόσα χρόνια ξεχνοῦσαν τόν πόνο τους ἀνακουφίζοντας τόν πόνο τῶν ἄλλων, καί πού ἔχοντάς τα χαμένα ἔλεγαν καί ξανάλεγαν: Ὁ Ἠλίας, δόξα σοι ὁ Θεός! Ὁ Ἠλίας!
Καί τοῦ κύρ Γιώργη τά μάτια, πού εἶχαν δεῖ πολλά -πάρα πολλά- ἔτρεχαν ποτάμια.
- Τέτοια χαρά, Θεέ μου, τέτοια χαρά μόνο Ἐσύ μπορεῖς νά δίνεις! ἔλεγε, καί μιά γελοῦσε καί μιά ἔκλαιγε, σάν τήν ἡμέρα τῆς χειροτονίας τοῦ πατρός Ἰσιδώρου. Τότε οἱ δυό πονεμένοι αὐτοί ἄνθρωποι ἔδιναν τό μοναδικό παιδί τους στόν Θεό. Τώρα ὁ Θεός τούς ξαναγέμιζε τήν ἄδεια ἀγκαλιά τους. «Βρέ σεῖς», μονολόγησε, «βρέ σεῖς, ἔχετε ἰδέα ἀπό Θεό!».
Ἑ. Β.