Στούς τελευταίους Χαιρετισμούς

 xairetismoiἩ γριά ἡ Παντέλαινα ἦταν μιά φοβερή γριά. Δέν ξέρω σήμερα νά πῶ ἄν ἦταν ἄσχημη ἤ ὄχι. Ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι πώς ἀπό τή μιά ἡ παραξενιά ἡ δική της κι ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἐγκατάλειψη τῶν δικῶν της ἀνθρώπων, τήν ἔκαναν νά φαίνεται στά παιδικά μας μάτια πολύ φοβερή. Τό δίχως ἄλλο ἦταν μιά ἐγκαταλελειμμένη δυστυχισμένη γυναίκα. Κι ἐγώ, ὅπως ὅλα τά παιδιά, τή φοβόμουνα, ὅμως στό βάθος μου ἔνιωθα μιά συμπάθεια γι᾿ αὐτήν καί μιά λύπη. Ἦταν βουτηγμένη στή βρωμιά καί μύριζε κι ἀπό μακριά. Χοντρή καί δυσκίνητη καθώς ἦταν, δέν ἔφευγε ποτέ ἀπό τό σπίτι της. Μόνο σάν ἔπιαναν οἱ ἀνοιξιάτικες μέρες, ἔβγαζε μέ δυσκολία μιά καρέκλα δίπλα στό ξεπόρτι της, καρσί στόν ἥλιο, καί καθόταν ἐκεῖ νωχελικά. Δυότρεῖς φορές πού τόλμησα νά σταματήσω λίγο γιά νά τή χαιρετήσω, μέ κοίταξε μέ κεῖνα τά σβησμένα μάτια της· ὄχι ἄγρια, ὄχι! Μέ κοίταξε πονεμένα. Ἔτσι ὅπως κοιτάζει ὁ ἄνθρωπος σάν εἶναι πληγωμένος.
 -Τίνος εἶσαι; μέ ρώτησε μιά μέρα πού τή χαιρέτησα.
 -Τοῦ Νικόλα, τῆς ἀποκρίθηκα καί ἔνιωσα τά πόδια μου νά τρέμουν.
  Ἕνα ἀπόγευμα, ἀκριβῶς τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἔστελνε τά τελευταῖα του χάδια στό ξεπόρτι τῆς γριᾶς Παντέλαινας, ἐγώ περνοῦσα βιαστικός ἀπό μπροστά της.
 -Ποῦ τρέχεις ἔτσι βιαστικός;
 Σταμάτησα ξαφνιασμένος, γιατί ἡ γριά, ἄν δέν τῆς μιλοῦσες πρῶτα ἐσύ, δέν ἄνοιγε ποτέ πρώτη κουβέντα.
 -Εἶναι οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί ἀπόψε, τῆς ἀπάντησα βιαστικά, καί θά πᾶμε μέ τή μάνα μου στήν ἐκκλησία. Οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί;
 -Ἀπόψε εἶναι οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί; Ἄστραψε τό βλέμμα της καί τό νωχελικό της σῶμα τινάχτηκε ὄρθιο.
 -Θά σοῦ δώσω δέκα λίρες ἄν δέν πᾶς στήν ἐκκλησία καί μείνεις μαζί μου, γιά νά μοῦ διαβάσεις τούς Χαιρετισμούς.
 Τό γέρικο χέρι της ἅρπαξε τό δικό μου καί τό ἔσφιγγε μέ τόση δύναμη πού μοῦ ᾿ρθαν δάκρυα ἀπό τόν πόνο.
 -Νά ρωτήσω τή μάνα μου, εἶπα περισσότερο γιά νά ξεφύγω κι ἀποφασισμένος νά μή γυρίσω πίσω.
 -Θά σοῦ δώσω εἴκοσι λίρες, ἐπέμενε γεμάτη ἀγωνία ἡ γριά.
 -Δέν εἶναι γιά τά χρήματα, κατάφερα μέ κόπο νά πῶ. Πρέπει πρῶτα νά ρωτήσω τή μάνα μου. Μέ περιμένει καί θ᾿ ἀνησυχήσει ἄν δέν πάω.
 -Καλά, εἶπε καί χαλάρωσε τό σφίξιμο. Ἡ μάνα σου εἶναι καλή γυναίκα καί θά σέ ἀφήσει. Πήγαινε, ρώτα την κι ἔλα. Ἐγώ θά σέ περιμένω.
 Ἔφυγα τρέχοντας γιά τό σπίτι μου κι οὔτε πού τό ᾿χα σκοπό νά πῶ κουβέντα στή μάνα μου. Μά ἡ μάνα ἡ δική μου ἤξερε πάντα νά διαβάζει τά μάτια μου. Σιγάσιγά τῆς τά εἶπα ὅλα. Ὕστερα ἐκείνη μέ κοίταξε πολλή ὥρα σκεφτική.
 -Καί νομίζεις, μοῦ εἶπε στό τέλος, νομίζεις πώς ἡ Παναγιά θά ᾿θελε ν᾿ ἀφήσουμε μέ τό παράπονο τή γριαΠαντέλαινα;
 -Θά ᾿ρθεις καί σύ μαζί μου; φώναξα λυτρωμένος ἀπό τό φόβο νά βρεθῶ μόνος μέ τή γριά μέσα στή νύχτα.
 -Θά πᾶμε μαζί, μ᾿ ἀπάντησε ἀποφασισμένη. Πάρε τό βιβλιαράκι σου καί πᾶμε. Εἶναι ἁμαρτία ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ τό ζήτησε, νά μήν πᾶμε.
 Καθόταν ἀκόμα ἔξω ἀπό τό ξεπόρτι της κι ἄς εἶχε δύσει πρό πολλοῦ ὁ ἥλιος. Μᾶς εἶδε ἀπό μακριά καί σηκώθηκε.
 -Τό ἤξερα πώς θά ᾿ρχόσασταν, εἶπε ἁπλά κι ἐγώ εἶδα τά μάτια της γεμάτα δάκρυα.
 Μπῆκα γιά πρώτη φορά στό σπίτι της. Ἡ βρωμιά καί ἡ ἐγκατάλειψη μ᾿ ἔκαναν ν᾿ ἀνατριχιάσω. Μά καί ἡ μάνα μου τό καταλάβαινα πώς ἦταν ἀναστατωμένη.
 -Συγχωρῆστε μου τήν ἀκαταστασία, εἶπε σχεδόν ντροπαλά. Μήτε τά χέρια μου πιάνουν μήτε τά πόδια μου μποροῦν.
 Μ᾿ ἔβαλε καί κατέβασα ἀπό τό εἰκονοστάσι τή μεγάλη εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς, τήν προσκύνησε κι ὕστερα τήν κράτησε στήν ἀγκαλιά της.
 -Ἄρχισε, παιδί μου, μοῦ εἶπε κι ἐγώ ἄρχισα νά διαβάζω.
 Ὅπου ξέραμε ψάλλαμε μαζί μέ τή μάνα μου καί ὅταν φτάσαμε στό «Τῇ Ὑπερμάχῳ» ἡ γριαΠαντέλαινα σηκώθηκε ὄρθια κι ἄρχισε καί κείνη νά ψάλλει μαζί μας. Τά μάτια της θαρρεῖς κι ἦταν δυό βρύσες ἀσταμάτητες. Μά καί τά μάτια τῆς μάνας μου δέν πήγαιναν πίσω. Σάν ἀποτελειώσαμε ὅλα τά «Χαῖρε» καί ψάλαμε καί «Τήν ὡραιότητα τῆς Παρθενίας σου» ἡ γριαΠαντέλαινα μᾶς κοίταξε γαληνεμένη.
 -Τήν εὐχή τῆς Παναγιᾶς νά ᾿χετε! εἶπε μόνο, κι ἦταν ἐκείνη τήν ὥρα τόσο γλυκό τό πρόσωπό της πού ἀπόρησα πῶς ἦταν δυνατόν νά τή φοβᾶμαι.
 Ὕστερα ἡ μάνα μου ἔβαλε νερό νά βράσει καί μένα μ᾿ ἔστειλε στό σπίτι μέ τίς εἴκοσι κυπριακές λίρες στήν τσέπη, ἀφοῦ ἡ γριά ἐπέμενε σώνει καί καλά νά τίς πάρω. Ἄργησε νά γυρίσει ἡ μάνα μου κι ἐγώ ᾿ξιστόρησα στόν πατέρα μου καί στ᾿ ἀδέρφια μου τό τί κάναμε μέ τό νί καί μέ τό σίγμα. Ὅταν πολύ ἀργότερα γύρισε κι ἐκείνη, μᾶς εἶπε πώς τήν ἔλουσε καί πώς τῆς συμμάζεψε, ὅσο ἦταν δυνατόν, τό σπίτι.
 Κοιμήθηκα ἐκεῖνο τό βράδυ χαρούμενος γιά τή χαρά πού δώσαμε στή γριαΠαντέλαινα, μά καί γιά τή μικρή περιουσία πού φούσκωνε τήν τσέπη τοῦ παντελονιοῦ μου. Ξύπνησα εὐδιάθετος καί πῆγα στό σχολεῖο. Ὅλα τά παιδιά εἶχαν ἀντιληφθεῖ τήν ἀπουσία μου ἀπό τήν ἐκκλησία καί μ᾿ ἀπορία μέ ρωτοῦσαν. Μά ἐγώ δέν εἶπα τό μυστικό μου. Μονάχα τούς εἶπα πώς ἤμουν σέ μιά δουλειά μέ τή μάνα μου.
 Σάν σχόλασα, ἔτρεξα γιά νά περάσω πρῶτος ἀπό τό ξεπόρτι τῆς γριᾶς Παντέλαινας καί νά τή χαιρετήσω. Τό ξεπόρτι ἦταν ἀνοιχτό καί μέσα ἦταν κόσμος. Κάπου ἀνάμεσα εἶδα τή μάνα μου. Μέ εἶδε καί ἦρθε κοντά μου.
 -Ἡ γριά ἔφυγε, μοῦ εἶπε καί τά μάτια της γέμισαν δάκρυα.
 Ἔφυγε; Καί ποῦ πῆγε; ρώτησα δίχως νά καταλαβαίνω.
 -Κοντά στήν Παναγιά, μοῦ εἶπε. Πῆγε νά τῆς πεῖ ἀπό κοντά τά «χαῖρε»!
 Πᾶνε πάνω ἀπό τριάντα χρόνια πού ἔφυγα δακρυσμένος ἀπό ἐκεῖνο τό ἔρμο ξεπόρτι, μά κάθε πού ᾿ρχονται οἱ τελευταῖοι Χαιρετισμοί ἡ σκέψη μου πετάει ἐκεῖ. Καί καθώς τά ψελλίζω ἕναἕνα τά «χαῖρε», παρακαλῶ τήν Παναγιά καί γιά ὅλες τίς γριές Παντέλαινες πού, παντέρημες, ἄλλη ἀπαντοχή δέν ἔχουν παρά μόνο τή δική της παρηγοριά καί τή δική μας ἐλάχιστη ἀνθρώπινη εὐαισθησία.
 

Ἑ. Β.