Super User

Super User

Πέμπτη, 31 Δεκέμβριος 2015 02:00

Χρόνος καί αἰωνιότητα

xronos aivniotitaὉ ἱερός Αὐγουστῖνος δέν ἦταν ἕνας ἁπλός διανοούμενος· ἦταν ἀγωνιστής τοῦ πνεύματος, ἐρευνητής τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Στά τελευταῖα βιβλία τῶν «Ἐξομολογήσεών» του παλεύει κυριολεκτικά νά ἑρμηνεύσει τήν ἀρχή τῆς Γενέσεως, γιά νά κατανοήσει τή σοφία καί τήν ἀγάπη τοῦ θείου Δημιουργοῦ. Στήν ἔρευνά του προσκρούει σ’ ἕνα μεγάλο θέμα: Τί εἶναι ὁ χρόνος; Ποιά ἡ σχέση του πρός τόν Δημιουργό καί τήν δημιουργία; Πῶς ἐννοεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν χρόνο καί πῶς ἐννοεῖται αὐτός στήν πορεία τοῦ χρόνου; Στό 11ο βιβλίο τῶν «Ἐξομολογήσεων» περιέχεται μία θαυμάσια ἀνάλυση τοῦ χρόνου, μοναδική στήν παγκόσμια φιλοσοφία. Βέβαια ἀνάλυση τῆς ἐννοίας τοῦ χρόνου μᾶς ἄφησε καί ὁ Ἀριστοτέλης στό τέταρτο βιβλίο τῶν «Φυσικῶν» του, ἀλλά καί ἡ κατεύθυνση τῆς σκέψεως καί οἱ συλλογισμοί εἶναι διαφορετικοί. Ἀπό ψυχολογικῆς πλευρᾶς συγκρινόμενος ὁ Ἀριστοτέλης μέ τόν Αὐγουστῖνο δέν μπορεῖ νά φτάσει τό ὕψος του καί νά προσεγγίσει τό βάθος του.
 «Τί εἶναι, λοιπόν, χρόνος; ρωτᾶ ὁ Αὐγουστῖνος. – Ποιός θά ἦταν ἱκανός νά τόν ἑρμηνεύσει εὔκολα καί σύντομα;». Στήν ἐρώτηση αὐτή ἀπαντᾶ: «Τόν γνωρίζω, ἀλλ’ ἄν θελήσω νά τόν ἑρμηνεύσω σ' αὐτόν πού μέ ρωτᾶ, τόν ἀγνοῶ». Ἐάν δέν παρερχόταν τίποτε, δέν θά ὑπῆρχε παρελθόν, ὅπως δέν θά ὑπῆρχε μέλλον, ἐάν δέν ἐπερχόταν τίποτε. Ἄν πάλι ὑπῆρχε πάντοτε τό παρόν, δέν θά ὑπῆρχε χρόνος, ἀλλά αἰωνιότης. Ἀλλά καί ἡ καταμέτρηση τοῦ χρόνου εἶναι κάτι τό σχετικό καί ἐπιτυγχάνεται μέ τή σύγκριση. «Μπορεῖ κανείς νά μετρήσει κάτι πού δέν ὑφίσταται; Ἑπομένως μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε καί νά μετρήσουμε τόν χρόνον, ἐφ’ ὅσον παρέρχεται, ἀλλά ὅταν ἤδη παρῆλθε δέν εἶναι δυνατόν νά τό κάνουμε πλέον. Ἀλλά μήπως μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ κανείς ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς χρόνοι; Τό μόνο πού πραγματικά ὑπάρχει εἶναι τό παρόν. Τό μέλλον, ἐφ’ ὅσον γίνεται παρόν, ἐξέρχεται ἀπό κάποιο κρυμμένο τόπο, καί τό παρόν, ἐφ’ ὅσον γίνεται παρελθόν, ἐξαφανίζεται ἐκ νέου σέ κάποιο σκοτεινό κρησφύγετο». Ὥστε τό παρελθόν καί τό μέλλον ὑφίστανται. Καί ὅμως ὑπάρχει καί τό παρελθόν καί τό μέλλον στή σκέψη μας καί συνδέονται μέ γεγονότα. Ὑπάρχει καί τό μέλλον; Ναί. «Σ' αὐτό τό σημεῖο ἐμφιλοχωρεῖ ἕνα μυστήριο, πού ὑπερβαίνει τήν δύναμη τῶν ὀφθαλμῶν μου. Ἀδυνατῶ νά τό πλησιάσω μέ τίς δυνάμεις τῆς διανοίας μου, ἀλλά θά μπορέσω νά τό κατορθώσω μέ τήν βοήθειάν Σου, ἐάν μοῦ δώσεις τήν δύναμη, Σύ, γλυκύ φῶς τῶν πνευματικῶν μου ὀφθαλμῶν. Ὅ,τι εἶναι τώρα φανερόν καί σαφές σέ μένα εἶναι τό ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε τό μέλλον, οὔτε τό παρελθόν, οὔτε εἶναι ὀρθό νά λέμε ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς χρόνοι, τό παρόν τῶν παρελθόντων, τό παρόν τῶν παρόντων καί τό παρόν τῶν μελλόντων. Διότι τά τρία αὐτά βρίσκονται στό πνεῦμα καί δέν βλέπω ποῦ ἀλλοῦ θά ἦταν δυνατόν νά ὑπάρχουν. Τό παρόν τῶν παρελθόντων βρίσκεται στή μνήμη, τό παρόν τῶν παρόντων εἶναι ἡ ἐνόραση, τό δέ παρόν τῶν μελλόντων ἡ πρόβλεψη. Ἐάν μοῦ ἐπιτρέπεται νά μιλήσω μέ τόν τρόπον αὐτόν, θά πῶ ὅτι βλέπω τρεῖς χρόνους καί θά ὁμολογήσω ὅτι πράγματι εἶναι τρεῖς».
 Ἀλλά καί πάλι ὁ ἱερός πατήρ αἰσθάνεται ἀδυναμία νά ἐμβαθύνει περισσότερο στό θέμα τοῦ χρόνου. Στό σημεῖο αὐτό, ὅπως συχνά συνηθίζει, στρέφεται μέ ἐναγώνια σκέψη καί ὁλόθερμη ἀπό ἀγάπη καρδιά στόν Θεό καί ζητᾶ ἀπό αὐτόν τή λύση τοῦ βαθυτάτου προβλήματος. Ἀξίζει νά παραθέσουμε τή συνομολία του αὐτή μέ τόν Θεό:
 «Τό πνεῦμα μου διακαίεται ἀπό τόν πόθο νά διευκρινίσει τό τόσο πολύπλοκο αὐτό αἴνιγμα. Μή θελήσεις, Πάτερ ἀγαθέ, ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ Σου, Σέ ἱκετεύω. Μή θελήσεις ν’ ἀποκρύψεις στόν πόθο μου τά μυστήρια αὐτά, τά συγχρόνως τόσο οἰκεῖα καί τόσο σκοτεινά, γιά νά μπορέσω νά διεισδύσω ἐντός αὐτῶν, ὥστε νά μοῦ ἀποκαλυφθοῦν μέσα στό φῶς τῆς εὐσπλαγχνίας Σου, Κύριε! Ποιόν μπορῶ νά συμβουλευθῶ γι’ αὐτά; Καί σέ ποιόν θά ἐξομολογηθῶ τήν ἄγνοιά μου, ἐάν ὄχι σέ Σένα, στόν ὁποῖον εἶναι φορτικός ὁ ζῆλος μου, πού μέ πυρπολεῖ γιά τίς Γραφές Σου; Δῶσε μου ὅ,τι ἀγαπῶ, διότι ἀγαπῶ, Σύ δέ μέ ἔκανες νά ἀγαπῶ. Δῶσε μου, Πατέρα, Σύ πού γνωρίζεις «δόματα ἀγαθά διδόναι τοῖς τέκνοις Σου». Δῶσε μου ὅ,τι ἄρχισα ἤδη νά γνωρίζω καί τό ὁποῖο θά ἦταν κόπος ἐναντίον μου, ἄν δέν τό ἀπεκάλυπτες σέ μένα. Ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, Σέ ἱκετεύω. Ἐν ὀνόματι τοῦ ἁγίου αὐτοῦ τῶν ἁγίων, εὐδόκησον, ὅπως οὐδείς με συσκοτίσει. «Ἐπίστευσα, διό ἐλάλησα». Αὐτή εἶναι ἡ ἐλπίς μου, ζῶ μέ τήν ἐλπίδα «τοῦ θεωρεῖν με τήν τερπνότητα Κυρίου».
 Σ’ αὐτή τήν ἔρευνα καί ἐμβάθυνση ὁ Αὐγουστῖνος κουράζεται πολύ. Ἔρχονται στιγμές πού παραλύουν οἱ δυνάμεις του. Γονατιστός ἀπευθύνεται πότε πρός τόν Θεό καί ζητεῖ τή βοήθειά του, πότε πρός τήν ψυχή του, γιά νά τῆς δώσει κουράγιο: «Πρέπει νά ἐπιμείνεις, ὦ ψυχή μου, νά προσέξεις περισσότερο. "Ὁ Θεός βοηθός ἡμῶν", "αὐτός ἐποίησεν ἡμᾶς καί οὐχ ἡμεῖς". Στρέψε, ὅπου γλυκοχαράζει τῆς ἀληθείας τό φῶς!». Καί πιό κάτω μᾶς δίνει θαυμάσια συμπεράσματα πού κανένας ἀπό τούς φιλοσόφους δέν μπόρεσε νά πλησιάσει. «Τόν χρόνο μετρῶ ἐντός σου, ὦ ψυχή μου. Μή θελήσεις νά παρασυρθεῖς ἀπό τόν ψίθυρο τῶν θορυβωδῶν ἐπινοήσεών σου. Ἐντός σου, εἶπα, μετρῶ τήν ἐντύπωση, τήν ὁποία τά πράγματα, ὅταν παρέρχονται, ἀφήνουν σέ σένα, ἡ ὁποία καί ἀπομένει, ὅταν αὐτά παρέλθουν. Μετρῶ τήν ἐντύπωση αὐτή, πού μένει παροῦσα, καί ὄχι τά πράγματα, τά ὁποῖα τήν παρήγαγαν καί ἐξηφανίστηκαν. Αὐτήν τήν ἐντύπωση μετρῶ, ὅταν μετρῶ τόν χρόνο. Ἄρα αὐτή εἶναι ὁ χρόνος, τόν ὁποῖον μετρῶ· ἄλλως δέν μετρῶ κανένα χρόνο. Ὅταν δέ μετροῦμε τήν σιωπή καί λέμε «ἡ σιωπή αὐτή διήρκεσε τόσο χρόνο, ὅσο καί ὁ ἦχος ἐκεῖνος», τό πνεῦμα μας δέν ζητεῖ νά μετρήσει τόν μή ὑπάρχοντα πλέον ἦχο, σάν νά ἐξακολουθοῦσε ἀκόμα νά ἠχεῖ, μέ τόν σκοπό νά καθορίσουμε διά τῆς συγκρίσεως τά διαστήματα τῆς σιωπῆς, ἐφ’ ὅσον αὐτή ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει; Διότι, καί ὅταν ἀκόμη δέν ὑπάρχουν παρά μόνο οἱ ἦχοι λέξεων, δέν ἀναπαράγουμε στόν νοῦ μας ἄσματα, στίχους καί λέξεις ὁποιεσδήποτε καί τέλος μέτρα παντοειδῆ καί κινήσεις. Τήν ἀμοιβαία δέ σχέση τῶν χρονικῶν αὐτῶν διαστημάτων καθορίζουμε μέ ἀκρίβεια, σάν νά ἦσαν ἦχοι πραγματικοί».
 Ἐκτός ἀπό τίς παραπάνω σκέψεις πού ἀντλήσαμε ἀπό τό ἑνδέκατο βιβλίο τῶν «Ἐξομολογήσεων», καί σέ ἄλλα ἔργα του μιλᾶ ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος γιά τόν χρόνο. Ἡ μελέτη του αὐτή, ὅπως γράφει ὁ Κ. Γεωργούλης, «ἀνεγνωρίσθη ὡς λαμπροτάτη συμβολή διά τήν διερεύνησιν τοῦ μεγάλου αὐτοῦ προβλήματος». Ἀλλά καί κάτι βαθύτερο καί σπουδαιότερο στηρίζεται θεολογικά στήν ἀνάλυση αὐτή: Ἀπό τήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ στήν χρονικότητα τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπό αὐτήν στήν αἰωνιότητα τοῦ μέλλοντος ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος στήν μακαριότητα τοῦ Θεοῦ καί τῆς βασιλείας του θά ἐξέλθει ἀπό τά ὅρια τοῦ χρόνου καί θά εἰσέλθει στήν αἰωνιότητα τοῦ Θεοῦ.

 Εἰρήνη Πάνου
 Φιλόλογος - θεολόγος

Τρίτη, 25 Αύγουστος 2020 03:00

Γράμμα σ' ἕναν γιατρό

gramma-segiatroΠοῦ νά σέ βρίσκει ἄραγε αὐτή μου ἡ ἐπιστολή; Τούτη ἡ μεμβράνη εἶναι γραμμένη ἀπ’ τά γεροντικά, ἰσχνά πιά χέρια μου. Μελέτησέ την μέ προσοχή καί ἐπιμέλεια, μιά καί εἶναι «ἀνίκητος ἡ προθυμία μου διδάσκειν τι χρήσιμο». Στηριγμός καί παρηγοριά μου θέλω νά ’σαι, ἀγαπημένο μου παιδί! Γέροντας εἶμαι πιά «πυρετοί τό σῶμα κατεδαπάνησαν», ὥστε νά μή διαφέρω ἀπό ἕναν ἱστό ἀράχνης.
 Μ’ ἐνδιαφέρει, ἰατρέ μου, τόν ἄρρωστο θεραπεύοντας, ἀπό τή μιά ν’ ἀντικρύζεις τό «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ κι ἀπό τήν ἄλλη ἀνεπηρέαστα νά πλησιάζεις τόν πόνο καί μ’ ἐπιμέλεια νά τόν θεραπεύεις. «Ἐν πραΰτητι παιδεύειν τούς ἀντιδιατιθεμένους». Ταπεινά καί ἁπλά νά πλησιάζεις τόν ἀσθενῆ σου, διότι ὅσοι ὑπηρετοῦν τήν ἰατρική ὀφείλουν νά ἐργάζονται «μή μεθ’ ἡδονῆς πρός χρήματα βλέποντας καί περί τήν δόξαν».
 Μήπως ὅλα τοῦτα σέ φιλοσοφικό βιβλίο τά συνάντησα καί τ’ ἀναφέρω; Νύχτα μέρα περπατῶ στούς δρόμους τῆς Βασιλειάδας ἀνάμεσα σέ πονεμένους καί λεπρούς καί κουρασμένους. Τό πρῶτο φάρμακό μου εἶναι γιά τή «φλεγμονή» τῆς ψυχῆς τους. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι «κάμνουσα... ψυχή ἐγγίζει Θεῷ».Ἔπειτα ζητῶ νά δείξω στόν ἄρρωστο «τῆς νόσου τό μέγεθος», ὥστε κι ὁ ἴδιος νά φροντίσει νά συνεργαστεῖ ὅσο πιό καλά μπορεῖ.
 Στέκομαι κι ὁ ἴδιος προσωπικά «ἐπιτηρῶν τοῖς πᾶσιν». «Ἐπί λοιμικῶν νοσημάτων» ἀσφαλισμένος «τοῖς προφυλακτικοῖς βοηθήμασι», μά χωρίς φόβο καί ἄπωση. Θέλω ν’ ἀγγίζω τόν πάσχοντα καί στήν ψυχή μά καί στό σῶμα. Μά ... «ὅταν πᾶσα ἐλπίς ἀνακουφίσεως ἔχει ἀποκλεισθῇ», τότε «μεμνῆσθαι Θεοῦ καί τῶν ἐκεῖθεν ἐλπίδων» καί γίνεται ἡ ἐπιστήμη προσευχή καί ἡ προσευχή ἐπιστήμη.
  Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, Μελέτιε ἰατρέ μου, εἶναι ἀπό τήν πρόνοια τοῦ γιατροῦ. Παρ’ ὄλα αὐτά ζητῶ τή συμβουλή σου γιά τούς «λάβρους πυρετούς» μου, μήπως ὑποκύψω τελικά «ὑπό τοῦ κακοῦ τοῦ τοῖς σπλάχνοις ἐνιδρυμένου». Θά ἤθελα νά σέ εἶχα κοντά –φροντίδα καί ἀσφάλεια μές στό χειμώνα- μά καί συνεργό στό δύσβατό μου ἔργο.
 Πάνω ἀπ’ ὅλα ζητῶ τό χέρι τοῦ Θεοῦ μου «καρτερῶς φέρειν» ἀπό τή μιά τοῦ σώματος τήν ἀδυναμία κι ἀπό τήν ἄλλη τό βαρύ φορτίο τῆς Ἐκκλησίας. Ἱκετεύω τόν Θεό καί τούς ἁγίους του νά μοῦ χαρίσουν τό «σύν αὐτοῖς αὐλίζεσθαι» μές στόν Παράδεισό του.

Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολή πρός ἀρχίατρον Μελέτιον,
ΕΠΕ 2,296.
 Ἀπόδοση Εὐγ. Χατζηιωαννίδου

 den-arkeiΠροσμένοντας τόν ἄρχοντα
 Σήμερα ἔχουμε λαμπρό πανηγύρι κι εἶναι πιό χαρούμενη ἀπό τό συνηθισμένο ἡ σύναξή μας. Ποιά λοιπόν εἶναι ἡ αἰτία; Τῆς νηστείας εἶναι αὐτό τό κατόρθωμα. Τό ξέρω κι ἐγώ· τῆς νηστείας, πού δέν εἶναι παροῦσα, ἀλλά τήν περιμένουμε. Ἐκείνη, λοιπόν, μᾶς συγκέντρωσε στό πατρικό σπίτι· ἐκείνη καί κείνους πού προηγουμένως ἦταν πιό ράθυμοι, σήμερα τούς ἔφερε καί πάλι στά χέρια τῆς μητέρας. Κι ἄν μόνο πού τήν περιμένουμε μᾶς ἔφερε τόση ἐγρήγορση, ὅταν θά φανεῖ καί θά φθάσει, πόση εὐλάβεια θά δημιουργήσει μέσα μας! Ἔτσι καί μιά πόλη, ὅταν πρόκειται νά μπεῖ σ’ αὐτήν κάποιος φοβερός ἄρχοντας, ἀφήνει κάθε ραθυμία καί γίνεται πολύ βιαστική. Ἀλλά μή φοβηθεῖτε πού ἀκούσατε ὅτι ἡ νηστεία εἶναι φοβερός ἄρχοντας. Γιατί δέν εἶναι γιά μᾶς φοβερή, ἀλλά γιά τή φύση τῶν δαιμόνων. Ἄν κάποιος εἶναι σεληνιαζόμενος, δεῖξε του τό πρόσωπο τῆς νηστείας. Θά μείνει πιό ἀκίνητος κι ἀπ’ αὐτές τίς πέτρες, γιατί θά παγώσει ἀπό τόν φόβο του καί θά ‘ναι σάν δεμένος μέ κάποιο δεσμό, ἰδιαίτερα δέ ὅταν δεῖ νά συνδέεται μέ τή νηστεία ἡ ἀδελφή καί ὁμόζυγος τῆς νηστείας, ἡ προσευχή. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός λέει· τό γένος αὐτό δέν βγαίνει παρά μέ προσευχή καί νηστεία. Ὅταν, λοιπόν, ἔτσι διώχνει τούς ἐχθρούς τῆς σωτηρίας μας κι εἶναι τόσο φοβερή στούς ἐχθρούς τῆς ζωῆς μας, πρέπει νά τήν ἀγαποῦμε καί νά τή δεχόμαστε καί ὄχι νά τή φοβόμαστε.
Φίλη καί εὐεργέτις
 Ἄν χρειάζεται φόβος, τή μέθη καί τήν πολυφαγία πρέπει νά φοβόμαστε, ὄχι τή νηστεία. Γιατί ἐκείνη δένοντάς μας τά χέρια πίσω, μᾶς παραδίδει δούλους καί αἰχμάλωτους στήν τυραννία τῶν παθῶν, σάν σέ κάποια φοβερή κυρία. Ἀντίθετα ἡ νηστεία, ἐνῶ μᾶς βρίσκει δούλους καί δεμένους, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν τυραννία καί μᾶς ἐπαναφέρει στήν πρώτη ἐλευθερία. Ὅταν, λοιπόν, καί ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας πολεμεῖ καί ἀπό τή δουλεία μᾶς ἀπαλλάσσει καί στήν ἐλευθερία μᾶς ἐπαναφέρει, ποιά ἄλλη μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς φιλίας της πρός τό γένος μας ζητᾶς; Ἡ πιό μεγάλη ἀπόδειξη φιλίας θεωρεῖται ὅτι εἶναι τό νά ἀγαπᾶ καί νά μισεῖ κάποιος τούς ἴδιους μ’ ἐμᾶς. Θέλεις νά μάθεις πόσο στολίδι γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ νηστεία, πόση πειριφρούρηση καί ἀσφάλεια παρέχει; Σκέψου τό μακάριο καί θαυμαστό γένος τῶν μοναχῶν. Αὐτοί πού διέφυγαν τούς σύγχρονους θορύβους κι ἔτρεξαν πάνω πρός τίς κορυφές τῶν βουνῶν κι ἔστησαν τίς καλύβες τους στήν ἡσυχία τῆς ἐρημιᾶς, σάν σέ κάποιο φιλόξενο λιμάνι, πῆραν αὐτήν σάν συνέμπορο καί συγκοινωνό ὅλης τῆς ζωῆς. Καί ἀγγέλους, λοιπόν, ἀπό ἀνθρώπους, τούς ἔκανε. Καί ὄχι μόνον ἐκείνους, ἀλλά καί στίς πόλεις ὅσους βρεῖ νά τήν προτιμοῦν τούς ἀνεβάζει σ’ αὐτό τό ὕψος τῆς φιλοσοφίας.
Ὅπλο ἀπαραίτητο
 Καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, οἱ πύργοι τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἄν καί θεωροῦνταν ἀπό τούς ἄλλους λαμπροί καί μεγάλοι καί εἶχαν πολλή παρρησία, ὅταν ἤθελαν νά πλησιάσουν καί νά μιλήσουν στόν Θεό, ὅπως μποροῦσε ἄνθρωπος, σ’ αὐτήν κατέφυγαν καί μέ τά δικά της χέρια ἔκαναν προσφορά σ’ αὐτόν. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἀπ’ τήν ἀρχή, ὅταν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, ἀμέσως τόν ἔφερε καί τόν ἐμπιστεύτηκε στά χέρια τῆς νηστείας, σάν σέ φιλόστοργη μητέρα καί ἄριστη δασκάλα, βάζοντας στά δικά της χέρια τή σωτηρία ἐκείνου. Γιατί τό «ἀπό παντός ξύλου τοῦ παραδείσου βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν οὐ φάγεσθε» εἶναι ἕνα εἶδος νηστείας.
 Κι ἄν στόν παράδεισο ἦταν ἀναγκαία ἡ νηστεία, εἶναι πολύ περισσότερο ἔξω ἀπό τόν παράδεισο. Ἄν πρίν πληγωθοῦμε ἦταν χρήσιμο τό φάρμακο, εἶναι πολύ περισσότερο μετά τό πλήγωμα. Ἄν μᾶς ἦταν κατάλληλο ὅπλο ὅταν ἀκόμη δέν εἶχε ξεσηκωθεῖ ὁ πόλεμος τῶν ἐπιθυμιῶν, εἶναι πολύ περισσότερο ἀναγκαία ἡ συμμαχία τῆς νηστείας μετά ἀπό τήν τόσο μεγάλη μάχη, τήν ὁποία κινοῦν οἱ ἐπιθυμίες, οἱ δαίμονες. Ἄν ἄκουγε αὐτή τή φωνή ὁ Ἀδάμ, δέν θά ἄκουγε τή δεύτερη, πού ἔλεγε: «Γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ». Ἀλλά ἐπειδή παρήκουσε αὐτήν, γι’ αὐτό ὑπάρχει θάνατος καί φροντίδες καί κόποι καί ἀθυμίες καί ζωή μικρότερη κι ἀπό τόν θάνατο. Γι’ αὐτό ἀγκάθια καί τριβόλια, γι’ αὐτό κόποι καί πόνοι καί ζωή γεμάτη μόχθους…
Νηστεία παθῶν
 Γι’ αὐτό εἶναι ἡ νηστεία καί ἡ τεσσαρακοστή καί οἱ συνάξεις καί οἱ ἀκροάσεις καί οἱ προσευχές καί οἱ διδασκαλίες τόσων πολλῶν ἡμερῶν, ὥστε μέ κάθε τρόπο τά ἁμαρτήματα, πού ὅλο τό χρόνο κόλλησαν πάνω μας νά τά καθαρίσουμε μ’ αὐτή τή σπουδή τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν κι ἔτσι μέ παρρησία πνευματική καί μέ εὐλάβεια νά μετέχουμε στήν ἀναίμακτη ἐκείνη θυσία. Γιατί, ἄν δέν συμβεῖ αὐτό, ἄδικα, στά χαμένα καί ἐντελῶς ἀνώφελα ὑπομείναμε τόν τόσο μεγάλο κόπο. Καθένας, λοιπόν, ἄς ἀναλογισθεῖ μόνος του ποιό ἐλάττωμα διόρθωσε, ποιό κατόρθωμα ἀπέκτησε ἐπιπλέον, ποιά ἁμαρτία ἀπέβαλε, ποιά κηλίδα ξέπλυνε, σέ τί ἔγινε καλύτερος. Κι ἄν μέν βρεῖ ὅτι μέ τή νηστεία ἀπέκτησε κάτι παραπάνω γι’ αὐτό τό ὡραῖο ἐμπόριο, καί δεῖ ὅτι πολύ φρόντισε γιά τά τραύματά του, ἄς προσέλθει. Ἄν ὅμως ἔμεινε ἀμελής κι ἔχει μόνο τή νηστεία νά ἐπιδείξει ἐνῶ δέν κατόρθωσε τίποτε ἀπό τἀ ἄλλα, ἄς μείνει ἔξω καί τότε νά εἰσέλθει, ὅταν θά καθαρίσει ὅλα τά ἁμαρτήματα.
 Κανείς νά μή στηρίζεται μόνο στή νηστεία, ἄν ἔμεινε ἀδιόρθωτος στά κακά. Γιατί ἐκεῖνος μέν πού δέν νηστεύει εἶναι φυσικό καί νά βρεῖ συγχώρηση, ἄν προβάλλει τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος. Ἐκεῖνος ὅμως πού δέν διόρθωσε τά σφάλματά του, εἶναι ἀδύνατο νά βρεῖ ἀπολογία. Δέν νήστευσες, γιά τήν ἀσθένεια τῆς σαρκός. Μέ τούς ἐχθρούς σου γιατί δέν συμφιλιώθηκες; Πές μου. Μήπως κι ἐδῶ μπορεῖς νά προβάλεις τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος; Ἄν πάλι ἐπιμένεις νά ἔχεις κακία καί φθόνο, ποιά ἀπολογία θά ἔχεις; Πές μου. Γιατί, γι’ αὐτά τά ἐλαττώματα δέν μπορεῖς καθόλου νά καταφύγεις σέ ἀσθένεια σώματος.

Ἰωάννου Χρυσοστόμου
Ἀπό τούς λόγους εἰς τούς ἀνδριάντας
PG 49,197-198.305-308

Σάββατο, 31 Μάρτιος 2018 03:00

Ἔπαθεν ὑπέρ ἡμῶν

12Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἔπαθε ποικιλοτρόπως γιά τή σωτηρία σου.
 Ἔπαθε κατά τά ὑπάρχοντα: γεννήθηκε φτωχικά μέσα σ᾿ ἕνα σπήλαιο. Κατά τήν ἐπίγεια ζωή του δέν εἶχε «ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ» (Μθ 8,20). Πέθανε στήν ἔσχατη φτώχεια, χωρίς νά ὁρίζει τόπο δικό του γιά ἐνταφιασμό.
 Ἔπαθε κατά τήν τιμή: Ὑπέμεινε βαρύτατες συκοφαντίες. Πέρασε μιά ζωή γεμάτη καταφρόνια καί τή σφράγισε μέ τόν πιό ἀτιμωτικό θάνατο· «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φι 2,8).
 Ἔπαθε κατά τό σῶμα: Ὑπέφερε πόνους φοβερούς, φρικτά βασανιστήρια ἀπό σκληρούς δημίους. Ἀπ᾿ ὅλες του τίς φλέβες, θαρρῶ, ἔτρεξε ἄφθονο τό αἷμα του στή γῆ τῶν ἀνθρώπων.
 Ἔπαθε κατά τήν ψυχή: Δοκίμασε τόσο μεγάλη λύπη καί ἀγωνία, πού μόνη της θά ἦταν ἀρκετή, ὥστε νά τόν θανατώσει· «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου» (Μθ 26,38).
 Βυθίστηκε ὁ Κύριος σ᾿ ἕνα πέλαγος βασάνων, γιά νά σβήσει ἐκεῖνες τίς φλόγες τῆς κόλασης, πού ἐσύ ἄναψες μέ τίς ἁμαρτίες σου. Αὐτόν τόν τρόπο οἰκονόμησε, γιά νά σέ ἀνεβάσει λυτρωμένο στόν οὐρανό!
 

Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πνευματικά Γυμνάσματα,
 Μελέτη Α΄, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου, σ. 14
 Ἀπόδοση Β. Τ.

staurosΤίποτε πιό ἀταίριαστο καί πιό ξένο γιά ἕναν χριστιανό ἀπό τό νά ἐπιζητεῖ τήν ἄνεση καί τήν ἀνάπαυση. Κι ὅμως ὑπάρχουν μερικοί πού ἐμφανίζονται ὡς χριστιανοί, ἐνῶ ζοῦν μιά ἄνετη καί τρυφηλή ζωή. Οἱ ἀνέσεις καί οἱ ἀπολαύσεις εἶναι ἀντίθετες ἀπό τό σταυρό.
 Ὁ σταυρός εἶναι χαρακτηριστικό ἀγωνιζόμενης ψυχῆς, πού εἶναι διατεθειμένη νά πεθάνει καί δέν ζητᾶ καμία ἄνεση. Ὅσοι ἀναζητοῦν ἀπολαύσεις καί ἐπιδιώκουν ἀνέσεις πολιτεύονται ἐνάντια στό σταυρό. Ἀκόμη κι ἄν λένε ὅτι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐχθροί τοῦ σταυροῦ. Ἄν ἀγαποῦσαν τό σταυρό, θά προσπαθοῦσαν νά ζοῦν καί σταυρική ζωή. Δέν σταυρώθηκε ὁ Κύριός σου; Μιμήσου τον! Σταύρωσε τόν ἑαυτό σου, κι ἄν κανείς δέν σέ σταυρώνει· δέν ἐννοῶ νά αὐτοκτονήσεις (μή γένοιτο! αὐτό εἶναι ἀσέβεια), ἀλλά σταύρωσε τόν ἑαυτό σου, ὅπως ὁ Παῦλος πού ἔγραφε· «ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ».
 Ἄν ἀγαπᾶς, λοιπόν, τόν Δεσπότη σου, πέθανε κι ἐσύ μέ τόν δικό του θάνατο· μάθε πόση εἶναι ἡ δύναμη τοῦ σταυροῦ, πόσα κατόρθωσε καί πόσα κατορθώνει καί ἀσφαλίζει τή ζωή τοῦ πιστοῦ. Εἴτε βρισκόμαστε στό δρόμο εἴτε στό σπίτι ἤ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ ὁ σταυρός εἶναι μεγάλο ἀγαθό, σωτήριο ὅπλο, ἀκαταμάχητη ἀσπίδα, ἀντίπαλος τοῦ διαβόλου. Ὅταν ἀντιστρατεύεσαι σ᾿ αὐτόν τόν ἐχθρό, τότε βαστάζεις στ᾿ ἀλήθεια τόν σταυρό, ὄχι ἁπλῶς σημειώνοντάς τον πάνω σου σάν σφραγίδα, ἀλλά ζώντας τίς συνέπειες τοῦ σταυροῦ. Ὁ Χριστός ὀνόμασε, ὅπως ξέρεις, τά πάθη σταυρό, ὅταν εἶπε· «ἐάν μή τις ἄρῃ τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθήσῃ μοι», ἐάν, δηλαδή, ἐκεῖνος πού θά τόν ἀκολουθήσει δέν εἶναι ἕτοιμος γιά θάνατο.
 Ὅσοι ὅμως ἀγαποῦν τήν ἄνετη ζωή καί τήν καλοπέραση τοῦ σώματός τους καί ἐκεῖνοι πού ἀγωνιοῦν γιά τήν ἐξασφάλιση τῆς παρούσης ζωῆς καί γιά τήν κατάκτηση τῶν ἐπίγειων ἀπολαύσεων εἶναι ἐχθροί τοῦ σταυροῦ· τοῦ σταυροῦ, τόν ὁποῖο ὁ Παῦλος ἔχει γιά μοναδικό καύχημά του καί τόν ἐναγκαλίζεται καί ἐπείγεται νά κολλήσει πάνω του, γιά νά ἑνωθεῖ μέ τόν ἐσταυρωμένο Κύριό του.

Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Φιλιππησίους 13,1
ΕΠΕ 22,8-10
Ἀπόδοση κειμένου Β.Σ.

Πέμπτη, 03 Δεκέμβριος 2020 03:00

Καί τί πειράζει αὐτό;

  DarkἌν ἕνας ἄνθρωπος παραδώσει τούς λογισμούς του στό μεθύσι καί στή μανία τοῦ πάθους, πρέπει νά ἔχει πολύ γενναία ψυχή γιά νά ἀντισταθεῖ στήν πτώση.
 Εἶναι φοβερά τά πάθη. Φοβερά! Γι᾿ αὐτό σᾶς παρακαλῶ νά κάνουμε τό πᾶν, ὥστε ὅταν μᾶς ἐπιτίθενται νά βρίσκουν τίς εἰσόδους ὀχυρωμένες καλά. Ἀλίμονο ἄν κυριαρχήσουν μέσα μας! Προκαλοῦν τέτοια καταστροφή, ἀνάβουν τέτοια πυρκαγιά, ὅπως ἡ φωτιά στό δάσος.
 Καί ἄς μήν ξεγελᾶμε τούς ἑαυτούς μας μέ τήν ψυχρή καί ὑπολογιστική ἐκείνη σκέψη «καί τί πειράζει αὐτό;», «καί τί πειράζει ἐκεῖνο;». Διότι ἐδῶ ἔχουν τή ρίζα τους ὅλα τά κακά. Δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε ὅτι ὁ διάβολος δουλεύει μέ σύστημα: δέν ἀρχίζει νά βάλλει ἐναντίον μας μέ τά μεγαλύτερα ὅπλα του, ἀλλά μέ τά μικρότερα. Αὐτά πού θεωροῦμε ἐμεῖς ἀσήμαντα. Σκέψου:

     Δέν παρακίνησε τόν Κάιν στό φόνο τοῦ ἀδελφοῦ του ἀμέσως, διότι ἀσφαλῶς θά τόν τρόμαζε, δέν θά τόν ἔπειθε. Ἀλλά τί ἔκανε; Τόν ὤθησε πρῶτα νά προσφέρει στόν Θεό θυσία εὐτελῆ μέ τή σκέψη: «Μή σέ νοιάζει· δέν εἶναι τίποτε αὐτό». Ἔπειτα ἄναψε μέσα του τό φθόνο κατά τοῦ Ἄβελ λέγοντάς του πάλι: «Δέν ἁμαρτάνεις· ὅλα εἶναι ἐντάξει». Μέχρι πού στό τέλος τόν ὁδήγησε στό τρομερό βάραθρο τῆς δολοφονίας.
    Μήπως καί μέ τόν Ἰούδα τό ἴδιο δέν ἔγινε; Διότι, ἄν αὐτός δέν θεωροῦσε μικρό πράγμα τό νά κλέβει τά χρήματα τῶν φτωχῶν, δέν θά ἔφθανε στό σημεῖο νά προδώσει τόν Κύριο.

  Ἀλλά δές τί συμβαίνει καί μεταξύ μας:

    Βλέπεις κάποιον νά γελᾶ ἄκαιρα καί προκλητικά καί τοῦ ἐφιστᾶς τήν προσοχή. Ἐπεμβαίνει τότε ἕνας ἄλλος, τρίτος, καί δικαιώνει ἐκεῖνον πού γελοῦσε, ὑποστηρίζοντας ὅτι τό γέλιο του δέν ἦταν κάτι τό κακό: «Καί τί πειράζει;», σοῦ λέει, «δέν βλάπτει σέ τίποτε αὐτό». Κι ὅμως· ὁ ἀνόητος ἀστεϊσμός, ἡ βωμολοχία, ἡ αἰσχρολογία καί κατόπιν ἡ αἰσχρή πράξη ἀπό τέτοιο γέλιο γεννιοῦνται.
    Ἄλλος πάλι σχολιάζει καί κατηγορεῖ τόν συνάνθρωπό του. Ἄν προσπαθήσεις νά τόν σταματήσεις, θά σοῦ πεῖ: «Καί τί ἔγινε; Λόγια εἶναι». Κι ὅμως, αὐτά τά λόγια γεννοῦν μίσος ἀπύθμενο, ἔχθρα ἀδιάλλακτη καί προσβολές καί ὕβρεις πάμπολλες. Οἱ ἀντίδικοι φθάνουν στό σημεῖο νά χτυπηθοῦν ἤ καί στό φόνο ἀκόμη.

 Ἄς προσέξουμε, λοιπόν! Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή διακρίνεται ἐκ φύσεως ἀπό κάποια αἰδῶ, ντροπή· δέν ὑποχωρεῖ ἀμέσως στό κακό, ἀλλά λίγο-λίγο, σταδιακά. Καί ὑποχωρεῖ, ὅταν ἀμελεῖ. Ὅταν δέν φροντίζει νά ξεριζώνει τήν ἁμαρτία ἀπό τήν πρώτη της κιόλας ἐκδήλωση. Ἀδιαφοροῦμε γιά ἕνα ἁμάρτημα, ἐπειδή τό θεωροῦμε μικρό, καί κοιμόμαστε μακαρίως· κι ὅμως, ἄν αὐτό τό «μικρό» δέν ἀντιμετωπισθεῖ ἀμέσως, θά γίνει γρήγορα μεγάλο καί θά μᾶς καταστρέψει, θά μᾶς παρασύρει στόν ὄλεθρο. Ὄχι συνεπῶς στή σκέψη «καί τί πειράζει αὐτό;». Εἶναι ἀπάτη καί παγίδα τρομερή. Ἀντιθέτως, νά ἀγωνιζόμαστε πάντοτε νηφάλιοι, μέ ὄρεξη καί ἀνυποχώρητα γιά τήν εὐσέβεια· γιά τήν ἀρετή, πού κινδυνεύει ἀπό τή ραθυμία μας.

 Ἰω. Χρυσόστομος,
Εἰς Ματθαῖον 86,34, PG 58,766770.
Ἀπόδοση Ε.
   

Τετάρτη, 24 Δεκέμβριος 2014 02:00

Μαζί μέ τούς μάγους

metous magousΤόν πρόσμεναν μέ λαχτάρα. Μές στά σκότη τῆς εἰδωλολατρίας τους διατηροῦσαν πάντα μιάν ἀχτίδα ἐλπίδας, ὅτι θά στείλει ὁ Θεός τόν ἀναμενόμενο, τόν μέγα Βασιλέα, τόν Λυτρωτή. Μελετώντας τά ἄστρα πῆραν τό μήνυμα τῆς γέννησής του. Ἑτοίμασαν τά δῶρα τους καί κίνησαν γιά νά ᾿ρθουν νά τόν προσκυνήσουν. Οἱ μάγοι, οἱ σοφοί τῆς Ἀνατολῆς, δίνουν τό παράδειγμα σέ κάθε ψυχή πού ἀναζητᾶ τόν Λυτρωτή. Νά πῶς μελετᾶ τήν πορεία τους καί τήν προτείνει σέ μᾶς ὡς ὑπόδειγμα ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης:
 «Συλλογίσου, ἀγαπητέ, τό στρατί πού σέ διδάσκουν οἱ μάγοι γιά νά βρεῖς τόν Χριστό. Ξεκίνησαν μέ προθυμία. Συνέχισαν τήν ὁδοιπορία τους μέ σταθερότητα καί μεγαλοψυχία. Τήν ὁλοκλήρωσαν προσφέροντας τά μυστηριώδη δῶρα τους. Σκέψου τήν ἐξαιρετική προθυμία μέ τήν ὁποία αὐτοί οἱ τρεῖς βασιλιάδες ὑπήκουσαν στή φωνή τοῦ Θεοῦ, πού τούς μίλησε μέ ἕνα ἀστέρι. Πράγματι ἡ προθυμία τους ξεπερνᾶ κατά κάποιο τρόπο τήν προθυμία καί τήν ὑπακοή τοῦ Πατριάρχου Ἀβραάμ, στόν ὁποῖο ὁ ὕψιστος Θεός εἶχε μιλήσει ἄμεσα, μέ γλώσσα ξεκάθαρη καί ὄχι μέ ἀστέρι... Ἄφησαν παρευθύς πατρίδα καί σπίτια καί γυναῖκες καί παιδιά καί συγγενεῖς καί τήν περιουσία καί τήν ἐξουσία τους καί παραδόθηκαν σέ μία ὁδοιπορία ἄγνωστη, ἀσυνήθιστη, μακρά, κοπιαστική, γεμάτη κινδύνους, σέ ξένους τόπους. Καί τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὅλα αὐτά τά ὑπέμειναν γιά ἕνα τέλος ἀμφίβολο καί ἀβέβαιο...
 Σκέψου, ἀγαπητέ, πόσο μακριά βρίσκεσαι σύ ἀπό τό παράδειγμα τῶν μάγων. Ἀναρίθμητους φωτισμούς καί ἐλλάμψεις σοῦ ἔστειλε ὁ Θεός· πότε ἐσωτερικά, μέ τούς καλούς λογισμούς πού βάζει στήν καρδιά σου καί πότε ἐξωτερικά, μέ τίς ἅγιες Γραφές καί τά ἱερά βιβλία ἤ μέ τούς διδασκάλους καί πνευματικούς πατέρες μέ τούς ὁποίους συνομιλεῖς. Ἐσύ ὅμως δέν θέλησες νά ὁδηγηθεῖς ἀπό αὐτούς. Δέν θέλησες νά κάνεις ἕνα βῆμα γιά νά βρεῖς τόν Θεό, δηλαδή νά περπατήσεις στήν ὁδό τῶν ἐντολῶν του... Ὥς πότε, λοιπόν, θά περπατᾶς αὐτό τό δρόμο τῆς ἀπώλειας; Ἰδού, ἦλθε ὁ καιρός νά ἀρχίσεις τώρα· νά παραδώσεις τόν ἑαυτό σου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ...
 Ἔπειτα, οἱ μάγοι βρῆκαν στήν πορεία τους τόσα ἐμπόδια! Ὅλα τούς ἦρθαν ἀνάποδα μέσα στήν Ἰερουσαλήμ. Ἔλειψε τό ἀστέρι, πού τό εἶχαν παρηγοριά στήν ὁδοιπορία τους. Ταράχθηκε ὅλη ἡ πόλη μέ τήν εδηση πού ἔφεραν. Ὁ βασιλιάς Ἡρώδης, ἐχθρός θανάσιμος τοῦ νέου βασιλιᾶ, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε ἔξαλλος ἀπό τό θυμό. Οἱ μάγοι ὅμως δέν μικροψυχοῦν γιά ὅλα αὐτά. Οὔτε φοβοῦνται καθόλου πού αὐτοί εἶναι τόσο λίγοι καί βρίσκονται μέσα σ᾿ ἕνα ξένο βασίλειο. Τρέχουν καί ρωτοῦν τούς διδασκάλους γιά νά τούς ὁδηγήσουν αὐτοί. Πηγαίνουν στήν αὐλή ἑνός τυράννου ὑπερήφανου καί αἱμοβόρου· μέ τόλμη μεγάλη καί μεγαλοψυχία ζητοῦν νά μάθουν ποῦ γεννιέται ὁ νέος βασιλιάς. Ὤ τόλμη θαυμαστή! Ὤ μεγαλοψυχία οὐρανίων ἐπαίνων ἄξια!
 Καί σύ, ἀγαπητέ, μιά καί ἀποφάσισες νά εἶσαι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἑτοίμασε τόν ἑαυτό σου γιά νά δέχεσαι τούς πειρασμούς καί νά τούς ὑπομένεις μέ μεγάλη γενναιοψυχία... Μιμήσου τούς χαριτωμένους ἐκείνους μάγους καί μήν καθίσεις ν᾿ ἀκούσεις τά λόγια τοῦ πειρασμοῦ, μήν ἐμποδισθεῖς νά φέρεις εἰς πέρας τήν καλή σου ἀπόφαση.
 Συλλογίσου ἀκόμη τά δῶρα πού πρόσφεραν οἱ μάγοι στόν Χριστό, μόλις τόν βρῆκαν στήν «οἰκία» (Μθ 2,11). Δέν εἶδαν ἐκεῖ καμία ἑτοιμασία ἤ κανένα σημεῖο βασιλικό. Κι ὅμως ὁδηγούμενοι ἀπό τήν πίστη καί τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ γνώρισαν τόν Ἰησοῦ ὡς βασιλιά τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Τόν ἀναγνώρισαν ὡς λυτρωτή ὅλου τοῦ κόσμου καί γι᾿ αὐτό ἔπεσαν καί τόν προσκύνησαν. Τοῦ πρόσφεραν τά δῶρα τους καί μαζί μέ αὐτά ὑπέταξαν στόν νέο βασιλιά τό κάθε τι. Ὑπέταξαν σ᾿ αὐτόν ὅλο τό νοῦ καί τήν καρδιά μέ τήν πίστη. Ὑπέταξαν ὅλο τό σῶμα μέ τήν προσκύνηση. Ὑπέταξαν ὅλα τά ἐξωτερικά ἀγαθά μέ τό χρυσό, μέ τή σμύρνα καί μέ τό λιβάνι. Μ᾿ αὐτά τά τρία δείχνουν πώς προσφέρουν στόν νεογέννητο βασιλιά ἐπίγνωση, ὑπακοή καί ἀγάπη. Καί τούς δίνει ὁ Χριστός τρία χαρίσματα: ἀντί τοῦ χρυσοῦ λαμβάνουν τήν ἐλευθερία ἀπό τό πάθος τῆς φιλαργυρίας· ἀντί τοῦ λιβάνου τήν ἐλευθερία ἀπό τήν εἰδωλολατρία· ἀντί τῆς σμύρνας τήν ἐλευθερία ἀπό τή νέκρωση τοῦ θανάτου τοῦ ψυχικοῦ. Ὤ τί μεγάλη φιλοτιμία ἔδειξαν οἱ μάγοι!
 Πόσο μακάριος θά ἤσουν καί σύ, ἀδελφέ, ἄν ἤξερες νά ἀφιερώνεις στόν Κύριο, καθώς οἱ μάγοι, ὅ,τι ἔχεις σέ τοῦτο τόν κόσμο, τά ἐσωτερικά καί τά ἐξωτερικά ἀγαθά σου, τά ψυχικά καί τά σωματικά!
Πρόσφερε στόν Χριστό μιά καρδιά καί θέληση καθαρή σάν τό χρυσάφι· ἀπαλλαγμένη ἀπό κάθε κακή ἐπιθυμία, μέ πόθο γιά τά οὐράνια, μέ ζῆλο γιά τά πνευματικά· μιά καρδιά φλεγόμενη ὅλη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μέ ὅλα της τά θελήματα.
 Πρόσφερε δῶρο στόν Ἰησοῦ σάν τή σμύρνα τή νέκρωση τοῦ θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς σου. Ἀπομάκρυνε ἀπό τήν καρδιά σου κάθε ταραχή, ὀργή, θυμό, κάθε πικρία, μίσος καί κραυγή, κάθε λοιδορία.
 Κι ἄν εἶσαι πλούσιος, νά τοῦ προσφέρεις ἐπιπλέον καί τόν πλοῦτο καί τά ἀγαθά σου, διότι αὐτά εἶναι δῶρα δικά του. Σοῦ τά ἔδωσε ὄχι γιά νά τά ἔχεις μόνος καί νά τά ἀπολαμβάνεις σάν ἐκεῖνον τόν ἄφρονα πλούσιο τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά γιά νά τά διαχειρίζεσαι ὡς οἰκονόμος μοιράζοντάς τα σέ ὅσους τά ἔχουν ἀνάγκη».

 

Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης
(Ἐπιλογές ἀπό τό βιβλίο του
Πνευματικά Γυμνάσματα)

Ψηφιδωτό «Ταξίδι τῶν μάγων», 1315-1320 μ.Χ. Μονή τῆς Χώρας, Κων/πολη
   

Τρίτη, 13 Ιανουάριος 2015 02:00

Περί εἰρήνης

basiliosἩ εἰρήνη εἶναι τό οὐράνιο καί σωτήριο δῶρο τοῦ Χριστοῦ πού ἡ ἀνθρώπινη καρδιά τό ᾿χει ἀνάγκη γιά νά ζήσει. Δέν εἶναι μόνο ὠφέλιμο ἀλλά κι εὐχάριστο, ὅταν κατορθώσει ὁ γήινος ἄνθρωπος νά τό βιώσει.
(Μ. Βασίλειος)

 Ἄς μή βλέπουμε κι ἄς μή δίνουμε προσοχή σέ τίποτα ἄλλο ἐκτός ἀπό τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καί ὅσα ὁδηγοῦν σ᾿ αὐτή.
(Μ. Βασίλειος)

                                                   
agios-Grigorios Ὅσοι ἐπιδιώκουν τό ἀγαθό τῆς εἰρήνης κι ὅποιοι ἀπεχθάνονται καί ἐμποδίζουν ὅ,τι καταστρέφει τήν εἰρήνη, αὐτοί εἶναι τοῦ Θεοῦ καί βρίσκονται κοντά στή θέωση.
(Γρ. Θεολόγος)

                            

 

 

 

 

xrysostomosΔέν πρόκειται νά πάθουμε τίποτα, ἀκόμη κι ἄν μᾶς πολεμοῦν ὅλοι μαζί οἱ ἄνθρωποι, ἄν ἔχουμε εἰρήνη μέ τόν Θεό. Αὐτός, πού κατέχει τούτη τήν εἰρήνη, εἶναι σύμμαχος μέ τόν Θεό· καί τότε, ὄχι βάρβαρο, ὄχι ἐχθρό, ἀλλά οὔτε καί τόν διάβολο δέν φοβᾶται.
( Ἰω. Χρυσόστομος)


 
Μοιάζει νά ᾿ναι ἡ πιό τέλεια ἀπ᾿ ὅλες τίς εὐλογίες ἡ εἰρήνη πού ἔδωσε ὁ Κύριος ὡς φρουρό στίς καρδιές ὅσων εἶναι ἄξιοι νά ὀνομάζονται μαθητές του.
 (Μ. Βασίλειος)
                                                    
Ὅποιος ζητᾶ εἰρήνη, τόν Χριστό ἀναζητᾶ, διότι αὐτός εἶναι ἡ εἰρήνη.
(Μ. Βασίλειος)

Παρασκευή, 01 Αύγουστος 2014 03:00

Ἕνα πιάνο στό... αὐτἰ σας

pianoἼσως νά μήν ἔχετε καμία σχέση μέ τή μουσική καί τά μουσικά ὄργανα. Μπορεῖ νά μήν ἀγγίξατε ποτέ τά πλῆκτρα ἑνός πιάνου. Κι ὅμως καθημερινά ἀνά πᾶσα στιγμή μέσα στό σῶμα σας λειτουργεῖ ἕνα πιάνο τόσο πολύπλοκο ὅσο καί μικροσκοπικό. Τό καταπληκτικό αὐτό «πιανάκι» εἶναι τοποθετημένο καί προφυλαγμένο μέσα στό κρανίο μας, στόν κοχλία τοῦ αὐτιοῦ.
 Ὅταν χτυπήσουμε μιά νότα στό κανονικό πιάνο μιά ἀντίστοιχη να φαίνεται νά πάλλεται στό μικροσκοπικό πιανάκι τοῦ αὐτιοῦ μας. Μόλις χτυπήσουμε τό πλῆκτρο τῆς ἑπόμενης νότας κάποια ἄλλη να, στό βάθος τοῦ αὐτιοῦ, ἀρχίζει νά πάλλεται. Αὐτό σημαίνει πώς τό αὐτί εἶναι σέ θέση νά συλλάβει διαφορετικές ἠχοσυχνότητες. Ὑπολογίζεται πώς τό μουσικό ὄργανο τοῦ αὐτιοῦ διαθέτει γύρω στίς 32.000 προσαγωγές νες, ἐνῶ σ᾿ ἕνα πιάνο τά πλῆκτρα δέν ξεπερνοῦν τά 88.
 Γιά νά συγκεντρωθοῦν τά ἠχητικά κύματα καί νά φθάσουν μέχρι τόν κοχλία εἶναι ἀπαραίτητος κάποιος δέκτης πού θά τά συγκεντρώσει. Ὁ δέκτης αὐτός εἶναι τό πτερύγιο, στό ὁποῖο πηγαίνει αὐθόρμητα ὁ νοῦς μας μέ τή λέξη «αὐτί». Οἱ πτυχές καί οἱ διπλώσεις του βοηθοῦν στό νά συλλαμβάνονται περισσότερα ἠχητικά κύματα καί εὐκολότερα. Ἀπό κεῖ προχωροῦν μέσα σέ κάποιο διάδρομο, τόν ἔξω ἀκουστικό πόρο, καί χτυποῦν πάνω στόν τυμπανικό ὑμένα, μιά μεμβράνη πού τίθεται σέ παλμική κίνηση. Μέσῳ τοῦ λεμφικοῦ ὑγροῦ, πού ὑπάρχει στό ἐσωτερικό αὐτί, τά ἠχητικά κύματα φτάνουν στό κυριότερο τμῆμα τοῦ αὐτιοῦ, ὅπου λειτουργεῖ τό καταπληκτικό «πιανάκι» πού ἀναφέραμε στήν ἀρχή.
ear Τό ἑπόμενο βῆμα εἶναι νά ξεχωριστοῦν οἱ ἦχοι. Γιά τό σκοπό αὐτό λειτουργοῦν εἰδικές χορδές πού κάνουν καί τή λεπτότερη δουλειά. Τό μῆκος τους δέν εἶναι ὅμοιο. Οἱ μακριές χορδές εἶναι γιά νά ξεχωρίζουν τούς βαθεῖς ἤχους, οἱ μέτριες τούς βαρεῖς καί οἱ κοντές τούς ὀξεῖς. Ἄν ἔλειπαν οἱ ἀκουστικές χορδές, οἱ ἦχοι θά μεταδίδονταν στό ἀκουστικό νεῦρο μπερδεμένοι σάν μιά ἀκαθόριστη βοή.
 Τέλος ἐρεθίζονται οἱ ἀπολήξεις τοῦ ἀκουστικοῦ νεύρου, ὁ ἐρεθισμός μεταφέρεται στόν ἐγκέφαλο κι ἔτσι ἀπολαμβάνουμε τή μουσική καί ἀντιλαμβανόμαστε τά ἠχητικά μηνύματα τοῦ περιβάλλοντός μας.

Στή «νεκρή» αἴθουσα

 Ἡ κατασκευή τοῦ αὐτιοῦ μας εἶναι τόσο τέλεια, ὥστε αὐτό νά μπορεῖ νά συλλάβει πολύ ἁπαλούς ἤχους, κοντά στούς ὁποίους τό περπάτημα τῆς γάτας φαίνεται ἐκκωφαντικό. Γιατί, λοιπόν, δέν τούς ἀκοῦμε αὐτούς τούς ἤχους; Ἁπλούστατα, διότι καλύπτονται ἀπό ἄλλους ἤχους διάχυτους στό χῶρο πού μᾶς περιβάλλει. Ἄλλωστε τούς ἔχουμε συνηθίσει τόσο, πού δέν τούς δίνουμε προσοχή. Οἱ θόρυβοι τῆς κυκλοφορίας στήν πόλη, τό θρόισμα τῶν φύλλων, τά βήματα τῶν ἀνθρώπων δημιουργοῦν ἕνα ὑπέδαφος θορύβων πού συσκοτίζει τή διακριτική ἱκανότητα τοῦ αὐτιοῦ.
 Τό πείραμα πού ἔγινε στή λεγόμενη «νεκρή» αθουσα στά ὑπόγεια τοῦ κτηρίου τῆς Φυσικῆς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Καλιφόρνιας, στό Λός Ἄντζελες, μᾶς ἀπέδειξε θαυμαστά τήν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπινου αὐτιοῦ. Σ᾿ αὐτή τήν αθουσα οἱ τοῖχοι, τό πάτωμα καί τό ταβάνι εἶναι ντυμένα μέ στρώσεις ἀπό ὑλικό πού ἀπορροφᾶ τόν ἦχο. Ἔχει ἐξουδετερωθεῖ κάθε παλμική κίνηση πού θά μποροῦσε νά προέλθει ἀπό τό ἔδαφος ἤ τούς τοίχους τοῦ κτηρίου, διότι ἡ αθουσα στηρίζεται σέ λαστιχένιους ἀεροθαλάμους.
 Ἄς μποῦμε, λοιπόν, μέσα στή νεκρή ἀπό θορύβους αἴθουσα. Ἡ πόρτα κλείνει στερεά ἀπ᾿ ἔξω μ᾿ ἕνα εἰδικό πῶμα ἀπό ὑλικό ἀπορροφητικό τοῦ ἤχου. Ἁπλώνεται νεκρική σιγή, ἀσυνήθιστη γιά μᾶς. Ὅσο περνάει ἡ ὥρα τόσο καί περισσότερο ἀνακαλύπτουμε νέους ἤχους, πού προέρχονται ἀπό τό διο μας τό σῶμα. Πρῶτα ἀκοῦμε τούς ρυθμικούς χτύπους τῆς καρδιᾶς. Ἔπειτα τό αὐτί μας συλλαμβάνει τή ροή τοῦ αἵματος στίς φλέβες. Κι ἄν ἔχουμε ὀξεία ἀκοή θ᾿ ἀκούσουμε καί κάποιο παράξενο συριστικό ἦχο πού ὀφείλεται στά μόρια τοῦ ἀέρα πού βομβαρδίζουν τόν τυμπανικό ὑμένα.

Ὑγρή . . . ἰσορροπία

 Ἀλλά τό αὐτί ἔχει καί κάτι ἄλλο θαυμαστό νά μᾶς παρουσιάσει. Στόν πολύπλοκο μηχανισμό του εἶναι προσαρτημένο καί κάποιο ἄλλο ἐξάρτημα πού τό ἀποτελοῦν τρεῖς ἡμικυκλικοί σωλῆνες γεμάτοι μέ λεμφικό ὑγρό. Μᾶς βοηθοῦν νά ἀντιλαμβανόμαστε τή θέση τοῦ σώματός μας στίς διάφορες μεταβολές τῆς ταχύτητας.
 Ἀνάλογα μέ τή στάση μας τό ὑγρό παίρνει καί διαφορετική θέση, κι ἔτσι τά ἐρεθίσματα πού προκαλοῦνται μεταβιβάζονται στόν ἐγκέφαλο, μέ ἀποτέλεσμα σέ κάθε στιγμή νά μποροῦμε νά ἔχουμε τήν ασθηση τοῦ χώρου καί τῆς ἰσορροπίας. Ἀνωμαλία στούς ἡμικυκλικούς σωλῆνες προκαλεῖ ζάλη, ναυτία, λιγγο.
 Μέ πόση τελειότητα, μέ πόση σοφία καί λεπτότητα εἶναι κατασκευασμένο τό ἀνθρώπινο αὐτί! Κι εἶναι στ᾿ ἀλήθεια θαυμαστό ὅτι αὐτό τό ὑπέροχο κατασκεύασμα, πού συλλαμβάνει ἀνεπαίσθητους ἤχους, μπορεῖ νά κωφεύει καί νά μένει ἀδιάφορο ἔναντι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος συχνά ἔκλεινε τή διδασκαλία του μέ τήν προτροπή· «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω» (Μθ 11,15). Γιά νά ἀκούσεις καί νά ἀποδεχτεῖς τό λόγο τοῦ Θεοῦ δέν ἀρκεῖ μόνο τό ὄργανο τοῦ αὐτιοῦ. Ἀπαιτεῖται διάθεση καί καρδιά ἀνοιχτή.

Δ.K.

 

Δευτέρα, 04 Αύγουστος 2014 03:00

Ὑπάρχει ἐλπίδα;

ouranio toxoἩ οἰκονομική κατάσταση στή χώρα μας εἶναι ἤδη ζοφερή. Πῶς φθάσαμε ἐδῶ; Θά διδαχθοῦμε, ἄν ἀνατρέξουμε σέ προηγούμενες περιόδους παρακμῆς τοῦ ἑλληνισμοῦ κατά τή μακραίωνη ἱστορία του.
 Ἡ Ἑλλάδα ὑπέκυψε εὔκολα στούς Ρωμαίους ὑπό τό πλῆθος τῶν κριμάτων τῶν προγόνων μας. Κατ’ ἀρχήν ἀπουσίαζε παντελῶς τό πνεῦμα ἑνότητας, τό ὅραμα τῆς εἰρηνικῆς συνύπαρξης. Ὁ Ἀλέξανδρος ὁ Μέγας ὑπῆρξε κομήτης πού χάθηκε, πρίν δώσει ὅλη του τή λάμψη, καί τό ὅραμά του οὐδείς ἀπό τούς ἐπιγόνους υἱοθέτησε.
 Ἡ μαλθακότητα καί ἡ ἀντιπαλότητα διευκόλυνε τά μέγιστα τήν κατάκτηση τῆς Ἑλλάδας ἀπό τούς Ρωμαίους. Ἀντί νά προβοῦμε στήν ἀνάλυση τῶν αἰτίων πού ὁδήγησαν σέ ζυγό δουλείας, καυχόμαστε μέ τήν ὑπερήφανη σκέψη ὅτι ὑποτάξαμε πνευματικά τούς κατακτητές, λόγῳ τῆς ἀνωτερότητας τοῦ πολιτισμοῦ μας. Αὐτό διδασκόμαστε στά σχολεῖα καί ὄχι τό ὅτι διαφθείραμε μέ τήν πάροδο τῶν αἰώνων καί αὐτούς!
 Κύλησαν πέντε αἰῶνες δουλείας, γιά νά ξαναβγεῖ στό προσκήνιο ὁ ἑλληνισμός ἀπρόσμενα καί ἄκρως ἐντυπωσιακά: μέ τή μετατόπιση τοῦ κέντρου βάρους τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας σέ ἑλληνικό ἔδαφος καί τόν σταδιακό διοικητικό ἐξελ- ληνισμό, ὁ ὁποῖος ὁδήγησε στή διαμόρφωση ἑνός κράτους πού ἐπί χιλιετία, ἄν καί πολυεθνικό, εἶχε πλεῖστα ὅσα χαρακτηριστικά ἑλληνικά (κυρίως γλῶσσα, παιδεία). Τό θεμέλιο τῆς αὐτοκρατορίας αὐτῆς ἦταν ἡ νέα πίστη, ἡ ὁποία εἶχε ἐξαπλωθεῖ χάρη στό αἷμα τῶν μαρτύρων της. Αὐτή τήν αὐτοκρατορία, τήν ὁποία ὑπονόμευε διαρκῶς ἡ Δύση ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 9ου αἰώνα, μᾶς ἔπεισαν οἱ δυτικοί νά μή θεωροῦμε δική μας, ὅταν ἀποφάσισαν νά συστήσουν τό νεοελληνικό κράτος. Καί τήν πολεμοῦμε μέ πάθος ὑ- ποψήφιου αὐτόχειρα, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀνάγκη ἀπό ψυχιατρική ἔρευνα!
 Ἡ Ρωμανία κατέρρευσε κάτω ἀπό τά μεγάλα κρίματα ἀρχόντων καί λαοῦ, ἐνῶ δεχόταν τά ἐπάλληλα στίφη τῶν βαρβάρων ἀπό τήν Ἀνατολή καί τά πισώπλατα ὕπουλα κτυπήματα ἀπό τή Δύση. Αὐτή τή φορά κατακτητής ἦταν -συνηθίζουμε νά λέμε- ἕνας βάρβαρος Ἀσιάτης, ὁ Τοῦρκος, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν σέ θέση νά ἐκτιμήσει τόν πολιτισμό αὐτῶν πού μετέτρεψε σέ ραγιάδες. Ἀπό ἀλαζονεία καί πάλι δέν θέλουμε νά δεχτοῦμε ὅτι τόν κατακτητή ἔθρεψε ἐλληνικό αἷμα, καθώς πλεῖστοι ἔσπευσαν νά συνταχθοῦν μέ τίς ὀρδές τῶν νέων κατακτητῶν. Ἐκεῖνο πού ἔσωσε τόν ἑλληνισμό γιά μία ἀκόμη φορά ἦταν ἡ Ἐκκλησία, τήν ὁποία μέ πάθος πολεμοῦμε σήμερα. Ὅσοι ἄντεξαν στήν πίεση τοῦ ἐξισλαμισμοῦ, ἄμεση ἤ ἔμμε- ση, παρέμειναν Ρωμηοί (= Ἕλληνες), ὅσοι ὑπέκυψαν χάθηκαν ὁριστικά γιά τό Γένος.
 Ἦρθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου καί οἱ σκλαβωμένοι ἐπαναστάτησαν «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία». Στόν ἀγώνα ἔλαμψαν τόσο οἱ ἀρετές ὅσο καί τά πάθη τῆς φυλῆς μας. Ποταμοί τά αἵματα, χωρίς προηγούμενο ἡ αὐτοθυσία. Καί ἀποτέλεσμα: Νά μᾶς «ἀπελευθερώσουν» ἄλλοι γιά τά δικά τους συμφέροντα καί νά μᾶς καταστήσουν χώρα περιορισμένης ἐθνικῆς κυριαρχίας! Αὐτό ποτέ δέν τό δεχθήκαμε. Καλλιεργήσαμε τό μύθο τῆς παλιγγενεσίας καί θεωρήσαμε ὅτι μέ τήν Ἐπανάσταση ὁλοκληρώθηκε τό ὄνειρο τοῦ σκλάβου ἑλληνισμοῦ. Τώρα μόλις, στά πλαίσια τῆς ἐπανεγγραφῆς τῆς ἱστορίας ἀπό τούς ἐθνομηδενιστές τῆς νέας τάξης, συζητοῦνται τά θέματα αὐτά μέ στόχο βέβαια ὄχι τήν προσέγγιση τῶν ἀδυναμιῶν μας μέ ταπείνωση, ἀλλά τήν ἐγκατάλειψη τοῦ ὁράματος, ἀφοῦ ὑπο- στηρίζεται ὅτι οἱ «προστάτες» μας καί οἱ συνοδοιπόροι τους, οἱ ἀφιχθέντες στήν καταματωμένη χώρα μετά ἀπό σπουδές στήν Ἑσπερία, καλλιέργησαν τό ἀνύπαρκτο ὥς τότε ἐθνικό μας φρόνημα!!! Οἱ Ἀνατολίτες μᾶς θεωροῦσαν Γιουνάν καί οἱ Δυτικοί Γραικούς, ἐμεῖς ὅμως -λένε- δέν γνωρίζαμε τί ἤμασταν!
 Μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν δεθήκαμε γιά τά καλά στό δυτικό ἅρμα τῆς νεωτερικότητας, στό δυτικό πρότυπο ζωῆς, στό ὁποῖο ἤδη κατά τόν 19ο αἰώνα κυριαρχεῖ στήν ἄρχουσα τάξη ὁ ἀθεϊσμός καί, ὡς ἐπακόλουθη συνέπεια, ὁ ἀτομισμός, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στό ἀπόγειο μέ τόν καπιταλισμό. Ἡ ἀντίδραση τοῦ κομμουνισμοῦ ἀπέτυχε δραματικά, ἀφοῦ -παιδί κι αὐτός τῆς δυτικῆς νεωτερικότητας- ὑπερέβαλε τούς ἀστούς στήν πολεμική κατά τοῦ Θεοῦ. Οἱ κοινωνίες δέν εἶναι δυνατόν νά εὐημεροῦν, ὅταν δέν τίς ἀπαρτίζουν ἀνθρώπινα πρόσωπα, ἀλλά ζῶα πού κατασκευάζουν ἐργαλεῖα!
 Ἡ ἀντιπαλότητα, κατάρα τῆς φυλῆς μας, ἐκδηλώθηκε στό στάδιο τῶν κομματικῶν ἀντιπαραθέσεων, ὅταν πλέον «ἐλεύθεροι» ἐπανανακαλύψαμε τή δημοκρατία φερμένη στή χώρα μας ἀπό τή δυτική νεωτερικότητα. Ὁ λαός δέν ἄκουσε ποτέ τό παράπονο τοῦ Παπουλάκου γιά τήν ξενοκρατία ἐπί Βαβαρῶν οὔτε τήν ἀνελέητη κριτική τῶν κομματικῶν ἀντιπάλων ἀπό τόν Παπαδιαμάντη. Ἡ διοικοῦσα ἐκκλησία, ἀντί νά καταστεῖ ὁδηγός τοῦ λαοῦ, ἀποδέχθηκε τό δόγμα τῆς νόμῳ κρατούσης Πολιτείας καί κατέστη μοχλός τῆς ἐξουσίας. Ἔτσι ὁ λαός χωρίς οὐσιαστική συμπαράσταση πάλεψε γιά τή διατήρηση τῆς παράδοσής του ἐπί 150 περίπου ἔτη, ἀλλά τελικά ὑπέκυψε στόν ἄνισο ἀγώνα μέ τή διαρκῆ προπαγάνδα τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ δόγματος «ἀνήκομεν εἰς τήν Δύσιν».
 Ἡ στάση τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας κατά τήν ἑπτάχρονη δικτατορία ἔδωσε τήν ἀφορμή γιά τήν ἀπρο- κάλυπτη ἐπίθεση κατά τῆς πίστης τοῦ λαοῦ μας. Ἡ ἐπάνοδος τῆς «δημοκρατίας» συνοδεύτηκε ἀπό γενικευμένη ἐπίθεση κατά τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό γορ- γές διαδικασίες γιά τήν ἔνταξη στή χορεία τῶν «μεγάλων» χωρῶν καί τή ραγδαία ἄνοδο τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου μέσῳ τοῦ δανεισμοῦ (τό τελευταῖο μόλις πρόσφατα τό μάθαμε).
 Ἦταν πολύ εὔκολο νά ἀπορρίψουμε τόν Θεό καί νά πιστέψουμε τόν διαχρονικό δημαγωγικό λόγο, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ σέ τεχνητούς ἀλλά ἐφήμερους «παραδείσους» μέ παράκαμψη τοῦ Γολγοθᾶ τῆς ὀλιγάρκειας καί τῆς θυσίας. Τώρα αἰσθανόμαστε καθημερινά νά ξημερώνουμε στήν κόλαση τῆς ἀνεργίας, τῆς ἀνασφάλειας γιά τήν ἐργασία, τό μισθό, τή σύνταξη καί τήν περιουσία μας, πού μας ἔμαθαν νά λατρεύουμε ὡς θεό! Κάποιες τύψεις γιά τήν ἀδιαφορία μας πρός τά ἐθνικά θέματα πού κακοφορμίζουν, γιά τόν ἐθνικό πλοῦτο πού ἐκποιεῖται, γιά τά ἐναγώνια ἤ γεμάτα ἀγανάκτηση βλέμματα τῶν παιδιῶν μας, ἀσφαλῶς αἰσθανόμαστε. Δέν μᾶς πόνεσε ὅμως ὅταν ἡ τότε πρόεδρος τῆς Βουλῆς ὑποδεχόμενη τόν νῦν πρόεδρο τῆς δημοκρατίας μᾶς εἶχε πεῖ ὅτι πρέπει νά ἀποδεχθοῦμε μειωμένη ἐθνική κυριαρχία! Ἡ ἀλήθεια βέβαια εἶναι ὅτι ποτέ δέν τήν εἴχαμε, ἁπλῶς οἱ πολιτικοί προηγουμένων δεκαετιῶν τηροῦσαν τά προσχήματα!
 Ποιό τό μέλλον ἑνός λαοῦ, ὁ ὁποῖος βλέπει ὅτι τό κράτος του θά καταστεῖ πάμφτωχο, ὅταν οἱ ὅποιες ἀποταμιεύσεις ἐξανεμίζονται ἀπό τίς παροχές πρός τό οἰκογενειακό ταμεῖο ἀνεργίας, ὅταν ἡ ἀνάπτυξη εἶναι ὁ τελευταῖος μύθος τῶν δημαγωγῶν, πού δέν πείθει πλέον οὔτε καί τούς εὔπιστους; Κορυφαῖος γελοιογράφος μας ἐμφάνισε σέ σκίτσο πρόσωπο κατηφές καί σέ βαθειά περισυλλογή γράφοντας, κατά παράφραση τῆς γνωστῆς θέσης τοῦ Καζαντζάκη: «Δέν πιστεύω τίποτε, δέν ἐλπίζω τίποτε, εἶμαι Ἕλληνας»!
 Δέν ὑπάρχουν χειρότερα ἐφόδια ἀπό τήν ἀπιστία καί τήν ἀπελπισία. Ἀλίμονο, ἄν αὐτός εἶναι ὁ σύγχρονος Ἕλληνας. Τότε εἶναι μαθηματικά προδιαγεγραμμένο τό τέλος μας στό ἱστορικό γίγνεσθαι. Ἀλλά ὁ Ἕλληνας καί πιστεύει καί ἐλπίζει στόν Θεό, μπροστά στίς δυσκολίες. Ἐμπρός, λοιπόν, στό δρόμο τῆς ἐπανόδου πρίν χάσουμε ὁλότελα τήν ψυχή μας, πού βέβαια δέν μποροῦν νά μᾶς πάρουν, ἄν ἐμεῖς δέν τή δώσουμε.
Ἀπόστολος Παπαδημητρίου