Τόν Δημήτρη τόν Δαμπίζα ποιός δέν τόν γνώριζε; Μέ τό μισό του πόδι στόν τάφο καί μέ τ᾿ ἄλλο του μισό νά σέρνεται στούς δρόμους τοῦ χωριοῦ του, κουβαλοῦσε μέσα του μιά καρδιά πέτρα. Λέω μέ τό μισό πόδι, γιατί ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Δαμπίζας εἶχε ἕνα μονάχα. Τό δεύτερο πόδι του τοῦ τό ἔφαγε μιά βόμβα, καί τ᾿ ἄφησε σέ κάποιο ὀρεινό χειρουργεῖο ἐκεῖ πάνω στά ἀλβανικά βουνά. Ζοῦσε μόνος μέ μιά ἀδερφή του, πού δέν ἔκανε δική της οἰκογένεια γιά νά τόν συντροφεύει καί νά τόν ὑπηρετεῖ, μά πού ποτέ της δέν ἄκουσε μέσα ἀπό τό στόμα του νά βγαίνει ἡ λέξη «εὐχαριστῶ».
Κανείς δέν ἄκουσε τόν Δημήτρη τόν Δαμπίζα νά λέει ἔστω καί μιά ἱστορία ἀπό τόν πόλεμο, οὔτε καί κανείς ἤξερε πῶς ἔγινε καί ἔχασε τό πόδι του. Οἱ παλιότεροι ἁπλά θυμόντουσαν πώς, σάν γύρισε ἀπό τόν πόλεμο εἰκοσιδυό χρονῶν παιδί, γύρισε δίχως πόδι καί δίχως χαμόγελο. Καί τί δέν ἔκαναν οἱ φίλοι του νά τοῦ γιατρέψουν τήν πληγή τῆς καρδιᾶς του. Ὁ Δημήτρης ὅμως ἔμενε πάντα πόρτα κλειστή καί πάγος ἄλειωτος.
Ἔμαθε κι ὁ Ἀλκιβιάδης, ὁ νιοφερμένος δάσκαλος, πώς στό χωριό ὑπάρχει ἕνας ἀνάπηρος τοῦ πολέμου τοῦ ᾿40 καί πέταξε ἀπό τή χαρά του. Θά ὀργάνωνε γιορτή γιά τήν 28η καί θά τόν καλοῦσε νά μιλήσει στά παιδιά καί στούς χωριανούς. Χαμογέλασαν ὅσοι ἄκουσαν τίς σκέψεις του, μά δέν τοῦ εἶπαν τίποτε. Καινούργιος ἦταν ἀκόμα, θά καταλάβαινε μόνος του.
Ὁ καινούργιος δάσκαλος ἦταν ἀποφασισμένος νά γνωρίσει τόν γερο-Δημήτρη τό γρηγορότερο. Νά καταστρώσουν μαζί σχέδια καί προγράμματα. Νά ζωντανέψουν οἱ δυό τους μαζί μέ τά παιδιά τό ἔπος τό ἀλβανικό. Τοῦ ἔστησε, λοιπόν, καρτέρι καί σάν τόν εἶδε πού βγῆκε στόν κῆπο του λίγο νά λιαστεῖ, ὁ δάσκαλος ἄνοιξε χαρούμενος τό ξεπόρτι. Ξαφνιάστηκε ὁ γέρος μέ τόν αὐθορμητισμό τοῦ νέου. Ἔσμιξε τά φρύδια του καί τόν κοίταξε αὐστηρά.
- Τί θέλεις; τόν ρώτησε λίγο ἄγρια.
- Χαίρετε! χαιρέτησε ἐγκάρδια ὁ δάσκαλος. Εἶμαι ὁ Ἀλκιβιάδης, ὁ νέος δάσκαλος τοῦ χωριοῦ, κι ἦρθα νά σᾶς γνωρίσω.
- Ἀλκιβιάδης; ρώτησε ὁ γέρος μέ ἕνα παράξενο τρέμουλο στή φωνή του. Καί ... καί τό ἐπίθετό σου; - Ἀλκιβιάδης Σιδέρης, ξανάπε ὁλόκληρο τό ὄνομά του ὁ δάσκαλος κι ὁ γερο-Δημήτρης ἔσφιξε στό γέρικο χέρι του τό χέρι πού ἁπλώθηκε μπροστά του.
- Ἀλκιβιάδη Σιδέρη λέγαν τόν καλύτερό μου φίλο, εἶπε μέσα σ᾿ ἕνα μουγκρητό πόνου ὁ γέρος. - Ἔτσι λέγαν τόν παππού μου, τόν πατέρα τοῦ πατέρα μου, πού σκοτώθηκε στήν Ἀλβανία. Γι᾿ αὐτό, ξέρετε, ἔχω ἰδιαίτερη ἀδυναμία στούς ζωντανούς μάρτυρες ἐκείνου τοῦ πολέμου.
Σταμάτησε νά μιλᾶ ὁ Ἀλκιβιάδης, γιατί εἶδε τόν γέρο ἀπέναντί του νά τρέμει ὁλόκληρος. Ἔγινε γιά λίγη ὥρα σιωπή κι ὁ δάσκαλος τά ᾿χασε κυριολεκτικά, σάν ἄκουσε τόν γέρο μ᾿ ἕνα λυγμό στή φωνή νά λέει:
- Τόν παππού σου, παιδί μου, ἐγώ τόν σκότωσα. Ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια δέν εἶπα σέ κανέναν τό σαράκι τῆς ψυχῆς μου. Μά σήμερα στόν ἐγγονό τοῦ Ἄλκη δέν μπορῶ πάρα νά μιλήσω.
Δίναμε μιά πολύ σκληρή μάχη τή μέρα ἐκείνη καί πότε - πότε ψάχναμε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, γιά νά βεβαιωθοῦμε ὅτι εἶναι ζωντανός. Ἐκεῖνος ἦταν πιό γενναῖος ἀπό μένα καί ἔδειχνε πώς δέν φοβόταν καθόλου τό θάνατο. Ἡ μόνη του ἔγνοια ἦταν ὅτι θ᾿ ἄφηνε τή γυναίκα του χήρα καί τά δυό παιδιά του ὀρφανά. Μά καί πάλι ἔλεγε πώς ὁ Θεός θά τούς ἀναλάβει. Ἐγώ ὅμως τόν φοβόμουνα τό θάνατο καί ἔτρεμα μήπως ἔρθει, εἴτε γιά κεῖνον εἴτε γιά μένα. Σέ κάποια στιγμή τῆς μάχης ἕνας ὅλμος ἔπεσε σχεδόν πάνω μου καί μοῦ πολτοποίησε τό πόδι. Ἔνιωσα νά χάνομαι. Φοβήθηκα πώς θά πεθάνω καί ἄρχισα νά φωνάζω τόν φίλο μου: «Ἄλκη, Ἄλκη, πεθαίνω, τρέχα». Γύρω μου γινόταν χαλασμός. Ἄν κάποιος ξεταμπουρωνόταν, ἦταν γι᾿ αὐτόν βέβαιος θάνατος. Ὁ Ἄλκης φαίνεται πώς ἦταν κάπου κοντά κι ἄκουσε τή φωνή μου κι ἔτρεξε δίπλα μου. Δέν πρόλαβα καλά καλά νά τόν δῶ νά στέκεται ἀπό πάνω μου καί τόν εἶδα νά πέφτει δίπλα μου χτυπημένος κατάστηθα ἀπό τίς ἐχθρικές σφαῖρες. Πρόλαβε μονάχα νά μοῦ πεῖ: «Μή φοβᾶσαι, Δημήτρη, ἡ ζωή δέν τελειώνει μέ τό θάνατο».
Ἐγώ τόν σκότωσα, ἐγώ τοῦ ἔκλεισα καί τά μάτια. Μαζί μέ τό πόδι μου σ᾿ ἐκεῖνο τό βουνό ἄφησα καί τήν καρδιά μου.
Ὁ νεαρός δάσκαλος ἔκλαιγε κι ὁ γερο-Δημήτρης τόν κοιτοῦσε καί κεῖνος δακρυσμένος, ζητώντας ἐξιλέωση.
- Ὄχι, δέν τόν σκότωσες ἐσύ, παππού. Ἡ ἀγάπη του τόν σκότωσε. Ἀπό σήμερα εἶμαι διπλά περήφανος γιά τόν παππού μου, γιατί ξέρω πώς δέν πέθανε μόνο γιά τό ἰδανικό τῆς πατρίδας, μά καί γιά τό ἰδανικό τῆς ἀληθινῆς φιλίας.
Ἔχωσε τά χέρια τοῦ γερο-Δημήτρη στά δικά του καί ἔσκυψε καί τά φίλησε.
- Παππού Δημήτρη, ἄσε με νά σέ λέω ἔτσι στή θέση τοῦ παπποῦ Ἀλκιβιάδη, αὐτή τήν ἱστορία θέλω νά τή μάθουν τά παιδιά τοῦ σχολείου μας, νά τή μάθουν ὅλοι οἱ χωριανοί. Ὄχι, παππού Δημήτρη, δέν εἶσαι ὁ φονιάς τοῦ παπποῦ μου. Εἶσαι ὁ φίλος του, γιά τόν ὁποῖο χαλάλισε καί τή ζωή του. Τέτοιες ἱστορίες εἶναι ἁμαρτία νά μένουν θαμμένες ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια.
- Θά τήν πῶ τήν ἱστορία αὐτή, παιδί μου, σ᾿ ὅποιον θέλεις. Ἔχεις δίκιο, Ἄλκη μου. Εἶχα καθῆκον, εἶχα χρέος πρός τόν φίλο μου νά μιλήσω σ᾿ ὅλον τόν κόσμο γιά τήν αὐτοθυσία του.
Ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια περίμενε τό χωριό τόν γερο-Δημήτρη τόν Δαμπίζα, ν᾿ ἀνοίξει ἐπιτέλους τό στόμα του καί νά τούς πεῖ κάτι ἀπό κεῖνο τό κομμάτι τῆς ζωῆς του πού λεγόταν ἀλβανικό ἔπος. Κι οὔτε πού πίστευαν στ᾿ αὐτιά τους κι οὔτε πού πίστευαν στά μάτια τους. Ὁ γερο-Δαμπίζας ἀνήμερα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, πότε κλαίγοντας καί πότε γελώντας, ἐξιστοροῦσε χίλια δυό ἀπό τόν πόλεμο, μέ πρῶτο φυσικά τήν αὐτοθυσία τοῦ φίλου του. Καί σάν τελείωσε ἡ γιορτή καί φάνταξε στά μάτια τῶν παιδιῶν ὁ γερο-Δαμπίζας σάν ἥρωας, ἔνιωσε πώς ὄχι μονάχα εἶχε καρδιά, μά πώς ἦταν ἕτοιμη ἀπό τή χαρά καί τή συγκίνηση νά σπάσει.
- Καί γιατί δέν μᾶς τά ἔλεγες αὐτά τά ὄμορφα πράγματα τόσα χρόνια, κύρ Δημήτρη; τόν ρώτησε εὐχαριστημένος ἀπό ὅλη τήν γιορτή ὁ πρόεδρος τοῦ χωριοῦ.
- Περίμενα νά ἔρθει πρῶτα ὁ Ἄλκης, εἶπε χαμογελώντας ὁ γέρος, καί ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά του τόν ἐγγονό τοῦ φίλου του.
Πάνω σέ τοῦτο τό σφιχταγκάλιασμα δέν ἄντεξε ἄλλο ἡ γέρικη καρδιά. Ὁ γερο-Δημήτρης ὁ Δαμπίζας ἀνήμερα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου συνάντησε ὕστερα ἀπό ἑξήντα τόσα χρόνια τόν φίλο του...