Ἡ Κυριακή εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας πού ἀφιερώθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἤδη ἀπό τήν ἀρχή, στήν λατρεία τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτό καί φέρει αὐτό τό ὄνομα: Κυριακή· ἡμέρα Κυρίου. Βέβαια, ὅλος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας πρέπει νά εἶναι ἀφιερωμένος στόν Κύριο. Ὄχι μόνον ἐπειδή εἶναι ἀποκλειστικά δῶρο δικό του, ἀλλά καί ἐπειδή, ἐφόσον τόν ἀναγνωρίζουμε ὡς κύριό μας καί ὑποτασσόμαστε σ’ Αὐτόν ὡς δοῦλοι, δέν μᾶς ἀνήκει τίποτε. Ὅλα, καί ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός ἀκόμη, εἶναι περιουσία Ἐκείνου πού μᾶς ἐξαγόρασε ἀπό τήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου μέ τίμημα τό αἷμα του∙ τό αἷμα τοῦ Θεοῦ. «Ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς» (Α΄ Κο 6, 20), τονίζει μέ δέος ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Ἄφατη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ! Ἔκφραση τῆς ἀσύλληπτης ἀγάπης του. Ὡστόσο, ἐπειδή στόν κόσμο αὐτό δεσμευόμαστε ἀναπόδραστα ἀπό τήν ροή τῶν καιρῶν καί τῆς ἱστορίας, προσεγγίζουμε τά χαρίσματά Του «δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» (Α΄ Κο 13,12), δηλαδή ὄχι ὅπως εἶναι, ἀλλ’ ὅπως μᾶς ἐπιτρέπουν οἱ περιορισμένες δυνατότητές μας. Γι’ αὐτό καί ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό σύμβολα. Ὁ ὅρος «σύμβολο» στήν γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας, καί ἰδίως τῆς λατρείας της, δέν σημαίνει τήν σχηματοποίηση, τήν εἰκόνα μιᾶς ἰδέας, ἀλλά τήν αἰσθητή ἀποκάλυψη μιᾶς μεταφυσικῆς πραγματικότητας. Ἡ εἰκόνα φερ’ εἰπεῖν τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἕνας τύπος πού μᾶς θυμίζει τόν Χριστό, πού σχηματοποιεῖ ἁπλῶς τήν ἀνάμνησή του, ἀλλά ἕνα παράθυρο γιά νά διακρίνουμε τήν παρουσία του∙ ὅτι εἶναι ἐδῶ, παρών. Γι’ αὐτό καί ὅταν τήν προσκυνοῦμε, «ἡ τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει». Ἐπίσης ἡ ἑορτή, ἐπί παραδείγματι, τῶν Χριστουγέννων εἶναι ἕνα σύμβολο πού μᾶς ἀποκαλύπτει τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ καί μᾶς καλεῖ μέσῳ τῆς λατρείας νά μετάσχουμε σ’ αὐτό «ἐδῶ καί τώρα». Γι’ αὐτό καί ψάλλουμε: «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου...». Τόν βλέπουμε, δηλαδή, νά γεννιέται ὡς ἄνθρωπος σήμερα, ὄχι κάποτε∙ τό θαῦμα πού λέγεται «ὀρθόδοξη λατρεία», σπάει τά δεσμά τοῦ χωροχρόνου καί ταυτίζει τό «τότε» μέ τό «τώρα».
Ἀπό τά πρῶτα, λοιπόν, καί κορυφαῖα σύμβολα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί ἡ Κυριακή. Ἐπειδή ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε τότε, τό πρωί «τῆς μιᾶς σαββάτων» (βλ. Μθ 28,1), ἡ ἡμέρα αὐτή κατέστη ἀπό τήν ἀποστολική ἤδη ἐποχή τό πάσχα τῶν χριστιανῶν. Ἕνα πάσχα πού δέν γιορτάζεται μόνον ἐτησίως ἀλλά καί ἑβδομαδιαίως, ἐπειδή ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κορύφωση καί ἡ συνισταμένη ὅλων τῶν δωρεῶν καί τῶν εὐλογιῶν τοῦ Θεοῦ, καί ὁ ἄξονας τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἡ Κυριακή δέν μᾶς θυμίζει ἁπλῶς τήν Ἀνάσταση∙ μᾶς τήν ἀποκαλύπτει νά τήν δοῦμε καί νά τήν ἀπολαύσουμε ὄχι σάν μία ὑπόθεση τοῦ παρελθόντος, ἀλλά ὡς ζωντανό καί ἀπόλυτα ἀληθινό παρόν. Διότι ὅποιος μετέχει στήν Κυριακή, ὅποιος ἀναπνέει στήν ἀτμόσφαιρα τῆς λατρείας της «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης» ζῆ τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ὁ Κύριος θριαμβεύει ἀναστημένος στήν ὕπαρξή του.
Γι’ αὐτό καί ἡ Κυριακή λογίζεται ἀνέκαθεν ἀπό τούς χριστιανούς ὡς ἡμέρα ἀργίας. Στόν μωσαϊκό νόμο ὁ Θεός εἶχε ὁρίσει ὡς ἡμέρα ἀργίας καί λατρείας τό Σάββατο: «Ἕξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ 20,9-10). Ἀλλά, βέβαια, ἐκείνη ἡ ἀργία ἦταν μόνο σκιά καί τύπος (βλ. Ἑβ 10,1). Ἔδειχνε μυστικά στό μέλλον, στόν «δεκτὸν ἐνιαυτόν» τοῦ Χριστοῦ (βλ. Λκ 4,19), στήν Κυριακή. Ἄλλωστε καί ὅλη ἡ Παλαιά Διαθήκη στήν Κυριακή δείχνει, στήν Ἀνάσταση, στήν νίκη «τοῦ σπέρματος τῆς γυναικός» ἐπί τοῦ ἀρχαίου ὄφεως (βλ. Γέ 3,15). «Δέν σαββατίζουμε πλέον», γράφει ἐμπνευσμένα ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, «ἀλλά εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς Κυριακῆς, τῆς ἡμέρας κατά τήν ὁποία ὁ Κύριος ἀνέτειλε γιά μᾶς τήν ζωή... καί τόν ὁποῖο Κύριο προσδοκοῦσαν ὡς διδάσκαλο καί οἱ προφῆτες» (Μαγνησ. 9).
Τήν μοναδική θέση πού κατέχει ἡ Κυριακή στήν ὀρθόδοξη συνείδηση ἐκφράζει εὐστοχότερα ὁ μέγας ἀπόστολος τοῦ γένους μας στά χρόνια τῆς ὀθωμανικῆς σκλαβιᾶς ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ὁ αὐθεντικός λόγος του εἶναι ὁδηγητικός καί γιά τήν γενιά μας: «Πρέπει καί ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, νά χαιρώμεθα πάντοτε, μά περισσότερον τήν Κυριακήν, ὁπού εἶναι ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ μας... Πρέπει καί ἡμεῖς νά ἐργαζώμεθα τάς ἕξ ἡμέρας διά ταῦτα τά μάταια, γήινα καί ψεύτικα πράγματα, καί τήν Κυριακήν νά πηγαίνωμεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν καί νά στοχαζώμεθα τάς ἁμαρτίας μας, τόν θάνατον, τήν κόλασιν, τόν παράδεισον, τήν ψυχήν μας ὁπού εἶναι τιμιωτέρα ἀπό ὅλον τόν κόσμον, καί ὄχι νά πολυτρώγωμεν, νά πολυπίνωμεν καί νά κάμνωμεν ἁμαρτίας∙ οὔτε νά ἐργαζώμεθα καί νά πραγματευώμεθα τήν Κυριακήν... Ἐδῶ πῶς πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Τήν φυλάγετε τήν Κυριακήν; Ἄν εἶσθε χριστιανοί, νά τήν φυλάγετε... Καί ἄν τύχῃ ἀνάγκη καί θέλῃς νά πωλήσῃς πράγματα φαγώσιμα τήν Κυριακήν, ἐκεῖνο τό κέρδος μή τό σμίγεις εἰς τήν σακκούλα σου, διότι τήν μαγαρίζει· ἀλλά δῶσε τα ἐλεημοσύνην, διά νά σᾶς φυλάγῃ ὁ Θεός» (Διδαχή Δ΄).
Δέν θά ἐπιμείνω στά ἄλλα παρά μόνο στό ἐρώτημα: «Τήν φυλάγετε τήν Κυριακήν;». Καί θά παραλείψω κάθε ἄλλο σχόλιο γιά νά ὑπογραμμίσω τά ἑξῆς: Πρόσφατα τό Ἑλληνικό Κοινοβούλιο, τό ὁποῖο ὁρκίζεται «εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος», ἀποφάσισε οὐσιαστικά τήν κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς. Ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς ὡς κρατικός θεσμός ἕλκει τήν καταγωγή της ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Θεσπίσθηκε ἀπό σεβασμό πρός τήν χριστιανική πίστη, πάνω στήν ὁποία σάν σέ θεμέλιο οἰκοδομήθηκε ἡ νέα αὐτοκρατορία τῶν Ρωμαίων. Ἔκτοτε παρῆλθαν δεκαεπτά περίπου αἰῶνες, ὡστόσο ἡ ἀργία αὐτή παραμένει μέχρι τώρα ὡς ἕνα ἀπό τά βασικά χαρακτηριστικά τῆς ἑλληνορθόδοξης ταυτότητας. Κι ὅμως· ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων ἐν ἔτει 2013 δέν δίστασε νά ἀνατρέψει τόν σχετικό νόμο. Τό κύριο ἐπιχείρημα πού προβλήθηκε γι’ αὐτή τήν αἰφνιδιαστική κίνηση εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τῆς οἰκονομικῆς κρίσης. Ἀλλ’ ὦ ἀγαθοί! Τόση ὑποκρισία; Τό πρόβλημα δέν ἔγκειται ἀσφαλῶς στό ὅτι ἡ ἀγορά εἶναι κλειστή τήν Κυριακή, ἀλλά στό ὅτι δέν ὑπάρχει ρευστότητα. Ἄν κάποιος δέν μπορεῖ νά καταναλώσει τήν Δευτέρα ἐπειδή δέν διαθέτει χρήματα, ἐπί τῇ βάσει ποιᾶς λογικῆς θά μπορεῖ νά καταναλώσει τήν Κυριακή;
Τά πράγματα εἶναι ξεκάθαρα: Ἡ κατάργηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς εἶναι ἀποκύημα σαφοῦς ἀντιχριστιανικῆς βούλησης. Ὅσοι ἐκ τῶν πολιτικῶν μας τήν ὑποστήριξαν εἴτε μέ τήν ψῆφο τους εἴτε μέ τήν ἐκκωφαντική σιωπή τους καί ὅσοι καλοῦνται νά τήν ὑλοποιήσουν, πρέπει νά ἔχουν ὑπ’ ὄψιν ὅτι τό ποτήρι τῶν ἀντιχριστιανικῶν θεσπισμάτων τῶν τελευταίων χρόνων (ἐκδίωξη τῶν ἐξομολόγων ἀπό τά σχολεῖα, σύμφωνο ἐλεύθερης συμβίωσης κτλ.) ξεχείλισε. Εἶναι καιρός, λοιπόν, νά ἀναλάβει ὁ καθένας τίς εὐθύνες του.
Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας
Θεολόγος - Φιλόλογος
Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας δέν μπορεῖ να ὑπομείνει, νά ἀνεχθεῖ, νά μακροθυμήσει. Συνήθως ἀπαιτεῖ. Ἀπαιτεῖ δικαιώματα καί παραχωρήσεις ὄχι μόνο σέ συλλογικό ἐπίπεδο, ἀπό τό κράτος ἤ ἄλλες κοινωνικές δομές καί ὀργανώσεις, ἀλλά καί σέ προσωπικό, ἀπό τούς συνανθρώπους του· ἀκόμη καί ἀπό τήν οἰκογένειά του. Θέλει νά ἐπιβάλλεται, δέν ἀντέχει ὄχι μόνον τήν ἄρνηση σέ ὅ,τι ζητᾶ, ἀλλά οὔτε τήν καθυστέρηση. Πολύ περισσότερο δέν ἀντέχει νά ὑποχωρεῖ, νά παραιτεῖται, καί ἀκόμη πιό πολύ νά ὑποτιμᾶται καί νά ὑποβιβάζεται. Τότε ἐπαναστατεῖ, ἐκρήγνυται. Ἰδίως μάλιστα ὅταν καί ἀδικεῖται.
Δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση τό νά εἶναι κανείς μακρόθυμος καί ὑπομονετικός ἀπέναντι στούς ἄλλους. Ὁ σαρκικὸς καί ψυχικὸς ἄνθρωπος (Ρω 7,14. Α΄ Κο 2,14), ἐκεῖνος πού ἀγνοεῖ τόν Θεό καί δέν ἐλπίζει πουθενά ἀλλοῦ παρά μόνο στόν ἑαυτό του, ἀντιμετωπίζει τόν συνάνθρωπό του κυρίως σάν ἀπειλή. Τόν ἀνταγωνίζεται σέ ὅλους τούς τομεῖς. Ἡ σχέση μαζί του καί ὅταν ἀκόμη λέγεται φιλία καί ἀγάπη ὑπονομεύεται ἀπό τόν φόβο -ἀσυνείδητο ἀλλά ὑπαρκτό- ὅτι ἀπειλεῖται τό κυριαρχικό ἔδαφος τοῦ «ἐγώ» του. Καί ἄν συμβεῖ κάποια στιγμή ἡ σχέση αὐτή νά κλονισθεῖ, δίνει τήν θέση της στήν ἀντιπαράθεση καί στήν σύγκρουση χωρίς νά ὑποχωρεῖ κανείς. Ὅπως πολύ ρεαλιστικά ἔγραψε ὁ Σάρτρ γιά τήν γενιά μας, «ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου».
Ὅμως ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ πνευματικὸς (Α΄ Κο 2,15), αὐτός δηλαδή πού φέρει τό Πνεῦμα τό ἅγιο καί φέρεται καί ὁδηγεῖται ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο, δέν λειτουργεῖ ἔτσι. Γι᾽ αὐτόν ὁ ἄλλος, ὁ συνάνθρωπος, εἶναι ὁ παράδεισός του, ὁ ἀδελφός του. Στηριγμένος στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι μακρόθυμος καὶ μὴ ὀργὴν ἐπάγων καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν (Ψα 7,12), συγκαταβαίνει καί συγχωρεῖ. Προκειμένου νά συναντήσει τόν ἄλλο πού ἐπιμένει στήν ἄρνησή του, δέν ἐπιλέγει τόν ἴδιο τρόπο, τήν ἄρνηση. Ὑποχωρεῖ· προτιμᾶ γιά τόν ἑαυτό του τήν σκιά, ὥστε νά χαρεῖ ὁ πλησίον του τό φῶς. Προλαβαίνει τῇ τιμῇ τόν ἄλλο (βλ. Ρω 12,10), τοῦ παραχωρεῖ δηλαδή μεγαλόψυχα τήν τιμητική προτεραιότητα, ἔστω καί ἄν ἔτσι τά δικά του ζημιώνονται. Ὅπως ἔκανε ὁ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος παραχώρησε τό δικαίωμα νά ἐπιλέξει γῆ πρῶτος στόν ἀνεψιό του Λώτ. Καί ἀφοῦ ὁ Λώτ διάλεξε τήν πιό εὔφορη, ὁ γέροντας χωρίς νά πεῖ τίποτε κατευθύνθηκε ταπεινά ἀλλοῦ. Ἤ ὅπως ὁ βασιλιάς Δαυίδ, ὁ ὁποῖος ἐγκατέλειψε τήν Ἰερουσαλήμ σάν κυνηγημένος ὑποχωρώντας μπροστά στόν ἐπαναστάτη γιό του.
Ἡ στάση αὐτή τῆς μακροθυμίας, τῆς συγκατάβασης καί τῆς συγγνώμης δέν εἶναι ἀδυναμία. Εἶναι ἔκφραση τῆς πιό ἰσχυρῆς δύναμης∙ τῆς ἀ- γάπης. Γιά νά εἴμαστε ἀκριβέστεροι, ἡ μακροθυμία τῶν Χριστιανῶν δέν μπορεῖ παρά νά ἐκδηλώνεται ὡς ἀγάπη καί ἐν ἀγάπῃ (Ἐφ 4,2). Εἶπα πιό πάνω ὅτι ὁ μακρόθυμος πνευματι-κός ἄνθρωπος στηρίζεται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀλήθεια, σκεφτόμαστε ποτέ πόσο μακροθυμεῖ ὁ Θεός ἔναντι τοῦ ἀνθρώπου, καί ὅτι αὐτό τό κάνει ἐπειδή ἀκριβῶς μᾶς ἀγαπᾶ; Εἶναι πραγματικά ἀσύλληπτο! Μᾶς δημιούργησε καί μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη γιά νά γίνουμε υἱοί καί κληρονόμοι τῆς βασιλείας Του. Κι ὅμως ἐμεῖς ἐπιλέξαμε τήν ἀνταρσία. Καί ἐνῶ ἡ ἐλάχιστη δικαιοσύνη ἀπαιτοῦσε τόν θά- νατό μας ὡς ἀχρείων, Ἐκεῖνος ἔκανε τά πάντα γιά νά μᾶς σώσει. Σύναψε διαθήκη μ᾽ ἕνα λαό ἀνάξιο τῆς ἐμπιστοσύνης του, καί κάθε τόσο ἀνεχόταν τίς ἐρωτοτροπίες του μέ τούς ψευτοθεούς τῶν ἐπιθυμιῶν του. Ἔστειλε δικαίους καί προφῆτες γιά νά ὑπομνήσει στούς πεπτωκότες τήν δέσμευσή τους καί νά ζητήσει διάλογο (βλ. Ἠσ 1,18), καί εἰσέπραξε περιφρόνηση καί τόν διωγμό καί τήν δολοφονία τῶν ἀπεσταλμένων Του. Μέχρι πού στό τέλος ἀπέστειλε στήν γῆ μας μεσίτη καί πρεσβευτή Του τόν Υἱό Του. Ὅμως κι αὐτόν ἀκόμη οἱ ἀχάριστοι εὐεργετηθέντες τόν ἀτίμασαν καί τόν σκότωσαν. Καί ὁ Κύριος τά ὑπέμεινε ὅλα αὐτά μόνον ἀπό εὐσπλαγχνία.
Συνεπῶς αὐτός εἶναι καί ὁ κλῆρος τῶν πιστῶν. Νά μακροθυμοῦν μέ γενναιότητα καί νά ἀγαποῦν. Ὅπως ὁ Χριστός. Νά πολεμοῦν τό ἄδικο μέ τήν ἀγάπη καί τήν ἐγκαρτέρηση. Ἔτσι θά ἀναδειχθοῦν τέλειοι. Ἔτσι θά γίνουν υἱοί Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους (Μθ 5,45). Καί ποιός ξέρει; Ἴσως ἔτσι κερδίσουν καί τόν ἀδελφό τους· τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ (Ρω 12,20). Καί ἄν ἡ μακροθυμία μᾶς στοιχίσει ἀκριβά, καί φθάσουμε μέχρι καί τόν τάφο, καί τότε ἀκόμη δέν πρέπει νά διστάσουμε. Ὁ Κύριος ὑπέμεινε μέχρι θανάτου, ἀλλά ἀναστήθηκε καί δοξάσθηκε. Ἄν, λοιπόν, συσταυρωθοῦμε μαζί Του, καί θά συναναστηθοῦμε καί θά συνδοξασθοῦμε μαζί Του.
Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας
Ἀπολύτρωσις 67 (2012) 312-313
Σ᾿ ἕνα ἐπαρχιακό Γυμνάσιο ἡ φιλόλογος προσπαθεῖ νά παρουσιάσει στούς μαθητές τά στοιχεῖα τοῦ τέλειου ἀνθρώπου ὅπως αὐτά διαφαίνονται μέσα ἀπό τά κλασικά κείμενα.
Τελειώνοντας ὁμολογεῖ: «Ὅμως, παιδιά, οὐσιαστικά τέλειος ἄνθρωπος εἶναι μόνο ὁ Χριστός, διότι εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος».
Ὁ Βασίλης ἀπό τό τρίτο θρανίο, πού συνήθως πρόσεχαν οἱ ἄλλοι αὐτόν καί αὐτός κανέναν, σήκωσε τό χέρι καί, χωρίς νά περιμένει, εἶπε: «Τί λέτε, κυρία! Ἐγώ ξέρω κι ἕναν ἄλλο ἀναμάρτητο, τόν περσινό μας καθηγητή στά θρησκευτικά»!
Δέν ξέρω ἄν ἡ φιλόλογος ἦταν σέ θέση νά ἐκτιμήσει τό βάρος πού εἶχαν τά λόγια τοῦ Βασίλη, οὔτε κι ἄν ὁ ἴδιος καταλάβαινε πόση χάρη καί ἀλήθεια ἔκρυβε μέσα της αὐτή ἡ «βλάσφημη» διαπίστωσή του.
Ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι ὅτι ὁ περσινός του καθηγητής, ἔχοντας ἀσφαλῶς ἐγκατεστημένο στό δίσκο τῆς καρδιᾶς του τό ἱερό πρόγραμμα τοῦ προσωπικοῦ του ἁγιασμοῦ, κατάφερε μέσα σέ ἐννιά μῆνες νά προβάλει στό φωτεινό προτζέκτορα τῆς μορφῆς του ὁλόκληρο τό θεολογικό γνωστικό ἀντικείμενο, μέρος τοῦ ὁποίου κλήθηκε νά μεταφέρει στούς μαθητές.
Ἕνας ἀγωνιζόμενος ἄνθρωπος, καθώς κατατείνει νά ὁμοιάσει τοῦ Θεοῦ, λιτανεύει τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» μπροστά στίς εἰκόνες Του, τίς ὁποῖες ἄλλοι πασχίζουν μέ πολυμέσα καί ψευτομεθόδους νά τίς πείσουν γιά τήν τυχαία προέλευσή τους, τήν ἄσκοπη ὕπαρξή τους καί τόν μοιραῖο ἀφανισμό τους.
Ὅμοιο τοῦ Θεοῦ εἶδε τόν καθηγητή του ὁ ἀπρόσεκτος Βασίλης. Ἐμεῖς μελετώντας τόν πιστό ἀναγεννημένο ἄνθρωπο, τόν βλέπουμε νά σπάζει τά κτιστά του ὅρια καί νά ἀγγίζει, κατά χάρη, τή θέωση καί τήν ἀναμαρτησία.
Ὅσο κι ἄν δέν ξέρει ὁ Βασίλης, οἱ ἑπόμενοι δάσκαλοί του, ἄν δέν ἀκολουθοῦν τήν ἴδια διδακτική μέθοδο τοῦ περσινοῦ θεολόγου, ἄς μήν προσπαθήσουν νά τόν ἐπαναφέρουν στήν πρόσκαιρη, ἄρα ψεύτικη, πραγματικότητα. Ἄς τόν ἀφήσουν νά πλανιέται σ᾿ αὐτήν τήν τείνουσα πρός τήν ἀλήθεια διαπίστωσή του.
Πολλές φορές ὥς τώρα δίδαξε τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στήν Α΄ Γυμνασίου. Μετρᾶ τά δάχτυλα τῶν δυό χεριῶν της δυό φορές, καί πάλι λίγα τά βρίσκει... Τόσα πολλά χρόνια ἔχει στήν ἐκπαίδευση... Καί πάντα τά παιδιά ἀνταποκρίνονται τόσο πρόθυμα καί φιλότιμα μέ τίς ὡραῖες διδακτικές ἱστορίες πού μαθαίνουν: ἡ ζωή τῶν πρωτοπλάστων μέσα στόν Παράδεισο, ἡ ἱστορία τοῦ Ἰωσήφ, οἱ Ἰσραηλίτες στήν Αἴγυπτο, ἡ Ἔξοδος, ὁ Δεκάλογος, οἱ Κριτές...
Μά νά! Μ’ αὐτό τόν Δεκάλογο, πού αἰῶνες τώρα ρυθμίζει τή ζωή καί τίς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Δημιουργό του καί μέ τούς συνανθρώπους του, νιώθει φέτος ἰδιαίτερη δυσκολία. Τόνισε βέβαια ὅλες τίς ἐντολές στά παιδιά κι ἄρχισαν ἐκεῖνα φιλότιμα νά τίς μαθαίνουν ἀπ’ ἔξω μέ δικά τους λόγια. Σέ μιά ἐντολή σταμάτησε σκεφτική. Ἐκείνη πού πρώτη καθορίστηκε ἀπ’ ὅλες ὅσες μιλοῦν γιά τή στάση μας πρός τόν συνάνθρωπο. Ποιός ἄλλος εἶναι κοντινότερος γιά τόν καθένα μας ἀπό τούς ἴδιους τούς γεννήτορές μας; «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴ μητέρα σου». Νιώθει κάποια αὐθόρμητη ἀντίδραση: γιά ποιόν πατέρα καί ποιά μητέρα νά μιλήσει; Πολλοί ἀπό τούς μαθητές της -εἶναι τόσο συνηθισμένο ἄλλωστε στήν ἐποχή μας- δέν ζοῦν μέ τούς γονεῖς τους. Γιά πολλούς καί διαφόρους λόγους, μέ κύριο ἐκεῖνο τοῦ διαζυγίου καί τῆς μονογονεϊκῆς οἰκογένειας, λείπει ὄχι μόνον ὁ πατέρας, ἀλλά καί ἡ μάνα. Καί δέν εἶναι πιά σπάνιες οἱ περιπτώσεις παιδιῶν πού οἱ γονεῖς τους τά ἐγκατέλειψαν στούς παπποῦδες.
Πῶς νά παρατρέξει τήν περίπτωση τῆς πολυαγαπημένης μαθήτριάς της, τῆς Ἀλεξάνδρας; Ἀπό βρέφος τήν ἀνέλαβε ἡ γιαγιά...
- Ζῆ μαζί μου, ἀφ’ ὅτου γεννήθηκε, εἶπε ὅταν ἦρθε νά τή γράψει στό Γυμνάσιο.
Ἄγνωστος ὁ πατέρας, ἄφαντη ἡ μάνα τῆς μικρῆς Ἀλεξάνδρας, κι ἡ καθηγήτριά της σήμερα νά μιλᾶ γιά τήν τιμή στούς γονεῖς. Ἄ! ὄχι, ὁπωσδήποτε θά πρέπει καί κάτι ἄλλο νά προσθέσει, γιά νά ἁπαλύνει τό βάρος στήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ. Κάτι σχετικό θαρρεῖ πώς εἶχε διαβάσει στό χριστιανικό περιοδικό πού παίρνει. Ψάχνοντας σέ παλιότερα τεύχη, δέν ἀργεῖ νά βρεῖ ἕνα χαριτωμένο ἄρθρο πού μιλᾶ γιά κεῖνες τίς περιπτώσεις τῶν παιδιῶν πού δέν τά θώπευσαν τά μητρικά χέρια -ἀδιάφορο γιά ποιό λόγο- μά τά χέρια μιᾶς θετῆς μάνας, μιᾶς φιλόστοργης γειτόνισσας, μιᾶς γιαγιᾶς ἤ θείας ἤ τοῦ ἴδιου τοῦ πατέρα. Κι ἔνιωσαν μάνα τους τή μάνα ὅλων μας τή στοργική, παρηγορήτρα μάνα τοῦ Θεοῦ, τήν Παναγία μας.
Πόση ἔκπληξη καί συγκίνηση δοκίμασε τήν ἄλλη μέρα! Ἀφοῦ διαβάστηκε τό παρήγορο ἄρθρο, τήν πλησίασε στό τέλος ἡ Ἀλεξάνδρα καί τῆς εἶπε μ’ ἕνα γλυκό χαμόγελο, πού δέν ἄφηνε περιθώρια γιά κάποια κακή σκέψη ἤ μεμψιμοιρία:
- Κυρία, θά μπορούσατε νά μοῦ τό δώσετε νά τό ξαναδιαβάσω;
- Βέβαια, εὐχαρίστως! Λέω μάλιστα νά τό δείξεις καί στή γιαγιά.
- Αὐτό ἔχω σκοπό νά κάνω. Πάντα μοῦ ζητᾶ νά διαβάσει ὅ,τι μοῦ δίνουν καί στό Κατηχητικό Σχολεῖο.
- Μπράβο σου, Ἀλεξάνδρα μου!
- Κυρία, νά σᾶς πῶ καί κάτι ἄλλο; Στίς 2 Φεβρουαρίου δέν εἶναι ἡ γιορτή τῆς μητέρας γιά τήν Ἐκκλησία; Ἔ! λοιπόν, ἐγώ ἐκείνη τή μέρα ἔχω τά γενέθλιά μου...
Χαμογέλασε ἡ μικρή μαθήτρια, χαιρέτησε κι ἔφυγε, ἀφήνοντας τήν καθηγήτριά της στούς δικούς της προβληματισμούς.
Εἶχε μαστόρους ἡ Ζωή στό σπίτι. Γενική ἀνακαίνιση. Εἶχε καί δυό παιδιά πού πήγαιναν σχολεῖο. Ποῦ νά σταθοῦν νά διαβάσουν! Διαλυμένα ἔπιπλα, σκόρπια οἰκοδομικά ὑλικά, ἐργαλεῖα...
Παρ᾿ ὅλα αὐτά φρόντισε νά μήν ἀπουσιάσουν ἀπό καμιά τους δραστηριότητα. Τά ἔπαιρνε ἀπ᾿ τό χέρι καί ξεκινοῦσαν ἀπό τό πρωί μαζί τό μαραθώνιό τους. Πρῶτα σχολεῖο, ἔπειτα φροντιστήρια ξένων γλωσσῶν, στή συνέχεια στό κολυμβητήριο, μετά στό ὠδεῖο, σέ δυό δημοτικούς χορούς. Μήπως ξεχάσαμε τίποτε; Ἄ, ναί! Καί στό μπάσκετ τήν Κυριακή τό ἀγόρι καί στό βόλεϋ τό κορίτσι.
Κάποια μέρα, ὅταν ἔφυγαν οἱ μάστορες κι ἔλαμψε τό σπίτι ἀπό πάστρα καί καθαριότητα, ἡ καινούργια δασκάλα τῆς κόρης της τῆς εἶπε:
- Θά ᾿θελες νά μοῦ στείλεις τή Σπυριδούλα στό Κατηχητικό;
- Μπά, εἶναι μακριά ἡ ἐκκλησία (βέβαια δέν τῆς φανέρωσε πώς ἡ ἀπόσταση τοῦ γυμναστηρίου καί τοῦ κολυμβητηρίου ἦταν πενταπλάσια).
- Τό κατηχητικό γίνεται σέ μιά αἴθουσα τοῦ σχολείου μας, ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό τό λόγο, συνέχισε ἡ δασκάλα.
- Ἄ, ὄχι, κ. Χριστίνα, δέ γίνεται. Ἄς μήν τήν παραφορτώσω τήν καημένη. Δέ μένει καιρός, πιστέψτε με, ἀπάντησε κοφτά ἡ Ζωή.
- Δέ θά ᾿θελες νά ᾿ναι κάπου ἀνάμεσα σ᾿ ἐκεῖνα τά παιδιά; τή ρώτησε ἡ δασκάλα δείχνοντάς της μιά εἰκόνα πού εἶχε στόν τοῖχο μέ τόν Κύριο καί τά παιδιά στήν ἀγκαλιά του.
- Μά κι ἐγώ χριστιανή εἶμαι. Δέν εἶμαι ἄθεη. Καί τά παιδιά μου τά βάπτισα.
- Ξέρεις πῶς εἶναι αὐτό πού μοῦ λές; «Ἔγραψα τό παιδί μου στό σχολεῖο, ἀλλά τό πηγαίνω στό πάρκο».
Θά τό ἔκανες ποτέ αὐτό; Μποροῦν νά ἀναπληρώσουν ὅλες οἱ πολιτιστικές δραστηριότητες τίς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς ἑνός βαπτισμένου παιδιοῦ;
Δέν ξέρω τί ἀποφάσισε ἡ κ. Ζωή γιά τά παιδιά της, ἀλλά κατάλαβα πώς ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται σέ ὅλες τίς ἐποχές μέ τόν ἴδιο τρόπο. Γι᾿ αὐτό μοῦ φάνηκε πάρα πολύ ἐπίκαιρος ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, καθώς σέ διάφορες ὁμιλίες του ἀπευθύνεται στούς γονεῖς.
Γράφει λοιπόν ὁ ἱερός πατέρας ἀνάμεσα στά ἄλλα: «Σᾶς εἶπα κι ἄλλη φορά, ὅτι ὁ λόγος πού τό κακό γίνεται δυσκολοξερίζωτο, εἶναι ὅτι κανείς δέν φροντίζει τά παιδιά του, κανείς δέν τούς μιλᾶ γιά τήν ἁγνότητα, κανείς γιά σωφροσύνη, κανείς γιά νά περιφρονοῦν τό χρῆμα καί τή δόξα, κανείς δέν τούς λέει αὐτά πού προστάζουν οἱ Γραφές.
Ὅταν, λοιπόν, τά παιδιά ἀπό τήν πρώτη ἡλικία δέν ἔχουν δασκάλους, τί θά γίνουν; Ἀφοῦ μερικοί μαθαίνουν τό καλό ἀπό τότε πού θά γεννηθοῦν μέχρι τά γηρατειά τους κι ὅμως δέν τό κατορθώνουν, αὐτοί πού ἀπό τήν ἀρχή τῆς ζωῆς τους συνηθίζουν ν᾿ ἀκοῦνε τό κακό, ποιό κακό δέν θά πράξουν; Κι ὅμως τώρα καθένας κάνει ὅ,τι μπορεῖ γιά νά μορφώσει τά παιδιά του μέ τέχνες καί γράμματα καί λόγια, μά γιά τό πῶς θά γυμνάσει τήν ψυχή τους στήν ἀρετή κανείς δέν δίνει σημασία.
Ὅταν τά ὁδηγεῖτε στά θέατρα, δέν προβάλλετε γιά δικαιολογία οὔτε τά μαθήματα οὔτε τίποτε ἄλλο. Ὅταν ὅμως χρειάζεται νά ὠφεληθοῦν καί νά κερδίσουν κάτι ἀπό τά πνευματικά, προφασίζεσθε ὅτι εἶναι ἀπασχολημένα.
Δέν ἐξοργίζετε ἔτσι τόν Θεό, ὅταν γιά ὅλα τ᾿ ἄλλα εὐκαιρεῖτε καί ἀφιερώνετε χρόνο, τό νά ἐπιδίδονται ὅμως τά παιδιά στά δικά του τό νομίζετε ἐνοχλητικό καί ἀναχρονιστικό;
Τίποτε πιό σπουδαῖο δέν θά κατορθώσεις, ἄν τοῦ μάθεις τέχνη καί κοσμική παιδεία γιά ν᾿ ἀποκτήσει χρήματα, ὅσο ἄν τοῦ διδάξεις τήν τέχνη γιά νά περιφρονήσει τά χρήματα. Ἄν θέλεις νά τό κάνεις πλούσιο, αὐτό κάμε. Διότι πλούσιος δέν εἶναι αὐτός πού ἔχει ἀνάγκη τά πολλά λεφτά καί τόν τριγυρίζουν πολλά ἀγαθά, ἀλλά ἐκεῖνος πού δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίποτε. Μήν ἀναζητᾶς πῶς νά τό κάνεις νά προκόψει στά κοσμικά διδάγματα καί νά τό καταντήσεις φιλόδοξο, ἀλλά φρόντισε πῶς νά τό διδάξεις νά περιφρονεῖ τή δόξα σ᾿ αὐτή τή ζωή.
Ἀπό πουθενά ἀλλοῦ δέν προέρχεται ἡ διαστροφή τῶν παιδιῶν, παρά ἀπό τό ὑπερβολικό ἐνδιαφέρον γιά τά βιοτικά.
Ἡ πραγματική σοφία καί ἡ ἀληθινή μόρφωση εἶναι ὁ σεβασμός πρός τόν Θεό. Δέν νομοθετῶ νά παραμένουν ἀμόρφωτα τά παιδιά. Ἀλλά ὁ ἔρωτας τῶν χρημάτων ὅλα τά ἀνέτρεψε καί κατέστρεψε καί ἀπομάκρυνε τόν ἀληθινό φόβο τοῦ Θεοῦ καί κατέλαβε τίς ἀνθρώπινες ψυχές, ὅπως ἀκριβῶς κάποιος τύραννος κατακυριεύει μιά ἀκρόπολη. Γι᾿ αὐτό ἀδιαφοροῦμε καί γιά τή σωτηρία τῶν παιδιῶν μας καί γιά τή δική μας, ἔχοντας μόνο ἕνα σκοπό: πῶς νά γίνουμε πλουσιότεροι καί ν᾿ ἀφήσουμε τόν πλοῦτο μας στούς ἄλλους καί ἐκεῖνοι πάλι σέ ἄλλους καί οἱ μετά ἀπό ἐκείνους στούς μετά ἀπ᾿ αὐτούς· καί γινόμαστε ἔτσι ὄχι κύριοι ἀλλά μεταβιβαστές τῶν χρημάτων καί τῶν κτημάτων μας.
Δέν παύω νά σᾶς συμβουλεύω καί νά σᾶς παρακαλῶ καί νά σᾶς ἐξορκίζω, πρίν ἀπό κάθε ἄλλο νά δώσετε ἀνατροφή στά παιδιά σας. Ἄν τό πονᾶς τό παιδί σου, φανέρωσέ το μ᾿ αὐτό. Ἐσύ πρῶτος χαίρεσαι τά ἀγαθά, ὅταν ἔχεις καλό γιό κι ἔπειτα ὁ Θεός. Κοπιάζεις γιά τόν ἑαυτό σου.
Πολύ περισσότερο φροντίζουμε γιά τούς ὄνους καί τούς ἵππους, παρά γιά τά παιδιά. Ἐνῶ φροντίζουμε γιά καλό ὀνηγό, γιά τή διαπαιδαγώγηση τῆς ψυχῆς τοῦ παιδιοῦ διαλέγουμε, ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε, ὅποιον βρεθεῖ μπροστά μας.
Τί μπορεῖ ὅμως νά ἐξισωθεῖ μέ τό νά διαμορφώσεις τήν ψυχή τοῦ νέου καί νά διαπαιδαγωγήσεις τό χαρακτήρα του; Ἐμεῖς ὅμως ἀποβλέπουμε πῶς νά ἐξασκηθεῖ στή γλώσσα, πῶς νά μαθαίνει νά ὁμιλεῖ, ὄχι γιά νά μπορεῖ νά ὁμιλεῖ, ἀλλά γιά νά κερδίζει χρήματα.
Νά τούς δώσουμε τό παράδειγμα, νά τά κάνουμε νά συνηθίζουν ἀπό μικρή ἡλικία στήν ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν.
Διότι, καί ἄν ἀκόμα ἡ προσωπική μας ζωή εἶναι πολύ καλά τακτοποιημένη, ὅταν ἀδιαφοροῦμε γιά τή σωτηρία τῶν παιδιῶν, θά τιμωρηθοῦμε πολύ φοβερά.
Μέ ἀγωνία, ὄνειρα καί ἐλπίδες γιά τήν πρόοδο τῶν παιδιῶν καί μαθητῶν μας, ἀρχίζουμε τή νέα σχολική χρονιά. Ἄραγε πῶς θά κυλήσει; Τά παιδιά μας θά μπορέσουν νά ἀνταποκριθοῦν στίς ἀπαιτήσεις τοῦ σχολείου ἤ θά ματώσουν καί θά πληγωθοῦν στόν ἀγώνα τους αὐτό, καί ἀπογοητευμένα θά ἐγκαταλείψουν κάθε προσπάθεια;
Εἶναι γεγονός ἀναμφισβήτητο ὅτι ἡ ἀνάγκη γιά μάθηση καί γνώση εἶναι ἔμφυτη στόν ἄνθρωπο. Ἄν ὅμως τό παιδί μας δείχνει ἀπροθυμία γιά τό σχολεῖο, τά βιβλία καί τά γράμματα, ἄς μή βιαστοῦμε νά τό χαρακτηρίσουμε ὡς τεμπέλη ἤ ἀνίκανο νά μάθει γράμματα. Ὅλα τά παιδιά πού ἔχουν κανονική νοημοσύνη ἔχουν δυνατότητα νά προχωρήσουν ὁμαλά στή μαθησιακή διαδικασία. Κουτά παιδιά δέν ὑπάρχουν. Αὐτό πού τόσο εὔκολα λέμε «δέν παίρνει τά γράμματα» δέν ἔχει σχέση τόσο μέ τήν κληρονομικότητα ὅσο μέ τή στάση καί διάθεση τοῦ παιδιοῦ ἀπέναντι στό σχολεῖο, καθώς καί μέ τήν ἀξιοποίηση τῶν ἔμφυτων δυνατοτήτων του. Γιά τή διανοητική ἀνάπτυξή του εἶναι ἀπαραίτητη μία ἀγωγή πού νά ἐξασφαλίζει στό παιδί μας ψυχική ὑγεία μέ δύναμη θέλησης, θάρρος, αὐτοπεποίθηση καί κοινωνικό αἴσθημα εὐθύνης σέ συνδυασμό μέ τή συστηματική ἄσκηση πού γίνεται στό σχολεῖο.
Γιά νά πετύχει ὅμως καί νά εὐδοκιμήσει κάθε τέτοια προσπάθεια σωστῆς καί ὑπεύθυνης ἀγωγῆς, βασική προϋπόθεση εἶναι ἡ ἀγάπη. Παιδιά πού δέν βιώνουν τή στοργή καί τήν ἀγάπη, «τή ζεστασιά τῆς οἰκογένειας», ὑποφέρουν ἀπό δειλία, ἄγχος, καί προσβάλλονται ἀπό διάφορες ἀρρώστιες πού ἡ κύρια αἰτία τους εἶναι τά ψυχολογικά προβλήματα καί οἱ ψυχικές τους δυσκολίες. Δεκατετράχρονος μαθητής Γυμνασίου αὐτοκτόνησε μέ τό κυνηγετικό ὅπλο τοῦ πατέρα του, ἀφήνοντας τό ἑξῆς σημείωμα: «Δέν μέ ἀγαποῦσαν οἱ γονεῖς μου κι ἄς μοῦ ἔδιναν χρήματα κι ἄς ἱκανοποιοῦσαν καί τά πιό ἀκριβά μου γοῦστα. Ποτέ τους ὅμως δέν μέ χάιδεψαν. Ποτέ τούς δέν εἶδαν ὅτι χρειαζόμουν λίγη στοργή, κάποια ἐνθάρρυνση. Ποτέ δέν εἶχαν χρόνο γιά μένα».
Ἀκόμη μεγαλύτερη ἔλλειψη στοργῆς νιώθουν τά παραμελημένα, τά ἐξώγαμα, τά ὀρφανά, τά παιδιά διαζευγμένων οἰκογενειῶν. Αὐτά τά παιδιά πού δέν γνώρισαν τή στοργή τῆς μάνας, τή θαλπωρή τῆς οἰκογένειας, τή ζεστασιά τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ αἰσθάνονται ἀδικημένα ἀπό τή ζωή, δέν ἔχουν τήν αἴσθηση τῆς εὐθύνης καί σιγουριᾶς, γι᾿ αὐτό συνήθως εἶναι φοβισμένα καί ἀπογοητευμένα. «Μερικές φορές», λέει ὁ Adlerἶ, «παίρνουν μία στάση ἀμυντική, ἐνίοτε καί ἐχθρική ἀπέναντι στήν κοινωνία καί στούς ἀνθρώπους». Ἄν στά παιδιά αὐτά προσφέρει κάποιος ἀληθινό στήριγμα, ἄν τούς προσφέρει τό αἴσθημα τῆς ἀσφάλειας καί σιγουριᾶς, τότε θά μπορέσουν νά ἀγαπήσουν τά γράμματα καί νά παρουσιάσουν ἱκανοποιητική ἐπίδοση στό σχολεῖο.
Ἐχθρική στάση ὅμως ἀπέναντι στούς ἄλλους παίρνουν καί κάποιοι ψευτονταῆδες, ψευτοπαλληκαράδες, διότι κάποιοι ἴσως ἀπό κακῶς ἐννοούμενη ἀγάπη- τούς στέρησαν κάθε ἰκμάδα ζωντάνιας, δύναμης· τούς στέρησαν τή δυνατότητα νά γίνουν πραγματικά παλληκάρια. Στό ὄνομα τῆς (παθολογικῆς) ἀγάπης τούς στέρησαν τό δικαίωμα τῆς ἀνεξάρτητης λειτουργίας. Θεωρώντας τους ἀνώριμους, «παιδιά ἀκόμη», δέν τούς ἐπέτρεπαν νά ἐκφρασθοῦν ἐλεύθερα, νά ποῦν αὐτό πού σκέφτονταν ἤ ἔνιωθαν. Οἱ γονεῖς ἔπαιρναν ὅλες τίς σημαντικές γιά τή ζωή τους ἀποφάσεις. Τά ᾿καναν, ἔτσι, «παιδιά τοῦ θερμοκηπίου». Τό βιβλίο τῆς Εἰρήνης Μάρρα «Τά δαντελένια χέρια» μιλᾶ γιά ἕνα τέτοιο παιδί πού ἡ μητέρα του, ἀπό τή λαχτάρα της νά μήν κουρασθοῦν καί ταλαιπωρηθοῦν τά χεράκια τοῦ ἀγαπημένου της μοναχογιοῦ, τοῦ ᾿πλεξε ἕνα ζευγάρι πανέμορφα γάντια. Τοῦ στέρησε ἔτσι τήν ὀμορφιά τοῦ ἀγώνα, κάνοντάς τον ἕνα ἀνεύθυνο καί ἀδύναμο πλάσμα, ἕναν ἄνθρωπο πού ἐξαιτίας τῶν γαντιῶν οὔτε τή θητεία του στό στρατό μπόρεσε νά ὑπηρετήσει οὔτε ὅμως καί νά συνεργασθεῖ μέ ἄλλους, προσφέροντας στό στίβο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Πῶς τώρα ἕνα τέτοιο παιδί θά μπορέσει νά ἐνταχθεῖ σέ ἕνα κοινωνικό σύνολο, σέ ἕνα σχολεῖο μέ δασκάλους καί συμμαθητές, πού σίγουρα δέν θά τοῦ δείξουν αὐτή τήν ὑπερβολική ἀγάπη; Θά νιώσει τότε σάν τό ψάρι ἔξω ἀπό τό νερό, φοβισμένο καί ἀδύναμο, χωρίς πίστη στόν ἀγώνα του, χωρίς σταθερότητα. Ἕνας μαθητής χωρίς σταθερή ἐπίδοση καί ἕτοιμος τήν κάθε στιγμή νά ἀναζητήσει ἀπό ἄλλους τή λύση καί τοῦ πιό ἁπλοῦ προβλήματος.
Τό πρόβλημα τῆς παιδείας εἶναι τό πρόβλημα τῆς ζωῆς καί κάτω ἀπ᾿ αὐτήν τήν προοπτική τό ἐπεξεργάστηκαν στό νοῦ τους, τό βίωσαν καί τό προσέφεραν στή συνέχεια μέ τή λύση του στήν ἀνθρωπότητα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες.
«Κάμετε τήν ἐκπαίδευση ὅπλο γιά τή δικαιοσύνη καί ὄχι ὅπλο γιά τό θάνατο», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἡ δικαιοσύνη ἐδῶ ἔχει μία εὐρύτερη ἔννοια καί πρέπει νά νοηθεῖ ὡς τρόπος ζωῆς πού ἐξισορροπεῖ τίς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἑαυτό του, μέ τόν συνάνθρωπο καί μέ τόν Θεό. Ἔτσι ἐπιτυγχάνεται μιά καθολική σύλληψη τοῦ κόσμου. Καί ἡ παιδεία δέν εἶναι ἕνας τομέας τῆς ζωῆς μας ἀλλά ὁλόκληρη ἡ ζωή μας. Ἔτσι τήν εἶδαν οἱ τρεῖς φωστῆρες τῆς οἰκουμένης.
Στή συνέχεια θά δώσουμε μερικά μόνο δείγματα ἀπόψεων πάνω σέ λεπτομέρειες πού ἀφοροῦν ἰδιαίτερα στήν παιδεία ὡς σχολική παίδευση καί θά τήν ἀντιπαραθέσουμε μέ ἀπόψεις πού πηγάζουν ἀπό τή σημερινή πράξη. «Ὁ μαθητής πρέπει πρῶτα ν᾿ ἀποκτήσει ἀσφαλῆ καί βεβαία γνώση τῶν διδαχθέντων καί μετά νά δέχεται νέο μάθημα», λέγει ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Ἀνάλογες μέ τόν Χρυσόστομο ἰδέες ἔχουν ὁ Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ προτιμότερο τό λίγο καί ἀσφαλέστερο ἀπ᾿ τό πολύ. Φέρνει κι ἕνα παράδειγμα ἀπό τή φύση. Δέν εἶναι ὠφελιμότερη, λέγει, ἡ ραγδαία βροχή ἀπό τήν ἤρεμη, διότι ἐκείνη παρασύρει τό χῶμα, ἐνῶ αὐτή μπαίνει βαθιά καί τό κάνει γόνιμο.
Σήμερα, βέβαια, ἐμεῖς πιστεύουμε πώς ὁ μαθητής ἔχει σιδερένια νεῦρα. Μπορεῖ π.χ. ὁ φοιτητής πού πῆρε τίς σημειώσεις μία ἑβδομάδα πρό τῶν ἐξετάσεων νά διαβάζει μονορούφι δεκάδες ἤ ἑκατοντάδες σελίδες.
Ὁ Χρυσόστομος πάλι τονίζει ὅτι οἱ μαθητές δέν πρέπει νά διδάσκονται ὅσα θέλει ὁ δάσκαλος, ἀλλά ὅσα αὐτοί εἶναι ἱκανοί νά ἀφομοιώσουν.
Καί τί ν᾿ ἀπαντήσουμε σ᾿ αὐτό πού προτείνει ὁ Μ. Βασίλειος, ὅτι δηλαδή ἡ διδασκαλία τῶν ὠφελίμων πρέπει νά γίνεται μέ τέρψη, ἐφόσον ὅ,τι διδάσκεται μέ τέρψη καί χάρη παραμένει μόνιμα; Στά σημερινά σχολεῖα καί στά πανεπιστήμια ἡ μόνη σχεδόν τέρψη πού ἀπόμεινε εἶναι μιά ἀποχή, μιά διαμαρτυρία, μιά κατάληψη!
Ὁ διορατικός Γρηγόριος προτείνει ὁ δάσκαλος νά διακρίνει ἔγκαιρα τίς κλίσεις τῶν μαθητῶν καί νά ὑποδεικνύει στούς ἐφήβους ποιά ἐπαγγέλματα πρέπει ν᾿ ἀκολουθήσουν, ἀφοῦ ὅ,τι γίνεται κατά τίς ὑποδείξεις τῆς φύσεως πετυχαίνει, ἐνῶ ὅ,τι εἶναι ἀντίθετο ἀποτυγχάνει.
Γιά τούς καθηγητές καί δασκάλους ὁ Μ. Βασίλειος παρατηρεῖ: «Ὁ δάσκαλος πρέπει νά ἔχει γνώσεις τῆς ψυχολογίας τοῦ ἀνθρώπου, τῶν ἁγίων Γραφῶν, νά εἶναι ἀκέραιος στό χαρακτήρα, ἀμνησίκακος, ἀκενόδοξος, νά ἔχει τελικά κάτι τό θεϊκό μέσα του». Σύμφωνα δέ μέ τή γνώμη τοῦ Γρηγορίου τό νά ἐπιχειρεῖ κανείς νά παιδεύει ἄλλους, πρίν αὐτός παιδευτεῖ ἀρκετά, εἶναι τολμηρό καί ἀνόητο.
Τέλος, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες πιστεύουν ὅτι ἡ ἀγάπη, πού τό γνήσιο εἶδος της μόνο στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά καλλιεργηθεῖ, εἶναι τό μεγάλο ἀτού τῆς παίδευσης.
Σήμερα ἡ μόρφωση εἶναι καρπός διανοητικῆς ἤ τεχνοκρατικῆς ἀσκήσεως. Ὅμως ὁ Μ. Βασίλειος γράφει: «Εἶναι καλύτερο καί συμφερότερο νά ᾿ναι κανείς ἁπλός καί ὀλιγογράμματος καί μόνο μέ τήν ἀγάπη νά πλησιάζει τόν Θεό, παρά νά ᾿ναι πολυμαθής, νά νομίζει ὅτι εἶναι ἔμπειρος, καί ν᾿ ἀποδεικνύεται ὑβριστής τοῦ Θεοῦ». Κι ἄν ἡ ἀγάπη -πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον- εἶναι ἕνας ἀπό τούς στόχους τῆς ἀληθινῆς παιδείας θεωρεῖται ἐπίσης καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή σωστή ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στόν δάσκαλο καί τόν μαθητή.
Ἡ παιδεία, ὅπως σημειώνει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, εἶναι «τῶν παρ᾿ ἡμῖν ἀγαθῶν τό πρῶτον». Γι᾿ αὐτό ἀπαιτεῖ καί τήν πρέπουσα προσοχή τόσο ἀπό τήν πολιτεία ὅσο καί ἀπό ὅλους μας, γιά νά βγεῖ ἀπό τίς ἐπικίνδυνες στενωπούς καί νά «πάρει τό δρόμο της»· τό δρόμο πού σηματοδοτοῦν οἱ παραδόσεις τοῦ Γένους μας. Καί ἐδῶ οἱ οἰκουμενικοί διδάσκαλοι ἔχουν τόν κύριο λόγο.