Ὅλα μου τά ρωτήματα καί τίς παιδικές μου ἀπορίες τά ἔλεγα ἀπό μωρό στή μάνα μου. Ἡ μάνα μου πῆγε ὥς τήν τρίτη τάξη τοῦ Δημοτικοῦ, μά γιά μένα εἶχε μιά σοφία σπάνια. μέ τά παιδικά μου μάτια τήν ἔβλεπα πάνσοφη.
- Εἶναι ἀλήθεια, μάνα μου, πώς ἡ Παναγιά κάνει πολλά θαύματα; τή ρώτησα μιά μέρα.
- Ἀλήθεια εἶναι, κόρη μου, μ᾿ ἀπάντησε καί τό βλέμμα της εἶχε μιά τέτοια σιγουριά πού μ᾿ ἔκανε νά τήν ξαναρωτήσω.
- Ξέρεις ἐσύ κανένα;
Μέ κοίταξε χαμογελαστή κι ὕστερα, δίχως ν᾿ ἀφήσει τό κέντημά της, ἄρχισε νά μοῦ διηγεῖται μέ κείνη τή γλυκειά κατανυκτική φωνή της:
«Ἐδῶ στό χωριό μας ζοῦσε μιά νέα πού ὀρφάνεψε πολύ μικρή ἀπό μάνα. Μιά φωτισμένη γριά τήν παρηγόρησε καί τῆς ἔμαθε νά ἔχει γιά μάνα της τήν Παναγιά. Ἔτσι ἡ μικρή, κάθε πού πλήγωνε κάτι τήν καρδούλα της, ἔτρεχε στό ἐκκλησάκι τῆς Παναγιᾶς καί τῆς τό ἔλεγε. Μιά μέρα ἔκλαψε πολύ μπροστά στό εἰκόνισμά της, ἐπειδή ἕνα παιδί τήν κορόιδεψε πού δέν εἶχε μάνα. Ἔκλαψε τόσο πού δέν ἔβλεπε πιά ἀπό τά δάκρυα καί, χωρίς νά τό πολυσκεφτεῖ, πῆρε στά χέρια της τήν “ποδιά” ἀπό τό εἰκόνισμα καί σκούπισε τά μάτια της. Τήν ἄλλη μέρα μιά γυναίκα τή μάλωσε γι᾿ αὐτό, μά ἡ καλή γριά τῆς εἶπε πώς τῆς Παναγιᾶς δέν τῆς κακοφάνηκε καθόλου.
Περνοῦσαν τά χρόνια καί μεγάλωνε τό κοριτσάκι κι ὅλοι εἶχαν νά λένε γιά τήν ὀμορφιά καί τή φρονιμάδα του. Ὁ πατέρας της καί τά δυό ἀδέλφια της τήν καμάρωναν· κι ἐκείνη ὅμως δέν τούς χαλοῦσε ποτέ χατίρι. Ἄλλον ἀπ᾿ αὐτούς, τή γριά καί τήν Παναγιά δέν εἶχε σ᾿ αὐτό τόν κόσμο.
Στά δεκάξι της χρόνια ἄρχισαν οἱ νέοι τοῦ χωριοῦ νά τή γλυκοκοιτάζουν, μά κείνη δέν σήκωνε τό βλέμμα σέ κανέναν. Ὥσπου μιά μέρα ἕνας ξενοχωρίτης τήν εἶδε καί τό ᾿βαλε σκοπό νά τήν πάρει.
Ὁ πατέρας της τό ἔβλεπε πώς ἦταν μικρή, μά ὁ ξενοχωρίτης βιαζόταν. Καί εἶναι ἀλήθεια πώς ἦταν πολύ πλούσιος καί πώς ἦταν καί λεβέντης. Καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα τή ζητοῦσε δίχως προίκα.
Πῆγε κι ἦρθε πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος καί ὁ πατέρας λύγισε.
- Πάρ᾿ τονα, κόρη μου, τῆς εἶπε, κι ἐκείνη πού ἔβλεπε τή λεβεντιά του δέν τῆς φάνηκε καί ἄσχημη ἡ ἰδέα τοῦ πατέρα.
- Ἄσε με λίγες μέρες ἀκόμα νά τό σκεφτῶ, τ᾿ ἀπάντησε κι ἔπειτα ἔτρεξε στή γριά.
- Πές μου, γιαγιά, νά τόν πάρω; τή ρώτησε γεμάτη ἀγωνία.
- Ἐμένα μή μέ ρωτᾶς, κόρη μου· τή μάνα σου πήγαινε ρώτα.
Ἔτρεξε ἡ νέα στήν Παναγιά καί γονάτισε μπροστά στό εἰκόνισμά της.
- Φανέρωσέ μου τί πρέπει νά κάνω. Θά περιμένω ὥς τό πανηγύρι σου.
Γύρισε σπίτι της γαληνεμένη. Ἄλλες πέντε μέρες καί θά γιόρταζαν τό Δεκαπενταύγουστο. Ὥς τότε ἦταν σίγουρη πώς ἡ Παναγιά θά τῆς φανέρωνε τί ἔπρεπε νά κάνει. Ἡ κοπέλα, σάν ὅλες τίς κοπέλες, ἄρχισε νά κάνει μέ τό νοῦ της ὄνειρα. Νά φαντάζεται τόν ἑαυτό της νυφούλα δίπλα σέ κεῖνο τό ὄμορφο παλληκάρι. Καί περίμενε, περίμενε νά περάσουν οἱ πέντε μέρες γιά νά πεῖ τό «ναί!».
Ἀνήμερα τῆς Παναγιᾶς τά μάγουλά της ἦταν ἀναψοκοκκινισμένα ὅσο ποτέ. Θά ἔδινε τήν ἀπάντησή της τό μεσημέρι στό τραπέζι. Σάν ἦρθε ἡ ὥρα γιά φαγητό, δέν πρόλαβαν καλά-καλά ν᾿ ἀρχίσουν νά τρῶνε κι εἶδαν νά στέκεται στήν ἀνοιχτή ἐξώπορτά τους ἕνας ἄγνωστος παπάς. Σηκώθηκαν ὅλοι μέ σεβασμό καί μ᾿ ἀπορία. Μπῆκε ὁ παπάς καί κάθισε μαζί τους στό τραπέζι.
- Ἔμαθα πώς ἕνας νέος ἀπ᾿ τό χωριό μας ζητᾶ τήν κόρη σου, εἶπε ἀπευθυνόμενος στόν πατέρα της κι ἐκείνη ἔγινε κατακόκκινη.
- Ναί, πάτερ μου, ἀπάντησε σχεδόν ψελλίζοντας ἀπό τό ξάφνιασμά του ὁ πατέρας.
- Δέν ξέρω, παιδί μου, ἄν μοῦ πέφτει λόγος ἤ ὄχι, μά δέν μ᾿ ἀφήνει ἥσυχο ἐδῶ καί πέντε μέρες ἡ Παναγιά.
Κάθε βράδυ ἔρχεται στόν ὕπνο μου καί μοῦ λέει: “Νά πᾶς νά τούς τό πεῖς”.
- Μά τί πρέπει νά μᾶς πεῖς, πάτερ; ρώτησε μέ ἀγωνία πιά ὁ πατέρας.
- Ὁ νέος, πού ζητᾶ τό κορίτσι, εἶναι μάρτυρας τοῦ Ἰεχωβᾶ, εἶπε ὁ παπάς καί κοίταξε κατάματα τό κορίτσι.
Ἐκείνη βούρκωσε. Ἐπειτα σταυροκοπήθηκε, σηκώθηκε, πλησίασε τόν παπά καί πῆρε τό χέρι του καί τοῦ τό φίλησε.
- Μή λυπᾶσαι, κόρη μου, καί μήν κλαῖς, τῆς εἶπε. Ὁ Θεός θά σοῦ στείλει κάτι καλύτερο.
- Δέν κλαίω ἀπό λύπη, πάτερ μου. Κλαίω ἀπό συγκίνηση· κλαίω ἀπό εὐγνωμοσύνη γιά τό θαῦμα τῆς Παναγιᾶς.
Ἔφυγε ὁ παπάς κι ἔμεινε μόνη της ἡ οἰκογένεια. Κι ὁ πατέρας πῆρε τήν κόρη του στήν ἀγκαλιά του.
- Θά τοῦ μηνύσω πώς τήν κόρη μου θά τή δώσω σέ κάποιον πού προσκυνᾶ τήν Παναγιά, γιατί πάνω ἀπ᾿ ὅλα στή ζωή της ἔχει τόν Θεό καί τή μάνα Του».
................................................................
Ἡ μάνα μου σταμάτησε νά μιλᾶ καί τά μάτια της ἦταν δακρυσμένα. Περίμενα νά ξαναμιλήσει. Μ᾿ ἔτρωγε ἡ περιέργεια, μά ἐκείνη σώπαινε.
- Τῆς ἔστειλε ὕστερα ἡ Παναγιά ἄλλον πιό πλούσιο; τή ρώτησα δειλά.
- Τῆς ἔστειλε ἕναν πολύ-πολύ φτωχό...
- Καί δέν ἔγινε ποτέ πλούσια; ρώτησα μ᾿ ἀπογοήτευση.
- Πλούσιος εἶναι, κόρη μου, ἐκεῖνος πού ἔχει πάντα δίπλα του τόν Θεό καί τήν Παναγιά, μ᾿ ἀπάντησε μέ σιγουριά.
Κι ἐγώ τότε ἔνιωσα νά μ᾿ ἀνοίγουν τά μάτια.
- Ἐσύ, ἐσύ ἤσουν τό κορίτσι! φώναξα καί δέν περίμενα τήν ἀπάντησή της.
Ἀπό τότε ποτέ δέν προβληματίστηκα ἄν κάνει ἤ ὄχι θαύματα ἡ Παναγιά. Μοῦ τό βεβαίωσε ἡ μάνα μου!
Ἑ.Β.