- Ἄσε με, μάνα, σοῦ λέω, δός μου τήν εὐχή σου! Μή μέ κρατᾶς ἄλλο δεμένο στά φουστάνια σου. Δέν τό βλέπεις, λοιπόν, πώς ἔγινα πιά ἄντρας;
Τά λόγια τοῦ Μιχάλη χτύπησαν σάν μαχαιριά στήν καρδιά τῆς μάνας.
- Τό ξέρω, παιδί μου, τό βλέπω. Κάνε ὅμως λιγάκι ἀκόμα ὑπομονή νά βγεῖ ὁ βαρύς χειμώνας, νά μπεῖ ἡ ἄνοιξη. Ἔτσι ἄμαθος καθώς εἶσαι, θ᾿ ἀρρωστήσεις πάνω στό βουνό.
Ὁ Μιχάλης κοίταξε ἤρεμος πιά τή μάνα του.
- Καλά, λοιπόν, θά περιμένω τήν ἄνοιξη. Μά ξέρε το, ἄλλο πιά δέν μπορῶ νά καρτερῶ. Ἄν ἔρθει ἡ ἄνοιξη καί δέν μοῦ δώσεις τήν εὐχή σου, θά φύγω καί δίχως αὐτήν.
Τόν εἶδε νά βγαίνει ἀπό τό ξεπόρτι της ἡ κυρα-Βασιλική καί σφίχτηκε ἡ καρδιά της. Δίκιο εἶχε τό παιδί. Ὄχι μόνο μεγάλωσε, μά ἔγινε καί λεβέντης. Ἔπειτα ὅλοι οἱ συνομήλικοί του ἀνέβηκαν στό βουνό. Μόνο ἐκεῖνος ἔμενε στέργοντας στά παρακάλια της καί στά δάκρυά της.
- Συγχώρα με, Θεέ μου! ψιθύρισε καθώς τόν σταύρωνε ἀπό μακριά. Συγχώρα με. Μόνο αὐτός μ᾿ ἀπέμεινε.
Ἔπειτα θέλησε νά παρακαλέσει τόν Θεό ν᾿ ἀργήσει φέτος νά φέρει τήν ἄνοιξη, μά ντράπηκε, κοκκίνησε μόλις τό σκέφτηκε.
Ἔμεινε γιά λίγο ἀκίνητη ἡ κυρα-Βασιλική νά κοιτᾶ τό δρόμο. Ἀπ᾿ αὐτόν ἔφυγε πρῶτα ὁ ἄντρας της καί ὕστερα μέ τή σειρά οἱ τρεῖς γιοί της. Μέσα ἀπ᾿ αὐτόν τούς πέρασαν ἕναν ἕναν μέ τίς θανατερές λαβωματιές. Τέσσερις εἶχε δοσμένους στήν πατρίδα· δέν ἔφτανε τό αἷμα τους;
- Θεέ μου! ἱκέτεψε, μήν ἐπιτρέψεις νά χάσω καί τόν Μιχάλη. Περνοῦσαν οἱ μέρες δίχως νά τῆς ξανακάνει λόγο γιά τό βουνό ὁ Μιχάλης. Καί κείνη μέσα της ἔνιωθε τήν ἐλπίδα νά ξαναγεννιέται. Μήπως τό παιδί της ἄλλαξε ἀπόφαση; Μήπως τοῦ πέρασε ἡ λαχτάρα τοῦ βουνοῦ;
- Μάντεψε τί ἔχω, μάνα, στόν ντουρβά μου, τῆς εἶπε μιά μέρα πού γύρισε ἀπό τό χωράφι μέ πρόσωπο πού ἔλαμπε ὁ Μιχάλης.
Τόν κοίταξε μέ ἀπορία μήν μπορώντας νά ὑποθέσει τί ἦταν ἐκεῖνο πού εἶχε στόν ντουρβά ὁ γιός της καί τοῦ ἔδινε τόση χαρά.
- Δεῖξε μου, λοιπόν, τί ἔχεις νά χαρῶ κι ἐγώ, τοῦ εἶπε καί ἕνας ἀνεξήγητος, ἕνας ἀκαθόριστος φόβος τήν κυρίεψε.
Ἄνοιξε ἀργά καί προσεκτικά τόν ντουρβά του ὁ Μιχάλης κι ἔβγαλε μέ δέος ἕνα κλωνάρι ἀνθισμένης μυγδαλιᾶς.
- Ἦρθε ἡ ἄνοιξη, μάνα. Νόμιζα πώς δέν θά ᾿ρχότανε ποτέ. Μά κοίτα, δές, ἄνθισε ἡ μυγδαλιά στό χωράφι μας.
Φωτιά ἄναψαν τά φυλλοκάρδια τῆς μάνας, μά δέν τοῦ τό φανέρωσε. Τό ᾿βλεπε πιά καθαρά, τίποτα δέν κρατοῦσε τόν γιό της κοντά της.
- Ναί, γιέ μου, τοῦ εἶπε σφίγγοντάς τον πάνω στήν καρδιά της, κανένας δέν μπορεῖ νά σταματήσει τήν ἄνοιξη.
- Οὔτε καί τή λευτεριά, μητέρα, μπορεῖ κανείς νά τή σταματήσει. Ὅπου νά ᾿ναι θά ᾿ρθει. Θά σοῦ τή φέρω ἐγώ, ὅπως σοῦ ἔφερα σήμερα μέσα στό σπίτι μας τήν ἄνοιξη. Ἔτσι μιά μέρα, ἐκεῖ πού δέν θά τό περιμένεις, θ᾿ ἀνοίξω τήν πόρτα μας καί θά σοῦ φέρω τή λευτεριά. Δός μου, μητέρα μου, τήν εὐχή σου! Αὔριο τά χαράματα θά φύγω μέ τόν Κωνσταντή τῆς Μήτραινας.
- Τόσο γρήγορα θά φύγεις; Καί πότε θά προλάβεις νά ἑτοιμαστεῖς; τόν ρώτησε συγκρατώντας μέ κόπο ἕνα λυγμό.
- Τ᾿ ἄρματα τοῦ πατέρα μου εἶναι ἕτοιμα καί καλοκαθαρισμένα. Ἕνα δισάκι μέ λίγα ροῦχα κι αὐτό εἶναι ὅλο, τῆς ἀπάντησε καί ἔνιωσε ἡ μάνα πώς ὁ γιός της δέν ἦταν πιά ἐκεῖ κι ἄς τόν εἶχε μπροστά της.
Δέν κοιμήθηκε κανένας τους ὅλη τή νύχτα καί μέ τό πρῶτο λάλημα τοῦ πετεινοῦ ὁ Μιχάλης ἦταν ὄρθιος. Ἡ κυρα-Βασιλική τόν πῆρε ἀπό τό χέρι καί τόν ἔφερε μπροστά στό εἰκονοστάσι, κάτω ἀπό τό καντήλι.
- Σοῦ τόν παραδίδω, Χριστέ μου, εἶπε δακρυσμένη. Φύλαγέ τον Ἐσύ καί γρήγορα φέρε μου τον πίσω μέ τή λευτεριά.
Γονάτισε ὁ Μιχάλης καί φίλησε τό χέρι τῆς μάνας του. Ὕστερα προσκύνησε ὅλα τά εἰκονίσματα, πῆρε τ᾿ ἄρματα καί τόν μπόγο πού τοῦ ἑτοίμασε ἡ μάνα του καί χάθηκε τρέχοντας μέσα στή νύχτα.
Ἔμεινε ὧρες γονατισμένη ἡ κυρα-Βασιλική, ἀφήνοντας τήν καρδιά της νά ξεχυθεῖ μπροστά στόν Θεό καί τούς ἁγίους του. Ξαφνιάστηκε, ὅταν κάποια στιγμή ἄκουσε νά χτυποῦν ἐπίμονα τήν πόρτα της. Ἀπό τό παράθυρό της εἶδε καμιά δεκαριά Τούρκους κι ἀνάμεσά τους τόν μουχτάρη. Ξεμαντάλωσε γεμάτη ἀγωνία τήν πόρτα καί ὅρμησαν μέσα οἱ ἄπιστοι.
- Γκιαούρισσα, ἔχεις ἕνα γιό δεκαπέντε χρονῶν. Θά τόν παραδώσεις στόν πολυχρονεμένο μας πασά, εἶπε ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς κι ἔρριξε ἀγριεμένος τό βλέμμα του στήν κλειστή πόρτα.
- Βασιλική, ἄκουσε τόν μουχτάρη νά τῆς λέει, μάζεψαν ὅσα ἀγόρια ἀπόμειναν στό χωριό. Σφίξε τήν καρδιά σου· τό ξέρεις πώς δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀλλιῶς.
Ἄστραψε τό βλέμμα τῆς κυρα-Βασιλικῆς κι ἡ καρδιά της ἄρχισε ἕνα ξέφρενο χορό. Τῆς ἦρθε ν᾿ ἀρχίσει νά χοροπηδᾶ, μά συγκρατήθηκε.
- Ἄν τόν βροῦνε, ἄς τόν πάρουν, εἶπε ἀγέρωχα ἡ μάνα καί κοίταξε τό δρόμο ἀπό τό παράθυρο -ἐπιτέλους μιά φορά τῆς πῆρε τόν γιό της γιά νά τόν σώσει.
- Ποῦ τόν ἔκρυψες, γκιαούρισσα; ἄκουσε ἄγρια τή φωνή τοῦ Τούρκου ἀπό πάνω της κι ἔνιωσε βαρύ τό χέρι του νά πέφτει στό πρόσωπό της.
Ἔφυγαν ἀφήνοντάς την αἱμόφυρτη μέσα σ᾿ ἕνα σπίτι ἀνάστατο. Μάζεψε τίς δυνάμεις της ἡ κυρα-Βασιλική καί σηκώθηκε. Κάπου ἐκεῖ κοντά εἶδε πεταμένο τό κλωνάρι τῆς ἀμυγδαλιᾶς. Τό πῆρε στά χέρια της, τό φίλησε κι ὕστερα τ᾿ ἀπόθεσε εὐλαβικά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
- Σ᾿ εὐχαριστῶ, Θεέ μου! εἶπε γεμάτη εὐγνωμοσύνη. Σ᾿ εὐχαριστῶ πού ἔφερες τήν ἄνοιξη πάνω στήν ὥρα. Κάνε, Θεέ μου, στήν ὥρα της νά ᾿ρθεῖ κι ἡ λευτεριά!
Κάπου ψηλά στό βουνό ὁ Μιχάλης ἀνέπνεε ἐλεύθερα. Κι ἦταν στ᾿ ἀλήθεια πανέμορφα ὅλα ἀπό κεῖ πάνω, μά πιό ὄμορφες φάνταζαν ἀπό ψηλά οἱ ἀνθισμένες μυγδαλιές.
- Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού ᾿φερες τήν ἄνοιξη, ψιθύρισε κι ἔσφιξε ἀποφασισμένος μέ ἀγάπη τό ντουφέκι του. Μ᾿ αὐτό θά ᾿φερνε καί τή λευτεριά.
Ἑ. Β.