Ἔγιναν ὅλα τόσο γρήγορα... πρίν καλά-καλά ἐγκαταλείψω τά φοιτητικά ἕδρανα, προτοῦ κορνιζώσω καί καμαρώσω τό πολυπόθητο πτυχίο μου, πρίν συνειδητοποιήσω τή νέα πραγματικότητα... ἦρθε τό προσκλητήριο-διορισμός!
Δασκάλα σέ ἕνα μακρινό ὀρεινό χωριό τοῦ Ἕβρου. Μικρή καί ἄμαθη, κρατώντας σφιχτά μέχρι πρίν ἀπό λίγα χρόνια τό χέρι τῆς μητέρας καί ζυγιάζοντας τά φτερά μου σέ μικρά, κοντινά πετάγματα, ἀντίκρυσα γιά πρώτη φορά τόσο ζωντανό τό ὄνειρο τῆς παιδιάστικης ἐπιθυμίας μου. Δασκάλα...
Δέν ξέρω γιατί, ἀλλά τό πρῶτο πού ἔκανα ὕστερα ἀπό τό τηλεφώνημα τῆς Διεύθυνσης ἦταν νά ἀνοίξω ἕνα ἀπό τά ἀγαπημένα μου βιβλία, τό λεξικό μου, καί νά ἀναζητήσω τόν ὁρισμό τῆς λέξης δασκάλα, μία λέξη οἰκεία πού ἔνιωθα ὅμως τώρα νά μέ βαραίνει.
Δάσκαλος-α: αὐτός-ή πού διδάσκει. Αὐτή ἡ ἀγαπημένη λέξη μέ ὁδήγησε σ᾽ ἕναν συνειρμό: δίδω καί ἀσκῶ, δηλαδή μέ μία λέξη, δόσιμο, ἄσκηση τοῦ νά δίνεις! Κατάλαβα πώς τούτη ἡ μικρή λέξη ζητοῦσε ἀπό μένα κάτι μεγάλο καί ἱερό: ἕνα δόσιμο. Καί εἶχε γιά προϋπό- θεση τήν ἄσκηση.
Ἄνοιξα μέ λαχτάρα τόν λόγο τοῦ Θεοῦ κι ἔψαξα νά βρῶ κάτι πού θά μοῦ θύμιζε τή μεγάλη μου ἀποστολή, μία λέξη συνώνυμη. Στάθηκα στήν Α´ Κορινθίους, κεφάλαιο 4: «ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγούς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἄλλ᾽ οὐ πολλοὺς πατέρας» (στ. 15). «Νά μία ταιριαστή λέξη», σκέφτηκα. Παιδαγωγός: νά ὁδηγεῖς τά παιδιά... Κι ἐκεῖνο τό «ἐν Χριστῷ» τόσο ταιριαστά δίπλα του! Παιδαγωγός ἐν Χριστῷ... νά ὁδηγεῖς ψυχές στόν Χριστό, νά ἕνα δόσιμο πού ἀξίζει...
Ἔσκυψα μέ λαχτάρα νά βρῶ στή θεϊκή ἱστορία μίαν ἀπόκριση πού νά ἀνταποκρινόταν σέ τέτοια τιμή, μήπως καί μποροῦσαν νά τήν ψελλίσουν τά χείλη μου τά χωμάτινα... Καί μέ τά λόγια τοῦ Ἠσαΐα ἔσπευσα νά ἀπαντήσω σιγαλά στήν πρόσκληση τήν πατρική: «Ἰδοὺ ἐγώ εἰμι. Ἀποστειλόν με... Ἀμήν».
Μ.Ε.Χ.
Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 205
Στεργίου Σάκκου
Πρωτότυπη ἱστορική καί βιωματική προσέγγιση τῆς σταυρικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἀδιάσειστη μαρτυρία γιά τήν ἀξία καί τή σημασία τῆς Π. Διαθήκης σήμερα.
Σελίδες 260, ἔκδοση Γ΄
Ζητῆστε το στό Βιβλιοπωλεῖο μας "Ἀπολύτρωσις", Γ. Μπακατσέλου 5, τηλ. 2310 274518
ἤ μπεῖτε στό ἠλεκτρονικό μας βιβλιοπωλεῖο https://www.apolytrosis-books.gr/
Αύριο ξημερώνει Κυριακή, η μέρα του Κυρίου μας. Ταυτόχρονα, λαμβάνουμε μια ιδιαίτερη πρόσκληση. Μια πολύ όμορφη πρόσκληση. Να μετάσχουμε όλοι στο κοινό Ποτήριο, στο Ποτήριο της ζωής. Μια πρόσκληση για τη συμμετοχή μας στο Θείο Τραπέζι, στο οποία προσφέρεται το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας.
Μελετώντας προσεκτικά τον 33ο ψαλμό του Δαυίδ, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ως μια πρώτη έκφραση αγάπης του ανθρώπου προς τον Κύριό μας. Έτσι, λοιπόν, καταλαβαίνουμε ότι αυτός ο ψαλμός αποτελεί μια "πρώτη πρόσκληση" προς εμάς, να μετάσχουμε όλοι μαζί στο κοινό Ποτήριο. Και η φράση "γεύσασθε και ίδετε..." είναι μια προφητική φράση. Μάλιστα, ο Μέγας Βασίλειος, αναφέρει ένα διδακτικό παράδειγμα, ερμηνεύοντας αυτόν τον στίχο του 33ου ψαλμού: "όπως το μέλι, όσο να το παρατηρήσεις και με τα λόγια να το περιγράψεις, ότι είναι καλό και γλυκό, δεν μπορείς να το καταλάβεις, αν δεν το γευθείς, έτσι συμβαίνει κι εδώ. Δεν μπορείς να νιώσεις τη χρηστότητα του ουράνιου λόγου, αν δεν βασανίσεις με το νου σου τα δόγματα της αλήθειας, κι αν δεν αποκτήσεις προσωπική πείρα της χρηστότητος του Κυρίου. Η γεύση είναι μια εμπειρία. Και η γεύση του Χριστού είναι θεϊκή, πνευματική εμπειρία."
Παραπάνω, ο Μέγας Βασίλειος, αναφερόμενος στο γεγονός ότι η γεύση του Χριστού είναι μια θεϊκή, πνευματική εμπειρία, αναφέρεται στη βρώση. Με την βρώση έχασαν οι πρωτόπλαστοι τον Παράδεισο, αλλά με την βρώση τον κερδίζουμε. Δηλαδή, μεταλαμβάνοντας "Σώμα και Αίμα Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον". Έτσι ο Χριστός, αποκαθιστά τον άνθρωπο από την απέραντη αγάπη Του και με τον Άρτο της ζωής, τον καθαρίζει από τις αμαρτίες και τον ξανατοποθετεί στον Παράδεισο. Επομένως, αυτή η γεύση και η βρώση δεν διώχνει τον άνθρωπο από τη Βασιλεία του Θεού, αντιθέτως τον εισάγει και του χαρίζει απλόχερα την πρόγευση της χαράς του Παραδείσου. Παρ' όλα αυτά, δεν πρόκειται να γευθούμε αυτή τη χαρά, εάν δεν σηκωθούμε από το μαλακό κρεβάτι μας την Κυριακή το πρωί...
Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι ο Κύριός μας, κάνει σε όλους ανεξαιρέτως μια ανοιχτή πρόσκληση: "Λάβετε φάγετε, τούτο εστί το Σώμα μου...". Με αυτή την εξαιρετική φράση μας προσκαλεί να καθίσουμε μαζί Του στο Θείο Τραπέζι. Για να μας πει και τούτο το συγκλονιστικό: "Πίετε εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το Αίμα μου...". Με αυτή τη συγκλονιστική φράση μας αποκαλύπτει το τι συνέβη στη συνέχεια, όπως ακριβώς απεκάλυψε και στους μαθητές Του. Μας υπενθυμίζει τη σταυρική Του θυσία, το αίμα που έτρεξε από τα σπλάχνα Του. Και, δυστυχώς, είναι απαραίτητο να αναφερθεί ότι πολλοί άνθρωποι αδιαφόρησαν και συνεχίζουν να αδιαφορούν για το γεγονός της θυσίας του Χριστού μας, αντί να Του πουν: "Εσταυρώθης δι' ημάς...".
Στη σπουδαιότητα της Θείας Μεταλήψεως επιμένει και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο βιβλίο του "Μυστικός Αγώνας". Σε αντίθεση με το «Περί Συνεχούς Θείας Μεταλήψεως», εδώ είναι πολύ πιο ασυμβίβαστος και εξηγεί τα βιβλικά, πατερικά και συνοδικά χωρία ως υποχρέωση των Ορθοδόξων Χριστιανών για τη συνεχή θεία μετάληψη. Περαιτέρω, αποδεικνύει πόσο απαραίτητη για τη σωτηρία μας είναι η συνεχής μετάληψη των Τιμίων Δώρων, η οποία επιπλέον ενισχύει και την αγάπη των πιστών στον Χριστό. Χριστιανός που κοινωνεί συνεχώς, βιώνει και την πραγματική ανάσταση (δηλαδή το προσωπικό του Πάσχα).
Αυτή τη θέση αναδεικνύουν και οι αναστάσιμες ευχές του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. «Πραγματικά, κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής αποδεχόμασθε τρείς ή τέσσερεις φορές την εβδομάδα ή καλύτερα όσες φορές θα θέλαμε τα άγια δώρα. Το Πάσχα δεν είναι νηστεία, το Πάσχα είναι η Θεία Μετάληψη σε κάθε Θεία Λειτουργία. Μάθε αυτή την αλήθεια και άκου τον θείο Παύλο που λέγει ότι το Πάσχα μας είναι ο Χριστός, ο οποίος έδωσε τον εαυτό του θυσία για μας με αγάπη. Κάθε φορά όταν δέχεσαι τα άγια δώρα, εορτάζεις το λαμπρό Πάσχα». Συχνά η Θεία Μετάληψη καθαρίζει τη ψυχή και βοηθάει την υγεία μας: «Άκου χριστιανέ μου, πόσο αγαθότητα δέχεσαι από τη συνεχή θεία μετάληψη! Ιατρεύονται οι πληγές σου και αποδέχεσαι ολοκληρωτική θεραπεία».
Επομένως, δεν χωρά καμία αμφιβολία για τις ωφέλειες που μπορεί να επιφέρει στον άνθρωπο η συμμετοχή του στη Θεία Μετάληψη. Καθαρίζεται η ψυχή του και αλλάζει η ζωή του. Μαθαίνει να ζει με τις αρετές στη ζωή του και προσπαθεί να τις μεταλαμπαδεύσει στους συνανθρώπους του. Η Θεία Κοινωνία είναι πιο γλυκιά από το μέλι, πιο δυνατή από το ατσάλι και πιο πολύτιμη από το χρυσάφι. Όπως τα λόγια της Αγίας Γραφής μπορούν να αλλάξουν τον άνθρωπο, έτσι και η δύναμη της Θείας Μετάληψης είναι μεγάλη. Οπότε, ας δεχθούμε αυτή την πρόσκληση που μας δίνεται, αυτή που θα μας οδηγήσει στη Βασιλεία του Αγίου Θεού μας. Οπότε, αδελφοί: Γεύσασθε και ίδετε... λάβετε Σώμα και πίετε Αίμα Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον. Αμήν.
Σωτήριος Σαρβάνης
Θεολόγος
Πολλοί τόν θαύμασαν καί τόν ἀγάπησαν μέ ἀφοσίωση. Ἄλλοι τόν μίσησαν καί τόν πολέμησαν μέ μανία. Ὅλοι τόν παραδέχτηκαν!
Ὁ ὑπεραιωνόβιος (104 ἐτῶν) ἐπίσκοπος π
. Αὐγουστῖνος Καντιώτης ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ τό Σάββατο -ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων- 28 Αὐγούστου 2010 -ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ ὁμωνύμου του ἁγίου Αὐγουστίνου ἐπισκόπου Ἱππῶνος (†28-8-430)- τήν ὥρα πού στό ἁγιώνυμο ῎Ορος τέλειωνε ἡ ἀγρυπνία γιά τήν μνήμη τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, κατά τό πάτριο (παλαιό) ἡμερολόγιο. Ἡ προσωπικότητά του σφράγισε τόν 20ό αἰώνα. Ἐπηρέασε ὄχι μόνο τά ἐκκλησιαστικά πράγματα τῆς πατρίδος μας, ὄχι μόνο τήν ἱστορία καί τήν κοινωνική κατάσταση τῶν πόλεων καί περιοχῶν στίς ὁποῖες ἔδρασε (Μεσολόγγι, Ἰωάννινα, Ἔδεσσα, Γιαννιτσά, Θεσσαλονίκη, Κιλκίς, Βέροια, Νάουσα, Φλώρινα, Κοζάνη, Γρεβενά, Κύμη, Ἀθήνα) καί μάλιστα τῆς Φλώρινας, ὅπου ὡς ἐπίσκοπος ἔμεινε 44 χρόνια -33 ἐν ἐνεργείᾳ καί 11 ἐν σιωπῇ καί προσευχῇ. Ἐπηρέασε καί τήν γενικότερη ζωή πολλῶν χριστιανῶν, στήν χώρα μας καί στό ἐξωτερικό.
Τί ἦταν, λοιπόν, ἐκεῖνο πού τόν ἀνέδειξε καί τόν καθιέρωσε ὡς μεγάλο στήν συνείδηση ὅλων, καί αὐτῶν τῶν ἀντιφρονούντων ἀκόμη;
Τρία πράγματα διακρίνουν τόν μεγάλο: Ἡ πλούσια μόρφωση, ἡ ἁγία ζωή, ἡ ἐπιτυχής ἀνταπόκριση στίς συγκυρίες τῆς ἐποχῆς του. Τά γνωρίσματα αὐτά σάν τρία ἄστρα λαμπρά στόλισαν τήν μεγαλόπνοη προσωπικότητα τοῦ ἀοιδίμου ἱεροκήρυκος καί ἱεράρχου καί σηματοδότησαν τήν ἁγία καί κοινωφελῆ πορεία του.
Λίγοι ἄνθρωποι διαθέτουν τήν μόρφωση τοῦ π. Αὐγουστίνου. Προικισμένος ἀπό τόν Θεό μέ εὐφυΐα καί φιλομάθεια, ἐπιμέλεια καί θέληση, ἀποτέλεσε ἕνα εὔφορο πνευματικό χωράφι, ὅπου ἡ διδασκάλισσα μητέρα του Σοφία ἔσπειρε μέ σοφία τά πρῶτα σπέρματα τῆς γνώσης. Μέ ἄριστα ἀποφοίτησε ἀπό τό Δημοτικό Σχολεῖο τῆς γενέτειράς του (Λεῦκες Πάρου). Μέ ἄριστα καί ἀπό τό Γυμνάσιο Σύρου, ὅπου εὐτύχησε νά ἔχει γυμνασιάρχη τόν καταξιωμένο φιλόλο γο Ἰω. Ρώσση. Μέ ἄριστα πῆρε τό πτυχίο τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου, ὅπου τά μέγιστα ὠφελήθηκε ἀπό τίς παραδόσεις τοῦ καθηγητοῦ Χρήστου Ἀνδρούτσου.
Πνεῦμα σπινθηροβόλο μέ δίψα γιά γνώση, μελέτησε καί ἀφομοίωσε ἀπέραντες σελίδες ἀπό τήν ἐκκλησιαστική καί ἀπό τήν θύραθεν παιδεία. Ἐντρύφησε στήν ἁγία Γραφή καί στά πατερικά συγγράμματα, ἰδιαίτερα τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, τόν ὁποῖο ἐξαιρετικά θαύμαζε καί προσπαθοῦσε νά μιμηθεῖ. Μελέτησε ἐπίσης τά κείμενα τῶν κλασικῶν συγγραφέων καί τήν ἑλληνική ἱστορία.
Ὡστόσο ἡ μελέτη καί ἡ γνώση δέν ἦταν γιά τόν πατέρα Αὐγουστῖνο μία εὐχάριστη ἐνασχόληση γιά τήν προσωπική του ἱκανοποίηση. Ἦταν τό μέσον γιά νά προσεγγίσει τήν πραγματικότητα, νά μελετήσει καί νά ἀντιμετωπίσει σωστά τήν καθημερινότητα, ὥστε νά ὁδηγήσει κάθε ψυχή στόν Θεό. Γι᾽ αὐτό φρόντιζε πάντοτε νά ἐνημερώνεται στήν τρέχουσα ἐπικαιρότητα. Παρακολουθοῦσε μέ ἐνδιαφέρον τήν εἰδησεογραφία τῶν ἐφημερίδων. Ἐκεῖ ἔβλεπε τήν φωτογραφία τῆς κοινωνίας, μελετοῦσε τήν κατάσταση τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου γιά νά δεῖ τί τοῦ χρειάζεται καί ἐπινοοῦσε τόν κατάλληλο τρόπο γιά νά τοῦ τό προσφέρει. Καί ἦταν καταπληκτικά ἐπινοητικός, διότι ἐκτός ἀπό τήν ἐμφανῆ χάρη τοῦ Θεοῦ διέθετε πλούσια διανοητική ἀλλά καί πνευματική μόρφωση.
Στήν πνευματική κατάρτιση τοῦ π. Αὐγουστίνου συντέλεσαν ἐξαιρετικές προσωπικότητες. Καί πρῶτα-πρῶτα ὁ σεβάσμιος ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς Λογγοβάρδας Φιλόθεος Ζερβάκος. Μέ νοσταλγία καί θαυμασμό ὁ π. Αὐγουστῖνος μιλοῦσε γιά τήν ἱστορική μονή, «τόν φάρο τοῦ νησιοῦ, πού ἐξακοντίζει τίς ἀκτῖνες του ὥς τά ἄκρα τῆς πατρίδος, ὅπου πάλλουν καρδιές ὀρθοδόξων Ἑλλήνων», ὅπως ἔγραφε σέ εἰδική «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ».
Σέ ὅλους τούς Ἕλληνες καί σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἤθελε νά φθάσει τό μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Διψοῦσε τήν ἱεραποστολή ἡ εὐαίσθητη ψυχή του καί ἤδη ἀπό τά ἐφηβικά του χρόνια εἶχε συνδεθεῖ μέ τήν Ἀδελφότητα τῆς «ΖΩΗΣ». Τόν εἶχε ὁδηγήσει ἐκεῖ ὁ εὐλαβέστατος πατέρας του Νικόλαος, ἔνθερμος συνδρομητής καί ἀντιπρόσωπος τοῦ χριστιανικοῦ περιοδικοῦ «ΖΩΗ» καί θαυμαστής τῆς γεραρᾶς Ἀδελφότητος. Τόν εἶχε παραδώσει στόν προϊστάμενο τῆς «ΖΩΗΣ» π. Εὐσέβιο Ματθόπουλο. Ἡ μορφή ἐκείνου τοῦ ἁγίου ἀνδρός ἐπηρέασε τήν ἐφηβική ψυχή του καί ἔμεινε ἀνεξίτηλη. Δάκρυζε ὁ π. Αὐγουστῖνος, καθώς ἀναθυμόταν λόγια καί συμβουλές τοῦ π. Εὐσεβίου, τόν ὁποῖο θεωροῦσε ἅγιο, ἕναν νέο ἅγιο Νεκτάριο.
Ἀργότερα, ὅταν ἄρχισε τήν δράση του στό Μεσολόγγι, συνδέθηκε στενά μέ τόν π. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο, τόν δραστήριο καί μαχητικό καλόγερο, πού ἀναγνωρίζεται ὡς ἕνας ἀπό τούς μυστικούς λειτουργούς τῆς νεώτερης Ἑλλάδος καί τούς φλογερούς ἱεραποστόλους της. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού πρωτολειτούργησε κατηχητικά σχολεῖα στήν πατρίδα μας. Μέ συγκίνηση τόν μνημόνευε ὁ π. Αὐγουστῖνος.
Μέ τόν ἴδιο θαυμασμό ὁ σεπτός γέροντας ἀναφερόταν στόν λέοντα τῆς πίστεως καί πατέρα τῶν νέων θεολόγων Παναγιώτη Τρεμπέλα. Ὡς νεαρός φοιτητής εἶχε διατελέσει ὑπογραφέας τοῦ μεγάλου θεολόγου.
Ἡ διανοητική καί πνευματική μόρφωση συνδυασμένη μέ τήν ἔμφυτη εὐγλωττία, τήν ρητορεία καί κυρίως τήν δυνατή πίστη στόν Θεό, τήν πηγαία ἀγάπη γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν ζωντανή ἐλπίδα του γιά τήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας, τόν καθιέρωσαν ὡς ἕναν διαπρύσιο κήρυκα. Τόν ἔκαναν σοφό δάσκαλο καί οἰκονόμο τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά ὅσο πλατειά κι ἄν εἶναι ἡ γνώση τοῦ εὐαγγελικοῦ δασκάλου, ὅσο ἐντυπωσιακή ἡ ρητορεία του καί χαρισματικός ὁ λόγος του, γιά νά βρεῖ ἀπήχηση στίς καρδιές πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τήν ἀντίστοιχη ζωή. «Γιά νά γίνει ὁ λόγος σου βροντή, πρέπει ἡ ζωή σου νά εἶναι ἀστραπή», εἶπε κάποιος. Καί ὁ Αὐγουστῖνος Καντιώτης εἶχε αὐτή τήν πεντακάθαρη, τήν κρυστάλλινη καί ἀπαστράπτουσα, τήν ἀδιάβλητη καί ἁγία ζωή. Ὑπῆρξε ἁγνός, ἀνιδιοτελής καί ἀφιλοχρήματος σέ ἀπίστευτο βαθμό. Ἐπί δεκαετίες ζώντας μέσα στή συνοδία του, δέν γνώριζε κἄν τά νομίσματα. Ζοῦσε λιτή, αὐστηρά ἀσκητική ζωή.
Οἱ στερήσεις καί οἱ κακουχίες ἦταν ὁ συνηθισμένος τρόπος ζωῆς του. Πιστός μαθητής καί μιμητής τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου δέν χάριζε στόν ἑαυτό του οὔτε μιά μπουκιά παραπάνω. Ἔτρωγε ὅσο χρειαζόταν γιά νά διατηρηθεῖ στήν ζωή. Οὔτε κἄν δοκίμασε ποτέ ἀπό τά καλομαγειρεμένα φαγητά μέ τά ὁποῖα κατά τήν περίοδο τῆς Κατοχῆς ἔτρεφε πάνω ἀπό 8.000 ἄτομα στήν Κοζάνη. Ἀρκοῦνταν στά νερόβραστα ὄσπρια τῆς λέσχης δημοσίων ὑπαλλήλων.
Ἀκαταπόνητος στήν ἐργατικότητα. Ἀπό τά χαράματα μέχρι πέραν τοῦ μεσονυκτίου ἐργαζόταν. Γνήσιος μιμητής τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἔσβηνε τελευταῖος τό φῶς τοῦ δωματίου του, ὅταν ὅλοι οἱ συνεργάτες του εἶχαν πρό πολλοῦ ἀποσυρθεῖ. ῟Ωρες πολλές ἔμενε κλεισμένος στούς τέσσερις τοίχους τοῦ κελλιοῦ του, γιά νά προσεύχεται, νά μελετᾶ, νά γράφει. Πολλά ἀπό τά κείμενά του ἔχουν γραφεῖ ἐπί τῶν γονάτων, ἐνῶ τά δάκρυά του μούσκευαν τό πάτωμα. Γι᾿ αὐτό εἶχαν τέτοια ἀπήχηση!
Κι ὅταν ἔβγαινε ἀπό τό κελλί, ἔτρεχε νά φέρει στούς ἀνθρώπους τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ λόγος του ἁγιοπατερικός, ἁπλός, ζεστός, ἄγγιζε τίς ψυχές. Ξυπνοῦσε ἀπό τόν λήθαργο τῆς ἀδιαφορίας καί τῆς ἁμαρτίας, νουθετοῦσε, παρηγοροῦσε, στήριζε, καθοδηγοῦσε, ἐνέπνεε. Σάν ἄλλος Πατροκοσμᾶς ὄργωσε τίς περισσότερες περιοχές τῆς ἑλληνικῆς γῆς, συχνά κάτω ἀπό συνθῆκες φοβερά ἐπικίνδυνες κι ἔφερε τήν πνοή μιᾶς νέας ζωῆς ὅπου πέρασε.
Ἡ ἄρτια μόρφωση καί ἡ ἅγια ζωή του ἔλαμψαν καί φώτισαν τήν κοινωνία, καθώς ὁ Θεός θέλησε νά ζήσει σέ συνθῆκες ἐξαιρετικά κρίσιμες. Μέ τά καταπληκτικά κατορθώματά του, τό ἡρωικό φρόνημα, τήν μέχρι θανάτου αὐταπάρνησή του, τήν παρρησιασμένη δράση του ἔγραψε ἱστορία. Ὁ ἱεραπόστολος τοῦ Χριστοῦ πίστευε καί τό ἀπέδειξε ὅτι τό Εὐαγγέλιο ἔχει τήν λύση γιά ὅλα τά θέματα κι αὐτή τήν λύση θέλησε σέ ὅλους νά χαρίσει.
Ἀγωνίσθηκε μέ πάθος νά ἐφαρμόσει στήν προσωπική του ζωή τά εὐαγγελικά παραγγέλματα. ῞Οταν τόν κατηγοροῦσαν ὅτι «εἶναι τῶν ἄκρων», ἀπαντοῦσε: «Τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἀκρότης, κορυφή. Μακάρι νά ἤμουν τῶν ἄκρων». Ἀπτόητος καί ἀδελέαστος ἀπό τίς κρίσεις τῶν ἀνθρώπων ἐφήρμοσε τήν ἀποστολική τακτική «εἰ γάρ ἔτι ἀνθρώποις ἤρεσκον Χριστοῦ δοῦλος οὐκ ἄν ἤμην» (Γα 1,10) καί στοιχήθηκε στήν γραμμή τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ· «εἰς τά τῆς πίστεως οὐ χωρεῖ μεσότης», δέν μποροῦμε νά ἀναζητοῦμε μέσους ὅρους καί συμβιβαστικές λύσεις στά θέματα τῆς πίστεως. Κήρυξε τό Εὐαγγέλιο ὄχι «κατ᾿ ἄνθρωπον» ἀλλά ἔτσι ὅπως τό ἔδωσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀνόθευτο, ἀπαραχάρακτο, ἀσυμβίβαστο. Καί τό ἀπηύθυνε σέ ὅλους μέ τήν ἴδια ἀγάπη, μέ τό ἴδιο θυσιαστικό φρόνημα, μέ τήν ἴδια εὐθύτητα. Αὐτή ἡ εὐθύτητα καί ἡ λεβεντιά του συγκίνησε καί κέρδισε τόν λαό, τόν καθιέρωσε στήν συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος καί τόν κατέστησε φοβερό στούς ἀμετανόητους παραβάτες.
Μέ ὁδηγό τό Εὐαγγέλιο ἔπιασε τόν σφυγμό τοῦ λαοῦ, ἀφουγκράσθηκε τούς πόνους καί τούς πόθους του, ἐπισήμανε πάθη καί λάθη κι ἄνοιξε διεξόδους στά ἀδιέξοδα. Ἐνδιαφέρθηκε γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς ἀλλά καί γιά τήν περίθαλψη τοῦ σώματος, γιά τήν πνευματική κάθαρση ἀλλά καί γιά τήν κοινωνική ἀποκατάσταση, γιά τά γενικά θέματα, ἀλλά καί γιά τά προσωπικά προβλήματα τοῦ καθενός. Εἶχε λόγο ὄχι μόνο γιά τά ἐκκλησιαστικά ἀλλά καί γιά τά ἐθνικά καί γιά τά κοινωνικά καί γιά τά ἐκπαιδευτικά καί γιά τά ἐργασιακά, γιά ὅλα. Καί κατέθετε τόν λόγο του ὅπου χρειαζόταν, χωρίς νά ὑπολογίσει κόπο καί κόστος.
Μέ τό σύνθημα «ἀγώνισαι ὑπέρ τῆς ἀληθείας» ἔκανε φίλους καί ἐχθρούς μόνο γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό. Συνεσταλμένος καί μᾶλλον δειλός ἀπό τήν φύση του ἐνεργοῦσε ὡς «λέων πῦρ πνέων» προκειμένου νά ὑπερασπισθεῖ τήν ἀλήθεια καί τό δίκαιο. Σέ ὅλη τή ζωή του στάθηκε γνήσιος μιμητής τοῦ λατρευτοῦ Κυρίου του Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ὅπως τόν βλέπουμε στήν Ἀποκάλυψη «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ», ἐνεργῶν ὡς ὁ λέων τῆς φυλῆς Ἰούδα ἀλλά καί ὡς «ἀρνίον ἐσφαγμένον καί ἑστηκός».
Αὐστηρός καί ἄψογος στήν προσωπική του ζωή, ἀγκάλιαζε μέ κατανόηση καί στοργή τόν ἁμαρτωλό, διότι «αὐτός ὁ λέων εἶχε καρδιά μικροῦ παιδιοῦ», ὅπως εἶχε πεῖ κατά τήν ἐνθρόνισή του ὁ τότε τοποτηρητής Καστορίας Δωρόθεος. Δέν πρόσβαλε, δέν διαπόμπευσε ποτέ ἐκεῖνον πού ἀπό ἀδυναμία εἶχε πέσει. Ἐφήρμοσε τό ἁγιογραφικό «κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξεις» (Μθ 12,20). Ἐκείνους ὅμως πού μέ ἔπαρση καί ἀλαζονεία ἐνεργοῦσαν ὡς καταφρονητές τοῦ θείου νόμου, τούς ἤλεγχε μέ θάρρος καί παρρησία.
Κανέναν δέν φοβήθηκε, διότι κυριαρχοῦσε στήν ψυχή του ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Σέ κανέναν δέν χαρίσθηκε, διότι ἤθελε ὅλους νά τούς ὁδηγήσει στήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ποτέ δέν ὑποκρίθηκε, δέν κολάκευσε. Ὁδηγός καί κριτήριο τῆς ζωῆς του ἦταν πάντα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅραμά του ἡ ἑδραίωση τῆς θείας βασιλείας. Ὡς ἱεροκήρυκας ἀρχικά ἀλλά καί κατόπιν ὡς ἐπίσκοπος δέν παρέβη ποτέ αὐτό πού ἀπό τήν ἀρχή τῆς δράσεώς του εἶχε δηλώσει: «Δέν θά θυσιάσω ποτέ τίς ἰδέες γιά τήν θέση μου, ἀλλά εὐχαρίστως θά θυσιάσω τήν θέση γιά τίς ἰδέες».
Πολλοί τόν θαύμασαν καί τόν ἀγάπησαν μέ ἀφοσίωση, ἄλλοι τόν μίσησαν καί τόν πολέμησαν μέ μανία. ῞Ολοι τόν παραδέχθηκαν, ἀκόμη καί οἱ ἐχθροί. Γιά νά ἐπιβεβαιώνει καί ἡ δική του ἱστορία, ὅπως ἡ ἱστορία ὅλων τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, τόν ἀδιάψευστο λόγο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ «ὅς δ᾽ ἄν ποιήσῃ καί διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται» (Μθ 5,19).
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 65 (2010) 261-264
Τό σημεῖον τοῦ σταυροῦ
Τώρα σᾶς συμβουλεύω νά κάμετε ἀπό ἕνα κομβολόγι μικροί καί μεγάλοι καί νά τό κρατεῖτε μέ τό ἀριστερό χέρι καί μέ τό δεξιό νά κάμνετε τόν σταυρό σας καί νά λέγετε: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ καί Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διά τῆς Θεοτόκου καί πάντων τῶν Ἁγίων ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν καί ἀνάξιον δοῦλον σου. Ὁ πανάγαθος Θεός μᾶς ἐχάρισε τόν τίμιον σταυρόν μέ τόν ὁποῖον νά εὐλογῶμεν, καί τά Ἄχραντα Μυστήρια. Μέ τόν σταυρόν νά ἀνοίγωμεν τόν παράδεισον, μέ τόν σταυρόν νά διώκωμεν τούς δαίμονας· ἀλλά πρέπει νά ἔχωμεν τό χέρι μας καθαρόν ἀπό ἁμαρτίας καί τότε κατακαίεται ὁ διάβολος καί φεύγει. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ἥ τρώγετε ἥ πίνετε ἤ δουλεύετε, νά μή σᾶς λείπει αὐτός ὁ λόγος καί ὁ σταυρός· καί καλόν καί ἅγιον εἶναι νά προσεύχεσθε πάντοτε τήν αὐγήν, τό βράδυ καί τά μεσάνυχτα.
Παντοῦ ὁ σταυρός
Ὁ τίμιος σταυρός, ἀδελφοί μου, εἶναι αὖλαξ ὅλης τῆς γῆς. Ὁ τίμιος σταυρός ἁγιάζει ὅλα τά πέρατα, ὅλα τά θεῖα καί ἅγια τῶν ἐκκλησιῶν. Ὁ σταυρός ἁγιάζει τήν θείαν Λειτουργίαν καί κάθε ἀκολουθίαν. Ὁ σταυρός ἁγιάζει τούς ἁγίους. Ὁ σταυρός ἁγιάζει καί στερεώνει τήν βάπτισιν. Ὁ σταυρός εὐλογεῖ τά ἀνδρόγυνα. Ὁ σταυρός κυνηγᾶ τούς δαίμονας καί φεύγουσιν ὡσάν ἀπό τήν ἀστραπήν. Ὁ σταυρός εἶναι ὅπλον φωτεινόν καί ὅποιος τόν κάμνει, τόν φωτίζει καί τόν ἁγιάζει ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπον, καί εἶναι ὡσάν δίστομον σπαθίον, καί δέν ζυγώνουν σιμά οἱ δαίμονες νά παρακινοῦν τούς ἀνθρώπους διά νά κάμωσιν ἁμαρτήματα. Καί ὅπου κινήσει νά πηγαίνει ὁ ἄνθρωπος, πρῶτον νά κάμει τόν Σταυρόν καί νά λέγει τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Ἤ εἰς τό παζάρι κινᾶς ἤ εἰς τό χωράφι ἤ εἰς τό ἀμπέλι ἤ ὅταν φάγεις ψωμί ἤ ὅταν πίνεις κρασί ἤ νερόν ἤ ὀπωρικόν ἤ ὅταν κοιμηθεῖς, νά προσκυνήσεις τόν Θεόν, νά σταυρώνεις καί τό σῶμα σου καί ὕστερον νά πλαγιάσεις. Νά κοιμηθεῖς καί θέλεις σηκωθεῖ τό πρωί γερός καί χαρούμενος. Ὅθεν, ἀδελφοί μου, ἐκαταλάβετε καί τό ἠξεύρετε ὅλοι σας.
(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγ. Καντιώτη, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, σελ. 155, 291).
Εἶναι ἡ τελευταία ὥρα. Τό ἄχραντο παρθενικό σῶμα ἐγκαταλείπεται σιγά-σιγά ἀπό τίς ἀσθενικές του δυνάμεις. Ὁ θάνατος δέν θ' ἀργήσει νά κυριαρχήσει ἐπάνω του, συνεπής στήν ὥρα τῆς συνάντησής του μέ τούς θνητούς.
Τἀ μἀτια ποὐ ἀξιώθηκαν νά δοῦν τά μεγαλεῖα τοῦ Κυρίου κλείνουν στόν κόσμο αὐτό, γιά ν' ἀνοίξουν σ' ἕναν ἄλλο, ὑπέροχο. Τά χέρια πού φρόντισαν μέ μητρική στοργή τόν ἐνσαρκωμένο Δημιουργό τους καί Δημιουργό ὅλου τοῦ σύμπαντος, γέρνουν εὐλαβικά πάνω στό στῆθος. Θ' ἁπλωθοῦν πάλι῾ αὐτή τή φορά ὅμως γιά νά σκορπίσουν παντοῦ τό ἀντίδωρο ἐκείνης τῆς ταπεινῆς διακονίας: τά χαρίσματα τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. "Αὕτη πρώτη δεχομένη τό διά πάντων ἧκον πλήρωμα τοῦ τά σύμπαντα πληροῦντος, καθίστησι τοῖς πᾶσι χωρητόν, νέμουσα πρός δύναμιν ἑκάστω κατά τήν άναλογίαν καί τό μέτρον τῆς ἑκάστου καθαρότητος"*.
Δέν ἐπεδίωξε τίποτε τό ὑψηλό στή ζωή αὐτή. Ἡ Ναζαρέτ μπορεῖ νά μαρτυρήσει γιά τήν ἀσημότητά της, γιά τήν ἀπέριττη ἁπλότητα τῆς ἀναστροφῆς της. Αὐτή παρέμεινε στήν άφάνεια ἀκόμη καί ὅταν ὁ Υἱός της ἔγινε τό πρόσωπο τῆς ἡμέρας καί στή σκέψη πολλῶν ὁ σίγουρος βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ...
Νά ὅμως ὅτι τώρα ὅλα αὐτά παρῆλθαν. Ὁ οὐρανός ὑποδέχεται αὐτοκρατορικά τό πνεῦμα της. Παραμερίζουν τά τάγματα τῶν ἀγγέλων μέ σεβασμό μπροστά της. Ἡ βασίλισσα ἐπιθεωρεῖ τά στρατεύματα τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλέων! Τό ὅραμα αὐτό ἀπόλαυσε προφητικά καί ὁ Δαβίδ, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ γραφίδα του "παρέστη ἡ βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου". Καί τονίζει "'εκ δεξιῶν σου", ἐνῶ γιά τά Σεραφείμ ἡ Γραφή ἀποκαλύπτει ὅτι εἰστήκεισαν κύκλω αὐτοῦ". "Ὁρᾶτε τήν διαφοράν τῆς στάσεως; Ἀπό ταὐτης ἔχετε συνορᾶν καί τήν διαφοράν τῆς κατά τήν ἀξίαν τάξεως". Ἡ θέση εμφαίνει τήν ὕψίστη τιμή...
Ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου κοιμᾶται πλέον. Οἱ ὁμόφυλοί της, πού στέκουν γύρω της, ψιθυρίζουν μέ δέος τό πανάρχαιο κάλεσμα τοῦ Γιαχβέ, ὅπως συνήθιζαν οἱ Ἰσραηλίτες σέ τέτοιες στιγμές῾ "Ἄκουε, Ἰσραήλ῾ Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν Κύριος ἐστι". Πόσο λαμπρύνεται τοῦτο τό αἰώνιο κήρυγμα καί πόσο φωτίζεται ἀπό τή μορφή της!
Δέν θά κατανοήσουμε ποτέ τό βάθος πού κρύβει τό μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν παρθένο Μαρία. Καί ἡ ἴδια δέν προσπάθησε νά τό κατανοήσει.
Ἁπλῶς τό δέχτηκε.
Μποροῦμε ὅμως νά μαθητεύσουμε στήν ἄφατη ταπείνωσή της. Νά ἀκολουθήσουμε τήν ἴδια ὁδό ζωῆς, ἔστω κι ἄν θά χρειαστεῖ νά ὑπομέινουμε ρομφαία. Ἔτσι θά ἀντικρύσουμε καλύτερα τόν ἑαυτό μας καί ἴσως τότε ακούσουμε κι ἐμεῖς τή λυτρωτική ἐκείνη φωνή῾ "Μή φοβοῦ... εὗρες γἀρ χάριν παρά τῳ Θεῳ...".
Ἰωάννης
*Τά χωρία εἶναι τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμ. λζ΄, Εἰς τήν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου, PG 151,460ἑ
Κάψα... Τό μεσημέρι πυρακτωνόταν στήν ἀνελέητη καλοκαιριά τ᾿ Αὐγούστου· παραλυμένη ἡ ζωή μέσα στή νάρκη τοῦ ἥλιου. Λαμποκοπούσανε τά χρώματα τῆς γῆς, ἀστράφταν στό χρυσό. Μιά ὀμορφιά ἐξαίσια, φτιαγμένη ὁλάκερη ἀπό φῶς. Μά κεῖ, στό μίσχο πού ἔγερνε ἀπότιστος ἀπό τίς κρῆνες τ᾿ οὐρανοῦ, ἐτούτη ἡ ὀμορφιά γινόταν ἀπειλή... νάρκη ἀόρατη πού παγιδεύει τή ζωή.
Πάνω ἀπ᾿ τή γῆ πού ἔσκαγε πυρωμένη στραφτάλιζε δοξαστικά τό πεντακάθαρο γαλάζιο τ᾿ οὐρανοῦ. Μά ξάφνου στό βάθος του μιά ἀδιόρατη κηλίδα γκρίζο κι ὕστερα κι ἄλλη κι ἄλλη... Πυκνώσανε τά σύννεφα· κι ἀπό τίς κοῖτες τους ξέχυσαν τό νάμα τοῦ οὐρανοῦ στή διψασμένη γῆ.
Νερό, νερό, νερό... ἄγριο, ἀκατάπαυστο, ἀσυγκράτητο· μαστίγωνε ἀλύπητα τό χῶμα. Τό τίναζε ὁ ἀέρας ἀπάνω στά κλαριά πού λύγιζαν στό βάρος του. Τό πέταγε στίς φυλλωσιές πού ξεμαλλιάζονταν στό σφυροκόπημά του. Ἀνατριχιάζανε οἱ τρυφεροί βλαστοί στά ἐκκωφαντικά βεγγαλικά τῆς ἀστραπῆς. Τά χρώματα τυλίχτηκαν στό γκρίζο. Ἄγρια, ἀναπάντεχη, τρομακτική ἡ νεροποντή κατάπινε τό φῶς στά ὀργισμένα δάκρυά της. Ξέσπαγε τή μανία της στήν τρομαγμένη φύση, ὥσπου σιγά-σιγά νά ξεθυμάνει σέ κάτι καθυστερημένες στάλες, πού ἀφήνανε νωχελικά τό γδοῦπο τους πάνω στό πληγωμένο χῶμα.
Ὁ ἥλιος πρόβαλε δειλά πίσω ἀπ᾿ τά σύννεφα· τύλιξε στοργικά τήν ταλαιπωρημένη φύση μές στό γαλήνιο θάλπος του. Θαρρεῖς γιά νά τήν ἠρεμήσει, τῆς χάρισε τήν πιό ἀκριβή του ὀμορφιά: μιά ἑφτάχρωμη καμάρα φῶς ζωγραφισμένη στό γαλάζιο τ᾿ οὐρανοῦ. Κάτω ἀπ᾿ τούς μαγικούς ἰριδισμούς της τό νοτισμένο χῶμα σπαρταροῦσε ἑτοιμόγεννο νά ξετινάξει ἀπό ἐντός του τή ζωή. Μιά ὀμορφιά φτιαγμένη ὁλάκερη ἀπό δακρυσμένο φῶς· μά τώρα ἐκεῖ, στόν ὑγραμένο μίσχο ἐτούτη ἡ ὀμορφιά γινότανε ὑπόσχεση ζωῆς.
Ὥρα πολλή ἔβλεπα σιωπηλά νά ξεδιπλώνεται στά μάτια μου τ᾿ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς φύσης· ἐκείνη ἡ ἐναλλαγή στούς τόνους τοῦ φωτός, πού τώρα θώπευε εὐεργετικό τήν πλάση· ἐκείνη ἡ μεταλλαγή τῆς ὀμορφιᾶς ἀπό ἀπειλή σέ εὐλογία, πού ᾿χε συντελεστεῖ τόσο ἐπώδυνα μέσα ἀπό τούς λυγμούς τῆς καταιγίδας. Τοῦτοι οἱ λυγμοί πού γλίστραγαν σάν κρύσταλλα ἀπό ἥλιο πάνω στίς ἄκρες ἀπ᾿ τά φύλλα, ἔνιωθα νά σταλάζουνε τό ἀκριβό τους μυστικό σέ κάποια ἄλλα δάκρυα... κεῖνα τοῦ πόνου, πού αὐλακώνουνε συχνά μέ τόσα ἀνεξήγητα «γιατί» τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου...
Κάποτε ἡ ὀμορφιά γίνεται ἐντός μας ἀπειλή· νάρκη πού παγιδεύει τή ζωή ἐκεῖ στό μίσχο τῆς ψυχῆς μας. Στραγγίζουν οἱ χυμοί τῆς προσευχῆς μές στήν ἡλιόλουστη εὐτυχία μας. Τό φῶς της ἐκτυφλωτικό κρύβει ἀπ᾿ τά μάτια μας τό δάκρυ τ᾿ ἄλλου ἀνθρώπου. Κλείνει τά βλέφαρά μας κάθε πού λέμε ν᾿ ἀτενίσουμε λιγάκι οὐρανό, νά νοσταλγήσουμε ἔστω λίγο τή χαμένη πατρίδα τοῦ Παραδείσου. Ἡ ὀμορφιά τοῦ πρόσκαιρου θαμπώνει μέσα μας τό κάλλος τοῦ αἰώνιου, καταχωνιάζει στίς φθαρτές μαρμαρυγές της τήν πιό ἀνυπότακτη λαχτάρα τῆς ψυχῆς μας. Ἀνοίγουνε τότε ρωγμές στή χωματένια ὕπαρξή μας σάν χείλια διψασμένα, πού ἱκετεύουνε σπαρακτικά τόν Θεό τοῦ οὐρανοῦ: «Κύριε, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι».
Κι ὁ οὐρανός ἀποκρίνεται στήν ἐναγώνια κραυγή μας· κρύβει τό φῶς πίσω ἀπό τήν ἀχλύ τῆς καταιγίδας. Ξεχύνει ἀπό τά σπλάχνα του τό ζωογόνο νάμα του στή διψασμένη γῆ μας.
Δάκρυα πόνου... σταλάζουνε καυτά μέσα στά χέρια μας, πού ὥς πρίν κλεῖναν σφιχτά τήν εὐτυχία τους σάν λάφυρο πού τό κερδίσανε σέ μάχη. Ἀνοίγουνε ἀναγκεμένα ἀπό τή θλίψη νά ζητιανέψουν μιά ἀνθρώπινη ἀγκαλιά, γιά νά θωπεύσει τίς πληγές τους, μήπως καί τό μπορέσουνε κι αὐτά πιά ν᾿ ἀγκαλιάσουνε τώρα πού ξέρουν... τώρα πού κοινωνῆσαν στήν ἀνθρώπινη ὀδύνη.
Δάκρυα πόνου... σμιλεύουνε ἀργά κι ἐπώδυνα τό ἀκατέργαστο “ἐγώ” μας, πού πέτρωσε στήν ἀλαζονική αὐτάρκειά του, γιά νά μπορέσουνε τά χείλη μας νά ψιθυρίσουνε ἔστω μιά προσευχή, μήπως καί κάποτε τό μάθουμε νά γαντζωνόμαστε ἀπό τό θεῖο ἔλεος.
Δάκρυα πόνου... ὀργώνουνε βαθιά τό χέρσο χῶμα τῆς ψυχῆς μας, γιά νά καρπίσει μέσα ἀπό τοῦτες τίς σκαφτές πληγές ἡ ὑπομονή, φύτρα τῆς ἁγιότητας πού μᾶς μπολιάζει στό σταυρό τοῦ σαρκωμένου μας Θεοῦ· συσταυρούμενοι, συνοδοιπόροι του στό Γολγοθᾶ ἐμεῖς οἱ ἐλάχιστοι, πού ὅμως μᾶς διάλεξε μαζί του στό Θαβώρ.
Μᾶς πῆρε ἐκεῖ, κάτω ἀπ᾿ τή σκέπη τῆς νεφέλης, νά μεταγγίσει μεταμόρφωση στήν ὕπαρξή μας, γιά ν᾿ ἀτενίσουμε κατόπι τό σταυρό τῆς θλίψης λουσμένο στή θαβώριο λάμψη. Ἔτσι, καθώς παλεύουμε νά τόν σηκώνουμε ἀγόγγυστα, μέσα στή θεία του ἀγκαλιά διυλίζει τά πονεμένα δάκρυά μας τό φῶς τῆς μεταμόρφωσης. Γράφει στόν οὐρανό πού ὑπάρχει μέσα μας τήν πιό ὑπέροχη ὀμορφιά: ἐκείνην πού ἀτενίσανε οἱ τρεῖς του μαθητές ἀπάνω στό Θαβώρ· τό ἄρρητο κάλλος τῆς μορφῆς του· μία ὀμορφιά αἰώνια, φτιαγμένη ὁλάκερη ἀπό φῶς...
Ἐτούτη ἡ ἀποκάλυψη εἶναι ἡ σπάνια, ἡ ἀτίμητη ὀμορφιά πού ὑφαίνει ὁ Θεός μέσα ἀπό τούς λυγμούς τῆς καταιγίδας στή ζωή μας· δῶρο στούς ἐκλεκτούς του, πού ξέρουνε νά δέχονται εὐγνώμονα στό χῶμα τῆς ψυχῆς τό νάμα τῶν δακρύων· δῶρο σ᾿ αὐτούς, πού τάξανε νά μένουνε κοντά του στά «ὡσαννά» μά καί στά «σταυρωθήτω», πού μάθανε νά τοῦ ψελλίζουνε μ᾿ ἀγάπη· «Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι», ἀδιάφοροι, ἄν μένουνε δίχως σκηνή πάνω σ᾿ ἕνα ξεσκέπαστο βουνό· φθάνει πού τούς χαρίστηκε νά βλέπουνε τή θεία του ὀμορφιά. Καί ξέρουνε νά ψιθυρίζουνε τούτη τή φράση ἀδιάκριτα ἀπάνω στό Θαβώρ ἤ κάτω ἀπ᾿ τό σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ. Εἶναι οἱ ἅγιοι πού πρόσθεταν στό «Δόξα σοι» τό «πάντων ἕνεκεν», οἱ ἅγιοι πού ἔκλαιγαν, γιατί ὁ Θεός δέν τούς δοκίμασε.
Ἄς ἤτανε νά κοινωνήσουμε καί μεῖς οἱ ἐλάχιστοι μέσα ἀπό τήν ὀδύνη μας στό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τους. Ἄς ἦταν νά προσφέρουμε στόν Κύριό μας ταπεινά δίχως «γιατί» καί «πῶς» τά θρύμματα τουλάχιστον τῶν συντριμμένων μας ὀνείρων• νά γράψει μ᾿ αὐτά στόν οὐρανό του μέσα μας τή θεία του ὀμορφιά. Ἔτσι, ἀτενίζοντας τό κάλλος του, μεταμορφούμενοι μές στό θαβώριο φῶς του, ἄς ἤτανε νά τοῦ χαρίσουμε ἔστω γιά μιά φορά τό πιό εὐάρεστο «εὐχαριστῶ» μας, ἐκεῖνο, πού ᾿χει τή δύναμη νά τοῦ ψελλίζει μιά φωνή, σάν τή ραγίζουνε τά δάκρυα τοῦ πόνου.
«Ζηναΐδα»
Καίει ὁ αὐγουστιάτικος ἥλιος. Ἡ παραλία σφύζει ἀπό ζωή· κίνηση, βουητά καί γέλια. Μέ εὐφροσύνη ἀπολαμβάνω τά παιδιά πού παίζουν μέ τήν ἄμμο φτιάχνοντας διάφορες ἔξυπνες κατασκευές. Ἡ ἀνεμελιά καί ἡ παιδική τους ἀφέλεια σοῦ μεταγγίζει ἕνα δροσερό αἴσθημα ἀθωότητας. Ἕνα αἴσθημα πού ἔρχεται σέ τόση ἔντονη ἀντίθεση μέ τό ὑπόλοιπο περιβάλλον τῆς παραλίας! Θαρρεῖς κι οἱ ἄνθρωποι στή θάλασσα μαζί μέ τό κουστούμι τους ἀφαιροῦν ἀπό πάνω τους κάθε ἴχνος ντροπῆς, εὐγένειας, κοσμιότητας. Οἱ προκλητικές κινήσεις, οἱ κουβέντες, τά χάχανα, τά ὑπονοούμενα, ἡ θρασύτητα κι ἡ ἀναίδεια συνοδεύουν τό ὑποτυπῶδες θαλασσινό ντύσιμο. (Ἐδῶ πού τά λέμε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά σέβεται τόν ἑαυτό του ἀκόμη κι ὅταν πάει στή θάλασσα γιά μπάνιο, καί νά μήν τόν ἐκθέτει τοιουτοτρόπως).
Ἀπ᾿ αὐτούς τούς προβληματισμούς μέ ἐπανέφερε ἡ γνωστή φωνή τῆς κυρίας πού, χωρίς νά τήν ἀντιληφθῶ, εἶχε καθίσει στήν ἄμμο δίπλα μου. Εἴπαμε διάφορα γιά τήν ἐπικαιρότητα, τόν καιρό, τά προβλήματα. Σέ μιά στιγμή μέ ρώτησε:
- Δέν βλέπω τίς δυό σου κόρες. Ποῦ βρίσκονται;
- Ἄ, αὐτές, κ. Μαίρη μου, ἀλλοῦ δροσίζονται.
- Μή μοῦ πεῖς! Πῆγαν σέ κανένα νησί μέ ... παρεούλα;
- Ὄχι, ὄχι! Ποῦ πάει ὁ νοῦς σου; Ἐδῶ καί δέκα μέρες βρίσκονται σέ μιά χριστιανική κατασκήνωση. Μέ παίρνουν στό τηλέφωνο καί δέν χορταίνουν νά μοῦ περιγράφουν τίς ὄμορφες, εὐλογημένες κατασκηνωτικές στιγμές τους.
- Δέν σέ καταλαβαίνω! Εἶσαι μέ τά καλά σου; Ἔστειλες τά δυό σου χαριτωμένα κορίτσια ἐκεῖ... πού ὅλο νηστεύουν, δέν γελᾶνε, δέν ψυχαγωγοῦνται... Πολύ λυπᾶμαι! Κρίμα στά παιδιά! Νά δεῖς πού θά σοῦ γίνουν «τῶν ἄκρων».
- Καλή μου, κ. Μαίρη, χαρακτηρίζεις -χωρίς νά ξέρεις- μία χριστιανική κατασκήνωση «τῶν ἄκρων». Γιά δές ὅμως λιγάκι γύρω σου. Ὅλη τούτη ἡ κατάντια τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας ἤ καί τά τόσα πού συναντοῦμε καθημερινά, διαλυμένες οἰκογένειες, ναρκομανεῖς, μέθυσοι, ἀνώμαλοι, αὐτά δέν εἶναι «τῶν ἄκρων»; Μήπως αὐτός ὁ φόβος τῶν ὑποτιθέμενων «ἄκρων» τῆς χριστιανικῆς ζωῆς μᾶς ὁδήγησε στά «ἄκρα» τῆς ἐξαθλίωσης;
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ κ. Μαίρη δέν μοῦ ἀπάντησε. Τό ἀργό της βῆμα ὅμως καθώς ἀπομακρυνόταν δήλωνε τόν προβληματισμό της.
Γ.
Ἴδια μέ λυγερό κλωνί πού ξεπετάγεται ἀπ᾿ τή γῆ στέκεται ἡ νεαρή βασιλοπούλα τῶν Φαιάκων ἀντίκρυ στό Δυσσέα• μαντεύει ὁ ναυαγός στήν περήφανη ἀφοβία τῆς κόρης τήν ἀρχοντιά τῆς φύτρας της. Βυθομετρᾶ σπλάχνος κι ἁγνότητα στά καθαρά της μάτια. Κι ἡ ἐλπίδα πού τσακίστηκε μαζί μέ τή σχεδία του στ᾿ ἀγριεμένα βράχια, καπνό μόνο νά δεῖ ἀπ᾿ τίς στέγες τοῦ νησιοῦ του κι ἄς πεθάνει, σαλεύει πάλι μονομιᾶς στό ἔξυπνο μυαλό του• ἄν παρακάλαγε ἐτοῦτο τό κορίτσι λίγο ψωμί, λίγα κουρέλια ροῦχα κι ἕνα πλοῖο...
Μά ὅσο κι ἄν ἔκαιγε τυραγνικά τό αἷμα του ἡ Ἰθάκη, ὁ πονεμένος νοσταλγός ἤξερε πάντα νά ταιριάζει ἁρμονικά τή σκέψη μέ τήν πράξη. Δούλεψε γρήγορα τό πολυμήχανο μυαλό ἀνάμεσα στά δυό: νά πέσει μπρός στά πόδια της, τά γόνατά της ν᾿ ἀγκαλιάσει, καθώς τό συνηθίζανε οἱ ἱκέτες ἤ μοναχά ἀπό μακριά μέ λόγο γλυκό κι ἔξυπνο νά τήν παρακαλέσει. Καί τοῦ Λαέρτη τό παιδί, πού πολιτεῖες καί καρδιές εἶχε γνωρίσει ἀνθρώπων, ὑπάκουσε στό χρῶμα πού ἔβαψε ἀμέσως ροδαλά τά μάγουλα τῆς κόρης, μόλις τόν πρωταντίκρυσε• ὄχι, δέν θά τήν ἄγγιζε• μπορεῖ νά τοῦ θυμώσει κι ἄς τόν ἀθώωνε πού ἤτανε ἱκέτης καί πού ἔτσι ἦταν πρεπούμενο νά κάμνουνε στή χώρα τους οἱ ἱκέτες. Διάβασε ὁλόσωστα τό τετραπέρατο μυαλό μές στήν ψυχή τῆς Ναυσικᾶς, γιατί, σάν ἦρθε ἡ ὥρα νά τόν ὁδηγήσει ἐκείνη στό παλάτι τοῦ πατέρα της, τοῦ ᾿δωσε ἐτούτη τήν παραγγελιά:
«Ξένε, μοῦ φαίνεται ἀσύνετος δέν εἶσαι...
μόλις θά μπαίνουμε στήν πόλη,
ξέχωρα ἀπό μένα νά βαδίσεις
μήν τύχει κάποιος ἀπ᾿ τούς Φαίακες
καί μέ κακολογήσει.
Γιατί καί μένα διόλου δέν μ᾿ ἀρέσει
κόρη παρθένα μ᾿ ἄντρα νά γυρνᾶ,
προτοῦ τό γάμο της νά κάνει».
(Ὀδύσσεια ζ΄, ἀπό τούς στίχους 257-288)
Χαριτωμένη ἡ σκηνή ταξίδεψε ἀπ᾿ τή χώρα τοῦ παραμυθιοῦ στό χρόνο τό δικό μας• τόσο τήν ἀγαπήσαμε, πού τήν κάνουμε ποίημα, τραγούδι, ζωγραφιά καί μάθημα στά δωδεκάχρονα παιδιά μας. Εἶναι, θαρρεῖς, πού βρίσκουμε σ᾿ αὐτήν μιά Ναυσικᾶ τόσο δυσεύρετη στούς χαλεπούς καιρούς μας. Ἀτενίζουμε μέ νοσταλγία καί θάμβος στό παρθενικό κορμί της παρθενική τή γυναικεία ὀμορφιά, ὅπως ξεπήδησε ἀπ᾿ τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ: ἕνα λουλούδι τοῦ Θεοῦ, πού ὁ κόσμος μας τό τσαλαπάτησε λησμονώντας ἀστόχαστα πώς τοῦτο τ᾿ ἀνέγγιχτο νεανικό κορμί τῆς Ναυσικᾶς εἶναι τό τίμιο θησαυροφυλάκιο τῆς ζωῆς του: τά σπλάχνα του ναός, τά δύο του χέρια δώρημα στοργῆς, ἡ ἀγκαλιά του λίκνο τῆς ἐλπίδας μας. Καί μεῖς τό κάναμε βορά σέ λάγνα μάτια, πού τό ξεκοκκαλίζουν λαίμαργα στίς διαφημιστικές ἀφίσες καί στίς ὀθόνες τῶν τηλεοράσεών μας• δημόσιο θέαμα, πού ἐκτίθεται ἀφειδώλευτα, ἀφοῦ οἱ μαίτρ τῆς μόδας ξοδεύουν μέ φειδώ τό ὕφασμα, γιά νά τό ντύσουν.
Κουρελιασμένοι ναυαγοί μές στήν Ὀδύσσεια τῶν καιρῶν μας παραδέρνουμε ἀπ᾿ τόν πολιτισμό στή βαρβαρότητα, πού ἤθελε τή γυναίκα «res», πράγμα ἀνυπόληπτο, στήν ἐξουσία τοῦ ἄντρα• ἔτσι ἀνυπόστατη τή βρῆκε ὁ Θεός• στάθηκε κουρασμένος ὁδοιπόρος στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, γιά νά τή συναντήσει• νά ξεδιψάσει τά φρυγμένα χείλη τῆς ψυχῆς της, πού ὁμολογοῦσαν μέ εἰλικρίνεια• «ἄνδρα οὐκ ἔχω». RES ἡ Σαμαρείτιδα, ἐφήμερο παιχνίδι στά χέρια τῶν περαστικῶν• κι Ἐκεῖνος πού τῆς ἔστησε καρτέρι στό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ τήν ἔκανε ἀπό ἶὸὖ ἁγία κι ἰσαπόστολο• ψυχή ἀπό φῶς, γιά νά σκορπίζει γύρω της τό φῶς του.
RES καί σήμερα ἡ γυναίκα• τήν καρτερεῖ καί πάλι ὁ Θεός στή δροσερή πηγή τῆς χάρης του, πού λέγεται Ἐκκλησία, νά τῆς χαρίσει τό πρωτόκτιστο, παρθενικό της κάλλος• νά σβήσει ἀπό τά χείλη της τό πικραμένο της παράπονο «ἄνδρα οὐκ ἔχω», πού κραυγάζει τή βασανιστική ἀπουσία τῶν ψυχῶν στήν ἐπιπόλαια συνουσία τῶν σωμάτων.
Κάτω ἀπ᾿ τούς θόλους τοῦ ναοῦ, πού ἀντιφεγγίζουν τό ἔλεός του, ἑνώνει ὁ Θεός μέ τό μυστήριο τοῦ γάμου ὄχι δυό σαρκία μά δυό ψυχές «εἰς σάρκαν μίαν», καί τελεσιουργεῖ μέσα στό σῶμα τῆς γυναίκας σάν πάνω σ᾿ ἅγια Τράπεζα τά τίμια δῶρα τῆς ζωῆς• ἡ γυναίκα μητέρα, συνδημιουργός τοῦ Θεοῦ. Πλασμένη ἀπ᾿ τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ μέσα στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ, τή στήνει στό πλευρό τοῦ ταπεινοῦ ἱερέα του μές στήν ἐπίγεια Ἐδέμ, πού λέγεται Ἐκκλησία, νά συνιερουργεῖ κοντά του τό Εὐαγγέλιο στίς παιδικές ψυχές• ἡ γυναίκα ἱεραπόστολος, συλλειτουργός Θεοῦ. Δανείζεται τά χέρια, τά πόδια, τήν εὐαίσθητη καρδιά της, γιά νά θρέψει, νά ντύσει, νά ζεστάνει τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς του• καί κάνει τή γυναίκα ἀχθοφόρο τῆς ἀγάπης, συνδιάκονο δική του στούς ἁγιαστικούς ναούς τοῦ πόνου.
Δανείζεται τήν ἴδια της τή σάρκα ὁ Θεός, γιά νά ντυθεῖ τό φύραμά μας. Προσφέρει ἐκείνη τό ἄσπιλο κορμί της, κλίμακα ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ, νά κατεβεῖ ὁ Θεός, κι ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, γιά ν᾿ ἀνεβεῖ ὁ ἄνθρωπος. Χαράζει λυτρωτικά τούτη τήν οὐρανόδρομη τροχιά στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας τό ταπεινό κορίτσι ἀπό τή Ναζαρέτ, ἀθόρυβα καί τόσο διαφορετικά ἀπ᾿ ὅλους τούς μεγάλους ἄντρες πού κυβέρνησαν ἐξουσιαστικά καί πολεμόχαρα τόν κόσμο. Καί γίνεται αὐτή πρώτη μας πρέσβειρα στή χώρα τοῦ οὐρανοῦ• μιά ἀγκαλιά πάντα ἀνοιχτή νά σκέπει στοργικά τόν πονεμένο κόσμο μας• χαρά καί καταφύγιό του• μητέρα τοῦ Θεοῦ μά καί δική μας.
Ἀπό τήν καταφρόνια στήν ὕψιστη τιμή: Βασίλισσα τῶν οὐρανῶν, πάνω ἀπ᾿ τούς θρόνους τῶν ἀγγέλων• ἐκεῖ ὕψωσε τή γυναίκα ὁ Θεός. Τίμησε καί ἁγίασε τό σκεῦος της, ζωντανό δισκοπότηρο, γιά νά φυλάξει τό μαργαρίτη τῆς θεότητάς του.
Κι ἐμεῖς τῆς Τόν συκοφαντήσαμε στά φεμινιστικά μας μανιφέστα. Τή δελεάσαμε μ᾿ ἀπατηλά ταξίματα σάν ἄλλη Εὔα, γιά νά συλήσουμε ἀνεμπόδιστα τό θεοτίμητο κορμί της. Τήν ἐξορίσαμε ἔτσι ἀπ᾿ τόν Παράδεισο, γιά νά μείνουμε οἱ διοι ἐξόριστοι, ξερριζωμένοι ἀπ᾿ τή στοργή της, πού θάλπει μητρικά τό αὔριό μας. Ξοδεύεται ἀσυλλόγιστα ὁ θησαυρός ἐτούτης τῆς στοργῆς, πού περιθάλπει τή ζωή, στόν ἐπιπόλαιο συμφυρμό τῆς σάρκας ἔξω ἀπ᾿ τή χάρη τοῦ Θεοῦ πού μεταποιεῖ ἁγιαστικά τ᾿ ἄγγιγμα τῶν σωμάτων σέ σφιχταγκάλιασμα ψυχῶν, τέτοιο πού νά βαθαίνει καί ν᾿ ἀσφαλίζει προστατευτικά τόν πλοῦτο τῆς γυναικείας καρδιᾶς.
Εἶναι ν᾿ ἀπορεῖ κανείς μέ τή σοφία τῶν καιρῶν μας. Περιφρονήσαμε τόν Θεό, γιά νά βγάλουμε τή γυναίκα ἀπό τήν καταφρόνια. Εἴπαμε τό Εὐαγγέλιο ξεπερασμένο, ὅμως τόν Ὅμηρο τόν ἔχουμε ἀκόμα γιά ἀξεπέραστο. Μᾶς διαφεύγει, βέβαια, ὅτι σέ τούτη τή σκηνή, πού τόσο ἀγαπήσαμε, ὁ Ὅμηρος δρασκελίζει τόν 8ο προχριστιανικό αἰώνα, γιά νά γράψει μπρός στά μάτια μας μ᾿ ἐνάργεια τό εὐαγγελικό παράγγελμα• «τῷ γυναικείῳ σκεύει ἀπονέμοντες τιμήν» (Α΄ Πέ 3,7)• διόλου περίεργο αὐτό, ἀφοῦ ὁ ποιητής σκίζει τά βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, γιά νά διαβάσει ἐκεῖ ἔμφυτα χαραγμένο τό νόμο τοῦ Δημιουργοῦ της. Περίεργοι εμαστε ἐμεῖς καί τραγελαφικοί μαζί, καθώς καλπάζουμε περήφανα στό χρόνο γράφοντας μέ φωτεινά λαμπιόνια τό 2015. Ποῦ πᾶμε ἀλήθεια; Μπροστά στήν τρίτη μεταχριστιανική χιλιετία ἤ ... πιό πίσω ἀκόμα κι ἀπ᾿ τήν ἐποχή τοῦ Ὁμήρου;
Μαρία Παστουρματζῆ
Φιλόλογος