Σάν ἁπαλή αὔρα

 20julyΦοβισμένος καί ἀποθαρρυμένος βρίσκεται ὁ προφήτης Ἠλίας κρυμμένος μέσα σέ μιά σπηλιά τοῦ ὄρους Χωρήβ. Οἱ ἀπειλές τῆς Ἰεζάβελ τόν κυνηγοῦν καί ἡ ἀποστασία τοῦ λαοῦ τόν λυγίζει. Ἐκείνη τήν ὥρα τῆς πίκρας καί τῆς ἀδυναμίας ὅμως διαλέγει ὁ Κύριος γιά νά τόν ἐπισκεφθεῖ. Ἔρχεται καί τοῦ κλείνει συνάντηση, τοῦ ὁρίζει χρόνο καί τόπο, πού θά τόν δεῖ· «Θά βγεῖς», τοῦ λέει, «αὔριο καί θά σταθεῖς ἐνώπιον Κυρίου στό βουνό» (Γ΄Βα 19,11). Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά τοῦ δίνει καί σημάδι ἀναγνωρίσεως, πῶς νά καταλάβει ὁ Ἠλίας τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· «θά περάσει ἀπό μπροστά σου ὁ Κύριος», συνεχίζει. «Θά ξεσηκωθεῖ ἄνεμος δυνατός, ἀλλά δέν θά εἶναι ἐκεῖ ὁ Κύριος. Θά ἀκολουθήσει σεισμός, ὕστερα φωτιά, ἀλλά οὔτε ἐκεῖ θά εἶναι. Καί μετά τό πῦρ φωνή αὔρας λεπτῆς, κἀκεῖ Κύριος» (Γ΄Βα 19,11-12).

 Ἔχει ποικίλους τρόπους νά παρουσιάζεται ὁ Θεός στούς ἁγίους του. Στόν Ἀβραάμ παρουσιάστηκε μέ τρεῖς ἀγγέλους, στόν Ἰσαάκ ἐμφανίσθηκε τή νύχτα καί στόν Ἰακώβ στόν ὕπνο του, στό Νῶε φανερώθηκε μέ τό οὐράνιο τόξο, στό Δανιήλ σέ νυχτερινό ὅραμα· ὁ Μωϋσῆς τόν εἶδε στή φλεγομένη βάτο καί ἀντίκρυσε «τά ὀπίσω» τῆς δόξης του, ὁ Δαβίδ τόν ἀναγνώρισε στόν ἄγγελο πού χτύπησε τό λαό μέ θάνατο, καί καθένας ἀπό τούς προφῆτες συνάντησε τόν Θεό, ὅπως ὁ Θεός εὐδόκησε καί ὅπως ἦταν συμφέρον γιά τόν προφήτη.

 «Διά τήν πολλήν καί ἀπερινόητον ἥν ἔσχε πρός αὐτούς ἀγάπην», ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, σμικρύνεται ὁ Θεός καί σωματοποιεῖται, μικραίνει καί παίρνει σῶμα, μεταμορφώνεται καί γίνεται αἰσθητός σ’ αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν, ὄχι ὅπως εἶναι, «ἀχώρητος γάρ, ἀλλά κατά τήν ἐκείνων χώρησίν τε καί δύναμιν».

 Στόν Ἠλία, πού τό κήρυγμά του ἦταν θύελλα καί σεισμός καί φωτιά γιά τό λαό τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος προτίμησε νά ἐμφανισθεῖ μέ τόν ἦχο μιᾶς ἁπαλῆς αὔρας.

 Ἔχουμε συνδέσει κυρίως τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέ συγκλονιστικά γεγονότα. Καί περιμένουμε συνήθως τήν ἐπίσκεψή του μέ ἀστραπές καί βροντές, μέσα σέ καπνούς καί γνόφο. Ἀλλά ὁ Κύριος δέν ἐξαντλεῖται σ’ αὐτές τίς μεγαλειώδεις καί μεγαλοπρεπεῖς ἐμφανίσεις. Μάλιστα, δέν ἀποτελεῖ ἡ φοβερή ὄψη τήν καλύτερη εἰκόνα του, οὔτε εἶναι ἡ ὀργή τό ἀληθινό του πρόσωπο. «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Μθ 11,29), μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ μονογενής Υἱός του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού στό πρόσωπό του εἴδαμε, πράγματι, τόν Κύριο. Τό ἔλεος καί ἡ ἀγάπη τοῦ Πατέρα, ἡ μακροθυμία γιά τόν ἁμαρτωλό καί ἡ γλυκύτητα γιά τόν μετανοημένο εἶναι τά ἀληθινά του γνωρίσματα. Σάν αὔρα λεπτή φυσᾶ μέσα στίς καρδιές τῶν παιδιῶν του τό πανάγιο Πνεῦμα καί τίς δροσίζει, τίς ξεκουράζει, τίς καθαρίζει.

 Ἀλλά γιά νά ἀντιληφθοῦμε ἔτσι τή θεία ἐπίσκεψη, χρειάζεται νά διαθέτουμε τά ἀνάλογα αἰσθητήρια. Ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ νηπτικοί πατέρες, ὁ Κύριος ἐνεργεῖ σάν αὔρα λεπτή, χαρίζοντας φῶς καί εἰρήνη, στήν καρδιά ἐκείνη μέσα στήν ὁποία κατοικεῖ ὁ Χριστός καί ἡ ὁποία ἔχει προκόψει στό ἔργο τῆς προσευχῆς.

 «Γι’ αὐτό τό λόγο», γράφει ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, «ἔλεγε ὁ Θεός πρός τόν Ἠλία στό ὄρος Χωρήβ ὅτι ὁ Κύριος δέν εἶναι οὔτε στό ἕνα οὔτε στό ἄλλο, δηλαδή σέ ἐπί μέρους ἐνέργειες τῆς χάριτος γιά τούς ἀρχαρίους, ἀλλά σέ αὔρα λεπτή καί φωτεινή· μέ αὐτό ὑπέδειξε τήν τέλεια προσευχή». Καί ὁ ὅσιος Θεόγνωστος συμβουλεύει· «Ἄν ἐπιθυμεῖς νά ἀξιωθεῖς θείας θέας καί ἐμφανίσεως στή διάνοιά σου, προηγουμένως νά ἀσπασθεῖς τήν εἰρηνική καί ἥσυχη ζωή· καί ὅταν ἐνδιατρίψεις σ’ αὐτό τό ἔργο, γνώρισε καί τόν ἑαυτό σου καί τόν Θεό. Ἄν συμβεῖ αὐτό, τίποτε δέν ἐμποδίζει σάν μέσα σέ αὔρα λεπτή, μέ τήν καθαρή δηλαδή κατάστασή σου καί χωρίς νά θορυβεῖ κανένα πάθος σου, νά δεῖς νοερά αὐτόν πού εἶναι ἀθέατος σέ ὅλους, νά σοῦ γνωρίζει ἐναργέστερα τόν ἑαυτό του καί νά σοῦ εὐαγγελίζεται τή σωτηρία».

 Ὁ πνευματικός ἀγώνας καί ἡ ἄσκηση εὐαισθητοποιοῦν τήν ψυχή τοῦ πιστοῦ, ὥστε νά νιώθει πάνω του τό ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ σάν τρυφερό χάδι. Σέ μιά καρδιά εἰρηνική, ἀπαλλαγμένη ἀπό πάθη, καί σέ μιά σκέψη καθαρή, φωτισμένη ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ὁ Κύριος ἔρχεται καί φανερώνεται γλυκύς καί πρᾶος μέσα ἀπό τίς θύρες πού ἀνοίγει ἡ Ἐκκλησία γιά τά μέλη της. Ἡ χάρη τῶν μυστηρίων, ἡ προσευχή καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γίνονται ὁ χρόνος καί ὁ τόπος, ὅπου ὁ Κύριος κλείνει καί γιά μᾶς συνάντηση μαζί του. Κι ἄλλοτε περνᾶ σάν ἄνεμος σφοδρός, πού διαλύει τά βουνά τῶν παθῶν καί συντρίβει τίς πέτρινες καρδιές καί ἀπό τό φόβο καθηλώνει καί νεκρώνει τή σάρκα. Ἄλλοτε περνᾶ σάν σεισμός ἤ σάν σκίρτημα χαρᾶς μέσα στά σπλάγχνα μας, ὅπως μαρτυροῦν οἱ ἅγιοι πατέρες. Κι ἄλλοτε, στά γυμνασμένα μέ τήν ἀρετή πνεύματα, περνᾶ σάν ἁπαλή αὔρα. Ἔτσι, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής γράφει ὅτι ὁ λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς γιά τόν διορατικώτερο νοῦ, αὐτόν πού ἔχει νικήσει τή φύση καί μπορεῖ νά πιάσει τά μηνύματα τοῦ Θεοῦ, εἶναι σάν νά ξεντύνεται τό σχῆμα τῶν ἀνθρωπίνων λέξεων καί νά ἀπηχεῖ τά νοήματά του μέ φωνή αὔρας λεπτῆς. Καί ὁ ἅγιος Μακάριος πάλι ἑρμηνεύοντας τό χωρίο λέει ὅτι ὁ Κύριος φανερώνει τήν παρουσία του «ἐν εἰρήνῃ καί ἡσυχίᾳ» καί ἀναπαύεται στήν προσευχή πού γίνεται μέ εἰρήνη καί κατάνυξη, ὄχι στήν προσευχή πού γίνεται μέ φωνές καί ταραχή· «τό μέρος τοῦτο ἰδιωτῶν ἐστι», εἶναι γνώρισμα ἀρχαρίων σημειώνει.

 Εἶναι γεγονός ὅτι ὅσοι ἀγαποῦν θερμά τόν Κύριο συγκινοῦνται περισσότερο ἀπό τά ἐλέη καί τίς εὐλογίες του παρά ἀπό τήν ὀργή του. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός προτιμᾶ νά μᾶς κάνει γνωστό τόν ἑαυτό του δείχνοντάς μας τήν ἀγάπη του, παρά χτυπώντας μας μέ τή δύναμή του. Ἐκείνη ἡ συνάντησή του μέ τόν Ἠλία ἦταν ἕνας ἔλεγχος γιά τή βιαιότητα του προφήτου. Ὁ Θεός ἤθελε νά τοῦ πεῖ καί νά τοῦ διδάξει ὅτι δέν θέλει τό θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλά τή σωτηρία του. Ἄν καί πολλές φορές τά σημεῖα τῆς ἀποτομίας του γιά τήν ἁμαρτία τοῦ λαοῦ εἶναι ἀναγκαῖα, ἐν τούτοις τό πραγματικό ἔργο τοῦ Θεοῦ μέσα στόν κόσμο δέν ἐκτελεῖται μέ τέτοια μέσα. Τό συγκλονιστικώτερο γεγονός τοῦ κόσμου, ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, πού σήμανε τή σωτηρία μας, ἔγινε μέ τόν πιό ἀθόρυβο καί ταπεινό τρόπο, μέσα σέ μιά φάτνη ἑνός χωριοῦ. Ὅπως φυσᾶ μαλακά ἡ αὔρα, ἔτσι ἦλθε ὁ Κύριος ἀνάμεσά μας, ὥστε νά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τά λόγια ἐκεῖνα στόν προφήτη Ἠλία ἦταν μιά προφητεία γιά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ εἶδαν τόν Ἠλία πάνω στό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως νά συζητᾶ μέ τόν Κύριο γιά τήν ἔξοδό Του «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», πού θά γινόταν πάλι ταπεινά καί ἀδύναμα, ἀλλά πού αὐτή θά μεταμόρφωνε τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός ἄλλη μιά φορά, γιά νά μᾶς μιλήσει καί νά μᾶς πείσει, δέν διάλεξε τούς βροντερούς ἤχους τῆς δυνάμεώς του, ἀλλά τούς γλυκεῖς ψιθύρους τῆς ἀγάπης του, πού τόν ἔφερε μέχρι τό σταυρό.

 

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 44 (1989) 97-99