Στά ἴχνη τῶν ἁγίων! Πορεία καί συνάντηση! Ἀσφάλεια καί λύτρωση! Ἴχνη πού δέν ἀποτυπώθηκαν στήν ἀμμουδιά ἤ στή λάσπη. Ἴχνη πού δέν μπορεῖ νά τά σβήσει οὔτε τό κύμα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας οὔτε ἡ ξέρα τῆς γύρω ἀπιστίας. Ὅμως, ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΙΧΝΗΛΑΤΕΣ! Ἀγγελία διαχρονική κι ἐπείγουσα. Δέν εἶναι πού ἔλειψαν τά ἴχνη· εἶναι πού κινδυνεύουν νά ἐκλείψουν οἱ καρδιές πού θαυμάζουν, ἐμπνέονται κι ἀκολουθοῦν.
Ὅσοι ποθοῦν νά ἀναζωπυρώσουν τούτη τή σωτήρια ἰχνηλασία, ἄς ἔρθουν νά σταθοῦν μαζί μας μπροστά στά ἴχνη πού ἄφησε μιά ἁγία καί χαριτωμένη ὕπαρξη: «ἡ θεία χάριτι κραταιωθεῖσα, ἡ πηγή χαρίτων ἀναβλύζουσα, ἡ θεϊκῆς χάριτος τρυφήσασα» Χαριτίνη.
Δούλη σέ πιστό ἀφεντικό ἡ νεαρή Χαριτίνη ζῆ δουλεύοντας καί στό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἡ φλογερή ἱεραποστολική καί κατηχητική της δράση, μέσα στά ἄγρια χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ, δέν περνᾶ ἀπαρατήρητη. Ἔτσι ὁ κόμης Δομέτιος ζητᾶ ἐπιτακτικά μέ ἐπιστολή ἀπό τόν κύριό της Κλαύδιο νά σταλεῖ ἡ Χαριτίνη γιά ἀνάκριση. Γεγονός πού κάνει τόν Κλαύδιο νά ἀρχίσει θρῆνο γοερό. Μά ἡ πιστή κοπέλα προσπαθεῖ νά τόν παρηγορήσει. Κι αὐτός στό τέλος -τί ἄλλο τοῦ ἀπομένει;- ζητᾶ ἀπό τή Χαριτίνη νά τόν θυμηθεῖ στήν οὐράνια βασιλεία.
Ἡ πιστή δούλη ἁλυσοδεμένη ὁδηγεῖται βιαίως μπροστά στόν ἀνακριτή καί στά τιμωρητικά ὄργανα πού σκόπιμα βρίσκονται ἀραδιασμένα δίπλα του. Τῆς ζητᾶ νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. «Οὔτε τά λόγια σου οὔτε αὐτά πού βλέπω ἐλαττώνουν τήν προθυμία πού ἔχω νά βασανιστῶ γιά τόν Θεό μου, γιατί σ’ Αὐτόν ἀφιέρωσα τή ζωή μου», λέει θαρρετά ἡ κόρη. «Μή λυπᾶσαι τά νιάτα μου, ἀλλά τόν ἑαυτό σου λυπήσου πού ζῆ μέσα στήν πλάνη». Ὀργισμένος ὁ κριτής διατάζει νά ξυρίσουν τό κεφάλι της, μά -ὤ τοῦ θαύματος- εὐθύς τά μαλλιά της ξαναβγαίνουν. Ἡ ὀργή του μεγαλώνει. Ἀναμμένα κάρβουνα τοποθετοῦνται στό κεφάλι της καί πυρωμένα σουβλιά διατρυποῦν τούς μαστούς της, ἐνῶ μέ λαμπάδες καῖνε τά πλευρά της. Μά ἡ διάπυρη φλόγα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ἀνάβει περισσότερο στήν καρδιά της καί πυρωμένη βγαίνει ἀπό τά χείλη ἡ προσευχή της: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ τούς ἁγίους σου Τρεῖς Παῖδας ἐκ φλογός σώσας, αὐτός καί νῦν ἐλθών δυνάμωσόν με εἰς τάς βασάνους, τάς ὁποίας διά τῆς ἀγάπης σου πάσχω, διά νά μή εἴπουν οἱ ἐχθροί ποῦ ἐστιν ὁ Θεός αὐτῶν». Καί φεύγει ὁ πόνος πάραυτα. Καί τίποτα δέν νιώθει. Ὁ κριτής τή βιάζει νά θυσιάσει. Ἡ ἄρνησή της τήν ὁδηγεῖ στόν πυθμένα τῆς θάλασσας μέ μιά βαρειά πέτρα στό λαιμό. Ὅμως ἀπύθμενη ἡ εὐγνωμοσύνη τῆς Χαριτίνης, ἀκόμη καί σέ τούτη τή φοβερή ὥρα: «Εὐχαριστῶ σοι, Κύριε, ὅτι ἠθέλησας διά τό ὄνομά σου νά περάσω διά μέσου ὕδατος θαλασσίου, διά νά εὑρεθῶ καθαρά εἰς τήν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως». Νά, πῶς ἀναδεικνύονται οἱ ἀληθινά πιστοί! Μά δέν τελειώνει ἐδῶ ἡ ζωή της, διότι ὁ Θεός τή χρησιμοποιεῖ πρός δόξα τοῦ ὀνόματός του καί σωτηρία ψυχῶν.
Μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια ὅλων, ἡ μάρτυς ἀναδύεται ἀπό τά νερά καί περπατώντας πάνω σ’ αὐτά βγαίνει στή στεριά. Ἀλλά τοῦ ἡγεμόνα ἡ σκληροκαρδία τή στέλνει δίχως καθυστέρηση στόν ἀποτρόπαιο τροχό. Μά συγχρόνως κι ὁ Θεός στέλνει τόν ἄγγελό του, ἐμπόδιο θαυμαστό. Ἀσυγκίνητος ὁ Δομέτιος προχωρεῖ σέ ξερίζωμα νυχιῶν καί δοντιῶν, δίχως ὅμως νά μπορέσει καί πάλι νά κάνει τή μάρτυρα νά λυγίσει. Τό σατανικό μυαλό του τότε στέλνει κήρυκες σέ ὅλο τόν τόπο, νά διαλαλήσουν νά συναθροιστοῦν ὅσοι θέλουν νά μολύνουν τή μάρτυρα καί νά καταισχύνουν τό σῶμα της. Ἡ ἁγνή μάρτυς, μόνο μπροστά σ’ αὐτό τό μαρτύριο ἐκλιπαρεῖ τόν Κύριο νά τό ἐμποδίσει, προτιμώντας τό θάνατο. Κι ὁ Κύριος βραβεύοντάς την, ἐκπληρώνει τήν ἅγια ἐπιθυμία της. Κι ἡ πολύαθλος μάρτυς παραδίδει τό πνεῦμα της προσευχόμενη.
Μά μέχρι τέλους τή δόξασε ὁ Θεός -ἀφοῦ τόσο κι αὐτή τόν δόξασε- ὥστε ὁ ἴδιος ὁ ἀφέντης της ὁ Κλαύδιος νά βρεῖ τό σῶμα της, πού τό εἶχαν ρίξει στή θάλασσα. Μέ εὐλάβεια ἔρρανε καί ἐνταφίασε τήν ἁγία μάρτυρα Χαριτίνη, πού ἄφησε σ’ αὐτόν ὁλοζώντανο παράδειγμα πρός μίμηση, καί σέ μᾶς ἴχνη σταθερῆς πίστης καί ἀφοσίωσης στόν Χριστό, τά ὁποῖα καλούμαστε νά ἀκολουθήσουμε γιά νά φτάσουμε στό ἴδιο μακάριο τέρμα μ’ ἐκείνην.
Μαρία Ἰ. Λαμψίδου
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 268-269
Ἑκατό καί πλέον χρόνια πέρασαν ἀπό τότε πού στή δασωμένη περιοχή μεταξύ Σνιχόβου (Δεσπότη) καί Γκριντάδων (σήμερα Αἰμιλιανοῦ) Γρεβενῶν ἄφηνε μαρτυρικά τήν τελευταία του πνοή τήν 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1911 ὁ τότε μητροπολίτης Γρεβενῶν Αἰμιλιανός Λαζαρίδης μαζί μέ τό διάκο του Δημήτριο Ἀναγνώστου καί τόν ἀγωγιάτη τους Ἀθανάσιο.
Γεννημένος τό 1877 στά Πέρματα τῆς Μ. Ἀσίας, γόνος πολύτεκνης οἰκογένειας μέ ἐννιά παιδιά, ὁ Αἰμιλιανός Λαζαρίδης ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τίς σπουδές του στή Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ὑπηρέτησε ὡς διάκονος τοῦ Μητροπολίτη Πελαγονίας Ἰωακείμ Φορόπουλου, μέ ἕδρα τό Μοναστήρι καί ὡς καθηγητής τῶν Θρησκευτικῶν τοῦ ἐκεῖ ἑλληνικοῦ Γυμνασίου. Μέ τή μορφή του, τό ἦθος του καί τό χαρακτήρα του εἶχε ἐπιβληθεῖ καί ἀποτελοῦσε πρότυπο ζωῆς σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες ἐκείνων πού τόν συναναστρέφονταν: «Μέ τά λεπτά καί κανονικά χαρακτηριστικά του ... ὡμοίαζε γνησίαν βυζαντινήν ἁγιογραφίαν τῆς κλασσικῆς περιόδου, ὥριμον σχεδόν διά τόν φωτοστέφανον τοῦ μαρτυρίου. Γλυκύς, πρᾶος, μειλίχιος, ταπεινός... πάντοτε γαλήνιος καί μετριόφρων... ἤξευρεν ἐν ἀνάγκῃ νά ὑποχωρῇ πολλάκις καί μέ ἀβαρίαν τοῦ ἐγωισμοῦ του, ἀλλ’ εἰς τάς κρισίμους στιγμάς ἀνέπτυσσε σθένος καί ἀποφασιστικότητα». Δικαίωνε ἔτσι τήν παρατήρηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης: «Ἡ τῆς ψυχῆς καθαρότης διά τοῦ φαινομένου διέλαμπε καί ὁ φαινόμενος ἄνθρωπος ἄξιον ἦν τοῦ ἀφανοῦς οἰκητήριον».
Κάτοχος εὐρείας καί βαθειᾶς μορφώσεως, προικισμένος μέ ἀγωνιστικό φρόνημα, ἀφιέρωσε ὅλες του τίς δυνάμεις, γιά νά κρατήσει καί νά μεταλαμπαδεύσει τήν χριστιανική πίστη. Ὡς ἐπίσκοπος Πέτρας ἀναδείχτηκε «ἀληθής τῆς πίστεως καί τοῦ ἔθνους ἡμῶν ... Πέτρα». Ὡς ἀντικαταστάτης τοῦ μητροπολίτη Πελαγονίας ἀνέπτυξε πλούσια ἐθνικοθρησκευτική δράση σέ μιά περίοδο τόσο ζοφερή, γιά τήν ὁποία ἡ Βρετανική κυανῆ Βίβλος μαρτυρεῖ: «Ἡ δολοφονία εἶναι τό κυριώτερον ὅπλον τῶν βουλγαρικῶν Κομιτάτων. Πρό οὐδενός ὑποχωροῦσιν. Οἱ Ἕλληνες εἶναι κυρίως τά θύματά των. Κατά χιλιάδας ἐφονεύθησαν οἱ Ἕλληνες κατά τά τελευταῖα πέντε ἤ ἕξ ἔτη.... ἀθώων καί ἀόπλων ἐκβιάσεις, ληστεῖαι, δολοφονίαι, ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ἀνελεήμονα βασανιστήρια ἱερέων, ἰατρῶν, διδασκάλων κατακρεουργήσεις, ναῶν ἐμπρησμοί... καταστροφή χριστιανῶν Ὀρθοδόξων... γενική τρομοκρατία, πλήμμυρα αἵματος».
Θά μποροῦσε καί ὁ ἀοίδιμος Αἰμιλιανός γιά τήν πολυκύμαντη διακονία του στήν περιοχή αὐτή μαζί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο νά ἀναφωνήσει: «Ἐλθόντων ἡμῶν εἰς Μακεδονίαν οὐδεμίαν ἔσχηκεν ἄνεσιν ἡ σὰρξ ἡμῶν, ἀλλ’ ἐν παντὶ θλιβόμενοι· ἔξωθεν μάχαι, ἔσωθεν φόβοι» (Β’ Κο 7,5).
Τό 1908 στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἐπικράτησαν οἱ Νεότουρκοι, οἱ ὁποῖοι ἐπαγγέλλονταν ἐλευθερία, ἰσότητα, δικαιοσύνη. Στήν ἀρχή πίστεψε στό κίνημα καί τίς ἐξαγγελίες τους. Ἦταν μάλιστα ὁ πρῶτος μή μουσουλμάνος ἱερωμένος πού χαιρέτησε τήν νεοτουρκική μεταπολίτευση, γιά νά γίνει σύντομα μάρτυρας καί θύμα τοῦ ἀπηνοῦς διωγμοῦ πού ἄσκησε τό νεοτουρκικό κομιτᾶτο γιά καθετί ἑλληνικό. Στή συνέχεια ὅμως οἱ Νεότουρκοι μέ συμμάχους τούς Βουλγάρους κομιτατζῆδες καί τούς Ρουμάνους ἐργάζονταν μεθοδικά καί μέ ποικίλα μέσα· τρομοκρατοῦσαν, ἔσπερναν τόν ὄλεθρο, ἐκδήλωναν τή μανία τους κατά γυναικῶν καί παιδιῶν, κατά ναῶν καί σχολείων καί κυρίως ἀπέναντι σέ ὅποιον τολμοῦσε νά ἀντιδράσει.
Tό Μάρτιο τοῦ 1910, ὁ νεαρός ἐπίσκοπος Αἰμιλιανός προάγεται καί τοποθετεῖται στήν ἱστορική Μητρόπολη Γρεβενῶν, ἡ ὁποία δοκιμαζόταν κυρίως ἀπό τή ρουμανική προπαγάνδα, τά ὄργια τοῦ βουλγαρικοῦ κομιτάτου καί ἀπό τίς ληστρικές συμμορίες τῶν Νεοτούρκων.
Ὁ Μητροπολίτης Αἰμιλιανός, ἀγωνίζεται μέ ἐνθουσιασμό καί ἀποφασιστικότητα. Περιοδεύει στά χωριά, τονώνει τούς ἱερεῖς καί τούς δασκάλους, ἐμψυχώνει τούς τρομαγμένους κατοίκους. Παράλληλα γνωστοποιεῖ την κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε στό Πατριαρχεῖο καί τήν ἑλληνική Κυβέρνηση. Πρός τόν νομάρχη Τρικάλων ἔγραφε: «Παρακαλῶ θερμῶς, θερμότατα γράφων, νά μεριμνήσητε περί τῆς τύχης τῶν χωρικῶν μας, τῶν ὁποίων ἡ θέσις κατέστη ἐσχάτως ἀπελπιστική... Πῶς νά ἐμπνεύσω ζωήν εἰς ἀνθρώπους, οἴτινες ὑπό ἠθικήν καί ὑλικήν ἄποψιν ἕνεκα τῆς ἀπογυμνώσεως αὐτῶν κατέστησαν πτώματα;... Τί ἀναμένετε παρ’ ἀνθρώπων ἀπηλπισμένων; Διατί ὑποθέτετε ὅτι ἄνθρωποι καταδυναστευόμενοι καί πάσχοντες τά πάνδεινα θά εἶναι εἰς θέσιν νά σκεφθῶσι περί τοῦ ἀπωτερου αὐτῶν μέλλοντος;»
Μέ πόνο ἀνακοινώνει στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἰωακείμ τόν Γ’: Τό μισό κτήριο τῆς σχολῆς τῆς Κρανιᾶς «κατελήφθη ὑπό τοῦ βασιλέως τῆς Κρανιᾶς, τοῦ πανισχύρου Τσακαμᾶ, ὅστις ... δέρει, φυλακίζει», μέ ἀποτέλεσμα 80 μαθητές νά εἶναι στό δρόμο. Ζητοῦν οἱ ρουμανίζοντες–λέγει- στήν κεντρική μεγάλη ἐκκλησία νά ψάλουν δεξιά ἑλληνικά, ἀριστερά βλάχικα· σέ ἑπόμενη ἐπιστολή μαρτυρεῖ ὅτι στήν Κρανιά λειτουργοῦν στίς ἑλληνικές ἐκκλησίες. Στό Περιβόλι κατέλαβαν τόν κεντρικό ναό. Στή Σαμαρίνα πού ἀριθμοῦσε 600 ἑλληνικές οἰκογένειες 10 ρουμανίζοντες μέ τούς 3 δασκάλους τους καί 10 μαθητές τους κατέλαβαν τήν νέα ἑλληνική σχολή. Μέριμνα τοῦ ἀειμνήστου ἱεράρχη ἦταν ἀκόμη καί ὁ ἐναρμονισμός τῆς διδακτέας ὕλης μεταξύ τῶν σχολείων τῆς πόλης καί αὐτῶν τῆς ἐπαρχίας, ἡ ἐπιλογή καί ἡ διάθεση βιβλίων στούς μαθητές, ἡ πρόσληψη καί ἡ ἀμοιβή δασκάλου γιά τήν Ἀστική Σχολή τῶν Γρεβενῶν. Ἐπιπλέον τόνιζε: «Δέν ἔπρεπε νά περιορισθῇ ὁ μισθός τῶν διδασκάλων. Ἐν τούτοις δέον νά φροντίσωμεν».
Μέ θάρρος ἐπίσης καί εὐτολμία κατήγγειλε τήν βία καί τούς ξυλοδαρμούς πού ὑφίσταντο οἱ χριστιανοί. Τόλμησε μάλιστα μαζί μέ τόν ἀρχιερατικό του ἐπίτροπο νά ἐπισκεφθεῖ τόν φοβερό Μπεκήρ Ἀγᾶ, γιά νά τόν συνετίσει: «Ἀπευθυνόμενος πρός τόν Μπεκήρ ἐφ. τόν ἠρώτησα· εἶναι δίκαιον, βέη, ἀξιωματικός ἐγγράμματος, φιλελεύθερος κλπ. νά δέρη τόσον ἀγρίως τούς Χριστιανούς ἐν μέσῃ ἀγορᾷ;» Σηκώθηκε ἀμέσως ὁ καϊμακάμης καί ζωηρά τοῦ ἀπάντησε: «Δι’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν πρᾶξιν του ἡ Κυβέρνησις δι’ ἐμοῦ συγχαίρει τόν Μπεκήρ ἐφ.». Καί ὁ τελευταῖος κραδαίνοντας τό ξῖφος εἶπε στόν μητροπολίτη: «Εἶπες, Δεσπότ ἐφ., ὅτι ἔχω τήν πέννα μου καί γράφεις, πρέπεις νά ξεύρῃς ὅμως ὅτι καί ἐγώ ἔχω τό σπαθί μου».
Ἡ δυναμική καί ἀτρόμητη στάση του προκάλεσε τήν ὀργή τῶν ἐχθρῶν. «Μ’ ἔφερον δέ προσβλητικῶς ἐκ τῶν χωρίων μέ δύο χωροφύλακας», ἀνακοίνωνε. Ἔγραφε μάλιστα ὅτι συναντοῦσε ἐμπόδια στίς περιοδεῖες του καί ὅτι μέ κάθε τρόπο ἐπιδίωκαν νά τόν ἐνοχοποιήσουν. Τίποτε ὅμως δέν ἦταν ἀρκετό νά ἀνακόψει τόν φλογερό καί ἀπτόητο Μητροπολίτη. Στίς συστάσεις τοῦ περιβάλλοντός του νά μήν ἐξέλθει ἀπό τήν πόλη, διότι ἡ ζωή του κινδύνευε, ἀπάντησε: «Ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰω 10, 11).
Σάββατο, 1η Ὀκτωβρίου 1911 λειτούργησε στό χωριό Σνίχοβο καί ἀναχώρησε γιά τούς Γκριντάδες, ὅπου θά λειτουργοῦσε τήν ἑπομένη. Στό δρόμο, σέ μιά χαράδρα, οἱ ἐχθροί περίμεναν· τόν συνέλαβαν, τόν βασάνισαν καί στή συνέχεια τόν κατακρεούργησαν μέ τόν πιό φρικτό καί ἀπάνθρωπο τρόπο. Ἔτσι ὁ Δεσπότης μας ἀφοῦ τέλεσε τήν τελευταία του Λειτουργία, προσέφερε τόν ἑαυτό του θυσία στόν βωμό τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος. «Πρότερον μέν καί προθυόμενος, νῦν δέ καί τελεώτατον θῦμα προσάγων ἑαυτόν τῷ Θεῷ, ... καί ποιήσας τήν τελευτήν τελευταῖον μυστήριον», ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἦταν μόλις τριάντα τεσσάρων ἐτῶν. Ἀπό τούς συνοδούς του ὁ διάκος -πρός τιμήν του Διάκος όνομάστηκε παρακείμενο χωριό- βρέθηκε μέ ἀνοιγμένο τό κρανίο· τόν ἀγωγιάτη τόν σκότωσαν, γιά νά μήν ἀποκαλύψει τούς δράστες.
«Δέν σέ εἶδε κανείς, φωτεινέ Δεσπότη, νά πέφτης βαρύς καί ἄψυχος εἰς τό ὑγρόν χῶμα, τό νοτισμένον ἀπό τόν ἱδρῶτα καί τό αἷμα τοῦ ποιμνίου σου. Τό μαῦρο σου ράσον ὅμως, πού ἔκρυβε πίπτον ἕνα ἀτίμητον καί ἡρωικόν σῶμα, ἐπέρασε σάν σκιά συννεφιᾶς μέ τήν ἀπειλήν καί τόν τρόμον τῆς καταιγίδος πού φθάνει», διαβάζουμε σέ ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς. (Ἐφημ. Ἀθηνῶν «Χρόνος», 16 Ὀκτ. 1911, 1).
Στίς 9 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα Κυριακή, τελέστηκε ἡ κηδεία τοῦ ἀοιδίμου Αἰμιλιανοῦ, ἀφοῦ χρειάστηκαν μέρες, γιά νά ἐντοπιστοῦν τά σώματα τῶν μαρτύρων. Τήν ἴδια ἡμέρα ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης συμπαραστατούμενος ἀπό ὀκτώ Μητροπολῖτες τέλεσε ἐπιμνημόσυνη δέηση καί ἐκφώνησε πύρινο λόγο. Τόνισε μάλιστα: «Μή νομίσωμεν ὅτι ἔληξεν ἡ σειρά τῶν μελλόντων νά ὑποστῶσι τόν θάνατον. Ἀπό αἰώνων ἤρχισεν αὕτη, ἔχομεν δέ ἀναριθμήτους μάρτυρας, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἀφῆκαν κληρονομίαν νά ἀγωνιζώμεθα ἀφωσιωμένοι μετά φρονήσεως καί ἄνευ θορύβου καί ἐπιδείξεως... Ἀνθρωπίνως κλαίομεν, ἀλλ’ εἶμαι βέβαιος ὅτι οὐκ ἐκλείψουσι στρατιῶται τῆς Ἐκκλησίας καί πρέπει νά δοξάζωμεν τόν Θεόν. Ἡ Ἐκκλησία θά ἐξακολουθήσῃ ἀγωνιζομένη τόν δίκαιον ἀγῶνα της». Ἀφοῦ μοίρασε ἀντίδωρο, ὁ Πατριάρχης ἐξαναγκάσθηκε ἀπό τούς πιστούς νά ξαναμιλήσει: «Ἤδη προσέρχομαι νά σᾶς εὐλογήσω διά τοῦ Σταυροῦ τούτου, ὅστις ἀνήκει εἰς τόν ἀείμνηστον Πατριάρχην Γρηγόριον τόν Ε’, ὁ ὁποῖος ὑπέστη μαρτυρικόν θάνατον». Καί ὁ μητροπολίτης Ἀθηνῶν Θεόκλητος στόν ἐπιμνημόσυνο λόγο του ἔλεγε ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἰωακείμ ὁ Γ’ εἶχε ἀναρτήσει τήν εἰκόνα τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε’ στήν θέση τῆς ἀγχόνης: «Ἡ εἰκών ἐπί τῆς θέσεως τῆς ἀγχόνης συμβολίζει τήν Ἱεραρχίαν πᾶσαν, οὖσαν πάντοτε ἐν μαρτυρικῇ θέσει, ὡς ὑποδεικνύει τό αἷμα τοῦ θυσιασθέντος ἀειμνήστου Κορυτσᾶς Φωτίου, ἡ δολοφονία τοῦ Γρεβενῶν Αἰμιλιανοῦ καί τοῦ ἀρχιδιακόνου αὐτοῦ».
«Ἐσείσθη ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς Μακεδονίας καί συνεταράχθη πᾶσα ἑλληνική ψυχή», ἀνέγραφε κάποια ἐφημερίδα. Πράγματι, σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς, ὅπου παρεπιδημοῦσαν Ἕλληνες, τελέστηκαν μνημόσυνα. Ἀπό τούς πολλούς ἐπιμνημόσυνους λόγους πού ἐκφωνήθηκαν πρός τιμήν του παραθέτω ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό λόγο τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης, τοῦ ὁποίου τό αἷμα λίγα χρόνια ἀργότερα ἔβαψε τά καλντερίμια τῆς πόλης: «Ὅταν ἀρχιερεῖς καίωσιν ἑαυτούς ὡς λαμπάδας ἐνώπιον τοῦ εἰδώλου τῆς πατρίδος, ὁ δέ μαρτυρικός θάνατός των γίνεται ζωῆς καί δόξης ὑπόθεσις καί θεμέλιον ἁγιωτέρου βίου, τό μνημόσυνόν των δέν ἐναρμονίζεται μέ δάκρυα καί θλῖψιν, ἀλλά μέ ὑπερηφάνειαν καί ἀγαλλίασιν. Ἡμῖν ἐξ ὅλων ἐχαρίσθη ὄχι μόνον τό εἰς Χριστόν ὀρθῶς πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ Αὐτοῦ ἀγογγύστως πάσχειν, γενναίως μαρτυρεῖν καί ἐνδόξως θνήσκειν». Ἐλπίζουμε, ὅπως ἡ θυσία τοῦ Αἰμιλιανοῦ ἔφερε τή λευτεριά μετά ἀπό ἕνα χρόνο στή Μακεδονία μας, ἔτσι καί ἡ θυσία τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης νά φέρει κάποτε τήν ζωή καί τήν Ἀνάσταση στίς ἀλησμόνητες πατρίδες.
Παντοῦ καί στήν Ἑλλάδα καί στόν ἑλληνισμό τῆς διασπορᾶς καί πέρα ἀκόμη ἀπό τόν Ἀτλαντικό διενεργήθηκαν ἔρανοι γιά τήν οἰκονομική στήριξη τῆς πάμφτωχης οἰκογενείας τοῦ Αἰμιλιανοῦ. Συγκινητική εἶναι μεταξύ ἄλλων ἡ συνδρομή τοῦ πρότυπου παρθεναγωγείου Θεσσαλονίκης. Συνεισέφερε ἕξι λίρες, τίς ὁποῖες συνόδευε μία ὡραία ἐπιστολή, ὑπογεγραμμένη ἀπό τή φημισμένη διευθύντριά του Ἀγλαΐα Σχινᾶ· μεταξύ ἄλλων δήλωνε: «Παναγιώτατε, ... Αἱ παιδικαί ψυχαί τῶν μαθητριῶν αἵτινες ἀρχίζουσιν ἤδη νά ζῶσι διά τήν Ἐκκλησίαν καί τήν Πατρίδα, ἔχουσι στήσει βωμόν εἰς τήν μνήμην τοῦ ἐνδόξου Αἰμιλιανοῦ».
Ἀξίζει ἐπίσης νά σταθοῦμε μέ θαυμασμό μπροστά στό ψυχικό μεγαλεῖο τῆς μητέρας τοῦ ἐθνομάρτυρα, ἡ ὁποία μέ τηλεγράφημά της πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη ἔγραφε: «Καίτοι ὁ φρικώδης φόνος τοῦ υἱοῦ μου Αἰμιλιανοῦ Μητροπολίτου Γρεβενῶν, ἐβύθισεν εἰς ἄφατον πένθος τήν οἰκογένειαν ἡμῶν, οὐχ ἧττον ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἐθυσιάσθη ἐν τῇ ἐκτελέσει τῶν πνευματικῶν αὐτοῦ καθηκόντων παρηγορουμένη, ὑποβάλλω μετά κατωδύνου ψυχῆς τῇ Ὑμετέρᾳ Σεπτῇ Παναγιότητι τάς θερμάς εὐχαριστίας μου, ἐπί ταῖς πατρικαῖς, ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, δεήσεις...». Διαβάζοντας κανείς τήν ἐπιστολή της ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι ζωντανεύουν μπροστά του σκηνές ἀπό τήν ἀρχαία Σπάρτη κι ἄς ζοῦσε ἡ κυρία Θεανώ Λαζαρίδου στήν καρδιά τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Στήν προσπάθεια γιά τόν ἐντοπισμό τῶν δολοφόνων σημαντική ἦταν ἡ συμβολή τοῦ καταγομένου ἀπό τά Γρεβενά βουλευτῆ τῆς τουρκικῆς Βουλῆς Γεωργίου Μπουσίου, ὁ ὁποῖος μέ θάρρος καί παρρησία ἔλεγε: «Ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Μητροπολίτου -ἐφονεύθη ἡ ἰδιότης του ὡς θρησκευτικοῦ ἀρχηγοῦ χριστιανικῆς ἐθνότητος... Παρακαλῶ νά ἀνακαλύψετε τούς φονεῖς ἤ νά ἀπομακρυνθῆτε τῆς ἀρχῆς, διότι εἶσθε ἀνάξιοι νά κυβερνᾶτε τό Κράτος». Καί ὁ «Μεσολογγίτης» σάλπιζε: «Ὑπῆρξέ ποτε ἐποχή καθ’ ἥν οἱ λαοί ἐνταῦθα ἐθεώρουν τό κράτος ἐχθρόν». Δυστυχῶς, τό ἴδιον συμβαίνει καί σήμερα. Στ’ ἀλήθεια, πόσο μοιάζουν οἱ ἐποχές!
Ἀντίθετα στήν Κωνσταντινούπολη τουρκικές ἐφημερίδες ἔγραφαν: «Ἔχομεν ἄλλως τε σήμερον ζητήματα πολλά καί πολύ σοβαρότερα δυνάμενα νά ἐπισπάσωσι τήν προσοχή τῶν ἀρχῶν καί ν’ ἀπασχολήσωσι σοβαρῶς αὐτάς. Τί εἶναι ἐπί τέλους ἡ δολοφονία ἑνός Μητροπολίτη καί ἑνός διακόνου καί ἑνός ὑπηρέτου, τί εἶναι ἡ δολοφονία καί δύο ἀκόμη Μητροπολιτῶν;»
Εἰς πεῖσμα ὅλων αὐτῶν ὅμως στή συνείδηση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ὁ Αἰμιλιανός ἐπέχει θέση μάρτυρος τῆς πίστεως, ὅπως διαβάζουμε σέ ἔντυπο τῆς ἐποχῆς: «Τό αἷμα τῶν χριστιανῶν, ὅπερ κατά τά τελευταῖα ἔτη καταπλημμυρεῖ τήν συνταγματικήν Τουρκίαν, χύνεται καί νῦν, ὡς καί ἐπί Διοκλητιανοῦ, διά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ... Ὁ τοσοῦτον ὠμῶς κατασπαραχθείς ὑπό τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ γένους ἡμῶν ἱεράρχης καί ὅσοι ἄλλοι πρό αὐτοῦ κατά τούς τελευταίους χρόνους ὅμοιον ἔλαβον θάνατον, ἔχουσι παρά Θεοῦ τόν μαρτυρικόν στέφανον καί ὀφείλομεν νά τιμῶμεν αὐτούς ὡς μάρτυρας» («Μακεδ. Ἡμερολόγιον» 1912, 190-191).
Ὁ Αἰμιλιανός, τό τελευταῖο θύμα τῆς θηριωδίας τῶν ἐχθρῶν τοῦ Γένους, πρίν ἔρθει ἡ λευτεριά στόν τόπο αὐτό, μέ τό μαρτυρικό του τέλος προστέθηκε στήν ἔνδοξη χορεία πού τήν εἶχε καθαγιάσει τό σχοινί καί ἡ πέτρα τοῦ Κυρίλλου Λούκαρη, ἡ θυσία τοῦ Ἀθανασίου Διάκου, ὁ δαυλός τοῦ Γαβριήλ, τό μαρτύριο τοῦ Κυπριανοῦ Κύπρου, ἡ ἀθάνατη φάλαγγα ἀναρίθμητων θυσιασθέντων ἱερέων· παράλληλα ὑπῆρξε πρόδρομος τῆς θυσίας τοῦ προσφάτως ἀνακηρυχθέντος ἁγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης καί τοῦ Κυδωνιῶν Γρηγορίου.
«Μή κλαίετε, ἀδελφοί χριστιανοί, ἀλλά θαρρεῖτε. Ὁ Δεσπότης μας δέν ἀπέθανεν, ἀλλά ζῇ. Ζῇ ἐνθρονισμένος εἰς τάς καρδίας ὅλων μας, εἰς τάς καρδίας ὅλων τῶν χριστιανῶν», παρηγοροῦσε ὁ Ν. Κουσίδης, πρόκριτος τῶν Γρεβενῶν τούς συμπατριῶτες του. Ζῆ πράγματι μέχρι καί σήμερα καί μέσα στίς δικές μας τίς καρδιές μας, ἄν καί -ὀφείλουμε νά τό ὁμολογήσουμε- δέν τόν τιμοῦμε ὅσο καί ὅπως πρέπει. Μέ τήν γλυκύτητα καί τήν πραότητα πού τόν χαρακτήριζε ἄς μᾶς συγχωρεῖ· καί μέ τήν παρρησία πού ἔχει στόν Κύριο ἄς πρεσβεύει γιά μᾶς, γιά τούς νέους, γιά τήν πατρίδα μας.
Πηγές
1. Μητροπολίτου Γρεβενῶν Σεργίου, Πρακτικά τοῦ πνευματικοῦ Δικαστηρίου, τῆς Δημογεροντίας, τῆς Ἐφοροεπιτροπῆς τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Γρεβενῶν καί Διαθῆκες Ἰδιωτῶν ἐπί ... Αἰμιλιανοῦ (1910 -1911), Γρεβενά 2008.
2. Μητροπολίτου Γρεβενῶν Σεργίου, Αἰμιλιανός, ὁ ἐθνομάρτυς Μητροπολίτης Γρεβενῶν (1877-1911), Γρεβενά 2008.
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Φιλόλογος - Θεολόγος
Ἀπολύτρωσις 66 (2011) 278-280
Τέλη τοῦ 5ου αἰ. μ.Χ. στή Συρία συναντοῦμε τήν οἰκογένεια τοῦ μικροῦ Ρωμανοῦ, μιά ἀπ᾿ τίς πολλές ἑλληνικές οἰκογένειες τῆς χώρας. Τό μικρό Ἑλληνόπουλο μεγαλώνει πολύ μακριά ἀπ᾿ τήν πατρίδα, μά πολύ κοντά στή γλῶσσα καί στή θρησκεία της, ὅπως θά ἀποδείξει στή συνέχεια ἡ ἴδια ἡ ζωή του.
Στήν πρωτεύουσα, τή Βηρυτό, θά γίνει φοιτητής καί κατόπιν θά εἰσέλθει στόν ἱερό κλῆρο τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας. Στάδιο μεγάλο ἀνοίγεται μπροστά του, ὅπως ὁ ἴδιος θά ὁμολογήσει, κι ἀγῶνες σκληροί θά διεξαχθοῦν, πού ὅμως θά τόν ἀνεβάσουν στό βάθρο τῶν νικητῶν μέ τόν τίτλο τοῦ «δόκιμου ἐργάτη τῆς ἀρετῆς». Στεφάνωμα ἀπ᾿ τό χέρι τοῦ Θεοῦ, ἀφανές γιά τούς πολλούς μά χειροπιαστό καί πολυπόθητο γιά τούς ἀθλητές τῆς πίστεως ὅλων τῶν αἰώνων.
Ὁ Ρωμανός ὅμως ἔτυχε διπλοῦ στεφανώματος. Ἔλαβε κι ἐδῶ στή γῆ τίτλο περίλαμπρο: Ρωμανός ὁ μελωδός! Ὁ μέγιστος τῶν ποιητῶν τῆς χριστιανικῆς Ἑλλάδας. Ὁ Πίνδαρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησης. Δόξα μεγάλη γιά τόν ταπεινό ἐργάτη τοῦ Θεοῦ, πού δέν τόν ἄγγιξε ὅμως, διότι -ὤ! τοῦ θαύματος- τό χάρισμα αὐτό τοῦ δόθηκε ἀπό τήν Παναγία... Ναί! Ὁ Ρωμανός, ὅσο δόκιμος ἦταν στήν ἀρετή τόσο ἀδόκιμος, πρός μεγάλη του λύπη, ἦταν στή μουσική! «Ἄμουσος παντελῶς καί ἀηδής κατά τήν φωνήν καί τά ἄσματα, περιεπαίζετο ἀπό τούς πολλούς», λέει χαρακτηριστικά ὁ συναξαριστής.
Κι ἔτσι, ὅταν στά χρόνια τοῦ Ἀναστασίου τοῦ βασιλέως ὑπηρετοῦσε στήν Κωνσταντινούπολη στό ναό τῆς Θεοτόκου τῶν ἐν τοῖς Κύρου, στή νυχτερινή Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων τοῦ παρουσιάστηκε ἡ Παναγία, τήν ὁποία διακαῶς ἱκέτευε γιά τό θέμα αὐτό, καί δίνοντάς του ἕνα τυλιγμένο χαρτί -κοντάκιο ὀνομαζόταν- τόν πρόσταξε νά τό φάει. Λίγα λεπτά ἀργότερα, τόν ἄκουσαν ἔκπληκτοι οἱ πιστοί νά ψάλλει ἐκ τοῦ ἄμβωνος τό κοντάκιο «Ἡ Παρθένος σήμερον», πού μόλις εἶχε συνθέσει καί μελοποιήσει. Ἀπό τή νύχτα ἐκείνη καί μέχρι τό 560 μ.Χ. πού ἐξεδήμησε, ὁ Ρωμανός πλούτισε τήν ὑμνολογία μας μέ ἀμέτρητους ὕμνους καί γύρω στά 1.000 κοντάκια -ὁρολογία πού ὁ ἴδιος καθιέρωσε εἰς ἀνάμνησιν τοῦ θαύματος. Μέ τά κοντάκια αὐτά ἀσχολήθηκε ἐπισταμένως καί φρόντισε γιά τήν ἔκδοσή τους ὁ σοφός καθηγητής βυζαντινῆς φιλολογίας Τωμαδάκης.
Πηγή τῶν ὕμνων του ἡ Κ. Διαθήκη, ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος κι ὁ φυσικός κόσμος. Σέ πολλούς ἀπ᾿ αὐτούς ὁ διάλογος Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἶναι πολύ ζωντανός. Ὁ Ρωμανός αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἡ γλῶσσα καί τό στόμα τῶν πιστῶν. Οἱ στίχοι στά χείλη του γίνονται ἔκφραση τοῦ πόνου του καί τοῦ πόνου μας. Ἡ μουσική του θρῆνος ἤ ἀγαλλίαση δική του καί τῶν πιστῶν. Ἡ δέ ταπείνωσή του τόν κατεβάζει τόσο κοντά μας, ὥστε μαζί του νά ψάλλουμε: «Ρερύπωται ἡ ψυχή μου, ἐνδεδυμένη τόν χιτώνα τῶν πταισμάτων μου».
Συγκλονιστική καί ἀξιοθαύμαστη στ᾿ ἀλήθεια ἡ ζωή τοῦ ἁγίου Ρωμανοῦ τοῦ μελωδοῦ, πού ἀνοίγει δρόμο μίμησης «εἰς σωτηρίαν καί ἡμῶν τῶν μελωδούντων: Λυτρωτά ὁ Θεός, εὐλογητός εἶ!».
Μ.Ι.Λ.
Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 274-275
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ χάρισε μάρτυρες στόν οὐρανό τά πρῶτα χρόνια τῶν διωγμῶν. Τό αἷμα τῶν παιδιῶν της χύθηκε ἄφθονο ἀπό τόν Νέρωνα καί τόν Διοκλητιανό, πού σάν τό δεκακέρατο θηρίο τῆς Ἀποκαλύψεως πολέμησαν τή νύμφη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἦταν ἐκεῖνες οἱ μέρες σκληρές γιά τήν Ἐκκλησία. Μά ἦταν ἀκόμη πιό χαλεπές κάποιες ἄλλες μέρες αἰῶνες μετά. Τότε ὁ ἐχθρός ἐμφανίσθηκε ὡς θηρίο μέ ἔνδυμα προβάτου. Ἡρωικές καί μεγαλειώδεις ἐκτυλίσσονται οἱ σελίδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ἐκείνης τῆς ἐποχῆς.
Ἦταν τότε πού ἡ Δύση ἀποσπάσθηκε ἀπό τή μία οἰκουμενική Ἐκκλησία καί ὁ πάπας ζητοῦσε ἐπίμονα τήν ὑποδούλωση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ αἵρεση ἀπειλοῦσε τήν Ἐκκλησία, ἡ παραχάραξη ἐναντιωνόταν στήν ἀλήθεια. Σκοτεινιά καί ἀντάρα φάνηκε νά σκεπάζει τήν ἀτμόσφαιρα. Ὡραιοποιήθηκε τό κακό, ἡ συμφορά παρουσιάσθηκε ὡς ἐπιτυχία. Πολλοί παρασύρθηκαν. Τί φοβερό! Κι ὁ αὐτοκράτορας Μιχαήλ Παλαιολόγος. Κι αὐτός ἀκόμη ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Βέκκος. Οἱ λατινόφρονες αὐξάνονταν καί ἐξαπέλυαν ἐπιθέσεις μέ διωγμούς, ἀπειλές, ἐκφοβισμούς ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων. Μά ὁ γενναῖος λαός τοῦ Θεοῦ ἀποφασιστικά ἔμενε πιστός στήν παράδοση. Δέν πρόδιδε τήν ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστη.
Οἱ λατινόφρονες ἔβαλαν στόχο νά ἐκπορθήσουν ἀκόμα καί τό πιό ἰσχυρό προπύργιο τῆς Ὀρθοδοξίας, τό Ἅγιο Ὄρος. Καταφθάνουν στήν πολιτεία τῆς ἡσυχίας καί τῆς προσευχῆς. Ἔχουν στά χείλη χαμόγελο καί στά χέρια κρατοῦν δῶρα. Προτείνουν φιλία, καλοῦν σέ διάλογο, προθυμοποιοῦνται νά βοηθήσουν. Τό Ἅγιο Ὄρος ἀντιστέκεται σθεναρά. Οἱ ἐχθροί βρίσκονται τώρα μπροστά στήν Ἱ. Μονή Ζωγράφου. Οἱ εἰκοσιέξι μοναχοί της εἶναι προετοιμασμένοι. Ἀρνοῦνται ἀκόμα καί νά ἀνοίξουν τή θύρα τοῦ μοναστηριοῦ. Τήν ἔνδακρυ σιωπή τῆς μετανοίας διαδέχεται ἡ σθεναρή ὁμολογία τῆς πίστεως. Ἡ ρητορική δεινότητα τῶν Λατίνων, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά τούς πείσουν, πέφτει στό κενό. Ἡ πόρτα θά παραμείνει κλειστή. Μανιασμένοι οἱ Δυτικοί ἀπειλοῦν μέ ἐκδίκηση, μέ φωτιά, μέ θάνατο. Μά οἱ γενναῖοι ἀγωνιστές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀντιστέκονται μέ εὐψυχία. Θά κρατήσουν τήν ὑπόσχεση πού ἔδωσαν, νά μείνουν ἄχρι τέλους στήν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου. Πόσο ἀκριβό εἶναι τοῦτο τό τίμημα τό καταθέτει ἡ ματωμένη ἱστορία τῶν τιμημένων ἀγωνιστῶν κάθε ἐποχῆς.
Οἱ σκηνές πού ἐκτυλίσσονται δέν θυμίζουν ἁπλῶς τά χρόνια τῶν πρώτων διωγμῶν. Εἶναι ἀκόμα πιό φοβερές, διότι οἱ δήμιοι τώρα θέλουν νά ὀνομάζονται χριστιανοί, φοροῦν τό προσωπεῖο τῶν ἀδελφῶν. Τά δικά τους χέρια κρατοῦν κλαδί ἀδελφοσύνης καί εἰρήνης. Κι ὅμως αὐτά τά χέρια πυρπολοῦν τήν Ἱερά Μονή. Ἐκεῖ πού ἀντηχοῦσαν χρόνια οἱ προσευχές καί οἱ ὕμνοι τῶν εἰκοσιέξι μοναχῶν, ὑψώνεται τώρα ἡ τελευταία τους εὐχή στόν Κύριο πύρινη, καθώς τά κορμιά τους λαμπαδιάζουν. Ὑπογράφουν μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματος τή μαρτυρία τῆς συνειδήσεως.
«Ὡς πυρίκαυστοι θυσίαι τῷ Κυρίῳ οἱ εἰκοσιέξ ὡράθησαν εἰκότως», σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος στό συναξάρι τῆς 22ας Σεπτεμβρίου. Εἶναι 13ος αἰώνας μ.Χ. Οἱ παπικοί μέ δελεάσματα καί ἀπειλές, μέ ὑποσχέσεις καί ἐκφοβισμούς δέν πετυχαίνουν τό σκοπό τους. Ἡ Ὀρθοδοξία πιό καθάρια καί λαμπρή συνεχίζει τήν πορεία της μέσα στούς αἰῶνες.
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 230-231
Ἰδιάζουσα πολεμική κατά τῆς πίστεως παρουσιάζεται στίς μέρες μας. Ὀργανωμένες φωνές διαβάλλουν καί προσβάλλουν τήν Παλαιά Διαθήκη θέλοντας νά τήν βγάλουν καί νά τήν ἀποβάλουν ἀπό τή ζωή μας, ὡς δῆθεν ἑβραϊκό βιβλίο. Λόγοι δικαιοσύνης, λοιπόν, ἐπιβάλλουν ν᾿ ἀκούσουμε καί μία φωνή αὐτοῦ τοῦ βιβλίου «ἐκ τῶν ἔνδον». Τήν ἀφορμή μᾶς δίνει ὁ προφήτης Ἰωνᾶς, ὁ ἕκτος στή σειρά τῶν μικρῶν προφητῶν, τόν ὁποῖο τιμᾶ καί προβάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τόν μήνα αὐτό (21 Σεπτεμβρίου) ὡς ἕναν σοφό καί θεόπνευστο δάσκαλο.
Ὡς φανατικός Ἑβραῖος ὁ Ἰωνᾶς εἶχε τή νοοτροπία τοῦ χαϊδεμένου παιδιοῦ τοῦ Θεοῦ. Δέν μποροῦσε νά ἀνεχθεῖ τό ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ γιά ἀνθρώπους πού δέν ἀνήκουν στόν περιούσιο λαό του, τόν ἰουδαϊκό. Γι᾿ αὐτό ἀδιαφόρησε γιά τή θεϊκή ἐντολή νά κηρύξει στήν πρωτεύουσα τῆς Ἀσσυρίας Νινευή. Ἔσπευσε ν᾿ ἀπομακρυνθεῖ πρός τήν ἄλλη ἄκρη τοῦ γνωστοῦ τότε κόσμου, στήν πόλη Θαρσίς. Ἀλλά ὁ Θεός ἐμπόδισε αὐτό τό ταξίδι.
Νικημένος ἀπό τήν ἀντίσταση τοῦ Θεοῦ, ὁ προφήτης σωφρονίζεται καί, ἐπιτέλους, ὑπακούει στό θεῖο θέλημα. Κηρύττει στή Νινευή. Οἱ Νινευίτες μετανοοῦν καί σώζονται. Αὐτό ὅμως στενοχωρεῖ κατάκαρδα τόν σωβινιστή Ἰωνᾶ, πού τελικά διδάσκεται ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ καί σπλαγχνίζεται ὅλα τά δημιουργήματά του.
Ἀπό τά πολλά μηνύματα τῆς προφητείας τοῦ Ἰωνᾶ σημειώνω δύο. Τό πρῶτο εἶναι ἡ ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό δεύτερο ἡ παγκοσμιότητα τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὔνοια τοῦ Θεοῦ, μοναδικό προνόμιο τῶν ἰουδαίων, ἐμφανίζεται μέ μία παγκοσμιότητα νά περιλαμβάνει καί ἀλλοεθνεῖς, εἰδωλολάτρες καί μάλιστα τούς ἀσσυρίους Νινευΐτες, τούς ἄσπονδους ἐχθρούς τῶν Ἰσραηλιτῶν. Βέβαια, ἡ ἔννοια τῆς παγκοσμιότητος τοῦ Θεοῦ κηρύσσεται καί ἀπό ἄλλους προφῆτες. Ἡ περίπτωση ὅμως τοῦ Ἰωνᾶ τονίζει μαζί καί τήν ἀπέραντη εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, μία πραγματικότητα τήν ὁποία θά ἐγκαινιάσει ἡ Καινή Διαθήκη. Συγχρόνως, ὑπογραμμίζει τό χρέος τοῦ λεγομένου λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ξεπερνώντας τόν στενό ὁρίζοντα τῶν Ἰουδαίων, τούς δείχνει τό εὐρύ πεδίο τοῦ ἐθνικοῦ κόσμου, ὅπου ὀφείλουν νά κηρύξουν τόν ἀληθινό Θεό. Τά προνόμια πού χαρίζει ὁ Θεός συνεπάγονται εὐθύνη καί χρέος νά γνωστοποιηθεῖ καί στούς ἄλλους ἡ ἀλήθεια.
Στό κύριο μήνυμα τῆς προφητείας, τήν Ἀνάσταση, τήν αὐθεντία δίνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Στούς φανατικούς φαρισαίους, πού διεκδικοῦν μονοπωλιακά τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ, μιλᾶ γιά τό «σημεῖον Ἰωνᾶ» (Μθ 12,38-41· πρβλ. Λκ 11, 29-30). Εἶναι ἡ κοσμοσωτήρια Ἀνάστασή του, πού χαρίζει τή σωτηρία σ᾿ ὅλους ἀδιάκριτα τούς λαούς, ἰουδαίους καί μή. Τώρα, ὅλοι οἱ ἐν Χριστῷ λυτρωμένοι, ἐμπιστευόμενοι στόν Λυτρωτή, ἀναγνωρίζουν τήν Παλαιά Διαθήκη ὡς θεόπνευστη, ἰσόκυρη καί ἰσάξια πρός τήν Καινή Διαθήκη. Ἐκεῖνοι πού στενόκαρδα καί μυωπικά ἐπιμένουν νά τήν κατηγοροῦν ὡς «ἑβραϊκή», ἀμφισβητοῦν τόν Ἰησοῦ Χριστό καί θέτουν σέ σοβαρό κίνδυνο τήν ἴδια τή σωτηρία τους.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 171
᾿Από τότε πού ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνυπόστατη ᾿Αλήθεια καί Χαρά καί Εἰρήνη καί Σοφία ἐνσαρκώθηκε, ἔχει ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα τή δυνατότητα νά προσεγγίζει τίς μεγάλες αὐτές ἔννοιες ὄχι ὡς ἀφηρημένες ἰδέες ἀλλά ὡς συγκεκριμένο πρόσωπο.
῾Ο Χριστός εἶναι ἡ ᾿Αλήθεια, ἡ Ζωή, ἡ Χαρά, ἡ ᾿Ελπίδα, ἡ Εἰρήνη, ἡ Σοφία τοῦ κόσμου. Τό μαρτυροῦν αὐτό οἱ μυριάδες τῶν ἁγίων τῆς πίστεώς μας ἀνά τούς αἰῶνες. ῾Υπάρχουν μάλιστα ἁγιασμένες προσωπικότητες ὀνοματισμένες μέ τά ὀνόματα αὐτά. Τέσσερις τέτοιες ἅγιες μορφές προβάλλει μαζί ἡ ᾿Εκκλησία μας τό μήνα αὐτό, στίς 17 Σεπτεμβρίου. Εἶναι ἡ ἁγία Σοφία μέ τίς τρεῖς θυγατέρες της, Πίστη, ᾿Αγάπη καί ᾿Ελπίδα. ᾿Ονόματα ἐπιβεβαιωμένα ἀπό τήν ἴδια τή ζωή καί ὑπογραμμένα μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου τῶν ἁγίων αὐτῶν γυναικῶν, πού ὑπῆρξαν «τῶν ἀρετῶν ἐπώνυμοι»!
Σέ χρόνια δύσκολα, στήν ἐποχή τοῦ χριστομάχου Διοκλητιανοῦ (300 μ.Χ.) ἔζησε ἡ εὐσεβής Σοφία. Δικαιώνοντας τό ὄνομά της φρόντιζε νά «περιπατεῖ ἐν σοφίᾳ» (᾿Εφ 5,15), δηλαδή μέ πίστη, μέ εὐσέβεια. ᾿Εντυπωσιασμένη ἀπό τίς τρεῖς μεγάλες ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου, πίστη, ἀγάπη καί ἐλπίδα, ἔδωσε αὐτά τά ὀνόματα στά παιδιά της. Τό πιό θαυμαστό εἶναι ὅτι δίδαξε τίς θυγατέρες της νά ζοῦν, ὅπως κι αὐτή, σύμφωνα μέ τίς θεολογικές αὐτές ἀρετές· μέ πίστη πρός τόν Θεό, μέ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, μέ ἐλπίδα στή θεία καταγωγή καί τόν αἰώνιο προορισμό. Καί σάν ἦρθε ἡ ὥρα ἀπέδειξαν τήν πίστη τους ὄχι μόνο μέ τά λόγια καί τή ζωή ἀλλά καί μέ τή θυσία τους.
Γιά νά ἐκδικηθεῖ τήν πιστή Σοφία, ὁ τύραννος βασάνισε καί τελικά ἀποκεφάλισε μπρός στά μάτια της τίς θυγατέρες της, πού ἀδελέαστες καί οἱ τρεῖς ἀπό τίς ὑποσχέσεις τοῦ διώκτη κι ἀτρόμητες ἀπό τά φόβητρά του, ὅπως ἡ μητέρα τους, ἔμειναν πιστές στόν Χριστό. Μέ καρτερία ἡ πιστή μητέρα παραστάθηκε στό μαρτύριο τῶν θυγατέρων της καί πάνω στόν τάφο τους παρέδωσε καί ἡ ἴδια τό πνεῦμα της. ῎Ετσι, πέρασε μαζί μέ τά τρία βλαστάρια της στήν αἰώνια δόξα καί χαρά τοῦ Θεοῦ.
Τί μήνυμα λαμπρό καί ἐπίκαιρο γιά ὅλους ἐμᾶς, τούς χριστιανούς τοῦ σήμερα, ἀναπέμπει ἡ ἁγία μητέρα Σοφία! Τό μήνα αὐτό ὅλοι οἱ γονεῖς μέ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καί μέ τόσες θυσίες ἀγωνιζόμαστε νά ἐξασφαλίσουμε στά παιδιά μας τίς προϋποθέσεις γιά τήν κατάκτηση τῆς ἀνθρώπινης σοφίας. ᾿Οφείλουμε ἐντούτοις νά νοιαστοῦμε καί γιά τήν «ἄνωθεν σοφία». Εἶναι μία ὑπόθεση πού ἀφορᾶ τόσο στά παιδιά μας ὅσο καί στόν καθένα ἀπό μᾶς. ῾Ως τέκνα κατά χάριν τοῦ Θεοῦ, βλαστοί τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀληθινῆς Σοφίας, εἴμαστε «οἱ ἀληθινοί φιλόσοφοι», κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, οἱ φίλοι τῆς σοφίας πού ἀπορρέει ἀπό τό πρόσωπο τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἀπό τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. ῾Η οὐσιαστική σχέση μας μέ τή Σοφία τοῦ Θεοῦ μαρτυρεῖται ἀπό τρία χαρακτηριστικά γνωρίσματα· τήν πίστη, τήν ἀγάπη καί τήν ἐλπίδα. Κι αὐτά ἐκφράζονται, ὅπως γράφει στούς Θεσσαλονικεῖς ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μέ τό «ἔργον τῆς πίστεως», τόν «κόπον τῆς ἀγάπης», τήν «ὑπομονήν τῆς ἐλπίδος» (Α´ Θε 1,3). Πόσο τά κατέχουμε; Πόσο χαρακτηρίζουν τή ζωή μας;
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 59 (2004) 171
Πολλοί οἱ τύποι τοῦ σταυροῦ, καί σέ μία μελέτη δύσκολα κατορθώνει κανείς νά τούς συμπεριλάβει ὅλους. Ὅσο μελετᾶ κανείς, τόσο περισσότερους ἀνακαλύπτει. ῾Ο ἀριθμός τους δέν εἶναι ὁρισμένος, ὅπως δέν εἶναι ὁρισμένος καί ὁ ἀριθμός τῶν σημείων πού ἀναφέρονται στήν ἁγία Γραφή. Διότι, ἄν κανείς ἐπιχειρήσει νά τά μετρήσει ἀρχίζοντας ἀπό τίς θεραπεῖες καί τίς ἀναστάσεις, θά φθάσει νά μετρήσει καί τά «τάδε λέγει Κύριος...», καί τά «ἦσαν προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ... καί τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» (Πρξ 2,42), διότι καί κάθε ἀποκάλυψη θείων λόγων εἶναι σημεῖο καί κάθε τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι σημεῖο.
Στόν πνευματικό μας περίπατο μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε τό σταυρό τοῦ Κυρίου νά ἐμφανίζεται μυστηριωδῶς καί κατά ποικίλους τρόπους στούς ἄνδρες καί στό λαό, πού ἐπί χιλιάδες χρόνια ἦταν οἱ φορεῖς τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ. Τόν βλέπουμε νά ἐμφανίζεται
► στόν ᾿Αδάμ ὡς «ξύλον τῆς ζωῆς» (Γέ 2,9· 3,22-24) καί ὡς πρωτευαγγέλιο (3,15),
► στόν ᾿Αβραάμ ὡς φυτό σαβέκ (Γέ 22,13),
► στόν ᾿Ιακώβ ὡς ράβδος (Γέ 47,31) καί σχῆμα εὐλογίας (48,13-20),
► στόν Μωυσῆ στήν ᾿Ερυθρά θάλασσα καί στήν ἔρημο ὡς ράβδος (῎Εξ 14,16), ὡς ξύλο πού γλυκαίνει τά νερά (῎Εξ 15,22-27), ὡς ξύλο πού ἀνοίγει πηγή νεροῦ στό βράχο (῎Εξ 17,1-7· ᾿Αρ 20,11), ὡς ξύλο ὅπου ὑψώνεται ὁ χάλκινος ὄφις (᾿Αρ 21,8-9), ὡς σχῆμα προσευχῆς (῎Εξ 17,8-16),
► στόν ᾿Ααρών ὡς ράβδος πού βλάστησε (᾿Αρ 17,16-27),
► στό λαό ὡς παράταξη (᾿Αρ 2-3),
► στόν Δαβίδ ὡς βακτηρία καί ράβδος σιδηρᾶ (Ψα 2,9· 22,4· 44,7· 73,2· 109,2), ὡς ἄφεση (Ψα 102, 11-12), ὡς ὑποπόδιο (Ψα 98,5· 131,7), ὡς σημεῖο (Ψα 59,5-6· 85,17),
► στούς προφῆτες ὡς «ἀξίνη» (Δ´ Βα 6,1-7), ὡς θανατηφόρο βότανο (᾿Ιε 11,19), ὡς γράμμα ταῦ (Τ) (᾿Ιζ 9,4).
Ἐπιπλέον:
• Τύπος τοῦ σταυροῦ ἦταν ἡ κιβωτός τοῦ Νῶε, διότι ἦταν ἀπό ξύλο, ὅπως ὁ σταυρός, κι ἔγινε μέσο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους (Γέ 6-8).
• Τύπο τοῦ σταυροῦ διέγραψε ἡ διάσωση τοῦ Μωυσῆ ἀπό τήν ἐντολή τοῦ παιδοκτόνου τυράννου (῎Εξ 2,1-10).
• Τύπο τοῦ σταυροῦ ὑποδήλωσε καί ὁ ᾿Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ, ὅταν ὕψωσε τά χέρια στόν οὐρανό καί ζήτησε ἀπό τόν Θεό τήν παράταση τῆς ἡμέρας, μέ ἀποτέλεσμα νά καθηλώσει τόν ἥλιο καί τή σελήνη στίς θέσεις τους (᾿Ιη 10,12-13). Τότε παρατάθηκε τό φῶς καί ἐξολοθρεύθηκαν οἱ ἐχθροί τοῦ Θεοῦ· κατά τή σταύρωση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ σκοτίσθηκε τό φῶς, γιά νά ἐξουδετερωθοῦν οἱ νοητοί ἐχθροί τοῦ Θεοῦ μέ τήν κατάβαση τοῦ Κυρίου στόν ἅδη.
• Τύπος τοῦ σταυροῦ ἦταν τά δύο ξύλα πού ἀναζητοῦσε ἡ πτωχή χήρα ἀπό τά Σαρεπτά τῆς Σιδωνίας, ἡ ὁποία κατά τόν καιρό τῆς πείνας φιλοξένησε στό σπίτι της τόν προφήτη ᾿Ηλία (Γ´ Βα 17,12-15).
• Τύπος τοῦ σταυροῦ ἦταν ὁ ᾿Ηλίας μέ τό πύρινο ἅρμα, ὅταν ἀνέβαινε στόν οὐρανό (Δ´ Βα 2,11).
• Καί ὁ προφήτης ᾿Ιωνᾶς, ὅταν μέσα στό κῆτος ἀνέπεμπε ἱκεσία πρός τόν Θεό, τό σταυρό προδιέγραφε (᾿Ιν 2). Δέν λέγει βέβαια ἡ Γραφή, ἄν ὕψωσε τά χέρια του, ἀλλά ἔτσι τόν φαντάζεται ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση. Αὐτό ψάλλει καί ὁ μελωδός Κοσμᾶς·
«Νοτίου θηρός ἐν σπλάγχνοις παλάμας ᾿Ιωνᾶς σταυροειδῶς διεκπετάσας τό σωτήριον πάθος προδιετύπου σαφῶς».
• Σταυρός σχηματιζόταν καί ὅταν, καθώς λέγει ἡ παράδοση, οἱ δήμιοι πριόνιζαν τόν προφήτη ᾿Ησαΐα.
• Σταυρό σχημάτιζαν οἱ φλόγες μέ τούς τρεῖς παῖδες στήν κάμινο (Δα 3).
Πάντοτε ἐμφανιζόταν ὁ τύπος τοῦ σταυροῦ σέ περιστάσεις δύσκολες, σέ καιρούς θλίψεως ἔκτακτης ἤ συνηθισμένης. Πάντοτε ἔδινε πνοή ἐλπίδος, τῆς ὁποίας ἡ δύναμη καί τό μέγεθος δέν ἐξηγοῦνται, ἄν ἐκληφθοῦν ὡς προερχόμενα μόνον ἀπό τά ὁρατά γεγονότα.
῾Η θλίψη, ὁ κίνδυνος, ἡ ταλαιπωρία μπῆκαν στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου μετά τή διατάραξη τῶν σχέσεών του μέ τόν Θεό. ῾Ο τύπος τοῦ σταυροῦ, πού σώζει ἀπό τή δύσκολη θέση τούς ἀφοσιωμένους δούλους τοῦ Θεοῦ, δέν ἦταν ἁπλῶς μία σωτήρια ἐπέμβασή του, ἀλλά μία ἐπέμβασή του πού ἐκφράζει πνεῦμα συμφιλίωσης. ῏Ηταν ἐπανάληψη τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἔρχεται ἡ ἡμέρα τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν σχέσεών μας· φθάνει ὁ καιρός τῆς καταλλαγῆς τοῦ παραστρατημένου ἀνθρώπου μέ τόν οὐράνιο Πατέρα. ῾Η καταλλαγή ἔμελλε νά γίνει μέ τό σταυρό, καί τά προοίμια τῆς καταλλαγῆς βεβαιώνονταν ἀπό τούς τύπους του. «῾Ο τοῦ Χριστοῦ σταυρός», λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «προανεκηρύττετο καί προετυποῦτο μυστικῶς ἐκ γενεῶν ἀρχαίων, καί οὐδείς ποτε κατηλλάγη τῷ Θεῷ χωρίς τῆς τοῦ σταυροῦ δυνάμεως»2. ῾Η δωρεά, πού δόθηκε ὁριστικά μέ τό σταυρό, δινόταν ἐν μέρει ὡς πρόγευση καί ὡς ἐγγύηση τῆς μεγάλης ἐπαγγελίας.
Βέβαια, στήν Παλαιά Διαθήκη δέν προτυπώνεται, μόνον ὁ σταυρός. ῞Ολα τά πρόσωπα, τά γεγονότα καί οἱ καταστάσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔχουν στήν Παλαιά Διαθήκη τόν τύπο τους· κυρίως ὅμως ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός καί ἔπειτα ἡ ἁγία του ᾿Εκκλησία, ὁ ζωηφόρος σταυρός, ἡ κυρία Θεοτόκος Μαρία, ὁ τίμιος ᾿Ιωάννης ὁ Πρόδρομος, οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, τά ἱερά μυστήρια.
• Τύπος τοῦ Χριστοῦ ἐπισημότερος ὅλων τῶν ἄλλων εἶναι ὁ ᾿Αδάμ ὡς ἀρχηγός τῆς ἀνθρώπινης γενιᾶς. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος ἀποκαλεῖται νέος ᾿Αδάμ, δεύτερος ᾿Αδάμ καί πνευματικός ᾿Αδάμ.
῎Επειτα, τύποι τοῦ Χριστοῦ εἶναι·
• ῾Ο δίκαιος ῎Αβελ ὡς θῦμα φθόνου.
• ῾Ο Νῶε ὡς σωτήρας τοῦ γένους.
• ῾Ο ᾿Αβραάμ ὡς πατριάρχης.
• ῾Ο ᾿Ισαάκ ὡς υἱός ἀγαπητός πού ὁδηγήθηκε στή θυσία.
• ῾Ο ᾿Ιακώβ ὡς γενάρχης.
• ῾Ο πάγκαλος ᾿Ιωσήφ ὡς ἄκακος καί πουλημένος μέ χρήματα.
•῾Ο Μωυσῆς ὡς νομοθέτης τοῦ παλιοῦ νόμου.
•῾Ο ᾿Ααρών ὡς ἀρχιερέας τῆς παλιᾶς ἱεροσύνης.
•῾Ο Δαβίδ ὡς βασιλιάς τῆς παλιᾶς βασιλείας τοῦ ᾿Ισραήλ.
Οἱ τρεῖς τελευταῖοι τύποι προτυπώνουν ὁ καθένας τους ἕνα ἀπό τά τρία ἀξιώματα τοῦ Κυρίου.
• ᾿Επιπλέον, τύπος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ὡς πρός τήν καινούργια ἱεροσύνη εἶναι ὁ Μελχισεδέκ· γι’ αὐτό ὁ Κύριος λέγεται «ἱερεύς κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ» (Ψα 109,4· ῾Εβ 5,6).
᾿Αναρίθμητοι εἶναι οἱ τύποι τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει (Α´ Κο 10,1-4) ἀνάμεσα σ’ αὐτούς ὄχι μόνο πρόσωπα ἀλλά καί
• τήν πέτρα πού ἀκολουθοῦσε τούς ᾿Ισραηλίτες στήν ἔρημο καί
• τό νερό, πού ἀνέβλυζε ἀπό ἐκείνη τήν πέτρα καί
• τό μάννα.
Τύποι τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι·
♦ὁ παράδεισος,
♦ἡ κιβωτός τοῦ Νῶε,
♦ὁ λαός τοῦ ᾿Ισραήλ,
♦ἡ νύμφη τοῦ ῎Ασματος τῶν ἀσμάτων,
♦τό μικρό κατάλοιπο τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔμειναν μακριά ἀπό τή γενική ἀποστασία, ἀφοσιωμένοι πάντοτε σ’ Αὐτόν.
Τύποι τῆς Θεοτόκου Μαρίας εἶναι·
♦ ἡ προμήτωρ Εὔα,
♦ ἡ ἄφλεκτη βάτος πού εἶδε ὁ Μωυσῆς,
♦ ὁ πόκος τοῦ Γεδεών,
♦ ἡ ἀδιάβατη πύλη τοῦ ᾿Ιεζεκιήλ, κ.ἄ.
Οἱ τύποι κυριαρχοῦν στήν Παλαιά Διαθήκη. ῾Ο σκοπός τους προφανής. ῾Η Παλαιά Διαθήκη ὁλόκληρη εἶναι μία προειδοποίηση καί ὑπόσχεση ὅτι ἔρχεται, ἔρχεται ὁ Λυτρωτής τῆς πεσμένης ἀνθρωπότητος. ῾Η ἀγγελία αὐτή δίνεται, ὅπως εἴδαμε, γιά πρώτη φορά κατά τή θλιβερή ὥρα τῆς πτώσεως τῶν προπατόρων μας. Στή συνέχεια ἐπαναλαμβάνεται μέχρι τή γέννηση τοῦ Σωτήρα, καί δίδεται εἴτε μέ μυστικούς τύπους εἴτε μέ ἐκτενέστερες προφητεῖες.
Κατά τά πανάρχαια χρόνια τῶν γεναρχῶν τῆς ἀνθρωπότητος καί τῶν πατριαρχῶν τοῦ ᾿Ισραήλ δίνεται ἡ ἀγγελία τῆς ἐλεύσεως τοῦ Σωτήρα περισσότερο μέ τύπους καί λιγότερο μέ λόγια. ῞Οσο οἱ καιροί περνοῦν καί πλησιάζει τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, πληθύνονται οἱ προφητεῖες καί ὑποχωροῦν οἱ τύποι. Αὐξάνεται ἡ ἐναγώνια προσμονή τοῦ Μεσσία, ὡριμάζει ὁ πόθος τῆς ἀπολυτρώσεως. Κατά τό μέτρο τῆς προσδοκίας δίνεται ὁ πλοῦτος καί ἡ λεπτομέρεια τοῦ μεγάλου ἀγγέλματος. Στήν προφητική ἐποχή οἱ προφητεῖες γίνονται ὁλόκληρα κηρύγματα καί περιγραφές, ἐνῶ οἱ τύποι σπανίζουν. ῾Ο τύπος, λοιπόν, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία σιωπηρή καί ἀμυδρή προφητεία· εἶναι τό λυκαυγές τῆς προφητείας.
᾿Από τή σκοπιά αὐτή πρέπει νά βλέπουμε καί τούς τύπους τοῦ σταυροῦ, πού προανήγγειλαν
• τό σχῆμα του,
• τό βαθύτερο νόημά του καί
• τό εἶδος τῆς περιστάσεως, κατά τήν ὁποία ἐπρόκειτο νά ἐμφανισθεῖ.
῾Ο ἐσταυρωμένος καί ἀναστημένος Κύριός μας νά δώσει, ὥστε ὁ σταυρός νά εἶναι γιά μᾶς τό κύριο γνώρισμα τῆς ζωῆς μέχρι τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας.
Στεργίου Σάκκου, "Ὁ Σταυρός στήν Παλαιά Διαθήκη", ἔκδ. 2η, σελ. 218-225
Ποιό ἄλλο στόμα θά μποροῦσε νά μιλήσει πιό ἔγκυρα καί πιό δυνατά γιά τό νόημα καί τήν σημασία τοῦ σταυροῦ, ἀπό τό στόμα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας; Σ’ αὐτούς, πού ἔζησαν τήν ταπείνωση ἀλλά καί τήν δόξα τοῦ σταυροῦ, πού δίδαξαν καί κήρυξαν τήν δύναμή του, δίνουμε τόν λόγο γιά νά μᾶς ἐκφωνήσουν τόν πανηγυρικό στήν ἡμέρα πού γιορτάζει ὁ σταυρός.
Μέσο σωτηρίας
Εἶστε λίθοι τοῦ ναοῦ τοῦ Πατρός, ἑτοιμασμένοι γιά τήν οἰκοδομή τοῦ Θεοῦ Πατρός, πού ὑψώνεστε πάνω ἀπό τήν γῆ μέ τό μηχάνημα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ὁ σταυρός, χρησιμοποιώντας γιά σχοινί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ πίστη σᾶς σηκώνει ψηλά καί ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ δρόμος πού σᾶς ἀνεβάζει στόν Θεό.
Ἰγνάτιος Θεοφόρος, Πρός Ἐφεσίους 9,1
Σύνορο ἔχουμε τόν σταυρό τοῦ Κυρίου μέ τόν ὁποῖο περιχαρακωνόμαστε καί περιφρασσόμαστε κατά τῶν προηγούμενων ἁμαρτιῶν.
Κλήμης Ἀλεξανδρεύς, Παιδαγωγός 3,12
Προηγουμένως ὁ σταυρός ἦταν ὄνομα καταδίκης, τώρα ὅμως ἔγινε ἀντικείμενο τιμῆς. Προηγουμένως ἦταν σύμβολο κατακρίσεως, τώρα ὅμως θεμέλιο τῆς σωτηρίας. Γιατί αὐτός ἔχει γίνει αἴτιος μυριάδων ἀγαθῶν, αὐτός μᾶς ἀπήλλαξε ἀπό τήν πλάνη, αὐτός μᾶς φώτισε ἐνῶ καθόμασταν στό σκοτάδι, αὐτός ἐνῶ ἤμασταν σέ πόλεμο μέ τόν Θεό μᾶς συμφιλίωσε, ἐνῶ ἤμασταν ἀποξενωμένοι μᾶς ἔκανε οἰκείους, ἐνῶ ἤμασταν μακρυά μᾶς ἔφερε κοντά. Αὐτός θάνατος τῆς ἔχθρας, αὐτός ἀσφάλεια τῆς εἰρήνης, μυριάδων ἀγαθῶν θησαυροφυλάκιο ἔχει γίνει γιά μᾶς.
Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τόν σταυρόν καί εἰς τόν ληστήν Α’
«Σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν παράδεισο». Τί λές; Ἔχεις σταυρωθεῖ κι ἔχεις καρφωθεῖ καί παράδεισο ὑπόσχεσαι; Ναί, λέγει, γιά νά μάθεις τήν δύναμή μου στόν σταυρό. Ἐπειδή εἶναι θλιβερή ἡ ὑπόθεση, γιά νά μή προσέξεις στήν φύση τοῦ σταυροῦ ἀλλά νά μάθεις τήν δύναμη τοῦ σταυροῦ, στόν σταυρό κάνει αὐτό τό θαῦμα, πού πάρα πολύ δείχνει τήν δύναμή του. Γιατί, ὄχι ἀνασταίνοντας νεκρό, οὔτε ἐπιτιμώντας τήν θάλασσα καί τούς ἀνέμους, οὔτε διώχνοντας τούς δαίμονες, ἀλλά ἐνῶ σταυρώνεται, ἐνῶ καρφώνεται, ὑβρίζεται, φτύνεται, κακολογεῖται, διασύρεται, εἶχε τήν δύναμη νά μεταστρέψει τήν πονηρή σκέψη τοῦ ληστῆ, γιά νά δεῖς καί στίς δύο περιπτώσεις τήν δύναμή του.
Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τόν σταυρόν καί εἰς τόν ληστήν Α’
Φυγαδευτήριον δαιμόνων
Ὅπου χρησιμοποιεῖται τό ὄνομα τοῦ Σωτῆρος διώχνεται κάθε δαίμονας ἀπό ἐκεῖ. Καί ποιός ἀφαίρεσε ἔτσι τά ψυχικά πάθη τῶν ἀνθρώπων, ὤστε οἱ μέν πόρνοι νά εἶναι σώφρονες, οἱ δέ φονιάδες νά μήν κρατοῦν πλέον ξίφος κι ὅσοι προηγουμένως κατέχονταν ἀπό δειλία, νά γίνονται ἀνδρεῖοι; Καί γενικά, ποιός ἔπεισε τούς ἀνθρώπους πού ζοῦσαν ἀνάμεσα στούς βαρβάρους καί στίς χῶρες τῶν ἐθνικῶν, νά ἀποθέσουν τήν μανία καί νά ἔχουν φρόνημα εἰρήνης, παρά ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ καί τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ;
Μ. Ἀθανάσιος, Περί ἐνσαρκώσεως
Πολλοί κατά καιρούς σταυρώθηκαν, ἀλλά τίνος ἄλλου σταυρωμένου ἡ ἐπίκληση ἔδιωξε ποτέ τούς δαίμονες; Μή ντραποῦμε, λοιπόν, τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά κι ἄν ἄλλος τόν ἀποκρύπτει, σύ νά σφραγίζεσαι μ’ αὐτόν φανερά στό μέτωπο.
Κύριλλος Ἰεροσολύμων
Αὐτό τό σύμβολο τοῦ θανάτου (δέν θά παύσω νά τό λέω συνεχῶς αὐτό), ἔγινε θεμέλιο πολλῆς εὐλογίας καί τεῖχος κάθε εἴδους ἀσφαλείας, καίρια πληγή τοῦ διαβόλου, χαλινάρι τῶν δαιμόνων, φίμωτρο τῆς δυνάμεως τῶν ἀντιπάλων. Αὐτό σκότωσε τόν θάνατο, αὐτό συνέτριψε τίς χάλκινες πύλες τοῦ ἅδη, ἔσπασε τούς σιδερένιους μοχλούς, κατέλυσε τήν ἀκρόπολη τοῦ διαβόλου, κατέκοψε τά νεῦρα τῆς ἁμαρτίας.
Ἰωάννης Χρυσόστομος, Κατά Ἰουδαίων καί Ἐθνικῶν
Θεμέλιο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς
Σάν στεφάνι, ἔτσι νά περιφέρουμε τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ, γιατί ὅλα τά δικά μας συντελοῦνται μ’ αὐτόν. Κι ἄν ζητᾶς ν’ ἀναγεννηθεῖς, ὁ σταυρός παρουσιάζεται· κι ἄν νά τραφεῖς μέ τήν μυστική ἐκείνη τροφή, κι ἄν νά χειροτονηθεῖς, κι ἄν κάνεις ὁ,τιδήποτε ἄλλο, παντοῦ αὐτό μᾶς παρουσιάζεται σύμβολο τῆς νίκης.
Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τό κατά Ματθαῖον, ὁμιλ. 54η
Ἐμπνευστής μαρτύρων
Ἀπό τήν φύση του ὁ ἄνθρωπος δειλιάζει μπροστά στόν θάνατο καί τήν διάλυση τοῦ σώματος. Ἀλλά τό πιό παράδοξο εἶναι αὐτό· ὅτι ἐκεῖνος πού ντύθηκε τήν πίστη τοῦ σταυροῦ καταφρονεῖ καί τά φυσικά πράγματα καί τόν θάνατο δέν τόν φοβᾶται γιά τόν Χριστό.
Μ. Ἀθανάσιος, Περί ἐνσαρκώσεως
Τρόπαιο νίκης
Ὁ Χριστός ἔβγαινε βαστάζοντας τόν σταυρό, τρόπαιο κατά τῆς τυραννίας τοῦ θανάτου. Κι ὅπως οἱ νικητές ἔτσι κι αὐτός σήκωνε πάνω στούς ὤμους του τό σύμβολο τῆς νίκης.
Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τό κατά Ἰωάννην, ὁμιλ. 84η
Λαμπάδα φωτεινή
Ὅπως ὅταν τό σπίτι εἶναι βυθισμένο στό σκοτάδι ἀνάβει κανείς λαμπάδα καί τήν σηκώνει ψηλά ὄρθια καί διώχνει τό σκοτάδι, ἔτσι ἐνῶ ἡ οἰκουμένη κατέχονταν ἀπό σκοτάδι, ὁ Χριστός ἄναψε σάν μιά λαμπάδα τόν σταυρό καί τόν σήκωνε ψηλά ὄρθιο καί διέλυσε ὅλο τό σκοτάδι. Κι ὅπως ἡ λαμπάδα στήν κεφαλή, ἐπάνω, ἔχει τό φῶς, ἔτσι καί ὁ σταυρός ἐπάνω στήν κεφαλή εἶχε λαμπερό τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης.
Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τό κοιμητήριον
Μέσα στήν φθινοπωρινή ἀτμόσφαιρα πού τά κιτρινισμένα φύλλα ὑπογραμμίζουν τήν αἴσθηση τῆς φθορᾶς καί τῆς νέκρωσης, ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τήν Παγκόσμια ὕψωση τοῦ τιμίου σταυροῦ· προβάλλει τό σύμβολο τῆς ἄφθαρτης δόξας. Καθώς ὑψώνεται στό κέντρο τῶν ὀρθοδόξων ναῶν στολισμένος μέ βασιλικούς καί λουλούδια ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ φωτίζει τόν μοναδικό δρόμο πρός τήν Ἀνάσταση, τήν θυσία, καί σηματοδοτεῖ τήν σταυροαναστάσιμη ὑφή τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Ἀπό τότε πού συντελέσθηκε ἡ σταυρική θυσία τοῦ Θεανθρώπου, ὁ τίμιος σταυρός, «τό σημεῖο τῆς σωτηρίας καί τῆς ἐλευθερίας μας καί τῆς συγκαταβατικότητας τοῦ Κυρίου πρός ἐμᾶς» (Ἰω. Χρυσόστομος), αὐτό τό αὐθεντικό σύμβολο τῆς θυσίας ἀποτελεῖ τό πρῶτο καί οὐσιαστικό βῆμα ἀλλά καί τόν ἀχώριστο συνοδοιπόρο στήν πορεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Δίχως σταυρό δέν θά εἴχαμε τήν Ἀνάσταση καί δίχως θυσία δέν θά φθάσουμε ποτέ στόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, στήν θέωση.
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, πού στό πρόσωπό του συνταιριάζει τήν ἄκρα ταπείνωση μέ τήν ἄφατη δόξα, χαρίζει τήν ζωή διά τοῦ θανάτου, ὁδηγεῖ τήν ψυχή στήν δόξα διά τῆς ταπεινώσεως τοῦ σταυροῦ.
Μέ ἕνα λόγο, σέ κάθε περίπτωση ὁ χριστιανός γίνεται κοινωνός στό πάθος καί στήν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή, μέ ταπείνωση καί εὐλάβεια σταυρώνει καθημερινά τόν ἑαυτό του καί τόν παραδίδει ἀπόλυτα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό ἐκφράζεται στήν ζωή τοῦ Χριστοῦ.
Κρεμασμένος στόν λαιμό μας ὁ σταυρός, μέ τόν ὁποῖο μᾶς τίμησε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία κατά τήν ἱερή ὥρα τοῦ Βαπτίσματος, μᾶς θυμίζει ἀδιάκοπα τήν ὑπόσχεση πού τότε δώσαμε· «ἀποτάσσομαι τῷ σατανᾷ καί συντάσσομαι τῷ Χριστῷ», πού θά πεῖ· ἀκολουθῶ στό κάθε τι τόν Χριστό. Καί, βέβαια, δέν ἀπαιτεῖ ὁ Κύριος νά ἀντιγράψουμε πλήρως τήν δική του ζωή μέ τήν ἀπαστράπτουσα τελειότητα. Δέχεται καί τήν παραμικρή εἰλικρινῆ προσπάθεια πού γίνεται γιά νά προσεγγίσουμε ἔστω λίγο τήν ζωή του· νά βαδίζουμε στήν δική του γραμμή, νά ζοῦμε στήν δική του ἀτμόσφαιρα. Μέ τήν προσπάθεια αὐτή ἀγγίζουμε τόν ἴδιο, καί Ἐκεῖνος ὄχι μόνο γίνεται ἀρωγός ἀλλά καί μᾶς μεταγγίζει τήν δική του ἀναμαρτησία καί τελειότητα, μᾶς δίνει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, τόν τέλειο, νά γίνει δικός μας. Γι᾽ αὐτό ἐξάλλου ἔγινε ἄνθρωπος καί «ἐκένωσεν ἑαυτόν», γιά νά μᾶς θεώσει. Τό μελετᾶ καί τό θαυμάζει αὐτό ἡ ἀνθρωπότητα στήν ἱστορία τῶν ἁγίων τῆς πίστεως καί μάλιστα στό πρόσωπο τῆς Παναγίας Μητέρας τοῦ Θεανθρώπου, τῆς ὁποίας τήν ψυχή «ρομφαία διῆλθεν», πρίν ἀναδειχθεῖ ὁ πρῶτος ἀνθρωπόθεος.
Γιά τόν εὐδαιμονισμό, τήν μαλθακότητα καί νωθρότητα τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι ἀσφαλῶς ἀκατανόητη καί ἐν πολλοῖς ἀνόητη ἡ νοοτροπία τῆς πίστεως, ἡ «λογική» τοῦ σταυροῦ. Ἀλλά δέν παύει γι᾽ αὐτό νά παραμένει σωτήρια καί ἀναγκαία γιά τούς λίγους, ἔστω, πού ξεπερνώντας τήν συμβατικότητα ἐπιθυμοῦν νά ἀναπνέουν τό ὀξυγόνο τῆς χάριτος καί ἐπιμένουν νά τολμοῦν τήν ἀναρρίχηση στίς κορυφές τῆς ἁγιότητος μέ ὁδηγό καί ἐμπνευστή τόν Θεάνθρωπο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Γι' αὐτούς ὁ σταυρός γίνεται «ἀήττητον ὅπλον» καί «νίκης τρόπαιον», ὁ ἀσφαλής καί ἀδιάψευστος χορηγός τῆς ἀναστάσεως.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Καμπάνες ἀπ’ τίς ἐκκλησιές ξυπνούσανε τόν οὐρανό τῆς πόλης μου. Σήμερα ἡ Ἐκκλησία ὕψωνε τό Σταυρό νά εὐλογήσει τήν καινούργια της χρονιά καί προσκαλοῦσε τά παιδιά της σταυρώνοντας μέ τή νηστεία τό σαρκικό τους φρόνημα νά ἔρθουν νά τόν προσκυνήσουνε.
Μπῆκα μές στό ναό, πρίν πάω στή δουλειά, νά προσκυνήσω ἔστω τήν εἰκόνα τῆς Ὑψώσεως. Μπροστά μου γράφτηκε ἡ πιό γλυκειά στιγμή τῆς πρώτης μου ζωῆς... Ἤτανε μιά μητέρα μέ τό κοριτσάκι της, περίπου τριῶν χρονῶν. «Κάμε τό σταυρό σου, ἀγάπη μου», ἔλεγε στό παιδί κι ἐκεῖνο προσπαθοῦσε ἀδέξια. Τότε ἡ μητέρα πῆρε τό δεξί χεράκι του, λύγισε ὅπως ἔπρεπε τά δάχτυλα κι ἔγραψε πάνω στό μικρό κορμί τό σχῆμα τοῦ σταυροῦ. «Ἔτσι, παιδί μου!».
Αὐθόρμητα τῆς χαμογέλασα. «Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή γιά κεῖνο», σκέφτηκα. «Ἴδια μ’ αὐτήν πού ἔγινε γιά μένα, γιά τούς ἀδελφούς μου, γιά ὅλους ὅσους μεγαλώσαμε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ».
Αὐτό τό πρῶτο μάθημα: ὁ σταυρός, γιά νά τό ἐφαρμόζουμε ἰσόβια. Ἀπό μικρό παιδί -λογίστηκα- ἀπό τήν πρώτη μέρα πού κάποια χέρια εὐλογημένα σταυρώσανε τά χέρια μου ἐπάνω στό κορμί, ἔζησα πορευόμενη μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ...
Ἔκανα τό σταυρό μου, ὅταν μέ τρόμαζαν οἱ ἀστραπές κι ἔτρεχα νά κουρνιάσω στίς φτεροῦγες τοῦ ἀγγέλου μου. Ἔκανα τό σταυρό μου, ὅταν ὁ κόπος τῆς μελέτης μου κρινόταν σ’ ἕνα τρίωρο καί σπαρταρούσανε τά ὄνειρα. Ἔκανα τό σταυρό μου, ὅταν μέ ἀγωνία καί χαρά πήγαινα πρώτη μέρα στή δουλειά...
Ἔκανα τό σταυρό μου, ὅταν μ’ ἐλπίδα ξεκινοῦσα τήν ἡμέρα μου· ὅταν μέ κόπο τήν τελείωνα. Ἔκανα τό σταυρό μου, ὅταν ὁ πόνος μέ γονάτιζε στή γῆ· ὅταν τό πρόσωπό μου χαρακώναν δάκρυα ἤ ὅταν ἀνέβαζα κάποια ἄλλα δάκρυα στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἔκανα τό σταυρό μου πάνω σέ ὅ,τι χρειάστηκα καί σέ ὅ,τι ἀγάπησα: ἐπάνω στό ψωμί πού ἔτρωγα· πάνω στίς παραστάδες τοῦ σπιτιοῦ μου τίς Πρωτοχρονιές· πάνω στό κεφαλάκι ἑνός παιδιοῦ... Μιά ὁλόκληρη ζωή στιγμή-στιγμή μέ τή σφραγίδα τοῦ σταυροῦ, ἐλπίδα μου καί στήριγμα, μέσα σέ ἕναν κόσμο πού δέν ξέρει ποῦ νά στηριχθεῖ.
Ἐγώ τό ἔμαθα ἀπό μικρό παιδί καί κάποια χέρια τίμια μοῦ δίδαξαν νά κάνω τό σταυρό μου ὁλόσωστα ἐπάνω στό κορμί, γιά νά ἀντλῶ τή δύναμή του ὁλόκληρη.
Ἔβλεπα τούς ἀνθρώπους πού περνοῦσαν ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησιά. Κάμανε γρήγορα, μηχανικά ἕναν σταυρό, ἀδιάφορο, λειψό... Ἕνας λειψός σταυρός: μιά ἀχρηστεμένη εὐκαιρία γιά ἐλπίδα στή ζωή. Δέν ἤξεραν, δέν μάθανε. Νά κάμεις τό σταυρό σου ξέροντας -αὐτό τό ἱερό προνόμιο τῶν υἱοθετημένων τοῦ Θεοῦ μέσα σέ μιά γενιά πεντάρφανη.
Ἔτσι, μέ γλύκα στήν καρδιά, μπῆκα μές στό γραφεῖο μου. Αἰφνίδια τό κλίμα ἄλλαξε. Ἐπάνω στό γραφεῖο μου ἕνας σωρός χαρτιά... ἡ ἀτέλειωτη δουλειά τῆς συναδέλφου μου. «Χρυσούλα», εἶπε ὁ Διευθυντής, «αὐτά τά ἔγγραφα ἐπείγει νά συμπληρωθοῦν». «Ναί, ἀλλά ὄχι ἀπό μένα», ἤθελα ν᾽ ἀπαντήσω θυμωμένα, ἀλλά δέν τόλμησα.
Κάθισα στό γραφεῖο μου ἀγανακτισμένη, σχεδόν ἔξαλλη. Πῶς τά κατάφερνε, σκεφτόμουνα, πάντοτε νά ξεφεύγει μέ τήν ἀνοχή τοῦ Διευθυντῆ καί πάντοτε ν’ ἀφήνει τή μισοτελειωμένη της δουλειά, γιά νά τήν κάνω ἐγώ! «Ποῦ εἶναι ἡ Μαριάννα;», ρώτησα σκληρά τόν συνάδελφο πού δούλευε ἀπέναντι. «Ὡραῖα τή βολεύουν κάποιοι, ἔτσι; Ἐμεῖς παιδιά γιά τά θελήματα!».
Σήκωσα ξαναμμένη τά μαλλιά. Τά δάχτυλα σκοντάψαν στό μικρό σταυρό πού κρεμόταν στό στῆθος μου, μ’ ἀνάγλυφο τό σῶμα τοῦ Κυρίου μου. Αὐθόρμητα ἔνιωσα στήν καρδιά μου ἕναν νυγμό. Ἐκεῖνος δέν δια- μαρτυρήθηκε, σκέφτηκα. Ἐκεῖνος «ἐσιώπα» ἀνεξίκακα... Ἐκεῖνος ἔγινε ἑκούσια τό Παιδί γιά τό μεγάλο θέλημα: «Ἰδού ἥκω... τοῦ ποιῆσαι τό θέλημά Σου ὁ Θεός». Ὁ Σταυρός Του: ἡ παντοδυναμία τῆς «ἀδύναμης» ἀγάπης Του, ἡ κεκρυμμένη δόξα τῆς ὑπομονῆς, ὁ εἰρηνοφόρος πόλεμος μιᾶς θυσιαστικῆς σιωπῆς.
Κι ἐγώ... Ἐγώ εἶχα ξυπνήσει ἀχάραγα νά προσκυνήσω τό σταυρό· ἐγώ εἶχα νιώσει περηφάνεια καί χαρά, πού ἤξερα νά τόν κάνω ὁλόσωστα.
Ἔσκυψα τό κεφάλι μέ ντροπή... Τό μεσημέρι βρέθηκα στό ταμεῖο μου. Στάθηκα μπρός στά ξύλα τοῦ Σταυροῦ, ἐγώ ἡ εὐεργετημένη καί σκέφτηκα: Τί ἀνταπέδωσα σ’ αὐτήν τή δωρεά; Πόση ζωή ἔβαλα μές σ’ αὐτό τό εὐλογημένο σύμβολο; γιατί ἡ πίστη μου δέν εἶναι σχήματα κενά καί σύμβολα ἀνούσια. Εἶναι ζωή, εἶναι βίωμα, εἶναι καρδιά ἡ πίστη μου καί ὁ σταυρός εἶναι ἡ ἴδια τοῦ Χριστοῦ μου ἡ καρδιά, ἡ πονεμένη καί ἑλκώμενη, αὐτή πού ἀένναα ἀγαπᾶ καί συγχωρεῖ ἐμένα καί τόν κόσμο μας. Πόση καρδιά γιά τόν Ἰησοῦ δαπάνησα ἐγώ, ἐγώ πού πάνω στήν καρδιά μου λάμπει κάποτε χρυσό, πανάκριβο αὐτό τό διακριτικό διάσημο τῆς θεϊκῆς καρδιᾶς;
Κι ἔνιωσα μπρός στά ξύλα τοῦ Σταυροῦ ἕνα νήπιο, ἀνήξερο ἀκόμα καί φτωχό. Ἔκανα ἄπειρες φορές τό σταυρό-σχῆμα πάνω στό κορμί, ἐλάχιστες τό σταυρό-βίωμα ἐπάνω στήν ψυχή· ἀλλά χωρίς τή γεύση τοῦ σταυροῦ, πῶς δικαιοῦμαι τήν ἀνάσταση; Καί ᾽γώ γυρεύω τόσο μιά ἀνάσταση...
Μιά κραυγή πόνου κι ἱκεσίας χύθηκε ἀπό μέσα μου: Νά κάνω τό σταυρό μου, Κύριε! Νά κάμω ἐπιτέλους τόν ἀγώνα τοῦ σταυροῦ, γιά νά χαρίσω καί σ’ αὐτούς πού μέ σταυρώνουν τήν ἀνάσταση: τή δύναμή Σου, δύναμη ἑνός Ἀρνίου πού ὑπάρχει ἐσφαγμένο κι ὅμως ἑστηκός... Νά κάνω τό σταυρό μου, Κύριε! νά κάνω ἀγάπη, ὑπομονή, σιωπή, συγγνώμη, ἀνοχή, ταπείνωση· ὅλα ἐκεῖνα πού τά βρίσκω τόσο φορτικά, ἀντίθετα ἀπ᾽ τούς δρόμους πού διαλέγει ἡ διχασμένη μου καρδιά. Ἐκεῖ, στήν τροχιά τῆς ἀνταρσίας μου, στά μονοπάτια τῆς καρδιᾶς μου τά ἀντίθεα νά γράψω ἀποφασιστικά μιά κάθετη λυτρωτική γραμμή ἀντίστασης· γιά νά γραφεῖ σταυρός, σχῆμα καί βίωμα, σύμβολο καί ζωή· καρδιά τοῦ Χριστοῦ μου μά καί δική μου ἀλλαγή καρδιᾶς κι ἀλλοίωση, γιά νά εἰσέλθω στήν ἀνάσταση: ἐδῶ, στόν ἀρραβώνα τῆς χαρᾶς τοῦ Πνεύματος· ἐκεῖ, στό γάμο μέ Ἐσένα τό Νυμφίο μου.
Ἔκανα τό σταυρό μου εὐλαβικά ἐπάνω στό κορμί καί παρακάλεσα:
Ἄφες μοι, Κύριε... Μακροθύμησε· πρίν ἡ ζωή μου σκορπιστεῖ στή ματαιότητα, δῶσε νά μεγαλώσω, Κύριε· νά ἔχω νά Σοῦ καταθέσω τίς μικρές-μικρές σταυρώσεις μου σ’ ἕναν ἀγώνα αὐταπάρνησης· τήν ἄρση τοῦ σταυροῦ πού ζήτησες, γιά νά ἀκολουθήσω ὀπίσω Σου. Γιατί Ἐσύ μοῦ στέλνεις χέρια, Κύριε· χέρια εὐλογημένα, τίμια, πού ἱδρώνουνε νά μοῦ διδάσκουν τό σταυρό· εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀγρυπνοῦνε πάνω ἀπ’ τήν ψυχή μου «ὡς λόγον ἀποδώσοντες». Κάμε νά γίνει ἡ ψυχή μου εὔπλαστη, πηλός ὑπάκοος μές στά δικά τους δάχτυλα, σάν τά χεράκια τῆς μικρούλας μές στά χέρια τῆς μητέρας της, γιά νά τό μάθω κάποτε νά κάνω τό σταυρό μου ὁλόκληρο, σχῆμα καί βίωμα, νέκρωση καί ζωή· ἀνάσταση...
Μαρία Σωτηρίου