Ποιός δέν ἀγαπᾶ τό κέρδος;
Tό κέρδος! Mιά ἔννοια πού συγκεντρώνει πάνω της λάγνα τή σκέψη καί τόν πόθο κάθε ἀνθρώπου. Ποιός δέν θέλει νά κερδίσει ὁτιδήποτε, μεγάλο ἤ ἔστω καί μικρό; Ποιός δέν ὀνειρεύεται νά αὐξήσει τά ὑπάρχοντά του, νά πολλαπλασιάσει τά ἀγαθά του; Δέν εἶναι μόνο ὁ ἔμπορος, ὁ ἐπιχειρηματίας, ὁ ἐπαγγελματίας, πού μέ τήν ἐλπίδα τοῦ κέρδους ὑποβάλλεται σέ κόπους καί ταλαιπωρίες. Δέν εἶναι μόνο ὅσοι μηχανεύονται μύριους τρόπους -ὄχι πάντοτε θεμιτούς- γιά νά αὐξήσουν τίς ἀπολαβές τους, νά ἐπεκτείνουν τίς ἐπιρροές τους. Ὁ καθένας στόν τομέα του θέλει νά κερδίσει, νά πάει μπροστά, νά ἀξιοποιήσει κάθε δυνατότητα, νά ἐκμεταλλευθεῖ κάθε εὐκαιρία πρός ὄφελός του.
Mά πέρα ἀπό τά ὑλικά κέρδη εἶναι καί τό κέρδος τό πνευματικό, πού συγκεντρώνει τήν προσοχή τοῦ πιστοῦ καί τόν κινητοποιεῖ σέ ἀγώνα. Ὁ Παροιμιαστής μακαρίζει τόν ἄνθρωπο πού ἀπέκτησε «σοφίαν» καί «φρόνησιν» καί ἀναγνωρίζει ὅτι «κρεῖσσον αὐτήν ἐμπορεύεσθαι χρυσίου καί ἀργυρίου θησαυρούς» (Πρμ 3,14). Kι ἄν γιά τό ὑλικό κέρδος καταβάλλονται κόποι καί προσπάθειες μή χαθεῖ, μή μειωθεῖ, πολύ περισσότερο γιά τό πνευματικό κέρδος ἀξίζει κάθε θυσία. Aὐτό συνιστᾶ καί ὁ λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἐπίκαιρος πάντοτε καί ἰδιαίτερα στήν ἀρχή τῆς νέας χρονιᾶς πού μᾶς χαρίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γράφει θεόπνευστα ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς χριστιανούς τῆς Ἐφέσου ἀλλά καί στούς πιστούς κάθε τόπου καί ἐποχῆς• «βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν» (5,15).
Προσοδοφόρο ἐμπόριο
Πορεία ἀέναη ἡ ζωή τοῦ καθενός, μᾶς καθιστᾶ ὁδοιπόρους στό στρατί πού ξεκινᾶ ἀπό τή γῆ κι ἔχει τό τέρμα του στόν οὐρανό. Περνᾶ ὁ χρόνος, διαπιστώνουμε. Kαί στήν πραγματικότητα, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι σάν διαβατάρικα πουλιά περνοῦμε, γερνοῦμε, φεύγουμε. Mά -τό σκεφθήκαμε τάχα;- τό κάθε βῆμα μας πάνω στή γῆ, ἡ κάθε μέρα, τό κάθε λεπτό προσδιορίζει τήν ποιότητα τοῦ εἶναι μας καί προοιωνίζει τό αἰώνιο μέλλον μας. Mέ ἐμποροπανήγυρη παρομοιάζουν οἱ Πατέρες τήν παροῦσα ζωή. «Ὅποιος ξέρει νά ἐμπορεύεται (πνευματικά)», λέγει ὁ ἅγιος Mᾶρκος ὁ ἐρημίτης «κερδίζει πολλά, ὅποιος δέν ξέρει ὑφίσταται ζημίες». Ἡ ἴδια ἡ ζωή μᾶς ἀναδεικνύει καλούς ἐμπόρους -½ς «μεγαλέμποροι» ἐγκωμιάζονται οἱ ἅγιοι τῆς Ἑκκλησίας μας- καί μᾶς ἐξασφαλίζει μεγάλα πνευματικά κέρδη, ἐφόσον ἀξιοποιοῦμε σωστά τό χρόνο μας. Στήν ἀντίθετη περίπτωση, μᾶς ὁδηγεῖ στήν πνευματική πτώχευση, πού ἐπιφέρει τήν αἰώνια καταδίκη.
«Πονηραί ἡμέραι»
Kεφάλαιο σπουδαῖο, ἱερό θά ἔλεγα, ὁ χρόνος. Kι αὐξάνει περισσότερο ἡ ἀξία του, καθώς οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς μας εἶναι «πονηραί». Ἔτσι ὀνομάζονται στή φυσική ζωή οἱ ἡμέρες πού σημαδεύονται ἀπό δεινά φυσικά -ἀρρώστιες, ἐπιδημίες, σεισμούς, πλημμύρες, καταιγίδες, πυρκαγιές- ἤ κοινωνικά -πολέμους, βομβαρδισμούς, αἰχμαλωσίες, πεῖνες, κτλ. Στήν πνευματική ζωή «πονηρές» λέγονται οἱ ἡμέρες πού ἐπηρεάζονται ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ πονηροῦ. Eἶναι οἱ ἡμέρες κατά τίς ὁποῖες ὁ σατανᾶς, «ὁ κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ 6,12), προβάλλει ἐμπόδια πολλαπλά, πειρασμούς καί κινδύνους πού ἀπειλοῦν τήν ψυχή καί τή σωτηρία τῶν πιστῶν. Mοιάζουν οἱ πονηρές ἡμέρες μέ «νύχτα ζοφερή καί μαύρη, γράφει παραστατικά ὁ ἅγιος Mακάριος ὁ Aἰγύπτιος. «Ὁ ἄνθρωπος τότε πέφτει στήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, βυθίζεται μές στή νύχτα καί στό σκοτάδι, κλονίζεται καί σείεται ἀπό τόν δεινό ἄνεμο τῆς ἁμαρτίας... καί δέν μένει ἐλεύθερο καί ἀπαθές κανένα μέλος τῆς ψυχῆς• τοῦ σώματος• ὅλα τά κατακλύζει ἡ ἁμαρτία».
Oἱ «πονηρές ἡμέρες» διαμορφώνουν ἕνα περιβάλλον ἄγριο καί συγκεχυμένο, ὅπου κυριαρχεῖ ὁ φόβος καί ἡ ἀπογοήτευση, ἡ ἀπελπισία καί ἡ ὑστερία. Tέτοια ἦταν ἡ πνευματική κατάσταση τῆς κοινωνίας τοῦ 1ου αἰ. μ.X., ἀλλά μήπως παρόμοια δέν εἶναι, εἴκοσι αἰῶνες ἀργότερα, καί ἡ σημερινή ἐποχή; Σέ μιά τέτοια ἀτμόσφαιρα τό θεοκίνητο χέρι τοῦ ἀποστόλου καταγράφει τήν προτροπή: «Προσέξτε πῶς ζῆτε! Ἐξαγοράστε τό χρόνο σας!».
Ἐμπορεύσου σοφά!
Ἡ ἄσχημη κατάσταση τοῦ κόσμου δέν πρέπει νά γίνει ἀφορμή ἀπελπισίας γιά τόν πιστό, νά τόν ἀποτελματώσει στήν ἀδράνεια καί στήν ἀπραξία. Mέσα στίς ποικίλες δυσκολίες τῶν «πονηρῶν ἡμερῶν» ἐκεῖνος ἔχει νά ἐπιτελέσει ἕνα δύσκολο ἔργο• νά ἐξαγοράσει τίς «πονηρές ἡμέρες» καί νά κερδίσει ἔτσι τήν αἰωνιότητα. Θά μιμηθεῖ τόν στρατιώτη πού στή μάχη φροντίζει νά κινεῖται μέ ταχύτητα, γιά νά προλάβει τόν ἐχθρό ἀλλά καί μέ ἀκρίβεια, γιά νά ἀποφύγει τόν κίνδυνο. Ἡ χριστιανική πίστη δέν εἶναι κάτι τό στατικό. Eἶναι μία συνεχής κατάσταση μάχης ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, πού δροῦν στόν κόσμο καί προσπαθοῦν νά κερδίσουν ἔδαφος στήν ψυχή κάθε ἀνθρώπου, ἀσφαλῶς καί τοῦ πιστοῦ.
Ἡ ἐγκατάλειψη τῆς μάχης ἤ -τό χειρότερο- ἡ συνθηκολόγηση μέ τίς δυνάμεις τοῦ σκότους δέν συνιστοῦν χριστιανική τακτική. Mή ζῆτε «ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾽ ὡς σοφοί», παροτρύνει ὁ ἀπόστολος. Kαί σοφία σημαίνει τήν κατανόηση καί ἐφαρμογή τοῦ θείου θελήματος. Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό καταλυτικό ἀπό τήν παραμέριση τοῦ θείου θελήματος καί τήν ἐκκοσμίκευση τοῦ φρονήματος τοῦ χριστιανοῦ. Aὐτό ἀπονευρώνει καί ἀπονεκρώνει κάθε πνευματική ἰκμάδα. Eἶναι ἡ μεγαλύτερη ζημία.
Προσωπικά καί κοινωνικά κέρδη
Eἶναι φανερό ὅτι «ἐξαγορασμός τοῦ χρόνου» σημαίνει ἀξιοποίηση τῶν περιστάσεων -καί τῶν πιό ἀντίξοων καί ἀρνητικῶν- γιά τό πνευματικό συμφέρον, ἀκατάπαυστη μάχη σ᾽ ἕνα διπλό μέτωπο• στήν καρδιά καί στό περιβάλλον μας. Kίνητρο, κριτήριο καί δύναμη στή διεξαγωγή αὐτῆς τῆς διπλῆς μάχης εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο βέβαια δέν ἐξαντλεῖται στά αὐστηρά θρησκευτικά καθήκοντά μας, ἀλλά ἔχει ρόλο ρυθμιστικό σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ θείου θελήματος, παρ᾽ ὅλο πού μᾶς κοστίζει εἶν᾽ ἀλήθεια, ἀμείβει πλούσια τό τώρα τῆς κάθε μέρας, ἀποδίδει τεράστια πνευματικά κέρδη. Kαί πρῶτα-πρῶτα ἐξουδετερώνει τούς ἐχθρούς τοῦ χρόνου:
Ἀλλά ὁ «ἐξαγορασμός τοῦ καιροῦ» εἶναι ἐπικερδής πνευματικά καί σέ κοινωνικό ἐπίπεδο. Ὁ πιστός, ἐπειδή ἀκριβῶς γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός θέλει τή σωτηρία τοῦ κόσμου, στρατεύεται ëκούσια. Τρέχει νά προλάβει νά κάνει κάτι γιά τή σωτηρία ἔστω καί μίας ψυχῆς. Ἔτσι καθίσταται συνεργός τοῦ Θεοῦ.
Θαρσεῖτε!
Ἄν οἱ μέρες μας εἶναι πονηρές, ἄν ὁ ὁρίζοντας ὅλο καί περισσότερο σκοτεινιάζει καί τά μηνύματα ἀπό τούς διαφόρους τομεῖς τῆς κοινωνίας μας δέν ἀκούγονται καθόλου εὐοίωνα, μήν ἀποθαρρυνθοῦμε. Mέσα στό χρόνο τοῦ Θεοῦ ἀκόμη καί τό κακό μπορεῖ νά ἐξυπηρετήσει τό ἀγαθό. Ξέρει ὁ Θεός νά σπέρνει καί ἐκεῖ ὅπου ὀργώνει ὁ διάβολος. ᾽Aρκεῖ ἐμεῖς, τά παιδιά του, νά θελήσουμε νά μεταφέρουμε στόν κόσμο μας τό σπόρο του. Nά ἐπιδιώκουμε τά καλύτερα μές στούς χειρότερους καιρούς καί νά ἐλπίζουμε τό καλύτερο μές στίς πιό μεγάλες συμφορές! Aὐτό νά εἶναι τό ἐμβατήριό μας, ὅταν οἱ μέρες εἶναι κακές. Aὐτό εἶναι τό «κερδοφόρο» λειτούργημα τοῦ χριστιανοῦ καί τό ἐλπιδοφόρο μήνυμα τοῦ Eὐαγγελίου στήν ἀπελπισία τοῦ κόσμου μας.
Στέργιος N. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 63 (2008) 4-6
Τώρα, ἀγαπητοί μου, τώρα πού ἕνα νέο ἔτος ἀνατέλλει στόν ὁρίζοντα τῆς ἀνθρωπότητος, ἄς κάνουμε μερικές σκέψεις.
Ἐάν ὑπῆρχε στόν οὐρανό ἕνας ἐξώστης καί ἀπ’ ἐκεῖ μ’ ἕνα τηλεσκόπιο βλέπαμε τό σύμπαν, ὤ τότε! Τό θέαμα πού θά παρουσιαζόταν στά μάτια μας θά ἦταν καταπληκτικό. Θά βλέπαμε, ὄχι ἕνας ἥλιος, ὅπως φαίνεται ἀπό τή γῆ, ἀλλά πολλοί ἥλιοι, ἑκατομμύρια ἥλιοι, γαλαξίες, ἄστρα καί κομῆτες νά κινοῦνται στό ἄπειρο μέ ἰλιγγιώδη ταχύτητα. Ὅλα ἐκτελοῦν κάποιο προορισμό, πού γιά τό καθένα ἔχει ὁρίσει ὁ Δημιουργός.
Ναί! Ὅλα, ἀπό τά πιό μικρά ἕως τά πιό μεγάλα, ὅλα ἔχουν προορισμό. Τίποτε δέν εἶναι τυχαῖο, τίποτε δέν εἶναι ἄσκοπο. Καί ὁ ἄνθρωπος, ἐρωτᾶται, ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας δέν ἔχει προορισμό; Ἡ λογική μᾶς ὑποχρεώνει νά παραδεχθοῦμε ὅτι καί ὁ ἄνθρωπος ἔχει προορισμό. Ποιός δέ εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου; Ἀπαντᾶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἁγία Γραφή. Προορισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό κατ’ εἰκόνα Θεοῦ νά τό κάνει καθ’ ὁμοίωσιν. Νά ἐξυψωθεῖ, νά μοιάσει μέ τόν Θεό. Ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου μέ μία λέξη, ὅπως λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ θέωση. Καί αὐτός ὁ προορισμός ἐπιτυγχάνεται, ἐάν ὁ ἄνθρωπος πιστέψει τόν Χριστό ὡς Σωτήρα καί Λυτρωτή καί μιμηθεῖ τήν ἁγία του ζωή, ἐφαρμόσει τίς θεῖες ἐντολές του, νικήσει τίς κακίες καί τά πάθη, ἀποκτήσει τίς Εὐαγγελικές ἀρετές καί μάλιστα τήν ἀγάπη, τήν ἀγάπη στόν Θεό καί τήν ἀγάπη στόν πλησίον. Μιμητής τοῦ Χριστοῦ ὁ ἄνθρωπος, γίνεται μικρόχριστος, μικρός Θεός, ὄντως βασιλεύς καί κυρίαρχος, εὐτυχής καί μακάριος, μέτοχος καί κληρονόμος τῆς αἰωνίου ζωῆς καί μακαριότητος.
Ναί! Αὐτός εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου. Μεγάλος καί ὑψηλός. Γιά τήν πραγματοποίηση δέ τοῦ προορισμοῦ τούτου δίνεται στόν ἄνθρωπο χρόνος. Μέσα δέ στό διάστημα τοῦ χρόνου, πού ἔχει ὁρίσει ὁ Θεός, καλεῖται ὁ χριστιανός νά ἐργασθεῖ πνευματικά. Ἔτσι ὁ χρόνος ἀξιοποιεῖται.
Ἀλλά γίνεται ἀπ’ ὅλους ἡ ἀξιοποίηση καί ἐκμετάλλευση τοῦ χρόνου ὅπως θέλει ὁ Χριστός πού συνέστησε μία ἀδιάλειπτη πνευματική ἐργασία γιά τήν ἠθική τελειοποίησή μας, γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ προορισμοῦ μας; Δυστυχῶς τό μεγαλύτερο μέρος τῶν ἀνθρώπων δέν κάνουμε καλή χρήση τοῦ χρόνου πού μᾶς δίνει ὁ Θεός. Μεριμνοῦμε καί τυρβάζουμε περί πολλά, ἐνῶ ἑνός ἐστι χρεία. Τό δέ ἕνα αὐτό εἶναι ὁ Χριστός, τό νά πιστέψουμε δηλαδή στό λόγο του καί νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τίς θεῖες ἐντολές του.
Γιά ἄλλα ζητήματα, πού εἶναι μικρότερης ἀξίας, οἱ ἄνθρωποι δίνουν μεγάλη σημασία στό χρόνο. Κοιτάζουν τά ρολόγια τους γιά νά εἶναι συνεπεῖς στήν ὥρα τῆς ἐργασίας. Μετροῦν καί τά λεπτά τῆς ὥρας ἀκόμη. Γιατί ἡ πείρα διδάσκει ὅτι καί τά λίγα λεπτά τῆς ὥρας ἔχουν τήν ἀξία τους. Θέλετε παραδείγματα; Λίγα λεπτά καθυστερήσεως καί ὁ ταξιδιώτης χάνει τό λεωφορεῖο. Λίγα λεπτά καθυστερήσεως καί ἡ αἴτησις γιά κάποιο ζήτημα θεωρεῖται ἐκπρόθεσμη. Λίγα λεπτά καί ὁ ἀσθενής, πού εἶχε ἀνάγκη ἀμέσου ἰατρικῆς ἐπεμβάσεως, πεθαίνει. Λίγα λεπτά καθυστερήσεως γιά νά δοθεῖ τό κόκκινο φῶς καί ἡ ἁμαξοστοιχία συγκρούεται μέ θλιβερά ἀποτελέσματα. Λίγα λεπτά… καί ὁ Ναπολέων πού ἀνέμενε στρατιωτική βοήθεια χάνει τή μάχη τοῦ Βατερλώ καί ἐξορίζεται στήν Ἁγία Ἑλένη.
Ἀλλά ἐνῶ ὁ κόσμος -πλήν τῶν ὀκνηρῶν- προκειμένου γιά ὑλικά συμφέροντα δεικνύεται ἐργατικός, ἐπιμελής, ταχύς καί βιαστικός, γιά τήν ἠθική του ὅμως καί πνευματική τελειοποίηση παραμένει ἀμελής, ἀδιάφορος, καί ἀφήνει ὄχι λεπτά, ἀλλά καί ὧρες καί μέρες καί χρόνια νά φεύγουν πνευματικῶς ἀνεκμετάλλευτα. Κυνηγός σκιῶν καί ὄχι τῆς πραγματικότητος.
Ἐάν γιά τήν ἐπιτυχία ὑλικῶν πραγμάτων ἔχουν ἀξία τά λεπτά τῆς ὥρας, πόσο μᾶλλον ἔχουν ἀξία τά λεπτά τῆς ὥρας γιά τήν πνευματική ζωή! Πόσα μποροῦμε νά πράξουμε κατά τό διάστημα τοῦ χρόνου! Ἀκριβής ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων, ἱερές σκέψεις, θερμές προσευχές, εἰλικρινής μετάνοια καί ἐξομολόγηση, ἀνάγνωση Εὐαγγελίου, ἀκρόαση κηρυγμάτων, κατανυκτικός ἐκκλησιασμός, ἐπίσκεψη ἀσθενῶν, βοήθεια πασχόντων ἀδελφῶν, διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου… Νά μέ τί μποροῦμε νά πλουτίσουμε τό χρόνο τῆς ζωῆς μας καί νά γίνουμε πλούσιοι, πνευματικῶς μεγαλέμποροι, σύμφωνα μέ τή θεόπνευστη προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού λέει˙ «Ἀδελφοί, βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή ὡς ἄσοφοι ἀλλ᾽ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι» (Ἐφ 5,15-16).
Ὤ, πόσο πολύτιμος εἶναι ὁ χρόνος γιά τή σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας! Ἕνας ἄνθρωπος, πού ζῆ 70 χρόνια ἐδῶ στόν πλανήτη μας, ἐάν ὁ χρόνος αὐτός μετρηθεῖ σέ λεπτά τῆς ὥρας, θά δοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔζησε 36.792.000 λεπτά. Ἔζησε ἑκατομμύρια λεπτά! Ὤ, πόσα καλά θά μποροῦσε νά πράξει καί γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τόν πλησίον του καί γιά τήν ἀνθρωπότητα ἐν γένει!
Ἀλλά δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι –πλήν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων– δέν ἐκτιμοῦμε τήν ἀξία τοῦ χρόνου γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ὧρες ὁλόκληρες ξοδεύονται γιά μάταια καί ἁμαρτωλά πράγματα, ὅπως εἶναι ἡ παρακολούθηση αἰσχρῶν ἐκπομπῶν τοῦ ραδιοφώνου καί τῆς τηλεοράσεως, ἡ χαρτοπαιξία, πού ὀργιάζει ἰδίως τήν Πρωτοχρονιά, κι ἄλλα πολλά. Ἀλίμονο! Γιά τόν διάβολο ὅλος ὁ χρόνος. Γιά τόν Χριστό; Οὔτε ἕνα λεπτό τῆς ὥρας!
Οἱ μόνοι πού εἶναι σέ θέση νά ἐκτιμήσουν τήν ἀξία τοῦ χρόνου εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού πέθαναν ἀμετανόητοι γιά ὅσα κακά ἔκαναν ἐδῶ στή γῆ καί τώρα βρίσκονται στόν ἄλλο κόσμο, πού δέν εἶναι παραμύθι ἀλλ’ εἶναι μία σκληρή πραγματικότητα. Ἐάν ἦταν δυνατόν νά ρωτηθεῖ ἕνας ἀπ’ αὐτούς τί θέλει, τίποτ’ ἄλλο δέν θά ζητοῦσε, οὔτε πλούτη οὔτε αἰσχρούς ἔρωτες οὔτε τιμές καί ἀξιώματα οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπ’ αὐτά πού κυνηγοῦν οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ στή γῆ, ἀλλ’ ἕνα καί μόνο θά ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό. Ἕνα καί μόνο λεπτό τῆς ὥρας! Ναί, ἕνα λεπτό τῆς ὥρας. Διότι καί ἕνα λεπτό τῆς ὥρας φθάνει γιά νά πεῖ ὁ ἁμαρτωλός ἕνα λόγο μετανοίας, σάν ἐκεῖνο πού εἶπε μέσα σ’ ἕνα λεπτό ὁ ληστής στό σταυρό: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Χριστιανοί μου!
Νέο ἔτος, νέα παράταση ζωῆς. Μή σπαταλᾶτε τό χρόνο σας. Μήν καῖτε τά λεπτά τοῦ χρόνου. Ὁ χρόνος εἶναι ἀνεκτίμητος. Φεύγει καί δέν ἐπιστρέφει πιά. «Χρόνου φείδου»!
Ἐπίσκοπος
Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Τό πρῶτο μήνυμα τοῦ νέου ἔτους μᾶς τό προσφέρει ἡ Δεσποτική γιορτή πού σημαδεύει τήν πρώτη ἡμέρα τοῦ μήνα, ἡ Περιτομή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν γιορτή αὐτή τιμοῦμε τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος ἐκπλήρωσε τόν νόμο καί πῆρε τό ὄνομα Ἰησοῦς, πού θά πεῖ Θεός-Σωτήρας.
Οἱ θεοφώτιστοι Πατέρες μας διαβλέπουν στήν περιτομή τοῦ Κυρίου τό μήνυμα τῆς ὑπακοῆς. Ὁ Χριστός περιτέμνεται, ὑφίσταται δηλαδή ἕνα ταπεινωτικό πάθημα, ἐπώδυνο καί ἀποκρουστικό, ὅπως εἶναι ἡ περιτομή, γιά νά ὑπακούσει στόν νόμο, νά δηλώσει ὑποταγή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔστω κι ἄν αὐτός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δέν χρειάζεται οὔτε τό πάθημα νά ὑποστεῖ οὔτε τήν ὑποταγή νά δηλώσει. Καί ἐμεῖς, οἱ χριστιανοί του, ὅσοι «εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθημεν» καί «Χριστόν ἐνεδύθημεν» (Γα 3,27),μαθαίνουμε ὅτι ἔχουμε χρέος νά ὑπακοῦμε στόν νόμο τοῦ Θεοῦ, ὄχι κατά τήν λογική μας ἀλλά κατά τήν ἐντολή του, ἔστω κι ἄν φαίνεται παράδοξη στόν κόσμο μας καί στίς συνήθειές μας. Μιμούμενοι τήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ μποροῦμε χαρισματικά νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν ἁμαρτία, τήν ὁποία Ἐκεῖνος δικαιωματικά κατήργησε ὑπακούοντας στόν νόμο.
Ἀλλά ἡ τελετουργία τῆς περιτομῆς, ὅπως πρωτοδόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν Ἀβραάμ, δέν δήλωνε μόνο τήν ὑπακοή τοῦ ἀνθρώπου. Φανέρωνε κάτι πολύ σπουδαιότερο, τήν σχέση ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης πού τόν συνδέει μέ τόν Θεό. Διότι ἡ περιτομή ἦταν τό σημάδι τοῦ Θεοῦ πάνω στόν ἄνθρωπο, ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἐκεῖνος ἀνήκει ὁλοκληρωτικά στόν Θεό. Αὐτή ἡ ἱερή σχέση δέν καταργεῖται μέ τήν κατάργηση τοῦ τύπου. Ἀπό τήν στιγμή πού περιτμήθηκε ὁ Χριστός, ὅλοι οἱ Χριστιανοί ὡς μέλη στό δικό του σῶμα εἴμαστε πλέον περιτετμημένοι στό ὄνομά του˙καί ἡ περιτομή ὡς σημάδι στήν σάρκα μας δέν μᾶς χρειάζεται. Μᾶς χρειάζεται ὅμως ἡ ἀχειροποίητη περιτομή ὡς συνείδηση καί ὡς βίωμα μέσα στήν καρδιά μας, ὡς γεγονός μέσα στό εἶναι μας. Μᾶς χρειάζεται μία νοοτροπία πού θά ἀφαιρεῖ ἀπό τήν καρδιά μας τό θέλημα τοῦ κόσμου καί θά κρατᾶ ζωντανό καί καθοδηγητικό στήν ζωή μας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τήν ἀχειροποίητη περιτομή τήν παίρνουμε μέ τά μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος καί τήν ἀνανεώνουμε μέ τό μυστήριο τῆς μετανοίας καί τῆς ἐξομολογήσεως.
Γιορτάζοντας, λοιπόν, τήν περιτομή τοῦ Χριστοῦ, βιώνουμε τήν προσωπική μας πνευματική περιτομή. Ἀνανεώνουμε τήν ἀπόφασή μας νά ἀνήκουμε στόν Κύριο. Ἡ πεποίθηση ὅτι εἴμαστε δικοί του μᾶς σπρώχνει νά κάνουμε τό θέλημά του. Αὐτή εἶναι ἡ εὐχή καί ἡ προσευχή μου γιά τόν καθένα μας, ἀδελφοί μου. Στήν νέα χρονιά νά πολιτευόμαστε καθημερινά ὡς ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ!
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 65 (2010) 3
Στήν ἱστορία πολλές φορές ἐξετάζονται παραλλήλως οἱ βίοι διασήμων ἀνδρῶν, ὥστε νά συναχθοῦν ἐπωφελῆ συμπεράσματα ἀπό τή σύγκριση τῶν χαρακτήρων καί τῶν ἐνεργειῶν τους. Μία τέτοια σύγκριση θά ἐπιχειρήσουμε μεταξύ ἑνός ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀποκλήθηκε μέγας, καί ἑνός ἄτυχου μεταρρυθμιστοῦ, γιά τόν ὁποῖο ἔντονο ἐκδηλώνεται στίς ἡμέρες μας τό ἐνδιαφέρον.
Ὁ Βασίλειος γεννήθηκε σέ περιβάλλον μέ θερμή τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἀνατράφηκε μέ ἀγάπη καί αὐστηρότητα. Ὁ Ἰουλιανός βρέφος ἔμεινε ὀρφανός ἀπό μητέρα καί σέ ἡλικία 6 ἐτῶν ὀρφάνεψε καί ἀπό πατέρα, πού ὑπῆρξε θύμα ἐκκαθαρίσεων στήν αὐτοκρατορική αὐλή μετά τό θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οἱ κηδεμόνες του φρόντισαν νά τοῦ προσφέρουν ἐθνική παιδεία ἀλλά καί τό φρόνημα τῶν αἱρετικῶν ἀρειανῶν.
Ὁ Βασίλειος ἔκανε λαμπρές σπουδές στήν Καισάρεια, στήν Κωνσταντινούπολη καί στήν Ἀθήνα καί ἔγινε πανεπιστήμων γιά τά δεδομένα τῆς ἐποχῆς του. Ὁ Ἰουλιανός σπούδασε ἐπίσης στήν Καισάρεια ἀλλά καί στή Νικομήδεια καί στήν Ἀθήνα. Ἄν καί χριστιανός (ἀρειανός), ἔδειξε νωρίς τήν προτίμησή του πρός τήν εἰδωλολατρία καί μάλιστα πρός τή θεουργία, ὅπως ὀνομαζόταν ὁ ἀποκρυφισμός στήν ἐποχή του.
Ὁ Βασίλειος ἔλαβε νωρίς τήν ἀπόφαση νά ἀφιερωθεῖ στήν Ἐκκλησία καί ἀποσύρθηκε στήν ἐρημία τοῦ Πόντου νά ἀσκητεύσει, ἀφοῦ μοίρασε τή σεβαστή περιουσία του. Ὁ Ἰουλιανός, ἐνῶ ζοῦσε μέ τό ἀπόκριμα τοῦ θανάτου, ξαφνικά βρέθηκε καίσαρας καί διοικητής τῆς Γαλατίας. Ὁ πρῶτος ἐπιδόθηκε στή μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς καί στήν ἄσκηση προκειμένου νά ἐπιτύχει τόν καθαρισμό ψυχῆς καί σώματος. Ὁ δεύτερος ἐπιδόθηκε σέ θαυμαστή αὐτοπειθαρχία καί μελέτη τῶν κειμένων τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων, ἰδίως τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου.
Ὁ Βασίλειος εἰσῆλθε στίς τάξεις τοῦ ὀρθοδόξου κλήρου, γιά νά προσφέρει πνευματικά καί ὑλικά. Ὁ Ἰουλιανός καλλιεργοῦσε μέχρι ἐμμονῆς τήν ἰδέα τῆς ἐπανόδου στήν εἰδωλολατρία καί αὔξανε τή δίψα τῆς ἐκδίκησης πρός τούς δολοφόνους τῶν συγγενικῶν του προσώπων. Ἐκδήλωσε ἄμετρη τήν ἀπέχθεια πρός τή χριστιανική πίστη, συνδέοντάς την ἄρρηκτα μέ τούς φονεῖς τοῦ πατέρα του. Βυθίστηκε μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου στή δαιμονική εἰδωλολατρία, μέ συνέπεια ἀρκετοί νά τόν χαρακτηρίσουν στά τελευταῖα τῆς ζωῆς του τρελό καί μανιακό. Δέν ἦταν ὅμως παρά δαιμονισμένος. Ἡ ἐνασχόλησή του μέ τόν ἀποκρυφισμό εἶχε παραμερίσει καθετί τό ἀξιόλογο τῆς θύραθεν παιδείας καί τόν ὁδήγησε τελικά στήν παράκρουση καί στό θάνατο.
Δυό ἐπιστολές πού ἀντήλλαξαν τά ἱστορικά πρόσωπα στά ὁποῖα ἀναφερόμαστε ἀποδίδουν ἀρκετά τό χαρακτήρα ἑκάστου. Ἡ πρώτη εἶναι ἀπόσπασμα δεύτερης ἐπιστολῆς τοῦ πληγωμένου αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ, καθώς σέ προηγούμενη ὁ Βασίλειος δέν εἶχε ἀπαντήσει ἤ εἶχε ἀπαντήσει κατά τρόπο πού θεώρησε ἐκεῖνος προσβλητικό.
«Ἡ εἰρηνική καί φιλάνθρωπη διάθεση, πού μέσα μου νιώθω ἀπό παιδί ὥς σήμερα νά μέ κινεῖ, μοῦ ἀπέφερε ὡς ὑπηκόους ὅλους τους λαούς τῆς ὑφηλίου. Καί νά! κάθε ἔθνος βαρβαρικό ὥς τήν ἄκρη τοῦ ὠκεανοῦ ἔρχεται, καταθέτει τά δῶρα του καί δηλώνει ὑποταγή στήν ἐξουσία μου... Μόνο ἐσύ βρέθηκες νά φρονεῖς πώς εἶσαι πέρα ἀπό κάθε ἐξουσία, διότι ντύθηκες τήν ἱεροσύνη καί μπορεῖς νά διαδίδεις ἀναιδῶς παντοῦ ὅτι εἶμαι ἀνάξιος βασιλιάς τῶν Ρωμαίων; Ἀγνοεῖς ἀλήθεια πώς εἶμαι ἀπόγονος τοῦ κράτιστου Κώνστα; Ὡστόσο, παρ᾿ ὅτι τά ἔμαθα αὐτά, πρός τό παρόν σοῦ κάνω τή χάρη καί διατηρῶ τά αἰσθήματα πού εἶχα γιά σένα, τότε πού νέοι ἐγώ κι ἐσύ κάναμε τίς ἄριστες ἐκεῖνες ἀρχαιοελληνικές σπουδές στήν Ἀθήνα.
Ἤρεμα λοιπόν, νηφάλια ἐντελῶς, σέ προστάζω νά μοῦ στείλεις χίλια λίτρα χρυσάφι... Μήπως, ἔστω καί ἀργά, σέ ἀντιμετωπίσω μέ νηφαλιότητα, μέ ἀγάπη. Ἤμουνα, βλέπεις, ἕτοιμος νά ξεθεμελιώσω τήν πόλη τῆς Καισάρειας, νά καταστρέψω τά πνευματικά της οἰκοδομήματα καί στή θέση τους νά ὑψώσω βωμούς εἰδωλολατρικούς, γιά νά καταλάβουν οἱ κάτοικοί της ὅτι ὀφείλουν νά ὑπακούουν στόν βασιλιά τῶν Ρωμαίων καί νά μή σηκώνουν κεφάλι.»
Καί τό ἀπόσπασμα ἀπό τήν ἀπάντηση τοῦ Βασιλείου: «Τιποτένια τά τωρινά σου κατορθώματα καί φαῦλες οἱ ἐπιδόσεις στίς ὁποῖες πρωτεύεις. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐμένα μέ πιάνει τρόμος, σάν φέρνω στό νοῦ ὅτι φόρεσες βασιλική πορφύρα καί κόσμησες μέ στέμμα τήν ἄτιμη κεφαλή σου (τέτοια εἶναι ὅποιου δέν σέβεται τόν Θεό καί κάνει ἄτιμη τή βασιλική ἐξουσία).
Καθώς ἐπανῆλθες στό προσκήνιο, ἀπ’ ὅπου σέ ἀνέσυραν φαῦλοι δαίμονες καί μισόκαλοι, ἔγινες μεγάλος πολύ μόνο γιά τοῦτο: νά κομπάζεις πώς εἶσαι ἀνώτερος ὄχι μόνο ἀπό ἀνθρώπους ἀλλά καί ἀπό τόν Θεό τόν διο, καί νά τολμᾶς νά προσβάλλεις τήν Ἐκκλησία, τή μητέρα καί τροφό ὅλων, παραγγέλλοντας σ᾿ ἐμένα τόν πάμφτωχο νά σοῦ στείλω δέκα ἑκατοντάδες λίτρα χρυσάφι. Καί δέν μοῦ θάμπωσε τό νοῦ ἡ ποσότητα τοῦ χρυσοῦ πού μοῦ ζητᾶς, ἄν καί εἶναι ὑπερβολικά μεγάλη, ἀλλά μέ ἔκανε νά κλάψω πικρά αὐτή ἡ ταχύτατη ἀπώλειά σου.
Ἀσφαλῶς καί θυμοῦμαι τίς λαμπρές ἀρχαιοελληνικές σπουδές μας στήν Ἀθήνα. Θυμοῦμαι ὅμως καί ὅτι μαζί διαβάζαμε τίς θεόπνευστες Γραφές καί τίποτε δέν σοῦ ξέφευγε τότε. Τώρα ὅμως σέ βλέπω χωρίς στολισμό Θεοῦ, στρατευμένο σέ φρόνημα ἄλλο. Μέ ἤξερες ἀπό τότε καλά, ἤξερες πώς δέν παθαίνομαι νά κάνω χρήματα. Κι ἔρχεσαι τώρα καί ζητᾶς νά σοῦ στείλω χίλια λίτρα χρυσάφι. Κάνε τόν κόπο, Μεγαλειότατε, ἐρεύνησε καί θά μάθεις ὅτι ἔχω τόσα, ὅσα οὔτε γιά φαγητό δέν φτάνουν.»
Ὁ Βασίλειος ἐπάξια κλήθηκε μέγας, διότι κατάφερε, μέ τήν ὀρθή ἄσκηση, νά ὑπερβεῖ τίς ἀνθρώπινες μικρότητες. Ὁ Ἰουλιανός ἀνακύκλωσε τήν ἀνθρώπινη ματαιότητα. Τουλάχιστον ὅμως χαρακτηριζόταν ἀπό συνέπεια. Ὅσοι τόν θυμήθηκαν καί προσβλέπουν σ᾿ αὐτόν στίς μέρες μας, τί τάχα νά ἐπιδιώκουν; Ἀκόμη καί ἄν δέν εἶναι ἱστορική, ἔχει καί σήμερα σημασία ἡ φράση πού τοῦ ἀποδίδεται: «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε».
Εἴθε ὁ πανάγαθος Θεός, μέ τίς πρεσβεῖες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, νά κρίνει μέ ἐπιείκεια τόν τραγικό ἐχθρό τῆς Ἐκκλησίας του.
Ἀπ. Παπαδημητρίου