Ὑπάρχουν σέ κάθε ἐποχή ὁρισμένοι ἄνθρωποι, πού θαρρεῖς κι ἔχουν ἐπάνω τους τό ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ. Πιάνουν τό χέρι τοῦ Θεοῦ καί τολμοῦν γι’ αὐτόν καί τήν ὑπόθεσή του ἅλματα στό ἄπειρο. Δέν ἱκανοποιοῦνται ἀπό μιά ἥσυχη ζωή, ἀλλά τρέχουν καί κοπιάζουν γιά νά ὁδηγήσουν ψυχές στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶναι καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἐπίσκοπος Πενταπόλεως τῆς Αἰγύπτου.
Δέν πρόφθασε νά πληροφορήσει τή διακονία του στό ποίμνιο τῆς Πενταπόλεως, πού ὁ Θεός τοῦ ἐμπιστεύθηκε, γιατί τόν ἀπομάκρυνε ἀπό τόν ἐπισκοπικό θρόνο ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων. Γύρισε στήν Ἀθήνα πικραμένος καί τόσο φτωχός, ὥστε ἔγινε παροιμιώδης ἡ ἔκφραση «Πενταπόλεως καί χρήματα, δέν συμβιβάζονται». Μά δέν ἀπελπίσθηκε οὔτε ἀπογοητεύθηκε ἀπό τίς θλίψεις. Ζήτησε τή θέση τοῦ ἱεροκήρυκα στίς Μητροπόλεις Φθιώτιδος, Φωκίδος καί Εὐβοίας.
Σέ μία ἀπό τίς περιοδεῖες του ἀναφέρεται τό ἑξῆς περιστατικό.
Ἔφθασε σ’ ἕνα χωριό μέ σκοπό νά κηρύξει. Ἀμέσως κατευθύνθηκε στό σπίτι τοῦ ἱερέα. Ἐκείνη ὅμως τή στιγμή ὁ ἱερέας ἔλειπε καί στό σπίτι βρισκόταν ἡ πρεσβυτέρα μέ τά παιδιά της. Ἦταν κουρασμένη καί ἀγανακτισμένη ἀπό τίς δουλειές τῆς ἡμέρας: ἔπρεπε νά ἀνάψει τό φοῦρνο, γιά νά ψήσει τό ψωμί πού εἶχε παραγίνει, ἀλλά συγχρόνως νά καθησυχάσει καί τό μικρό παιδί της, πού ἄρρωστο ἔκλαιγε στήν κούνια του. Μόλις, λοιπόν, βλέπει τόν γέροντα ρασοφόρο στήν πόρτα της, χωρίς νά ξέρει ποιός εἶναι, ξεσπᾶ πάνω του ὅλη τήν κούραση καί τό θυμό της, γκρινιάζοντας ὅτι δέν εἶχε καιρό γιά φιλοξενία.
Ὁ ἅγιος δίχως νά φανερώσει τήν ταυτότητά του, δέχεται πρόθυμα νά τήν βοηθήσει στίς δουλειές. Ἔτσι, ἄρχισε νά κόβει ξύλα γιά τό φοῦρνο, ἐνῶ πότε-πότε κουνοῦσε τήν κούνια τοῦ μικροῦ. Σ’ αὐτήν ἀκριβῶς τή θέση τόν βρῆκε ὁ ἱερέας, ὅταν ἐπέστρεψε στό σπίτι του γιά νά προειδοποιήσει τή σύζυγό του ὅτι θά ἔρθει ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Μόλις τόν εἶδε ὁ ἱερέας τρόμαξε.
Ἀμέσως δόθηκαν οἱ ἐξηγήσεις καί ἡ πρεσβυτέρα μετανιωμένη ζήτησε γονατιστή συγγνώμη ἀπό τόν ἅγιο Νεκτάριο.
Ἡ βαθιά του ταπείνωση καί ἡ καλωσύνη του τή συγκλόνισαν καί τήν ὁδήγησαν στή μετάνοια καί τήν ἀλλαγή τῆς ζωῆς.
Τέτοια περιστατικά ἀπό τή ζωή ἁγίων μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας δηλώνουν τήν ἁγιότητά τους καί τήν ταπεινοφροσύνη. Πέρα ἀπό κάθε θαῦμα, αὐτό πού προκαλεῖ πραγματικό θαυμασμό καί σεβασμό στόν κάθε πιστό εἶναι ἡ ἀγάπη πού ἐκδηλώνεται μέ τήν ἀρετή καί κυρίως τήν ταπεινοφροσύνη. Εἶναι αὐτή πού σέ ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή θεία δόξα. Ὁ ταπεινός φέρει τά γνήσια χαρακτηριστικά τοῦ Κυρίου, γιατί παιδαγωγός, καί μέ λόγους ἀλλά πολύ περισσότερο μέ τή ζωή του, ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πάνω στή γῆ. Δύσκολος ὁ ἀγώνας γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ταπεινοφροσύνης· μεγάλη ὅμως ἡ δόξα καί βεβαία ἡ σωτηρία πού ἐξασφαλίζεις μ’ αὐτήν. Ἡ γνήσια ἐν Χριστῷ ταπεινοφροσύνη ἑλκύει τούς ἀνθρώπους κι ἔτσι τούς προσφέρει εὐκαιρίες γιά νά γνωρίσουν τόν Θεό.
«Καί γάρ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι, καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν (Μρκ 10,45).
Δ.Π.
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 154