Ἦταν μεγάλη πόλη, τά Ποντικά Κόμανα, συνηθισμένος σταθμός τῶν ταξιδιωτῶν, ὅπου ἔβρισκαν κάθε εἴδους προμήθειες καί ἀνάπαυση. Ἀλλά ὁ ἄσπλαχνος ἀξιωματικός ἔδωσε σῆμα νά προχωρήσουν παραπέρα καί διέσχισαν τήν πόλη ὅπως περνᾶ κανείς μιά γέφυρα.
Σέ ἀπόσταση δέκα ἤ ἕντεκα χιλιομέτρων ἀπό κεῖ βρισκόταν μικρός ἔρημος ναός, ὅπου οἱ ἀξιωματικοί διέταξαν νά σταθμεύσει ἡ φρουρά. Ὁ Χρυσόστομος ἐξαντλημένος τοποθετήθηκε σ᾿ ἕνα ἀπό τά παραρτήματα τοῦ ναϋδρίου. Τό ἐξωκκλήσι αὐτό ἦταν ἀφιερωμένο στόν ἅγιο μάρτυρα Βασιλίσκο. Ἐκεῖ μέσα βρισκόταν κι ὁ τάφος του. Ὁ Βασιλίσκος ἦταν ἐπίσκοπος Κομάνων τόν 3ο αἰώνα. Διώχθηκε γιά τήν πίστη στήν Ἀντιόχεια μαζί μέ τόν μάρτυρα Λουκιανό κατά τό διωγμό τοῦ Μαξιμίνου Δάια. Κατά τή διάρκεια τῆς νύχτας ὁ Χρυσόστομος εἶδε ἕνα ὅραμα. Τοῦ φάνηκε ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Βασιλίσκος στεκόταν ὄρθιος μπροστά του καί τοῦ ἀπηύθυνε τά ἑξῆς λόγια: «Ἔχε θάρρος, Ἰωάννη, ἀδελφέ μου· αὔριο θά εμαστε μαζί». Τήν ἴδια νύχτα ἤ τήν προηγούμενη ὁ ἱερέας, ὁ καθορισμένος γιά τή συντήρηση τοῦ ναοῦ καί τή φύλαξη τοῦ τάφου, εἶδε παρόμοιο ὅραμα. Ὁ μάρτυρας τοῦ εἶχε πεῖ: «Ἑτοίμασε θέση γιά τόν ἀδελφό μας Ἰωάννη. Πρόκειται νά ἔλθει». Αὐτός ὁ ἱερέας βεβαίωσε ἀργότερα τήν ἀλήθεια τοῦ ὁράματος. Ὁ Χρυσόστομος, μέ τή σιγουριά ὅτι πῆρε ἐντολή ἀπό τόν Θεό, προσπάθησε τήν ἑπομένη τό πρωί νά ἐμποδίσει τήν ἀναχώρησή τους. «Μείνετε, σᾶς ἱκετεύω», παρακαλοῦσε τούς ἀξιωματικούς, «μείνετε τουλάχιστον ὥς τήν πέμπτη ὥρα». Ἀναμφίβολα πίστευε ὅτι ἡ ὥρα αὐτή τοῦ ὑποδείχθηκε μέ τρόπο ὑπερφυσικό. Ἀλλά οἱ πραιτωριανοί, ἀντί νά ὑποχωρήσουν, ἐπιτάχυναν τήν ἀναχώρηση.
Εἶχαν βαδίσει περίπου πέντε χιλιόμετρα, ὅταν ὁ ἐξόριστος κυριεύθηκε ἀπό ἕνα παραλήρημα πυρετοῦ, πού ἔθεσε σέ κίνδυνο τή ζωή του. Τρομαγμένοι μήπως τόν δοῦν νά πεθαίνει στά χέρια τους, πάνω στό δρόμο, οἱ στρατιῶτες γύρισαν πίσω καί ξαναμπῆκαν στό ἐξωκκλήσι, πού εἶχαν ἀφήσει λίγες ὧρες πρίν. Ὁ Χρυσόστομος, δίχως νά μπορεῖ πιά νά στηριχθεῖ, ὁδηγήθηκε κοντά στήν ἁγία τράπεζα. Ἀπό τόν φύλακα ἱερέα τοῦ ναοῦ ζήτησε νά φορέσει ὁλόλευκα ἄμφια. Ἔνιωθε ὅτι πλησιάζει τό τέλος του. Ὁ ἱερέας τοῦ τά ἔφερε κατά τήν ἐπιθυμία του. Κι ὁ Χρυσόστομος ντύθηκε, ἀφοῦ πρῶτα μοίρασε ὅλα ὅσα εἶχε, ἀκόμη καί τά παπούτσια του, στούς παρευρισκομένους. Στή συνέχεια, θέλησε νά κοινωνήσει τά ἄχραντα μυστήρια ἀπό τά χέρια τοῦ ἱερέα. Μετά τή θεία Κοινωνία προσευχήθηκε μέ θέρμη. Ἀποτέλειωσε τήν τελευταία του προσευχή μ᾿ ἐκείνη τή φράση πού συχνά ἀνέβαινε στά χείλη του: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν. Ἀμήν!». Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ κι ἔγειρε πάνω στό πλακόστρωτο, γιά νά μήν ξανασηκωθεῖ πιά.
«Ἡ ψυχή του», λέει ὁ ἱστορικός Παλλάδιος γιά τή συγκινητική αὐτή σκηνή, «τίναξε τή σκόνη ἀπ᾿ αὐτή τή θνητή ζωή. Ἑνώθηκε μέ τούς πατέρες του». Κοντά στό ναό κατά τύχη πρόσφατα εἶχε ἀνοιχθεῖ ἕνας τάφος. Τόν μετέφεραν ἐκεῖ. Κι ὁ δεύτερος αὐτός μάρτυρας τάφηκε δίπλα στόν πρῶτο. Αὐτό συνέβη στίς 18 τῶν καλενδῶν τοῦ Ὀκτωβρίου, κατά τήν ἕβδομη ὑπατεία τοῦ Ὁνωρίου καί τή δεύτερη τοῦ νέου Θεοδοσίου. Συμπίπτει μέ τίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407 μ.Χ. Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔζησε ἑξήντα χρόνια. Διετέλεσε ἐπίσκοπος ἐννιά χρόνια κι ἑπτά μῆνες περίπου. Ἀπό τό διάστημα αὐτό τρία χρόνια καί τρεῖς μῆνες ἦταν ἐξόριστος.
Amedee Thierry