Ψυχή καί Χριστός
«Anima naturaliter christiana est», εἶπε κάποτε ὁ σοφός Τερτυλλιανός καί ἀπό τότε πολλές φορές ἡ ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος ἐπαλήθευσε αὐτόν τόν λόγο. «Ἡ ψυχή εἶναι ἀπό τήν φύση της χριστιανική», εἴτε ἀνήκει σέ χριστιανό εἴτε ὄχι, διότι ἔτσι ἔχει βγεῖ μέσα ἀπό τά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της, νά ἀναπαύεται μόνο στόν ἐν Χριστῷ Θεό. Τό εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί ἡ ζωή τῆς χάριτος, πού αὐτός χαρίζει, ἀποτελοῦν τό μόνο ἔνδυμα πού τήν καλύπτει, τήν μόνη τροφή πού τήν χορταίνει, τό μοναδικό καθεστώς πού τήν ἰσορροπεῖ.
Φαίνεται αὐτό πρῶτα-πρῶτα ἀπό τίς ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου· ἀπό τίς ἀνησυχίες του, πού τόν σπρώχνουν νά παίρνει χίλιους δρόμους ψάχνοντας τήν εὐτυχία, καί ἀπό τίς ἀπογοητεύσεις του, πού τόν γεμίζουν πικρία, καθώς φθάνει κάθε φορά στά σκληρά ἀδιέξοδα. Κυνηγᾶ τήν δόξα ὁ φιλόδοξος, τό χρῆμα ὁ φιλάργυρος, τήν ἡδονή ὁ φιλήδονος, μέ πάθος καί μανία, ἀλλά γιατί ποτέ δέν ἱκανοποιεῖται ἀπό τό θήραμά του; Γιατί ὅσο πιό πολύ κορέννεται, τόσο πιό ἄδειος νιώθει, ὅσο πιό ἀδηφάγα ρουφᾶ, τόσο πιό ἄπληστα διψᾶ; Δέν εἶναι αὐτό μιά τρανή μαρτυρία πώς κάτι ἄλλο ζητᾶ, ἄπειρο καί αἰώνιο καί πολύ προσωπικό, κάτι πού θά ἀναγνωρίσει καί θά τιμήσει τήν ἀξία τῆς ὑπάρξεώς του περισσότερο ἀπό τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, κάτι πού θά ἀσφαλίσει τήν ζωή του καλύτερα ἀπό τό χρῆμα, κάτι πού θά γλυκάνει τό εἶναι του βαθύτερα καί δυνατώτερα ἀπό τήν ἡδονή;
Λέει ὁ ἄφρονας πλούσιος στήν ψυχή του: «Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λκ 12,19). Ἀλλά ἡ ψυχή μέ τά ἀγαθά αὐτοῦ τοῦ κόσμου δέν ξεκουράζεται· μόνο φορτώνεται καί βαραίνει. Δέν εὐφραίνεται· μόνο ταράσσεται καί ὑποφέρει. Διότι ἐκεῖνο πού τῆς λείπει καί ἐκεῖνο πού τῆς χρειάζεται εἶναι τά ἀγαθά ἑνός ἄλλου κόσμου, ἀπό τόν ὁποῖο κατάγεται καί στόν ὁποῖο ἀνήκει· ἀγαθά ὄχι τῆς γῆς, ἀλλά τοῦ οὐρανοῦ, οὔτε ἁπλῶς «πολλά», ἀλλά ἀτελεύτητα, καί ὄχι μόνο γιά «ἔτη πολλά», ἀλλά γιά τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ναί, ἐκεῖνο πού λαχταρᾶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι ὁ Θεός.
Ποιός θεός ὅμως; Μέσα ἀπό τά ρεύματα τῆς ἱστορίας ἀναδύονται ἑκατοντάδες θεοί, μέ ποικίλες μορφές, ἀναιρώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἀπό τά πανάρχαια χρόνια, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Πλούταρχος, μέχρι σήμερα δέν θά βρεῖτε οὔτε ἕνα λαό οὔτε μία ἐποχή χωρίς θεό. Ἀλλά δέν θά βρεῖτε ἐπίσης οὔτε καί τήν ἱκανοποίηση τῆς ψυχῆς. Στέκεται ἡ ψυχή κάθε φορά μέ πόθο καί δέος μπροστά στήν θεότητα πού ὑψώνει, γιά νά στραφεῖ σέ λίγο ἀπογοητευμένη ἀλλοῦ, ἀναζητώντας ξανά καί ξανά τόν ἄγνωστο θεό της. Νεκροί καί ψεύτικοι οἱ θεοί τῶν ἀνθρώπων! Διότι δέν εἶναι ὁ Θεός πού τούς δημιούργησε γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά οἱ θεοί πού οἱ ἄνθρωποι δημιούργησαν γιά τόν δικό τους ἑαυτό, στομώνοντας ἔτσι μέ σκύβαλα τήν θεϊκή λαχτάρα τῆς ψυχῆς τους. Δέν εἶναι ὁ ζωντανός καί ἀληθινός Θεός, πού θέλει τήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι τά φόβητρα καί τά θέλγητρα τῶν ἀνθρώπων, πού θεοποιοῦνται γιά νά τεθοῦν στήν ὑπηρεσία τους.
Ρίξτε ἕνα βλέμμα στίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου. Στήν Αἴγυπτο καί στήν Ἰνδία, στήν ζούγκλα τῆς Ἀφρικῆς καί στόν κάμπο τῆς Μεσοποταμίας θεός γίνεται ὁ ἥλιος καί ὁ ποταμός, τό φετίχ καί τό τοτέμ, ὅσα συντηροῦν καί ὅσα ἀπειλοῦν τήν ἀνθρώπινη ζωή. Στήν Ἑλλάδα; Ἀποθεώνονται οἱ ἀρετές, ἀλλά καί τά πάθη· καί ἐπειδή ἕνας θεός δέν μπορεῖ νά παίζει ὅλους τούς ρόλους, γεννιοῦνται πολλοί, ἄλλοι ἀπό τήν κεφαλή τοῦ Διός, γιά νά εὐνοοῦν τίς ἀνώτερες ἐφέσεις τῆς ψυχῆς, καί ἄλλοι ἀπό τά ὑπογάστριά του, γιά νά ἱκανοποιοῦν τίς κατώτερες ὁρμές. Ἀκόμη καί οἱ Ἰουδαῖοι, στούς ὁποίους ἀποκαλύφθηκε ὁ ἀληθινός Θεός, ὅταν ξέκλιναν ἀπό τήν ὁδό τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καταντοῦσαν σέ μία ἀνούσια τυπολατρία καί ἀλλοίωναν τήν εἰκόνα τοῦ προσώπου του σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες τους. Κι ἐκεῖνοι ὅμως πού πίστευαν μέ μία ἁγνή πίστη στόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, δέν χόρταιναν μ' αὐτήν τήν πίστη, ἀλλά προσδοκοῦσαν καί καρτεροῦσαν τήν συγκεκριμένη παρουσία τοῦ Θεοῦ καί τήν προσωπική συνάντηση μαζί του.
Καί ὁ Θεός ἦλθε. Στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ φανέρωσε ποιός εἶναι καί μᾶς κάλεσε νά τόν γνωρίσουμε. Ὅσοι ἀνταποκρίθηκαν στήν κλήση βεβαιώνουν μέ τήν ἐμπειρία τους ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Θεός τῆς ψυχῆς μας καί μαρτυροῦν ὅτι ὄντως ἡ ψυχή εἶναι ὄχι ἁπλῶς θεϊκή, ἀλλά χριστιανική, διότι θεός ἄλλος ἐκτός ἀπό τόν Χριστό δέν ὑπάρχει. Ἀποδεικνύεται ἔτσι πόσο πλανῶνται ἐκεῖνοι πού ἐνῶ ἀρνοῦνται τόν Χριστό, ἐφησυχάζουν «ἑαυτούς καί ἀλλήλους» λέγοντας ὅτι δέν εἶναι ἄθεοι, ἀλλά πιστεύουν σέ μία ἀνώτερη δύναμη, σέ κάποιο ὑπερβατικό ὄν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἐφόσον παραμένουν ἄπιστοι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἐφόσον δέν θέλουν νά δεχθοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱός τῆς παρθένου Μαρίας, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, μάταια βαυκαλίζονται ὅτι ἔχουν Θεό. Οἱ ἄπιστοι εἶναι καί αὐτοί ἄθεοι, ὅσους θεούς κι ἄν ἐπικαλοῦνται.
Ἐνασμενίζονται νά νομίζουν μερικοί στήν ἐποχή μας ὅτι ὅλη αὐτή ἡ κίνηση καί ἡ ἀνακίνηση τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν πού παρατηρεῖται, ἡ ἕλξη καί ἡ γοητεία τῶν γκουρού, ἡ διάδοση τῆς μαύρης καί τῆς λευκῆς μαγείας, ἡ ἔξαρση τῆς θρησκευτικῆς μουσικῆς, ἀποτελοῦν δείγματα ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν Θεό. Χαίρονται οἱ ἀφελεῖς καί φιλοσοφοῦν οἱ κουλτουριάρηδες. Ἀλλά αὐτά εἶναι ἀκριβῶς τά δείγματα πού δείχνουν ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν Θεό καί γι' αὐτό φτιάχνουν συνεχῶς καινούργιους καί ὅλο πιό ἀπατηλούς θεούς. Τό θεῖον δέν τό ἀσφαλίζει οὔτε τό ὄνομα οὔτε ἡ λατρεία οὔτε τό ἱερατεῖο. Μπορεῖ αὐτά νά εἶναι τά πιό ἰσχυρά ὑποκατάστατα, ἀλλά δέν παύουν νά εἶναι ὑποκατάστατα τοῦ Θεοῦ, πού ἀφήνουν γυμνή τήν ψυχή, πεινασμένη καί ἀπορρυθμισμένη μέσα στίς ἀπεγνωσμένες ἀναζητήσεις της.
Ὁ Θεός ὁ ἀληθινός δέν εἶναι ὁ Ἀλλάχ οὔτε εἶναι ὁ Μέγας Ἀρχιτέκτων τοῦ σύμπαντος οὔτε μία συγκεχυμένη δύναμη πού μπορεῖ νά ὑπάρχει παντοῦ, ὅσο καί πουθενά. Εἶναι ἕνας συγκεκριμένος Θεός, πού μπῆκε στήν ἱστορία μας, μᾶς ἔδωσε τά διαπιστευτήριά του, μᾶς ἔδειξε τήν τέλεια ἀγάπη του καί ζήτησε τήν καρδιά μας. Ὁ Θεός αὐτός ἔχει πρόσωπο, ἔχει εὐαγγέλιο, ἔχει σχέδιο καί ἀναπτύσσει προσωπική σχέση μέ τόν ἄνθρωπο. Στήν ἀγκαλιά του ἀναπαύεται ἡ ψυχή μας, ἀπό τά τρυπημένα χέρια του παίρνει ζωή, μέ τόν λόγο του στηρίζεται, στήν παρουσία του εὐφραίνεται «ὡς ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς» (Σοφονία 3,17). Ὁ Θεός εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, καί ἡ ψυχή μας ἀπό τήν φύση της τοῦ ἀνήκει.
Ἄν ἡ ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ τό φανερώνει αὐτό μιά φορά, τό διατρανώνει πολλές φορές ἡ ὑποταγή στόν Χριστό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ τό μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου καί γευθεῖ πόσο χρηστός εἶναι ὁ Κύριος, τότε τίποτε δέν μπορεῖ νά τόν χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη του. Ἀκόμη καί ὅταν χρειαστεῖ γιά τό ὄνομά του νά ἀντιμετωπίσει διωγμούς, νά σηκώσει σταυρούς, νά ὑποστεῖ θυσίες καί θλίψεις, δέν ἀνταλλάσσει τόν Χριστό μέ καμία ἄνεση καί καμία δόξα. Ἀλλά τό πιό καταπληκτικό εἶναι ὅτι ὄχι μόνον ὑπομένει, ἀλλά ξέρει καί νά χαίρεται στά παθήματά του. Ὑπάρχει ἄραγε κάτι ἄλλο ἀπό αὐτήν τήν ἀναφαίρετη καί πεπληρωμένη χαρά τοῦ χριστιανοῦ, πιό ἱκανό νά μᾶς πείσει γιά τόν σύνδεσμο πού ἔχουν ἡ ψυχή καί ὁ Χριστός;
Τό μήνυμα αὐτό μπορεῖ νά τό διαπιστώσει ἄμεσα ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ἄλλοτε μέ τήν ἀγωνία του μέσα στήν σύγχυση τῆς ἐποχῆς καί ἄλλοτε μέ τήν ἱλαρότητά του μέσα στόν ἀγώνα γιά τήν θέωση. Ὁ κόσμος ἀναπόφευκτα χωρίζεται σ' αὐτούς πού ἔχουν Θεό, καί εἶναι οἱ χριστιανοί, καί σ' αὐτούς πού δέν ἔχουν Θεό, καί εἶναι ὄχι μόνον οἱ ἄθεοι ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἄπιστοι. Μάταια γυρεύουν οἱ τελευταῖοι τήν γαλήνη καί τήν ἠρεμία στήν γιόγκα καί στό νιρβάνα, στόν στοχασμό καί στήν διανόηση, στά μεταφυσικά ταξίδια καί στίς ἐπικοινωνίες μέ τό ὑπερπέραν. Ἡ μακαριότητα καί ἡ εὐτυχία δέν βρίσκονται μακριά μας οὔτε εἶναι κρυμμένες μέσα στό μισοσκόταδο τῶν ἀποκρύφων θρησκειῶν καί φιλοσοφιῶν. Ὁ Θεός μᾶς ἐγγίζει μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού ἦλθε ἀνάμεσά μας ὅλο φῶς καί γλυκύτητα. «Τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἀλλά «ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς· ἦν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα» (Ἰω 3,19). Κι ἕνας μεγάλος ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας, ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, σφραγίζει μέ τό ἀδιαφιλονίκητο κῦρος τῆς προσωπικῆς του ἱστορίας τό γεγονός· «Κύριε, μᾶς ἔπλασες γιά σένα καί ἡ ψυχή μας ἀγωνιᾶ, ἕως ὅτου ἀναπαυθεῖ στούς κόλπους σου!».
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 41 (1986) 145-147