Τό περιστατικό τοῦ Ζακχαίου εἶναι ἀπό τίς ἱστορίες ἐκεῖνες τῆς Καινῆς Διαθήκης πού συμπυκνώνουν στά διαδραματιζόμενά τους τό νόημα καί τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου στόν κόσμο κάθε ἐποχῆς καί ὅλων τῶν καιρῶν. Σ' αὐτήν τήν ἁπλή ἱστορία τῆς συναντήσεως τοῦ Ζακχαίου μέ τόν Ἰησοῦ βλέπουμε τό πανανθρώπινο δρᾶμα καί τήν λύση του. Ἕνα δρᾶμα πού ἄρχισε ἀμέσως μετά τήν παράβαση τῶν πρωτοπλάστων, ὅταν ἀκούστηκε ὁ Θεός νά ἀναζητᾶ τόν ἀποστάτη μέ ἐκείνη τήν σπαρακτική γιά τήν διαπίστωσή της ἐρώτηση· «Ἀδάμ, Ἀδάμ, ποῦ εἶ;»· καί πού τότε θά βρεῖ τήν λύση του, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παύσει πιά νά μένει κρυμμένος καί ἀρχίσει αὐτός τώρα νά ἀναζητᾶ τόν Θεό, ὥσπου νά τόν συναντήσει στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ μεγάλος κατακτητής
«Καί εἰσελθών (ὁ Ἰησοῦς) διήρχετο τήν Ἰεριχώ», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς (19,1). Πρίν ἀπό αἰῶνες κάποιος ἄλλος Ἰησοῦς, ὁ Ἰησοῦς ὁ υἱός τοῦ Ναυή, εἶχε μπεῖ θαυματουργικά σ᾿ αὐτήν τήν πόλη, σαλπίζοντας ἐν ὀνόματι Κυρίου παντοκράτορος. Τώρα ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται κι αὐτός κατακτητής στήν Ἰεριχώ. Ἀλλά στόχος του δέν εἶναι τά ψηλά τείχη τῆς Ἰεριχοῦς· στόχος του εἶναι οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων της, ἐκεῖ ὅπου ὁ Ἰησοῦς ἐγκαθιδρύει τήν δική του βασιλεία. Ἤδη πρίν φθάσει στήν Ἰεριχώ, στά σύνορα Γαλιλαίας καί Σαμαρείας, τόν εἴδαμε νά γκρεμίζει τό φρούριο πού εἶχε στήσει ὁ σατανᾶς σέ δέκα λεπρά σώματα. Διότι ὁ ἀνθρώπινος πόνος μαρτυρεῖ τό ἠθικό κακό, τήν ἁμαρτία, πού εἰσῆλθε στήν ἀνθρωπότητα καί δημιούργησε τήν ἀρρώστια, τήν φτώχια, τόν πόνο, τήν λέπρα, τήν τύφλωση καί τά τόσα κακά. Ἔτσι, στό φρούριο πού ἔχτισε ὁ σατανᾶς μέ τούς δέκα πονεμένους ἀνθρώπους, ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς σάν κατακτητής καί ἐλευθερώνει τούς σκλάβους ἀπό τό στρατόπεδο τοῦ πόνου. Ἀκόμη, στήν εἴσοδο τῆς πόλεως, ἀπελευθερώνει ὁ Ἰησοῦς ἕναν τυφλό ἀπό τό σκοτάδι, στό ὁποῖο τόν κρατοῦσε φυλακισμένο ὁ πόνος, ἡ τύφλωση καί πίσω ἀπό αὐτήν ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος. «Καί ἰδού ἀνήρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καί αὐτός ἦν ἀρχιτελώνης, καί οὗτος ἦν πλούσιος» (Λκ 19,2). Νά, τό τρίτο λάφυρο τοῦ Ἰησοῦ! Ἕνας ἁμαρτωλός μέ ὑψηλή κοινωνική θέση.
Ζακχαῖε, ποιός εἶσαι;
Εἶναι περιττό, νομίζω, νά ἐξηγήσω τί σημαίνει ἀρχιτελώνης, ὅταν ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ λέξη τελώνης εἶναι συνώνυμη μέ τόν μεγάλο ἁμαρτωλό. Πόρνες καί τελῶνες εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀποτελοῦν τό σῆμα κατατεθέν τῆς διεφθαρμένης καί παραστρατημένης κοινωνίας στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ. Κι ἄν ἕνας τελώνης εἶναι ἁμαρτωλός, φαντασθεῖτε πόσο ἁμαρτωλός ἦταν ὁ Ζακχαῖος, πού ἦταν ἀρχιτελώνης, «γδάρτης» τοῦ φτωχοῦ λαοῦ, πού ἤπιε αἷμα, πού πάτησε ἐπί πτωμάτων, πού ἀδίκησε, πού ἐκμεταλλεύθηκε. Οἱ τελῶνες ἦταν σκληροί καί ἀπάνθρωποι ἐπιχειρηματίες, πού ἀγόραζαν τούς φόρους ἀπό τό κράτος καί τούς εἰσέ¬πρατταν ἔπειτα γιά λογαριασμό τους ἀπό τόν πτωχό λαό, μέ ἀφάνταστες πιέσεις. Διευθυντής σέ μιά φορολογική ἑταιρεία τελωνῶν ἦταν ὁ Ζακχαῖος καί μποροῦμε νά σκεφθοῦμε ὅλοι μας μέ τί δάκρυα καί τί πόνο ἀδικημένων ἀνθρώπων ἦταν ζυμωμένο ἐκεῖνο τό «πλούσιος», πού συνοδεύει τό ὄνομά του. Κι ὅμως, αὐτός ὁ Ζακχαῖος «ἐζήτει ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν τίς ἐστι» (Λκ 19,3). Μέσα σ᾿ αὐτήν τήν φράση κλείνεται ἡ καρδιά τοῦ Ζακχαίου. Οἱ ἄλλοι χαρακτηρισμοί ἀποτελοῦν ἁπλῶς γνωρίσματά του ἐξωτερικά· αὐτό πού πράγματι εἶναι ὁ Ζακχαῖος, λέγεται ἀναζήτησις τοῦ Σωτῆρος, καί εἶναι αὐτό πού πράγματι εἶναι κάθε ἀληθινός ἄνθρωπος. Ὅσο κι ἄν ἀποξενώνεται ἀπό τόν Θεό-Πατέρα, ὅσο κι ἄν κυλιέται μέσα στήν ἀθλιότητα τῆς ἁμαρτίας, ὁ ἄνθρωπος πού κράτησε ἀναμμένη μέσα του τήν σπίθα τῆς θεϊκῆς καταγωγῆς του, νοσταλγεῖ καί ἐπιθυμεῖ τήν ἐπιστροφή στόν Πατέρα, λαχταρᾶ τήν λύτρωση. Μόνο πού χρειάζεται δύναμη γιά νά τήν ἀποφασίσει. Κι ὁ Ζακχαῖος βρῆκε αὐτήν τήν δύναμη· «οὐκ ἠδύνατο ἀπό τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρός ἦν. Καί προδραμών ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπί συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι» (Λκ 19,3-4). Ὁ πλούσιος κύριος σάν τό τελευταῖο χαμίνι τοῦ δρόμου προσπαθεῖ νά δεῖ καί ἀνεβαίνει πάνω σέ μιά συκομουριά! Ὁ ἄρχοντας σκαρφαλωμένος πάνω σ᾿ ἕνα δέντρο!
Ἄ, πόσο πρέπει στ᾿ ἀλήθεια νά ζητοῦσες τόν Κύριο, Ζακχαῖε! Καί πόσο μέ ἐλέγχεις, ὅταν σέ βλέπω νά παραμερίζεις καί ἀξιοπρέπεια καί ὑπόληψη, ὅταν σέ βλέπω νά ὑπερπηδᾶς καί φυσικές ἀδυναμίες καί ἐμπόδια, νά νικᾶς τό μικρό σου ἀνάστημα καί νά τό κάνεις ψηλό ὅσο τό δέντρο, προκειμένου νά δεῖς τόν Ἰησοῦ, νά ἀπολαύσεις τήν σωτηρία! Δέν χορταίνεις μέ τά πλούτη πού ἔχεις, καί καταλαβαίνεις ὅτι τά πλούτη κρύβουν μέσα τους τό δηλητήριο τῆς ἀδικίας, τῆς πλεονεξίας, τό κεντρί τῆς ἀπάτης. Σέ πικραίνει αὐτό, πονᾶς, ἀναστενάζεις. Καί τό ὄνομά σου, Ζακχαῖε, σημαίνει ἀθῶος. Μά ἐσύ φόρτωσες τήν ἀθωότητά σου μέ τόσες κακίες, τόσες ἀδικίες. Κι ὅμως ὅλη αὐτή ἡ σαβούρα, ὅλη ἡ κακία καί ὅλα τά βάρη, τῆς πλεονεξίας, τῆς κακομεταχειρίσεως, δέν μπόρεσαν νά σβήσουν τήν σπίθα πού κρύβεται μέσα στήν ὕπαρξή σου. Καί νά, τώρα, σέ σπρώχνει αὐτή γιά νά δεῖς τόν Ἰησοῦ. Κι εἶναι τόσο δυνατός ὁ πόθος, πού νικᾶς τό μικρό σου ἀνάστημα καί τό κάνεις μεγάλο, νικᾶς τό πλῆθος πού περικυκλώνει τόν Ἰησοῦ καί εἶσαι ἀνάμεσα σέ ὅλους ὁ πιό ψηλός καί βλέπεις καλύτερα ἀπό ὅλους τόν Ἰησοῦ καί σέ βλέπει ἐσένα περισσότερο ἀπό ὅλους ὁ Ἰησοῦς. Εὖγε, Ζακχαῖε. Πέτυχες μιά μεγάλη νίκη.
Ἡ σωτήρια συνάντηση
Ἀλλά δέν ζητοῦσε μόνον ὁ Ζακχαῖος τόν Κύριο. Πρῶτος ὁ Ἰησοῦς ζητοῦσε αὐτόν· «ἦλθε γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός» (Λκ 19,10). Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά πλησιάσει τόν ἁμαρτωλό καί νά τοῦ δώσει τήν εὐκαιρία τῆς συναντήσεως μαζί του. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ συνάντηση Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἶναι ἡ σωτηρία. Ἤ μᾶλλον ἀπό αὐτήν τήν συνάντηση ἀρχίζει ἡ σωτηρία. Ὁ Ἰησοῦς ἀπό Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά ἐπισκεφθεῖ μιά μέρα τήν Ἰεριχώ, νά ζητήσει καί νά βρεῖ τόν Ζακχαῖο, τό χαμένο αὐτό πρόβατο, καί νά τό ὁδηγήσει στήν λύτρωση. Καί νά, πού βλέπει τό χαμένο πρόβατο σκαρφαλωμένο πάνω στήν συκομουριά. Ὑψώνει τά βλέμματά του· «Ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτόν καί εἶπε πρός αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γάρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι» (Λκ 19,5). Τό βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ βρῆκε τό βλέμμα τοῦ Ζακχαίου καί ἐλεύθερο πέρασε ὥς μέσα στήν καρδιά του. Ἐκεῖ συντελέσθηκε ἡ μετάνοια.
Μετά τήν ἐπίσκεψη στό σπίτι του «σταθείς ὁ Ζακχαῖος εἶπε πρός τόν Κύριον· ἰδού τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καί εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν» (Λκ 19,8). Εἶναι ἀλήθεια, Ζακχαῖε, ὅτι ὅσο εἰλικρινής κι ἄν μοῦ φαίνεται ἡ ἀναζήτησή σου, δέν θά μέ ἔπειθες ἄν ἔλειπε τοῦτο τό τελευταῖο· ἡ ἀπόφασή σου, ἡ ὁμολογία σου, ἡ μεγάλη αὐτή πράξη τῆς μετανοίας σου. Χρειάζεται, στ᾿ ἀλήθεια, μεγάλη θυσία γιά νά σφραγίσει τήν μεγάλη ἀπόφαση.
Τήν ἐπιθυμία του νά δεῖ τόν Ἰησοῦ ὁ Ζακχαῖος τήν ἐκδηλώνει, τήν πραγματοποιεῖ στήν ἀπόφασή του νά μετανοήσει. Καί ἡ ἀπόφασή του νά μετανοήσει φαίνεται ξεκάθαρα ὄχι μόνο ἀπό τόν καρδιογνώστη Ἰησοῦ, πού μέ τό βλέμμα του μπαίνει μέσα στά τρίσβαθα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Ζακχαίου, ἀλλά καί ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους γύρω του, ἀκόμη καί ἀπό τούς ἐπικριτές του. Γιατί ὁ Ζακχαῖος ἤδη ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του στέκεται καί κάνει μία μεγάλη διακήρυξη, ὅτι σκορπάει τήν περιουσία του στούς πτωχούς. Νά, τό παλληκάρι, νά, ὁ μεγάλος κατακτητής τῆς ζωῆς, νά, ὁ νικητής τῆς πιό μεγάλης νίκης. Νίκησε τόν ἑαυτό του, νίκησε τά πάθη του, νίκησε τά πλούτη του καί ἀποφασίζει τό παλληκάρι αὐτό τῆς μετανοίας νά ζήσει πλέον σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν λογαριάζει ἄν δίδοντας τήν μισή του περιουσία κι ἄν ἀποζημιώνοντας στό τετραπλάσιο ὅσους ἀδίκησε δέν θά τοῦ ἔμενε στό τέλος τίποτε καί θά καταντοῦσε ὁ τελευταῖος φτωχός, ἕνας ζητιάνος. Ὅπως τά παιδιά, ἕνα παιδί κι αὐτός στίς συκομουριές τῆς Ἰεριχοῦς, φθάνει νά εἶναι μέ τόν Ἰησοῦ, τόν Σωτήρα καί λυτρωτή τῆς ψυχῆς του, αὐτόν πού ἀπό Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, κατέβηκε, περπάτησε στούς δρόμους πού περπάτησε ὁ Ζακχαῖος, γιά νά ζητήσει νά βρεῖ τό χαμένο πρόβατο, νά τό ἀγκαλιάσει καί νά τό φέρει στό μαντρί, στήν σωτηρία, στήν λύτρωση, στήν αἰώνια βασιλεία. Ἡ πράξη τῆς μετανοίας τοῦ Ζακχαίου εἶναι πράγματι μία εὔγλωττη θυσία καί μία δυνατή ἐξομολόγηση ἀληθινῆς μετανοίας.
Τό ἀνθρώπινο δρᾶμα καί ἡ λύση του
Ἀγαπητοί μου, ὁ καθένας μας κουβαλᾶ μέσα του τήν λαχτάρα νά δεῖ τόν Ἰησοῦ, νά συστηθεῖ μαζί του καί νά συνομιλήσει. Ὁ καθένας, ναί, ὁ καθένας. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς γῆς, κι ἐκεῖνοι πού φαίνονται ἄπιστοι κι ἐκεῖνοι πού βλασφημοῦν τόν Ἰησοῦ καί ἄλλοι πού ὀργανώνονται σέ διάφορα συγκροτήματα καί ὑψώνουν σημαῖες καί ζητοῦν εἰρήνη καί ψάχνουν γιά ἀλήθεια καί λαχταροῦν τήν δικαιοσύνη, ζητοῦν τόν Ἰησοῦ. Ὅποιος ποθεῖ τήν ἀλήθεια στόν κόσμο, ποθεῖ τόν Ἰησοῦ. Ὅποιος ψάχνει γιά δικαιοσύνη, ψάχνει τόν Ἰησοῦ. Ὅποιος ὁδοιπορεῖ γιά τήν εἰρήνη, ὁδοιπορεῖ γιά τόν Ἰησοῦ. Ὅποιος θέλει χαρά, ζητιανεύει τήν εὐτυχία, ζητιανεύει καί θέλει τόν Ἰησοῦ. Ὅλοι, λοιπόν, οἱ ἄνθρωποι, πού ᾿ναι ζητιάνοι τῆς χαρᾶς καί κυνηγοί τῆς ἀλήθειας, σέ τελευταία ἀνάλυση εἶναι ζητιάνοι τοῦ Ἰησοῦ, κυνηγοί τοῦ Ἰησοῦ, ψάχνουν νά βροῦν τόν Ἰησοῦ. Ἄν δέν κατορθώνουν νά συναντήσουν τόν Ἰησοῦ εἶναι γιατί δέν ἔχουν τήν δύναμη νά νικήσουν τά πάθη τους, τίς ἀδυναμίες τους. Δέν ἔχουν τήν δύναμη νά γίνουν παιδιά, ὅπως ὁ Ζακχαῖος, πού ἐπαλήθευσε τόν λόγο τοῦ Κυρίου «ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Μθ 18,3). Στ᾿ ἀλήθεια, ἀδελφοί μου, δέν μπορεῖ νά πιστέψει καί νά ἑνωθεῖ μέ τόν Ἰησοῦ μόνον ἐκεῖνος πού δέν θέλει νά μετανοήσει.
Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ζωντανός. «Χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβ 13,8). Ἀναστημένος ὁ Ἰησοῦς. Ἀνοίγει μπροστά μας τήν αἰώνια βασιλεία του, τήν αἰώνια ζωή καί μᾶς καλεῖ νά μποῦμε σ᾿ αὐτήν τήν βασιλεία. Τί εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Ἰησοῦ; Τί εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς ἐμποδίζει νά πλησιάσουμε τόν Ἰησοῦ, ἐνῶ ψάχνουμε καί ζητοῦμε νά τόν βροῦμε; Εἶναι τά πάθη μας, οἱ ἀδυναμίες μας, τά ἁμαρτήματά μας, μικρά ἤ μεγάλα. Καί πράγματι, δέν μποροῦμε νά πιστέψουμε, ὅταν δέν θέλουμε νά μετανοήσουμε. Οἱ φωνές τοῦ κόσμου, οἱ μέριμνες καί τά πάθη μας, οἱ ἀδυναμίες τῆς σαρκός, μᾶς ἐμποδίζουν νά ξεκαθαρίσουμε μέσα μας αὐτήν τήν λαχτάρα καί πολύ περισσότερο νά τήν ἱκανοποιήσουμε. Ἄν ὅμως ἔστω καί γιά μιά στιγμή, σκύψουμε τό αὐτί μας πάνω στήν καρδιά μας, τότε ὁπωσδήποτε θά ὁμολογήσουμε μέ τό στόμα ἑνός τραγικοῦ ἀνθρώπου, πού ἔψαχνε κι αὐτός νά βρεῖ τήν ἀλήθεια:
«Στοῦ στήθους μας τήν καθάρια μεριά
ἕναν πόθο ἀκοῦμε,
σ᾿ ἕναν Ὕψιστο, Ἅγιο, Ἄγνωστο
μ᾿ εὐγνωμοσύνης χαρά
θεληματικά νά δοθοῦμε».
Ἡ ἱστορία τοῦ Ζακχαίου μᾶς δείχνει τόν τρόπο γιά τήν σωτηρία μας, γιά τήν συνάντησή μας μέ τόν Θεό· κόντρα στό ἄρρωστο θέλημά μας, κόντρα στόν ψεύτικο κόσμο! Ἄν ὁ κόσμος γράφει τό Εὐαγγέλιο στά παλιά του τά παπούτσια καί θέλει νά μ᾿ ἐμποδίσει νά δῶ τόν Θεό, θά κάνω ἐγώ τό ἴδιο γι᾿ αὐτόν καί θά τρέξω μέ λαχτάρα νά βρῶ τόν Ἰησοῦ. Ἄν ὁ ἑαυτός μου μέ κρατᾶ μέ χίλιες δυό προφάσεις καί ἀναστολές μακριά ἀπό τόν Θεό, μέσα στήν ἀξιοπρέπεια μιᾶς ἀπαίσιας συμβατικότητας, θά πῶ ὄχι στήν μιζέρια μου καί θά πέσω στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί θά τοῦ πῶ:
Κύριε, μέχρι τώρα ἀρκετά δούλεψα στό κακό καί στήν ἁμαρτία, στήν πλεονεξία καί στήν διαφθορά. Κουράστηκα. Δέν ἀντέχω πιά ἄλλο νά ἁμαρτάνω! Κύριε, δέξου με, σέ παρακαλῶ. Κύριε, ἔλα, κάνε λίγα βήματα σέ μένα, πού δέν μπορῶ περισσότερο νά περπατήσω. Ἀπό δῶ καί πέρα «παρελθέτω κόσμος καί ἐλθέτω χάρις». Θέλω, Κύριε, ἀπό δῶ καί πέρα νά ζῶ στήν φιλία σου, στήν συντροφιά σου, σέ ὅλη μου τήν ζωή μέ σένα αἰώνια στόν οὐρανό, μέ σένα, Κύριε.
Στέργιος Ν. Σάκκος, Ἀπολύτρωσις 36 (1981) 24-26