Ὁ ὕμνος τῆς ἀγάπης
Ἡ ἀξία τῆς γλωσσολαλίας
῞Εναν ἀθάνατο καί αἰώνιο ὁδηγό, ἱκανό γιά κάθε περίσταση καί κατάλληλο γιά κάθε ἐποχή, πού μπορεῖ νά συμβάλει στήν ἀτομική, οἰκογενειακή καί κοινωνική μας εὐτυχία ἀλλά καί στήν πνευματική μας ἀναβάθμιση, παρουσιάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἶναι «ὁ ὕμνος τῆς ἀγάπης», στό 13ο κεφ. τῆς Α' πρός Κορινθίους ᾿Επιστολῆς.
᾿Απαρτίζεται ἀπό τρεῖς ἑνότητες. ῾Η πρώτη συγκρίνει τήν ἀγάπη μέ ἄλλα χαρίσματα καί ἀρετές καί τήν ἀναδεικνύει ἀνώτερη (στίχ. 1-3). ῾Η δεύτερη μᾶς χαρίζει μία καταπληκτική ἀνάλυση τῆς ἀγάπης στά συστατικά της (στίχ. 4-7). ῾Η τρίτη ἀποκαλύπτει τό αἰώνιο βεληνεκές τῆς ἀγάπης (στίχ. 8-13).
Διαχρονική ἀξία ἔχουν τά λόγια τοῦ θείου διδασκάλου. Τό μήνυμά τους ἐνδιαφέρει ἄμεσα καί προσωπικά ὄχι μόνο τούς Κορινθίους τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά καί τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς, πού κινδυνεύουμε νά γίνουμε ἕρμαια τῆς φιλοσοφίας τῶν καιρῶν μας καί νά ἐμπιστευθοῦμε τή ζωή μας στά ἀποτυχημένα συνθήματά της.
῾Ο ὕμνος ἀρχίζει μέ μία σύγκριση· «᾿Εάν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καί τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δέ μή ἔχω, γέγονα χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον» (στίχ. 1). ᾿Εάν ἕνας ἄνθρωπος γνωρίζει ὅλες τίς γλῶσσες τοῦ κόσμου καί τή γλῶσσα τῶν ἀγγέλων ἀκόμη, ἀλλ᾿ ἔχει ἀποσυνδέσει τόν ἑαυτό του ἀπό τή θεία ἀγάπη, μοιάζει μέ χάλκινο ἀντικείμενο ἤ μουσικό ὄργανο, πού ἁπλῶς παράγει θόρυβο.
Οἱ περισσότεροι Κορίνθιοι ἐκτιμοῦσαν πολύ τό χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας. Νόμιζαν πώς αὐτό εἶναι τό πιό σπουδαῖο, διότι εἶναι πολύ ἐντυπωσιακό. Γι᾿ αὐτό ὁ ἀπόστολος ἀρχίζει τή σύγκριση ἀκριβῶς ἀπό αὐτό τό προσόν, τό ὁποῖο μάλιστα ἐκλαμβάνει στήν ὑπερβολική του μορφή, σ᾿ ἕνα βαθμό ὑπεράνθρωπο, σέ μία κατάσταση ἀπραγματοποίητη. ῾Υποθέτει δηλαδή ὅτι κάποιος μπορεῖ νά μιλᾶ ὄχι μία ἤ δύο γλῶσσες ἀλλά ὅλες τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων κι ἀκόμη καί τίς γλῶσσες τῶν ἀγγέλων. Βέβαια οἱ ἄγγελοι ὡς ἄυλα καί πνευματικά ὄντα δέν ἔχουν γλῶσσα. ῾Οπωσδήποτε ὅμως ὡς λογικά πνεύματα ἔχουν ἕνα τρόπο, γιά νά συνεννοοῦνται μεταξύ τους καί νά ὑμνοῦν τόν Θεό. Αὐτό ὀνομάζει ὁ Παῦλος «γλῶσσα τῶν ἀγγέλων». ᾿Ενῶ λοιπόν οἱ Κορίνθιοι ὑπολογίζουν καί θαυμάζουν ἀφάνταστα τή γλωσσολαλία, ὁ μεγάλος κήρυκας τοῦ εὐαγγελίου τήν θεωρεῖ μηδέν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος πού τήν διαθέτει δέν ἔχει μέσα του ἀγάπη. Κι ὅπως τά χάλκινα ἀντικείμενα καί τά κύμβαλα, τά ὑποτυπώδη αὐτά μουσικά ὄργανα, δέν παράγουν ἦχο μελωδικό ἀλλά θόρυβο ἄσημο καί ἐκκωφαντικό, παρόμοια καί τά λόγια ἐκείνου πού γλωσσολαλεῖ δίχως ἀγάπη δέν ἔχουν περιεχόμενο καί νόημα, γλυκύτητα καί ἁρμονία. Γι᾿ αὐτό δέν ὠφελοῦν, ἀλλά κουράζουν καί ἐνοχλοῦν.
῾Υπεράνω τοῦ χαρίσματος τῆς γλωσσολαλίας, πολύ πιό ψηλά, ὑπάρχει ἕνα ἀγαθό, τό μεγαλύτερο ἀπ᾿ ὅλα· εἶναι ἡ ἀγάπη, «ἡ καθ᾿ ὑπερβολήν ὁδός». Τί κι ἄν μπορεῖ κανείς νά μιλᾶ ὅλες τίς γλῶσσες τῆς γῆς καί μάλιστα μέ τή μεγαλύτερη ἀκρίβεια, κομψότητα καί εὐφράδεια; Τί κι ἄν μπορεῖ νά μιλᾶ σάν ἄγγελος; Τοῦ λείπει ἡ ἀγάπη; Εἶναι «οὐδέν» ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἀγαπῶσα καρδία ἑλκύει τήν εὔνοια καί τή συμπάθεια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἡ ρέουσα γλῶσσα. Πραγματικά, ὅσο ἐπιβλητικό κι ἄν εἶναι τό χάρισμα, ἄν ἀποσπασθεῖ ἀπό τήν ἀγάπη, ἄν δηλαδή δέν ξεπηδάει ἀπό ἕναν εἰλικρινῆ καί θερμό ζῆλο γιά τόν Θεό καί ἀπό μία φιλάνθρωπη διάθεση πρός τούς ἀδελφούς ἐν Χριστῷ καί πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, εἶναι ἄχρηστο, κενό.
῾Η ἀλήθεια αὐτή ἔχει διαχρονική σημασία, διότι ἡ γλωσσολαλία δέν ἦταν φαινόμενο μόνο τῆς ἐποχῆς τοῦ Παύλου. Μήπως καί σήμερα δέν μᾶς ἐντυπωσιάζει ἡ ἐκμάθηση καί γνώση ὅσο τό δυνατόν περισσοτέρων ξένων γλωσσῶν; Καί βέβαια δέν ἀντιλέγει κανείς ὅτι πρόκειται γιά κάτι τό ἀξιόλογο, μία ἐπιβεβλημένη ἀνάγκη. Μέ τίς νέες συνθῆκες ζωῆς οἱ ἀποστάσεις μεταξύ τῶν περιοχῶν ἔχουν ἐκμηδενισθεῖ. ῎Ετσι π.χ. σήμερα ἡ Νέα ῾Υόρκη εἶναι πιό κοντά στή Θεσσαλονίκη ἀπ᾿ ὅ,τι ἦταν παλαιότερα ἡ Βέροια. ῞Ολη ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει τή μορφή μιᾶς οἰκογένειας. Εἶναι, λοιπόν, μία ἰδιαίτερη ἀνάγκη τῆς ζωῆς, τῆς προόδου, τοῦ ἐμπορίου, τῆς ἐπιστήμης, τῆς κοινῆς ἀγορᾶς καί τόσων ἄλλων παραγόντων νά μάθουμε γλῶσσες.
῾Υπάρχουν σήμερα, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν οἱ γλωσσολόγοι, περισσότερες ἀπό 1.300 γλῶσσες καί διάλεκτοι. Κάποιοι ἄνθρωποι κατόρθωσαν νά μάθουν μέχρι καί 30 γλῶσσες. Εἶναι ἀξιοθαύμαστοι. ῾Ο θεόπνευστος ἀπόστολος ὅμως συστήνει πώς κι ὅλες τίς γλῶσσες κι ἄν μάθει κανείς καί ὁποιοδήποτε κατόρθωμα κι ἄν κάνη, χωρίς τήν ἀγάπη δέν ἔχει καμία ἀξία. Δέν ὠφελοῦν σέ τίποτε ὅλες οἱ γλῶσσες, ἄν δέν κατέχουμε τή μία γλῶσσα, τή γλῶσσα τοῦ θεοῦ, τήν πατρική ἤ, ὅπως λέμε, τή μητρική γλῶσσα.
Αὐτή ἡ ἀλήθεια φαίνεται πολύ καθαρά στή ζωή τῶν ἱεραποστόλων πού δροῦν σέ ξένες χῶρες. Μπορεῖ νά μήν ἔχουν μάθει ἀκόμη τή γλῶσσα τῶν ἰθαγενῶν, συνεννοοῦνται ὅμως ἄριστα μαζί τους μέ τήν παγκόσμια γλῶσσα, τή γλῶσσα τῆς ἀγάπης. Σ᾿ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τῆς γῆς τό γέλιο καί τό κλάμα, ὁ πόνος κι ἡ χαρά, τό χάδι κι ἡ καλωσύνη εἶναι τά ἴδια. ᾿Αδικοῦμε τόν ἑαυτό μας, ὅταν γιά ὅλα διαθέτουμε χρόνο πολύ, ὅταν ἔχουμε ὄρεξη καί ζῆλο νά μαθαίνουμε ξένες γλῶσσες, ἀλλά ἀδιαφοροῦμε συστηματικά γιά τή γλῶσσα τοῦ Θεοῦ. ῾Η ἀγάπη δέν εἶναι μία ἁπλῆ συναισθηματική κατάσταση. Εἶναι μία ἐπιστήμη, πού ἀπαιτεῖ εἰδίκευση, μία σπάνια τέχνη, πού συνιστᾶ κατόρθωμα ἀξιοθαύμαστο. Εἶναι ὁδός καί τρόπος ζωῆς ἡ ἀγάπη. ῾Η κατάκτησή της προϋποθέτει κόπο καί προσπάθεια καί ἡ διατήρησή της συνυπονοεῖ σπουδή καί ἀγῶνα, δράση καί ἐνδιαφέρον.
Πόσοι ἄνθρωποι στίς μέρες μας κατακτοῦν τίς κορφές τῆς γνώσεως, διεισδύουν στά ἀνεξερεύνητα βάθη τῆς ἐπιστήμης, ζοῦν καί εἰδικεύονται σέ περίπλοκες τέχνες, ἐνῶ συγχρόνως ἀντιμετωπίζουν μία τραγικότητα μέσα στήν ἴδια τους τήν ὕπαρξη! Βρίσκονται ἔξω ἀπό τήν πραγματικότητα, μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια, ἄγευστοι τῆς χαρᾶς πού χαρίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Κι ἄν ἀκόμα κατόρθωνα νά μάθω ὅλες τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καί τή γλῶσσα τῶν ἀγγέλων, ἀλλά ἔμενα μακριά ἀπό τή γλῶσσα τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἤμουν τίποτε περισσότερο παρά ἕνας ἄνθρωπος πού ἐπιφανειακά μόνο φαίνεται πολιτισμένος, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ρυμουλκεῖται ἀπό τίς μηχανές· χωρίς νά ξέρει οὔτε τί θέλει οὔτε τί εἶναι οὔτε ποῦ πάει. Αὐτή ἡ ἐξαθλίωση σηματοδοτεῖ τό τίμημα τῆς ἀπουσίας τῆς θεϊκῆς ἀγάπης ἀπό τή ζωή μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 52 (1997) 214-215