«Τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ Θεοῦ» (Ρω 1,4)
Τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί μάλιστα ἡ θεότητά του ἔγινε συχνά τοῦ σκανδάλου ἡ πέτρα πάνω στήν ὁποία σκόνταψαν οἱ αἱρετικοί πού κατά καιρούς ἐμφανίστηκαν. Εἶναι δέ ἀξιοσημείωτο ὅτι τήν πλάνη καί τήν ἐκτροπή τους προσπάθησαν πάντοτε νά τήν στηρίξουν στήν ἁγία Γραφή, «μεταβάλλοντας τά λεξίδια σέ ξιφίδια» καί διαστρεβλώνοντας τό νόημά της. Ἔτσι, ἄθελά τους συντέλεσαν σέ μία μεγάλη ὠφέλεια τῶν πιστῶν, διότι ἔδωσαν ἀφορμή στούς μεγάλους πατέρες καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας νά διασαφηνίσουν τήν ἔννοια ἐπιμάχων χωρίων καί νά μᾶς κληροδοτήσουν τήν σωστή ἑρμηνεία.
Ἕνα τέτοιο χωρίο, πού ἀπό τούς πρώτους ἤδη αἰῶνες ἀπασχόλησε οτύς πατέρες εἶναι τό Ρω 1,3-4· «περί τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ), τοῦ γενομένου ἐκ σπέρματος Δαυΐδ κατά σάρκα, τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει κατά πνεῦμα ἁγιωσύνης ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν». Ἀπό τόν Ἄρειο, τόν ἀρνητή τῆς θείας φύσεως τοῦ Χριστοῦ, μέχρι τούς σύγχρονους χιλιαστές, ὅλοι ὅσοι ἀμφισβήτησαν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρονται καί στό χωρίο αὐτό. Τό ἐνδιαφέρον σημεῖο εἶναι ἡ μετοχή «ὁρισθέντος». Κατά τήν ἐσφαλμένη ἀντίληψη ἀρχαίων καί νεωτέρων ἑρμηνευτῶν μεταφράζεται «αὐτός πού διορίστηκε». Ἀλλά, ἄν ποῦμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός διορίστηκε υἱός τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ὅτι δέν ἦταν οὐσιαστικά ἀλλά ἁπλῶς τοῦ ἀνετέθη νά παίξει τόν ρόλο τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Προσπαθώντας νά ἑρμηνεύσουν τό χωρίο νεώτεροι ἑρμηνευτές καταλήγουν στόν συλλογισμό ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔγινε ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ σέ κάποιο χρονικό σημεῖο μετά τήν ἀρχή τῆς γήινης ζωῆς του. Συγκεκριμένα, ἡ ἀνάσταση θεωρεῖται ἡ στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ Θεός τόν υἱοθέτησε γιά νά εἶναι ὁ Μεσσίας. Ἄλλοι προσπαθοῦν νά μετριάσουν τό πρᾶγμα ὑποστηρίζοντας ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν συνεχῶς ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μόνο κατά τήν ἀνάσταση ἔγινε γνωστό αὐτό τό γεγονός. Ἀλλά σαφῶς φαίνεται στήν Γραφή ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἄδειασε τόν ἑαυτό του γιά νά γίνει ἕνας ταπεινός ἄνθρωπος. Καί δέν δίστασε καθόλου νά τό κάνει αὐτό, διότι δέν εἶχε ἐξ ἁρπαγμοῦ τήν θεότητα, ἀλλά τήν εἶχε μόνιμο ἰδίωμα, ὅπως ἐπιγραμματικά τό λέει ὁ ἀπ. Παῦλος στήν πρός Φιλιππησίους Ἐπιστολή· «ὅς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ' ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών» (Φι 2,6-7).
Ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου εἶναι πολύ ἁπλή, ὅταν τό δοῦμε στήν συνάφειά του καί μέ τό ὅλο πνεῦμα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Σαφέστατα λέει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός στήν φύση του καί στήν προΰπαρξή του, πρίν ἀκόμη δηλαδή γίνει γνωστός στόν κόσμο, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ἔγινε ἄνθρωπος, πῆρε σάρκα «ἐκ σπέρματος Δαυΐδ», δηλαδή ἀπό τήν γενιά τοῦ Δαυΐδ. Μέ τήν ἐνανθρώπησή του εἶναι σάν νά φόρεσε τήν ἀνθρώπινη φύση πάνω ἀπό τήν θεϊκή, ἡ ὁποία ἔτσι δέν διακρινόταν ἀπό τούς ἀνθρώπους. Πῶς ὅμως θά καταλάβαιναν οἱ ἄνθρωποι ὅτι αὐτός πού ζῆ καί κινεῖται ἀνάμεσά τους, πού τρώει, κοιμᾶται, περπατᾶ, κουράζεται καί ἔχει ὅλες τίς φυσικές ἐκδηλώσεις ἑνός κοινοῦ ἀνθρώπου, εἶναι συγχρόνως καί Θεός ἤ, κατά τήν πατερική ἔκφραση, εἶναι «ἄνθρωπος τό φαινόμενον, Θεός τό κρυπτόμενον»;
Σ' αὐτό ἀκριβῶς τό ἐρώτημα ἀπαντᾶ ἡ μετοχή «ὁρισθέντος» τοῦ χωρίου μας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὁρίσθηκε, δηλαδή ἀποδείχθηκε, φανερώθηκε στούς ἀνθρώπους ὅτι εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ «ἐν δυνάμει κατά πνεῦμα ἁγιωσύνης ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν». Τρεῖς μάρτυρες ἀποδεικνύουν στόν κόσμο τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί παρουσιάζονται ἐδῶ μέ ἰσάριθμους ἐμπρόθετους προσδιορισμούς:
α) «Ἐν δυνάμει». Εἶναι οἱ δυνάμεις, τά σημεῖα πού ἔκανε ὁ Κύριος κατά τήν ἐπίγεια ζωή του. Αὐτά ἔδιναν κῦρος στήν διδασκαλία του καί φανέρωναν τήν προσωπικότητά του. Ἦταν ἡ ταυτότητα πού ἔδειχνε ποιός εἶναι. Τό ὄργανο πού σάλπιζε «ἐδῶ Θεός».
β) «Κατά πνεῦμα ἁγιωσύνης». Ἡ φράση αὐτή ἀναφέρεται στήν πνευματική κατάσταση τοῦ Ἰησοῦ. Ὅλοι οἱ προφῆτες, οἱ ἱερεῖς καί οἱ βασιλεῖς τῶν Ἰουδαίων ἦταν χριστοί Κυρίου, χρισμένοι ἀπό τόν Κύριο. Καί ἡ χρίση τους ἦταν ἡ ὁρατή πράξη πού διαβεβαίωνε ὅτι ἔχουν μέσα τους Πνεῦμα Θεοῦ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅμως εἶναι ὁ Χριστός Κύριος, δηλαδή αὐτός πού ἔχει ὅλο τό Πνεῦμα. Τό κήρυξε ὁ ἴδιος, ὅταν στήν συναγωγή τῆς Ναζαρέτ ἄρχισε τό κήρυγμά του μέ τήν προφητεία τοῦ Ἠσαΐα «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με...» (Ἠσ 61,1· πρβλ. Λκ 4,18). Τό ἐπιβεβαίωσε τό Πνεῦμα τό ἅγιο, πού μέ τήν Πεντηκοστή ἦρθε στήν Ἐκκλησία γιά νά συνεχίσει τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ. Τό μαρτυρεῖ ἀκόμη ἡ ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν στό πρόσωπό του. Ἐπειδή εἶχε ὅλο τό Πνεῦμα, ἦταν Χριστός Κύριος, μποροῦσε, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Χρυσό¬στομος, νά δίνει ἀπό τό Πνεῦμα του σ' ἐκείνους πού τόν πίστευαν καί νά τούς κάνει δι' αὐτοῦ ἁγίους.
γ) «Ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν». Ἄν οἱ δυνάμεις συστήνουν τόν Χριστό ὡς Υἱό Θεοῦ, ἡ ἀνάστασή του ἐπικυρώνει ὅλα τά σημεῖα, διότι εἶναι τό μεγαλύτερο σημεῖο, τό σημεῖο τῶν σημείων. Αὐτή ἐπισφραγίζει τήν ἐπίγεια ζωή καί διδασκαλία του καί μαρτυρεῖ περίλαμπρα τήν θεότητά του.
Ἔτσι, βλέπουμε ὅτι στό χωρίο πού ἀναλύσαμε, συμπεριλαμβάνεται ὅλο τό περιεχόμενο τοῦ Εὑαγγελίου: τό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ καί ἡ ἀνάστασή του.
Στέργιος Ν. Σάκκος