Ἦρθαν Χριστούγεννα

 Κυκλοφοροῦμε μέ μεταλλικά ὀχήματα
καί προσπερνοῦμε γρήγορα
τούς ἀπέραντους δρόμους μας.
Ποῦ νά βρεῖ χρόνο νά σκαλώσει ἡ ματιά μας
στόν φτωχό, πού μές στό κρύο
ἔχει γιά κρεβάτι ἕνα χαρτόνι
καί τόν ἀέρα γιά κουβέρτα καί σεντόνι!

Παγωνιά! Ὑπό τό μηδέν ἡ ἀγάπη μας, Κύριε,
 κι ἡ ταχύτητα στή δράση μας
ὑπερβαίνει τά ἐπιτρεπόμενα ὅρια.
 Ἡ καρδιά μας συντονισμένη
στούς κραδασμούς τῶν τροχοφόρων
δέν ἔχει πιά μάτια νά ἀναγνωρίσει στόν συνάνθρωπο
τόν Χριστό, πού ἀπόψε γεννιέται.
Φτωχολάζαροι, μικροί Χριστοί, δεξιά κι ἀριστερά,
περιμένουν ν᾿ ἀφουγκραστοῦν κάποιο ἀνθρώπινο βῆμα.
Κι οἱ μέρες μας κυλοῦν τόσο γρήγορα!
Δέν κοντοστέκονται μιά σταλιά,
γιά νά ξεχωρίσουμε τή μιά ἀπό τήν ἄλλη.

Φωτεινά γεφύρια μέ ὑπέροχα λαμπιόνια
στολίζουν τούς δρόμους μας.
 Ἡ μνήμη σκαλίζει τό χρόνο.
 «Ἄ, ναί! Ἦρθαν Χριστούγεννα».
Μά δέν ἔχουμε μάτια νά δοῦμε
πώς δίπλα μας,
στό πλάι τοῦ δρόμου,
ὁ μικρός Χριστός ἀργοπεθαίνει.

Δέσποινα Δαμιανίδου

Δασκάλα