Κριτικὴ προσέγγιση
Ἡ πρώτη ἐπαφὴ μὲ τὰ νέα ἐγχειρίδια Θρησκευτικῶν τοῦ Γυμνασίου πρὸ δύο περίπου ἐτῶν πρέπει νὰ προκάλεσε σὲ ὅλους ὅσους διακονοῦμε ὡς δάσκαλοι στὴ σχολικὴ τάξη θετικὲς ἐντυπώσεις.
Τὰ καινούργια βιβλία ἔχουν ἀσφαλῶς ἑλκυστικώτερη μορφὴ καὶ δομὴ ἀπὸ τὰ προηγούμενα. Πέραν τῶν ἄλλων ἀρετῶν τους ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπισημάνει κανείς, ἰδίως ἐκδοτικῶν, ὑπογραμμίζουμε ἐδῶ ἰδιαιτέρως τὴ συνετὴ καὶ ἀποδοτικὴ τακτικὴ ποὺ ἀκολουθοῦν οἱ συγγραφεῖς τῶν βιβλίων τῆς Α΄ καὶ Β΄ Γυμνασίου-καὶ φαίνεται ὅτι πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση ἐπηρέασε σοβαρὰ τὸ προηγηθὲν ἐπιτυχημένο ἐγχειρίδιο τῆς Β΄-, νὰ ἐπιμένουν στὴν ἐπικέντρωση τοῦ μαθήματος στὰ αὐτούσια βιβλικὰ κείμενα. Ὅπως ἐπίσης ἱκανοποιεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ βιβλίο τῆς Γ΄ θίγει καὶ ὁρισμένα θέματα ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας πολὺ σημαντικά, ἀλλὰ ἀπροσέγγιστα μέχρι σήμερα γιὰ τὰ σχολικὰ δεδομένα. Γενικὰ ὀφείλουμε νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι οἱ συνάδελφοι ποὺ ἀνέλαβαν τὸ ἀπαιτητικὸ ἔργο τῆς συγγραφῆς προσπάθησαν νὰ εἶναι συνεπεῖς μὲ τὴ δέσμευσή τους. Θὰ ἀποτελοῦσε δὲ πραγματικὴ παράλειψη, ἂν δὲν τονίζαμε πόσο χρήσιμη εἶναι ἡ συνέκδοση τοῦ πολὺ λεπτομεροῦς Βιβλίου ἐκπαιδευτικοῦ, πού, ἐξ ὅσων γνωρίζουμε, εἶναι ἡ πρώτη στὰ χρονικὰ τοῦ μαθήματος.
Ἡ συστηματικὴ ὡστόσο μελέτη τοῦ περιεχομένου τους δὲν ὁδηγεῖ δυστυχῶς σὲ ἀνάλογα ἐνθαρρυντικὰ συμπεράσματα. Ἂν κανεὶς ἤθελε νὰ χαρακτηρίσει τὸ γενικὸ ἐννοιολογικὸ πλαίσιο στὸ ὁποῖο κινοῦνται τὰ καινούργια σχολικὰ βιβλία, θὰ μποροῦσε νὰ ὑποστηρίξει χωρὶς ἴχνος ὑπερβολῆς ὅτι δὲν διαπνέεται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα˙ ἀπέχει ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ πρότυπα ποὺ ἔχει κατὰ νοῦ ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος. Τὰ νέα ἐγχειρίδια ἐκφράζουν ἐν πολλοῖς θεολογικὲς ἀπόψεις ἄσχετες ἢ καὶ ἀνατρεπτικὲς ὡς πρὸς τὴν πίστη καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο βεβαίως ὄχι ἁπλῶς μειώνει αἰσθητὰ τὴν προσφορά τους, ἀλλὰ θέτει ἐκ τῶν πραγμάτων σὲ δεύτερη μοῖρα κάθε ἄλλη θετικὴ ἀποτίμησή τους.
Ἡ παροῦσα κριτικὴ προσέγγιση, ἡ ὁποία ἀπηχεῖ καὶ εὐρεῖες σχετικὲς συζητήσεις μεταξὺ πολλῶν συναδέλφων, στοχεύει ἀκριβῶς–ἂν καὶ δὲν μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ γιὰ τὴν πληρότητά της–στὴν κατάδειξη τῶν προβλημάτων αὐτῶν. Καὶ πράττει τοῦτο ὄχι ἀσφαλῶς γιὰ νὰ ἀκυρώσει τὸ ἔργο τῶν συναδέλφων συγγραφέων, ἀλλὰ γιὰ νὰ βοηθήσει στὴν ἀποκατάσταση τῶν ζημιωθέντων. Πόσο ἀναγκαῖες καὶ ἐπείγουσες εἶναι τέτοιες προσπάθειες ἰδίως τώρα, μετὰ ἀπὸ τὴν διετῆ δοκιμασία τῶν νέων βιβλίων στὴν τάξη, πιστεύουμε ὅτι θὰ φανεῖ ξεκάθαρα ἀπὸ τὸ ἀναλυτικὸ ὑπόμνημα παρατηρήσεων καὶ στὰ τρία ἐγχειρίδια, καὶ στὰ ἀντίστοιχα βοηθήματα γιὰ τὸν ἐκπαιδευτικό, ποὺ ἀκολουθεῖ
[1].
Α΄ Γυμνασίου
(Παλαιὰ Διαθήκη: Ἡ προϊστορία τοῦ Χριστιανισμοῦ)
1. Περὶ τὴν ἱστορία τῶν βιβλίων τῆς Π. Διαθήκης
α. Ε,49: «Ποιὰ εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς Ἐξόδου; Οἱ περισσότεροι ἐρευνητὲς τὴν τοποθετοῦν στὸ τέλος τοῦ 13ου αἰ. π.Χ…. Δὲν ξεχνᾶμε βέβαια ὅτι τὰ περισσότερα κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὰ σχετικὰ μὲ τὴν Ἔξοδο γράφτηκαν πολὺ ἀργότερα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ συνέβησαν τὰ γεγονότα».
β. Ε,69: «Στὴν ἐποχὴ τῶν βασιλέων καὶ στὸ χῶρο τῆς βασιλικῆς αὐλῆς, κάποιοι μορφωμένοι ἄνθρωποι ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνουν τὶς παλιὲς παραδόσεις τῆς ἱστορίας τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ νὰ τὶς καταγράφουν μὲ στόχο νὰ τὶς διασώσουν. Τὰ κείμενα αὐτὰ ἀποτέλεσαν τὸ πρῶτο ὑλικὸ γιὰ τὴ σύνθεση καὶ τὴ συγγραφὴ τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ θὰ ὁλοκληρωθεῖ αἰῶνες ἀργότερα».
γ. Ε,114: «…Σ’ αὐτὰ τὰ χρόνια της (βαβυλώνιας) αἰχμαλωσίας καθιέρωσαν ἐπίσημα (οἱ Ἑβραῖοι) καὶ τὸ Σάββατο ὡς μέρα ἀφιερωμένη στὸ Θεό».
δ. Ε,121: «Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ (4ος-5ος αἰ. π.Χ.) συγκέντρωσαν καὶ κατέγραψαν (οἱ Ἑβραῖοι) τὶς παλιὲς θρησκευτικὲς παραδόσεις, ποὺ ἀποτέλεσαν τὰ πέντε πρῶτα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Πεντάτευχος)».
ε. Ε,123: «Στὴ συνέχεια φρόντισε (ὁ Ἔσδρας) νὰ συγκεντρωθοῦν ὅλα τὰ θρησκευτικὰ κείμενα καὶ νὰ καταγραφοῦν. Σημαντικὸ μέρος ἀπ’ αὐτὰ προέρχονταν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μωυσῆ…Ἀπὸ τὴν ἐργασία αὐτὴ προέκυψαν τὰ πέντε πρῶτα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως τὰ ξέρουμε σήμερα (=Πεντάτευχος)».
στ. Ε,128: «Στὰ χρόνια λοιπὸν τῆς βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας κάποιοι-μᾶλλον ἱερεῖς-συνέθεσαν ἕνα κείμενο ποὺ μιλοῦσε γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Θεό. Ὅταν τελικὰ ἐπέστρεψαν στὴ χώρα τους καὶ κατέγραψαν συστηματικότερα τὶς ἱερές τους παραδόσεις, τοποθέτησαν τὶς διηγήσεις γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀρχὴ τῶν ἱερῶν τους γραφῶν. Εἶναι αὐτὲς ποὺ βρίσκουμε στὰ τρία πρῶτα κεφάλαια τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως».
Στὰ ἀνωτέρω θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ διακρίνει τὰ ἑξῆς: i) Τὰ περὶ τοῦ χρόνου σύνταξης τῆς Πεντατεύχου εἶναι ἀσαφῆ καὶ συγκεχυμένα. Νὰ ὑποθέσουμε ὅτι κατὰ τὰ α καὶ ε κάποια κείμενά της συντάχθηκαν πρώιμα, ἐπὶ Μωυσῆ, καὶ κάποια 10 περίπου αἰῶνες ἀργότερα; Τὸ β ἐννοεῖ ὅτι τὸ ἀρχικὸ γραπτὸ παλαιοδιαθηκικὸ ὑλικὸ καταρτίσθηκε στὴν περίοδο τῶν βασιλέων; Τὸ γ ἀμφισβητεῖ ὅτι ὁ Δεκάλογος ἀνάγεται στὴν ἐποχὴ τοῦ Μωυσῆ; Τὰ δ καὶ στ τοποθετοῦν τὴν πρώτη καταγραφὴ βιβλικῶν προφορικῶν παραδόσεων γιὰ νὰ ἀποτελέσουν κείμενα, στὴν περίοδο περὶ τὴ βαβυλώνια αἰχμαλωσία; Καὶ τί τελικὰ ἰσχύει; Ὑπ’ ὄψιν ὅτι στὴν Ε,14 λέγεται πὼς ὅλες οἱ πληροφορίες πρὶν ἀπὸ τὴν ἐφεύρεση τῆς τυπογραφίας (15ος αἰ. μ.Χ.) «μεταδίδονταν μὲ τρόπους ποὺ ἦταν εὔκολο νὰ ἀπομνημονευθοῦν: διηγήσεις, εἰκόνες, ἀποφθέγματα, ποιήματα»˙ δηλ. δεν καταγράφονταν;(!). ii) Ὅ,τι καὶ ἂν θέλουν νὰ ποῦν οἱ συγγραφεῖς (στὸ ἑξῆς σ.), τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ἡ μωσαϊκὴ καταγωγὴ τῆς Πεντατεύχου κατὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο ἀπορρίπτεται καὶ ἀντ’ αὐτῆς υἱοθετοῦνται ἀνεπιφύλακτα νεώτερες καὶ σύγχρονες θεωρίες περὶ ποικίλων πηγῶν καὶ φάσεων σύνθεσης (βλ. ΒΕ,66-67 [ὅπου οἱ σ. γίνονται σαφέστεροι]˙ 93˙ 99). Διαψεύδεται μὲ ἄλλα λόγια χωρὶς τὸν παραμικρὸ δισταγμὸ-ἐπὶ τῇ βάσει, ὑπογραμμίζουμε, ὑποθέσεων-ὄχι μόνον ὅλη ἡ ἑβραϊκὴ καὶ ἡ χριστιανικὴ ἱστορικὴ παράδοση ἐπὶ τοῦ θέματος, ἀλλὰ καὶ οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ γενικὰ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ ἐννοοῦν σαφῶς τὰ ἀντίθετα (βλ. π.χ. Μρ 12,18-27˙ Ἰω 5,46 καὶ Ῥω 10,5).
Πρέπει βέβαια πρὸς ἀποφυγὴν παρεξηγήσεων νὰ τονίσω ἐδῶ –καὶ αὐτὸ ἀφορᾶ σὲ ὅλες τὶς παρατηρήσεις μου– ὅτι δὲν θὰ μ’ ἐνδιέφερε προσωπικὰ μία ἀντιπαράθεση μὲ τὸν χῶρο τῆς ἔρευνας. Κάθε ἄλλο˙ ἀναγνωρίζω ἀνενδοίαστα τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἀπροκατάληπτης ἔρευνας˙ ἄλλωστε ἡ Ἁγ. Γραφὴ δὲν ἔχει τίποτε νὰ φοβηθεῖ ἀπ’ αὐτήν. Τὸ ἀνεπίτρεπτο εἶναι νὰ προωθοῦμε στὰ μαθητικὰ βιβλία –καὶ μάλιστα ἐπὶ τόσο σοβαρῶν θεμάτων– ὄχι τεκμηριωμένη ἐπιστημονικὴ γνώση, ἀλλὰ ἐπιστημονικὰ «τετελεσμένα».
2. Περὶ τὴ θεοπνευστία καὶ ἑρμηνεία τῆς Π. Διαθήκης
α. ΒΕ,32: «Ἡ θεοπνευστία δὲν εἶναι μία ἔκτακτη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὰ ἁγιογραφικὰ κείμενα δὲν εἶναι κατὰ γράμμα θεόπνευστα».
Οἱ σ. συγχέουν τὴν ἔννοια τῆς θεοπνευστίας, ποὺ εἶναι ἔκτακτη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ τὴν προβληματικὴ πράγματι ἀντίληψη ἀρχαίων καὶ νεωτέρων ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατηύθυνε ἀκόμη καὶ τὴν ἐπιλογὴ τῶν λέξεων τοῦ ἱεροῦ κειμένου. Ὅτι ἡ θεοπνευστία τῆς Γραφῆς-δηλαδὴ τῶν νοημάτων της-ἀποτελεῖ ὄντως ἔκτακτη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ φαίνεται ξεκάθαρα, πέραν ὅλων τῶν ἄλλων, καὶ ἀπὸ τὴ διαχρονική, ἀνυποχώρητη ἐπιμονὴ τῆς Ἐκκλησίας νὰ διαφυλάσσει κλειστὸ τὸν Κανόνα καὶ νὰ τὸν προβάλλει ὡς μοναδικὸ ὑπογραμμὸ γιὰ τὴ σωτηρία μας (βλ. ἐντελῶς πρόχειρα Μ. Ἀθανασίου, Ἑορταστ. ἐπιστ. ΛΘ΄, 27-28˙ τοῦ αὐτοῦ, Κατὰ Ἑλλήνων 1˙ Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς Ματθαῖον 1). Ἄλλωστε τὸ ΒΕ ὑπογραμμίζει ἀμέσως τὰ ἑξῆς: «Ἡ θεοπνευστία σχετίζεται μὲ τὴ δύναμη ποὺ χαρίζεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ κάποιους νὰ ἀναγνωρίζουν τὸ Θεὸ μέσα ἀπὸ ἐμπειρίες καὶ γεγονότα». Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ἡ θεοπνευστία ἀποτελεῖ χάρισμα ποὺ δίδεται σὲ λίγους, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ εἶναι ἐκτὸς ἀπὸ ἔκτακτη ἐνέργεια τοῦ Ἁγ. Πνεύματος;
β. ΒΕ,33: «(ἀναφερόμενοι στὴ θεοπνευστία) Ἴσως χρειαστεῖ (μόνο ἂν διατυπωθοῦν σχετικὰ ἐρωτήματα) νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐπικεντρωνόμαστε στὸ ἁγιαστικὸ καὶ μεταμορφωτικό του ἔργο. Μποροῦμε νὰ στηριχτοῦμε στὴν εἰκόνα τῆς πνοῆς μὲ τὴν ὁποία ὅλα ἀναπνέουν καὶ ζοῦν. Ὅτι εἶναι μία χάρη ποὺ ἁπλώνεται σ’ ὅλο τὸν κόσμο, σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, θυμίζει στοὺς ἀνθρώπους τὰ χαρίσματα καὶ τὸν προορισμό τους…καὶ τοὺς φέρνει πιὸ κοντὰ στὸ Θεό. Μποροῦμε νὰ στηρίξουμε τὴν προσπάθειά μας καὶ σὲ μία δραστηριότητα ποὺ ἔχει ὡς στόχο νὰ κατανοήσει τὴ δυναμικὴ καὶ τὴν ἀλλαγὴ ποὺ ἐπιφέρει στὰ μέλη της τὸ ‘πνεῦμα μιᾶς ὁμάδας’. Π.χ. φανταστεῖτε τὸν ἑαυτό σας ὡς μέλος μιᾶς ὁμάδας ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ κάποιον σκοπό, ἰδανικό, πρόσωπο. Τί δυναμικὴ ἀποκτᾶται, τί ἀλλαγὲς συμβαίνουν κ.ἄ.».
Πραγματικὰ ἀπορεῖ κανεὶς πῶς μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ τὴ θεοπνευστία τῆς Γραφῆς χωρὶς ἀναφορὰ στὸ Ἅγ. Πνεῦμα (βλ. Β΄ Πέ 1,21). Καὶ πῶς μπορεῖ ἕνας Ὀρθόδοξος θεολόγος νὰ εἰκονίσει τὸ Ἅγ. Πνεῦμα, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγ. Τριάδος, τὸν αἰώνιο Θεό, ὡς «χάρη» ἢ ὡς τὸ «πνεῦμα μιᾶς ὁμάδας». Πρόκειται, τοὐλάχιστον ὅσον ἀφορᾶ στὴ Γραφὴ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, γιὰ ἀνατρεπτικὲς ἀπόψεις. Καὶ οὔτε γίνεται ἀντιληπτὸ τί σχέση ἔχουν ὅλα αὐτὰ μὲ τὴ θεοπνευστία τῆς Βίβλου.
γ. Ε,108: «Ὁ Ἠσαΐας θεωρεῖται ὁ σημαντικότερος προφήτης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐξαιτίας τῆς τεράστιας σημασίας τῶν μηνυμάτων του. Ὅλο τὸ διάστημα τῆς δράσης του ἦταν πάντα παρὼν καὶ στὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς χώρας…».
Μὲ ἄλλα λόγια ὁ Ἠσαΐας, ὁ «εὐαγγελιστὴς» κατὰ τὸ προηγούμενο ἐγχειρίδιο, ὀφείλει τὸ ὄντως μοναδικὸ μεγαλεῖο του στὴν πολιτικοθρησκευτική του δράση(!).
Γενικὰ οἱ προφῆτες παρουσιάζονται μόνον ὡς ἐθνικοθρησκευτικοὶ καὶ κοινωνικοὶ ἀγωνιστές. Τὸ ἔντονο μεσσιακὸ στοιχεῖο τῶν προφητειῶν τους καὶ ἡ ἐκπλήρωσή του στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μόλις ποὺ θίγεται-γριφωδῶς πάντοτε˙ βλ. π.χ. Ε,110, ἄσκ. 6: «Αἰῶνες μετά, στὴ Ναζαρέτ, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μιλώντας γιὰ τὸ ἔργο του διάβασε μία προφητεία τοῦ Ἠσαΐα γιὰ τὸ Μεσσία (Λκ 4,16-21). Τί δείχνει αὐτὸ γιὰ τὸν Ἠσαΐα;»˙ ἐπίσης, ἄσκ. 7: «Διαβάστε τὴ φράση στὸ εἰλητάριο ποὺ κρατάει ὁ προφήτης («Ἰδοὺ ἡ παρθένος…», πρόκειται γιὰ λεπτομέρεια ψηφιδωτοῦ τοῦ Ἠσαΐα). Δικαιολογῆστε τὸν τίτλο τοῦ μαθήματος». Ὁ τίτλος τοῦ συγκεκριμένου μαθήματος εἶναι: «Ἠσαΐας: ὁ προφήτης τοῦ Ἐμμανουήλ». Ἀλλὰ γιὰ τὸν Ἐμμανουὴλ γίνεται λόγος σχεδὸν ἐκ παραδρομῆς σ’ ἕνα ἐπίθημα (Ε,108), ὡς ἑξῆς: «Ἐμμανουὴλ εἶναι ἕνα ἑβραϊκὸ ὄνομα, ποὺ σημαίνει ‘ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας’. Ὁ Ἠσαΐας ὀνομάζει ἔτσι τὸ Μεσσία. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀποδόθηκε τὸ ὄνομα αὐτὸ στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας».
Ἡ βιβλικὴ προφητεία ἀπογυμνώνεται ἀπὸ κάθε τι τὸ ὑπερφυσικό. Ἁπλῶς «οἱ προφῆτες, μὲ τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ, μποροῦσαν νὰ βλέπουν σὲ βάθος τὰ πράγματα καὶ νὰ συνειδητοποιοῦν τί πραγματικὰ συνέβαινε στὴν ἐποχή τους. Ἀντιλαμβάνονταν δηλαδὴ τὰ σημάδια τοῦ ἠθικοῦ ξεπεσμοῦ καὶ τῆς διαφθορᾶς, ἀκόμη κι ὅταν ὅλες οἱ συνθῆκες τῆς ἐποχῆς φαίνονταν ἰδανικές. Ἀναγνώριζαν τί δὲν πήγαινε καλὰ καὶ ποιοὶ κίνδυνοι παραμόνευαν τοὺς Ἰσραηλῖτες. Ἐπιπλέον, συναισθάνονταν τὶς καταστροφικὲς συνέπειες ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσαν γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ κράτους καὶ τῶν ἀνθρώπων» (Ε,94). Ἡ προφητεία ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς πρόγνωσης χαρακτηρίζεται ὡς «χρησμὸς» (Ε,95), ὁ ὁποῖος χρησίμευε στοὺς προφῆτες γιὰ τὴν τόνωση τῆς παραστατικότητάς τους(!;). Στὴν ἀρχὴ δὲ τῆς σελ. 94 λέγεται ὅτι «γιὰ πολλοὺς σύγχρονους ἀνθρώπους προφήτης εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ‘διαβάζει τὸ μέλλον’ καὶ προλέγει τί θὰ συμβεῖ. Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς παρουσιάζει τελείως διαφορετικὰ τὸ ρόλο καὶ τὸ ἔργο τῶν προφητῶν». Βλ. ἐπίσης Ε,118, ἄσκ. Γ: «Μετὰ ἀπὸ ὅσα μάθατε γιὰ τοὺς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τί θὰ εἴχατε νὰ πεῖτε σὲ κάποιον ποὺ τοὺς θεωρεῖ λιγάκι ‘μάγους’;».
Συνεπῶς, ὅταν ἐπὶ παραδείγματι οἱ εὐαγγελιστὲς ὑπογραμμίζουν ξανὰ καὶ ξανὰ ὅτι «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος…», δύο τινὰ μπορεῖ νὰ συμβαίνουν: ἢ νὰ πρόκειται γιὰ ἀποβλητέα χωρία ἢ ἡ Καινὴ Διαθήκη νὰ ἑρμηνεύει τὴν Παλαιὰ κατανοώντας την ὡς μαγικὸ σύγγραμμα.
δ. Ε,53: «Πολλὰ συμβάντα πρὶν ἢ μετὰ τὴν Ἔξοδο ἀναγνωρίστηκαν ὡς θαύματα. Αἰῶνες μετὰ ὅλες αὐτὲς οἱ διηγήσεις καταγράφηκαν μὲ στόχο ὄχι νὰ περιγράψουν τί ἀκριβῶς ἔγινε τότε ἀλλὰ νὰ βροντοφωνάξουν τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων στὴ δύναμη τοῦ μοναδικοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δώσουν τὸ μήνυμα ὅτι δὲν εἴμαστε μόνοι μας στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς ποὺ σήμερα διαβάζουμε τὶς διηγήσεις δὲν ἔχει νόημα νὰ ψάχνουμε νὰ βροῦμε σ’ αὐτὲς τί ἀκριβῶς ἔγινε τότε, ἀλλὰ τί νόημα εἶχαν γιὰ τὴ ζωὴ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων τότε…».
Πρόκειται γιὰ τὴν παράγραφο «Τὰ θαύματα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη», ποὺ εἶναι γενικώτερα ἀπὸ τὶς πιὸ δυσνόητες καὶ ἀσαφεῖς ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς διδάσκοντες. Ὁ στόχος της ὡστόσο διαγράφεται εὐκρινῶς: αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ καταδειχθεῖ εἶναι ὅτι τὰ θαύματα τῆς Π. Διαθήκης δὲν εἶναι θαύματα, ἀλλὰ θεολογικὲς (=μυθολογικές, βλ. κατωτέρω) προσεγγίσεις «συμβάντων». Ὡς θαύματα «ἀναγνωρίστηκαν» ἐκ τῶν ὑστέρων.
ε. Ε,19: «Πάντα βέβαια ὡς κύριο σκοπὸ εἶχαν (οἱ συγγραφεῖς τῶν βιβλίων τῆς Π. Δ.) νὰ ἐκφράσουν στὰ κείμενά τους τὶς θεόπνευστες ἀλήθειες, ὅσο καλύτερα γινόταν. Πῶς τὸ πετύχαιναν αὐτό; Κάτι ποὺ ἔχει σημασία νὰ καταλάβουμε ἐμεῖς σήμερα εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐκείνης τῆς ἐποχῆς-καὶ ἰδιαίτερα οἱ Ἀνατολῖτες-ἀγαποῦσαν πολὺ τὶς ἱστορίες. Ἔτσι, λοιπόν, καὶ οἱ συγγραφεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης χρησιμοποίησαν ἱστορίες ποὺ γνώριζαν ἀπὸ τοὺς παλαιότερους ἢ τὶς συνέθεταν οἱ ἴδιοι». Βλ. καὶ Ε,20, ἄσκ. 3: «Ὑποθέστε ὅτι θέλετε νὰ ἐξηγήσετε στὸν πεντάχρονο ἀδελφό σας τὶς κακὲς συνέπειες τῆς τεμπελιᾶς ἢ τῆς λαιμαργίας. Σὲ συνεργασία μὲ τὸν διπλανό σας ἐπινοῆστε μία ἱστορία, εἰκόνα ἢ ὅ,τι ἄλλο θὰ σᾶς βοηθοῦσε νὰ τὸ πετύχετε καὶ ἀνακοινῶστε το στὴν τάξη».
στ. «…Στοὺς πολέμους αὐτοὺς (Ἰσραηλῖτες-Φιλισταῖοι κλπ.) ὁ Θεὸς παρουσιάζεται νὰ παίρνει τὸ μέρος τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ νὰ φέρεται σκληρὰ στοὺς ἐχθρούς τους. Πῶς ἐξηγεῖται αὐτό; Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας ὅτι γιὰ αἰῶνες οἱ ἀρχαῖοι πίστευαν ὅτι κάθε λαὸς ἔχει τὸ δικό του θεό, ποὺ τοῦ χαρίζει τὴ νίκη ἐνάντια στοὺς ἐχθρούς του (χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ὅσα βλέπουμε στὴν Ἰλιάδα καὶ στὴν Ὀδύσσεια τοῦ Ὁμήρου). Ἔτσι καὶ οἱ Ἰσραηλῖτες κάθε τους νίκη τὴν ἀπέδιδαν στὸν Κύριο. Γι’ αὐτὸ καὶ διαβάζουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη: ‘ὁ Θεός μας νίκησε’…».
ζ. Ε,139: «Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὴν παραπάνω ἱστορία (τῆς πτώσεως) θὰ πρέπει νὰ τὴ φανταστοῦμε σὰν ἕνα δρᾶμα ποὺ παίχτηκε στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, μιὰ «ἐσωτερικὴ σύγκρουση», ὅπως λέμε. Γιὰ νὰ μᾶς τὸ δείξει αὐτὸ ὁ συγγραφέας τῆς Γενέσεως χρησιμοποίησε ἰδιαίτερα ἐκφραστικὲς εἰκόνες. Κατ’ ἀρχὴν τὸ ἀπαγορευμένο δέντρο καὶ τὴν ἐντολή. Μ’ αὐτὲς τὶς εἰκόνες καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖται ἐλεύθερος. Ὁ ἴδιος θὰ ἀποφασίσει ἂν θὰ συνεχίσει νὰ ἐμπιστεύεται τὸ δημιουργό του καὶ νὰ ἔχει σχέση μαζί του ἢ ὄχι. Στὴ συνέχεια ὑπάρχει τὸ φίδι. Εἶναι μία εἰκόνα ποὺ περιγράφει τὸν πειρασμό, ὁ ὁποῖος φωλιάζει ὕπουλα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου σπέρνοντας ἀμφιβολία καὶ δυσπιστία πρὸς τὸ δημιουργὸ Θεό…Ὁ διάλογος τοῦ φιδιοῦ μὲ τὴ γυναίκα μᾶς θυμίζει τὸ διάλογο ποὺ ὁ καθένας ἀνοίγει μὲ τὸν ἑαυτό του πρὶν πάρει μία μεγάλη ἀπόφαση. Καὶ ὁ ἀπαγορευμένος καρπὸς ποὺ τελικὰ γεύονται οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἡ ἀπόφαση ποὺ πῆραν ἐλεύθερα…».
η. Ε,143: «Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη στὴν προσπάθεια νὰ περιγράψει τὶς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ Θεὸ καὶ μεταξύ τους χρησιμοποιεῖ τὴν εἰκόνα ἑνὸς ζευγαριοῦ. Ἐπειδὴ τοὺς παρουσιάζει ὡς κοινοὺς προγόνους ὅλων τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτό…». Βλ. καὶ ΒΕ,104: «…ἐπιχειρεῖται (στὸ Ε) καὶ τὸ ξεκαθάρισμα πὼς τὸ ζευγάρι Ἀδὰμ-Εὔα εἶναι μία ἀρχετυπικὴ εἰκόνα ποὺ ἐκφράζει τὶς σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ καὶ μεταξύ τους καὶ δὲν μπορεῖ βέβαια νὰ ἐκλαμβάνεται ὡς ‘φυσικὴ’ καταγωγὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων».
Τὰ ἀνωτέρω ἀποκαλύπτουν ἐπαρκῶς τὴν κύρια ὀπτικὴ τοῦ ἐγχειριδίου, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ἀντίληψη ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀποτελεῖ ἕνα σύνολο ἐπινενοημένων διηγήσεων, συμβόλων καὶ ἀνατολίτικων παραμυθιῶν (!!!) (βλ. καὶ τὶς ἀντίστοιχες ἑνότητες τοῦ ΒΕ). Ἀλλὰ ἔστω. Ἐν τοιαύτῃ ὅμως περιπτώσει πῶς τελικὰ ὁ ἄνθρωπος σχετίσθηκε μὲ τὸν Θεό; Ἐκτὸς τῆς ἱστορίας; Ἢ μήπως στὰ πλαίσια τῶν ψυχολογικῶν ἐμπειριῶν; Φρονοῦν δηλαδὴ οἱ σ. ὅτι τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας πραγματώθηκε περίπου «κατὰ δόκησιν»; Καὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται ἆραγε ὅτι ἔτσι «διαψεύδουν» τόσο τὴν Καινὴ Διαθήκη, ποὺ ἀντιμετωπίζει τὴν Παλαιὰ ὡς ἱστορία (βλ. π.χ. Λκ 3,38˙ Πρξ 17,26˙ Ῥω 5,14˙ Α΄ Κο 15,22˙ Β΄ Κο 11, 3˙ Α΄ Τι 2,12-14˙ Ἰδ, 14 κ.ἄ.), ὅσο καὶ ὅλους τοὺς ὁμόφρονές της καὶ ἐκφραστὲς τῆς συνείδησης τῆς Ἐκκλησίας ἁγίους πατέρες; Καὶ ποῦ τερματίζεται αὐτὸ τὸ ἐγχείρημά τους νὰ ‘ἀπομυθοποιηθεῖ’ ἡ Γραφή; Μήπως εἶναι μῦθος καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας μας; Μήπως θὰ πρέπει νὰ ἐκλαμβάνεται στὸ ἑξῆς ὡς ἕνα θρησκευτικὸ σύμβολο καὶ αὐτὸς ὁ Χριστός; Καὶ ποιὰ εἶναι τὰ κριτήρια μιᾶς τέτοιας ἀξιολόγησης; Πρόκειται γιὰ πολὺ σημαντικὰ ἐρωτήματα, στὰ ὁποῖα θεωροῦμε ὅτι οἱ φίλοι συνάδελφοι ὀφείλουν νὰ ἀπαντήσουν πειστικά.
3. Περὶ τὴ θεολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
Παρότι τόσο τὸ Ε ὅσο καὶ τὸ ΒΕ ὑπογραμμίζουν μὲ τὸν πιὸ ἔντονο τρόπο ὅτι «Ὁ Χριστὸς μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὴ ζωὴ του ἑρμήνευσε στοὺς ἀνθρώπους τὰ γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης» (Ε,15) καὶ ὅτι «Ἀναδεικνύουμε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὡς τμῆμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὀργανικὰ καὶ ἀναπόσπαστα δεμένο μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Τὴ θεωροῦμε καὶ τὴν ἐπεξεργαζόμαστε μὲ θεολογικὰ ἐκκλησιαστικὰ κριτήρια. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅλα τὰ θεολογικὰ θέματα τῆς ΠΔ προβάλλονται πάνω στὸ φόντο τῆς Καινῆς» (ΒΕ,13), δὲν γίνεται εὔκολα ἀντιληπτὸ κάτι τέτοιο. Πιὸ συγκεκριμένα:
α. Πῶς ἀναδεικνύει τὸ ἐγχειρίδιο τὴν ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία του; Οἱ συνήθεις ἀναφορὲς ἐπ’ αὐτοῦ εἶναι τοῦ τύπου: «Οἱ Χριστιανοὶ ὅταν γιορτάζουν τὸ δικό τους Πάσχα, θυμοῦνται τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ μὲ τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάστασή του τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ κάθε κακὸ» (Ε,54) ἢ «Ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὅτι ὁρισμένα γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μοιάζουν μὲ κάποια γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης ποὺ βέβαια θὰ συμβοῦν πολὺ ἀργότερα» (Ε,64˙ βλ. καὶ 34,38,51[!] κ.ἀ.). Ὑποστηρίζεται μὲ ἄλλα λόγια ὅτι, ὅταν οἱ Χριστιανοὶ γιορτάζουν τὸ Πάσχα, «θυμοῦνται» τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως οἱ Ἑβραῖοι θυμοῦνται τὴν Ἔξοδο˙ καὶ αὐτό, ἐνῶ ἡ μυστικὴ προφητικὴ σχέση ποὺ συνδέει τὰ δύο Πάσχα ἢ δὲν θίγεται καθόλου ἢ προσεγγίζεται ὀρθολογιστικὰ καθὼς οἱ προεικονίσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπὸ τὴν Παλαιὰ ἀντιμετωπίζονται ὡς θεωρίες τῆς «Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας». Ἀλλὰ ἔτσι «προβάλλονται τὰ θεολογικὰ θέματα τῆς ΠΔ πάνω στὸ φόντο τῆς Καινῆς» σύμφωνα μὲ τὰ «θεολογικὰ ἐκκλησιαστικὰ κριτήρια»;
Καὶ κάτι ἀκόμη: γιατί ἡ χριστιανικὴ πίστη ἀντιμετωπίζεται τόσο ἀποστασιοποιημένα; Σὲ ποιοὺς ἀπευθύνεται τὸ βιβλίο;
β. Τὰ πράγματα ὁδηγοῦνται σὲ μεγαλύτερη σύγχυση ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὴ Θ. Εὐχαριστία. Στὴν Ε,115 λέγεται ὅτι «Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἰερεμία γιὰ τὴν ‘Καινὴ Διαθήκη’ αἰῶνες ἀργότερα ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ τὰ συνδέσει μὲ τὴ θυσία του. Στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο προσφέροντας κρασὶ στοὺς μαθητές του θὰ πεῖ: ‘Αὐτὸ τὸ ποτήρι εἶναι ἡ Καινούργια Διαθήκη, ποὺ ἐπισφραγίζεται μὲ τὸ αἷμα μου τὸ ὁποῖο χύνεται γιὰ χάρη σας’ (Λκ 22,20)», ἐνῶ στὴν Ε,135 ὅτι «Ὅσοι εἶναι χριστιανοὶ γνωρίζουν ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνουν ὅταν μαζεύονται γιὰ νὰ λατρεύσουν τὸν Θεὸ τὸ ὀνομάζουν Θεία Εὐχαριστία. Σ’ αὐτὴ τὴ σύναξη προσεύχονται γιὰ ὅλη τὴν κτίση, προσφέρουν στὸ Θεὸ ὡς δῶρα ψωμὶ καὶ κρασὶ καὶ τὸν εὐχαριστοῦν ἀναγνωρίζοντας ὅσα τοὺς χαρίζει». Πρόκειται γιὰ διατυπώσεις ποὺ ‘ἡμι-πληροφοροῦν’ καὶ γι’ αὐτὸ παραπληροφοροῦν. Αὐτὸ ποὺ κατάλαβαίνει κανεὶς ἐν τέλει ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω-καὶ μάλιστα οἱ μαθητὲς τῆς Α΄ Γυμνασίου- εἶναι ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὅτι ἡ Καινὴ Διαθήκη συμβολίσθηκε(;) ἀπὸ τὸν Χριστὸ μ’ ἕνα ποτήρι κρασὶ ποὺ πρόσφερε στοὺς μαθητές του κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὅτι ἡ χριστιανικὴ λατρεία εἶναι ἁπλῶς εὐχαριστήρια προσευχὴ καὶ προσφορὰ στὸν Θεὸ ψωμιοῦ καὶ κρασιοῦ ὡς δώρων.
γ. Ἡ πιὸ ὀδυνηρὴ πάντως ἔκπληξη πού μᾶς ἐπεφύλασσε τὸ συγκεκριμένο ἐγχειρίδιο ἐντοπίζεται στὴν Ε,143, ὅπου, στὴν ἄσκ. 2 τοῦ
Προσπαθῶ νὰ κατάλαβω περισσότερο, λέγονται ἐπὶ λέξει τὰ ἑξῆς: «Οἱ χριστιανοὶ πιστεύουν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔζησε ἀγαπώντας ἀληθινὰ τὸ Θεό, τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν κόσμο ὁλόκληρο.
Ὁ Χριστός, δηλαδή, κατάφερε αὐτὸ ποὺ δὲν κατάφερε ὁ ἄνθρωπος: νὰ ζεῖ μακριὰ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία». Συνεπῶς ἡ ἀναμαρτησία τοῦ Χριστοῦ ἦταν κατὰ τοὺς σ. ἀποτέλεσμα προσπάθειας. Ὁ Χριστὸς δηλαδὴ δὲν ἦταν ἐξ ἀρχῆς ἀναμάρτητος λόγω τῆς ἕνωσης τῆς θείας μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀλλὰ «κατάφερε» νὰ γίνει. Νὰ ὑποθέσουμε ὅτι αὐτὴ ἡ, τοὐλάχιστον, νεστοριανίζουσα ἔκφραση ὀφείλεται σὲ ἀπροσεξία; Ἢ μήπως στὴν ὀρθολογιστικὴ ἑρμηνευτικὴ ποῦ κυριαρχεῖ στὸ βιβλίο; Ἀλλά, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας καὶ μαζί του ἡ Γ΄ Οἰκ. Σύνοδος, «Εἰ προέκοψεν (ὁ Χριστός), ποῦ κεκένωται καὶ ἐπτώχευσεν (Φι 2,7˙ Β΄ Κο 8,9); Εἰ τετελείωται κατ’ ἀρετήν, ἐξ ἀτελοῦς δηλονότι καὶ ἐν χρόνῳ γέγονε τέλειος˙ τὸ δὲ ἀτελὲς ἅπαν εἰς ἀρετὴν ὑπὸ μώμου γραφὴν καὶ τὸ ὑπὸ μῶμον ὑφ’ ἁμαρτίαν. Πῶς οὖν γέγραπται περὶ αὐτοῦ ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν (Ἠσ 53,9˙ Α΄ Πέ 2,22);»
[2]. Δὲν καταλαβαίνουμε. Ἂν μή τι ἄλλο, τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου θὰ ἔπρεπε νὰ διαφυλαχθεῖ μακριὰ ἀπὸ τὴν ‘ἀπομυθοποιητικὴ’ ἰσοπέδωση ποὺ ἐπιχειρεῖ τὸ ἐν λόγῳ βιβλίο.
Β΄ Γυμνασίου
(
Καινὴ Διαθήκη: Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ τὸ ἔργο του)
[3]
1. Ὁ κόσμος στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ
Πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι, ὅπως ἔδειξε ἡ ἐμπειρία τῆς τάξης, οἱ παρεχόμενες πληροφορίες στὸ κεφάλαιο αὐτό, παρότι πολὺ ἐνδιαφέρουσες ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ἐκπαιδευτικούς, εἶναι ὑπερβολικὰ πολλὲς γιὰ μαθητὲς τῆς Β΄ Γυμνασίου.
Ἐπίσης πρέπει νὰ ἀναθεωρηθοῦν ὅσα λέγονται γιὰ τοὺς Φαρισαίους κατὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ (Ε,16). Τὸ ΒΕ εἶναι ἐπ’ αὐτοῦ πληρέστερο.
2. Περὶ τὴ σύνθεση καὶ ἱστορία τῶν Εὐαγγελίων καὶ γενικὰ τοῦ κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης
Ἀπὸ τὸ πολύπτυχο αὐτὸ θέμα ὅπως ἀναπτύσσεται ἐν Ε καὶ ΒΕ, ἐπισημαίνουμε ἐδῶ δύο μόνον κρίσιμα σημεῖα του:
α. Μαζὶ μὲ τὴν a priori υἱοθέτηση τῆς νεώτερης θεωρίας ὅτι πρῶτο χρονολογικὰ Εὐαγγέλιο εἶναι τὸ κατὰ Μᾶρκον, παρόλο ποὺ ὅλη ἀνεξαιρέτως ἡ ἀρχαία παράδοση τοποθετεῖ στὴ θέση αὐτὴ τὸ κατὰ Ματθαῖον, υἱοθετεῖται καὶ ἡ ἄποψη νεωτέρων ἐπίσης ἐρευνητῶν ὅτι ὁ Μᾶρκος «διατήρησε τὴν πρώιμη μορφὴ κατανόησης τοῦ Χριστοῦ»˙ τὸν «πρωταρχικὸ καὶ αὐθεντικὸ Ἰησοῦ» (ΒΕ,21˙ ἐν Ε,20 λέγεται ὅτι ὁ Μᾶρκος εἶναι «πιὸ κοντὰ στὰ γεγονότα, ὅπως αὐτὰ ἔγιναν»).
Πρέπει συνεπῶς νὰ ὑποθέσουμε, καὶ προφανῶς νὰ διδάξουμε, ὅτι οἱ ὑπόλοιποι εὐαγγελιστές, ὁ Παῦλος, οἱ συγγραφεῖς τῶν καθολικῶν ἐπιστολῶν, οἱ ἀποστολικοὶ πατέρες καὶ ὅλη ἡ ἑπομένη πατερικὴ παράδοση μᾶς παραδίδουν ἕναν περίπου μεταγενέστερο, «νόθο» Ἰησοῦ(!). Θὰ ἔπρεπε ὡστόσο νὰ παρατίθενται ἐν προκειμένῳ τὰ κριτήρια αὐτῆς τῆς διάκρισης. Πῶς δηλ. διαχωρίζει κανεὶς τὸν «αὐθεντικὸ» ἀπὸ τὸν «νόθο» Ἰησοῦ, καὶ μάλιστα στὴν Καινὴ Διαθήκη;
β. Ἐντελῶς ἀπροσδόκητα ἐτέθη ἐν Ε,26 ζήτημα «Δευτεροπαύλειων ἐπιστολῶν» καὶ ζήτημα γνησιότητας τῶν καθολικῶν ἐπιστολῶν. Πρὸς τί ὅμως αὐτὴ ἡ κίνηση νὰ ἐκθέσουμε σ’ ἕνα σχολικὸ ἐγχειρίδιο ἕναν πολὺ εἰδικὸ προβληματισμὸ ὁρισμένων–ἔστω τῶν περισσοτέρων, ὅπως ὑποσημειώνεται–καινοδιαθηκολόγων; Διότι ἂν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἐπιστημονικὴ πληρότητα τῶν νέων βιβλίων, θὰ ἔπρεπε νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ ἴδια τακτικὴ καὶ σὲ ἄλλα θέματα˙ κάτι ποὺ ὡστόσο δὲν τηρεῖται. Καὶ τὸ κυριώτερο: δὲν μειώνουμε ἔτσι στὴ συνείδηση τῶν μαθητῶν τὸ κύρος τῆς σχετικῆς, σαφῶς ἀντίθετης–καὶ πάντοτε σταθερῆς, ἀνεξάρτητα ἀπὸ προσωπικὲς ἐκτιμήσεις ὁρισμένων–ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης; Ὅσον ἀφορᾶ δὲ σὲ ὅσα λέγονται ἐν ΒΕ,21-22 γιὰ τὰ κριτήρια τῆς ἀνωτέρω ἀμφισβήτησης ἢ καὶ ἀπόρριψης, πρόκειται γιὰ ἐπιχειρήματα εἴτε ὑποκειμενικοῦ χαρακτήρα εἴτε ἀβάσιμα. Ἀλήθεια, γνωρίζουμε τόσα πολλὰ γιὰ τὶς πρῶτες αἱρέσεις, ὥστε νὰ χρονολογοῦμε μία ἐπιστολὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ κριτηρίου αὐτοῦ ὄχι στὸ 65 μ.Χ., ἀλλὰ στὸ 100;
3. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς
α. Τὸ πρῶτο ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ παρατηρήσει γιὰ τὴν παρουσίαση ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι οἱ ἀναφορὲς στὴ θεότητά του εἶναι τόσο περιορισμένες, ὥστε νὰ δίδεται ἡ ἐντύπωση πὼς πρόκειται γιὰ ἕνα πολὺ δευτερεῦον στοιχεῖο–σχεδὸν ἀμελητέο. Ἀπὸ τὴ μελέτη μας διαπιστώσαμε ὅτι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς λέγεται «Θεὸς»–ἀναφερόμαστε πάντοτε στὸ κύριο μέρος τῶν ἑνοτήτων–εἶναι σ’ ἕνα ἑρμηνευτικὸ σχόλιο γιὰ τοὺς συμβολισμοὺς ποὺ «δόθηκαν» στὰ δῶρα τῶν μάγων (Ε,34), ἐνῶ στὴ συνέχεια οἱ περιπτώσεις ποὺ ἀπαντῶνται ἔστω παρόμοιες, ἐντελῶς τυπικές, ἐκφράσεις εἶναι ἐλάχιστες (βλ. π.χ. Ε,35˙ 50˙ 87 καί τινες ἄλλες).
Τὸ πιὸ ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι συρρικνώθηκαν καὶ οἱ λίγες σχετικὲς ἐπισημάνσεις τοῦ προηγουμένου βιβλίου, τοῦ ὁποίου τὸ παρὸν ἀποτελεῖ καταφανῶς ἐλαφρὰ διασκευή˙ ἀποσιωπήθηκαν ἐπὶ παραδείγματι:
–Η ἀναφορὰ στὸν πρόλογο τοῦ προηγουμένου ἐγχειριδίου ὅτι «Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός, ποὺ κατέβηκε στὴ γῆ κι ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς συναντήσει. Περπάτησε ἀνάμεσά μας καὶ μίλησε μαζί μας. Συμμερίστηκε τὴ δική μας ζωή».
–Ὁ ὅρος «Θεοτόκος» ἀπὸ τὸν τίτλο τῆς ἑνότητας γιὰ τὸν Εὐαγγελισμό. Τὸ καινούργιο ἐγχειρίδιο ἔχει «Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Μαρίας». Σημειωτέον ὅτι στὸ ΑΠΣ διατηρεῖται ὡς τίτλος τοῦ μαθήματος ἐκεῖνος τοῦ Π: «Τὸ ἀγγελικὸ μήνυμα στὴν Θεοτόκο γιὰ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ»
[4].
–Ἡ φράση «ὁ Θεὸς ἔρχεται ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ὡς ἐλευθερωτὴς καὶ σωτήρας» (Π,49˙ Ε,31).
Στὴν ἴδια ἐπίσης κατεύθυνση, ἡ παράγραφος τοῦ παλαιοῦ ἐγχειριδίου «Τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων ἦταν καὶ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἂν καὶ Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη μας. Σταυρώθηκε γιὰ χάρη μας καὶ ἀναστήθηκε. Στέκεται μὲ ἀγάπη δίπλα στὸν ἄνθρωπο ποὺ πάσχει καὶ κινδυνεύει. Νοιάζεται γιὰ τὰ δεινὰ ποὺ προέκυψαν μετὰ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Ἐλευθερώνοντάς τον ἀπ’ αὐτὰ συνεχίζει τὸ ἔργο τῆς Δημιουργίας» (Π,174), διατυπώνεται στὸ νέο ὡς ἑξῆς: «(Τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ φανέρωναν) κάτι ἀπὸ τὴ θεϊκή του δύναμη. Ὁ Ἴδιος ἦταν τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων. Δὲν ἔκανε θαύματα γιὰ ἐντυπωσιασμὸ καὶ γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴ θεότητά του. Ὅλα τὰ ἔκανε γιὰ τοὺς ἄλλους κανένα γιὰ τὸν ἑαυτό του» (Ε,87)˙ κ.ἄ.
β. Ὁ Χριστὸς καὶ στὸ παλαιό, ἀλλ’ ἰδίως στὸ καινούργιο ἐγχειρίδιο σκιαγραφεῖται κυρίως ὡς ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας, ὁ Σωτήρας (στὴν ἑνότητα 10 λέγεται καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ), ὁ ἀρχηγὸς τοῦ καινούργιου κόσμου τοῦ Θεοῦ, ἔχει ξεχωριστὲς ἰδιότητες καὶ ἱκανότητες (μία ἢ δύο φορές, ὅπως ἀνωτέρω, χαρακτηρίζονται «θεϊκές»), διδάσκει νέα, «ἀνατρεπτικά» πράγματα γιὰ τὴ σχέση Θεοῦ-ἀνθρώπων, ἀλλὰ τίποτε περισσότερο. Στὶς ἐρωτήσεις ποὺ θέτουν οἱ σ. τοῦ τύπου: «Τελικὰ τί ἦταν (ὁ Ἰησοῦς);» (πρόλογος˙ Ε,88), «Τί… φανέρωσε γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό;» (Ε,43˙ βλ. καὶ 44), «Βρεῖτε στὸ κείμενο λόγια καὶ πράξεις, ποὺ νὰ δείχνουν τί εἴδους ἀρχηγὸς αὐτῆς τῆς ἀνθρωπότητας θὰ εἶναι» (Ε,49), κ.ο.κ., πολὺ δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαντήσει κανείς, καὶ μάλιστα οἱ μαθητὲς τῆς Β Γυμνασίου, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος. Πουθενὰ στὸ ἐγχειρίδιο δὲν λέγεται κάτι τέτοιο.
γ. Ὑποθέτουμε ὅτι ἡ ἀπάντηση στὶς ἀνωτέρω ἐνστάσεις δίδεται ἐν ΒΕ,6, ὅπου γίνεται λόγος περὶ ἀποφυγῆς «δογματικῶν θεμάτων», μὲ τὰ ὁποῖα οἱ μαθητὲς «θὰ ἀσχοληθοῦν στὸ Λύκειο». Νὰ θεωρήσουμε λοιπὸν τὴν κορυφαία ἀλήθεια ὅτι «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω 1,14) ὡς ἕνα δογματικὸ θέμα ἄσχετο μὲ τὸ Εὐαγγέλιο; Ἔτσι κατανοοῦν τὸ μυστήριο καὶ τὴν προσωπικότητα τοῦ Χριστοῦ οἱ ἀπόστολοι; Αὐτὴ εἶναι ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας; Ἐκτὸς ἂν τελικὰ δὲν ἐνδιαφέρει τί φρονεῖ ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη–ἄλλωστε τὸ ἐγχειρίδιο ἀναφέρεται στὴν Ἐκκλησία παρεμπιπτόντως μία ἢ δύο φορές. Καὶ ἐπειδὴ γίνεται καὶ σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο, ὅπως σ’ ἐκεῖνο τῆς Α΄, ἐπίκληση τῆς ἱστορίας, ἀνακύπτει καὶ ἐδῶ εὔλογα τὸ ἐρώτημα: ὅταν ἀναφερόμαστε στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, θέτουμε ἑαυτοὺς ἐκτὸς ἱστορίας; Πρέπει τέλος νὰ σημειωθεῖ ὅτι, παρὰ τὰ ὅσα λέγονται ἀνωτέρω, μὲ τὰ δογματικὰ θέματα δὲν θὰ ἀσχοληθοῦν οἱ μαθητές, ὡς γνωστόν, μόνο στὸ Λύκειο, ἀλλὰ καὶ στὴ Γ΄ Γυμνασίου˙ ἐὰν λοιπὸν δὲν συνειδητοποιήσουν ἐκ τῶν προτέρων ποιὸς εἶναι ὁ Χριστός, θὰ καταλάβουν ἐπαρκῶς τί φέρ’ εἰπεῖν διδάσκουν οἱ Οἰκ. Σύνοδοι γιὰ τὶς αἱρέσεις (ἑνότ. 14˙ 18-19);
4. Τὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
Ἀκολουθώντας τὴ δομὴ τοῦ βιβλίου (διδασκαλία-θαύματα-πάθη-ἀνάσταση -ἀνάληψη) θὰ μπορούσαμε νὰ παρατηρήσουμε τὰ ἑξῆς:
α. Ὅσον ἀφορᾶ στὴν παρουσίαση τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου, δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ διαφωνήσει ἕνας παιδαγωγὸς μὲ τὴν ἐπιλογὴ νὰ δοθεῖ ἰδιαίτερη ἔμφαση στὶς παραβολές. Ἀλλὰ καὶ γενικώτερα τὰ θέματα τῶν σχετικῶν ἑνοτήτων ἱκανοποιοῦν. Ὡστόσο:
–Ἐντυπωσιάζει τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ ἐπιλέγεται καὶ τονίζεται μὲ ξεχωριστὴ ἐπιμονὴ ἡ ἀγάπη. Καὶ βέβαια κανεὶς δὲν θὰ εἶχε ἀντίρρηση ἐπ’ αὐτοῦ, ἂν τηροῦνταν παράλληλα καὶ κάποιες αὐτονόητες προϋποθέσεις. Διότι τὸ νὰ διαβλέπει κάποιος στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου μόνον τὸ θέμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ (μέχρι τοῦ σημείου νὰ μιλᾶ περὶ τῆς παραβολῆς «τοῦ σπλαχνικοῦ πατέρα») καὶ ὄχι τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς μετάνοιας–το ζήτημα δηλ. τῆς εὐθύνης τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ–, σημαίνει τὸ λιγότερο μονομέρεια. Στὴν πραγμάτευση ἐπίσης τῆς παραβολικῆς διδαχῆς γιὰ τὴ μέλλουσα κρίση ἡ ἀγάπη θεωρεῖται ὡς «τὸ κριτήριο ἢ τὸ μέτρο γιὰ νὰ μετρᾶμε τὴν παντοτινὴ ποιότητα καὶ ἀξία τῆς ζωῆς» (Ε,70)˙ οἱ ἔννοιες «αἰώνια ζωή», «αἰώνια κόλαση», «Δευτέρα παρουσία», «ἀνάσταση νεκρῶν» οὔτε κἂν ἀναφέρονται, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴ γίνεται εὔκολα ἀντιληπτὸ τὸ γεγονὸς γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶ ὁ Κύριος. Ἐπειδὴ μάλιστα στὸν τίτλο τῆς ἑνότητας καὶ στὴ συνέχεια χρησιμοποιεῖται ὁ ἁπλουστευτικὸς ὅρος «Ἡ παραβολὴ τῆς τελικῆς κρίσης», νομίζει κανεὶς ὅτι πρόκειται γιὰ ἀκόμη μία παραβολὴ περὶ ἀγάπης˙ ἐνῶ πρόκειται σαφῶς γιὰ προφητεία, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ παραβολικὰ στοιχεῖα.
Παρεμπιπτόντως: Κατὰ τὸν σχολιασμὸ τῆς περικοπῆς γιὰ τὴν τελικὴ κρίση εἶναι, ἂν δὲν κάνουμε λάθος, ἡ πρώτη καὶ τελευταία φορὰ ποὺ στὴν ὕλη τῶν Θρησκευτικῶν τοῦ Γυμνασίου γίνεται λόγος γιὰ τὸν Σατανᾶ καὶ τοὺς δαίμονες (ἐννοεῖται μόλις καὶ μετὰ βίας [σ’ ἕνα ἑρμηνευτικὸ σχόλιο [Ε,71]). Προηγουμένως καὶ ἔκτοτε ἡ ὕπαρξή τους ἁγνοεῖται
[5]. Σημειωτέον δὲ ὅτι στὸ μάθημα γιὰ τὴν Κυριακὴ προσευχὴ ἡ φράση «ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ», ἡ ὁποία στὸν χῶρο τῆς πατερικῆς ἑρμηνείας κατανοεῖται πάντοτε σχεδὸν ὡς ἀναφερόμενη στὸν Διάβολο
[6], μεταφράζεται: «γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸ κακὸ» (Ε,81), ἐνῶ παραλείφθηκε ἡ παράγραφος γιὰ τοὺς πειρασμοὺς καὶ ἡ ἑνότητα γιὰ τὸν δαιμονισμένο τῶν Γαδαρηνῶν, ποὺ ὑπῆρχαν στὸ προηγούμενο ἐγχειρίδιο (Π,86˙ 177-181). Καὶ ὅλα αὐτὰ τὴ στιγμὴ ποὺ στὴν Ἁγ. Γραφὴ λέγεται ρητῶς ὅτι «ἐφανερώθη ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ Διαβόλου» (Α΄ Ἰω 3,8). Τὸ πρᾶγμα παίρνει μάλιστα καὶ ἄλλες διαστάσεις, πολὺ ἐπίκαιρες, ἂν σκεφθοῦμε τὴ θραύση τοῦ σατανισμοῦ τὰ τελευταῖα χρόνια στὸν χῶρο ἰδίως τῆς νεολαίας.
–Εἶναι ἐντυπωσιακὸ ἐπίσης καὶ τὸ ὅτι ἡ ἀναφορὰ στὴ μετάνοια ἀπουσιάζει καὶ ἀπὸ τὸν σχολιασμὸ τοῦ περιστατικοῦ τῆς συνάντησης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Ζακχαῖο. Ἀντ’ αὐτοῦ τοῦ πολὺ εὐνόητου συνάγεται ὅτι ὁ Ζακχαῖος προσφέροντας τὸ μισό της περιουσίας του στοὺς φτωχοὺς «ἀποδεικνύεται ἰδιαίτερα εὐσεβής» (Ε,78).
–Τέλος, ἔχουμε τὴ γνώμη ὅτι ἀποτελεῖ σημαντικὴ ἔλλειψη ἡ μὴ ἀξιοποίηση τῶν παραβολικῶν διδαχῶν τοῦ Κυρίου περὶ τοῦ προσώπου του, ποὺ διασώζει τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο (ἡ θύρα τῶν προβάτων καὶ ὁ καλὸς ποιμὴν [Ἰω 10,1 κ.ἑ.], ἡ ἀληθινὴ ἄμπελος [Ἰω 15,1 κ.ἑ.]), οἱ ὁποῖες θὰ ἔδιναν τὴ δυνατότητα στοὺς μαθητὲς νὰ πλησιάσουν ἐγγύτερα καὶ πληρέστερα τὴν προσωπικότητα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν μποροῦμε νὰ μὴν ἐπισημάνουμε ἐδῶ ὅτι τὸ μόνο σημεῖο διδασκαλίας ποὺ ἀξιοποιεῖται ἀπὸ τὸ τέταρτο Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ περικοπὴ τῆς μοιχαλίδας (Ἰω 8,3-11), ἕνα κείμενο ὄχι ἁπλῶς ἀμφισβητούμενο γιὰ τὴ γνησιότητά του, ἀλλά, ἐπὶ τῇ βάσει πλήθους στοιχείων, ἀπορριπτέο
[7]. Καὶ αὐτό, ἐνῶ, ὅπως προαναφέραμε, ἀμφισβητεῖται ἀπὸ τὸ ἐγχειρίδιο ἐπὶ τῇ βάσει εἰκασιῶν καὶ μόνον ἡ προέλευση πολλῶν παύλειων ἐπιστολῶν(!).
β. Ὅσον ἀφορᾶ στὰ θαύματα ἢ ἀκριβέστερα στὰ σημεῖα:
–Στὴν ἑνότητα 21 γίνεται προσπάθεια νὰ ἐξαχθοῦν νοήματα ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ δηλώνει τὸ κείμενο. Πιὸ συγκεκριμένα στὸν λόγο τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὸν παραλυτικὸ «τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Μρ 2,5), αὐτὸ ποὺ διακρίνεται εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς «τὸν ἀπελευθέρωσε (τὸν παραλυτικό) ἀπὸ τὴν ἀντίληψη ὅτι οἱ ἁμαρτίες του ἔφταιγαν γιὰ τὴν ἀναπηρία του» (Ε,91). Μὲ ἄλλα λόγια ἀπορρίπτει τὸ ἐγχειρίδιο τὴν «ἀντίληψη» ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι νοσογόνος παράγοντας ὡς μὴ ὀρθή. Ἀπὸ ποῦ συνάγεται ὅμως αὐτὸ τὸ συμπέρασμα; Γιὰ ἑλληνικὰ δὲν πρόκειται; Αὐτὸ λέει ὁ Χριστός; Ἔχουμε τὴ γνώμη ὅτι θὰ πρέπει νὰ ξαναδιαβασθεῖ τὸ κείμενο, σὲ συνδυασμὸ μάλιστα μὲ τὰ Λκ 13,11˙ 16˙ Ἰω 5,14.
Εἶναι ἐνδιαφέρον ἀκόμη ὅτι τὸ βιβλίο ἀποφορτίζει τὴν ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ τὴ θεολογική της σημασία–καὶ αὐτὸ τηρεῖται σὲ ὅλη τὴν ἔκτασή του–καὶ μιλᾶ γιὰ «σφάλματα» καὶ «λάθη», ἀδιάφορα γιὰ τὸν Θεό. Ἐνῶ ἀντιθέτως στὸ προηγούμενο ἐγχειρίδιο ὑπῆρχε ἕνα πολὺ ἀξιόλογο–ἐν μέρει ἔστω–σχόλιο ἐπ’ αὐτοῦ (Π,183), τὸ ὁποῖο ἐξηγοῦσε ποιὲς ἦταν οἱ συνέπειες τῆς πτώσης τοῦ Ἀδὰμ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ φυσικά, ἀφοῦ τὸ γεγονὸς τῆς πτώσης δὲν διδάσκεται κατ’ οὐσίαν στὴν Α΄ Γυμνασίου, ἀγνοεῖται καὶ στὴ Β΄. Ἐν πάσῃ περιπτώσει τὸ συγκεκριμένο ἐγχειρίδιο ἀποφεύγει ὁποιαδήποτε συζήτηση ἐπὶ τοῦ θέματος. Αὐτὸ ποὺ προβάλλει κατὰ κόρον εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μία ἀγάπη ὅμως ποὺ ἐπιβάλλεται σχεδὸν στανικά, ἀφοῦ ἡ «ἀντίληψη» ὅτι ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ τὴν ἀρνηθεῖ, δηλαδὴ ἀκριβῶς νὰ ἁμαρτήσει, καὶ νὰ γευθεῖ τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς στάσης του θεωρεῖται «ἀπάνθρωπη». Κι ἂς φωνάζει ὁ ἀπ. Παῦλος ὅτι «τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ῥω 6,23). Ἐν κατακλεῖδι, τὸ παρὸν βιβλίο, παρόλο ποὺ τὸ ἀρνεῖται διαρρήδην, ἀγαπολογεῖ καὶ ἠθικολογεῖ, δὲν θεολογεῖ.
–Το κορυφαῖο ὅμως σημεῖο ποὺ φανερώνει ἀπροκάλυπτα καὶ ξεκάθαρα ποιὰ νοοτροπία καὶ ἀντίληψη ὑπηρετεῖ τὸ ἐν λόγῳ ἐγχειρίδιο εἶναι μία ἐκτεταμένη ἐπισήμανση τοῦ ΒΕ γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν θαυμάτων τοῦ Κυρίου˙ παραθέτουμε τὸ κυριώτερο μέρος της αὐτούσιο:
«Ἀπὸ τὰ σημειούμενα στὸ Α (Ἑρμ.-θεολ.) θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ μεταβληθεῖ κάπως ἡ ἐνημέρωση καὶ ἄποψή μας γιὰ τὴν ἰδιοτυπία καὶ σημασία τῶν διηγήσεων γιὰ τὰ θαύματα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἀπὸ αὐτὰ νὰ προκύψουν ἀνανεωτικὰ ἐρεθίσματα γιὰ τὴ διδακτικὴ πράξη. Ἀναλυτικότερα:
1) Θαυματουργικὰ γεγονότα καὶ πράξεις εἶναι πανθρησκειακὸ φαινόμενο (Μωυσῆς, Προφῆτες, Βούδδας, Λαοτσέ, Ἀσκληπιός, Ἀπολλώνιος Τυαννεύς, Μωάμεθ, Ἀπόστολοι, Ἅγιοι κ.ἄ.).
2) Ἡ ὀρθολογικὴ στάση ἀπέναντι στὶς διηγήσεις θαυμάτων δὲν εἶναι κατ’ ἀνάγκην βλάσφημη. (Ἡ θαυματολογία καὶ μυθολογία δὲν ἀποτελοῦν τὰ καλύτερα μέσα συνάντησης μὲ τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια. Ἄλλωστε ὄχι σπάνια τὰ μυστηριώδη θαυματολογικὰ στοιχεῖα χρησιμοποιήθηκαν γιὰ καταπτόηση ἀνθρώπων).
3) Κατανόηση: Νὰ μὴν πληγώνονται ἄνθρωποι ποὺ πιστεύουν ἀφελῶς σὲ διηγήσεις θαυμάτων. Αὐτοὶ ὅμως ἂς μὴν ἀγανακτοῦν ὅταν ἄλλοι ἔχουν ἀπορίες καὶ ἀμφιβολίες…» (ΒΕ,70).
Τί νὰ πρωτοσχολιάσουμε στὰ ἀνωτέρω; Καὶ πῶς στ’ ἀλήθεια νὰ σκεφθοῦμε γιὰ ὅλα αὐτά; Πραγματικὰ ἀπορεῖ κανείς, καταπλήσσεται. Ὁ ὑποφαινόμενος πάντως δηλώνει γιὰ ὅποιον ἐνδιαφέρεται, ὅτι σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴ χριστιανικὴ πίστη συμπαρατάσσεται ἀνεπιφύλακτα μὲ τοὺς ἀφελεῖς…
γ. Ἀπὸ ὅσα λέγονται γιὰ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ προκαλεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση τὸ ὅτι ὁ Ἰούδας ἐμφανίζεται, «κατὰ τὴν ἐπικρατέστερη ἑρμηνεία», νὰ προδίδει τὸν Ἰησοῦ σχεδὸν ἀπὸ πατριωτισμό, ἐπειδὴ δῆθεν ἦταν Ζηλωτὴς καὶ ὁ Ἰησοῦς διέψευσε τὶς μεσσιανικές του προσδοκίες. Οὔτε μία μικρὴ ἀναφορὰ στὴ φιλαργυρία του˙ κι ἂς ἐπιμένουν ἐπ’ αὐτοῦ ἡ ἴδια ἡ Κ. Διαθήκη, σύνολη ἡ πατερικὴ ἑρμηνευτικὴ παράδοση καὶ ἡ σχετικὴ ὑμνογραφία. Προκρίνεται καὶ ἐδῶ ὄχι τὸ μαρτυρούμενο καὶ παραδιδόμενο, ἀλλὰ ἡ ὑπόνοια, ἡ εἰκασία.
5. Ὁ καινούργιος κόσμος τοῦ Θεοῦ
Καὶ ἕνα σχόλιο γιὰ τὴ χρήση τοῦ ὅρου «ὁ καινούργιος κόσμος τοῦ Θεοῦ» ἢ «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» κ.τ.ὅ.: τελικά, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ καινούργιος κόσμος ποὺ ἔφερε στὴ γῆ μας ὁ Χριστός; Γιατί δὲν προσδιορίζεται ἀκριβῶς; Γιατί ἡ καίρια αὐτὴ ἀλήθεια μένει μετέωρη; Τὸ ἐγχειρίδιο ὑποστηρίζει πάντοτε καὶ ποικιλοτρόπως ὅτι ὁ καινούργιος αὐτὸς κόσμος εἶναι «ἕνας κόσμος μὲ λιγότερα βάσανα, μὲ δημιουργικὰ ἔργα, μὲ περισσότερη ἀνθρωπιὰ καὶ εὐτυχία» (Ε,6). Ἀλλὰ ἂν τὰ πράγματα εἶναι ἔτσι, τότε θὰ πρέπει νὰ τὸ ὁμολογήσουμε ξεκάθαρα: ὁ Ἰησοῦς ἀπέτυχε. Ἕνας τέτοιος κόσμος ὑπάρχει μόνο στὴ φαντασία μερικῶν. Σήμερα ὁ πλανήτης μας εἶναι πιὸ κοντὰ στὸν ὄλεθρο ἀπὸ ὅσο ποτὲ ἄλλοτε.
Ἀλλὰ βεβαίως δὲν εἶναι ἔτσι τὰ πράγματα. Ἡ Βασιλεία ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὑπάρχει, ζεῖ, ἀναπτύσσεται, ἁπλώνεται σιγὰ-σιγὰ–ὄχι «μετὰ παρατηρήσεως» (Λκ 17,20)–σὲ ὅλη τὴ γῆ˙ καὶ ἡ παρουσία της κρίνει τὸν καθένα μας. Εἶναι ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Του, «τὸ μικρὸν ποίμνιον» (Λκ 12,32), τὸ ὁποῖο ἐν τούτοις «τὴν οἰκουμένην ἐστήριξεν». Μιὰ κοινωνία ἀνθρώπων ἀδύναμων, ἀτελῶν καὶ ἁμαρτωλῶν, ποὺ ὡστόσο μετανοώντας καὶ παραδίδοντας τὸν ἑαυτό της ὁλοκληρωτικά στὸν Χριστό, τὸν Κύριό της, πορεύεται πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, «ἐν ᾗ δικαιοσύνη κατοικεῖ» (Β΄ Πέ 3,13). Καὶ ἔτσι ἀλλάζει ὁ κόσμος. Ἀντιμετωπίζοντας θετικὰ ἡ ἀρνητικὰ αὐτὴ τὴ φοβερὴ πρόκληση. Ἡ εὐεργετικὴ δυναμικὴ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα στοὺς τομεῖς τῆς φτώχειας, τῆς εἰρήνης, τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων, εἶναι ἀσφαλῶς οὐσιώδης, πολὺ σημαντική˙ ὡστόσο ἀποτελεῖ συνέπεια αὐτῆς τῆς πορείας, ὄχι ὁ σκοπός. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἁπλῶς ἀδιανόητα γιὰ τὴ λογικὴ τοῦ συγκεκριμένου βιβλίου.
6. Ἐσφαλμένες ἱστορικὲς πληροφορίες
-Ἐν Ε,22 λέγεται ὅτι στὰ πλαίσια τῆς χριστιανικῆς τέχνης ὁ εὐ. Λουκᾶς συμβολίζεται μὲ μοσχάρι «γιατὶ στὸ πρῶτο κεφάλαιο διηγεῖται τὴ θυσία τοῦ μοσχαριοῦ στὸ Ναὸ ἀπὸ τὸν ἱερέα Ζαχαρία, πατέρα τοῦ Προδρόμου». Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ σύγχυση, ἀφοῦ ὁ Ζαχαρίας λέγεται ρητῶς ὅτι προσέφερε τὴ θυσία τοῦ θυμιάματος (βλ. Λκ 1,9 κ.ἑ. Γιὰ τὰ σύμβολα τῶν εὐαγγελιστῶν, ἕνα θέμα ποὺ ἔχει πρωτίστως σχέση μὲ τὴ θεολογία καὶ ὄχι μὲ τὴν τέχνη, βλ. καλύτερα Εἰρηναίου, Ἔλεγχος 3,11).
-Ἐν Ε,46 λέγεται γιὰ τὸν βαπτιστὴ Ἰωάννη ὅτι «Τὸν ὀνόμασαν ἔτσι (Ἰωάννη), διότι οἱ γονεῖς του-γιὰ πολλὰ χρόνια ἄτεκνοι-θεώρησαν τὴν γέννησή του ὡς δῶρο καὶ χάρη ἀπὸ τὸν Θεό». Ποιοὶ τὸν ὀνόμασαν Ἰωάννη; Οἱ γονεῖς του; Κάποιοι ἄλλοι; Ἄγνωστο. Ἄγνωστο ἐπίσης μένει καὶ τὸ πῶς κατέληξαν οἱ γονεῖς του στὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ παιδί τους ἦταν δῶρο τοῦ Θεοῦ. Πάντως κατὰ τὴν Κ. Διαθήκη ὁ Ζαχαρίας ἔμαθε ὅτι θὰ ἀποκτήσει παιδὶ ἀπὸ τὸν ἄγγελο Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνακοίνωσε τότε καὶ τὸ θεόδοτο ὄνομά του (βλ. Λκ 1,11-13).
Γ΄ Γυμνασίου
(Θέματα ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας)
Γιὰ τὸ ἐγχειρίδιο τῆς Γ΄ Γυμνασίου πρέπει ἐξ ἀρχῆς νὰ λεχθεῖ ὅτι δὲν συμμερίζεται τὸν τρόπο ἀνάλυσης καὶ τὴν κατευθυντήρια γραμμὴ ποὺ ἀκολουθοῦν τὰ δύο προηγούμενα. Φρονοῦμε ὅτι ἔχει δομηθεῖ πιὸ στέρεα στὸν θεμέλιο λίθο τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας. Ὡστόσο:
α. Ἡ πρώτη πηγὴ ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναφερθεῖ, ἀλλὰ δὲν μνημονεύεται καθόλου στὴ σχετικὴ ἑνότητα (Ε,12-13), εἶναι ἀσφαλῶς τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων. Σ’ αὐτὸ ἄλλωστε στηρίζονται σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου οἱ ἑνότητες 3-8.
β. Πρέπει νὰ δοθεῖ ἰδιαίτερη προσοχὴ στὴν ἀκρίβεια τῶν πληροφοριῶν καὶ τῶν θεολογικῶν ἐκφράσεων. Ἐπὶ παραδείγματι:
–Ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ ἤδη καὶ ἀπὸ τὴν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὴν ὑπ’ ἀριθμ. 5080/27-11-2006 ἐπιστολή της πρὸς τὴν τότε Ὑπουργὸ Παιδείας κ. Γιαννάκου, α) ὁ διάκονος Παρμενᾶς (Πρξ 6,5) ἀναφέρεται ὡς Παρμενίωνας (Ε,19), β) στὴν Ε,23 συγχέεται ἡ ἐκτέλεση τοῦ ἀποστόλου Ἰακώβου, τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννου (Πρξ 12,1-2), μὲ τὴν ἐκτέλεση τοῦ Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου
[8], καὶ γ) ἀπαντῶνται δογματικῶς προβληματικὲς ἐκφράσεις, ὅπως
ἡ χρήση τοῦ ὅρου «Θεῖος Λόγος» (Ε,54) ἀντὶ τοῦ «Θεὸς Λόγος» (Ἰω 1,1) ἢ «Λόγος τοῦ Θεοῦ» (τὸ λῆμμα «Λόγος Θεῖος» στὸ Γλωσσάρι πρέπει νὰ ἐπανεξετασθεῖ˙ δὲν ἰσχύουν οἱ παραπομπὲς στὴν Καινὴ Διαθήκη ἐπ’ αὐτοῦ).
–Στὶς ἑνότητες 4-8 ὑπάρχει σοβαρὸ πρόβλημα μὲ τὴ χρήση τῶν ὅρων «ἑλληνιστές», «ἰουδαϊστές», «ἰουδαιοχριστιανοί». Στὴν Ε,18 λέγεται ὅτι τὴν πρώτη Ἐκκλησία ἀποτέλεσαν οἱ ἑλληνιστές, οἱ ὁποῖοι ἦταν «Ἰουδαῖοι ποὺ μιλοῦσαν ἑλληνικὰ καὶ εἶχαν ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό», καὶ οἱ ἰουδαϊστές, ποὺ ἦταν «Ἰουδαῖοι ποὺ μιλοῦσαν μόνο ἑβραϊκὰ καὶ παρέμεναν πιστοὶ στὶς ἐθνικές τους παραδόσεις». Στὴν Ε,29 πάλι γίνεται λόγος περὶ ἑλληνιστῶν καὶ ἰουδαιοχριστιανῶν. Δὲν φαίνεται ὅμως ὅτι ἔχει ἔτσι τὸ πρᾶγμα. Ἀρκεῖ νὰ λεχθεῖ ἐδῶ ὅτι ὁ ὅρος «ἰουδαῖος», ὅταν ἀναφερόμαστε στοὺς ἰουδαιοχριστιανοὺς (καλύτερα «ἰουδαΐζοντες χριστιανοί»˙ πρβλ. Γα 2,14), εἶναι θρησκευτικὸς καὶ ὄχι ἐθνικὸς ἢ πολιτισμικός. Καὶ ἑλληνιστὲς θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι ἰουδαιοχριστιανοί. Ἄλλωστε οἱ πρῶτοι ποὺ ἐπιδίωξαν νὰ δολοφονήσουν τὸν Παῦλο στὴν Ἰερουσαλὴμ ὑπερασπιζόμενοι φανατικὰ τὴν πατρώα πίστη τους, τὸν Ἰουδαϊσμό, ἦταν ἑλληνιστὲς (Πρξ 9,29).
–Ὅτι ὁ Μ. Κωνσταντῖνος (ἑνότ. 12) εἶναι ἅγιος τὸ πληροφορούμαστε ἀπὸ τὴν ὑποσημείωση σὲ μία εἰκόνα του (Ε,46), ἐνῶ ἡ ἴδια τακτικὴ ἀκολουθεῖται καὶ ἀλλοῦ (βλ. τὴν περίπτωση τῶν ἁγ. Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου [Ε,86]). Καὶ αὐτὸ τὴ στιγμὴ ποὺ γίνεται ἐπισήμως λόγος γιὰ τὸν «ἅγιο Φραγκίσκο τῆς Ἀσίζης»(!) (Ε,92).
Παρεμπιπτόντως: στὴν ἀνωτέρω ἑνότητα γιὰ τὸν Μ. Κωνσταντῖνο παρατίθεται μία φωτογραφία ψηφιδωτοῦ ποὺ παρουσιάζει τὸν ἅγιο αὐτοκράτορα νὰ βαπτίζεται ἀπὸ τὸν ἅγ. Σίλβεστρο, πάπα Ρώμης (Ε,45)˙ ἐμφανίζεται δηλ. τὸ ἐγχειρίδιο νὰ υἱοθετεῖ τοὺς μύθους περὶ τὸν ἅγ. Σίλβεστρο (Vita Silvestri, «Κωνσταντίνειος Δωρεά» κλπ.), ποὺ ἀποτελοῦν κατασκευάσματα τῆς Ρώμης προκειμένου νὰ στηριχθεῖ ἡ παντοκρατορία τοῦ πάπα
[9].
–Στὸ μεταφρασμένο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν
Περὶ ἐνανθρωπήσεως πραγματεία τοῦ Μ. Ἀθανασίου ἐν Ε,57 λέγεται ὅτι «Ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνουμε ἐμεῖς Θεοί»˙ ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὡστόσο γράφει «...ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος...γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν»
[10].
–Στὴν Ε,73 λέγεται ὅτι οἱ ἀκραῖοι εἰκονόφιλοι «Κατέληξαν νὰ λατρεύουν τὸ ξύλο, τὸ χρῶμα καὶ τὸ ὑλικὸ τῆς εἰκόνας, τὰ ὁποία θεωροῦσαν φορεῖς τῆς θείας χάριτος καὶ μέσον ἁγιασμοῦ τῶν πιστῶν». Πρόκειται γιὰ διατύπωση πολὺ κοινὴ στὰ ἱστορικὰ ἐγχειρίδια. Ὡστόσο τὸ ὅτι ἡ ὕλη γίνεται φορέας τῆς θείας χάριτος καὶ μέσο ἁγιασμοῦ δὲν ἀποτελεῖ αἱρετικὴ διδασκαλία, ὅπως παρουσιάζεται ἐν προκειμένῳ, ἀλλὰ κατὰ πάντα ὀρθόδοξη. Διότι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, δηλ. ἐνυλώθηκε˙ καὶ ἔτσι ἐμεῖς σωζόμαστε: ἐπειδή, παρὰ τὰ ὅσα δίδασκε ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ὁ Θεὸς «ἐμίγη ἀνθρώπῳ». Ἂν ἀρνηθοῦμε τὴ δυνατότητα τῆς ὕλης νὰ γίνεται μέσο ἁγιασμοῦ, τότε ἀρνούμαστε καὶ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τὴ σωτηρία μας. Ὑπῆρχε βέβαια στὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονομαχίας ἕνα πρόβλημα, ὅπως ὑπάρχει καὶ σήμερα: Ὅτι πολλοὶ χριστιανοὶ θεωροῦν καὶ λατρεύουν τὴν ὕλη (ἱ. εἰκόνες, ἅγ. λείψανα κλπ.) ὡς αὐτόνομη πηγὴ ἁγιασμοῦ. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἄλλο (βλ. προσεκτικὰ τὰ κείμενα τοῦ ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ ἐν Ε,76).
–Ἐκκλησιολογικὰ εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτη ἡ χρήση τοῦ ὅρου «Ἐκκλησία», ὅσον ἀφορᾶ στὸν παπισμὸ καὶ τὸν προτεσταντισμό. Ἐκτὸς ἂν μᾶς ἐνδιαφέρει περισσότερο ὄχι ἡ θεολογικὴ ἀκρίβεια, ἀλλὰ ἡ λεγόμενη ἐκκλησιαστικὴ διπλωματία. Τὸ ἴδιο ἀπαράδεκτη εἶναι καὶ ἡ ἀποσιώπηση τῆς ἀλήθειας ὅτι οἱ ἐν λόγῳ χριστιανικὲς ὁμολογίες ἀποτελοῦν αἱρέσεις.
γ. Πρέπει νὰ γίνει καλύτερη ἱεράρχηση προτεραιοτήτων. Ἀναφέρουμε ὁρισμένα παραδείγματα:
–Δὲν εἶναι κατανοητὴ ἡ ἰδιαίτερη ἔμφαση ποὺ δίδεται στὴ διδασκαλία τοῦ ἁγ. Ἰγνατίου Θεοφόρου-γιὰ κανένα ἄλλον ἅγιο διδάσκαλο δὲν ἐπιφυλάσσεται παρόμοια ἀντιμετώπιση-καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ παραδρομὴ κατ’ οὐσίαν τῆς διδασκαλίας τοῦ ἀπ. Παύλου˙ ὅσα λέγονται γιὰ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου στὴν περίοδο πέντε σειρῶν «Κάποιες φορὲς ἐπισκέπτονταν ξανὰ τὶς ἐκκλησίες...μέχρι καὶ σήμερα στὶς ἐκκλησίες» [Ε,33-34], ὅτι ὁ Παῦλος μέσω αὐτῶν καθοδηγεῖ, διαπαιδαγωγεῖ, ἁπαντᾶ κττ., εἶναι γενικόλογα καὶ ἐντελῶς ἐπουσιώδη.
–Ἐπαναλαμβάνουμε καὶ ἐδῶ ὅτι ἡ ἀπάλειψη τῶν ἑνοτήτων γιὰ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Θεολόγο καὶ τὸν ἅγ. Ἰω. Χρυσόστομο ἦταν κίνηση ἄστοχη καὶ βεβιασμένη. Ὑποστηρίχθηκε ἀπὸ τὸ Παιδαγωγικὸ Ἰνστιτοῦτο (ΔΤ 10/26-4-06) ὅτι γιὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες ἔγινε λόγος στὸ Δημοτικό. Ἀλλὰ τέτοιου εἴδους ἐπιχειρήματα δὲν ἀντέχουν καὶ στὴ μετριοπαθέστερη κριτική. Σημειωτέον ὅτι στὴ ΒΕ,47 προτείνεται «Νὰ διαβαστοῦν κείμενα Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀποδεικνύουν τὴν ἐπιρροὴ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ στὸν Χριστιανισμὸ (π.χ. Γρ. Θεολόγου: ποιητικὸ ἔργο, ἐπιτάφιος λόγος στὸ Μ. Βασίλειο, Ι. Χρυσοστόμου: ὁμιλίες κ.ἄ.)» (!).
- Ἕνα ἄλλο σημεῖο ποὺ φρονοῦμε ὅτι πρέπει νὰ ἐπανεξετασθεῖ, εἶναι ἡ ἀναφορὰ τοῦ ἐγχειριδίου-ἐγχειρίδιο ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ἑλληνόπουλα-στὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ καὶ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Διότι αὐτὸ τελικὰ ποὺ ἀποκομίζει ὁ ἀναγνώστης του εἶναι ὅτι ἡ ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία μετὰ τὴν αὐτοκεφαλία της-ἕνα σημεῖο τοῦ ὁποίου ἡ ἀνάπτυξη καταλαμβάνει ἐντελῶς ἀδικαιολόγητα τὰ 3/4 τῆς σχετικῆς ἑνότητας (31)-δὲν ἔχει τίποτε τὸ ἀξιόλογο νὰ ἐπιδείξει. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἀγνοοῦνται πλήρως οἱ μεγάλες μορφὲς καὶ τὸ ἔργο σπουδαίων ἀρχιεπισκόπων, ἐπισκόπων καὶ γενναίων κληρικῶν της, ὅπως ἐπίσης ἀγνοεῖται ἡ ὁμόθυμη καὶ ἄκρως σημαντικὴ προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας μας στοὺς νεώτερους ἀγῶνες τοῦ γένους˙ μόνο γιὰ τὴν τιτάνια ἐθνεγερτικὴ καὶ ἀντιστασιακή της δράση κατὰ τὴν περίοδο 1940-44 ὑπάρχει πλουσιώτατη σχετικὴ βιβλιογραφία. Καὶ πέρα ἀπ’ αὐτὰ ἀγνοεῖται ὅτι ἂν σήμερα ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ βαρίδια τοῦ παρελθόντος καὶ τρέφεται ἀπὸ τὶς αὐθεντικὲς πηγές της, τοῦτο ὀφείλεται ἀναμφισβήτητα στὴν ἀναγέννηση τῶν πατερικῶν σπουδῶν στὸν τόπο μας˙ ἀναγέννηση ποὺ θεμελιώθηκε ἀπὸ ὀρθόδοξες ἱεραποστολικὲς κινήσεις ἤδη στὴν προπολεμικὴ περίοδο, καὶ ἀποδίδει πλούσιους καρποὺς στὴν ἐποχή μας. Καὶ τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴν προσφορὰ τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας στὴν ἐξωτερικὴ ἱεραποστολὴ ἢ γιὰ τὴν ποικίλη καὶ πολύπλευρη συνδρομή της πρὸς τὶς ἄλλες ἀδελφὲς Ἐκκλησίες καὶ πρὸς αὐτὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο; «Ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος…». Καὶ οὔτε βέβαια ἔχει νόημα νὰ προβάλουμε ἐδῶ τὰ πασίγνωστα. Ἐν πάσῃ περιπτώσει οἱ πάντες γνωρίζουν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς πατρίδας μας δὲν ἀποτελεῖ παρωνυχίδα στὸ σῶμα τῶν Ὀρθοδόξων. Ἀντίθετα, ἔχει ἀναγνωρισθεῖ σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο ὅτι κατέχει ἐδῶ καὶ δεκαετίες ἰδιαιτέρως νευραλγικὴ θέση.
Τέλος, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν παρατηρήσει κανεὶς τὴν ξεχωριστὴ προβολὴ ἀπὸ τὸ ἐγχειρίδιο τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἔναντι τῆς Ὀρθοδοξίας στὴ μετὰ τὸ σχίσμα περίοδο. Γιὰ τὶς δυὸ πρῶτες ὁμολογίες-αἱρέσεις ἀφιερώνονται πέντε λεπτομερεῖς καὶ ἀναλυτικὲς ἑνότητες (27, 28, 29, 32, 33), ἐνῶ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τρεῖς καὶ ἀποσπασματικὲς (30, 31, 34). Ἔτσι ὁ μαθητὴς καλεῖται νὰ οἰκειωθεῖ ἕνα πλῆθος λεπτομερειῶν, ἐπὶ παραδείγματι γιὰ τὴ σύνοδο τοῦ Τριδέντου καὶ τὴ νύχτα τοῦ Ἁγίου Βαρθολομαίου-πράγματα ποὺ θὰ τὰ διδαχθεῖ καὶ στὸ μάθημα τῆς γενικῆς ἱστορίας-, ἀλλὰ δὲν θὰ μάθει ποτὲ γιὰ τὴν ἐποποιία, τὸ μαρτύριο καὶ τὴ μαρτυρία τῶν ἀνατολικοευρωπαϊκῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ποὺ διάνυσαν ὑπὸ τὸ τυραννικὸ πέλμα ἀθεϊστικῶν καθεστώτων ὅλο σχεδὸν τὸν 20ο αἰ. Γιατί; (Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ εἶναι βέβαια «ἀφελὲς»-καὶ δὲν χρειάζονται, νομίζω, ἐξηγήσεις ἐπ’ αὐτοῦ-, δὲν θὰ μποροῦσα ὅμως νὰ μὴν τὸ ἐπισημάνω.)
δ. Ἐνίοτε χωλαίνει καὶ ἡ διατύπωση. Βλ. π.χ. Ε,30: «Στὰ Ἰεροσόλυμα συγκεντρώθηκαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι. Πρῶτος μίλησε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ποὺ ὑπενθύμισε ὅτι Αὐτὸς εἶχε φανερώσει καὶ στὸν ἴδιο ὅτι ὁ Θεὸς προσκάλεσε...»˙ ποιὸς εἶναι «Αὐτός»;
ε. Ἀπουσιάζουν ἐντελῶς τροπάρια καὶ ὕμνοι τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀκολουθιῶν, τὰ ὁποῖα ἐκτὸς ἀπὸ ζωντανοὶ ἐκφραστὲς τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας εἶναι ὄχι σπάνια καὶ ἱστορικὲς πηγὲς (βλ. ἐξάλλου Ε,13, ὅπου ὡς πηγὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ἀναγνωρίζονται καὶ «τὰ λατρευτικὰ κείμενα»). Σημειωτέον ὅτι τὰ περὶ τῆς Βαβὲλ ἐν Ε,16 στηρίζονται σαφῶς στὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς «Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε...», τὸ ὁποῖο στὸ παρὸν ἐγχειρίδιο ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ ἕνα ἀπόσπασμα εἰσήγησης στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν».
Εὐάγγελος Ἀ. Δάκας
Δρ Θεολογίας
Θεσσαλονίκη
[1]. Ε=Ἐγχειρίδιο, ΒΕ=Βιβλίο ἐκπαιδευτικοῦ. Σημειωτέον ὅτι ἡ πλάγια γραφὴ ἐντὸς τῶν ἀποσπασμάτων ἐκ τῶν Ε και ΒΕ ποὺ ἀντιγράφω, εἶναι πάντοτε τῶν συγγραφέων.
[3]. Π=τὸ προηγούμενο ἐγχειρίδιο
[4]. ΦΕΚ 303/Β/13-3-03, 3899.
[5]. Καὶ ἐν Ε,87 λέγεται ὅτι ὁ Χριστὸς «ἐλευθέρωσε (ἀνθρώπους) ἀπὸ δυνάμεις τοῦ κακοῦ (δαιμονισμένους)».
[6]. Βλ. π.χ. Δίδυμο, PG 39,1100˙ Ἐφραίμ, 5,283-284 Φραντζολᾶς˙ Γρηγόριο Νύσσης, 312 Oehler˙ Χρυσόστομο, PG 57,282˙ Μάξιμο Ὁμολ., 705 κ.ε. Van Deun˙ Ἀμβρόσιο, PL 16,454˙ Ἱερώνυμο, PL 24,86, κ.ἄ. Καὶ ἡ μετάφραση τῆς Κ. Διαθήκης ποὺ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς σ. ἔχει «γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸν πονηρό».
[7]. Πλήρη παρουσίαση τῶν δεδομένων ποὺ ἀποδεικνύουν τὴν ὀρθότητα αὐτῆς τῆς θέσεως βλ. ἐν B. M. Metzger, A Textual Commentary on the Greek New Testament, Stuttgart 21994 (ἀνατ. 2005), σ. 187-189˙ ὁ ἐν λόγῳ ἐρευνητὴς σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὅτι “The evidence for the non-origin of the pericope of the adulteress is overwhelming” (αὐτόθι, 187). Βλ. ἐπίσης Στ. Σάκκου, Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, Θεσσαλονίκη 21984, σσ. 118-121.
[8]. Βλ. Ἡγήσιππο παρ’ Εὐσεβίου, Ἐκκλ. ἱστ. 2, 23˙ Ἰωσήπου,Ἰουδ. ἀρχ. 20,200-201.
[9]. Βλ. πρόχειρα J. Patinot, «Σίλβεστρος», ἐν ΘΗΕ. Ἡ σημαντικὴ αὐτὴ παρατήρηση ὀφείλεται κατὰ πρῶτον στὸν φίλο συνάδελφο κ. Κ. Ἀντωνόπουλο.
[10]. PG 25,192B. Βλ. ἐπ’ αὐτοῦ καὶ τὴν ἀνωτέρω ἐπιστολὴ τῆς Ἱ. Συνόδου.