Θά σοῦ πάει καλά ὅλη ἡ χρονιά, ὄχι ἄν μεθᾶς τήν πρώτη τοῦ μηνός, ἀλλά ἄν καί τήν πρώτη τοῦ μηνός καί κάθε μέρα κάνεις αὐτά πού ἀρέσουν στόν Θεό. Διότι ἡ ἡμέρα γίνεται κακή ἤ καλή ὄχι ἀπό τή δική της φύση, ἀφοῦ δέν διαφέρει ἡ μιά μέρα ἀπό τήν ἄλλη, ἀλλά ἀπό τή δική μας ἐπιμέλεια ἤ ραθυμία. Ἄν κάνεις τήν ἀρετή, σοῦ ἔγινε καλή ἡ μέρα. Ἄν κάνεις τήν ἁμαρτία, ἔγινε κακή καί γεμάτη κόλαση. Ἄν ἐμβαθύνεις σ' αὐτά κι ἔχεις αὐτές τίς διαθέσεις, θά 'χεις καλή ὅλη τή χρονιά κάνοντας κάθε μέρα προσευχές, ἐλεημοσύνες. Ἄν ὅμως ἀμελεῖς τήν προσωπική σου ἀρετή κι ἐμπιστεύεσαι τήν εὐφροσύνη τῆς ψυχῆς σου στίς ἀρχές τῶν μηνῶν καί στούς ἀριθμούς τῶν ἡμερῶν, θά ἐρημωθεῖς ἀπ' ὅλα τά ἀγαθά σου.
Αὐτό, λοιπόν, ἐπειδή τό ἀντιλήφθηκε ὁ διάβολος κι ἐπειδή φροντίζει νά καταλύσει τούς κόπους μας γιά τήν ἀρετή καί νά σβήσει τήν προθυμία τῆς ψυχῆς, μᾶς ἔμαθε νά βάζουμε στίς μέρες τήν ἐτικέτα τῆς εὐτυχίας ἤ τῆς δυστυχίας. Ἕνας πού ἔπεισε τόν ἑαυτό του ὅτι ἡ ἡμέρα εἶναι κακή ἤ καλή, οὔτε στήν κακή θά φροντίσει γιά καλά ἔργα, διότι τάχα ἄδικα τά κάνει ὅλα καί χωρίς σέ τίποτα νά ὠφελήσει, ἐξαιτίας τῆς κακορρίζικης ἡμέρας· οὔτε στήν καλή πάλι θά τό κάνει αὐτό, διότι τάχα σέ τίποτα δέν τόν ἐμποδίζει ἡ προσωπική του ραθυμία, ἐξαιτίας τῆς καλορρίζικης ἡμέρας, κι ἔτσι καί ἀπό τίς δύο πλευρές θά προδώσει τή σωτηρία του. Κι ἄλλοτε μέν διότι δῆθεν ἀνώφελα κοπιάζει, ἄλλοτε διότι δῆθεν περιττά, θά ζήσει μέσα στήν ἀργία καί τήν πονηριά. Γνωρίζοντας, λοιπόν, αὐτό πρέπει νά ἀποφεύγουμε τίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου καί νά βγάλουμε ἀπό τό νοῦ μας αὐτήν τήν ἰδέα καί νά μή προσέχουμε τίς μέρες οὔτε νά μισοῦμε τή μιά καί ν' ἀγαποῦμε τήν ἄλλη...
Ὁ χριστιανός δέν πρέπει νά γιορτάζει μόνο μῆνες οὔτε πρωτομηνιές οὔτε Κυριακές, ἀλλά σ' ὅλη του τή ζωή νά ἔχει τή γιορτή πού τοῦ πρέπει. Καί ποιά γιορτή τοῦ πρέπει; Ἄς ἀκούσουμε τόν Παῦλο πού λέει· «Ὥστε ἑορτάζωμεν μή ἐν ζύμῃ παλαιᾷ, μηδέ ἐν ζύμῃ κακίας καί πονηρίας, ἀλλ' ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καί ἀληθείας» (Α΄ Κο 5,8). Ὅταν λοιπόν ἔχει καθαρή τή συνείδηση, ἔχεις πάντα γιορτή· τρέφεσαι μέ καλές ἐλπίδες καί ἐντρυφᾶς στήν προσδοκία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν· ὅπως, ὅταν δέν ἔχεις παρρησία κι ἔχεις πέσει σέ πολλά ἁμαρτήματα, ἀκόμη κι ἄν εἶναι μύριες γιορτές καί πανηγύρια δέν θά 'σαι σέ καθόλου καλύτερη θέση ἀπό ἐκείνους πού πενθοῦν. Διότι, τί ὄφελος ἔχω ἐγώ ἀπό τή λαμπρή μέρα, ὅταν τήν ψυχή μου τή σκοτίζει ἡ συνείδηση;
Ἄν λοιπόν θέλεις νά 'χεις καί κάποιο κέρδος ἀπό τήν πρωτομηνιά, κάνε τό ἑξῆς. Ὅταν βλέπεις ὅτι συμπληρώθηκε ὁ χρόνος, εὐχαρίστησε τόν Κύριο, διότι σέ ἔβαλε σ' αὐτήν τήν περίοδο τῶν ἐτῶν. Δημιούργησε κατάνυξη στήν καρδιά σου, ξαναλογάριασε τόν χρόνο τῆς ζωῆς σου, πές στόν ἑαυτό σου· Οἱ μέρες τρέχουν καί περνοῦν, τά χρόνια συμπληρώνονται, πολύ μέρος τοῦ δρόμου προχωρήσαμε. Ἄραγε τί καλό κάναμε; Μήπως ἄραγε φύγουμε ἀπό δῶ ἄδειοι κι ἀπογυμνωμένοι ἀπό κάθε ἀρετή; Τό δικαστήριο εἶναι κοντά, ἡ ζωή μας τρέχει πρός τό γῆρας.
Ἰω. Χρυσοστόμου, Λόγος ἐν ταῖς Καλάνδαις, PG 48,955-956.
Εἶναι ἀνάγκη, ἀδελφοί, νά ἔχει ὁ καθένας σας πνευματικό πατέρα, νά προσέρχεται μέ πίστη, νά ταπεινώνεται ἐνώπιόν του καί νά καταθέτει κάτω ἀπό τό πετραχήλι τά πονηρά πάθη τῆς καρδιᾶς του. Κι ἔπειτα νά δεχθεῖ τή θεραπεία καί νά ξεριζώσει τά ἀγκάθια τῆς ἁμαρτίας πού ὁ ἴδιος ἔθρεψε μέ τήν ἐμπαθῆ καί φιλήδονη ζωή... Μέ τή συγχώρηση καί τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ ἔρχεται ἡ γλυκειά καταλλαγή, ἡ συμφιλίωση μέ τόν Κύριο, πού χάρη στό ἀφάνταστο πέλαγος τῆς φιλανθρωπίας του ἔκλινε τούς οὐρανούς καί κατέβηκε στή γῆ... Κανείς μή στερήσει ἀπό τόν ἑαυτό του αὐτή τήν ἀρχή τῆς μετάνοιας. ῎Αν δέν ἀγγίξεις τήν ἀρχή τῶν ἀρετῶν, πῶς θά προχωρήσεις στό καλύτερο;
᾿Ιδιαίτερα αὐτή τήν περίοδο ἀξίζει νά προσέλθουμε μέ ζῆλο στό μυστήριο τῆς ᾿Εξομολόγησης. Διότι αὐτή ἡ Σαρακοστή λειτουργεῖ ὡς προκαθάρσιο, καθώς μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἑορτή τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ... ῎Αν χωρίς τήν ἐξομολόγηση καί τή μετάνοια δέν εἶμαι ἄξιος οὔτε κἄν τά θεῖα λόγια νά ὑποδεχθῶ, πῶς θά λάβω αἷμα καί σῶμα Χριστοῦ, ἄν πρῶτα δέν καθαρισθῶ μέ τό μυστήριο; Πῶς νά κατοικήσει ὁ ᾿Αναμάρτητος σέ σῶμα καταχρεωμένο μέ ἁμαρτίες;
ΓρηγορίουΠαλαμᾶ,
Περὶ τῶν ἁγίων καὶ φρικτῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων, ΕΠΕ 11,398-400.
(᾿Απόδοση ᾿Αγγελική Τσιραμπίδου, φιλόλογος)
Μέσα στά φλογερά κηρύγματα τοῦ ἁγ. Χρυσοστόμου συναντοῦμε σέ πολλά σημεῖα λόγια στοργῆς καί ἀγάπης γιά τή νεότητα. Διότι ὁ Χρυσόστομος ἦταν στοργικός πατέρας μέ ἐνδιαφέρον ὄχι μόνο γιά τούς μεγάλους ἀλλά καί γιά τούς νέους. Τόν παρακολουθοῦμε νά γράφει μέ πόνο ψυχῆς γράμματα ἀγάπης σέ παραστρατημένους νέους.
῾Ο ἅγιος πατέρας δέν ἀρέσκεται στό νά καλοπιάνει τούς ἐφήβους. Τούς ἀγαπᾶ καί νοιάζεται γι’ αὐτούς, ἀλλά ξέρει καλά ὅτι «ἡ νεότης πελάγει προσέοικε μαινομένῳ, κυμάτων ἀγρίων καί πνευμάτων γέμοντι πονηρῶν». Βλέπει τή νεότητα σάν φωτιά, σάν ἀδάμαστο ἵππο πού χρειάζεται χαλιναγώγηση. Βλέπει πολλούς κινδύνους πού ἀπειλοῦν τούς ἐφήβους· ἀτίθασοι, ἀσταθεῖς, θερμόαιμοι, ἐπιπόλαιοι, ἀνυπόμονοι, ρέπουν μέ μεγάλη εὐκολία στήν ἀνηθικότητα καί δέν δέχονται συμβουλές.
῎Ετσι, ἀπευθυνόμενος στούς νέους τούς συμβουλεύει, ἄν θέλουν νά γίνουν ξεχωριστοί ἀνάμεσα στούς συνομηλίκους τους ἀλλά καί στούς μεγαλυτέρους τους, νά συνηθίσουν νά εἶναι ἐγκρατεῖς στό φαγητό, νά ἀποφεύγουν τήν πολυτέλεια, νά κάνουν οἰκονομία, νά εἶναι φιλόστοργοι καί νά μάθουν νά ὑποτάσσονται.
῾Ο Σολομών, ὁ Δαβίδ, ὁ Πάγκαλος ᾿Ιωσήφ, ὁ Δανιήλ, οἱ τρεῖς Παῖδες, ὁ Τιμόθεος εἶναι νέοι-πρότυπα γιά τούς νέους, καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος πλέκει τό ἐγκώμιό τους καί τούς βάζει ἐμπρός σέ κάθε νέο γιά νά τόν ἐμπνέουν καί νά τοῦ δίνουν θάρρος. Διότι ὁ ἀγωνιζόμενος νέος παίρνει θάρρος καί ἐνισχύεται στόν ἀγώνα του, ὅταν βλέπει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἐφαρμοσμένες ἀπό συνομηλίκους του.
῞Ομως μεγάλη εἶναι καί ἡ ευθύνη αὐτῶν πού διαπαιδαγωγοῦν τούς νέους. Καί ὅσο μεγάλη εἶναι ἡ εὐθύνη, τόσο δύσκολη ὑπόθεση καί μεγάλη τέχνη εἶναι ἡ ἀγωγή τους. «Ταύτης τῆς τέχνης οὔκ ἐστιν ἄλλη μείζων». ῾Υπάρχει ἄραγε τίποτα ὑψηλότερο ἀπό τό «ρυθμίσαι ψυχήν καί διαπλάσαι νέου διάνοιαν»; Διότι, πράγματι, ἀπό κάθε ζωγράφο καί κάθε ἀγαλματοποιό πρέπει νά εἶναι προσεκτικότερος ἐκεῖνος πού ἀσκεῖ αὐτή τήν τέχνη.
Πρώτη καί βασικότερη ἀρχή στήν ἀγωγή τῶν νέων εἶναι τό παράδειγμα τῶν μεγάλων. Πῶς θά μπορέσεις νά σωφρονίσεις τόν νέο πού εἶναι ἄσεμνος καί ἀκόλαστος, ὅταν σύ ὁ ἴδιος μέ τά ἄσπρα σου μαλλιά παρασύρεσαι ἀπό ἄσεμνα καί ἀηδῆ θεάματα;
᾿Από τήν ἄλλη, μήν ἀπελπιστεῖς καί πεῖς ὅτι ὁ νέος δέν μπορεῖ νά φτάσει τήν ἀρετή. ῾Η νεότητα δέν ἀποτελεῖ καθόλου ἐμπόδιο γι’ αὐτή. Δίδαξε στό παιδί σου τήν εὐσέβεια. Διότι εἶναι μεγάλο κακό ἡ νεότητα ὅταν δέν ἔχει γιά χαλινάρι τόν εὐσεβῆ στοχασμό.
Κυρίως χρειάζεται ἐπιμονή στίς καθημερινές λεπτομέρειες, στά μικρά, διότι ἡ μεγαλύτερη ἁγιοσύνη βρίσκεται στήν ἐκτέλεση τῶν μικρῶν καθηκόντων κάθε στιγμῆς. ῎Ετσι οἱ νέοι μας θά γίνουν δόκιμοι καί σπουδαῖοι καί στά μεγάλα πράγματα.
Τέλος, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ξεσπᾶ σ’ ἕναν ὕμνο γιά τή νεότητα πού χαρίζει ὁ Χριστός. Αὐτή ἡ νεότητα, πού ἀνακαινίζεται σάν τοῦ ἀετοῦ ἀπό τή θεία χάρη, δέν γνωρίζει γηρατειά, δέν προσβάλλεται ἀπό ἀρρώστια, δέν κυριεύεται ἀπό λύπη, δέν ἀμαυρώνεται ἀπό χρόνο, δέν ὑποχωρεῖ σέ τίποτε, δέ νικιέται ἀπό κανέναν, παρά μόνο ἀπό τήν ἁμαρτία. «Τό γάρ βαρύ ταύτης γῆρας ἡ ἁμαρτία». Τότε ὁ ἄνθρωπος γερνᾶ, ὅταν ἀφήνει τήν ἁμαρτία νά τόν κυριεύσει.
Φ.Μ.
᾿Εκπαιδευτικός
῞Οπως ἀπ᾿ ὅλες τίς αἰσθήσεις καλύτερη εἶναι ἡ ὅραση, ἔτσι καί ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀρετές ἡ προσευχή εἶναι ἡ πιό θεία καί ἱερή.
* * *
῞Οπως τό ψωμί εἶναι τροφή τοῦ σώματος καί ἡ ἀρετή τροφή τῆς ψυχῆς, ἔτσι καί τοῦ νοῦ τροφή εἶναι ἡ πνευματική προσευχή.
* * *
Μακάριος ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος κατά τόν καιρό τῆς προσευχῆς μένει ἀνεπηρέαστος ἀπ᾿ ὅλα τά πράγματα.
* * *
Πολλές φορές ζήτησα μέ τήν προσευχή ἀπό τόν Θεό νά μοῦ γίνει κάτι πού νόμιζα καλό καί ἐπέμεινα παράλογα νά τό ζητῶ βιάζοντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν τόν ἄφηνα νά οἰκονομήσει ᾿Εκεῖνος ὅ,τι γνωρίζει ὡς συμφέρον δικό μου. Καί λοιπόν, ἀφοῦ ἔλαβα ὅ,τι ζήτησα, στενοχωρήθηκα ὕστερα πολύ, πού δέν εἶχα ζητήσει μᾶλλον νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Διότι δέν μοῦ ἦρθε τό πράγμα ἔτσι ὅπως τό νόμιζα.
῞Αγιος Νεῖλος
Ἄν τοῦ κάθε ἁγίου τή μνήμη τήν ἐπιτελοῦμε μέ ὕμνους καί μέ τά ἀνάλογα ἐγκώμια, πόσο περισσότερο τή μνήμη τῶν ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, τῆς ὑψηλότατης κορυφῆς τοῦ κορυφαίου χοροῦ τῶν ἀποστόλων; Αὐτοί οἱ δύο εἶναι οἱ πατέρες καί καθοδηγηταί ὅλων ἐκείνων πού παίρνουν ἀπό τόν Χριστό τό ὄνομα τους, ἀποστόλων, μαρτύρων, ὁσίων, ἱερέων, ἱεραρχῶν, ποιμένων καί διδασκάλων, ποιμαινομένων καί διδασκομένων, ὅλων, διότι εἶναι οἱ ἀρχιποιμένες καί οἱ ἀρχιτέκτοντες τῆς εὐσεβείας καί τῆς ἀρετῆς, καί οἱ φωστῆρες τοῦ κόσμου, πού κρατοῦν τό λογαριασμό τῆς ζωῆς. Ξεπερνοῦν στή λάμψη ὅλους ἐκείνους πού ἔλαμψαν στήν εὐσέβεια καί στήν ἀρετή ὅσο ξεπερνᾶ ὁ ἥλιος τά ἄλλα ἀστέρια. Εἶναι οἱ οὐρανοί τῶν οὐρανῶν, πού διηγοῦνται τήν ὑψίστη δόξα τοῦ Θεοῦ.
Αὐτοί οἱ λαμπροί φωστῆρες πού ἀνατέλλουν μαζί σήμερα φαιδρύνουν τήν Ἐκκλησία. Ἡ συνάντησή τους... προκαλεῖ περίσσεια φωτός... καί προσφέρει διπλῆ λάμψη στίς ψυχές τῶν πιστῶν...
Ὁ Πέτρος μέ τή μετάνοια καί τό κατώδυνο πένθος, ὄχι μόνο θεράπευσε τήν ἄρνηση στήν ὁποία εἶχε παρασυρθεῖ, ἀλλά καί ξερρίζωσε ἐντελῶς ἀπό τήν ψυχή του τό πάθος τῆς ὑπερηφάνειας, ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου τόν εἶχε ἐγκαταλείψει ὁ Κύριος... Θέλοντας νά τό φανερώσει αὐτό σέ ὅλους ὁ Ἰησοῦς, μετά τό κατά σάρκα πάθος πού ὑπέμεινε γιά μᾶς καί τήν τριήμερη ἀνάστασή του ἐκ νεκρῶν... τοῦ λέγει· «Σίμων Ἰωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων;», δηλαδή περισσότερο ἀπό τούς μαθητάς μου; Καί πρόσεξε τήν ἀλλαγή του πρός τήν ταπείνωση. Αὐτός πού πρῶτα, χωρίς νά ἐρωτηθεῖ, ἔβαζε τόν ἑαυτό του πάνω ἀπό τούς ἄλλους κι ἔλεγε ὅτι ἄν ὅλοι σέ ἀρνηθοῦν, ἐγώ ὄχι, τώρα πού τόν ρωτᾶ ὁ Κύριος ἄν τόν ἀγαπᾶ περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους, συναινεῖ ὅτι τόν ἀγαπᾶ, ἀλλά ἀφήνει «τό πλεῖον», ἀπαντώντας· «Ναί, Κύριε, σύ οἶδας ὅτι φιλῶ σε»...
Τί εἶναι ὁ Παῦλος, καί ποιά γλῶσσα ἤ μᾶλλον ποιές καί πόσες θά μπορέσουν νά παραστήσουν ἔστω καί μέτρια τήν μέχρι θανάτου καρτερία του γιά τόν Χριστό; Αὐτός καθημερινά πέθαινε ἤ μᾶλλον ἦταν πάντα νεκρός, διότι, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ, δέν ζοῦσε πλέον αὐτός, ἀλλά εἶχε μέσα του ζωντανό τόν Χριστό. Καί γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο τά παρόντα τά θεωροῦσε σκύβαλα, ἀλλά καί τά μέλλοντα τά ἔθετε σέ δεύτερη μοῖρα συγκρίνοντάς τα μέ τόν Χριστό... Κι εἶχε ζῆλο Θεοῦ ὥστε νά μᾶς ζηλεύει μέ ζῆλο Θεοῦ. Σέ ποιόν ἀπ' ὅλους παρά μόνο στόν Πέτρο θά ἀναγνώριζε κανείς τά ἴδια;...
Βλέπετε πόση εἶναι ἡ δόξα καί ἡ ὁμοτιμία τοῦ Πέτρου καί τοῦ Παύλου καί πῶς καί οἱ δύο μαζί βαστάζουν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; Γι' αὐτό καί αὐτή τώρα ἀποδίδει καί στούς δύο μία καί τήν αὐτή τιμή, γιορτάζοντάς τους μαζί καί τούς δύο μέ τήν ἴδια τιμή σήμερα. Κι ἐμεῖς μελετώντας τό τέλος τους ἄς μιμηθοῦμε τή διαγωγή τους· ἄν ὄχι στ' ἄλλα τουλάχιστον στή διόρθωση πού παρέχει ἡ ταπείνωση καί ἡ μετάνοια. Τά ἄλλα εἶναι μεγάλα καί ὑψηλά· ταιριάζουν σέ μεγάλους, καί μεγάλοι μποροῦν νά τά μιμηθοῦν· μερικά μάλιστα ἴσως εἶναι ἐντελῶς ἀμίμητα· ἡ διόρθωση διά τῆς μετανοίας ὅμως ἁρμόζει περισσότερο σέ μᾶς παρά σέ κείνους, καθότι καθημερινά σέ πολλά σφάλματα πέφτουμε ὁ καθένας καί δέν ὑπάρχει πουθενά ἄλλη ἐλπίδα σωτηρίας, ἄν δέν ἁρπάζουμε αὐτή πού προσφέρει ἡ συνεχής μετάνοια.
Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία κη΄, Κατά τήν ἑορτήν τῶν ἁγίων καί κορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, PG 151,353ἑ.
῾Ο ναός αὐτός εἶναι ὁμοίωμα ἐκείνου τοῦ τάφου· μᾶλλον ἀνώτερος ἀπό ὁμοίωμα, εἶναι σχεδόν ἐκεῖνος ὁ ἴδιος τάφος. Διότι φιλοξενεῖ τό σῶμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ... ῞Οποιος, λοιπόν, προστρέχει στόν ὄντως θεῖο καί θεοδόχο αὐτόν τάφο καί στέκεται μέ ἀγάπη καί παραμένει ἐδῶ μέχρι τό τέλος, συγκεντρώνοντας τό νοῦ του καί ἀνυψώνοντάς τον πρός τόν Θεό, ὄχι μόνο θά ἀκούσει τά λόγια τῆς θεόπνευστης Γραφῆς σάν τή φωνή τῶν ἀγγέλων πού κηρύττουν τήν ᾿Ανάσταση, ἀλλά μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς του -ἤ καί μέ τά σωματικά ἀκόμη- θά δεῖ τόν ἴδιο τόν Κύριο. Πραγματικά, ἐκεῖνος πού μέ πίστη θωρεῖ τή μυστική τράπεζα καί τόν ἄρτο τῆς ζωῆς πού εἶναι πάνω της τοποθετημένος, ἀντικρύζει τόν ἐνυπόστατο Λόγο τοῦ Θεοῦ, πού γιά μᾶς σαρκώθηκε καί κατασκήνωσε ἀνάμεσά μας. Κι ἀξιώνεται ὄχι μόνο θεατής ἀλλά καί κοινωνός του νά γίνει, καθώς Τόν παίρνει κάτοικο στήν καρδιά του καί πληρώνεται μέ τή θεία του χάρη...
῞Οταν ὁ λογισμός στρέφεται γύρω ἀπό τά θεῖα πράγματα καί ἐντρυφᾶ στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ κυριαρχώντας στίς σαρκικές ἐπιθυμίες καί ἀποκρούοντας τούς σαρκικούς λογισμούς, ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος παραλαμβάνει ἤρεμη τήν ψυχή καί τῆς χαρίζει τή γεύση τῶν μελλοντικῶν μυστικῶν δωρεῶν, πού κανείς ἐμπαθής ἤ ἀμελής δέν γεύθηκε... ῾Η γεύση αὐτή εἶναι ἀρραβώνας. ῾Η καρδιά πού δέχεται αὐτούς τούς ἀρραβῶνες γίνεται πνευματική καί προγεύεται τή σωτηρία της.
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Εἰς τό ὄγδοον ἑωθινόν Εὐαγγέλιον, ΕΠΕ 9, 590-595.
(᾿Απόδοση Βασιλική Τάτση, φιλόλογος)
῎Αν σέ προβληματίζει, ἀδελφέ μου, ὁ θάνατος, τότε μάθε ὅτι στόν Χριστό αὐτός δέν ἔχει καμία ἐξουσία πλέον. Κάποια στιγμή, βεβαίως, Τόν κατέλαβε, μά ἀκριβῶς πάνω σέ τούτη τήν κυριαρχία του πέθανε καί χάθηκε. Διότι ὁ Κύριος, καθώς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀκατάλυτη πηγή τῆς ζωῆς, τόν θανάτωσε.
Θάρρος, λοιπόν, ὅσο κι ἄν πονοῦμε! ῾Ο θάνατος θά πεθάνει καί γιά μᾶς. Κι ἄν μέ ρωτήσεις πότε θά γίνει αὐτό τό καταπληκτικό, ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι θά συμβεῖ στό τέλος τῶν αἰώνων, ὅταν θά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί. Τοῦτο τό πιστεύουμε ἀκράδαντα χωρίς τήν παραμικρή ἀμφιβολία. Διότι, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται», ἐνῶ ἀμέσως προσθέτει ἐκεῖνο πού ἴσως σέ φοβίζει· «ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». ᾿Από τό συγκεκριμένο χωρίο συμπεραίνουμε ἀκόμη ὅτι ὁ θάνατος θά καταργηθεῖ βεβαίως σέ μᾶς, θά ὑπερισχύσει ὅμως στούς κατάκριτους. Κι ὅπου ὁ θάνατος δέν θά δεῖ θάνατο, θά κυριαρχεῖ αἰώνια, ἀφοῦ, ὅπως ξέρουμε, ἡ κόλαση εἶναι αἰώνια. ῞Ομως γιά μᾶς τούς πιστούς ἡ ἐξουσία του θά τερματιστεῖ ὁριστικά.
Ξέρω τώρα ὅτι, μετά ἀπ᾿ ὅσα σᾶς εἶπα, θέλετε νά μάθετε τό πῶς θά πραγματοποιηθοῦν ὅλα αὐτά. Δέν θά σᾶς ἐξηγήσω ἐγώ, ἀλλά ἐκεῖνοι πού ἤδη πανηγυρίζουν τούτη τήν ἐπαγγελία. ῎Ετσι θά κατέχετε στέρεα αὐτό πού συλλογίζεσθε, πού τραγουδᾶτε μέ τήν καρδιά σας, πού ἐλπίζετε ὁλόψυχα καί κυνηγᾶτε νά ἐπιτύχετε μέ τήν πίστη καί τά καλά σας ἔργα. Νά, λοιπόν, τί παιανίζουν κάποιοι γιά τό θάνατο τοῦ θανάτου, τόν ὁποῖο θά γευθοῦμε κι ἐμεῖς ὅπως ὁ ἀρχηγός μας. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Δεῖ γάρ τό φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καί τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν... τότε γενήσεται ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος· κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος» (Α' Κο 15,53-54). Γιά τίς ὑπάρξεις μας, λοιπόν, ὁ θάνατος θά πάψει κάποτε. Αὐτό σημαίνει ὅτι «κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος». Θά καταποθεῖ, ὥστε νά μή φαίνεται. Καί τί σημαίνει ὅτι δέν θά φαίνεται; ῞Οτι δέν θά ὑπάρχει πουθενά οὔτε στήν ψυχή οὔτε στό σῶμα μας. «Κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος»!
Εἶναι, συνεπῶς, ἀπολύτως εὔλογη ἡ εὐφροσύνη πού αἰσθάνονται ὅσοι ἀναπέμπουν τούτους τούς θριάμβους. Καί ὁ ἀπόστολος συνεχίζει στόν ἴδιο τόνο· «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδη, τό νῖκος;». Ποῦ πῆγε τό καύχημά σου ὅτι κατέλαβες, κατέκτησες, νίκησες καί κατακύρωσες στόν ἑαυτό σου τά λάφυρα, φόνευσες καί σκότωσες; «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδη, τό νῖκος;». Δέν τόν συνέτριψε ὁ Κύριός μου; ῏Ω θάνατε, ὅταν ὁ Κύριός μου σ᾿ ἐξολόθρευσε καί σέ λαφυραγώγησε μέ τό σταυρό καί τήν ἀνάστασή του, τότε πέθανες καί γιά μένα. Μέ τήν ἴδια σωτηρία ἀπό τήν ὥρα ἐκείνη καί στό ἑξῆς «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται».
῎Ας ξεφύγουμε, ἀδελφοί μου, ἀπό τήν καταδίκη κι ἄς ἔχουμε τήν ἀγάπη καί τήν ἐλπίδα μας στήν αἰώνια αὐτή σωτηρία!
ἱ. Αὐγουστίνου, Λόγος 233,
Στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ κατά Λουκᾶν.
(᾿Απόδοση Εὐάγγελος Δάκας)
῞Ενα δράμα σέ μορφή κέντρωνα μέ τόν τίτλο «Χριστός Πάσχων» ἀνήκει στήν ποιητική δημιουργία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. ῾Ο ποιητής - πατέρας τῆς ᾿Εκκλησίας συνέρραψε στίχους ἤ σπαράγματα στίχων τοῦ μεγάλου τραγικοῦ Εὐριπίδη καί συνέθεσε τό δικό του δράμα. Παρά τά δάνεια, τό ποίημα κατά τούς εἰδικούς διατηρεῖ τήν πνοή καί τό ὕφος τοῦ ἁγίου ποιητῆ.
Τό δράμα ξετυλίγεται σέ τρεῖς πράξεις· α) τό Πάθος καί ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ β) ὁ Χριστός στόν τάφο γ) ἡ ᾿Ανάσταση.
Λίγο πρίν τόν ἐπίλογο τοῦ δράματος ὁ ἀναστημένος Χριστός ἀπευθύνει τά τελευταῖα του λόγια πρός τούς μαθητές του. ῾Η σύνθεση μένει πιστή στό ἁγιογραφικό κείμενο, ἀλλά τοῦ προσδίδει τή χάρη τοῦ ρυθμοῦ καί τῆς ποίησης.
Εἰρήνη ὑμῖν!
Μά τί φοβᾶστε; Νά! χέρια καί πόδια
καί τήν πλευρά μου αὐτή τή λογχισμένη
δεῖτε ξεκάθαρα. Νιῶστε πώς εἶμαι ἐγώ
ὁ ἴδιος πάλι· γιατί τό πνεῦμα δέν ἔχει ἴχνος σάρκας
οὔτε τά κόκκαλα στό πνεῦμα συνυπάρχουν,
καθώς ἐμένα βλέπετε ὅλα νά τά ᾿χω.
῞Οπως ἐδῶ στή γῆ μέ ἔστειλε ὁ Πατέρας,
ἔτσι σᾶς στέλνω ἐγώ στόν κόσμο ὅλο
καί μεταδίδω στούς φίλους μου, ἐσᾶς,
τό Πνεῦμα τ᾿ ῞Αγιο· πάρτε το!
Κηρύξτε στόν καθένα ἐμέ μαζί μέ τόν Πατέρα
μία θεότητα μέ τό πανάγιο Πνεῦμα.
Τρέξτε, λοιπόν, πηγαίνετε, κήρυκες ἀγαπημένοι,
τραγούδια νίκης σκορπίστε πάνω στή γῆ.
Καί στά βασιλικά παλάτια τριγυρνώντας
πεῖτε το, καί νά τ᾿ ἀκούσουν ὅλοι
στήν πόλη τοῦ Δαυΐδ·
ἡ σωτηρία ἀπό τόν τάφο ξεπηδᾶ.
Δικοί μου μάρτυρες σ᾿ ὅλη τή γῆ γενεῖτε
καί θά σωθεῖ ὅποιος -ἀφοῦ τό λόγο σας δεχτεῖ-
μετέχει καί στό βάπτισμα, τῆς ἁμαρτίας λυτήριο.
Μά κεῖνος πού τά λόγια σας μ᾿ ἀποστροφή θά διώξει,
κατάκριση θά λάβει ὡς ἄπιστος.
Κι ἀκόμη μιά τοῦ Πνεύματος σᾶς δίνω χάρη·
ὅποιον ἀπ᾿ τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας
σεῖς τόν λύσετε, θά μείνει ἐλεύθερος
καί λυτρωμένος τῆς κρίσεως τήν ὥρα.
᾿Ενῶ στῆς ἁμαρτίας τά δεσμά αἰώνια θά στενάζει
ὅποιος δέν λάβει ἄφεση ἀπό σᾶς.
(ΕΠΕ 8,241-243. ᾿Απόδοση Β.Σ.)
Τή στιγμή πού ὁ Θεός ἔσκυψε νά ἀφουγκραστεῖ κι οἱ ἄγγελοι πάψαν τήν ἀέναη δοξολογία τους κι ἡ πλάση ὁλόκληρη κράτησε τήν ἀνάσα της γιά νά ἀκούσει, ἡ ἄσημη παρθένος τῆς Ναζαρέτ ἁπλά καί ταπεινά ἀλλά καί μέ συναίσθηση ἀποκρίθηκε·
᾿Ιδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου!
Κι ἔπειτα ἀπ᾿ τήν ἱερή σιγή ξέσπασε τό θεϊκό γιορτάσι. Αὐτό πού ἄρχισε αἰῶνες πρίν, ἀλλά εἶναι πάντοτε τωρινό. «Σήμερα», λέει ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, «ὁλόκληρη ἡ κτίση χαίρει. Καί δέν μένει ἔξω ἀπό τή γιορτή οὔτε αὐτός πού κρατεῖ στά χέρια του τόν οὐρανό. Διότι αὐτά πού συμβαίνουν σήμερα εἶναι ἕνα πραγματικό πανηγύρι». ῞Οσα συνέβησαν τότε καί συμβαίνουν καί σήμερα, καί θά συμβαίνουν στό κάθε σήμερα τῆς ὀρθόδοξης λατρευτικῆς παράδοσης, ἔχουν τήν ἀρχή καί τό ξεκίνημά τους στή σεμνή ἀλλά συγκλονιστική κατάθεση τῆς Μαρίας·
᾿Ιδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου!
«Μόλις πρόφερε τήν ἀπάντησή της, ἀμέσως ὅλα πραγματοποιήθηκαν. Κι ὅπως, μόλις ὁ Θεός πρόσταξε “γεννηθήτω φῶς”, ἀμέσως διαλύθηκε τό σκοτάδι, ἔτσι ἀκαριαῖα μέ τή φωνή τῆς Παρθένου ἀνέτειλε τό ἀληθινό φῶς. ῾Ενώθηκε ὁ Θεός μέ τήν ἁγνή της σάρκα, πού μέ τήν καθαρότητά της ἀνέδειξε ὡραία τήν κοινή ἀνθρώπινη φύση, καί κυοφορήθηκε στή μήτρα της Αὐτός πού “φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον”».
Γεμάτος ἀπορία καταλήγει στό λόγο του «Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν» ὁ ἅγιος τῆς ᾿Εκκλησίας μας· «Γι᾿ αὐτά τά λόγια ποιά εὐχαριστία θά βρίσκαμε ἐμεῖς ἄξια γιά νά σοῦ προσφέρουμε; Πῶς νά σέ προσφωνήσουμε ἐσένα, πού ἀντάξιό σου τίποτα δέν ὑπάρχει ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους; Τά δικά μας λόγια εἶναι γήινα, ἐνῶ ἐσύ ξεπέρασες τίς κορυφές τούτου τοῦ κόσμου. Μόνο οἱ ἄγγελοι καί νοῦς χερουβικός καί γλώσσα πύρινη μποροῦν νά σοῦ προσφέρουν λόγους τιμητικούς. Γι᾿ αὐτό κι ἐμεῖς ζητοῦμε νά ᾿βροῦμε ἀγγελική φωνή. Κι ἄλλη κατάλληλη προσφώνηση δέν βρίσκουμε ἀπ᾿ τό χαιρετισμό τοῦ οὐρανοῦ πού σοῦ ᾿φερε ὁ Γαβριήλ·
Χαῖρε Κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετά σοῦ!».
᾿
Απόδοση Β. Σ.