Ὁ ἥλιος ἀποχαιρετοῦσε τή μικρή μας πόλη· ὥρα Ἑσπερινοῦ! Ὁδηγήσαμε τά βήματά μας ἀπό τίς διάφορες γειτονιές στό μητροπολιτικό ναό. Ψάλαμε τό «Φῶς ἱλαρόν» μέσα στό ἁπαλό φῶς τῶν καντηλιῶν ἀντικρύζοντας τή φωτεινή μορφή Ἐκείνου πού εἶπε: «Ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου». Καί ξεκινήσαμε γιά μιά ἐπίσκεψη στό νοσοκομεῖο καί τό γηροκομεῖο τῆς πόλης μας.
Στό νοσοκομεῖο ἀφοῦ ψάλαμε μερικούς ὕμνους στό διάδρομο, μπήκαμε στούς θαλάμους νά δώσουμε τό χριστιανικό μας περιοδικό, μία εἰκόνα, ἕνα ἀδελφικό χαμόγελο καί μία θερμή εὐχή: «Περαστικά σας!».
Ἦταν παραμονές τῆς γιορτῆς τοῦ «ΟΧΙ» καί μοιράζαμε τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Σκέπης. Συγκινήθηκα, ὅταν μία ἡλικιωμένη κυρία ἀνασηκώθηκε, πῆρε τήν εἰκόνα, τήν ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά της καί εἶπε: «Μήπως τήν ἔχετε σέ ξύλο, νά τήν κρατήσω νά μή μοῦ χαλάσει;».
Αὐτό τό ἀγκάλιασμα τῆς εἰκόνας αὐθόρμητα μοῦ ἔφερε στό νοῦ τίς Ἑλληνίδες τοῦ ᾿40. Ἐκεῖνες πού τήν ἐλπίδα τους τή στήριζαν στήν Σκέπη τῆς Παναγίας· σφιχταγκάλιαζαν τήν εἰκόνα της κι ἔκαναν τήν πιό δυνατή προσευχή γιά τά παιδιά τους στό μέτωπο.
- Τί ἔχετε; Εἶστε μέρες ἐδῶ; τή ρώτησα.
-Μέ δάγκωσε ἕνα φίδι καθώς συμμάζευα τόν κῆπο. Μόλις πού μέ πρόλαβαν. Λίγο ἀκόμα ἄν ἀργοῦσα, δέν θά ζοῦσα τώρα. Ἡ χάρη τῆς Παναγιᾶς μέ φύλαξε...
Στό διάδρομο, στήν πόρτα τοῦ διπλανοῦ θαλάμου μᾶς περίμενε ἕνα ζευγάρι.
-Ἄν σᾶς χειροκροτήσουμε, θά παρεξηγηθοῦμε; Πρίν δώσουμε ἀπάντηση ἄρχισαν αὐθόρμητα νά χειροκροτοῦν. Ἦταν ἀπό ἄλλη πόλη. Μέρα Κυριακή, μόνοι, ἀνάμεσα σέ ἀγνώστους. Ἡ γυναίκα καθηλωμένη σέ μία ἀναπηρική καρέκλα...
-Μπορεῖτε νά μᾶς πεῖτε τό «Φῶς ἱλαρόν»;
Ἀπό τό διάδρομο τοῦ Νοσοκομείου ξεχύθηκε ἡ ψαλμωδία σέ ὅλους τούς θαλάμους. Κι ἄλλες φωνές ἑνώθηκαν μέ τίς δικές μας.
Πρίν λίγο στό ναό νιώσαμε τό ἱλαρό γλυκό φῶς νά πληρώνει τίς καρδιές μας. Τώρα, στό ναό τοῦ πόνου ἱκετεύσαμε τό φῶς τό ἀληθινό, τόν Κύριό μας, νά θερμάνει τίς πονεμένες καρδιές τῶν ἀσθενῶν καί νά φωτίσει ὅλους μας.
Συνεχίσαμε τήν πορεία ἀγάπης μέ μία ἐπίσκεψη καί στό γηροκομεῖο, ὅπου φιλοξενοῦνται ὀγδόντα ἄνθρωποι. Σκορπίσαμε τά τραγούδια μας σέ ὅλους τούς ὀρόφους. Ἀνοίξαμε τίς πόρτες καί ἀντικρύσαμε τόν πόνο καί τή μοναξιά ζωγραφισμένη ἔντονα σέ κάποια πρόσωπα· τούς χαρίσαμε ἕνα μικρό δωράκι. Κάποια χαμόγελα ζωγραφίστηκαν, καί στό τέλος τοῦ διαδρόμου πάλι μία ἔκπληξη: Καθώς πλησιάζαμε ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ τελευταίου δωματίου, καί ἐμφανίστηκε μία γιαγιά πού συνόδευε τήν τυφλή συγκάτοικό της. Ἔβγαλε μία καρέκλα καί τήν ἔβαλε νά καθίσει στό διάδρομο. Ἀρχίσαμε συγκινημένες νά ψέλνουμε γιά μία ἀκόμη φορά τό «Φῶς ἱλαρόν»· μαζί μας καί ἡ τυφλή γιαγιά.
Τό πρόσωπό της σάν νά φωτίστηκε καί γλύκανε. Μέ τό τέλος τοῦ ὕμνου μᾶς γέμισε εὐχές: «Ὁ Θεός νά σᾶς φυλάει· νά σᾶς δίνει τίς εὐλογίες του· τό φῶς του νά σᾶς δίνει νά πορεύεστε!».
Κάθε φορά πού ψάλλω τό «Φῶς ἱλαρόν», αὐθόρμητα λέω:. «Κύριε, λοῦσε μας μέσα στό Φῶς σου καί φώτισε τό σκότος τῆς καρδιᾶς μας, γιά νά μποροῦμε νά σέ δοξάζουμε!».
Ἡ ἐλεημοσύνη δέν εἶναι γιά τόν πιστό ἕνα ξερό κοινωνικό ἔργο οὔτε ἕνα τυπικό καθῆκον, ἀλλά συνδέεται μέ τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας στοχεύει βέβαια νά ἱκανοποιήσει τίς πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά δέν ἀδιαφορεῖ καί γιά τίς ὑλικές. Ἀντίθετα, τίς ἐντάσσει μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί τίς κατοχυρώνει μέ πνευματικούς λόγους. Μέσα στίς σελίδες τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ ἔμπρακτη ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία ντύνονται μέ αἰώνια ἀξία, ζωντανεύουν ἀπό τήν ἴδια τήν ἀνάσα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐλεημοσύνη ὀνομάζεται σπορά (Β΄Κο 9,6) καί περιγράφεται, πράγματι, πολύ παραστατικά ἔτσι ἡ ἔννοιά της. Ὅπως στή σπορά παίρνεις ἐνῶ δίνεις, κερδίζεις ἐνῶ πετᾶς, μαζεύεις ἐνῶ σκορπίζεις, ἔτσι καί στήν ἐλεημοσύνη· σπέρνεις, γιά νά θερίσεις. Κι ὅποιος σπείρει μέ τσιγγουνιά, μέ τσιγγουνιά καί θά θερίσει, ὅποιος ὅμως σπείρει ἁπλόχερα, ἁπλόχερα καί θά θερίσει. Ὁ καρπός τῆς ἐλεημοσύνης ἐπιστρέφεται μέ τό ἴδιο τό χέρι τοῦ Θεοῦ, τό χέρι πού κρατᾶ τά σύμπαντα στήν παλάμη, τό χέρι πού τρυπήθηκε ἀπό τά καρφιά τοῦ σταυροῦ γιά τή σωτηρία μας, τό χέρι πού μᾶς εὐλογεῖ καί μᾶς φυλάσσει. Ὤ, τό ἁπλωμένο χέρι τοῦ Θεοῦ! Πόσο πολύ μᾶς συμφέρει νά θερίζει γιά μᾶς ἄφθονη τή συγκομιδή τῆς ἐλεημοσύνης μας!
Δέν φθάνει ὅμως νά δώσεις ἀτσιγγούνευτα· χρειάζεται νά ἐλεήσεις μέ τήν καρδιά σου, ἀβίαστα κι ἐλεύθερα, καί μέ ἱλαρότητα, χαρούμενα κι εὐχάριστα. Πιστεύεις ὅτι ὁ Θεός εἶναι δυνατός νά σοῦ ἐξασφαλίσει κάθε ἀνάγκη σου, ὥστε πάντοτε νά ἔχεις τήν εὐχέρεια νά ἀγαθοποιεῖς; Ἅπλωσε τότε τό χέρι σου στόν φτωχό ἀδελφό σου μέ προθυμία καί γενναιοδωρία. Κοίταξε γύρω σου! Ὁ Κύριος «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα!» (Β΄Κο 9,9). Εἶναι αὐτός πού δίνει τά σπέρματα, πού ἑτοιμάζει τό ψωμί, πού πληθαίνει τά ἀγαθά πάνω στή γῆ. Καί θά τά πληθαίνει τόσο περισσότερο, ὅσο περισσότερο ἐμεῖς ἐλεοῦμε.
Ἀλλά ὁ πλοῦτος πού κερδίζουμε ἐπιτελώντας τήν ἐλεημοσύνη δέν εἶναι μόνο οἱ εὐλογίες τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀκόμη ἡ εὔνοιά του καί ἡ χάρη του. Δέν εἶναι μόνο ὅσα παίρνουμε ὑλικά καί πνευματικά ἀγαθά. Μέ τήν ἐλεημοσύνη γινόμαστε τόσο πλούσιοι, ὥστε νά πλουτίζουμε καί τόν Θεό, νά προσφέρουμε σ’ αὐτόν ἀκριβά καί πλούσια δῶρα. Πῶς; Ὅταν γινόμαστε αἰτία νά τόν εὐχαριστοῦν καί νά τόν δοξολογοῦν οἱ συνάνθρωποί μας, νά τόν ὁμολογοῦν καί νά τοῦ ἀναθέτουν μέ εὐγνωμοσύνη τίς καρδιές τους. Ἕνα δάκρυ εὐχαριστίας ζυγίζει στή ζυγαριά τοῦ Θεοῦ πολύ περισσότερο ἀπ’ ὅλα τά πλούτη καί τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, ἀξίζει πολύ περισσότερο ἀπό τούς λαμπροστόλιστους ναούς. Καί μιά πράξη ἐλεημοσύνης, πού προκαλεῖ τέτοια δάκρυα, ἑλκύει πολλή τή θεία χάρη πάνω στόν ἐλεήμονα.
Ὁ Κύριος μᾶς προτρέπει· «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λκ 6,36). Ὅπως τά γνήσια παιδιά μοιάζουν μέ τόν πατέρα τους στά χαρακτηριστικά, ἔτσι τά γνήσια παιδιά τοῦ Θεοῦ ὀφείλουν νά μοιάζουν μέ τόν Θεό στήν οἰκτιρμοσύνη, νά ἔχουν σπλάγχνα ἐλέους καί οἰκτιρμῶν γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Καί αὐτό ἀποτελεῖ τήν καλύτερη ἀποταμίευση τῆς περιουσίας μας, ἀφοῦ τήν καταθέτουμε στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί στήν τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλά ἀποτελεῖ καί τήν πρακτικότερη δοξολογία μας· δίνοντας ὅλο καί περισσότερο, πλουτίζουμε ὅλο καί περισσότερο καί ὅλο καί περισσότερο πλουτίζει ὁ Θεός σέ εὐχαριστίες.
Οἱ κατήγοροι γίνονται συνήγοροι
Παντοῦ ἡ πλάνη καταφέρεται ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ της καί ἄθελά της γίνεται συνήγορος τῆς ἀλήθειας. Πρόσεξε· ἔπρεπε νά πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ Χριστός πέθανε καί τάφηκε καί ἀναστήθηκε καί ὅλα αὐτά τά κάνουν ἀξιόπιστα οἱ ἐχθροί… Ἀφοῦ ὁ τάφος σφραγίσθηκε, δέν μποροῦσε νά γίνει καμιά κλοπή. Κι ἄν δέν ἔγινε καμία κλοπή ὁ τάφος ὅμως βρέθηκε ἄδειος, εἶναι φανερό ὅτι σίγουρα ἀναστήθηκε χωρίς καμία ἀντίρρηση. Εἶδες πῶς καί χωρίς νά τό θέλουν γίνονται συναγωνιστές γιά τήν ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας;
Πρόσεξε, σέ παρακαλῶ, καί τήν φιλαλήθεια τῶν μαθητῶν. Πῶς δέν ἀποκρύπτουν τίποτε ἀπό αὐτά πού ἔλεγαν οἱ ἐχθροί, ἄν καί ἦσαν εἰς βάρος τους. Πράγματι, καί «πλάνο» τόν ἀποκαλοῦν καί αὐτοί δέν τό ἀποσιωποῦν αὐτό. Ἐπιπλέον καί τό ἑξῆς δεἰχνει τήν σκληρότητα ἐκείνων ὅτι δέν σταμάτησε ἡ ὀργή τους μέ τό θάνατο. Ἀξίζει νά συζητήσουμε κι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ Ἰησοῦς ὅτι «μετά τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι». Δέν μπορεῖ κανείς νά βρεῖ ὅτι τό ἔχει πεῖ ἔτσι ξεκάθαρα παρά μόνο μέ τό παράδειγμα τοῦ Ἰωνᾶ, ὥστε οἱ ἀγνώμονες Ἰουδαῖοι καταλάβαιναν τά λόγια του καί θεληματικά ἔκαναν τό κακό. Τί τούς εἶπε ὁ Πιλᾶτος; «Ἔχετε κουστωδίαν ἀσφαλίσασθαι ὡς εἴδατε». Καί ἀσφάλισαν τόν τάφο καί σφράγισαν τόν λίθο μαζί μέ τή φρουρά. Ὁ Πιλᾶτος δέν ἀφήνει μόνο τούς στρατιῶτες νά τόν σφραγίσουν, ἀλλά λέει· Ἐσεῖς σφραγίστε τον ὅπως θέλετε, γιά νά μην ἔχετε νά κατηγορεῖτε ἄλλους.
Ἄν τόν ἐσφράγιζαν μόνο οἱ στρατιῶτες, θά μποροῦσαν νά λένε ἄν καί θά 'ταν ἀπίθανα καί ψεύτικα τά λόγια τους, ἐντούτοις ὅπως καί στ’ ἄλλα μιλοῦσαν ξεδιάντροπα ἔτσι καί γι’ αὐτό μποροῦσαν νά ποῦν ὅτι οἱ στρατιῶτες ἄφησαν νά κλαπεῖ τό σῶμα κι ἔδωσαν στούς μαθητές τή δυνατότητα νά πλάσουν τήν ὑπόθεση τῆς ἀναστάσεως. Τώρα ὅμως, πού οἱ ἴδιοι ἀσφάλισαν τόν τάφο, δέν μποροῦν νά ποῦν οὔτε αὐτό. Εἶδες πῶς φροντίζουν γιά τήν ἀλήθεια χωρίς νά θέλουν; Γιατί οἱ ἴδιοι παρουσιάσθηκαν στόν Πιλᾶτο, οἱ ἴδιοι ζήτησαν, οἱ ἴδιοι σφράγισαν τόν τάφο μαζί μέ τή φρουρά, ὥστε οἱ ἴδιοι κατηγοροῦν καί ἐλέγχουν τόν ἑαυτό τους.
Οἱ μαθητές οὔτε ἀπατήθηκαν οὔτε ἀπάτησαν
Ἀλλά καί πότε θά ἔκλεβαν τό σῶμα οἱ μαθητές; Τό Σάββατο; Μά πῶς, ἀφοῦ δέν ἐπιτρεπόταν οὔτε νά βγοῦν ἔξω; Κι ἄν ἀκόμη παρέβαιναν τό νόμο, πῶς θά τολμοῦσαν νά πλησιάσουν τόν τάφο αὐτοί, οἱ τόσοι δειλοί; Καί πῶς θά κατόρθωναν νά πείσουν τόν ὄχλο; Τί θά ἔλεγαν;
Τί θά ἔκαναν; Καί ποιά προθυμία θά εἶχαν νά ὑπερασπισθοῦν τόν νεκρό; Ποιά ἀνταπόδοση θά περίμεναν; Ποιά ἀμοιβή; Αὐτοί πού ὅταν ἦταν ἀκόμη ζωντανός, καί μόνο πού εἶδαν νά τόν συλλαμβάνουν ἔφυγαν, μετά τόν θάνατό του θά κήρυτταν μέ παρρησία ἄν δέν εἶχε ἀναστηθεῖ; Μποροῦν νά 'χουν αὐτά λογική; Ὅτι οὔτε θά ἤθελαν οὔτε θά μποροῦσαν νά πλάσουν τήν ἀνάσταση ἄν δέν εἶχε γίνει, γίνεται φανερό ἀπό ὅλα αὐτά. Πολλά τούς εἶχε πεῖ γιά τήν ἀνάσταση καί συνεχῶς τούς ἔλεγε, ὅπως τό λένε καί οἱ ἴδιοι, ὅτι «Μετά τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι».
Ἄν, λοιπόν, δέν ἀναστήθηκε, εἶναι φανερό ὅτι ἀφοῦ ἀπατήθηκαν καί πολεμήθηκαν ἀπό ἕνα ὁλόκληρο ἔθνος κι ἔχασαν σπίτια καί πόλεις ἐξ αἰτίας του, θά τόν μισοῦσαν καί δέν θά ἤθελαν νά τόν περιβάλλουν μέ τόση δόξα, ἀφοῦ ἦταν ἀπατημένοι καί εἶχαν πέσει ἐξ αἰτίας του στούς πιό μεγάλους κινδύνους.
Ὅσο γιά τό ὅτι, ἄν δέν ἦταν ἀληθινή ἡ ἀνάσταση, δέν θά μποροῦσαν νά τή φαντασθοῦν, δέν χρειάζεται νά γίνει λόγος. Σέ τί θά στηρίζονταν; Στή δύναμη τοῦ λόγου τους; Ἦταν οἱ πιό ἀμαθεῖς ἀπό ὅλους. Στά πολλά τους χρήματα; Αὐτοί δέν εἶχαν οὔτε ραβδί οὔτε ὑποδήματα. Στήν ἔνδοξη καταγωγή τους; Μά ἦταν ταπεινοί καί ἀπό ταπεινή γενιά. Μήπως στή μεγάλη τους πατρίδα; Ἀλλά ἦταν ἀπό ἀσήμαντα χωριά. Στό πλῆθος τους; Ἀλλά δέν ἦταν περισσότεροι ἀπό ἔνδεκα, κι αὐτοί διασκορπίσθηκαν. Μήπως στίς ὑποσχέσεις τῶν φίλων τους; Ποιές; Γιατί, ἄν δέν ἀναστήθηκε, οὔτε καί έκεῖνες θά ἦταν ἀξιόπιστες γι’ αὐτούς. Καί πῶς θά ἀντιμετώπιζαν ἕναν ἐξαγριωμένο λαό;
Ἄν ὁ κορυφαῖος τους δέν ὑπέφερε τόν λόγο μιᾶς γυναίκας θυρωροῦ κι ὅλοι οἱ ἄλλοι ὅταν τόν εἶδαν δεμένο διασκορπίσθηκαν, πῶς θά σκέφτονταν νά τρέξουν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης καί νά φυτέψουν τήν πλαστή ὑπόθεση τῆς ἀναστάσεως; Ἄν ἐκεῖνος δέν μπόρεσε νά ἀντιμετωπίσει τήν ἀπειλή μιᾶς γυναίκας καί οἱ ἄλλοι οὔτε τή θέα τῶν δεσμῶν, πῶς θά μποροῦσαν νά σταθοῦν μπροστά σέ βασιλεῖς καί ἄρχοντες καί λαούς, ὅπου ξίφη καί τηγάνια καί καμίνια καί μύριοι θάνατοι καθημερινά, ἄν δέν εἶχαν ἀπολαύσει τή δύναμη καί τήν ἕλξη τοῦ Ἀναστημένου; Ἔγιναν τόσα σημεῖα καί τόσο μεγάλα καί κανένα ἀπ’ αὐτά δέν ντράπηκαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλά σταύρωσαν αὐτόν πού τά εἶχε κάνει· καί θά πείθονταν σ’ αὐτούς ἄν ἁπλῶς μιλοῦσαν γιά ἀνάσταση; Δέν γίνονται αὐτά. Ὄχι. Ἡ δύναμη τοῦ Ἀναστημένου τά κατόρθωσε.
Ἰω. Χρυσόστομος, Εἰς Ματθαῖον 89·
PG 58,781-783
Οἱ ψυχές πού ἀγάπησαν τόν Χριστό καί γεύθηκαν ὅτι «χρηστός ὁ Κύριος», ποθοῦν καί λαχταροῦν τήν τέλεια ἕνωση μαζί του. Ἀπό τήν κοιλάδα αὐτή τοῦ κλαυθμῶνος συχνά στρέφουν γεμᾶτο νοσταλγία τό βλέμμα πρός τήν οὐράνια χώρα τῆς αἰωνιότητος, ὅπου θά γίνει ἡ ποθητή συνάντηση. Ἡ ἐνατένιση αὐτή τούς δίνει δύναμη καί κουράγιο γιά τούς ἀγῶνες τῆς ζωῆς ἀλλά καί θερμαίνει τήν ἐπιθυμία νά βρεθοῦν γρήγορα στήν αἰωνιότητα. Τά αἰσθήματα αὐτά ἐξομολογεῖται ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος σέ μιά προσευχή του, ἀπόσπασμα τῆς ὁποίας παραθέτουμε σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση.
Ἔλα Σωτήρα μας, ποθητέ σέ ὅλους. Φανέρωσε τό πρόσωπό σου καί θά σωθοῦμε. Ἔλα φῶς μου, λυτρωτή μου. Βγάλε με ἀπό τή φυλακή γιά νά δοξολογήσω τ’ ὄνομά Σου. Μέχρι πότε ὁ δυστυχής θά ρίχνομαι στά κύματα αὐτῆς τῆς θνητῆς ζωῆς; Σοῦ κραυγάζω, Κύριε, δέν θά μ’ ἀκούσεις; Ἄκουσέ με πού σέ κράζω ἀπό τήν μεγάλη αὐτή θάλασσα καί βγάλε με στό λιμάνι τῆς αἰωνίου μακαριότητος.
Εὐτυχεῖς ἐκεῖνοι πού ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τούς κινδύνους αὐτῆς τῆς θάλασσας καί ἀξιώθηκαν νά φθάσουν σέ σένα, τό ἀσφαλέστατο λιμάνι. Ὤ, πράγματι, εἶναι εὐτυχεῖς ὅσοι ἔφθασαν ἀπ’ τό πέλαγος στό γιαλό, ἀπό τήν ξενιτιά στήν πατρίδα, ἀπό τήν φυλακή στά ἀνάκτορα!... Μακάριοι ἐκεῖνοι, πού ἀπό αὐτή τή ζωή, τή γεμάτη ναυάγια, ἀξιώθηκαν νά φθάσουν σέ τέτοια εὐφροσύνη, καί δυστυχισμένοι ἐμεῖς, πού σέρνουμε τό σκάφος μας ἀνάμεσα στά κύματα, στήν καταιγίδα καί τή φουρτούνα αὐτῆς τῆς μεγάλης θάλασσας. Δέν ξέρουμε ἄν μπορέσουμε νά φθάσουμε στό λιμάνι τῆς σωτηρίας. Δυστυχισμένοι, γιατί ἡ ζωή μας περνᾶ στήν ξενιτιά, σέ κίνδυνο κι ἔχει ἀμφίβολο τό τέλος της. Δέν ξέρουμε ποῦ θά καταλήξουμε, γιατί ὅλα τά μελλοντικά εἶναι ἄγνωστα, ἀλλά ἐνῶ ταλαιπωρούμαστε ἀπό τά κύματα μέσα στό πέλαγος, ἀγκαλιάζουμε μέ τή σκέψη μας τό λιμάνι. Ὦ πατρίδα μας, γεμάτη ἀσφάλεια, ἀπό μακριά σέ βλέπουμε, σέ χαιρετοῦμε ἀπό τή θάλασσα αὐτή· ἀπ’ αὐτή τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος ὑψώνουμε σέ σένα τό πνεῦμα μας καί ἀγωνιζόμαστε μέ δάκρυα, μήπως μπορέσουμε ν’ ἀράξουμε σέ σένα, ἐλπίδα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
Χριστέ, Θεέ μας, δύναμη καί καταφύγιό μας, πού τό φῶς σου στέλνει τίς ἀκτῖνες του στά μάτια μας σάν ἄστρο μέσα στά σκοτεινά σύννεφα τῆς θαλασσοταραχῆς, ὁδήγησέ μας στό λιμάνι, κυβέρνησε τό πλοῖο μας μέ τό δεξί σου χέρι καί μέ τά καρφιά τοῦ σταυροῦ σου, γιά νά μή χαθοῦμε στά κύματα, γιά νά μή μᾶς βυθίσει ἡ ταραχή τοῦ νεροῦ καί νά μή μᾶς καταπιεῖ ὁ βυθός. Ἀλλά μέ τό ἀγκίστρι τοῦ σταυροῦ σου τράβηξέ μας ἀπ’ αὐτό τό πέλαγος. Σέ σένα, τή μόνη μας παρηγοριά, πού σάν ἄστρο τῆς αὐγῆς καί ἥλιος δικαιοσύνης στέκεσαι στό γιαλό τῆς πατρίδας μας καί μᾶς περιμένεις, ὑψώνουμε τά δακρυσμένα μάτια μας.
Δῶσ' μας, Κύριε, ἔτσι νά περάσουμε ἀνάμεσα ἀπό τή σκύλλα καί τή χάρυβδη, ὥστε ξεφεύγοντας καί τούς δύο κινδύνους, μαζί μέ τό σκάφος καί τήν πραμάτεια του, νά φθάσουμε μέ ἀσφάλεια στό λιμάνι.
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 21
Τό ἀνθρώπινο σῶμα, γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος, εἶναι ὅμοιο μέ βασιλικό ἀνάκτορο, τό βασιλικότερο τῶν ἀνακτόρων καθώς εἶναι κατασκευασμένο «τῇ ὑπερτάτῃ ἀρχιτεκτονικῇ ἀπειροσόφου τινός δημιουργοῦ».
Βασιλιάς τοῦ ἀνακτόρου αὐτοῦ εἶναι ἡ ψυχή ἤ ὁ νοῦς. Γιά νά μήν εἶναι ὅμως ἀποκλεισμένος στό σῶμα ὁ νοῦς, ὁ δημιουργός μερίμνησε ὥστε νά ὑπάρχουν «τά πέντε αἰσθητήρια», οἱ θυρίδες τοῦ σώματος. Κύριος λόγος τῆς ὕπαρξης τῶν διόδων αὐτῶν πρός τόν ἔξω κόσμο εἶναι ἡ «νοητή τροφή» καί «ἡδονή» τοῦ νοός. Δηλαδή, ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος, διά τῶν αἰσθήσεων ὁ νοῦς ἀντιλαμβάνεται τά τῆς αἰσθητῆς κτίσεως, καθώς ἐπίσης καί τίς θεῖες Γραφές, καί ὁδηγεῖται ἔτσι, μέ τή βοήθεια τῆς λογικῆς, στή σοφία, ἀγαθότητα, δύναμη, χάρη, ἀλήθεια, γλυκύτητα καί ὅλα τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ πού μπορεῖ κανείς νά δεῖ μέσα στήν κτίση ἀλλά καί στήν ἁγία Γραφή.
Τέλος διά τῆς μελέτης τῶν θαυμασίων τοῦ Θεοῦ ἀνάγεται ὁ νοῦς, ἡ ψυχή, πρός τόν σοφό δημιουργό τῆς κτίσεως καί δοτήρα κάθε ἀγαθοῦ.
Συνεχίζοντας τή μελέτη τῶν φωτισμένων λόγων τοῦ ἁγίου, ἀντιλαμβανόμαστε πόσο μεγάλη εἶναι ἡ εὐλογία τῶν πέντε αὐτῶν αἰσθητηρίων, ἀλλά καί πόσο μεγάλη ἡ εὐθύνη μας γιά τή φυλακή αὐτῶν τῶν θυρίδων τοῦ πολυτιμότερου τῶν ἀνακτόρων. Ὅπως χαρακτηριστικά παρατηρεῖ ὁ ἅγιος, διά μέσου τῶν θυρίδων αὐτῶν «εἰσέρχεται εἰς τήν ψυχήν ἡ ζωή καί ὁ θάνατος».
Ἡ ἄφατος σοφία καί ἀγαθότης τοῦ δημιουργοῦ τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐδόκησε ὥστε, στό βασιλικότερο τῶν ἀνακτόρων, τό σῶμα μας, νά ὑπάρχουν θυρίδες γιά τήν ἐπικοινωνία, εὐχαρίστηση, τροφή τοῦ βασιλέως-νοός. Ἀπό τόν καθένα μας ὅμως, ἤ ἀπό τόν βασιλέα νοῦ μας, ἐξαρτᾶται κατά πόσον καθιστοῦμε τόν ἑαυτό μας κατοικητήριο τῆς Ζωῆς ἤ τοῦ θανάτου.
Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συμβουλευτικόν Ἐγχειρίδιον, Βόλος 1983 σ. 31-34.
Ἀπόδοση Δέσποινα Καλογεράκη
Δρ. Θεολογίας
ΑΠ᾿ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟ...
Πρωί· κι ὑπόσχεση δίνω στόν Θεό μου:
σκοτεινό μήτε νά πράξω τίποτε μήτε νά ἐπαινέσω·
τή μέρα τούτη θυσία εὐάρεστη νά Σοῦ προσφέρω,
ἄσειστος μένοντας, κυρίαρχος στά πάθη.
Ντρέπομαι τ᾿ ἄσπρα μου μαλλιά, κακός σάν εἶμαι,
καί τήν ἁγία Τράπεζα πού ὑπηρετῶ.
Στούς πόθους μου, Χριστέ, ἐσύ τό δρόμο ἄνοιξε!
...ΩΣ ΤΟ ΔΕΙΛΙ
Μπροστά σου ψεύτης βρέθηκα, πού εἶσαι ἡ ἀλήθεια, Λόγε!
Σέ σένα θέλησα ἁγνή τούτη τή μέρα νά χαρίσω,
μά ἡ νύχτα δέν μέ βρῆκε ὁλόφωτο...
Ἐντούτοις προσευχήθηκα καί τό περίμενα νά γίνει·
μά κάπου μπλέχτηκαν τά πόδια μου καί σκόνταψα,
κι ἦρθε σκοτάδι καί μέ τύλιξε τῆς σωτηρίας μου ἐχθρός.
Λάμψε τό φῶς σου μέσα μου, Χριστέ, καί πάλι νά σέ δῶ!
...ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΠ᾿ ΤΗΝ ΑΡΧΗ!
Τήν ἔχασα, Χριστέ, τή μέρα μου τή χθεσινή·
ἦρθε ὁ θυμός καί μ᾿ ἅρπαξε ἀπρόοπτα.
Ἄς εἶναι τή σημερινή νά τή δεχτῶ ὁλοφώτεινη!
Πρόσεχε, ψυχή μου! Μήν ξεχνᾶς νά βλέπεις τόν Θεό!
Ὑπόσχεση ἔδωσες· φρόντιζε τή σωτηρία σου!
Γρηγορίου Θεολόγου, Ἔπη εἰς ἑαυτόν ΚΔ΄, ΚΕ΄, ΚΣΤ΄,
Ε.Π.Ε. 10,266-269
Ἄς τούς μιμηθοῦμε! Κι ἄν ὄχι στά ἄλλα, τουλάχιστον στήν ταπείνωση καί τή μετάνοια, πού ἄλλαξε τή ζωή τους. Τά μεγάλα καί ὑψηλά κατορθώματα τῶν ἁγίων ἀποστόλων ἴσως δέν μποροῦν ὅλοι νά τά μιμηθοῦν· ἁρμόζουν στούς μεγάλους. Ἡ μετάνοια ὅμως πού ὁδηγεῖ στή διόρθωση ἁρμόζει κυρίως σέ μᾶς, πού καθημερινά πέφτουμε σέ πολλά παραπτώματα...
Εἶναι ἀνάγκη, βέβαια, νά προηγηθεῖ ἡ ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτημάτων μας... Ἀκόλουθός της θά καταφτάσει ἡ αὐτομεμψία. Συνοδός αὐτῆς εἶναι ἡ κατά Θεόν λύπη. Ἡ συντριβή τῆς καρδιᾶς, ἡ ἐξαγόρευση καί ἡ θερμή προσευχή θά ἔλθουν ἀμέσως νά τίς συναντήσουν. Ἀναπόσπαστο μέλος μιᾶς τέτοιας συνοδίας εἶναι ἡ ὑπόσχεση τῆς ἀποχῆς ἀπό τίς κακίες. Νά, τί εἶναι μετάνοια...
Γρηγορίου Παλαμᾶ, Εἰς τήν ἑορτήν
τῶν ἁγίων καί κορυφαίων ἀποστόλων
Πέτρου καί Παύλου, ΕΠΕ 10,216-218
«Ὅτι ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις ἐμφανές τό ὄρος Κυρίου» (Ἠσ 2,2).
«Ὄρος» ὀνομάζει ὁ Ἠσαΐας τήν Ἐκκλησία καί τά ἀκαταμάχητα δόγματα. Τά ὄρη μένουν ἀκατάβλητα στίς προσβολές τῶν ἐχθρῶν. Κι ἄν μύρια στρατεύματα τεντώσουν ἐναντίον τους τά τόξα καί ἐξαπολύσουν τά δόρατα καί φέρουν κατά πάνω τους τίς πολιορκητικές τους μηχανές, θά ἀποχωρήσουν δίχως νά μπορέσουν νά προκαλέσουν τήν παραμικρή βλάβη σ᾿ ἐκεῖνα, ἐνῶ ἡ δική τους δύναμη θά καταλυθεῖ. Ὁμοίως καί ὅλοι ὅσοι πολέμησαν τήν Ἐκκλησία δέν κατόρθωσαν νά τήν κλονίσουν, ἐνῶ ἔχασαν τή δική τους δύναμη καί ἐξευτελίστηκαν. Χτυπώντας την διαλύονταν, ἐπιτιθέμενοι ἐξασθενοῦσαν. Σέ ὅλες τίς συγκρούσεις νικητές ἀναδεικνύονταν ἐκεῖνοι πού δέχονταν τίς ἐχθρικές προσβολές καί ὑπέφεραν. Παράδοξη στ’ ἀλήθεια νίκη! Ἀδύνατη στούς ἀνθρώπους, δυνατή μόνο στόν Θεό. Πραγματικά, αὐτό εἶναι τό θαυμαστό στήν Ἐκκλησία, ὄχι ἡ νίκη ἀλλά ὁ τρόπος τῆς νίκης. Ἐνῶ ὑπέμενε προσβολές, διωγμούς, ἀναρίθμητα βασανιστήρια, ὄχι μόνο δέν μειωνόταν ἡ δύναμή της, ἀλλά γινόταν ἰσχυρότερη. Τά ἴδια της τά παθήματα συνέτριβαν τούς ἐχθρούς της! Ἔτσι δέν συμβαίνει καί μέ τό διαμάντι; Διαλύει τή δύναμη τοῦ σιδήρου τήν ὥρα πού δέχεται τά σφυροκοπήματά του.
ΕΠΕ 8,258
Τί εἶναι ἄραγε ἡ ἁμαρτία;... Δέν εἶναι ἐξωτερικός ἐχθρός πού σέ πολεμᾶ, ἄνθρωπε, ἀλλά κακό βλάστημα, πού αὐξάνει μέσα σου ἀπό δική σου προαίρεση... Ὅταν ξεχάσεις τόν Θεό, τότε ἐμφανίζονται οἱ πονηροί λογισμοί καί συντελοῦνται οἱ παράνομες πράξεις.
...Ὑπάρχει, βέβαια, καί κάποιος ἄλλος πού σοῦ ὑπαγορεύει τό κακό, ὁ διάβολος. Δέν ἐπιβάλλεται ὅμως μέ τή βία, παρά μόνο μέ τή συγκατάθεσή σου. Ἄν τοῦ κλείσεις τήν πόρτα, δέν μπορεῖ νά σέ βλάψει ἀπό μακριά. Ἄν δεχτεῖς μέ ἀδιαφορία τήν πρώτη ὤθηση πρός τήν κακή ἐπιθυμία, ἁπλώνει ρίζες μέσα σου μέ τούς λογισμούς, δεσμεύει τή σκέψη σου καί σέ ρίχνει σέ βόθρο κακῶν. Ἀλλά ἴσως πεῖς: Εἶμαι πιστός καί δέν θά μέ νικήσει ἡ ἐπιθυμία, ἀκόμη κι ἄν ἡ σκέψη μου στρέφεται συχνότερα σ᾿ αὐτήν. Ἀγνοεῖς ὅτι μία ρίζα, βαθιά στό ἔδαφος στερεωμένη, μπορεῖ νά διαρρήξει ἀκόμη καί πέτρα; Μή δεχτεῖς τό σπόρο, διότι θά σοῦ κομματιάσει τήν πέτρα τῆς πίστεως. Πρίν ἀκόμη ἀνθίσει, ξερρίζωσε τό κακό. Μή ραθυμήσεις στήν ἀρχή· ἀργότερα θά σοῦ χρειαστοῦν τσεκούρια καί φωτιά. Δεῖξε ἐνδιαφέρον γιά τή θεραπεία τοῦ ματιοῦ σου ἔγκαιρα, μόλις παρουσιαστεῖ ἡ πρώτη ἐνόχληση· μήν περιμένεις νά τυφλωθεῖς, γιά νά ζητήσεις τότε τόν ἰατρό...
Κυρίλλου Ἰεροσολύμων, Κατήχηση Φωτιζομένων Β΄, β-γ.
Ἀπόδοση Β.Τ.