Σάν τόν καλό τεχνίτη πού ἀνακάλυψε πολύτιμο ὑλικό κι ἔσπευσε νά κατασκευάσει τό πιό ὡραῖο σκεῦος, ἔτσι καί ὁ Χριστός, μόλις βρῆκε τῆς Παρθένου τό ἅγιο σῶμα καί τήν ψυχή, κατασκεύασε γιά τόν ἑαυτό του ἕναν ἔμψυχο ναό, πλάθοντας μέσα στήν Παρθένο τόν ἄνθρωπο ἔτσι ὅπως τόν θέλησε. Καί νά, μ᾿ αὐτόν ὡς ἔνδυμά του σήμερα ἔρχεται στόν κόσμο, δίχως νά ντραπεῖ τήν ἀσχήμια τῆς φύσεώς μας. Οὔτε τό θεώρησε προσβλητικό νά ἐνδυθεῖ τό ἔργο τό δικό του· τό πλάσμα, λοιπόν, ἔγινε ἔνδυμα τοῦ τεχνίτη, καρπώθηκε τήν πιό μεγάλη δόξα!
Πραγματικά, ὅπως ἀκριβῶς κατά τήν πρώτη δημιουργία ἦταν ἀδύνατον νά πλασθεῖ ὁ ἄνθρωπος, πρίν πάρει ὁ Δημιουργός στά χέρια του τόν πηλό, ἔτσι καί τό φθαρμένο μας σκεῦος ἦταν ἀδύνατον νά μεταποιηθεῖ, ἄν δέν γινόταν πρῶτα ἔνδυμα τοῦ πλαστουργοῦ. ...
Μέ ἀφήνει ἔκπληκτο τό θαῦμα! «Ὁ παλαιός τῶν ἡμερῶν» γίνεται παιδί· αὐτός πού καθόταν σέ θρόνο ὑψηλό καί μεγαλοπρεπῆ τοποθετεῖται σέ φάτνη· ὁ ἀναφής καί ἀσώματος βαστάζεται στά ἀνθρώπινα χέρια· αὐτός πού ἔσπασε τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας τυλίγεται σέ σπάργανα, ἐπειδή αὐτό θέλει. Θέλει, δηλαδή, νά μεταβάλει τήν ἀτιμία σέ τιμή, νά ἐνδύσει τήν ἀδοξία μέ δόξα... Γι᾿ αὐτό μπαίνει μέσα στή φύση μου, γιά νά χωρέσω ἐγώ μέσα μου τόν Λόγο του. Γι᾿ αὐτό παίρνει τή σάρκα μου, γιά νά μοῦ δώσει τό Πνεῦμα του, ὥστε μ᾿ αὐτή τή δοσοληψία ὁ παράξενος αὐτός ἔμπορος νά βάλει στά χέρια μου τό θησαυρό τῆς ζωῆς.
Ἰ. Χρυσοστόμου, Εἰς τό Γενέθλιον
τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 2·
ΕΠΕ 35,470-472.
Ἀπόδοση Β.Τ.