Αὐτό εἶναι ἡ ζωή μας, αὐτό ὑγεία καί πλοῦτος μας, αὐτό τό ὕψιστο τῶν ἀγαθῶν: ἡ προσευχή μέ καθαρή καί ἁγνή ψυχή. Ὅ,τι εἶναι γιά τό σῶμα τό φῶς τοῦ ἥλιου, τό ἴδιο ἀκριβῶς εἶναι γιά τήν ψυχή ἡ προσευχή. Ἄν, λοιπόν, ὑποφέρει ὁ τυφλός πού δέν βλέπει τόν ἥλιο, πόσο ζημιώνεται ὁ χριστιανός, ὅταν δέν προσεύχεται συνεχῶς καί στερεῖ τήν ψυχή του ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ; Κι ὅμως, ποιός δέν ἐκπλήσσεται καί δέν ἀπορεῖ μέ τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος χαρίζει ἕνα τόσο μεγάλο προνόμιο στούς ἀνθρώπους, ὥστε ν᾿ ἀξιώνονται νά προσεύχονται καί νά συναναστρέφονται τόν ἴδιο; Διότι ἀληθινά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς συνομιλοῦμε μαζί Του...
Ἄς πλησιάζουμε τόν Θεό μέ χαρά και φόβο· μέ φόβο, μήπως φανοῦμε ἀνάξιοι τῆς προσευχῆς, ἀλλά καί γεμάτοι χαρά γιά τό μέγεθος τῆς τιμῆς... Θησαυρούς ἐναποθέτει στίς ψυχές μας ἡ προσευχή καί αὐτή εἶναι πού μᾶς ὁδηγεῖ στή θεάρεστη ζωή. Πραγματικά, εἴτε κανείς ἀγαπᾶ τήν παρθενία εἴτε τιμᾶ τήν κοινωνία τοῦ γάμου εἴτε ἀγωνίζεται νά κυριαρχήσει στό θυμό εἴτε νά μείνει καθαρός ἀπό τό φθόνο, ἡ προσευχή προηγεῖται καί ἐξομαλύνει τό δρόμο τῆς εὐσεβείας, ὥστε νά τόν καταστήσει εὐκολοδιάβατο.
Ἰ. Χρυσοστόμου,
Περί προσευχῆς 1· ΕΠΕ 31,180-183
Ἀπόδοση Β.Τ.