«Παιδί μου, σοῦ δίνω αὐτήν τή συμβουλή:
Νά σέβεσαι πρῶτα τόν Θεό καί μετά τόν ἄνδρα σου, τήν πηγή τῆς ζωῆς, καί τῆς δικῆς σου γνώμης καί θελήσεως κύριο. Αὐτόν μόνο νά ἀγαπᾶς καί νά ποθεῖς, καί μ᾿ αὐτόν μόνον τήν ψυχή σου νά εὐφραίνεις, ὥστε νά σέ ἀγαπήσει μέ τούς τελειοτέρους πόθους. Νά μήν ἔχεις τόσο ἀλόγιστο θάρρος, ὅσο καί ὁ πόθος τοῦ ἀνδρός σοῦ δίνει, ἀλλά ὅσο πρέπει νά ἔχεις. Ἐπειδή σέ ὅλα τά ἀνθρώπινα ὑπάρχει κορεσμός. Πράγματι σέ ὅλα μέν τά ἀνθρώπινα ὑπάρχει κορεσμός, ἡ δέ ἀγάπη εἶναι ἀκόρεστος.
Ἐπειδή εἶσαι γυναίκα, οὐδέποτε νά εἶσαι ἀθυρόστομη μπροστά στόν ἄνδρα σου. Νά μήν παίρνουν τά μυαλά σου ἀέρα ἐξ αἰτίας τῶν χρημάτων, οὔτε ἐξ αἰτίας τῆς σοφίας. Διότι ἡ πραγματική σοφία εἶναι νά ὑποχωρεῖς καί νά πείθεσαι στούς νόμους τοῦ γάμου. Νά ὑποχωρεῖς, ὅταν ὁ ἄνδρας σου εἶναι ὀργισμένος, ὅταν εἶναι κουρασμένος νά τόν βοηθεῖς μέ λόγια τρυφερά καί καλές συμβουλές. Γιατί οὔτε καί ὁ θηριοτρόφος σταμάτησε τήν ὀργή τοῦ λιονταριοῦ μέ τήν δύναμη, ἀντιμετωπίζοντας τήν ὀργή του μέ ὀργισμένους βρυχηθμούς, ἀλλά τό ὑποτάσσει χαϊδεύοντάς το μέ τά χέρια του καί μέ λόγια κολακευτικά.
Οὔτε γιά κάποια ζημιά νά ἐπιπλήξεις τόν ἄνδρα σου, ἀκόμη καί ἄν εἶσαι πολύ ὀργισμένη. Οὔτε νά ἐπαινέσεις αὐτόν πού δέν εἶναι φίλος τοῦ ἄνδρα σου, κατηγορώντας τον δόλια μέ παραβολικά λόγια. Ἀπό κοινοῦ πρέπει νά ἔχετε τίς χαρές καί τίς λύπες καί κοινές πάλι τίς φροντίδες, γιατί αὐτό κάνει τό σπίτι νά γίνεται μεγάλο. Καί ὅταν εἶναι λίγο λυπημένος νά λυπᾶσαι μαζί του λίγο. Διότι στόν λυπημένο ἄνδρα ἡ γυναίκα εἶναι τό ἀσφαλές λιμάνι. Ἡ δέ ὑφαντική σαγίτα νά εἶναι ἡ φροντίδα σου καί τό πλέξιμο καί προπάντων τό ἐνδιαφέρον γιά τά θεῖα λόγια.
Νά μή βιασθεῖς νά βγάλεις τό πόδι σου ἔξω ἀπό τήν πόρτα, οὔτε καί γιά κάποια δημόσια ψυχαγωγία, διότι αὐτή ἀφαιρεῖ τήν ἐλευθερία. Νά μή συναναστρέφεσαι μέ γυναῖκες, πού εἶναι ὑπερήφανες καί κυκλοφοροῦν δημόσια, οὔτε μέ ἀνθρώπους, πού δέν εἶναι ἀρεστοί στόν ἄνδρα σου. Σ᾿ αὐτούς πού σέ βλέπουν νά εἶσαι ντροπαλή, ἔχοντας τά μάτια σου χαμηλά καί τό πρόσωπό σου κατεβασμένο».
Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
(Ἀπόδοση στή Νεοελληνική, ἀπό τόν Δ. Ἀθανασόπουλο, Θεολόγο)