![]() Στήν ἀπέναντι γωνία, πού βλέπει στόν κεντρικό δρόμο, τό κατάστημα πού ἑτοιμαζόταν ἀπό καιρό ἄρχισε νά λειτουργεῖ. Ἐκεῖ βρῆκα καί τά παιδιά. Σ᾿ ἕναν χῶρο κλειστό, κάτι μεταξύ καφετερίας καί λούνα πάρκ. Στά μεγάλα τζάμια τῆς βιτρίνας πολύ πετυχημένες παραστάσεις ἀπό παραμύθια μέ ζῶα, πουλιά, δάση κ.ἄ., πού ἀπομόνωναν τό ἴδιο πετυχημένα ὅσους βρίσκονταν μέσα. Πίσω ἀπό ἕνα “ζωντανό” πουλί διέκρινα ἕναν πιτσιρίκο, πού προσπαθοῦσε νά σκαρφαλώσει σ᾿ ἕνα πράσινο, πλαστικό κατασκεύασμα πού μᾶλλον παρίστανε τό δέντρο. Στό πάτωμα ἀμέτρητες πολύχρωμες μπάλες -εὔχρηστες βόμβες γιά βίαιους, παιδικούς, ἐκτονωτικούς πολέμους- δημιουργοῦσαν στό βάδισμα μιά πλήρη ἀβεβαιότητα. Ἐκεῖ τά παιδιά, στούς παιδότοπους ὅπως τά λένε, «παίζουν» ἀσφαλισμένα καί οἱ μεγάλοι δίπλα τά περιμένουν πίνοντας καφέ, κάτω ἀπό τίς ἐξαγριωμένες φωνές τῶν εὐτυχισμένων παιδιῶν. Ἕνα κοριτσάκι πίσω ἀπό ἕνα πλέγμα -αὐτό ἐκτός ἀπό φυλακή τί ἄλλο θά μποροῦσε νά θέλει νά μιμηθεῖ;- μέ κοιτάζει μέ βλέμμα κουρασμένο. Πόσους τέτοιους πλαστικούς παραδείσους εἶναι καταδικασμένο νά ἐπισκεφτεῖ ἀκόμα; Στή σκέψη μου ἦρθε τό «σταμάτα, δάσκαλε, νά ἀκούσουμε τό πουλί» καί θέλω κι ἐγώ νά φωνάξω: «Σταματῆστε νά φυλακίζετε τά παιδιά μέσα σέ εἰκονικούς παραδείσους. Σταματῆστε νά τούς κρύβετε τό στέρεο χῶμα μέ μιά ρευστή πλαστικότητα. Σταματῆστε νά ἁπλώνετε ἀπό πάνω τους γαλάζιες ζελατίνες καί ἀφῆστε τα νά μποροῦν ἐλεύθερα, πατώντας στή γῆ νά στρέφονται πρός τόν οὐρανό». Δέν μᾶς κούρασαν τά πλαστικά χαμόγελα καί οἱ συνθετικές ἐπικοινωνίες; Γιατί καταδικάζουμε τίς ἑπόμενες γενιές σέ μιά καθολική πλαστικοποίηση; Δια-κριτικός
|
Ναί, ἔψαχνα τόν Θεό. Τόσο ἐγώ ὅσο κι ἡ γυναίκα μου ἡ Μαίρη νιώθαμε πώς κάτι λείπει ἀπό τήν κατά τά ἄλλα εὐτυχισμένη ζωή μας. Κι αὐτό τό ἄδειο κομμάτι ἦταν ἀνυπόφορο.
Οἱ θρησκεῖες στή σύγχρονη πολυποίκιλη Ἀμερική συνθέτουν ἕνα πάζλ μέ χιλιάδες κομμάτια, πού ὅλα μιλᾶνε γιά Θεό. Ὅμως ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά εἶναι σέ ὅλα. Τό νά ψάχνεις νά βρεῖς τό σωστό εἶναι σάν νά ψάχνεις βελόνα στά ἄχυρα. Κάτι, ὡστόσο, μᾶς ἔλεγε πώς μόνο ἕνα εἶναι ἀληθινό.
Προερχόμασταν ἀπό οἰκογένειες προτεσταντῶν καί πηγαίναμε τακτικά στήν ἐκκλησία. Μόνο πού ἐκεῖ ἡ κυριακάτικη σύναξη ἄλλοτε ἔμοιαζε μέ διάλεξη κι ἄλλοτε μέ χοροεσπερίδα. Ὕστερα, αὐτή ἡ ἀντίληψη ὅτι Θεός εἶναι ὅ,τι ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας κι ὁ καθένας Τόν ἀντιλαμβάνεται διαφορετικά...
Δέν χρειάστηκε παρά κοινή λογική γιά νά ἀποκλείσουμε τά 22.000 προτεσταντικά παρακλάδια. Ὁ Θεός πρέπει νά ’ναι κάτι πιό σαφές καί πιό συγ- κεκριμένο. Ἔτσι στραφήκαμε στίς ἀνατολικές θρησκεῖες. Ἐλπίζοντας πώς ὁ Θεός βρισκόταν στό μυστικισμό τῆς Ἀνατολῆς, ἀσπαστήκαμε τόν ἰνδουισμό. Ἀλλά δέν ἦταν οὔτε ἐκεῖ. Κάπου ἐκεῖ οἱ δρόμοι ἀναζήτησης μέ τή Μαίρη, σταμάτησαν νά εἶναι κοινοί. Ἐκείνη στράφηκε στόν καθολικισμό. Ἐγώ, πάλι, δέν τόν ἐμπιστεύτηκα ποτέ.
Μόλις εἶχα ἀνακαλύψει ἕναν μικρό ὀρθόδοξο ναό, ὄχι μακριά ἀπό τό καινούργιο μας σπίτι. Ὁ ἱερέας ἦταν ἕνα συμπαθητικό γεροντάκι ἀπό τή Ρωσία. Σκέφτηκα νά δοκιμάσω. Ξυπνοῦσα νωρίτερα τό πρωί γιά νά πάω στήν ἐκκλησία πρίν ἀπό τή δουλειά. Ὅμως δέν ἔνιωσα αὐτό πού περίμενα.
Τό διάστημα ἐκεῖνο εἴχαμε ἀποκτήσει τό τρίτο μας παιδί, ἕνα χαριτωμένο κοριτσάκι πού, ὅπως ἔδειξαν οἱ ἐξετάσεις, ἦταν ἐντελῶς κουφό. Τά νέα ἔπεσαν στό κεφάλι μας σάν κεραυνός. Μόλις εἴχαμε ἀρχίσει νά συνειδητοποιοῦμε πόσο αὐτό θά ἄλλαζε τή ζωή μας. Ἀποφασίσαμε νά τό ἀντιμετωπίσουμε πολιτισμένα καί ψύχραιμα. Συμφωνήσαμε ὅτι πρέπει νά ἀποδεχτοῦμε ὅτι θά ἔχουμε ἕνα ἀνάπηρο παιδί κι ἀρχίσαμε νά ψάχνουμε πληροφορίες γιά εἰδικά σχολεῖα καί εἰδική ἐκπαίδευση. Ἤμουν πολύ ἀπογοητευμένος.
Ἐκεῖνο τό πρωί ἀποφάσισα νά πάω στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία γιά τελευταία φορά. Δέν περίμενα τίποτα. Ἁπλῶς σκέφτηκα νά ἀποχαιρετήσω τόν γέροντα ἱερέα, πού ἦταν πάντα πολύ εὐγενικός, καί νά τόν ἐνημερώσω ὅτι δέν θά ξαναπάω. Ἐκεῖνος μέ πλησίασε καί μίλησε πρῶτος πρίν προλάβω νά τοῦ πῶ ὁτιδήποτε.
«Σάμ, φαίνεσαι πολύ στενοχωρημένος, τί σοῦ συμβαίνει, παιδί μου;». Ἔτσι, τοῦ ἐξήγησα τό πρόβλημα μέ τό μω- ρό. «Πώ, πώ, λυπᾶμαι πολύ. Ὅμως, φέρ’ το νά τοῦ διαβάσουμε μία εὐχή». Δέν ἀντέδρασα γιά νά μή φανῶ ἀγενής. «Ἐντάξει, εἶπα στόν ἑαυτό μου, δέν χάλασε ὁ κόσμος μέ μία ἀκόμη μέρα. Θά τόν ἀποχαιρετήσω αὔριο». Ἔτσι πῆγα τή μικρή στήν ἐκκλησία καί τῆς διάβασε τήν εὐχή. Εἶχα ἀργήσει κι ἔφυγα βιαστικός. Θά τόν ἀποχαιρετοῦσα τήν ἑπόμενη μέρα.
Τό ἀπόγευμα εἶχε προγραμματιστεῖ μία ἐπαναληπτική ἐξέταση στό μωρό. Δέν περιμέναμε τίποτα, ἁπλῶς μιά τελική ἐπιβεβαίωση τῆς ἤδη διαπιστωμένης βλάβης. Ὅταν στίς 4 μ.μ. χτύπησε τό τηλέφωνο στή δουλειά κι ἄκουσα τή φωνή τῆς Μαίρης νά μοῦ λέει πώς οἱ ἐξετάσεις τῆς μικρῆς ἦταν φυσιολογικές, μοῦ φάνηκε σάν παραλήρημα, σχεδόν θύμωσα μαζί της:
- Μαίρη, σέ παρακαλῶ! τῆς εἶπα σέ αὐστηρό τόνο. Τά ἔχουμε συζητήσει χιλιάδες φορές καί συμφωνήσαμε ὅτι θ’ ἀποδεχτοῦμε τό παιδί μας ὅπως εἶναι, χωρίς νά τρελαινόμαστε!
- Σάμ, μέ διέκοψε ἐκείνη, δέν κατάλαβες. Ἡ Ἄνι ἀκούει!!!
Γύρισα στό σπίτι σάν ἀστραπή χωρίς νά ἔχω πιστέψει λέξη ἀπ’ ὅλα αὐτά. Δέν ἦταν λογικό νά συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οὔτε περίμενα ὅτι θά περνοῦσα ὅλο τό ἀπόγευμα προκαλώντας ἀκουστικά ἐρεθίσματα στή μικρή Ἄνι, ἡ ὁποία ὅμως τώρα πιά ἀνταποκρινόταν! Μέσα στήν ἀνείπωτη χαρά μου, θυμήθηκα τόν ἱερέα καί τήν εὐχή πού διάβασε στό μωρό τό ἴδιο πρωί κι ἔτρεξα νά τόν εὐχαριστήσω. Ὅμως ἐκεῖνος ἀπάντησε ἁπλά:
- Ὄχι ἐγώ, ἐγώ δέν ἔκανα τίποτα, παιδί μου. Ὁ Θεός ἔκανε καλά τήν Ἄνι, Αὐτόν πρέπει νά εὐχαριστήσουμε κι οἱ δυό.
Τότε σκέφτηκα: «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινά ταπεινός, δέν μπορεῖ παρά ἐδῶ νά ἀναπαύεται ὁ Θεός».
... ... ... ...
Σέ λίγο διάστημα, ὁ Σάμ σάν δεύτερος Κορνήλιος, βαπτίστηκε ὀρθόδοξος, ὅπως καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του. Πρίν λίγα χρόνια ἦρθε στήν Ἑλλάδα γιά νά σπουδάσει Θεολογία, μέ σκοπό νά ἐπιστρέψει στήν πατρίδα του ὡς ὀρθόδοξος ἱερέας. «Γιατί», ὅπως λέει ὁ Σάμ, «ὅταν ψάχνεις γιά τόν Θεό, ἔρχεται νά σέ βρεῖ Ἐκεῖνος».
«...Ἐλπίζω ὅτι ὅσοι ἐξ ὑμῶν συμμετάσχουν εἰς τήν Κυβέρνησιν θέλουν γνωρίσει μετ᾽ ἐμοῦ τάς παρούσας περιστάσεις... Ὅσοι λοιπόν εὑρίσκονται εἰς δημόσια ὑπουργήματα δέν εἶναι δυνατόν νά λαμβάνουν μισθούς ἀναλόγως μέ τόν βαθμόν τοῦ ὑψηλοῦ ὑπουργήματός των καί μέ τάς ἐκδουλεύσεις των, ἀλλ᾽ ὅτι οἱ μισθοί οὗτοι πρέπει νά ἀναλογοῦν ἀκριβῶς μέ τά χρηματικά μέσα τά ὁποῖα ἔχει ἡ Κυβέρνησις εἰς τήν ἐξουσίαν της...
Ὅσον δι᾽ ἐμέ, ἐφ᾽ ὅσον τά ἰδιαίτερα εἰσοδήματά μου ἀρκοῦν διά νά ζήσω, ἀρνοῦμαι νά ἐγγίσω μέχρι καί τοῦ ὀβολοῦ τά δημόσια χρήματα, ἐνῶ εὑρισκόμεθα εἰς τό μέσον ἐρειπίων καί ἀνθρώπων βυθισμένων εἰς ἐσχάτην πενίαν».
Δέν πρόκειται γιά σύγχρονο πρωθυπουργικό διάγγελμα «διά τάς παρούσας περιστάσεις» τῆς κρίσης πού διέρχεται ἡ χώρα μας. Δέν ὑπάρχει ἄλλωστε ἡ δυνατότητα (γιά πολλούς λόγους) νά ἀποδοθεῖ σέ τέτοια γλωσσική μορφή!...
Τό κείμενο εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό ἀγόρευση τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια στήν Δ΄ Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄργους τό 1829.
Τραγικά ἐπίκαιρα ἀκούγονται τά λόγια τοῦ πρώτου Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδας στίς μέρες μας. Πόσο ξαστοχήσαμε ἀπό τόν κανόνα πού ὁ ἴδιος θεωροῦσε ἰδανικό στίς τότε περιστάσεις!...
«Εἰς τό μέσον ἐρειπίων καί ἀνθρώπων βυθισμένων εἰς ἐσχάτην πενίαν», κάποιοι, ὄχι ἁπλῶς δέν ἀρνοῦνται νά ἀγγίξουν τά δημόσια χρήματα, ἀλλά καυχῶνται ἀνερυθρίαστα ὅτι τά κατασπατάλησαν μέχρις ὀβολοῦ... Ξύπνα, κυβερνήτη Καποδίστρια... ξύπνα γιά νά μᾶς ἀφυπνίσεις ἀπό τό λήθαργο! Ξύπνα προτοῦ νά εἶναι πολύ ἀργά...
Πραγματική ἤ πλασματική ἡ λεγόμενη οἰκονομική κρίση ἔγινε τόν τελευταῖο καιρό τό πρῶτο θέμα τῆς ἐπικαιρότητος. Συζητεῖται ἀπό ἄρχοντες καί λαό, συνταξιούχους καί μισθωτούς, ὑψηλόμισθους καί χαμηλόμισθους, μόνιμους καί ἐποχιακούς καί ὡρομίσθιους, μεγαλοεπιχειρηματίες καί μεροκαματιάρηδες, εἰδικούς καί ἄσχετους. Εἶναι ὁ ἐφιάλτης πού φοβίζει καί ἀναστατώνει ἐπιχειρήσεις καί ἑταιρεῖες, τρομοκρατεῖ μικρά καί μεγάλα νοικοκυριά καί ἄτομα, σωρεύοντας ἕνα πλῆθος ἀπό θλιβερά ἐπακόλουθα. Δέν διαθέτω, βέβαια, τήν εἰδικότητα οὔτε καί τήν ἁρμοδιότητα γιά νά σχολιάσω τό θέμα ἀπό ἄποψη οἰκονομική. Δέν προτίθεμαι νά συνταχθῶ ἀβασάνιστα μέ τούς ἀμέριμνους καί ὑπεραισιόδοξους οὔτε μέ τούς θιασῶτες τῆς πεσιμιστικῆς κινδυνολογίας. Θά ἤθελα ὡστόσο νά ἐπιχειρήσω μία προσέγγιση στό πρόβλημα ἀπό τήν πνευματική προοπτική καί νά ψηλαφήσω τήν προσωπική εὐθύνη τοῦ καθενός μας γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς κρίσης.
Ἔχει ἤδη ἐπισημανθεῖ ὅτι πίσω ἀπό τήν οἰκονομική κρύβεται μία ἄλλη πολύ πιό σοβαρή κρίση, ἡ πνευματική. Μελετώντας τό θέμα κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ θείου λόγου, διαπιστώνουμε ὅτι θά ἦταν πολύ διαφορετικά τά πράγματα καί σαφῶς πιό ἀνάλαφρη ἡ οἰκονομική δυσπραγία, ἄν ἐμεῖς, οἱ λεγόμενοι χριστιανοί, διαθέταμε τήν ἀνάλογη προετοιμασία. Ἄν ἄρχοντες καί λαός εἴχαμε θωρακισθεῖ μέ τήν ἠθική κατάρτιση καί μέ μιά κάποια πνευματικότητα, ἄν διαθέταμε προπαίδεια στήν ἄσκηση, ἄν δέν εἴχαμε ἀλλοιωθεῖ, ἀλλοτριωθεῖ καί ἁλωθεῖ ἀπό τόν ἀσυγκράτητο καταναλωτισμό καί δέν εἴχαμε ἀποχαυνωθεῖ ἀπό τόν ἀχόρταγο εὐδαιμονισμό, δέν θά φθάναμε ἀσφαλῶς ποτέ σέ τέτοια πτώχευση. Οἱ σπατάλες, τά ἀλόγιστα ἔξοδα, ἡ φοροδιαφυγή, ἡ ὑπεξαίρεση μέ ὁποιονδήποτε τρόπο δημοσίου χρήματος εἶναι ἀσυμβίβαστα πρός τήν χριστιανική ἰδιότητα. «Καλομάθαμε» στήν καλοπέραση καί στήν εὐμάρεια τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, δηλαδή κακομάθαμε καί κακοποιήσαμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, τόν ἀποδυναμώσαμε ἀπό τίς ψυχικές του δυνάμεις. Ἔτσι τό χειρότερο δέν εἶναι ἡ οἰκονομική κρίση, ἀλλά ἡ χαμηλή πνευματική στάθμη στήν ὁποία αὐτή μᾶς βρίσκει. Πάσχει, θά ἔλεγα, τό πνευματικό ἀνοσοποιητικό μας σύστημα. Θά ἀναφέρω μόνο δυό-τρία παραδείγματα.
Ὅσο κι ἄν ἀρνούμαστε νά τό δεχθοῦμε, ὅσο κι ἄν ἀδυνατοῦμε σήμερα νά τό καταλάβουμε, ὁ σταυρός εἶναι τό γνώρισμα τῶν ὀπαδῶν τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τό κομβικό σημεῖο. Ἡ εὐδαιμονιστική ἐποχή μας, ἐκμαυλισμένη ἀπό τήν καλοπέραση καί τήν εὐζωία, ἀπορρίπτει ἐξ ὁρισμοῦ τήν ἔννοια τοῦ σταυροῦ, τῆς ἄσκησης, τῆς προσφορᾶς. «Νά περνᾶς καλά», εἶναι ἡ συνηθισμένη εὐχή πού ἀνταλλάσσουμε. Νά περνᾶμε καλά, αὐτό εἶναι τό πρῶτο πού μᾶς ἐνδιαφέρει. Ἡ μέγιστη ἀπολαβή μέ τήν ἐλάχιστη προσπάθεια εἶναι τό ὅραμα μικρῶν καί μεγάλων. Ἡ κακοπάθεια, ἡ στέρηση, ἡ ἀληθινή νηστεία, ἡ ταπείνωση, ἡ ὑπομονή ἠχοῦν παράδοξα, ἄν ὄχι ἀνόητα σήμερα καί κανείς δέν θά ἤθελε νά ἀσκήσει αὐτές τίς ἀρετές. Μᾶς ἀναστατώνει καί μόνο ἡ ἰδέα ὅτι μπορεῖ π.χ. νά στερηθοῦμε μιά μέρα τό κινητό τηλέφωνό μας, νά περάσουμε ἕνα βράδυ χωρίς τηλεόραση, δέν λέω χωρίς ψωμί.
Κι ὅμως δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ὁ λαός μας ἀπειλεῖται ἀπό τήν φτώχεια. Καί ἄλλοτε ἡ χώρα μας ἀντιμετώπισε κρίση οἰκονομική. Θά μνημονεύσω μόνο τήν φοβερή κατοχή τοῦ 1941-42. Τότε οἱ ἄνθρωποι εἶχαν τήν δυνατότητα νά σκάψουν καί νά καλλιεργήσουν τήν γῆ, νά μεταποιήσουν παλιά ροῦχα, νά ἀξιοποιήσουν ἀντικείμενα πού ἦταν γιά πέταμα. Ἡ ἐργατικότητα τούς ἄνοιγε δρόμους καί διέξοδο στά ἀδιέξοδα. Ἔπειτα ἡ ὀλιγάρκεια, αὐτή ἡ ξεχασμένη ἀρετή, ἡ «τό ἀπροσδεές τῶν ἀγγέλων μιμουμένη», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, περιόριζε πολύ τίς ἀπαιτήσεις καί ἀπάλλασσε ἀπό τίς πλασματικές ἀνάγκες. Ἦταν εὐχαριστημένοι μέ ἕνα κομμάτι ξερό ψωμί κι εὐτυχισμένοι ὅταν αὐτό μποροῦσε νά συνοδεύεται ἀπό δυό ἐλιές ἤ ἕνα κρεμμύδι. Ἔνιωθαν ἱκανοποιημένοι μέ τά λίγα, διότι πλούσιος δέν εἶναι ὅποιος ἔχει πολλά, ἀλλά ὅποιος δέν χρειάζεται πολλά. Εἶναι πλουτισμός ἡ αὐτάρκεια, ὅπως ἀποκαλύπτει ἡ διαβεβαίωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «ἐγώ γάρ ἔμαθον ἐν οἷς εἰμι αὐτάρκης εἶναι. Οἶδα καί ταπεινοῦσθαι, οἶδα καί περισσεύειν· ἐν παντί καί ἐν πᾶσι μεμύημαι καί χορτάζεσθαι καί πεινᾶν, καί περισσεύειν καί ὑστερεῖσθαι» (Φι 4, 11-12).
Στόν χριστιανικό κόσμο σήμερα ἔχουμε πολλά, θέλουμε περισσότερα. Τά θέλουμε ὅλα ἄφθονα, ἀμέσως καί ἀκόπως. Μέ τήν νοοτροπία αὐτή μπορεῖ, βέβαια, κάποιος νά μήν ἀρνεῖται θεωρητικά τήν χριστιανική του ἰδιότητα, ἴσως μάλιστα καί νά καυχᾶται γι’ αὐτήν. Στήν πραγματικότητα ὅμως δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν πνευματικότητα τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἡ ὁποία θεμελιώνεται στήν ἀνάσταση τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί διακηρύττει ὅτι «ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
Νά τό ποῦμε ἁπλά, δέν λογίζεται χριστιανός ὅποιος δέν ἐνστερνίζεται τήν θυσιαστική ἀγάπη, ὅποιος στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου δέν βλέπει τόν ἀδελφό, τόν ἴδιο τόν Θεό. «Τίποτε ἄλλο δέν ἀποτελεῖ τόσο σπουδαῖο γνώρισμα καί χαρακτηριστικό γιά τόν πιστό καί ἐκεῖνον πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, ὅσο τό νά φροντίζει γιά τούς ἀδελφούς του καί νά καταβάλλει κάθε προσπάθεια γιά τήν σωτηρία τους», ἀποφαίνεται ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Καί ἐννοεῖ, βέβαια, τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς ἀλλά καί τοῦ σώματος. Δέν μπορεῖ νά καταναλώνει ἀνενόχλητος καί νά σπαταλᾶ ὁ χριστιανός πού γνωρίζει ὅτι γύρω του ὑποφέρουν οἱ πεινασμένοι, οἱ ἄστεγοι, οἱ ἄνεργοι, οἱ δυστυχισμένοι. Ἡ ἀγάπη τόν κάνει ἐπινοητικό. Κι ἄν δέν ἔχει τήν δυνατότητα νά λύσει τά προβλήματα τῶν φτωχῶν, τουλάχιστον φροντίζει κάτι νά οἰκονομήσει, νά περιορίσει κάπως τήν δική του εὐδαιμονία καί ἄνεση, ὥστε νά «κοινωνεῖ» στήν χρεία τῶν ἀδελφῶν.
Δέν ζῆ χριστιανικά ὅποιος δέν βιώνει τήν ἐλπίδα πού, χαρίζοντας τήν πρόγευση τῆς μέλλουσας πραγματικότητας, ἐμπνέει τό ἀσκητικό φρόνημα. Μέ αὐτή τήν ἐμπειρία ὁ Μέγας Βασίλειος διδάσκει ὅτι «δέν πρέπει νά ὑπηρετοῦμε δουλικά τό σῶμα, ἐκτός ἀπό τίς ἀπαραίτητες ἀνάγκες». Κάποτε μάλιστα «πρέπει νά στερούμαστε καί αὐτά τά ἐπιτρεπόμενα καί ἀπαραίτητα γιά τήν ζωή, ὅταν ἡ στέρηση αὐτή ἀποβλέπει στήν ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν μας». Εὔκολα ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας ὅτι ἄν θέλαμε νά ἐφαρμόσουμε τήν συμβουλή τοῦ Οὐρανοφάντορος -λίγο νά ἐγκρατευθοῦμε γιά τήν ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν- θά μπορούσαμε καί οἱ πιό φτωχοί νά ἐξοικονομήσουμε τουλάχιστον ἕνα πιάτο ἀπό τό φαγητό τῆς ἡμέρας. Ἕνα πιάτο γιά νά χορτάσουμε τήν πεῖνα τοῦ ἀδελφοῦ.
Σήμερα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, εἶναι ἀνάγκη νά σταθοῦμε ὄρθιοι στόν χαλασμό. Νά ἐπιδοθοῦμε, δηλαδή, μέ ζῆλο στήν πνευματική μας καλλιέργεια, μέ τήν μαθητεία μας στόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἐνσυνείδητη συμμετοχή στήν θεία λατρεία. Εἶναι τά δοκιμασμένα μέσα πού θά μᾶς βγάλουν ἀπό τήν πνευματική κρίση. Καί ἡ ἔξοδος αὐτή ἀποτελεῖ τήν ἐγγύηση γιά τήν ἀποσόβηση κάθε ἄλλης κρίσης.
![]() Πουθενά ἀλλοῦ σήμερα δέν μπορεῖ νά γίνει τό γεγονός αὐτό πιό σαφές καί πιό συγκεκριμένο ὅσο στίς περιπτώσεις τῆς ἀρρώστιας πού χτυπᾶ ἀνίατα καί ἄδικα ἀνθρώπους πιστούς καί ἁγίους ἀκόμη, τῆς ἀρρώστιας ἐκείνης πού τήν ὀνόμασαν «ἐπάρατη» καί θεωρεῖται κατάρα. Εἶναι συμφορά νά βρεθεῖ κάποιος μέσα στίς θανατηφόρες δαγκάνες τοῦ καρκίνου, μά ὅταν πρόκειται γιά ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τό πρᾶγμα γίνεται ἀκατανόητο. Πῶς μπορεῖ ὁ Κύριος νά ἐπιτρέπει νά βασανίζεται ὁ δοῦλος του, πῶς δέν ἀκούει τίς προσευχές του νά τόν θεραπεύσει, πῶς ἀνέχεται νά ἐκλείπουν ἀπό τή ζωή ἔτσι ἄδοξα, ἐξευτελιστικά μέσα στήν ἐξαθλίωση καί φρικτά μέσα στούς πόνους, παιδιά δικά του, ἀφοσιωμένα; Τέτοια ἐρωτήματα ἀναπόφευκτα προσβάλλουν τή σκέψη καί τήν καρδιά μας, πειράζουν τό νοῦ καί τήν ψυχή μας. Ἀπό τόν καιρό ἀκόμη πού οἱ τρεῖς φίλοι τοῦ Ἰώβ ἔψαχναν μέ ἀγωνία νά βοῦν ποιά μεγάλη ἁμαρτία εἶχε διαπράξει ὁ δίκαιος φίλος τους, ὥστε νά δικαιολογοῦνται τά δεινά του, μέχρι σήμερα τό πρῶτο πού σκέφτεται κανένας ὡς ἀπάντηση εἶναι οἱ ἀνελέητες ἁμαρτίες μας.
Ἐν τούτοις, μένει πάντοτε χῶρος καί γιά μιά ἄλλη ἐξήγηση, πού ξεπερνᾶ τήν καθιερωμένη λογική περί δικαιοσύνης καί ἀνταποδόσεως, ἡ ὁποία ἰσχύει βέβαια μέσα στό θεῖο νόμο τῆς παλαιᾶς διαθήκης, δίνει ὅμως προτεραιότητα σέ μιά ἄλλη ὑπέρλογη ἀντίληψη, τήν ὁποία μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ νόμος τῆς ἐλευθερίας τῆς καινῆς διαθήκης. Εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ μαρτυρίου καί τοῦ μάρτυρα. Ἐκεῖνος πού ἄδικα πάσχει, μά μέσα ἀπό τό πάθος του δοξολογεῖ τόν Θεό, ἐκεῖνος αἴφνης πού προσβάλλεται ἀθεράπευτα ἀπό τήν ἀρρώστια τοῦ αἰώνα μας, μά μέσα σ' αὐτήν βλέπει τό θέλημα τοῦ Κυρίου καί συναντᾶ τό ἴδιο τό σταυρωμένο πρόσωπό του, ὥστε νά κράζει καί νά ἀνακράζει «δόξα Σοι!», ἐκεῖνος καθιστᾶ τόν ἑαυτό του μάρτυρα καί ἀναδεικνύει τήν ἀρρώστια μαρτύριο γνήσιο. Δέν ρωτᾶ τό γιατί, μήτε νιώθει τόν Θεό τιμωρό, ἀλλά οὔτε καί τόν ἑαυτό του ἀδικημένο. Μόνο ζῆ τήν περίστασή του ὡς μία ἔκτακτη ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου, μέ ἕναν τρόπο ἔξω ἀπό τά καθημερινά καί τά συνηθισμένα, μέ τόν τρόπο πού διάλεξε Ἐκεῖνος μέ τή σοφία του καί τήν ἀγάπη του, γιά νά χαρίσει τή συγκλονιστική παρουσία του στό δοῦλο του, ἀλλά καί σ' ἐκείνους πού θωροῦν τό δοῦλο του.
Ἔτσι παράδοξα ἀναμιγνύεται ἡ πίκρα τῶν σωματικῶν πόνων μέ τή γλύκα τῆς θεϊκῆς κοινωνίας, καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὑπερκεράζεται ἡ ὀδύνη τοῦ σώματος ἀπό τήν ἡδονή τοῦ πνεύματος. Ἔτσι ὑπέρλογα ἐναρμονίζεται ἡ συμφορά μέ τήν εὐτυχία καί ἡ κατάρα γίνεται εὐλογία.
Ἐξ ἄλλου, εἶναι τόσα τά στοιχεῖα πού κάνουν τήν ἀρρώστια αὐτή ὅμοια μέ μαρτύριο. Πόνος πού βασανίζει γιά καιρό, φόβος ἀναπόφευκτου θανάτου, ἀγωνία πού σέ σπρώχνει στά ἔσχατα -στόν πανικό ἤ στήν ἀπελπισία-, ὄντως πειρασμοί πού σέ βιάζουν νά ἀρνηθεῖς τήν πίστη σου σέ Θεό ἀγαθό καί Κύριο ἰσχυρό. Ὅταν ὅμως σκεφθεῖς τόν Ἀθῶο πάνω στό σταυρό, ὅταν θυμηθεῖς τούς χριστιανούς μέσα στά ἐργαλεῖα τῆς βασάνου, μπορεῖς νά συγκρίνεις, μπορεῖς νά ἀναλογισθεῖς· ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πού ἐπέτρεψε τότε στόν Νέρωνα ἤ στόν Διοκλητιανό νά συλλάβουν ἀμέτρητους πιστούς καί νά τούς βασανίσουν, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πού ἄφησε τούς δημίους καί τά θηρία νά θανατώσουν τούς ἁγίους του, ὁ ἴδιος ἐπιτρέπει καί σήμερα τήν ἀρρώστια αὐτή, πού σάν ἄλλο τέρας ὁρμᾶ πάνω μας, νά πιάσει καί νά δαγκάσει τούς δικούς του πρός θάνατον. Δέν θά μποροῦσε ὁ Παντοδύναμος νά σταματήσει τό κακό καί τότε καί τώρα; Δέν θά ἤθελε ὁ Πολυεύσπλαγχνος νά σώσει τούς ἀγαπητούς του; Δέν τό ἔκανε ὅμως καί δέν τό κάνει, ἀλλά χαρίζει στήν Ἐκκλησία του ἁγίους καί δωρίζει στόν κόσμο ἅλας καί φῶς παραχωρώντας τό μαρτύριο, πού ὅταν συντελεῖται μέ ὑποταγή καί ταπείνωση, μέ προσευχή καί μυστήριο, ἀναδεικνύει μάρτυρες ἰσότιμους μέ τούς πρώτους τῆς Ἐκκλησίας, τούς νεομάρτυρες τῆς ἐποχῆς μας. Ἔτσι κάποτε ἕνας θεοφόρος ἐπίσκοπος, ὁ Ἰγνάτιος, ἐπειγόταν νά ἀλεστεῖ ἀπό τά δόντια τῶν θηρίων, γιά νά φτάσει ἄρτος καθαρός μπροστά στόν Κύριό του. Παρόμοια στήν ἐποχή μας ἕνας ἁγιασμένος ἀσκητής, ὁ μοναχός π. Παΐσιος, ἀντιμετώπισε μέ ἱλαρότητα τά δαγκώματα τοῦ καρκίνου κράζοντας· «Ἔλα, Κύριε!».
Εἶναι δύσκολο νά μιλᾶς γιά πόνο καί γιά θάνατο, διότι εἶναι ἀπείρως δυσκολώτερο νά ὑποφέρεις καί νά ὑπομένεις. Εὐλογητός ὁ Θεός ὅμως πού δέν ἀφήνει στό χῶρο αὐτό μόνο λόγια. Ἀρκετοί ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας οἱ πιστοί ἀδελφοί πού πέρασαν καί περνοῦν μέσα ἀπό τό πειρατήριο τῆς ἀρρώστιας ὡς πραγματικοί νεομάρτυρες. Αὐτοί μᾶς δίνουν τό δικαίωμα νά μιλοῦμε γιά τήν πίστη τους, γιά τήν ὑπομονή τους καί γιά τήν ἐλπίδα τους. Κι αὐτοί μᾶς καλοῦν νά ὑπομένουμε μέ τό ἴδιο φρόνημα τά δικά μας παθήματα, νά ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν ἐνδεχόμενη ἐπίσκεψη καί πρό πάντων νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, πού δέν ἀφήνει τίς μέρες μας χωρίς μάρτυρες, καί νά τόν δοξάζουμε, πού ξέρει νά μεταποιεῖ τήν κατάρα τοῦ καιροῦ μας σέ εὐλογία.
Στέργιος Ν. Σάκκος
'Απολύτρωσις 49 (1994) 143-144
|