Super User

Super User

Τρίτη, 13 Ιανουάριος 2015 02:00

Βρίσκοντας τή θέση μας

 Ὁ δρόμος πού περπατάει κανείς γιά νά φτιάξει τόν ἑαυτό του εἶναι μακρύς. Καί σκοτεινός καί ἐπίπονος. Γιά πολλούς γίνεται καί ἀδιέξοδος, δέν βγάζει τελικά πουθενά· στριφογυρνοῦν ἔτσι γιά πάντα στάδια κλειστά μονοπάτια.
grafi Ἐκείνη ἡ μέρα ἦταν ἐξαιρετική γιά τήν ἀνθρωπότητα. Μέσα σέ βροντές, ἀστραπές, γνόφο καί θύελλα δόθηκαν πάνω στό Σινᾶ τά σήματα γι’ αὐτήν τήν πορεία. Ἦταν δέκα. Δέκα σημάδια γιά νά μήν περιπλανηθοῦμε, δέκα φωνές γιά νά μήν ξεχαστοῦμε, δέκα ἐντολές γιά νά μήν παγιδευτοῦμε. Δέκα φωτεινά ἄστρα γιά νά μή χαθοῦμε.
 Καί παρ᾿ ὅλο πού φαίνεται νά ὑπάρχει μεταξύ τῶν δέκα μιά διαβάθμιση ἀπ’ τίς περισσότερο στίς λιγότερο σημαντικές -ἄλλο, ἄς ποῦμε, εἶναι νά λατρεύεις πολλούς θεούς ἀντί γιά τόν Ἕνα, κι ἄλλο νά ἐπιθυμεῖς τό σπίτι τοῦ διπλανοῦ σου- ὡστόσο καί οἱ δέκα ἔχουν τή δική τους ξεχωριστή μοναδικότητα, δέν ἐπικαλύπτει καί δέν ὑποκαθιστᾶ ἡ μία τήν ἄλλη.
 Οἱ τέσσερις πρῶτες προσανατολίζουν τή σχέση μας μέ τόν Θεό. Οἱ πέντε ἑπόμενες μέ τόν ἄνθρωπο. Ἡ τελευταία, ἡ δεκάτη, εἶναι πιό δυσανάγνωστη. Σέ ποιόν ἀφορᾶ καί τί προσθέτει τό «οὐκ ἐπιθυμήσεις» στή σχέση μας μέ τούς ἄλλους, ὅταν ἤδη, μέ τό «τίμα τόν πατέρα σου», ἔχει διασφαλιστεῖ ἡ τιμή τους· μέ τό «οὐ φονεύσεις» ἔχει ἐξασφαλιστεῖ ἡ ζωή τους· μέ τό «οὐ μοιχεύσεις» ἔχει σταθεροποιηθεῖ ἡ συζυγική τους ταυτότητα· μέ τό «οὐ κλέψεις» ἔχει διασωθεῖ ἡ περιουσία τους καί μέ τό «οὐ ψευδομαρτυρήσεις» ἔχει περιφρουρηθεῖ ἡ κοινωνική τους ὑπόσταση;
 Σέ μιά πρώτη ἀνάγνωση ἡ ἐντολή φαίνεται νά ἔχει σχέση μέ τή ζήλεια καί τό φθόνο, ἑπομένως ἀφορᾶ σέ δύο πρόσωπα καί πρῶτα-πρῶτα στόν ἑαυτό μας. Ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος βλέπει ζηλόφθονα τά πρόσωπα καί τά πράγματα πού κατέχει ὁ διπλανός του αὐτοκαταστρέφεται καί αὐτοδιαλύεται. Ἀφορᾶ ὅμως καί στόν ἄλλον. Εἶναι τόσο μεγάλη ἡ ἀρνητική ἐπίδραση πού ἐκπέμπει ἀκόμα κι ἕνα φθονερό βλέμμα, ὥστε ἔχει τή δύναμη νά διαλύσει τόν ἄλλον. Γι’ αὐτό σοφά ἔλεγαν οἱ ἀσκητές: «Μή συγκατοικεῖς μέ φθονερό ἄνθρωπο ἄν θέλεις νά προχωρήσεις στήν προκοπή».
 Σέ μιά δεύτερη ἀνάγνωση, ἡ ἐντολή ἀφήνει πίσω τό φθόνο καί προχωρεῖ σέ κάτι λεπτότερο. Τά ἀγαθά τοῦ ἄλλου μπορεῖ νά μήν τά φθονεῖς, ἀλλά ἁπλῶς νά τά ὀνειρεύεσαι. Νά σκέφτεσαι, νά φαντάζεσαι, νά ὑποθέτεις πόσο ὡραία θά ἦταν ἡ ζωή σου μ’ αὐτά. Καί σ’ αὐτήν τήν περίπτωση ἡ ἐντολή ἀφορᾶ πρῶτα στόν ἑαυτό μας. Ἡ ἐπιθυμία ἀφαιρεῖ ἀπό μέσα μας κάτι πολύ ζωτικό, τό αἴσθημα τῆς ἐπάρκειας πού ἀξίζει νά ἔχουμε γιά ὁτιδήποτε μικρό ἤ μεγάλο κατέχουμε. Ποτέ δέν θά μπορέσουμε νά βροῦμε τόν ἑαυτό μας, τά προσόντα μας, τήν ταυτότητά μας, νά βροῦμε τή θέση μας σ’ αὐτόν τόν κόσμο ἄν συνεχῶς κρυφοκοιτάζουμε ἀπ’ τίς χαραμάδες τῆς ἐπιθυμίας τί κάνουν καί τί ἔχουν οἱ ἄλλοι.
 Τό «οὐκ ἐπιθυμήσεις» ὅμως ξεκινώντας ἀπό μᾶς ἀφορᾶ καί στούς ἄλλους πρός τούς ὁποίους στρέφεται. Ὅταν ἡ ζωή καί τά ἀγαθά τῶν ἄλλων εἶναι στό κέντρο τῶν ὀνείρων μας, αὐτό, κατά ἕνα περίεργο τρόπο, αὐτοί οἱ ἄλλοι τό ξέρουν. Ξέρουν ὅτι τούς κάναμε εἴδωλα. Κι αὐτό τούς ἀδικεῖ ἀφάνταστα, διότι ἀφαιρεῖ ἀπό μέσα τους τό αἴσθημα τῆς ἀνεπάρκειας πού θά ἔπρεπε νά ζοῦν μέσα ἀπ’ ὅλα αὐτά τά ἀγαθά τους, ὥστε νά βροῦν κι αὐτοί σωστά τή θέση τους στόν κόσμο.
 Ἡ ἐπιθυμία, λοιπόν, ξεγελώντας ἐμᾶς μέ ἕνα ὑποθετικό αἴσθημα αὐτάρκειας πού θά εἴχαμε, ἄν εἴχαμε τά ἀγαθά τοῦ διπλανοῦ, καί παραδίδοντας στόν διπλανό ἕνα πλασματικό αἴσθημα αὐτάρκειας, ἀφοῦ ἔχει αὐτά πού θά θέλαμε νά ἔχουμε ἐμεῖς, δρᾶ σέ κάθε πλευρά καταστρεπτικά, διότι ἀπό ὅλους μας ἀφαιρεῖ τό αἴσθημα τῆς ὀλιγάρκειας καί τῆς πτωχείας πού θά μᾶς ὁδηγοῦσε μέ ἀκρίβεια στήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ.
 Αὐτήν τήν τρίτη ὁλοκληρωμένη πιά ἀνάγνωση τῆς ἐντολῆς μᾶς προσφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πού δέν ξεχωρίζει αὐτούς πού ἔχουν ἀπ’ αὐτούς πού δέν ἔχουν, διότι ὅλους τούς τοποθετεῖ κάτω ἀπ’ τό σωστό πρίσμα· ὅτι ὁ καιρός εἶναι συνεσταλμένος, περιορισμένος καί τό σχῆμα αὐτοῦ τοῦ κόσμου ρευστό καί φευγαλέο μπροστά στήν αἰωνιότητα.
 Εἴτε, λοιπόν, τρέχουμε πίσω ἀπό διάφορους θεούς, εἴτε ἐπιθυμοῦμε τό σπίτι τοῦ διπλανοῦ μας, τό διακύβευμα τελικά εἶναι ἕνα: μήπως χάσουμε τό δρόμο γιά τόν Ἕνα, ἀληθινό Θεό.
Ζωή Γούλα
Φιλόλογος

 

 

Πέμπτη, 19 Ιούνιος 2014 03:00

Τούς καιρούς καταμάνθανε...

agonizestheΜέσα στόν παγκόσμιο ἀνασχηματισμό, πού ἤδη ξεκίνησε σέ ταχεῖς ρυθμούς, διαλέγουμε τή θέση πού θά καταλάβουμε. Συνειδητοποιημένα ἤ ὄχι, ἀξιολογοῦμε τή μέχρι τώρα θέση μας. Καί οἱ λέξεις, πού τόσο πυκνά ἀλλά καί ἐκκεντρικά πολλές φορές χρησιμοποιοῦνται, ζητοῦν τήν πραγματική τους ἔννοια. Τί σημαίνει παγκοσμιοποίηση; Τί οἰκουμενισμός; Τί παράδοση; Ποιό εἶναι τό αὐθεντικό, τό ἀναλλοίωτο;
  Ὁ χριστιανός ἀσφαλῶς, ὡς μέρος τοῦ κόσμου τούτου, δέχεται ὅλες τίς προσκλήσεις καί τίς προκλήσεις του. Εἶναι, ὅμως, προετοιμασμένος νά τίς ἀντιμετωπίσει ὡς πολίτης τοῦ οὐρανοῦ; Γι᾿ αὐτό καί κρίνεται ἀπαραίτητο ἀπό τόν ἅγιο Ἰγνάτιο νά ἀναγνωρίζει καί νά ξεχωρίζει μέ σοφία καί σύνεση τί εἶναι τοῦ Θεοῦ καί τί τοῦ κόσμου. Τό ἄθλημα αὐτό χρειάζεται προετοιμασία καί ἄσκηση, καθώς διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας: «...οὐ πεισμονῆς τό ἔργον, ἀλλά, μεγέθους ἐστιν ὁ χριστιανισμός, ὅταν μισεῖται ὑπό κόσμου» (Ἰγνάτιος, πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή).
 Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκει κανείς πώς ὑπάρχει μιά διαφοροποίηση ἀνάμεσα σέ μᾶς καί στούς πρώτους χριστιανούς. Σήμερα ἐπιθυμοῦμε τόν χριστιανισμό καί τόν τύπο τοῦ χριστιανοῦ νά «τά ᾿χει καλά» μέ τόν κόσμο, μέ ὅλο τόν κόσμο. Προπαντός νά μή «μισεῖται ὑπό κόσμου» κι ἄς ὑπογράμμισε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος· «ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ» (Ἰω 8,23), «εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἄν τό ἴδιον ἐφίλει...» (Ἰω 15, 18). Κι ὅμως· παλεύουμε, σήμερα, μέ κάθε τρόπο νά ἀποδείξουμε τήν ὁμοιότητά μας(!) μέ ὅλο τόν κόσμο, νά βεβαιώσουμε πώς δέν ἔχουμε διαφορές, κι ἄς εἴμαστε οἱ ὀρθόδοξοι τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, νά ἑνώσουμε -πῶς;- τά διεστῶτα. Αὐτό εἶναι πασιφανές στήν ὀρθόδοξη χριστιανική κοινωνία μας, στήν τέχνη, στήν ἐκπαίδευση, στήν καθημερινή μας ζωή. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε νά χαρακτηρισθοῦμε ὡς φονταμενταλιστές. Ἄλλωστε, οἱ ὅροι αὐτοί εἶναι τόσο τῆς μόδας! Σέ «βάζουν» καί δέν σέ «βγάζουν» ἀπό τό σύνολο. Οἱ ἐκλεπτυσμένες τεχνικές πού χρησιμοποιοῦνται γι᾿ αὐτό τό σκοπό ἔχουν μορφή ἰδιαίτερα ἑλκυστική. Τό κίνημα πού φέρνει τούς λαούς κοντά, καταργώντας οὐσιαστικά πράγματα τῆς παράδοσης, παραμένει φαινομενικά κίνημα προθέσεων ἀνθρωπιστικῶν, οὐμανιστικῶν. Καί καλεῖ ὅλους νά ἄρουν τίς διαφορές στήν πίστη, ὁδηγώντας ἀπό τήν ἀποκάλυψη, πού ὄντως εἶναι, στήν ἰδεολογοποίηση τῆς ἀλήθειας τῆς χριστιανικῆς. Στό ὄνομα τῆς ἐλευθερίας καί τοῦ πλουραλισμοῦ καλούμαστε, ἀθέατα ἀλλ᾿ οὐσιαστικά, σ᾿ ἕνα νέο τύπο παγκόσμιου κομφορμισμοῦ, πού ἐπίμονα ἀρνούμαστε ὡς ἔννοια καί πράξη.
 Στή διαδικασία τῆς πειθοῦς ἡ παράδοση τῆς Παράδοσης, τῆς ὀρθόδοξης Παράδοσης, γίνεται ἔντεχνα καί μεθοδικά. «Ἰδέ, ἐν τίνι ἡ ἰσχύς αὐτοῦ ἡ μεγάλη καί ἐν τίνι δυνησόμεθα αὐτῷ!» (Κρ 6,5)}· «καί ἀνήγγειλεν αὐτῇ πᾶσαν τήν καρδίαν αὐτοῦ» (Κρ 6,17). Ἡ ἰσχύς, ἡ δύναμη τῆς Ὀρθοδοξίας ἦταν πάντα μαζί μέ τό δόγμα καί ἡ ἀσκητική τοῦ Σταυροῦ. Ἄν ὅλες οἱ ὁμολογίες εἶναι ἰσότιμες γιά τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας, τότε ποιά ἀναγκαιότητα νά μείνει κανείς σταθερός στήν πίστη ἐκείνη πού ἡ ἐμπειρική πρακτική της τόν διαφοροποιεῖ ἀπό τόν ὑπόλοιπο κόσμο; Γιά ποιό λόγο νά θεωρεῖται «μισούμενος» ἤ δακτυλοδεικτούμενος γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; «Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μόνῃ τῇ χριστιανικῇ τροφῇ χρῆσθε, ἀλλοτρίας δέ βοτάνης ἀπέχεσθε, ἥτις ἐστίν αἵρεσις», γράφει πάλι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος πρός τούς Τραλλιανούς. Ὁ λόγος του πρός τόν μαθητή του Πολύκαρπο φθάνει ἐπιτακτικός στά ἀφτιά μας: «στῆθι ἑδραῖος, πλέον σπουδαῖος γίνου, οὗ εἶ...». Τότε θά προλάβουμε «τούς καιρούς» χωρίς νά ξαφνιαστοῦμε, ἄν σπουδάζουμε νά βρεθοῦμε «κατηρτισμένοι ἐν ἀκινήτῳ πίστει» (Ἰγνάτιος, πρός Σμυρναίους Ἐπιστολή)· στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.
Κύριλλος
Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 311-312
Σάββατο, 19 Ιούλιος 2014 03:00

Πλαστικοποίηση

plastikaΠρασίνισε ἡ φύση κι ἄρχισαν οἱ φωνές ἀπό τό ξύπνημά της νά φτάνουν στ᾿ αὐτιά μου. Τό ἄνοιγμα τοῦ παραθύρου μου τό περιμένει ἀνυπόμονα ἡ μύγα καί ἡ μέλισσα, γιά νά μέ παρασύρουν στό ξαναζωντάνεμά τους. Ἀ­νοίγω καί τά δέχομαι ὅλα. Μά πιό πολύ περιμένω τίς φωνές τῶν παιδιῶν τῆς γειτονιᾶς. Περίεργο ὅμως, ἄκαιρο, δέν ἀκούγεται τίποτα, οὔτε καί καμιά μπάλα δέν ξεφεύγει στό χαμηλό μπαλκόνι μου. Ὅλα βουβά καί κρύα, χειμωνιάτικα.
 Στήν ἀπέναντι γωνία, πού βλέπει στόν κεντρικό δρόμο, τό κατάστημα πού ἑτοιμαζόταν ἀπό καιρό ἄρχισε νά λειτουργεῖ. Ἐκεῖ βρῆκα καί τά παιδιά. Σ᾿ ἕναν χῶρο κλειστό, κάτι μεταξύ καφετερίας καί λούνα πάρκ. Στά μεγάλα τζάμια τῆς βιτρίνας πολύ πετυχημένες παραστάσεις ἀπό παραμύθια μέ ζῶα, πουλιά, δάση κ.ἄ., πού ἀπομόνωναν τό ἴδιο πετυχημένα ὅσους βρίσκονταν μέ­σα. Πίσω ἀπό ἕνα “ζωντανό” πουλί δι­έ­κρινα ἕναν πιτσιρίκο, πού προσπαθοῦσε νά σκαρφαλώσει σ᾿ ἕνα πράσινο, πλαστικό κατασκεύασμα πού μᾶλ­λον παρίστανε τό δέντρο.
 Στό πάτωμα ἀμέτρητες πολύχρωμες μπάλες -εὔχρηστες βόμβες γιά βίαιους, παιδικούς, ἐκτονωτικούς πολέμους- δη­μιουργοῦσαν στό βάδισμα μιά πλήρη ἀβεβαιότητα. Ἐκεῖ τά παιδιά, στούς παι­δότοπους ὅπως τά λένε, «παίζουν» ἀσφαλισμένα καί οἱ μεγάλοι δίπλα τά περιμένουν πίνοντας καφέ, κάτω ἀπό τίς ἐξαγριωμένες φωνές τῶν εὐτυχισμένων παιδιῶν.
 Ἕνα κοριτσάκι πίσω ἀπό ἕνα πλέ­γ­­μα -αὐτό ἐκτός ἀπό φυλακή τί ἄλλο θά μποροῦσε νά θέλει νά μιμηθεῖ;- μέ κοιτάζει μέ βλέμμα κουρασμένο. Πόσους τέτοιους πλαστικούς παραδείσους εἶναι καταδικασμένο νά ἐπισκεφτεῖ ἀκόμα;
 Στή σκέψη μου ἦρθε τό «σταμάτα, δάσκαλε, νά ἀκούσουμε τό πουλί» καί θέλω κι ἐγώ νά φωνάξω: «Σταματῆστε νά φυλακίζετε τά παιδιά μέσα σέ εἰκονικούς παραδείσους. Σταματῆστε νά τούς κρύβετε τό στέρεο χῶμα μέ μιά ρευστή πλαστικότητα. Σταματῆστε νά ἁ­πλώνετε ἀπό πάνω τους γαλάζιες ζελατίνες καί ἀφῆστε τα νά μποροῦν ἐ­λεύ­θερα, πατώντας στή γῆ νά στρέφονται πρός τόν οὐρανό».
Δέν μᾶς κούρασαν τά πλαστικά χαμόγελα καί οἱ συνθετικές ἐπικοινωνίες; Γιατί καταδικάζουμε τίς ἑπόμενες γενιές σέ μιά καθολική πλαστικοποίηση;
Δια-κριτικός
 
 
Κυριακή, 21 Αύγουστος 2016 03:00

Ψάχνοντας γιά τόν Θεό

dromosΝαί, ἔψαχνα τόν Θεό. Τόσο ἐγώ ὅσο κι ἡ γυναίκα μου ἡ Μαίρη νιώθαμε πώς κάτι λείπει ἀπό τήν κατά τά ἄλλα εὐτυχισμένη ζωή μας. Κι αὐτό τό ἄδειο κομμάτι ἦταν ἀνυπόφορο.
 Οἱ θρησκεῖες στή σύγχρονη πολυποίκιλη Ἀμερική συνθέτουν ἕνα πάζλ μέ χιλιάδες κομμάτια, πού ὅλα μιλᾶνε γιά Θεό. Ὅμως ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά εἶναι σέ ὅλα. Τό νά ψάχνεις νά βρεῖς τό σωστό εἶναι σάν νά ψάχνεις βελόνα στά ἄχυρα. Κάτι, ὡστόσο, μᾶς ἔλεγε πώς μόνο ἕνα εἶναι ἀληθινό.
 Προερχόμασταν ἀπό οἰκογένειες προτεσταντῶν καί πηγαίναμε τακτικά στήν ἐκκλησία. Μόνο πού ἐκεῖ ἡ κυριακάτικη σύναξη ἄλλοτε ἔμοιαζε μέ διάλεξη κι ἄλλοτε μέ χοροεσπερίδα. Ὕστερα, αὐτή ἡ ἀντίληψη ὅτι Θεός εἶναι ὅ,τι ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας κι ὁ καθένας Τόν ἀντιλαμβάνεται διαφορετικά...
 Δέν χρειάστηκε παρά κοινή λογική γιά νά ἀποκλείσουμε τά 22.000 προτεσταντικά παρακλάδια. Ὁ Θεός πρέπει νά ’ναι κάτι πιό σαφές καί πιό συγ- κεκριμένο. Ἔτσι στραφήκαμε στίς ἀνατολικές θρησκεῖες. Ἐλπίζοντας πώς ὁ Θεός βρισκόταν στό μυστικισμό τῆς Ἀνατολῆς, ἀσπαστήκαμε τόν ἰνδουισμό. Ἀλλά δέν ἦταν οὔτε ἐκεῖ. Κάπου ἐκεῖ οἱ δρόμοι ἀναζήτησης μέ τή Μαίρη, σταμάτησαν νά εἶναι κοινοί. Ἐκείνη στράφηκε στόν καθολικισμό. Ἐγώ, πάλι, δέν τόν ἐμπιστεύτηκα ποτέ.
Μόλις εἶχα ἀνακαλύψει ἕναν μικρό ὀρθόδοξο ναό, ὄχι μακριά ἀπό τό καινούργιο μας σπίτι. Ὁ ἱερέας ἦταν ἕνα συμπαθητικό γεροντάκι ἀπό τή Ρωσία. Σκέφτηκα νά δοκιμάσω. Ξυπνοῦσα νωρίτερα τό πρωί γιά νά πάω στήν ἐκκλησία πρίν ἀπό τή δουλειά. Ὅμως δέν ἔνιωσα αὐτό πού περίμενα.
 Τό διάστημα ἐκεῖνο εἴχαμε ἀποκτήσει τό τρίτο μας παιδί, ἕνα χαριτωμένο κοριτσάκι πού, ὅπως ἔδειξαν οἱ ἐξετάσεις, ἦταν ἐντελῶς κουφό. Τά νέα ἔπεσαν στό κεφάλι μας σάν κεραυνός. Μόλις εἴχαμε ἀρχίσει νά συνειδητοποιοῦμε πόσο αὐτό θά ἄλλαζε τή ζωή μας. Ἀποφασίσαμε νά τό ἀντιμετωπίσουμε πολιτισμένα καί ψύχραιμα. Συμφωνήσαμε ὅτι πρέπει νά ἀποδεχτοῦμε ὅτι θά ἔχουμε ἕνα ἀνάπηρο παιδί κι ἀρχίσαμε νά ψάχνουμε πληροφορίες γιά εἰδικά σχολεῖα καί εἰδική ἐκπαίδευση. Ἤμουν πολύ ἀπογοητευμένος.
 Ἐκεῖνο τό πρωί ἀποφάσισα νά πάω στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία γιά τελευταία φορά. Δέν περίμενα τίποτα. Ἁπλῶς σκέφτηκα νά ἀποχαιρετήσω τόν γέροντα ἱερέα, πού ἦταν πάντα πολύ εὐγενικός, καί νά τόν ἐνημερώσω ὅτι δέν θά ξαναπάω. Ἐκεῖνος μέ πλησίασε καί μίλησε πρῶτος πρίν προλάβω νά τοῦ πῶ ὁτιδήποτε.
 «Σάμ, φαίνεσαι πολύ στενοχωρημένος, τί σοῦ συμβαίνει, παιδί μου;». Ἔτσι, τοῦ ἐξήγησα τό πρόβλημα μέ τό μω- ρό. «Πώ, πώ, λυπᾶμαι πολύ. Ὅμως, φέρ’ το νά τοῦ διαβάσουμε μία εὐχή». Δέν ἀντέδρασα γιά νά μή φανῶ ἀγενής. «Ἐντάξει, εἶπα στόν ἑαυτό μου, δέν χάλασε ὁ κόσμος μέ μία ἀκόμη μέρα. Θά τόν ἀποχαιρετήσω αὔριο». Ἔτσι πῆγα τή μικρή στήν ἐκκλησία καί τῆς διάβασε τήν εὐχή. Εἶχα ἀργήσει κι ἔφυγα βιαστικός. Θά τόν ἀποχαιρετοῦσα τήν ἑπόμενη μέρα.
 Τό ἀπόγευμα εἶχε προγραμματιστεῖ μία ἐπαναληπτική ἐξέταση στό μωρό. Δέν περιμέναμε τίποτα, ἁπλῶς μιά τελική ἐπιβεβαίωση τῆς ἤδη διαπιστωμένης βλάβης. Ὅταν στίς 4 μ.μ. χτύπησε τό τηλέφωνο στή δουλειά κι ἄκουσα τή φωνή τῆς Μαίρης νά μοῦ λέει πώς οἱ ἐξετάσεις τῆς μικρῆς ἦταν φυσιολογικές, μοῦ φάνηκε σάν παραλήρημα, σχεδόν θύμωσα μαζί της:
 - Μαίρη, σέ παρακαλῶ! τῆς εἶπα σέ αὐστηρό τόνο. Τά ἔχουμε συζητήσει χιλιάδες φορές καί συμφωνήσαμε ὅτι θ’ ἀποδεχτοῦμε τό παιδί μας ὅπως εἶναι, χωρίς νά τρελαινόμαστε!
 - Σάμ, μέ διέκοψε ἐκείνη, δέν κατάλαβες. Ἡ Ἄνι ἀκούει!!!
 Γύρισα στό σπίτι σάν ἀστραπή χωρίς νά ἔχω πιστέψει λέξη ἀπ’ ὅλα αὐτά. Δέν ἦταν λογικό νά συμβαίνει κάτι τέτοιο. Οὔτε περίμενα ὅτι θά περνοῦσα ὅλο τό ἀπόγευμα προκαλώντας ἀκουστικά ἐρεθίσματα στή μικρή Ἄνι, ἡ ὁποία ὅμως τώρα πιά ἀνταποκρινόταν! Μέσα στήν ἀνείπωτη χαρά μου, θυμήθηκα τόν ἱερέα καί τήν εὐχή πού διάβασε στό μωρό τό ἴδιο πρωί κι ἔτρεξα νά τόν εὐχαριστήσω. Ὅμως ἐκεῖνος ἀπάντησε ἁπλά:
 - Ὄχι ἐγώ, ἐγώ δέν ἔκανα τίποτα, παιδί μου. Ὁ Θεός ἔκανε καλά τήν Ἄνι, Αὐτόν πρέπει νά εὐχαριστήσουμε κι οἱ δυό.
 Τότε σκέφτηκα: «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινά ταπεινός, δέν μπορεῖ παρά ἐδῶ νά ἀναπαύεται ὁ Θεός».
 ... ... ... ...
 Σέ λίγο διάστημα, ὁ Σάμ σάν δεύτερος Κορνήλιος, βαπτίστηκε ὀρθόδοξος, ὅπως καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του. Πρίν λίγα χρόνια ἦρθε στήν Ἑλλάδα γιά νά σπουδάσει Θεολογία, μέ σκοπό νά ἐπιστρέψει στήν πατρίδα του ὡς ὀρθόδοξος ἱερέας. «Γιατί», ὅπως λέει ὁ Σάμ, «ὅταν ψάχνεις γιά τόν Θεό, ἔρχεται νά σέ βρεῖ Ἐκεῖνος».

Mαρτινιανή
Πέμπτη, 19 Ιούνιος 2014 03:00

Μάθημα ἀπό τόν Κυβερνήτη

kapodistrias 2«...Ἐλπίζω ὅτι ὅσοι ἐξ ὑμῶν συμμετάσχουν εἰς τήν Κυβέρνησιν θέλουν γνωρίσει μετ᾽ ἐμοῦ τάς παρούσας περιστάσεις... Ὅσοι λοιπόν εὑρίσκονται εἰς δημόσια ὑπουργήματα δέν εἶναι δυνατόν νά λαμβάνουν μισθούς ἀναλόγως μέ τόν βαθμόν τοῦ ὑψηλοῦ ὑπουργήματός των καί μέ τάς ἐκδουλεύσεις των, ἀλλ᾽ ὅτι οἱ μισθοί οὗτοι πρέπει νά ἀναλογοῦν ἀκριβῶς μέ τά χρηματικά μέσα τά ὁποῖα ἔχει ἡ Κυβέρνησις εἰς τήν ἐξουσίαν της...
 Ὅσον δι᾽ ἐμέ, ἐφ᾽ ὅσον τά ἰδιαίτερα εἰσοδήματά μου ἀρκοῦν διά νά ζήσω, ἀρνοῦμαι νά ἐγγίσω μέχρι καί τοῦ ὀβολοῦ τά δημόσια χρήματα, ἐνῶ εὑρισκόμεθα εἰς τό μέσον ἐρειπίων καί ἀνθρώπων βυθισμένων εἰς ἐσχάτην πενίαν».
 Δέν πρόκειται γιά σύγχρονο πρωθυπουργικό διάγγελμα «διά τάς παρούσας περιστάσεις» τῆς κρίσης πού διέρχεται ἡ χώρα μας. Δέν ὑπάρχει ἄλλωστε ἡ δυνατότητα (γιά πολλούς λόγους) νά ἀποδοθεῖ σέ τέτοια γλωσσική μορφή!...
 Τό κείμενο εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό ἀγόρευση τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια στήν Δ΄ Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄργους τό 1829.
 Τραγικά ἐπίκαιρα ἀκούγονται τά λόγια τοῦ πρώτου Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδας στίς μέρες μας. Πόσο ξαστοχήσαμε ἀπό τόν κανόνα πού ὁ ἴδιος θεωροῦσε ἰδανικό στίς τότε περιστάσεις!...
 «Εἰς τό μέσον ἐρειπίων καί ἀνθρώπων βυθισμένων εἰς ἐσχάτην πενίαν», κάποιοι, ὄχι ἁπλῶς δέν ἀρνοῦνται νά ἀγγίξουν τά δημόσια χρήματα, ἀλλά καυχῶνται ἀνερυθρίαστα ὅτι τά κατασπατάλησαν μέχρις ὀβολοῦ... Ξύπνα, κυβερνήτη Καποδίστρια... ξύπνα γιά νά μᾶς ἀφυπνίσεις ἀπό τό λήθαργο! Ξύπνα προτοῦ νά εἶναι πολύ ἀργά...

Παρασκευή, 14 Αύγουστος 2020 03:00

Αὐτός μέ παρακολουθεῖ

matia theouΚαθισμένος στήν αἴθουσα ἀναμονῆς τοῦ ἰατρείου, περίμενα ὑπομονετικά νά ᾿ρθει ἡ σειρά μου γιά νά μπῶ στήν ἐξεταστική αἴθουσα. ῎Αλλα τέσσερα ἄτομα περίμεναν ἐπίσης νά συναντήσουν τόν πραγματικά ἀξιόλογο γιατρό μας.
- ῎Ερχεστε πρώτη φορά; μέ ρώτησε ὁ κύριος πού καθόταν ἀπέναντί μου.
Δέν εἶχα διάθεση γιά συζήτηση, ἀλλά ἀπάντησα εὐγενικά·
- ῎Οχι, ἔχω ξανάρθει.
- Μάλιστα, μάλιστα, ἐπανέλαβε φανερά εὐχαριστημένος ἀπό τήν ἀπάντηση. Ξέρετε, εἶναι καλός καί φημισμένος γιατρός. ᾿Εμένα αὐτός μέ παρακολουθεῖ, τόνισε μέ ἔμφαση καί μέ καμάρι μαζί.
῾Ο ἡλικιωμένος κύριος συνέχισε νά μοῦ μιλᾶ γιά τά προβλήματα τῆς ὑγείας, πού ἀκολουθοῦσαν τήν πορεία τῆς ζωῆς του. Τόν ἄκουγα εὐγενικά. ῾Η σκέψη μου ὅμως εἶχε σταθεῖ στήν καύχησή του· «Αὐτός μέ παρακολουθεῖ».
Πόση ἐλπίδα κρυβόταν μέσα σέ δύο-τρεῖς λέξεις, πόση πεποίθηση γιά τήν ἀξία τοῦ ἐπιστήμονα καί τά προσόντα του!
«Ξέρετε... αὐτός μέ παρακολουθεῖ». Αὐτός πού ξεχωρίζει στόν τομέα του, πού ἔχει περγαμηνές κι ἐπιτυχίες, πού τόν γνωρίζουν πολλοί. Αὐτός πού ἔχει δύναμη «νά κάνει κάτι», πού θά μέ προσέξει, θά ἀκούσει τό πρόβλημά μου. Αὐτός πού θά δώσει τήν καλύτερη δυνατή λύση.
«Αὐτός μέ παρακολουθεῖ».
᾿Εμένα, πού δέν φαντάστηκα πώς θά χρειαζόμουν νοσηλεία, πού μέχρι χθές δέν μοῦ πέρασε ἀπό τό μυαλό πώς ἴσως καί νά χρειαζόμουν βοήθεια, πώς ἴσως νά χτυποῦσε τήν πόρτα μου ἡ ἀνημπόρια. ᾿Εμένα, πού φοβᾶμαι τό αὔριο, πού φοβᾶμαι ἴσως τή διάγνωση, πού ἴσως ἀναρωτιέμαι γιά τή θεραπεία, πού περιμένω ὑπομονετικά νά μέ δεχθοῦν γιά ἐξέταση καί πού, ὑπομονετικά πάλι, θά ἀναμείνω τό ἀποτέλεσμα.
«Μέ παρακολουθεῖ...». Σκέφτομαι ὅλα αὐτά πού στηρίζουν τόν συνομιλητή μου στήν αἴθουσα ἀναμονῆς, ὅλα αὐτά πού τόν κάνουν νά ἐλπίζει. Εἶναι ἡ ἐπιστήμη, ἡ πρόοδος, ἡ ἐποχή μας πού τρέχει... Καί ἀναρωτιέμαι· Πόσες φορές εἶπα ἐγώ, στόν ἑαυτό μου πρῶτα, «αὐτός μέ παρακολουθεῖ»; ᾿Αναρωτιέμαι γιά τήν ἐλπίδα μου σ᾿ Αὐτόν πού πραγματικά μέ παρακολουθεῖ,  γιά τήν πεποίθησή μου σ᾿ Αὐτόν πού στηρίζει τό βλέμμα του πάνω μου, γιά τή γνώση τῶν δυνατοτήτων του, γιά τήν πίστη ὅτι εἶναι ἡ λύση στό πρόβλημά μου.
Εἶπα ποτέ, ἄραγε, στόν ἑαυτό μου καί στούς ἄλλους· «Αὐτός μέ παρακολουθεῖ»; Γιατί, πράγματι, ἄκουσα καί διάβασα πώς θεράπευσε πολλούς. Μερικούς τούς σήκωσε ἀπό βαρειά ἀρρώστια. Κάποιοι ὁμολόγησαν· «Μ᾿ ἀνάστησε». Κι ἔπειτα, δέν λέω, κι ἐμένα κάποιες φορές μοῦ ᾿δωσε τά φάρμακα πού χρειαζόμουν. Κι ὅμως... ῎Ισως ν᾿ ἀμφιβάλλω· θά κάνει κάτι; Θά θελήσει ν᾿ ἀσχοληθεῖ μαζί μου;
Περιμένοντας ὑπομονετικά στήν αἴθουσα ἀναμονῆς ἀκούω τόν ἄγνωστο ἀπέναντί μου καί συνεχίζω νά περιπλανιέμαι στίς σκέψεις μου.
«Αὐτός μέ παρακολουθεῖ». Τό ἄγρυπνο βλέμμα του μέ συνοδεύει παντοῦ. Τό δυνατό του χέρι μέ στηρίζει. ῾Η σοφία του κάνει πάντα τή σωστή διάγνωση. ῾Η στοργή του μέ ἐνθαρρύνει. ῾Η παρουσία του ἐκμηδενίζει τό φόβο. Οἱ ὁδηγίες καί οἱ ὑποσχέσεις του διαλύουν τήν ὁμίχλη πού δημιουργεῖ τό ἄγνωστο αὔριο. ῾Η ἀγάπη του μέ θεραπεύει μέ σιγουριά. Κι ὅμως...
Μ᾿ ἀφήνει πολλές φορές στήν αἴθουσα ἀναμονῆς νά περιμένω. Κάποτε δέχεται κάποιους, μάλιστα ἀργοπορημένους, νωρίτερα ἀπό μένα. Κι ἄλλοτε μοῦ συνταγογραφεῖ ξανά τήν ἴδια θεραπεία, ἔστω κι ἄν τήν ἔχω ἐφαρμόσει κι ἄλλες φορές. Κι εἶναι κάποιες φορές ὀδυνηρή... Κι ἀγωνίζομαι τότε νά ὑποτάξω τόν ἑαυτό μου, νά ἀκολουθήσω τή θεραπεία...
Πότε εἶπα ὅμως τελευταία φορά «αὐτός μέ παρακολουθεῖ»; Πότε τό ἀνέφερα μέ καύχημα μπροστά στούς ἄλλους; Πότε ἦταν ἡ τελευταία φορά πού τόν σύστησα; ᾿Αναρωτιέμαι.
῎Ισως περίμενα κάτι πιό ἐλαφρύ, ἕνα φάρμακο λιγότερο πικρό... Μήπως μ᾿ ἐνδιέφερε μόνο τό πόσο θά ζήσω πάνω σ᾿ αὐτή τή γῆ, πόσο θά χαίρομαι τούς καρπούς της καί τίς ἀπολαύσεις της; Μήπως ξέχασα πώς, ὅσες φορές τόν ἄκουσα νά θεραπεύει, πρόσεξε πρῶτα τά τῆς ψυχῆς κι αὐτή θεράπευσε κι ὕστερα τά τοῦ σώματος; Καί πώς αὐτό ἦταν τό πρῶτο καί σημαντικό; ῾Ο παραλυτικός, ὁ τυφλός, ἡ γυναίκα πού αἱμορραγοῦσε... Δέν κατάλαβα ἴσως τίς προτεραιότητες. Δέν ἀντιλήφθηκα ἀπό τί κινδυνεύω περισσότερο καί ποιά εἶναι ἡ ἐπείγουσα θεραπεία...
«Αὐτός μέ παρακολουθεῖ». Γύρισα στόν συνομιλητή μου. Τοῦ χαμογέλασα. Εἶχα κι ἐγώ πολλά νά τοῦ πῶ. Δέν μᾶς παρακολουθοῦσε μόνον ὁ ἀξιόλογος καί καλός μας γιατρός, πού στήν αἴθουσα τοῦ ἰατρείου του ὑπομονετικά περιμέναμε τή σειρά μας. Μᾶς παρακολουθεῖ καί τούς δύο κι ἕνας ἄλλος, Μεγάλος, Σοφός, Παντοδύναμος. Καί μᾶς παρακολουθεῖ ἀδιάκοπα, ἀλάνθαστα καί μέ τρυφερότητα. Μᾶς θεραπεύει γιά τώρα καί γιά πάντα, στό σήμερα καί γιά τήν αἰωνιότητα. ῎Αλλωστε, ὅπως λέει καί ὁ Hans Killian, ὑπάρχει ἡ ἑξῆς διαφορά ἀνάμεσα στούς δύο· «῾Ο γιατρός νοσηλεύει, ὁ Θεός θεραπεύει». ᾿Εμένα Αὐτός μέ παρακολουθεῖ...
 
Παρεπίδημος
'Απολύτρωσις 56 (2001) 134-135

 

Σάββατο, 19 Ιούλιος 2014 03:00

Προτάσεις

gennisi 2 Ἄς ξαναγυρίσομε σέ κείνη τή νύχτα κι ἄς πάρουμε τά πράγματα ἀπ' τήν ἀρχή. Ἄς ξαναπιάσουμε γιά λίγο αὐτήν τή χιλιοειπωμένη ἱστορία. Τήν εἴπαμε τόσες φορές πού μοιάζει πιά σάν ἕνα γλυκό, χειμωνιάτικο παραμύθι.
Σήμερα, ὅμως, θά ποῦμε τήν ἱστορία τῆς Βηθλέεμ ὄχι γιά νά τήν ποῦμε, ἀλλά γιά νά τή σβήσουμε. Γιά νά δοῦμε πῶς θά ἦταν ὁ κόσμος χωρίς αὐτήν, ἀφοῦ κατά καιρούς καί κατά πολλούς αὐτή ἡ ἱστορία θεωρεῖται ὑπεύθυνη πού ὁ κόσμος δέν πῆγε καλά.
 Ξαναγυρνοῦμε, λοιπόν, στό σημεῖο μηδέν. Μέ τά χρονικά στοιχεῖα τά πράγματα εἶναι εὔκολα. Εὔκολα μποροῦμε νά συμφωνήσουμε καί οἱ ἱστορικοί καί μεῖς σ᾿ ἕνα ἄλλο «πρό» καί «μετά». Προτείνω πρόχειρα τό «πρό Ἀλεξάνδρου» καί «μετά τόν Ἀλέξανδρο», γιατί ἔτσι κι ἀλλιῶς μέ τόν νεαρό Ἕλληνα Μακεδόνα ὁ ἀρχαῖος κόσμος εἶχε πλέον ἀλλάξει γιά πάντα, χωρίς ἐπιστροφή.
 Ἤ καλύτερα καί πιό κοντά στό χρονικό σημεῖο πού μᾶς ἐνδιαφέρει, «πρό Ὀκταβιανοῦ» καί «μετά τόν Ὀκταβιανό». Ἐδῶ ἡ ἀλλαγή θά εἶναι πιό εὔκολη, γιατί θά πρόκειται ἁπλῶς γιά μιά ἐσωτερική ρύθμιση. Στή θέση τοῦ ὑπηκόου πού γεννήθηκε ἐπί Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου, θά βάλουμε τόν αὐτοκράτορα πού ἐπί τῶν ἡμερῶν του γεννήθηκε αὐτός ὁ δοῦλος.
 Κι ἔτσι ἀποκαθιστοῦμε συγχρόνως μιά μεγάλη ἀβλεψία, ἴσως καί ἀδικία, σίγουρα πάντως παραδοξότητα τῆς ἱστορίας: Ὁ Ὀκταβιανός Αὔγουστος, ἕνας ἀπ᾿ τούς μέγιστους αὐτοκράτορες τῆς Ρώμης καί ὄχι μόνον, νά εἶναι ἕνα ἀκόμα ὄνομα μέσα στήν ἱστορία, ἐνῶ ἀντίθετα ἕνας ἀπ᾿ τά ἑκατομμύρια τῶν ὑπηκόων του νά ἀποτελεῖ τό μόνο ὄνομα καί σημεῖο τομῆς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας σέ «πρό Χριστοῦ» καί «μετά Χριστόν».
 Μέ τήν ἐπαναχρονολόγηση, ὅπως εἴδαμε, ξεμπερδεύουμε σχετικά εὔκολα. Τά πράγματα δυσκολεύουν μέ τά κείμενα καί τά ἔργα τέχνης. Τά ὅσα ἔγραψαν καί τά ὅσα εἶπαν, τά ὅσα ζωγράφισαν καί τά ὅσα φιλοτέχνησαν, τά ὅσα οἰκοδόμησαν καί τά ὅσα δραματοποίησαν, τά ὅσα ἔψαλαν καί τά ὅσα τραγούδησαν οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ καί 2.000 χρόνια γιά τή νύχτα τῆς Βηθλεέμ.
 Ἐδῶ προτείνω μέ σιγουριά τήν ἀδιαφορία. Πιστεύω στήν ἀδιαφορία. Πιστεύω στό φυσιολογικό θάνατο τῶν πραγμάτων καί στό κλείσιμο τῶν κύκλων. Γιατί τόσος πόλεμος γιά ἕνα ψέμα, γιά ἕνα παιδιάστικο παραμύθι, ἄν εἶναι παραμύθι; Σοφά εἶχε μιλήσει ὁ Γαμαλιήλ: «Ἀφῆστε αὐτήν τήν ὑπόθεση. Ἄν εἶναι ἀνθρώπινη, θά διαλυθεῖ μόνη της μέσα στόν ἀγέρα τῶν χρόνων καί τῶν καιρῶν». Ἄς τήν ἀφήσουμε, λοιπόν, κι ἄς συνεχίσουμε νά ζοῦμε ἐρήμην αὐτῆς τῆς ἐκκωφαντικῆς ἱστορίας μέχρι τῆς τελικῆς σιγῆς της.
 Ὅμως γιατί, γιατί δέν μποροῦμε νά ζήσουμε; Ἐδῶ τά πράγματα δέν εἶναι πλέον μόνο δύσκολα, εἶναι ἀνερμήνευτα. Σ᾿ αὐτό τό σημεῖο δέν ἔχω νά κάνω καμία πρόταση, γιατί κι ἐγώ δέν μπορῶ νά ζήσω, ὅπως δέν μπορεῖς κι ἐσύ κι ὅπως δέν μποροῦν κι οἱ αὐτοκράτορες. Γιατί δέν μᾶς ἔφτασαν τόσες ἀγάπες; Γιατί ὁ τόπος μας εἶναι παγωμένος, εἶναι τελικά «οὐ τόπος», μιά βασανιστική οὐτοπία;
 Ὅλα μποροῦμε νά τά σβήσουμε. Δέν μποροῦμε ὅμως νά σβήσουμε μέ τίποτα τήν ἀναμονή καί τήν προσδοκία μας γιά ἕνα πρόσωπο. Σάν ἐκεῖνον τόν γερο-Συμεών, πού μόνο ὅταν πῆρε τό βρέφος στήν ἀγκαλιά του εἶπε: «Τώρα μπορῶ να πεθάνω. Δέν θέλω νά δῶ τίποτε ἄλλο, ἀφοῦ τά μάτια μου εἶδαν τό φῶς ὅλων τῶν ἐθνῶν».
 Ἤ σάν τούς σοφούς μάγους τῆς Ἀνατολῆς, πού μέσα στήν οὐτοπία τῶν ἀναζητήσεών τους, μέσα στή χίμαιρα τοῦ κυνηγητοῦ τῶν ἄστρων βρῆκαν τελικά τόν τόπο. Δέν ἦταν μέσα στό ἀναγνωστήριό τους. Δέν ἦταν στά στρατόπεδα τοῦ Ἀλέξανδρου. Δέν ἦταν στίς ἐπαύλεις καί στούς ναούς τοῦ Ὀκταβιανοῦ. Δέν ἦταν πάνω στ᾿ ἀστέρια. Ὁ τόπος πού ἔψαχναν ἦταν σ᾿ ἕνα ἀσήμαντο, ἐλάχιστο χωριό μέσα στήν ἀχανῆ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία. Τό ἔλεγαν Βηθλεέμ.
Ζωή Γούλα
'Απολύτρωσις 64 (2009) 328-329

Σάββατο, 19 Ιούλιος 2014 03:00

Προτάσεις γιά τήν ἔξοδο

28369044wdENbZFWgL phΠραγματική ἤ πλασματική ἡ λεγόμενη οἰκονομική κρίση ἔγινε τόν τελευταῖο καιρό τό πρῶτο θέμα τῆς ἐπικαιρότητος. Συζητεῖται ἀπό ἄρχοντες καί λαό, συνταξιούχους καί μισθωτούς, ὑψηλόμισθους καί χαμηλόμισθους, μόνιμους καί ἐποχιακούς καί ὡρομίσθιους, μεγαλοεπιχειρηματίες καί μεροκαματιάρηδες, εἰδικούς καί ἄσχετους. Εἶναι ὁ ἐφιάλτης πού φοβίζει καί ἀναστατώνει ἐπιχειρήσεις καί ἑταιρεῖες, τρομοκρατεῖ μικρά καί μεγάλα νοικοκυριά καί ἄτομα, σωρεύοντας ἕνα πλῆθος ἀπό θλιβερά ἐπακόλουθα. Δέν διαθέτω, βέβαια, τήν εἰδικότητα οὔτε καί τήν ἁρμοδιότητα γιά νά σχολιάσω τό θέμα ἀπό ἄποψη οἰκονομική. Δέν προτίθεμαι νά συνταχθῶ ἀβασάνιστα μέ τούς ἀμέριμνους καί ὑπεραισιόδοξους οὔτε μέ τούς θιασῶτες τῆς πεσιμιστικῆς κινδυνολογίας. Θά ἤθελα ὡστόσο νά ἐπιχειρήσω μία προσέγγιση στό πρόβλημα ἀπό τήν πνευματική προοπτική καί νά ψηλαφήσω τήν προσωπική εὐθύνη τοῦ καθενός μας γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς κρίσης.
 Ἔχει ἤδη ἐπισημανθεῖ ὅτι πίσω ἀπό τήν οἰκονομική κρύβεται μία ἄλλη πολύ πιό σοβαρή κρίση, ἡ πνευματική. Μελετώντας τό θέμα κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ θείου λόγου, διαπιστώνουμε ὅτι θά ἦταν πολύ διαφορετικά τά πράγματα καί σαφῶς πιό ἀνάλαφρη ἡ οἰκονομική δυσπραγία, ἄν ἐμεῖς, οἱ λεγόμενοι χριστιανοί, διαθέταμε τήν ἀνάλογη προετοιμασία. Ἄν ἄρχοντες καί λαός εἴχαμε θωρακισθεῖ μέ τήν ἠθική κατάρτιση καί μέ μιά κάποια πνευματικότητα, ἄν διαθέταμε προπαίδεια στήν ἄσκηση, ἄν δέν εἴχαμε ἀλλοιωθεῖ, ἀλλοτριωθεῖ καί ἁλωθεῖ ἀπό τόν ἀσυγκράτητο καταναλωτισμό καί δέν εἴχαμε ἀποχαυνωθεῖ ἀπό τόν ἀχόρταγο εὐδαιμονισμό, δέν θά φθάναμε ἀσφαλῶς ποτέ σέ τέτοια πτώχευση. Οἱ σπατάλες, τά ἀλόγιστα ἔξοδα, ἡ φοροδιαφυγή, ἡ ὑπεξαίρεση μέ ὁποιονδήποτε τρόπο δημοσίου χρήματος εἶναι ἀσυμβίβαστα πρός τήν χριστιανική ἰδιότητα. «Καλομάθαμε» στήν καλοπέραση καί στήν εὐμάρεια τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, δηλαδή κακομάθαμε καί κακοποιήσαμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας, τόν ἀποδυναμώσαμε ἀπό τίς ψυχικές του δυνάμεις. Ἔτσι τό χειρότερο δέν εἶναι ἡ οἰκονομική κρίση, ἀλλά ἡ χαμηλή πνευματική στάθμη στήν ὁποία αὐτή μᾶς βρίσκει. Πάσχει, θά ἔλεγα, τό πνευματικό ἀνοσοποιητικό μας σύστημα. Θά ἀναφέρω μόνο δυό-τρία παραδείγματα.
 Ὅσο κι ἄν ἀρνούμαστε νά τό δεχθοῦμε, ὅσο κι ἄν ἀδυνατοῦμε σήμερα νά τό καταλάβουμε, ὁ σταυρός εἶναι τό γνώρισμα τῶν ὀπαδῶν τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τό κομβικό σημεῖο. Ἡ εὐδαιμονιστική ἐποχή μας, ἐκμαυλισμένη ἀπό τήν καλοπέραση καί τήν εὐζωία, ἀπορρίπτει ἐξ ὁρισμοῦ τήν ἔννοια τοῦ σταυροῦ, τῆς ἄσκησης, τῆς προσφορᾶς. «Νά περνᾶς καλά», εἶναι ἡ συνηθισμένη εὐχή πού ἀνταλλάσσουμε. Νά περνᾶμε καλά, αὐτό εἶναι τό πρῶτο πού μᾶς ἐνδιαφέρει. Ἡ μέγιστη ἀπολαβή μέ τήν ἐλάχιστη προσπάθεια εἶναι τό ὅραμα μικρῶν καί μεγάλων. Ἡ κακοπάθεια, ἡ στέρηση, ἡ ἀληθινή νηστεία, ἡ ταπείνωση, ἡ ὑπομονή ἠχοῦν παράδοξα, ἄν ὄχι ἀνόητα σήμερα καί κανείς δέν θά ἤθελε νά ἀσκήσει αὐτές τίς ἀρετές. Μᾶς ἀναστατώνει καί μόνο ἡ ἰδέα ὅτι μπορεῖ π.χ. νά στερηθοῦμε μιά μέρα τό κινητό τηλέφωνό μας, νά περάσουμε ἕνα βράδυ χωρίς τηλεόραση, δέν λέω χωρίς ψωμί.
 Κι ὅμως δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού ὁ λαός μας ἀπειλεῖται ἀπό τήν φτώχεια. Καί ἄλλοτε ἡ χώρα μας ἀντιμετώπισε κρίση οἰκονομική. Θά μνημονεύσω μόνο τήν φοβερή κατοχή τοῦ 1941-42. Τότε οἱ ἄνθρωποι εἶχαν τήν δυνατότητα νά σκάψουν καί νά καλλιεργήσουν τήν γῆ, νά μεταποιήσουν παλιά ροῦχα, νά ἀξιοποιήσουν ἀντικείμενα πού ἦταν γιά πέταμα. Ἡ ἐργατικότητα τούς ἄνοιγε δρόμους καί διέξοδο στά ἀδιέξοδα. Ἔπειτα ἡ ὀλιγάρκεια, αὐτή ἡ ξεχασμένη ἀρετή, ἡ «τό ἀπροσδεές τῶν ἀγγέλων μιμουμένη», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, περιόριζε πολύ τίς ἀπαιτήσεις καί ἀπάλλασσε ἀπό τίς πλασματικές ἀνάγκες. Ἦταν εὐχαριστημένοι μέ ἕνα κομμάτι ξερό ψωμί κι εὐτυχισμένοι ὅταν αὐτό μποροῦσε νά συνοδεύεται ἀπό δυό ἐλιές ἤ ἕνα κρεμμύδι. Ἔνιωθαν ἱκανοποιημένοι μέ τά λίγα, διότι πλούσιος δέν εἶναι ὅποιος ἔχει πολλά, ἀλλά ὅποιος δέν χρειάζεται πολλά. Εἶναι πλουτισμός ἡ αὐτάρκεια, ὅπως ἀποκαλύπτει ἡ διαβεβαίωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «ἐγώ γάρ ἔμαθον ἐν οἷς εἰμι αὐτάρκης εἶναι. Οἶδα καί ταπεινοῦσθαι, οἶδα καί περισσεύειν· ἐν παντί καί ἐν πᾶσι μεμύημαι καί χορτάζεσθαι καί πεινᾶν, καί περισσεύειν καί ὑστερεῖσθαι» (Φι 4, 11-12).
 Στόν χριστιανικό κόσμο σήμερα ἔχουμε πολλά, θέλουμε περισσότερα. Τά θέλουμε ὅλα ἄφθονα, ἀμέσως καί ἀκόπως. Μέ τήν νοοτροπία αὐτή μπορεῖ, βέβαια, κάποιος νά μήν ἀρνεῖται θεωρητικά τήν χριστιανική του ἰδιότητα, ἴσως μάλιστα καί νά καυχᾶται γι’ αὐτήν. Στήν πραγματικότητα ὅμως δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν πνευματικότητα τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἡ ὁποία θεμελιώνεται στήν ἀνάσταση τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί διακηρύττει ὅτι «ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ».
 Νά τό ποῦμε ἁπλά, δέν λογίζεται χριστιανός ὅποιος δέν ἐνστερνίζεται τήν θυσιαστική ἀγάπη, ὅποιος στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου δέν βλέπει τόν ἀδελφό, τόν ἴδιο τόν Θεό. «Τίποτε ἄλλο δέν ἀποτελεῖ τόσο σπουδαῖο γνώρισμα καί χαρακτηριστικό γιά τόν πιστό καί ἐκεῖνον πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, ὅσο τό νά φροντίζει γιά τούς ἀδελφούς του καί νά καταβάλλει κάθε προσπάθεια γιά τήν σωτηρία τους», ἀποφαίνεται ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Καί ἐννοεῖ, βέβαια, τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς ἀλλά καί τοῦ σώματος. Δέν μπορεῖ νά καταναλώνει ἀνενόχλητος καί νά σπαταλᾶ ὁ χριστιανός πού γνωρίζει ὅτι γύρω του ὑποφέρουν οἱ πεινασμένοι, οἱ ἄστεγοι, οἱ ἄνεργοι, οἱ δυστυχισμένοι. Ἡ ἀγάπη τόν κάνει ἐπινοητικό. Κι ἄν δέν ἔχει τήν δυνατότητα νά λύσει τά προβλήματα τῶν φτωχῶν, τουλάχιστον φροντίζει κάτι νά οἰκονομήσει, νά περιορίσει κάπως τήν δική του εὐδαιμονία καί ἄνεση, ὥστε νά «κοινωνεῖ» στήν χρεία τῶν ἀδελφῶν.
 Δέν ζῆ χριστιανικά ὅποιος δέν βιώνει τήν ἐλπίδα πού, χαρίζοντας τήν πρόγευση τῆς μέλλουσας πραγματικότητας, ἐμπνέει τό ἀσκητικό φρόνημα. Μέ αὐτή τήν ἐμπειρία ὁ Μέγας Βασίλειος διδάσκει ὅτι «δέν πρέπει νά ὑπηρετοῦμε δουλικά τό σῶμα, ἐκτός ἀπό τίς ἀπαραίτητες ἀνάγκες». Κάποτε μάλιστα «πρέπει νά στερούμαστε καί αὐτά τά ἐπιτρεπόμενα καί ἀπαραίτητα γιά τήν ζωή, ὅταν ἡ στέρηση αὐτή ἀποβλέπει στήν ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν μας». Εὔκολα ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας ὅτι ἄν θέλαμε νά ἐφαρμόσουμε τήν συμβουλή τοῦ Οὐρανοφάντορος -λίγο νά ἐγκρατευθοῦμε γιά τήν ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν- θά μπορούσαμε καί οἱ πιό φτωχοί νά ἐξοικονομήσουμε τουλάχιστον ἕνα πιάτο ἀπό τό φαγητό τῆς ἡμέρας. Ἕνα πιάτο γιά νά χορτάσουμε τήν πεῖνα τοῦ ἀδελφοῦ.
 Σήμερα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, εἶναι ἀνάγκη νά σταθοῦμε ὄρθιοι στόν χαλασμό. Νά ἐπιδοθοῦμε, δηλαδή, μέ ζῆλο στήν πνευματική μας καλλιέργεια, μέ τήν μαθητεία μας στόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἐνσυνείδητη συμμετοχή στήν θεία λατρεία. Εἶναι τά δοκιμασμένα μέσα πού θά μᾶς βγάλουν ἀπό τήν πνευματική κρίση. Καί ἡ ἔξοδος αὐτή ἀποτελεῖ τήν ἐγγύηση γιά τήν ἀποσόβηση κάθε ἄλλης κρίσης.

Στέργιος Ν. Σάκκος
'Απολύτρωσις 65 (2010) 164-166

Δευτέρα, 12 Ιούνιος 2017 03:00

Ἐκκλησία καί κόσμος

temploΕἶναι κάποιες ἀλήθειες παλιές ἀλλά ὄχι ξεπερασμένες. Ἄφθορες ἀπό τό πέρασμα τοῦ χρόνου, ἀδιάσειστες ἀπό τούς σεισμούς καί ἀδιάφθορες ἀπό τούς συρμούς τῶν καιρῶν μένουν φωτεινά μετέωρα. Φέγγουν στά σκοτάδια αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί κοντρολάρουν τήν πορεία μας μέσα σ᾿ αὐτόν. Διευκρινίζω ὅτι χρησιμοποιῶ τή λέξη "κόσμος" μέ τήν εἰδική ἔννοια πού τῆς δίνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α' Ἰω 5,19). Παραδομένος στόν πονηρό ὁ κόσμος ἀντιτίθεται συνειδητά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
 Εἶναι, ἐντούτοις, θαυμαστό ὅτι αὐτός ὁ πονηρός κόσμος συνιστᾶ τό ἄμεσο ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀφοπλιστικός ὁ λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς ἀποκαλύπτει ὅτι «οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν» (Ἰω 3,16). Συγκλονιστικός ὁ μετασχηματισμός τοῦ θείου λόγου σέ πράξη· ἐπάνω ἀπό τό σταυρό ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐμπιστεύεται τό κλειδί τοῦ Παραδείσου του στόν χειρότερο ἐκπρόσωπο τοῦ διεφθαρμένου κόσμου, σ᾿ ἕνα ληστή. Εἶναι ἡ ἐγγύηση ὅτι τά ματωμένα χέρια του ἔχουν τήν πρόθεση καί τή δύναμη ν᾿ ἀγκαλιάσουν τόν βρώμικο κόσμο, νά τόν καθαρίσουν μέ τό αἷμα τους, νά τόν ἐπαναφέρουν στό ἀρχέγονο κάλλος καί νά τόν ἀνεβάσουν στήν οὐράνια δόξα. Μέ τήν ἀπαραίτητη ὅμως προϋπόθεση ὅτι ὁ κόσμος θ᾿ ἀναγνωρίσει τήν πλάνη του καί θά ὁμολογήσει μέ συντριβή καί μετάνοια τό «ἥμαρτον».
 Αὐτή τή θεϊκή ἀποστολή ἀναθέτει ὁ Κύριος ἐξαρχῆς στήν Ἐκκλησία, στούς μαθητάς του, γιά τούς ὁποίους παρακαλεῖ τόν Πατέρα ὄχι «ἵνα ἄρῃς αὐτούς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ᾿ ἵνα τηρήσῃς αὐτούς ἐκ τοῦ πονηροῦ» (Ἰω 17,15). Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, μία πραγματικότητα πού δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ζῆ μέσα στόν κόσμο καί ἐργάζεται, γιά νά τόν συμφιλιώσει μέ τόν Θεό, νά τόν ὁδηγήσει στή σωτηρία. Ἀμέριστη καί ἀπέραντη ἡ ἀγάπη της γιά τόν κόσμο, ἀλλά καί ἀναλλοίωτη ἡ ἀπαίτηση τῆς μετάνοιας καί ἐπιστροφῆς τοῦ κόσμου. Ἡ ἀγάπη δέν καταργεῖ, προϋποθέτει καί ἀπαιτεῖ τήν ἀλήθεια. Θά κάνει πολλά βήματα πρός τό μέρος τοῦ κόσμου ἡ Ἐκκλησία, θά τοῦ ἀνοίξει πρόθυμη καί στοργική τήν ἀγκαλιά της. Παραμένει ὅμως ριζική καί ἀνυπέρθετη ἡ εὐθύνη τοῦ κόσμου γιά τό τελικό βῆμα. Ὅπως ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος χωρίς νά χάσει ἤ νά ξεχάσει οὔτε στιγμή τή θεότητά του, ἔτσι ἡ Ἐκκλησία θά παραμείνει σταθερή καί ἀναλλοίωτη στήν ἀρχική της θέση, γιά νά στηρίξει πάνω σ᾿ αὐτήν τόν παραπαίοντα κόσμο.
 Μ᾿ αὐτή τή βάση εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει τίς ἰδιαίτερες ἀπαιτήσεις της ἀπό ὅσους δηλώνουν πώς εἶναι μέλη της. Ἀσφαλῶς, μπορεῖ νά ἔρθει στήν Ἐκκλησία ὁ καθένας.Ὀφείλει ὅμως νά σταθεῖ μέ τόν προσήκοντα σεβασμό στά ἐκεῖ δρώμενα. Δέν δικαιολογοῦνται, οὔτε κἄν νοοῦνται ὑπεραπλουστευτικές τάσεις, πού καταλήγουν σέ ἀνίερες καί ἀσεβεῖς καταστάσεις. Ὁπωσδήποτε, ἔστω κι ἄν μποῦν στό χῶρο τοῦ ναοῦ ἐνοχλητικοί περιηγητές, ἡ Ἐκκλησία «μονάχη, ἀτάραχη», κατά τήν ἔκφραση τοῦ ποιητῆ, θά «κρατᾶ τίς Ὧρες της» καί θά «τραβᾶ τόν Κανόνα». Ποιός ὅμως θά τῆς ἀμφισβητήσει τό δικαίωμα νά ἔχει τόν δικό της κανόνα; Καί -πολύ περισσότερο- ποιός θά τολμήσει αὐθαίρετα νά ἐπέμβει, γιά νά καταργήσει τόν κανόνα καί νά καταλύσει τήν τάξη, χωρίς νά ἐπισύρει πάνω του τή μομφή τῆς ἀσέβειας;
 Εἶναι, δυστυχῶς, γεγονός ὅτι καθημερινά διαπιστώνουμε τήν ἀλλοπρόσαλλη καί παράλογη τακτική πολλῶν ἀπό τούς λεγομένους ὀρθοδόξους χριστιανούς. Ἐνῶ, τυπικά τουλάχιστον, δέν ἀπορρίπτουν τήν Ἐκκλησία καί θέλουν νά παρουσιάζονται ὡς μέλη της, οὐσιαστικά φέρονται ὡς οἱ χειρότεροι ἐχθροί της. Τί νά πρωτοαναφέρει κανείς; Τί νά πρωτοκλάψει; Τή φασαρία καί τήν ἀταξία πού ἐπικρατεῖ κατά τίς ἱερές ἀκολουθίες στό χῶρο ὅπου ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅρισε «πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω» (Α' Κο 14,40); Τόν ἐκφυλισμό τῶν ἱερῶν τελετῶν σέ κοσμικά φεστιβάλ; Τήν προκλητικά ἀναιδῆ καί ἀσεβῆ ἐμφάνιση πολλῶν -συνήθως γυναικῶν- μέ τήν ὁποία μπαίνουν στήν Ἐκκλησία; Ὅσο γιά τό ἐπιχείρημα πού προβάλλεται, «τί σημασία ἔχει τό πῶς ντύνομαι, ἡ ψυχή νά εἶναι καθαρή», εἶναι ἐντελῶς σαθρό καί αὐτοαναιρεῖται. Ἀσφαλῶς, ἐνδιαφέρει ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Ἀλλά, ὅπως ἡ σεμνή περιβολή δέν εἶναι ἱκανή νά καλύψει μιά βρώμικη ψυχή, ἔτσι καί ἡ ἄσεμνη περιβολή ἀποδεικνύει ὑποκριτικό καί ψεύτικο κάθε ἰσχυρισμό περί καθαρῆς ψυχῆς.
 Ἐκεῖ πού τό πράγμα φθάνει στό ἀπροχώρητο εἶναι κατά τήν τέλεση τῶν μυστηρίων τοῦ βαπτίσματος καί μάλιστα τοῦ γάμου. Σέ κάποιες περιπτώσεις ὁ θεατής ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι βρίσκεται στήν πλατεία ἤ στό παζάρι. Ἀπαραίτητο συμπλήρωμα στό ζοφερό σκηνικό οἱ φωτογράφοι καί οἱ κάμεραμαν κινοῦνται σάν νά βρίσκονται στό ἐργαστήριό τους· χωρίς καμία συμμετοχή στά τελούμενα, ἀλλά καί χωρίς νά ἐπιτρέπουν τή συμμετοχή ἐκείνων πού θά ἤθελαν νά παρακολουθήσουν τό μυστήριο, γιά τό ὁποῖο ἐξάλλου καί βρίσκονται ἐκεῖ. Κι ἄν θελήσει κάποιος χριστιανός νά ὑπενθυμίσει τήν ἱερότητα τοῦ χώρου, θά εἰσπράξει τήν εἰρωνεία καί τό σαρκασμό τῶν «πολιτισμένων» καί «ἐλεύθερων» καλεσμένων. Δέν ὑπολογίζεται οὔτε καί αὐτός ὁ ἱερέας. Ἡ μόνη ἀπαίτηση πού ἔχουν οἱ καλοί μας «χριστιανοί» ἀπ᾿ αὐτόν εἶναι νά «πεῖ τά γράμματα» -μερικοί τό ὁμολογοῦν ἀνερυθρίαστα- ὅσο γίνεται πιό γρήγορα, γιά νά μήν καθυστεροῦμε... Λογαριάστε τώρα πῶς ἀκοῦνε οἱ ἐν λόγῳ «χριστιανοί» τή σύσταση τοῦ ἱερέα νά προσέλθουν στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας μέ σεμνότητα καί ὁπωσδήποτε ἐξομολογημένοι. Πῶς δέχονται τήν ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας γιά ἁγνότητα καί σωφροσύνη, γιά δικαιοσύνη καί φιλανθρωπία, γιά ἐγκράτεια καί νηστεία, γιά ἀγάπη καί συγχώρηση.
 Συχνά ἡ κατάσταση γίνεται ἀποκαρδιωτική, καθώς ἀναμιγνύονται τά λεγόμενα μέσα μαζικῆς ἐνημέρωσης, παντοδύναμα σήμερα. Δημοσιογράφοι ἄσχετοι πρός τήν Ἐκκλησία κάνουν τίς δικές τους ἐκτιμήσεις καί καπνίζοντας λένε «ὅ,τι τούς καπνίσει». Ἐκτοξεύουν μύδρους, εἰρωνεύονται καί καγχάζουν, ἀφορίζουν καί χαρακτηρίζουν ἀπόβλητους ἀπό τήν Ἐκκλησία τούς ἱερεῖς καί τούς χριστιανούς πού, κατά τή δική τους ἐκτίμηση, «δέν ἀγκαλιάζουν τούς νέους, ἀφοῦ τούς μιλοῦν γιά ἁγνότητα» καί «διώχνουν τόν κόσμο ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ τοῦ θυμίζουν πώς ὀφείλει νά ὑπακούει στίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου»!
 Καί φθάνουμε στό κατάντημα νά προβληματίζονται ἀκόμη καί ἄνθρωποι σοβαροί καί ἅγιοι μήπως πρέπει νά γίνουν κάποιες ὑποχωρήσεις, «γιά νά μή χάσουμε τόν κόσμο». Καί δέν μᾶς φοβίζει ἡ σκέψη ὅτι ἔτσι ἴσως χάνουμε τόν Θεό, τόν σωτήρα τοῦ κόσμου; Διότι, ναί μέν, σέ κάποια θέματα ἡ Ἐκκλησία θυσιάζει τήν ἀκρίβεια χάριν τῆς οἰκονομίας, ποτέ ὅμως δέν χωρᾶ οἰκονομία σέ θέματα εὐαγγελικῶν ἐπιταγῶν.
 Ἡ μεγάλη εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά γνωρίσει στόν κόσμο τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νά τό παρουσιάσει μέ τρόπους σύγχρονους, ἁπλούς καί ἑλκυστικούς. Νά τό διατηρήσει ὅμως ἀναλλοίωτο καί ἀπαραχάρακτο. Κανείς δέν ἔχει τό δικαίωμα νά νομοθετεῖ καί, μάλιστα, ἐνάντια στό νόμο τοῦ Εὐαγγελίου. Γι᾿ αὐτό τό Εὐαγγέλιο ἔγιναν διωγμοί καί χύθηκε αἷμα ἁγίων καί μαρτύρων. Πῶς ἀνεχόμαστε οἱ σημερινοί χριστιανοί νά καταπατοῦνται οἱ ἀλήθειες του;
Στέργιος Ν. Σάκκος
'Απολύτρωσις 54 (1999) 172-174

Κυριακή, 31 Αύγουστος 2014 03:00

Κατάρα ἤ εὐλογία;

95796346WUxuci phἩ ζωή μᾶς συνηθίζει σέ ἐκπλήξεις, ἀλλά ἡ πίστη μᾶς ξαφνιάζει μέ παράδοξα. Ἀπό τή μιά στιγμή στήν ἄλλη συμβαίνει συχνά ὁ ροῦς τῶν πραγμάτων νά ἀλλάζει, ἡ εὐτυχία νά μεταπίπτει σέ δυστυχία καί ὁ ἀξιοθαύμαστος νά καταντᾶ ἀξιολύπητος· ὁ πλούσιος νά γίνεται φτωχός, ὁ ὑγιής ἄρρωστος, ὁ ἐπιτυχημένος καταγέλαστος. Σωστά χαρακτηρίσθηκε αὐτός ὁ κόσμος αἰώνας ἀπατεώνας. Μέσα στό χῶρο τῆς πίστεως ὅμως οἱ ἐνδοκόσμιες ἐναλλαγές ἀποκτοῦν ἄλλες διαστάσεις. Παύουν πιά νά λογίζονται ὡς ἀντίθετες καταστάσεις πού συνθλίβουν μέ τήν τραγικότητά τους τόν ταλαίπωρο ἄνθρωπο. Καί -χωρίς νά χάσουν τό στοιχεῖο τῆς ἀντιθέσεώς τους- ἐναρμονίζονται καί βιώνονται ὡς ἄλλης μορφῆς ἐκφράσεις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, αὐτῆς τῆς ἴδιας ἀγάπης πού περιβάλλει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἀρχή του καί αἰώνια.
Πουθενά ἀλλοῦ σήμερα δέν μπορεῖ νά γίνει τό γεγονός αὐτό πιό σαφές καί πιό συγκεκριμένο ὅσο στίς περιπτώσεις τῆς ἀρρώστιας πού χτυπᾶ ἀνίατα καί ἄδικα ἀνθρώπους πιστούς καί ἁγίους ἀκόμη, τῆς ἀρρώστιας ἐκείνης πού τήν ὀνόμασαν «ἐπάρατη» καί θεωρεῖται κατάρα. Εἶναι συμφορά νά βρεθεῖ κάποιος μέσα στίς θανατηφόρες δαγκάνες τοῦ καρκίνου, μά ὅταν πρόκειται γιά ἕναν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τό πρᾶγμα γίνεται ἀκατανόητο. Πῶς μπορεῖ ὁ Κύριος νά ἐπιτρέπει νά βασανίζεται ὁ δοῦλος του, πῶς δέν ἀκούει τίς προσευχές του νά τόν θεραπεύσει, πῶς ἀνέχεται νά ἐκλείπουν ἀπό τή ζωή ἔτσι ἄδοξα, ἐξευτελιστικά μέσα στήν ἐξαθλίωση καί φρικτά μέσα στούς πόνους, παιδιά δικά του, ἀφοσιωμένα; Τέτοια ἐρωτήματα ἀναπόφευκτα προσβάλλουν τή σκέψη καί τήν καρδιά μας, πειράζουν τό νοῦ καί τήν ψυχή μας. Ἀπό τόν καιρό ἀκόμη πού οἱ τρεῖς φίλοι τοῦ Ἰώβ ἔψαχναν μέ ἀγωνία νά βοῦν ποιά μεγάλη ἁμαρτία εἶχε διαπράξει ὁ δίκαιος φίλος τους, ὥστε νά δικαιολογοῦνται τά δεινά του, μέχρι σήμερα τό πρῶτο πού σκέφτεται κανένας ὡς ἀπάντηση εἶναι οἱ ἀνελέητες ἁμαρτίες μας.
Ἐν τούτοις, μένει πάντοτε χῶρος καί γιά μιά ἄλλη ἐξήγηση, πού ξεπερνᾶ τήν καθιερωμένη λογική περί δικαιοσύνης καί ἀνταποδόσεως, ἡ ὁποία ἰσχύει βέβαια μέσα στό θεῖο νόμο τῆς παλαιᾶς διαθήκης, δίνει ὅμως προτεραιότητα σέ μιά ἄλλη ὑπέρλογη ἀντίληψη, τήν ὁποία μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ νόμος τῆς ἐλευθερίας τῆς καινῆς διαθήκης. Εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ μαρτυρίου καί τοῦ μάρτυρα. Ἐκεῖνος πού ἄδικα πάσχει, μά μέσα ἀπό τό πάθος του δοξολογεῖ τόν Θεό, ἐκεῖνος αἴφνης πού προσβάλλεται ἀθεράπευτα ἀπό τήν ἀρρώστια τοῦ αἰώνα μας, μά μέσα σ' αὐτήν βλέπει τό θέλημα τοῦ Κυρίου καί συναντᾶ τό ἴδιο τό σταυρωμένο πρόσωπό του, ὥστε νά κράζει καί νά ἀνακράζει «δόξα Σοι!», ἐκεῖνος καθιστᾶ τόν ἑαυτό του μάρτυρα καί ἀναδεικνύει τήν ἀρρώστια μαρτύριο γνήσιο. Δέν ρωτᾶ τό γιατί, μήτε νιώθει τόν Θεό τιμωρό, ἀλλά οὔτε καί τόν ἑαυτό του ἀδικημένο. Μόνο ζῆ τήν περίστασή του ὡς μία ἔκτακτη ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου, μέ ἕναν τρόπο ἔξω ἀπό τά καθημερινά καί τά συνηθισμένα, μέ τόν τρόπο πού διάλεξε Ἐκεῖνος μέ τή σοφία του καί τήν ἀγάπη του, γιά νά χαρίσει τή συγκλονιστική παρουσία του στό δοῦλο του, ἀλλά καί σ' ἐκείνους πού θωροῦν τό δοῦλο του.
Ἔτσι παράδοξα ἀναμιγνύεται ἡ πίκρα τῶν σωματικῶν πόνων μέ τή γλύκα τῆς θεϊκῆς κοινωνίας, καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ὑπερκεράζεται ἡ ὀδύνη τοῦ σώματος ἀπό τήν ἡδονή τοῦ πνεύματος. Ἔτσι ὑπέρλογα ἐναρμονίζεται ἡ συμφορά μέ τήν εὐτυχία καί ἡ κατάρα γίνεται εὐλογία.
Ἐξ ἄλλου, εἶναι τόσα τά στοιχεῖα πού κάνουν τήν ἀρρώστια αὐτή ὅμοια μέ μαρτύριο. Πόνος πού βασανίζει γιά καιρό, φόβος ἀναπόφευκτου θανάτου, ἀγωνία πού σέ σπρώχνει στά ἔσχατα -στόν πανικό ἤ στήν ἀπελπισία-, ὄντως πειρασμοί πού σέ βιάζουν νά ἀρνηθεῖς τήν πίστη σου σέ Θεό ἀγαθό καί Κύριο ἰσχυρό. Ὅταν ὅμως σκεφθεῖς τόν Ἀθῶο πάνω στό σταυρό, ὅταν θυμηθεῖς τούς χριστιανούς μέσα στά ἐργαλεῖα τῆς βασάνου, μπορεῖς νά συγκρίνεις, μπορεῖς νά ἀναλογισθεῖς· ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πού ἐπέτρεψε τότε στόν Νέρωνα ἤ στόν Διοκλητιανό νά συλλάβουν ἀμέτρητους πιστούς καί νά τούς βασανίσουν, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πού ἄφησε τούς δημίους καί τά θηρία νά θανατώσουν τούς ἁγίους του, ὁ ἴδιος ἐπιτρέπει καί σήμερα τήν ἀρρώστια αὐτή, πού σάν ἄλλο τέρας ὁρμᾶ πάνω μας, νά πιάσει καί νά δαγκάσει τούς δικούς του πρός θάνατον. Δέν θά μποροῦσε ὁ Παντοδύναμος νά σταματήσει τό κακό καί τότε καί τώρα; Δέν θά ἤθελε ὁ Πολυεύσπλαγχνος νά σώσει τούς ἀγαπητούς του; Δέν τό ἔκανε ὅμως καί δέν τό κάνει, ἀλλά χαρίζει στήν Ἐκκλησία του ἁγίους καί δωρίζει στόν κόσμο ἅλας καί φῶς παραχωρώντας τό μαρτύριο, πού ὅταν συντελεῖται μέ ὑποταγή καί ταπείνωση, μέ προσευχή καί μυστήριο, ἀναδεικνύει μάρτυρες ἰσότιμους μέ τούς πρώτους τῆς Ἐκκλησίας, τούς νεομάρτυρες τῆς ἐποχῆς μας. Ἔτσι κάποτε ἕνας θεοφόρος ἐπίσκοπος, ὁ Ἰγνάτιος, ἐπειγόταν νά ἀλεστεῖ ἀπό τά δόντια τῶν θηρίων, γιά νά φτάσει ἄρτος καθαρός μπροστά στόν Κύριό του. Παρόμοια στήν ἐποχή μας ἕνας ἁγιασμένος ἀσκητής, ὁ μοναχός π. Παΐσιος, ἀντιμετώπισε μέ ἱλαρότητα τά δαγκώματα τοῦ καρκίνου κράζοντας· «Ἔλα, Κύριε!».
Εἶναι δύσκολο νά μιλᾶς γιά πόνο καί γιά θάνατο, διότι εἶναι ἀπείρως δυσκολώτερο νά ὑποφέρεις καί νά ὑπομένεις. Εὐλογητός ὁ Θεός ὅμως πού δέν ἀφήνει στό χῶρο αὐτό μόνο λόγια. Ἀρκετοί ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας οἱ πιστοί ἀδελφοί πού πέρασαν καί περνοῦν μέσα ἀπό τό πειρατήριο τῆς ἀρρώστιας ὡς πραγματικοί νεομάρτυρες. Αὐτοί μᾶς δίνουν τό δικαίωμα νά μιλοῦμε γιά τήν πίστη τους, γιά τήν ὑπομονή τους καί γιά τήν ἐλπίδα τους. Κι αὐτοί μᾶς καλοῦν νά ὑπομένουμε μέ τό ἴδιο φρόνημα τά δικά μας παθήματα, νά ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν ἐνδεχόμενη ἐπίσκεψη καί πρό πάντων νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό, πού δέν ἀφήνει τίς μέρες μας χωρίς μάρτυρες, καί νά τόν δοξάζουμε, πού ξέρει νά μεταποιεῖ τήν κατάρα τοῦ καιροῦ μας σέ εὐλογία.
 
Στέργιος Ν. Σάκκος
'Απολύτρωσις 49 (1994) 143-144