Συνήθως τόν Ὀκτώβριο ξεκινᾶ ἡ ἐτήσια καλλιέργεια τῶν σιτηρῶν. Καί ἡ Ἐκκλησία μας ἐπίκαιρα τό μήνα αὐτό, τήν Κυριακή τῶν 365 Πατέρων τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μᾶς θυμίζει τήν παραβολή τοῦ σπορέως. Εἶναι, λοιπόν, σέ ὅλους μας ταιριαστή ἡ εὐχή πού ἀνταλλάσσουν αὐτή τήν ἐποχή οἱ γεωργοί μας: «καλή σπορά!».
Πνευματική εἶναι ἡ σπορά πού ἐπιτελεῖται στήν Ἐκκλησία. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχηγός καί Κύριός της Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός πού ἔσπειρε τά ἄστρα καί τούς γαλαξίες στόν οὐρανό, πού φύτεψε τά λουλούδια καί τά δένδρα στή γῆ, ἦλθε στόν κόσμο σάν ἕνας ταπεινός Διδάσκαλος, ἕνας πνευματικός σποριάς. Ὄχι μέ διαταγή ἀλλά μέ ἀγωγή, μέ τήν ὑπομονετική καλλιέργεια, πραγματοποιεῖ τήν ἀλλοίωση τῶν ἀνθρώπων, τήν ἀναμόρφωση τοῦ κόσμου σέ «καινή κτίσι».
Εἶναι μία πρόσκληση καί ἀποστολή γιά σπορά ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου πρός τούς ἀποστόλους καί τούς μαθητές του· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» (Μθ 28,19). Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς μαθητείας αὐτῆς εἶναι ἄμεση καί ἀνυπέρθετη γιά τό πρῶτο ξεκίνημα ἀλλά καί γιά τή συνέχεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς. «Ὅπως ἡ γῆ πού δέν καλλιεργεῖται», διδάσκει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «μεταβάλλεται σέ χερσότοπο καί γεμίζει ἀπό ἀγκάθια κι ἀγριόκλαδα, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού δέν ἀπολαμβάνει πνευματική διδασκαλία, βλαστάνει ἀγκάθια καί τριβόλια».
Ρηχή, ἀνούσια καί ἄκαρπη καταντᾶ ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ χωρίς τήν καλλιέργεια τοῦ θείου λόγου. «Ὅποιος δέν προσέχει τούς θεόπνευστους λόγους οὔτε φραγμό βάζει γύρω ἀπό τά χείλη του οὔτε τό αὐτί του ἀποστρέφει ἀπό μάταιους λόγους», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, ἐπισημαίνοντας δύο ἁπλές ἀλλά ἐμφανεῖς ἐκδηλώσεις τῆς ἀληθινῆς πνευματικότητος. Ὁ χριστιανός ἀκούει τόν θεῖο λόγο, δέχεται μέσα του τή θεία σπορά καί καρποφορεῖ ἐφαρμόζοντας αὐτά πού ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ διδάσκει. Ἕνας ἀπό τούς καρπούς εἶναι καί ἡ ἀνάγκη πού νιώθει ὁ πιστός νά γίνει κι ὁ ἴδιος, στά μέτρα τῶν δυνατοτήτων του, πνευματικός σποριάς. Νά μιλήσει στούς ἄλλους γιά τήν πηγή πού τόν ξεδίψασε, νά βάλει καί στά δικά τους χέρια τό ψωμί πού χόρτασε τήν πείνα του, νά τούς γνωρίσει τήν ἀλήθεια πού τόν φώτισε, νά τούς συνδέσει μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ!
Νομίζουμε ὅτι ἡ σπορά τοῦ θείου λόγου εἶναι ἔργο μόνο ὁρισμένων, τῶν κληρικῶν, τῶν θεολόγων, τῶν κατηχητῶν. Ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν οἱ εἰδικοί, οἱ ἄξιοι καί ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ, οἱ χαρισματικές μορφές, πού βαδίζουν στά χνάρια τῶν ἀποστόλων καί συνεχίζουν τή διακονία τοῦ Πατροκοσμᾶ. Ἀλλά δέν περιορίζεται σ᾿ αὐτούς τό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς. Εἶναι πόθος τῆς κάθε καρδιᾶς πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό· ἕνα ἐλάχιστο ἀνταπόδομα στά θεϊκά του δῶρα, μία εἰλικρινής καί αὐθόρμητη κίνηση ἀγάπης πρός τά πλάσματά του, τούς συνανθρώπους μας.
Ἐσύ, ἀδελφέ μου, μιλᾶς στούς ἄλλους γιά τόν Θεό; Μεταφέροντας κάτι πού ἄκουσες ἤ διάβασες, προσφέροντας ἕνα χριστιανικό ἔντυπο, μία πρόσκληση γιά τό κήρυγμα, κυρίως ὅμως κάνοντας πράξη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γίνεσαι ἕνας μικρός εὐλογημένος σποριάς τοῦ θείου λόγου. Καλή σπορά, λοιπόν!
Τό εὐγενέστερο καί πιό θεάρεστο εἶδος προσευχῆς εἶναι ἡ δοξολογία. Ὄχι διότι μ᾿ αὐτή κάτι προσφέρουμε στόν οὕτως ἤ ἄλλως ὑπερτέλειο καί ἀνενδεῆ Θεό. Ἀποδίδοντας ὅμως δόξα στό ἅγιο ὄνομά του γινόμαστε ἐμεῖς, οἱ μικροί καί φθαρτοί ἄνθρωποι, κοινωνοί τῆς ἄφθαρτης δόξας του, μετέχουμε στό μεγαλεῖο του.
Διότι ὁ πιστός πού δοξολογεῖ τόν Κύριο αἴρεται πάνω ἀπό τά ὁρατά, στή σφαίρα τῆς ἀόρατης παρουσίας του, στό χῶρο τῆς ὑπερκόσμιας δόξας του. Αὐτή τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία πρακτικά ἐφαρμοσμένη προβάλλει ἡ ζωή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη σημαδεύει τό μήνα αὐτό. Πολλά μεγάλα καί θαυμαστά καταγράφει ἡ ἱστορία τοῦ φλογεροῦ μαχητῆ τοῦ Χριστοῦ: Τό κολοσσιαῖο συγγραφικό του ἔργο -ἑρμηνευτικό καί κηρυκτικό-, τήν εὐαγγελική του φιλανθρωπία, τή σπάνια ὀργάνωση τῆς ἱεραποστολῆς ἐπί τῶν ἡμερῶν του. Ἐμεῖς θά λάβουμε τό μήνυμά μας ἀπό μία μόνο φράση, μέ τήν ὁποία ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἄρχιζε καί ἐπισφράγιζε τήν κάθε πράξη, τό κάθε περιστατικό τῆς ζωῆς του: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!».
Γνήσιος μαθητής καί μιμητής τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ χρυσολόγος ἅγιος πατέρας διασώζει στή ζωή του μία μικρογραφία τῆς ζωῆς Ἐκείνου. Ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὑπῆρξε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον», ἔτσι καί ὁ Ἰωάννης. Ἀγαπήθηκε σφοδρά, ἀλλά καί μισήθηκε παράφορα. Σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε θαυμαστής, σ᾿ ὅλη του τή ζωή περιέφερε τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση, τό σταυρό καί τή δόξα. Μία σειρά ἀντιθέσεων χαρακτηρίζει τό βίο του: Δύναμη καί ἀσθένεια, ἀναγνώριση καί παραγκωνισμός, δόξα καί καταφρόνια, καταξίωση καί διωγμός. Καί ἡ δύναμη πού συνέθετε τίς μεγάλες αὐτές ἀντιθέσεις; Ἡ δοξολογική προσευχή του!
Πολύ πρίν τόν ἀνεβάσει στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο ἡ θεία πρόνοια καί ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ, εἶχε διαλέξει γιά τόν ἑαυτό του τό θρόνο τοῦ σταυροῦ, γνωρίζοντας πώς αὐτός εἶναι ἡ δόξα τοῦ πιστοῦ. Γι’ αὐτό μποροῦσε σ᾿ ὅλα τά περιστατικά καί τίς δοκιμασίες νά ἐπαναλαμβάνει μ᾿ ἐμπιστοσύνη: «Δόξα τῷ Θεῶ πάντων ἕνεκεν!». Μ᾿ αὐτόν τόν γλυκύτατο ἐπίλογο ἔκλεισε τήν πολυβασανισμένη καί πολυώδυνη ἐπίγεια ζωή του, μέρα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407· ἐκ τῶν ὑστέρων ἡ Ἐκκλησία μετέφερε τή μνήμη τῆς κοίμησής του στή 13η Νοεμβρίου.
«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!». Ἕνα μήνυμα μέ διαχρονικότητα, μέ ἐπικαιρότητα, μέ δύναμη καί χάρη. Ὅταν δοξάζεις τόν Θεό, ὅλα γίνονται ἔνδοξα καί ἱερά. Ζῆς τή χαρά, ὄχι μόνο στά εὐχάριστα ἀλλά καί στίς θλίψεις. Νιώθεις ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο τήν ὑγεία ἀλλά καί τήν ἀρρώστια. Βλέπεις τήν ἀγάπη του στήν ἐπιτυχία, ἀλλά καί στήν ἀποτυχία δέν δυσκολεύεσαι νά διακρίνεις τό θεῖο σχέδιό του. Δοξάζοντας τόν Θεό γιά ὅλα, ἔχεις τή δύναμη καί σ᾿ αὐτόν τό θάνατο νά ἀνιχνεύεις τή γλυκύτητα τῆς ζωῆς καί ν᾿ ἀντλεῖς ἔτσι τή μεγαλύτερη χαρά, αὐτή πού ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ σ᾿ ὅλο τόν κόσμο.
Δόξα τῷ Θεῷ! Μιά προσευχή ἡ ὁποία ἐκφράζει εἰλικρινῆ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ἀνεπιφύλακτο ἄφημα στά πατρικά του χέρια, κι ἀποπνέει ἄρωμα ἁγιότητος. Ἄς μάθουμε νά τή λέμε συχνότερα!
Τό γεγονός τοῦ μήνα, τοῦ ἔτους, τῆς προσωπικῆς μας καί τῆς πανανθρώπινης ἱστορίας εἶναι φυσικά ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, πού σημειώνεται στό ἡμερολόγιο τῆς ἀνθρωπότητος ὡς Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἐπουράνιος Θεός κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ. Προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά προσεγγίσει τόν πεσμένο καί ἀποστάτη ἄνθρωπο, νά τόν ἀνορθώσει καί νά τόν ξαναδεχθεῖ στήν πατρική του ἀγκαλιά, χαρίζοντάς του τή λύτρωση!
Συγκλονίζει τήν ὕπαρξή μας ἡ ἀσύλληπτη θεϊκή συγκατάβαση: Κατέβηκε ὁ Θεός, γιά νά συναντήσει τόν ἄνθρωπο! Καί γίνεται ὁ συγκλονισμός συντριβή καί δέος, ὅταν συνειδητοποιήσουμε τήν καθοριστική σημασία τῆς ἀνθρώπινης ἀνταπόκρισης στή θεϊκή προσφορά: Μένει ἀπραγματοποίητη ἡ ποθητή συνάντηση καί ἀτελέσφορη ἡ προσφορά τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν συγκατανεύσει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν θελήσει ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, πλήν ὁλόψυχα καί εἰλικρινά, νά ἀποδεχθεῖ καί νά ὑποδεχθεῖ τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό!
Ἀλλά πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό; Τό ἐκφράζει ἁπλά, σχεδόν συνθηματικά, ὁπωσδήποτε ὅμως σαφέστατα, μία φράση πατερικοῦ λόγου· τήν ἀκοῦμε στό πρῶτο τροπάριο τοῦ Κανόνα τῶν Χριστουγέννων: «Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε»! Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καί ἡ κάθοδός του στή γῆ, γιά νά γίνει ἀντιληπτή, ἀπαιτεῖ τήν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου, τόν προσανατολισμό του πρός τά ἄνω.
Καθώς πλησιάζουν τά Χριστούγεννα, ἄς προσέξουμε τό μήνυμα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Νά ὑψωθοῦμε! Νά ἀποσπασθοῦμε ἀπό τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό μας, γιά νά ὑποδεχθοῦμε τόν ἐξ οὐρανοῦ Θεό μας. Νά ξεκολλήσουμε ἀπό τό χῶμα! Καί χῶμα δέν εἶναι μόνο ἡ φθορά καί τά τόσα πάθη ὅπου μᾶς ἔχει ρίξει ἡ ἁμαρτία. Καί τά ἐπιτεύγματα καί οἱ κατακτήσεις μας στόν τομέα τῆς ἐπιστήμης ἤ τῆς τεχνολογίας καί κάθε καλό χῶμα εἶναι, ὅταν δέν ἐξυπηρετεῖ τήν πνευματική μας ἄνοδο, ὅταν καταλαμβάνει τήν πρώτη θέση μέσα μας καί γίνεται ὁ θεός, τό εδωλό μας.
Χρειάζονται ἀποδείξεις; Ὑπῆρξε τάχα ποτέ ὁ ἄνθρωπος τόσο ἀνερμάτιστος καί ἀνασφαλής ἐσωτερικά ὅσο σήμερα; Θυμηθεῖτε τόν πανικό πού ζήσαμε πρίν λίγα χρόνια μέ τήν κατάρρευση τῶν διδύμων πύργων καί πρόσφατα μέ τό ξέσπασμα τοῦ τσουνάμι καί τοῦ τυφώνα Κατρίνα. Ἀναλογισθεῖτε τή φρενίτιδα πού ξεσήκωσε τελευταῖα ὁ φόβος τῆς γρίπης... τῶν πουλερικῶν. Γιατί ὅλα αὐτά; Διότι εμαστε ἐγκλωβισμένοι στά γήινα. Κι ὅμως, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή του μᾶς εἰσήγαγε στήν πνευματική μας διάσταση. Συνανέστησε μαζί του «τό πρόσλημμα», τήν ἀνθρώπινη φύση καί τή συνεκάθισε στή δόξα τοῦ οὐρανοῦ. Μᾶς ἄνοιξε τό δρόμο γιά τόν οὐρανό καί μᾶς καλεῖ νά ὑψωθοῦμε. Πῶς; Πορευόμενοι μέ τήν καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος στή γραμμή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Στήν ἁλυσίδα τῶν θείων παροχῶν καί δωρημάτων τήν ὕψιστη θέση κατέχει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Ἀποκαλύπτει τό ἀπώγειο τῆς θεϊκῆς δυνάμεως σ᾿ ἕναν ἀπίθανο συνδυασμό μέ τήν ἄκρα συγκατάβαση. Ὁ φωστήρας τῆς οἰκουμένης Μέγας Βασίλειος θεολογεῖ· «Οὐ γάρ τοσοῦτον οὐρανοῦ καί γῆς σύστασις καί θαλάσσης καί ἀέρος καί τῶν μεγίστων στοιχείων ἡ γένεσις καί εἴ τι ὑπερκόσμιον νοεῖται καί εἴ τι καταχθόνιον, τήν δύναμιν παρίστησι τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὅσον ἡ περί τήν ἐνανθρώπησιν οἰκονομία καί ἡ πρός τό ταπεινόν καί ἀσθενές συγκατάβασις». Δηλαδή, ὅλη ἡ φυσική δημιουργία μέ τά μεγάλα καί θαυμαστά της δέν ἀπεικονίζει τή δύναμη τοῦ Θεοῦ Λόγου τόσο ἐκφραστικά ὅσο ἡ ἐνανθρώπησή του.
Αὐτεξούσια, μέ τό δικαίωμα τοῦ ἰδιοκτήτη πού κινεῖται στό ἀνάκτορο ἀλλά καί στό σταῦλο του, ἦλθε «εἰς τά ἴδια» (Ἰω 1, 11) ὁ Θεός Λόγος. Δέν εἶχε νά ρωτήσει κανέναν, δέν χρειαζόταν κανενός τήν ἄδεια. Ἡ ἐπίσκεψή του, βέβαια, ἐνόχλησε ἀφάνταστα τόν σατανᾶ· αὐτός ἔνιωσε νά σαλεύεται ἡ πανίσχυρη κοσμοκρατορία του, τήν ὁποία δόλια καί αὐθαίρετα εἶχε στήσει πάνω στή γῆ. Δέν βλάφθηκε ὅμως σέ τίποτε ὁ ἄνθρωπος, ὁ διορισμένος ἀπό τόν Θεό κυρίαρχος τῆς δημιουργίας. Σεβάσθηκε ἀπόλυτα τήν ἐλευθερία τοῦ πλάσματός του ὁ Θεός. Ἄφησε στόν ἄνθρωπο τήν πρωτοβουλία τοῦ συνδέσμου καί τῆς σχέσεως μαζί του.
Ταπεινά καί ἀθόρυβα συντελέσθηκε τό μεγάλο γεγονός τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Χωρίς κανένα ἀπό τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού θά μποροῦσαν νά καταπιέσουν ἤ ἁπλῶς νά ἐπηρεάσουν τήν ἀνθρώπινη συνείδηση. Δέν ἦταν βέβαια δυνατόν νά ἀποσιωπηθεῖ ἡ δόξα καί νά μή γίνει ἀντιληπτό τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἔλαμψε στή γῆ ὁ ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. Τή λάμψη του ὅμως τήν εἶδαν λίγοι· οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ καί ἐλάχιστοι ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἦταν ἀπό ἐκείνους πού κράτησαν ἀνοιχτά τά μάτια τῆς ψυχῆς, δεκτική τήν καρδιά στή θεία ἐπίσκεψη: οἱ «ἀγραυλοῦντες», ταπεινοί βοσκοί στή γῆ τῆς Βηθλεέμ ἀλλά καί οἱ σοφοί μάγοι, πού μελετοῦσαν τόν οὐρανό στήν Ἀνατολή. Παρά τίς πολλές ἀντιθέσεις τους οἱ δύο αὐτές τάξεις συναντῶνται καί ταυτίζονται σ᾿ ἕνα σημεῖο θεμελιακό γιά τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό: στή λαχτάρα τῆς σωτηρίας, στήν ἀναζήτηση τοῦ σωτήρα καί τήν ἀναμονή τοῦ ἐρχομένου Λυτρωτῆ.
Μέ τήν ἐνανθρώπησή του ὁ Ἰησοῦς Χριστός πραγματοποίησε «δυνάμει» τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Σάν ἦλθε στή γῆ μας ὁ Κύριος, λέγει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, καί κατοίκησε μέσα σ᾿ ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα, ὅμοιο μέ τά δικά μας, «πᾶσα ἡ κατά τῶν ἀνθρώπων παρά τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλή πέπαυται», ἐξαφανίσθηκε ἡ φθορά τοῦ θανάτου. Αὐτά «δυνάμει», δηλαδή ὡς δυνατότητα δοσμένη ἀπό τόν Θεό σ᾿ ὅλους. Ὁ καθένας ὅμως θά ἀποφασίσει προσωπικά μόνος του, ἄν θά ἐνεργοποιήσει ἤ ὄχι τή σωτηρία στήν προσωπική του ζωή. Περιμένει ὁ Θεός τήν καλόγνωμη συγκατάθεση καί τήν εἰλικρινῆ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ συμπεριφέρεται, δηλαδή, ὡς πρός σο. Ὅπως εὐδόκησε ὁ Θεός νά κατεβεῖ στή γῆ, πρέπει νά εὐδοκήσει καί ὁ ἄνθρωπος νά τοῦ ἀνοίξει τήν καρδιά του καί νά τόν δεχθεῖ σ᾿ αὐτήν.
Αὐτή ἡ εὐδοκία, ἡ ἀγαθή προαίρεση, ὅπως τήν ὀνομάζουν οἱ ἅγιοι πατέρες, εἶναι τό ἀναντικατάστατο κλειδί, γιά νά μπεῖ κανείς στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά ἀπολαύσει τή σωτηρία. Νά οἰκειωθεῖ καί νά οἰκειοποιηθεῖ τά πλούσια δῶρα πού προσφέρει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Νά βιώσει τή λύτρωση, τήν υἱοθεσία, τή μετοχή στήν οὐράνια δόξα. «Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰω 1,12).
Ἡ ἐξουσία τῆς υἱοθεσίας ἀποτελεῖ τό μεγαλειῶδες διάγγελμα τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τή μυστική ἑρμηνεία τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας. Ἀπό πλευρᾶς Θεοῦ δίδεται σ᾿ ὅλους. Ἀπό πλευρᾶς ἀνθρώπου ἀξιοποιεῖται μόνο ἀπό ἐκεῖνον πού τό ἐπιθυμεῖ καί τό ἐπιδιώκει. Ἔτσι σήμερα, δρασκελώντας το κατώφλι τῆς τρίτης χιλιετίας μετά Χριστόν, βλέπουμε γύρω μας πρόσωπα καί γεγονότα καί καταστάσεις, πού μοιάζουν ἀπαράλλακτα μέ τήν πρό Χριστοῦ πραγματικότητα.
Ἀπό τή μιά ὁ καταναλωτικός εὐδαιμονισμός γιορτάζοντας τά Χριστούγεννα, ἐπιδεικνύει φιλάρεσκα τή χλιδή του. Εἶναι ἱκανοποιημένοι οἱ ἄνθρωποι. Γι᾿ αὐτούς κάθε μέρα εἶναι γιορτινή, ἀφοῦ ἔχουν ὅ,τι ἐπιθυμοῦν. Φυσικά, οὔτε κἄν ὑποψιάζονται τό νόημα τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι μόνο δέν εὐδοκοῦν ν᾿ ἀνταποκριθοῦν στήν προσφορά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οὔτε κἄν ἐννοοῦν τή σημασία της. Γι᾿ αὐτούς δέν ὑπάρχει πρόβλημα σωτηρίας. Δέν ὑπάρχει ἀνάγκη καί δίψα σωτηρίας. Εἶναι πολύ ἀπασχολημένοι καί καλά βολευμένοι σ᾿ αὐτή τή ζωή. Δέν πολυσκοτίζονται γιά τήν ἄλλη.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά οἱ στερημένοι τῆς γῆς, φτωχοί καί πεινασμένοι, βυθισμένοι στή μιζέρια τους πιστεύουν πώς γι᾿ αὐτούς εἶναι ἀνώφελη ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Τάχα τί ἄλλαξε στόν κόσμο ἐδῶ καί τόσα χρόνια; Ὅλα εἶναι τόσο μίζερα καί τραγικά, ὅπως καί πρίν γεννηθεῖ ὁ Χριστός.
Ἀλλά -τί τραγικό!- ὑπάρχει καί μία ἄλλη τάξη, πολύ ὑπεύθυνη ὄχι μόνο γιά τήν ἐσφαλμένη θέση της ἔναντι τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί γιά τήν ἀπατηλή συμπεριφορά της ἔναντι τοῦ κόσμου. Εἶναι οἱ «χριστιανοί», γιά τούς ὁποίους λέγαμε στό προηγούμενο τεῦχος. Οἱ δεδηλωμένοι χριστιανοί μέ τήν ἀχρίστιανη, ἄν ὄχι ἀντίχριστη ζωή. Αὐτοί γιορτάζουν καί μάλιστα μέ ἔμφαση τά Χριστούγεννα. Πιθανόν καί θά ἐκκλησιαστοῦν τή μέρα ἐκείνη. Κάποιοι, μάλιστα, μπορεῖ καί νά κοινωνήσουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἀλλά τελείως τυπικά καί ἀπροετοίμαστοι. Αὐτό πού κυρίως θέλουν, αὐτό πού παίρνουν καί «χαίρονται» ἀπό τή μεγάλη γιορτή εἶναι τό φαγοπότι, τό γλέντι, ἡ διασκέδαση. Αὐτά τούς ἱκανοποιοῦν καί δέν ἀναζητοῦν κάτι περισσότερο, αὐτό πού ὁ Χριστός ἦρθε νά φέρει στόν κόσμο. Ρηχή ἡ πίστη τους, πονηρή ἡ καρδιά τους «βολεύτηκε» σ᾿ ἕναν Χριστό κομμένο στά δικά τους μέτρα. Ἔτσι, μέσα στό χρόνο πού λήγει, εδαμε «χριστιανούς» νά βομβαρδίζουν ἀσυνείδητα καί νά σκοτώνουν χωρίς ἀναστολές ἄλλους χριστιανούς -καί μάλιστα σέ μέρες γιορτινές. Ὁ Χριστός γι᾿ αὐτούς ἔγινε μάσκα, γιά νά ξεγελοῦν τούς ἄλλους καί κυρίως τόν ἑαυτό τους. Γιά νά αὐτοκτονοῦν στήν πραγματικότητα, ἀφοῦ μέ τήν ἰδέα ὅτι εἶναι χριστιανοί, δέν ἀναζητοῦν τόν Χριστό, δέν ἀφήνουν στόν ἑαυτό τους περιθώρια γιά μετάνοια καί πίστη.
Μέσα σ᾿ αὐτή τή ζοφερή κατάσταση τοῦ κόσμου μας δέν ἔλειψαν -δόξα τῷ Θεῷ- κι ἐκεῖνοι πού μέ συναίσθηση καί ἐπίγνωση γιορτάζουν τή γέννηση τοῦ Λυτρωτῆ. Οἱ ἐλεημένοι τοῦ Θεοῦ, οἱ λυτρωμένοι ἁμαρτωλοί, πού εὐγνώμονα δέχονται τή θεϊκή προσφορά καί φιλότιμα ἀγωνίζονται νά σταθοῦν ἀντάξιοί της. Εἶναι οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός, τό «μικρό ποίμνιο», πού καταθέτει στόν κόσμο τή δική του προσωπική καί ἀδιάψευστη μαρτυρία ὅτι «ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστιν Χριστός».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Λυτρωτής καί Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἐξακολουθεῖ νά προσφέρει τή σωτηρία, νά χαρίζει τή λύτρωση. «Ἔρχου καί δε», μαρτυροῦν ὅσοι ἀληθινά τοῦ χάρισαν τήν καρδιά τους. Τό πρόβλημα γίνεται τελείως προσωπικό καί ἀπολύτως σοβαρό γιά τόν καθένα. Μόνο ὅποιος διά τῆς πίστεως παραλαμβάνει τόν Χριστό, δηλαδή ὅποιος τόν ὁμολογεῖ καί τόν δέχεται Κύριο, ἀποκρυπτογραφεῖ τό μυστικό τοῦ Θεοῦ, ἀποδέχεται τή θεϊκή υἱοθεσία καί κάνει δική του τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀπαντᾶ στήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ μέ τή δική του εὐδοκία.
![]() Ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός συνδέεται ἄμεσα μέ τό φῶς, συμβολικά καί προφητικά. Εἶναι ὁ δημιουργός τοῦ φυσικοῦ φωτός, ἀλλά καί ὁ ἴδιος κατοικεῖ μές σ' αὐτό «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον» καί ντύνεται τό φῶς, «ὁ ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» (Ψα 103,2). Ὁ νόμος του λυχνάρι θά φωτίζει τά μονοπάτια τοῦ πιστοῦ καί θά τόν προφυλάγει ἀπό κάθε κίνδυνο καί κακοτοπιά (Ψα 118,105). Ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας θά εἶναι τό «μέγα φῶς» (Ἠσ 9,2), ὁ «Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» (Μλ 4,2), ἡ Ἀνατολή ἀνατολῶν (βλ. Ζα 3,9). Θά καταυγάσει καί θά δοξάσει τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλά θά εἶναι ἐπίσης καί «φῶς ἐθνῶν» (Ἠσ 42,6· 49,6). Τό ἐσχατολογικό φῶς τῆς προφητείας γίνεται πραγματικότητα στήν Καινή Διαθήκη. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πανωραῖος «κάλλει» Νυμφίος, πού δημιούργησε τόν ἥλιο καί ὅλη τήν κτιστή δημιουργία, καταδέχτηκε νά γίνει κτιστός ὁ ἄκτιστος, ὁρατός ὁ ἀόρατος. Μέ τήν σάρκωση καί ἐνανθρώπησή του ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ φωτίζει τόν νοῦ μας, ὥστε καί τήν κτιστή δημιουργία νά ἑρμηνεύσουμε καί τήν ἄκτιστη νά προσεγγίσουμε. Χαιρετίζεται στήν ἀνθρώπινη ἱστορία ὡς «τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ἰω 1,9). Μέ τίς πράξεις καί τά λόγια του ἀποκαλύπτεται ὡς «φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω 8,12· 9,5· 12,46). Σ' Αὐτόν ἔχει τήν ἀρχή του κάθε τι πού σχετίζεται μέ τό φῶς. Αὐτός ἔδωσε ὑπόσταση στό φυσικό φῶς, ὅταν μέ τόν δημιουργικό λόγο του εἶπε «γενηθήτω φῶς! καί ἐγένετο φῶς» (Γέ 1,3). Αὐτός παρέχει τόν πνευματικό φωτισμό, πού φωτίζει τίς καρδιές μας γιά νά γνωρίσουμε στό πρόσωπό του τόν ἔνδοξο Θεό (βλ. Β΄ Κο 4,6). Μᾶς καθιστᾶ «φωτισθέντας» (Ἑβ 6,4) μέ τό Βάπτισμα, ὥστε νά ἐγκαταλείψουμε τό σκότος καί νά γίνουμε «φῶς ἐν Κυρίῳ» (Ἐφ 5,8), πού σημαίνει νά πολιτευόμαστε «ὡς τέκνα φωτός» (Ἐφ 5,8· Α΄ Θε 5,5). Στήν δική του παρουσία εἶναι ὅλα φῶς καί ζωή καί χαρά, ἀσκίαστη εὐτυχία καί ἐκπλήρωση κάθε εὐγενικοῦ πόθου τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, πού μόνο κοντά στόν Χριστό βρίσκει τόν προορισμό καί τήν πληρότητά της. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅπως ὁ κτιστός ἥλιος ὄχι μόνο δέν εὐχαριστεῖ, δέν ἐξυπηρετεῖ, ἀλλά καί ἐνοχλεῖ ἐκείνους πού ἔχουν ἄρρωστα μάτια, ἔτσι καί ὁ Ἥλιος-Χριστός ἐνοχλεῖ ὅσους ἔχουν βλάβη στά μάτια τῆς ψυχῆς, ὅσους κατευθύνονται ἀπό «διεφθαρμένον νοῦν» (Α΄ Τι 6,5) καί «ἀδόκιμον» (Ρω 1,28). Μάλιστα πολλοί ἐνοχλούμενοι ἀπό τόν Ἥλιο-Χριστό, ἀντί νά ζητήσουν τήν θεραπεία καί ἀποκατάσταση τῆς πνευματικῆς τους ὁράσεως, ἀντιστέκονται στό φῶς του· φλυαροῦν, συκοφαντοῦν καί μέ κάθε τρόπο προσπαθοῦν νά τόν περιθωριοποιήσουν. Θέλουν νά τόν ἀντικαταστήσουν μέ ἄλλες δικῆς τους ἀποτιμήσεως πηγές φωτός. Τό ἀποτέλεσμα; Ἁπλῶς βυθίζονται σέ βαθύτερα σκοτάδια. Εἶναι, βέβαια, ἀδύνατη ἡ ἀντικατάσταση καί ἡ κατάργηση τοῦ φυσικοῦ ἡλίου. Κανείς νουνεχής δέν διανοήθηκε ποτέ νά σβήσει ἤ νά γκρεμίσει τόν ἥλιο φτύνοντας ἤ πετροβολώντας πρός τό μέρος του ἤ πετώντας χῶμα καί δημιουργώντας ἀντάρα στήν ἀτμόσφαιρα, οὔτε ἐπιχείρησε κανείς νά ἀντικαταστήσει τόν ἥλιο μέ κάποια ἀπό τίς τεχνητές πηγές φωτός. Παρόμοια ἀδυνατοῦν νά σβήσουν τό φῶς τοῦ Χριστοῦ τά νέφη τῶν παθῶν καί ἡ μυωπική αὐταρέσκεια τοῦ ἐγωισμοῦ, πού τροφοδοτοῦν τόν κουρνιαχτό τῆς ἀμφιβολίας καί τῆς ἀπιστίας. Ἀπό τότε πού ἀνέτειλε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ἐδῶ καί δυό χιλιάδες χρόνια, παραμένει Αὐτός ἡ μοναδική καί ἐγγυημένη πηγή φωτός, ἡ ἀκατάπαυστη γεννήτρια φωτισμοῦ, ἡ μόνη ἐλπίδα γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Παντοδύναμο τό φῶς τοῦ προσώπου Του διαλύει κάθε σκοτάδι πού τυφλώνει τόν νοῦ καί ἀναστατώνει τήν καρδιά. Αὐτή εἶναι ἡ κατάθεση τῆς ἱστορίας, ἡ μαρτυρία ὅλων ἐκείνων πού ἀποδέχθηκαν τό Φῶς-Χριστό καί μέ τόν δικό του φωτισμό πορεύονται. Οἱ ἄλλοι, ὅσοι δέν θέλησαν νά ἡλιαστοῦν στό φῶς τοῦ ἀνεσπέρου Ἡλίου-Χριστοῦ καί ὅσοι ἀρκέσθηκαν σέ μία ἐπιδερμική, τυπική σχέση μαζί του, χωρίς οὐσιαστική ἔνταξη στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στόν χῶρο ὅπου Ἐκεῖνος ἀκτινοβολεῖ καί καταυγάζει τίς ψυχές, δέν ἔχουν λόγο. Οἱ πρῶτοι, διότι παραμένουν ἄπιστοι, ἐνίοτε καί ἀντίχριστοι. Οἱ δεύτεροι, διότι βολεύονται στόν τύπο καί ἀγνοοῦν ἤ ἀδιαφοροῦν γιά τήν οὐσία τῆς πίστεως. Τραγικές καί οἱ δύο ὁμάδες ἐπαναλαμβάνουν θλιβερό μοιρολόγι τήν ἐμπειρία τους· «Ἰδού ἐγώ μέ τόσα φῶτα τυφλός, τυφλός ὅπως καί πρῶτα». Αὐτοί δέν μποροῦν νά μιλοῦν γιά τόν Χριστό πού δέν γνώρισαν ἤ παραποίησαν κατά τήν δική τους βουλή καί βολή. Μυριάδες ὅμως πιστῶν, πού δέχονται τήν εὐεργετική, τήν ζωογόνο καί σωστική ἐπίδραση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ἁγία του Ἐκκλησία, παλιά καί σήμερα καί σέ κάθε ἐποχή, εὐγνώμονα καταθέτουν τήν πλούσια καί ἀδιαμφισβήτητη ἐμπειρία τους ὅτι διατέλεσαν κάποτε σκότος, «νῦν δέ φῶς ἐν Κυρίῳ» (Ἐφ 5,8). Ὁ Χριστός τούς εἵλκυσε ἀπό τό σκοτάδι, τούς φώτισε καί τούς ζωογονεῖ μέσα στό φῶς τῆς χάριτος. Κι αὐτοί εὐφρόσυνα ὁμολογοῦν ὅτι «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» καί εὐγνώμονα τοῦ ἀναπέμπουν τήν καρδιόβγαλτη δοξολογία τους «δόξα σοι, τῷ δείξαντι τό φῶς»! Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ γιορτή τῶν Χριστουγέννων, πού τήν γιορτάζουν οἱ πιστοί ἐπίσημα, λαμπρά καί πνευματικά κάθε χρόνο. Ἐκφράζουν τήν λατρεία τους στόν ἀνατείλαντα Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης. Τόν προσκυνοῦν μέ τήν ἁπλότητα τῶν ποιμένων καί μέ τήν λαχτάρα τῶν μάγων. Καί δέν περιορίζεται ἡ προσκύνηση μόνο στήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς, μιά φορά τόν χρόνο. Κάθε πρωί, πού ἀντικρίζουν τήν ἀνατολή νά πυρώνει τόν ὁρίζοντα, κάθε ἑσπέρα, ὅταν τό φῶς τοῦ ἥλιου ἱλαρό χρυσώνει τήν ἀτμόσφαιρα, ἀλλά καί κάθε στιγμή μέ τά μάτια τῆς πίστεως βλέπουν στό φυσικό φῶς τόν κατοπτρισμό τοῦ ἀνεσπέρου φωτός Χριστοῦ κι Ἐκεῖνον δοξολογοῦν καί ὑμνοῦν καί προσκυνοῦν. Τροφοδοτεῖται δέ καί ἀνανεώνεται αὐτή ἡ ἀκατάπαυστη καί ἀέναη λατρεία στήν μυστηριακή σύναξη τῆς Ἐκκλησίας, πού κατακλείεται κάθε φορά μέ τήν πανηγυρική διακήρυξη «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν». Καί κορυφώνεται ἡ ἄμεση κοινωνία μέ τόν Κύριο, «τό φῶς τό ἀληθινόν ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ἰω 1,9), μέσα στό εὐλογημένο Δωδεκαήμερο, ὅπου μαζί μέ τήν λατρεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ἐξ ὕψους Ἀνατολή, ἔχουμε καί τήν προσκύνηση τῆς ἁγίας Τριάδος, τῆς τρισηλίου Θεότητος. Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 66 (2011) 324-326
|
Τά προσωπεῖα καί τό πρόσωπο
Στόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, πού νιώθει τήν ἀνάγκη πιά νά φορᾶ μάσκα, γιά νά κινεῖται ἄνετα καί "καθώς πρέπει" στήν κοινωνία μας, στόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, πού ἀριθμεῖ ἀναρίθμητα προσωπεῖα τοῦ ἑαυτοῦ του γιά κάθε περίσταση, σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, πού ἔχασε πιά τό πρόσωπό του, χρειάζεται προπάντων ἡ ὑπενθύμιση· «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γα 3,27). Δοκίμασες, ἀδελφέ, ὅλη τήν πίκρα τῆς κάθε ἀπάτης τοῦ συνανθρώπου ἀπέναντί σου· δοκίμασες ὅλη τήν ἀηδία τοῦ κάθε δικοῦ σου ψεύδους ἀπέναντί του. Εἶναι καιρός νά θυμηθεῖς κι ἐκείνη τήν ξεχασμένη ὥρα τῆς ζωῆς σου, πού στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος βυθιζόσουν στά νερά τῆς κολυμβήθρας, ἐνῶ τό ἅγιο Πνεῦμα βυθιζόταν στήν ὕπαρξή σου καί σοῦ ἔδινε τό μεγάλο δικαίωμα νά ντυθεῖς τό θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ μάσκες οἱ ὕπουλες, πού μᾶς ξεγελοῦν, σχίζονται. Δέν ἀντέχουν μπρός στή δύναμη τῆς ἀληθινῆς λαχτάρας μας, μπρός στήν ὁρμή τῆς γνήσιας ἀναζητήσεώς μας. Καυτή ἡ πνοή πού βγαίνει ἀπό τά στήθη μας τά ἀνήσυχα γιά ἐλευθερία, γιά εἰρήνη, γιά ἀγάπη, γιά ἀλήθεια, καί καίει τό ψεύτικο καί τό ὑποκατάστατο. Ἡ ἐλευθερία, πού μᾶς πουλᾶ ὁ «νῦν αἰώνας», ἀποδεικνύεται σκέτη σκλαβιά, ἡ εἰρήνη ὑποκρισία, ἡ ἀγάπη μόνο ἀπάτη, ἡ ἀλήθεια ψέμα. Κι ἐμεῖς ἔχουμε τόσο ἀλλοτριωθεῖ οἱ ταλαίπωροι, πού τίς φορέσαμε κι οἱ ἴδιοι αὐτές τίς μάσκες· γιά νά συνθλίψουμε ἀκόμη περισσότερο τήν προδομένη μας καρδιά, νά κάνουμε ἀκόμη πιό δυστυχισμένο τόν δύσπιστο πλησίον. Τώρα, ἄν κάτω ἀπό τόσες στάχτες ζῆ ἀκόμη μέσα μας ἡ σπίθα ἡ ἀρχέγονη τῆς προσδοκίας ἑνός Σωτήρα, δέν μένει παρά νά ἀρνηθοῦμε τήν ἄρνησή μας, νά ἀπορρίψουμε τήν ὑποκρισία μας καί νά ἐπιστρέψουμε στόν Χριστό.
Ἀλλά ὁ Χριστός δέν εἶναι προσωπεῖο, γιά νά τόν φορέσουμε· εἶναι πρόσωπο. Καί τό νά ντυθεῖς ἕνα πρόσωπο σημαίνει νά ἀποκτήσεις τά χαρακτηριστικά του, νά ἀφομοιώσεις τή νοοτροπία του, νά κάνεις τούς στόχους του στόχους σου, τήν ὑπόθεσή του δική σου. Νοῦς, καρδιά, θέληση, ὅλα νά χρωματισθοῦν, νά ἐμβολιασθοῦν ἀπό τό δικό του νεῦρο. Γι’ αὐτό κι ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει «ἐνδύσασθε τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν» (Ρω 13, 14), ἐννοεῖ αὐτό πού λέει ἀλλοῦ μέ περισσότερα λόγια σαφέστερα· «ἀποθέσθαι ὑμᾶς κατά τήν προτέραν ἀναστροφήν τόν παλιόν ἄνθρωπον τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἀνανεοῦσθαι δέ τῷ πνεύματι τοῦ νοός ὑμῶν καί ἐνδύσασθαι τόν καινόν ἄνθρωπον τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καί ὁσιότητι τῆς ἀλήθειας» (Ἐφ 4,21). Καινούργιος ἄνθρωπος! Νά, τί θά πεῖ φορῶ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· γίνομαι ἕνας μικρός Χριστός, ἕνας ἀληθινός χριστιανός.
Ἴσως μᾶς τρομάζει στήν ἀρχή μιά τέτοια ἀλλαγή. Δύσκολο νά παραιτηθεῖς ἀπό τόν ἑαυτό σου, νά σπρώξεις μακριά σου ὅσα τόσα χρόνια ἀγκάλιαζες, νά διώξεις τά ὄνειρα πού σέ ἔτρεφαν μέχρι τώρα, τούς στηριγμούς πού σέ ἔφεραν μέχρις ἐδῶ. Κι ἔπειτα, σκληρό κι ἀπάνθρωπο νά χάσεις τό δικό σου πρόσωπο, γιά νά ντυθεῖς τόν Ἄλλο -ἔστω κι ἄν αὐτός γράφεται με κεφαλαῖο Α-, νά ξεχάσεις καί νά καταργήσεις τό ἐγώ σου, γιά νά ζήσεις στό ἐγώ τοῦ Ξένου. Κι ὅμως -ἐδῶ εἶναι τό παράδοξο-, μόλις τολμήσεις, θά καταλάβεις ὅτι αὐτός ἦταν ὁ μόνος δρόμος γιά νά βρεῖς τόν ἑαυτό σου καί προπάντων γιά νά τόν σώσεις, ὁ μόνος τρόπος γιά νά μείνεις πράγματι πρόσωπο καί, κάτι περισσότερο, γιά νά γίνεις προσωπικότης. Γιατί ὁ Χριστός δέν πολτοποιεῖ ἀλλά πλάθει, δέν ἀφανίζει ἀλλά ἀναγεννᾶ. Τό ἔργο του εἶναι θετικό, καί τό ὑλικό μας, τό πρόσωπό μας, τοῦ χρειάζεται γιά νά ἀποτυπώσει πάνω του τή σφραγίδα "τοῦ ἀρχαίου κάλλους". Ναί, ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος ἀλλά καί ἕνας ἀληθινός ἄνθρωπος γεννιέται μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ!
Δέν ὑπάρχει, νομίζω, μεγαλύτερη προσφορά ἀπ’ αὐτήν γιά τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας. Μέσα στούς δαιδάλους τῆς νέας φιλοσοφίας, ὅπου πλανᾶται χαμένος, φτάνουν σάν ἀκτῖνες ὁδηγητικοῦ φωτός οἱ λάμψεις τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας. Ὑπόσχεται ἐλευθερία ἐσωτερική, εἰρήνη οὐσιαστική, ἀγάπη εἰλικρινῆ, ἀλήθεια γνήσια καί ἀνόθευτη. Καί δίνει, δίνει σ’ ὅσους ἀκολουθοῦν, σ’ ὅσους ἀποφασίζουν καί πετοῦν πέρα τά ἀπαίσια προσωπεῖα, πού χαλάσαν τή ζωή μας, δίνει τό δικό του πρόσωπο, γιά νά κάνει τό δικό μας, ἐπί τέλους, ἀληθινό.
Στό ἔργο τῆς σωτηρίας μας, πού εἶναι τό δυσκολώτερο καί τό σημαντικώτερο ἔργο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἡ πίστη καί ἡ μετάνοια ἀποτελοῦν τίς δύο μοναδικές δυνάμεις πού μπορεῖ νά διαθέσει ὁ ἄνθρωπος γιά τήν ἐπίτευξή του. Εἶναι ἡ πόρτα πού ἀνοίγει καί ὁ δρόμος πού ἁπλώνεται, γιά νά περάσει στήν ψυχή μας ὁ Τριαδικός Θεός, ὁ ὁποῖος καί θά καλλιεργήσει τή σωτηρία μας.
Ὁ σπόρος τῆς πίστεως δίνεται ἀπό τόν Θεό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τι 2, 4). Ἀλλά ὁ σπόρος μένει ἀνενέργητος καί ἄχρηστος, ἄν, ὅπως λέει ἡ παραβολή, δέν πέσει σέ «γῆ ἀγαθή» (Μθ 13,8· Μρ 4,8· Λκ 8,8). Καί τό στοιχεῖο πού κάνει τήν καρδιά μας εὔφορη εἶναι ἡ μετάνοια. Αὐτή ἡ δύναμη τῆς μετανοίας γίνεται συγχρόνως καί ὁ μοχλός πού δραστηριοποιεῖ τή δύναμη τῆς πίστεως.
Μέσα ἀπ’ αὐτές τίς προδιαγραφές σχετικά μέ τήν πίστη καί τή μετάνοια τό πρόβλημα, γιατί δέν σώζονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λύνεται ἤ μᾶλλον κατανοεῖται. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά πιστέψουν -ἐξ ἄλλου ἡ πίστη εἶναι λογικώτερη ἀπό τήν ἀπιστία-, ἀλλά δέν μποροῦν νά μετανοήσουν, ἤ σωστότερα δέν θέλουν νά μετανοήσουν. Στήν πίστη, πού ἐπισκέπτεται ὅλες τίς καρδιές, χρειάζεται ἡ ταπεινή καί γενναία μορφή τῆς μετανοίας, γιά νά τήν καλωσορίσει. Ἀλλά μετάνοια σημαίνει ἀπάρνηση τοῦ ἐγώ, σημαίνει ἀλλαγή ζωῆς καί ἀλλοίωση νοοτροπίας, μεταβολή καί μεταστροφή βαθειά καί εἰλικρινῆ. Γι’ αὐτό, ὅσοι κουβαλοῦν μέσα τους τήν ὑστεροβουλία καί τήν ἰδιοτέλεια, τήν ἐπιφύλαξη πού σέ κάνει νά βλέπεις μέ ὕποπτο μάτι καθένα πού ζητᾶ κάτι ἀπό τόν ἑαυτό σου, αὐτοί δυσκολεύονται νά ἀνοίξουν τήν πόρτα στό χτύπημα τοῦ Κυρίου. Ταμπουρώνονται πίσω ἀπό τά «δικά τους» κι ἔτσι διώχνουν καί τήν πίστη.
Ὅσοι ὅμως νιώθουν ὁρμητικά μέσα τους τήν ἀναζήτηση τῆς λυτρώσεως κι ἔχουν κρατήσει ἀνοιχτούς τούς δέκτες τῆς ψυχῆς τους -ἀνοιχτούς μέ τό φρόνημα τῆς προσδοκίας τοῦ Σωτῆρος, ὅ,τι κι ἄν τούς στοιχήσει-, αὐτοί μποροῦν νά συλλαμβάνουν τήν πίστη καί σώζονται. Μέσα τους μπορεῖ νά συντελεσθεῖ ἡ μετάνοια, μπορεῖ νά περπατήσει ἡ πίστη καί μαζί της ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καί βλέπεις πώς ὅσο προκόβει μιά τέτοια ψυχή στή μετάνοια, τόσο δυναμώνει στήν πίστη· κι ὅσο δυναμώνει στήν πίστη τόσο περισσότερο θέλει νά μετανοεῖ. Πλησιάζεις τόν Θεό μέ ἐπιθυμία νά Τόν γνωρίσεις; Αἰσθάνεσαι ἀμέσως τήν ἀνάγκη νά καθαρισθεῖς, γιατί «ἀνήρ ἁμαρτωλός» εἶσαι. Λούζεσαι μές στό λουτρό τῆς μετανοίας; Ὅλο καί γλυκύτερη σοῦ γίνεται ἡ συντροφιά μέ τό Θεό.
Ἀδελφέ μου, ἐδῶ βρίσκεται τό μυστήριο καί τό μυστικό τῆς σωτηρίας· πίστη καί μετάνοια, δύο δυνάμεις συγγενεῖς μά καί παράλληλες. Ἡ πίστη εἶναι εὔκολη, γιατί τή δίνει ὁ Θεός. Ἡ μετάνοια εἶναι δύσκολη, γιατί τή ζητᾶ ἀπό μᾶς, μά τόν τρόπο νά τή δώσουμε μᾶς ἔδειξε ὁ ἴδιος. «Δός μοι, υἱέ, σήν καρδίαν», λέει (Πρμ 23, 26). Δέν ἔχουμε παρά νά τοῦ δώσουμε τήν καρδιά μας, κι αὐτός θά τήν γεμίσει μετάνοια, θά τῆς χαρίσει πίστη. Σέ τελευταία ἀνάλυση ἡ μόνη δυσκολία βρίσκεται στήν ταπείνωσή μας καί στήν παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας μ’ ἐμπιστοσύνη στά χέρια Του. Ἐξ ἄλλου αὐτά τά χέρια εἶναι τά χέρια πού μᾶς ἔπλασαν, εἶναι τά χέρια πού μᾶς ἀνέπλασαν, ἀφοῦ τρύπησαν καί μάτωσαν γιά νά μᾶς χαρίσουν τό ζωογόνο αἷμα, τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τό αἷμα πού μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία καί μᾶς λούζει στή θεία ἀγάπη καί μᾶς δίνει αἰώνια ζωή. Γιά νά χυθεῖ, νά μεταγγισθεῖ ὅμως αὐτό τό αἷμα στόν ὀργανισμό μας, εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀνοίξουμε κι ἐμεῖς τίς φλέβες μας· νά ὁμολογήσουμε τίς ἁμαρτίες μας, νά μετανοήσουμε καί νά ἐξομολογηθοῦμε.
Καί ἡ Ἐκκλησία, τό θεῖο αὐτό ἰατρεῖο, πάντοτε, καί ἰδιαίτερα τώρα μέ τήν περίοδο τοῦ Τριωδίου καί τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, μᾶς καλεῖ στόν πνευματικό αὐτό ἀγώνα, στόν ἀγώνα πού ξεκινᾶ μέ πίστη καί μετάνοια, προχωρεῖ μέ πίστη καί μετάνοια καί τερματίζει στή νίκη καί σωτηρία μέ πίστη καί μετάνοια. Αὐτή τήν πίστη κι αὐτή τή μετάνοια συνοψίζουν καί ἐκφράζουν οἱ φωνές, τοῦ τελώνου «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λκ 18,13), τοῦ ἀσώτου «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (Λκ 15,18-19), καί ἡ φωνή τοῦ ληστοῦ· «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λκ 23,42).