Παράδοξος καί ὁπωσδήποτε ἀπροσδόκητος ὁ τίτλος τοῦ ἄρθρου γιά τήν ἱστοσελίδα καί τό περιοδικό μας, πού οὔτε μέ τήν Ψυχιατρική οὔτε μέ τήν ᾿Ιατρική γενικότερα ἔχει κάποια σχέση. Εἶναι, λοιπόν, ἀναγκαῖο ἐξαρχῆς νά διευκρινίσω ὅτι δέν πρόκειται νά μπῶ στά χωράφια τῶν ἀγαπητῶν μου γιατρῶν. Δέν ἔχω τήν πρόθεση οὔτε καί τήν ἁρμοδιότητα νά ἀσχοληθῶ μέ τίς παθήσεις πού μελετᾶ καί ἀντιμετωπίζει ἡ Ψυχιατρική καί πού δέν εἶναι λίγες· ξεπερνοῦν τίς τριακόσιες, ὅπως ἔχει ἐπισημάνει εἰδική ἔρευνα. Τό θέμα τοῦ ἄρθρου μου ἀφορᾶ σέ τρεῖς πνευματικές, θά ἔλεγα, τρέλες. Εἶναι καταστάσεις ἔκρυθμες, πού προξενοῦν δυσαρμονία καί ταραχή στόν ψυχικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, σαλεύουν τήν ἐσωτερική του ἰσορροπία καί τόν ἀποδεικνύουν ἄφρονα, δηλαδή ἀνόητο, τρελό.
«῎Αφρων», λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι «ὁ ἐστερημένος φρονήσεως καί ὁ πρός τά κοινά καί ἀνθρώπινα διορατικῶς μή ἔχων», δηλαδή ἐκεῖνος πού ἔχασε τή φρόνησή του καί δέν διακρίνει τά κοινά καί ἀνθρώπινα, τά ὁποῖα ἀβίαστα ἀντιλαμβάνονται οἱ φυσιολογικοί ἄνθρωποι. Μέ τό χαρακτηρισμό «ἄφρων» στιγματίζει ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς τρεῖς περιπτώσεις ἀνθρώπων·
- ῎Ηδη στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ προφήτης Δαυΐδ γράφει· «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (Ψα 13,1· 52,1). «῎Αφρων» θεωρεῖται ἐκεῖνος πού δέν ἀναγνωρίζει τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄθεος.
- Στήν Καινή Διαθήκη τά χείλη τοῦ Θεανθρώπου χαρακτηρίζουν ἄφρονα τόν πλούσιο τῆς παραβολῆς· «῎Αφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λκ 12,20). Σώρευε ἀγαθά στίς ἀποθῆκες του, μένοντας ἀδιάφορος γιά τή δυστυχία τῶν συνανθρώπων του καί ἀνυποψίαστος γιά τίς ἀνάγκες τῆς δικῆς του ψυχῆς.
- ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στούς Κορινθίους ὀνομάζει ἄφρονα τόν ἄνθρωπο πού δέν ἐλπίζει στή σωματική του ἀνάσταση· «῎Αφρον, σύ ὅ σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται, ἐάν μή ἀποθάνῃ· καί ὅ σπείρεις, οὐ τό σῶμα τό γενησόμενον σπείρεις, ἀλλά γυμνόν κόκκον, εἰ τύχοι σίτου ἤ τινος τῶν λοιπῶν· ὁ δέ Θεός αὐτῷ δίδωσι σῶμα καθώς ἠθέλησε... οὕτω καί ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν» (Α´ Κο 15,36-42).
᾿Αθεΐα, ἀσπλαγχνία, ἀπελπισία. Νά οἱ τρεῖς καταστάσεις ἀφροσύνης, τίς ὁποῖες ἐπισημαίνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἱστορία καί ἡ καθημερινή μας ἐμπειρία ἐπιβεβαιώνουν τίς θλιβερές συνέπειές τους στή ζωή μας. Γιατί ὅμως χαρακτηρίζεται τρέλα ἡ καθεμία ἀπό τίς καταστάσεις αὐτές;
῾Η ἐπιστήμη τῆς Ψυχολογίας συμφωνεῖ μέ τήν ἁγία Γραφή ὅτι ἡ ψυχική ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται στήν ἐσωτερική του ἑνότητα καί εἰρήνη. ῞Οταν ἔχουμε ἁρμονικές σχέσεις μέ τόν ἑαυτό μας, μέ τούς ἄλλους καί μέ τόν Θεό, τότε ἡ λογική μας βλέπει καθαρά, τό συναίσθημά μας διοχετεύεται σωστά, ἡ βούληση εἶναι ἰσχυρή καί ἡ ψυχή μας νιώθει ὑγιής, ἀσφαλισμένη. ᾿Εκεῖνο πού διαταράσσει τήν ἐσωτερική ἰσορροπία, μᾶς διασπᾶ σέ χίλια κομμάτια καί μᾶς φέρνει σέ σύγκρουση μέ τούς γύρω καί μέ τόν ἑαυτό μας, εἶναι ἡ ἁμαρτία. Διότι «ἁμαρτάνω» σημαίνει ἀκριβῶς αὐτό· παραβαίνω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό νόμο τόν ὁποῖο ἔθεσε ὁ Δημιουργός μου, γιά νά λειτουργεῖ σωστά ἡ φύση μου, καί ἑπομένως ἀποτυγχάνω στό στόχο μου καί χάνω τό ρυθμό μου.
῾Η ἀθεΐα, ἡ ἀσπλαγχνία καί ἡ ἀπελπισία εἶναι οἱ βασικές μορφές μέ τίς ὁποῖες παρουσιάζεται ἡ ἁμαρτία στή ζωή μας. Καθεμιά ἀπ᾿ αὐτές διασαλεύει τίς σχέσεις μας μέ τούς τρεῖς βασικούς ἄξονες, γύρω ἀπό τούς ὁποίους στρέφεται ἡ ἀνθρώπινη ψυχή· τόν Θεό, τόν συνάνθρωπο καί τόν ἑαυτό μας. ῾Η ἀθεΐα μᾶς βάζει σέ πόλεμο μέ τόν Θεό· ἡ ἀσπλαγχνία ὑψώνει τεῖχος καί μᾶς χωρίζει ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους· ἡ ἀπελπισία μᾶς φέρνει σέ διάσταση μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. ᾿Εμβαθύνοντας θά μπορούσαμε νά δοῦμε πίσω ἀπό τήν ἀθεΐα τή ρίζα τῆς φιλοδοξίας, πού ὑποκαθιστᾶ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό· πίσω ἀπό τήν ἀσπλαγχνία τή φιλαργυρία, πού βάζει τό χρῆμα πάνω ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό, καί πίσω ἀπό τήν ἀπελπισία τή φιληδονία, τήν ἐκφυλισμένη μορφή τῆς ἀγάπης πρός τόν ἑαυτό μας.
῾Η ἀθεΐα σκοτίζει, τυφλώνει τό λογικό καί δέν μποροῦμε νά δοῦμε τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει παντοῦ. ῾Η ἀσπλαγχνία ἀλλοιώνει, στραγγαλίζει τό συναίσθημα καί ἀδυνατοῦμε νά ἀγαπήσουμε τόν συνάνθρωπό μας, πού εἶναι ἀδελφός μας. ῾Η ἀπελπισία ἀρρωσταίνει, τσακίζει τή βούληση, ὥστε δέν θέλουμε νά ἀντιληφθοῦμε τήν ὕπαρξή μας στήν πραγματική, τήν αἰώνια διάστασή της, δέν μποροῦμε νά πιστέψουμε στήν αἰωνιότητα, αὐτό ἀκριβῶς πού λαχταρᾶ ἡ ὕπαρξή μας. Καί στίς τρεῖς περιπτώσεις χάνουμε τήν ἐπαφή μέ τήν ἀλήθεια, κινούμαστε ἐκτός πραγματικότητος. ῎Ετσι ἡ ἀθεΐα, ἡ ἀσπλαγχνία καί ἡ ἀπελπισία γίνονται τρέλες.
«Χρόνια πολλά», μιά εὐχή πού πληθωρικά ἀκούγεται στήν ἀρχή τοῦ νέου ἔτους –καί ὄχι μόνο- σέ ὅλα τά πλάτη καί μήκη τῆς γῆς. Διατυπωμένη προφορικά σέ ποιητικό ἤ πεζό λόγο ἤ γραπτά μέ ἁπλά ἤ καλλιγραφικά γράμματα, σέ μιά κόλλα χαρτί ἤ σέ κάρτες ἐντυπωσιακές, σέ διάφορα ἔντυπα ἤ σέ ἠλεκτρονική μορφή, προβάλλει μέσα ἀπό τίς δύο λέξεις της τόν κοινό παναθρώπινο πόθο, τήν δίψα μας γιά ζωή. Καθώς διαχέονται ἀκόμη γύρω μας οἱ ἀπόηχοι τῆς ἑορταστικῆς ἀτμόσφαιρας ταιριάζει νά ἀποτολμήσουμε ἕναν σχολιασμό στό νόημα τῆς εὐχῆς.
Καί πρῶτα-πρῶτα, τί σημαίνει αὐτό τό «χρόνια πολλά»; Πόσα εἶναι τά πολλά χρόνια πού εὐχόμαστε; Δέν χορταίνουμε οὔτε μέ ἑκατό οὔτε μέ χίλια χρόνια, διότι εἴμαστε πλασμένοι γιά τήν αἰωνιότητα. Κι ἄν ὅλοι θέλουμε πολλά, ἀτέλειωτα χρόνια ζωῆς, ποιός ἀπό μᾶς ἀγνοεῖ ὅτι ἀργά ἤ γρήγορα τελειώνει ἡ ζωή μας σ' αὐτόν τόν κόσμο; Τό νέο ἔτος, πού μέ χαρές καί ἐλπίδες ὑποδεχθήκαμε, ἤδη προχωρεῖ καί ἡ δύση τῆς κάθε μέρας μειώνει τόν χρόνο πού ἀπομένει νά διανύσει ὁ καθένας μας πάνω στήν γῆ. Ρεαλιστικό ὅσο καί τραγικό ὀρθώνεται τό ἐρώτημα: «Ποῦ πᾶς, ἄνθρωπε; Μέ κάθε σου βῆμα τρέχεις γοργά-γοργά πρός τό μνῆμα». Διψοῦμε γιά ζωή καί ζώντας προχωροῦμε καθημερινά πρός τόν θάνατο!
Ὡστόσο, ἄν «ὁ κόσμος παράγεται (=περνᾶ καί φεύγει) καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ» (Α´ Ἰω 2,17), ἡ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα. Αὐτός εἶναι «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβ 13,8). Νά τό σταθερό σημεῖο, ἡ βάση ὅπου μπορεῖ νά σταθεῖ ἡ εὐχή, γιά νά μήν μεταβάλλεται σέ κούφια λόγια, γιά νά μήν καταντοῦμε ἀνεδαφικοί ἀερολόγοι ὅταν τήν ἐπαναλαμβάνουμε. Ὡς Θεός ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν εἶναι μόνο αἰώνιος, πού θά πεῖ ὅτι δέν ἔχει τέλος. Εἶναι καί ἀΐδιος, δηλαδή δέν ἔχει ἀρχή. Οἱ ἄνθρωποι καί τά πνεύματα (ἄγγελοι, δαίμονες) ἔχουν ἀρχή, δέν εἶναι ἀΐδιοι, εἶναι ὅμως αἰώνιοι, διότι θά ὑπάρχουν πάντα.
Πλασθήκαμε «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ». Στό «κατ' εἰκόνα» κρύβεται ἡ δύναμη τῆς αἰωνιότητος, ὁ σπόρος τῆς αἰωνιότητος πού ἀπό τήν δημιουργία μας φύτεψε μέσα μας ὁ Θεός. Στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» βρίσκεται ἡ ποιότητα τῆς αἰωνιότητος, ἄν, δηλαδή, θά εἴμαστε μαζί μέ τόν Θεό στήν αἰωνιότητα ἤ χωρίς τόν Θεό. Χωρίς τόν Θεό σημαίνει κόλαση ἤ, καλύτερα, σημαίνει ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά προσλάβει τήν ἀγαπητική παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος βέβαια εἶναι πανταχοῦ παρών. Ὁ Θεός εἶναι φῶς, ἀλλά τό φῶς αὐτό τό προσλαμβάνει καθένας ἀνάλογα μέ τήν ἐσωτερική του πνευματική κατάσταση. Τούς πιστούς τούς φωτίζει καί τούς εὐφραίνει τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τούς ἀμετανόητους ἀπίστους τούς σκοτίζει καί τούς κατακαίει. Αὐτό εἶναι κόλαση! Δέν χρειάζονται οὔτε φωτιές οὔτε ἄλλα βασανιστήρια. Εἶναι, γιά νά χρησιμοποιήσω παράδειγμα ἀπό τήν αἰσθητή ἀνθρώπινη πραγματικότητα, ἕνα αἴσθημα σάν ἐκεῖνο πού θά ἔνιωθε κάποιος κλεισμένος σ' ἕναν χῶρο, ἔστω ἕνα εὐρύχωρο καί πλούσιο σαλόνι, ὅπου ὅμως δέν θά εἶχε τήν δυνατότητα νά ἐπικοινωνήσει μέ κανένα ἀγαπημένο του πρόσωπο. Καί νά εἶναι αὐτή ἡ κατάσταση ἀτέλειωτη, αἰώνια! Ποιός θά ἐπιθυμοῦσε νά ζήσει χρόνια πολλά σέ ἕνα τόσο τραγικό καί ἀκατάπαυστο μαρτύριο; Κανείς!Ἡ εὐχή μας «χρόνια πολλά» ἀποκτᾶ περιεχόμενο, ἀποπνέει γλυκύτητα, ὡραιότητα καί εὐφροσύνη, ὅταν τά χρόνια πού εὐχόμαστε εἶναι μέ τόν Χριστό, μέσα στήν δική του παρουσία καί χάρη. Μέ ἁπλά λόγια, «χρόνια πολλά» σημαίνει χρόνια αἰώνια.
Οἱ πολλοί σηκώνουν ἀδιάφορα τούς ὤμους ὅταν ἀκούσουν γιά αἰωνιότητα. Νομίζουν πώς εἶναι κάτι τό ὀμιχλῶδες καί ἀβέβαιο, πού θά ξεκαθαρισθεῖ μετά τόν θάνατο καί ποιός περιμένει μέχρι τότε γιά νά βεβαιωθεῖ ἄν ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή, ἄν εἶναι πραγματικότητα ὁ παράδεισος καί ἡ κόλαση; Ἐδῶ εἶναι τό μεγάλο λάθος! Ἡ αἰωνιότητα ἀρχίζει ἀπό αὐτό τόν κόσμο, ἀπό τήν στιγμή τῆς ἔνταξης τοῦ πιστοῦ στό μυστικό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία. Ὅπως μέ τήν γέννηση τοῦ παιδιοῦ ἀρχίζει ἡ φυσική ζωή, πού τελειώνει μέ τόν θάνατο, ἔτσι μέ τήν πνευματική ἀναγέννηση πού συντελεῖται στό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ἀρχίζει ἡ πνευματική ζωή, πού ὀνομάζεται καί ἐν Χριστῷ, καί αἰώνια ζωή ἤ, ὅπως διαβάζουμε στήν ᾿Αποκάλυψη, χιλιόχρονη ζωή. Αὐτή ἡ ζωή δέν τελειώνει ποτέ, προσφέρεται δέ στούς πιστούς σέ τρεῖς δόσεις:
* Τήν πρώτη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς τήν ἀπολαμβάνουμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ὅταν ζοῦμε ὡς ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τήν μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς, μέ τήν προσευχή, μέ τήν ἐνσυνείδητη συμμετοχή μας στά ἱερά μυστήρια, μέ τήν ὅλη χριστιανική βιοτή, πού στηρίζεται στήν ἐφαρμογή τοῦ θεϊκοῦ παραγγέλματος «ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν» (Ψα 33,15), ψηλαφοῦμε τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τοῦ πατέρα μας, συνομιλοῦμε μαζί του καί χαιρόμαστε τά δῶρα τῆς ἀγάπης του. Δέν ἔχουμε θλίψεις καί πειρασμούς, ἀρρώστιες, συκοφαντίες καί τόσα ἄλλα χτυπήματα; Καί βέβαια ἔχουμε! Δέν τά ἐξαλείφει αὐτά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ὁπλίζει ὅμως μέ τήν χάρη του, ὥστε ὅλα τά δυσάρεστα νά γίνονται σκαλοπάτι πού μᾶς ἀνεβάζει στήν δόξα του, διαπιστευτήρια πού ἀποδεικνύουν τήν συγγένειά μας μέ τόν ἐσταυρωμένο Κύριο. Μέσα ἀπό τίς θλίψεις ὁ πιστός κοινωνεῖ στό πάθος τοῦ Χριστοῦ, «μεταλαμβάνει τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ» (βλ. Ἑβ 12,10). Παίρνει δύναμη καί κουράγιο, ὥστε νά ἀπολαμβάνει γλυκύτερα, πιό χορταστικά τήν αἰώνια ζωή.
* Μετά τόν θάνατο ἀρχίζει ἡ δεύτερη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Γιά τούς λυτρωμένους, δηλαδή γιά ἐκείνους πού μετανοημένοι καί ἐξομολογημένοι κλείνουν τά μάτια στόν μάταιο αὐτό κόσμο, ἡ μετά θάνατον πραγματικότητα εἶναι τέλεια. Ἐδῶ δέν ὑπάρχουν πλέον θλίψεις καί δοκιμασίες, ἀλλά μία συνεχής καί ἀνεμπόδιστη κοινωνία τῆς ψυχῆς μέ τόν Χριστό, μέ τήν Παναγία, μέ τούς ἁγίους, μέ τούς ἀγγέλους. Εἶναι τέλεια, ὄχι ὅμως ὁλοκληρωμένη, διότι λείπει τό σῶμα.
* Ἡ χαρά τῆς αἰωνιότητος ὁλοκληρώνεται μέ τήν τρίτη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς, πού ἀρχίζει μέ τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί τήν τελική κρίση. Τότε ὁ πιστός, ψυχή καί σῶμα ἀναστημένο καί ἄφθαρτο σάν τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ Χριστοῦ, θά χαίρεται καί θά ἀπολαμβάνει τήν θεϊκή παρουσία καί μακαριότητα. Ἔτσι ἐκπληρώνεται στήν τελειότερη μορφή της ἡ εὐχή «χρόνια πολλά».
Ἡ ἐκπλήρωση τῆς εὐχῆς αὐτῆς εἶναι δεδομένη γιά τούς χριστιανούς, διότι σ' αὐτούς ἡ πίστη παρέχει ὡς κεκτημένο δικαίωμα τήν αἰωνιότητα. Ἀπό πλευρᾶς Θεοῦ, τά χρόνια τῶν πιστῶν εἶναι ὄχι ἁπλῶς πολλά, ἀλλά αἰώνια. Τό πόσο ἐμεῖς ἀξιοποιοῦμε αὐτό τό δικαίωμα ἐξαρτᾶται ἀπό τό πόσο ἐνεργοποιοῦμε, πόσο βιώνουμε τήν πίστη στήν ζωή μας. Πόσο τῆς ἐπιτρέπουμε νά μᾶς ἀνοίξει τά μάτια γιά νά ἀποκρυπτογραφήσουμε τήν σκοπιμότητα τῶν εὐχάριστων καί δυσάρεστων τῆς καθημερινότητας μέ τήν βεβαιότητα ὅτι γιά τήν χαρά καί τήν δόξα τοῦ παραδείσου μᾶς ἑτοιμάζει ὁ Θεός. Ἄς συμπληρώσουμε, λοιπόν, τήν εὐχή «χρόνια πολλά» μέ τήν προσευχή· «Κύριε, πρόσθεσέ μας πίστη, γιά νά ζοῦμε μέ συνεχῆ καί ἀληθινή μετάνοια»!
Συνήθως τόν Ὀκτώβριο ξεκινᾶ ἡ ἐτήσια καλλιέργεια τῶν σιτηρῶν. Καί ἡ Ἐκκλησία μας ἐπίκαιρα τό μήνα αὐτό, τήν Κυριακή τῶν 365 Πατέρων τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μᾶς θυμίζει τήν παραβολή τοῦ σπορέως. Εἶναι, λοιπόν, σέ ὅλους μας ταιριαστή ἡ εὐχή πού ἀνταλλάσσουν αὐτή τήν ἐποχή οἱ γεωργοί μας: «καλή σπορά!».
Πνευματική εἶναι ἡ σπορά πού ἐπιτελεῖται στήν Ἐκκλησία. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχηγός καί Κύριός της Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός πού ἔσπειρε τά ἄστρα καί τούς γαλαξίες στόν οὐρανό, πού φύτεψε τά λουλούδια καί τά δένδρα στή γῆ, ἦλθε στόν κόσμο σάν ἕνας ταπεινός Διδάσκαλος, ἕνας πνευματικός σποριάς. Ὄχι μέ διαταγή ἀλλά μέ ἀγωγή, μέ τήν ὑπομονετική καλλιέργεια, πραγματοποιεῖ τήν ἀλλοίωση τῶν ἀνθρώπων, τήν ἀναμόρφωση τοῦ κόσμου σέ «καινή κτίσι».
Εἶναι μία πρόσκληση καί ἀποστολή γιά σπορά ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου πρός τούς ἀποστόλους καί τούς μαθητές του· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» (Μθ 28,19). Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς μαθητείας αὐτῆς εἶναι ἄμεση καί ἀνυπέρθετη γιά τό πρῶτο ξεκίνημα ἀλλά καί γιά τή συνέχεια τῆς πνευματικῆς ζωῆς. «Ὅπως ἡ γῆ πού δέν καλλιεργεῖται», διδάσκει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «μεταβάλλεται σέ χερσότοπο καί γεμίζει ἀπό ἀγκάθια κι ἀγριόκλαδα, ἔτσι καί ἡ ψυχή πού δέν ἀπολαμβάνει πνευματική διδασκαλία, βλαστάνει ἀγκάθια καί τριβόλια».
Ρηχή, ἀνούσια καί ἄκαρπη καταντᾶ ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ χωρίς τήν καλλιέργεια τοῦ θείου λόγου. «Ὅποιος δέν προσέχει τούς θεόπνευστους λόγους οὔτε φραγμό βάζει γύρω ἀπό τά χείλη του οὔτε τό αὐτί του ἀποστρέφει ἀπό μάταιους λόγους», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, ἐπισημαίνοντας δύο ἁπλές ἀλλά ἐμφανεῖς ἐκδηλώσεις τῆς ἀληθινῆς πνευματικότητος. Ὁ χριστιανός ἀκούει τόν θεῖο λόγο, δέχεται μέσα του τή θεία σπορά καί καρποφορεῖ ἐφαρμόζοντας αὐτά πού ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ διδάσκει. Ἕνας ἀπό τούς καρπούς εἶναι καί ἡ ἀνάγκη πού νιώθει ὁ πιστός νά γίνει κι ὁ ἴδιος, στά μέτρα τῶν δυνατοτήτων του, πνευματικός σποριάς. Νά μιλήσει στούς ἄλλους γιά τήν πηγή πού τόν ξεδίψασε, νά βάλει καί στά δικά τους χέρια τό ψωμί πού χόρτασε τήν πείνα του, νά τούς γνωρίσει τήν ἀλήθεια πού τόν φώτισε, νά τούς συνδέσει μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ!
Νομίζουμε ὅτι ἡ σπορά τοῦ θείου λόγου εἶναι ἔργο μόνο ὁρισμένων, τῶν κληρικῶν, τῶν θεολόγων, τῶν κατηχητῶν. Ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν οἱ εἰδικοί, οἱ ἄξιοι καί ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ, οἱ χαρισματικές μορφές, πού βαδίζουν στά χνάρια τῶν ἀποστόλων καί συνεχίζουν τή διακονία τοῦ Πατροκοσμᾶ. Ἀλλά δέν περιορίζεται σ᾿ αὐτούς τό ἔργο τῆς ἱεραποστολῆς. Εἶναι πόθος τῆς κάθε καρδιᾶς πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό· ἕνα ἐλάχιστο ἀνταπόδομα στά θεϊκά του δῶρα, μία εἰλικρινής καί αὐθόρμητη κίνηση ἀγάπης πρός τά πλάσματά του, τούς συνανθρώπους μας.
Ἐσύ, ἀδελφέ μου, μιλᾶς στούς ἄλλους γιά τόν Θεό; Μεταφέροντας κάτι πού ἄκουσες ἤ διάβασες, προσφέροντας ἕνα χριστιανικό ἔντυπο, μία πρόσκληση γιά τό κήρυγμα, κυρίως ὅμως κάνοντας πράξη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γίνεσαι ἕνας μικρός εὐλογημένος σποριάς τοῦ θείου λόγου. Καλή σπορά, λοιπόν!
Τό εὐγενέστερο καί πιό θεάρεστο εἶδος προσευχῆς εἶναι ἡ δοξολογία. Ὄχι διότι μ᾿ αὐτή κάτι προσφέρουμε στόν οὕτως ἤ ἄλλως ὑπερτέλειο καί ἀνενδεῆ Θεό. Ἀποδίδοντας ὅμως δόξα στό ἅγιο ὄνομά του γινόμαστε ἐμεῖς, οἱ μικροί καί φθαρτοί ἄνθρωποι, κοινωνοί τῆς ἄφθαρτης δόξας του, μετέχουμε στό μεγαλεῖο του.
Διότι ὁ πιστός πού δοξολογεῖ τόν Κύριο αἴρεται πάνω ἀπό τά ὁρατά, στή σφαίρα τῆς ἀόρατης παρουσίας του, στό χῶρο τῆς ὑπερκόσμιας δόξας του. Αὐτή τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία πρακτικά ἐφαρμοσμένη προβάλλει ἡ ζωή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη σημαδεύει τό μήνα αὐτό. Πολλά μεγάλα καί θαυμαστά καταγράφει ἡ ἱστορία τοῦ φλογεροῦ μαχητῆ τοῦ Χριστοῦ: Τό κολοσσιαῖο συγγραφικό του ἔργο -ἑρμηνευτικό καί κηρυκτικό-, τήν εὐαγγελική του φιλανθρωπία, τή σπάνια ὀργάνωση τῆς ἱεραποστολῆς ἐπί τῶν ἡμερῶν του. Ἐμεῖς θά λάβουμε τό μήνυμά μας ἀπό μία μόνο φράση, μέ τήν ὁποία ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἄρχιζε καί ἐπισφράγιζε τήν κάθε πράξη, τό κάθε περιστατικό τῆς ζωῆς του: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!».
Γνήσιος μαθητής καί μιμητής τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ χρυσολόγος ἅγιος πατέρας διασώζει στή ζωή του μία μικρογραφία τῆς ζωῆς Ἐκείνου. Ὅπως ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὑπῆρξε «σημεῖον ἀντιλεγόμενον», ἔτσι καί ὁ Ἰωάννης. Ἀγαπήθηκε σφοδρά, ἀλλά καί μισήθηκε παράφορα. Σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε θαυμαστής, σ᾿ ὅλη του τή ζωή περιέφερε τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση, τό σταυρό καί τή δόξα. Μία σειρά ἀντιθέσεων χαρακτηρίζει τό βίο του: Δύναμη καί ἀσθένεια, ἀναγνώριση καί παραγκωνισμός, δόξα καί καταφρόνια, καταξίωση καί διωγμός. Καί ἡ δύναμη πού συνέθετε τίς μεγάλες αὐτές ἀντιθέσεις; Ἡ δοξολογική προσευχή του!
Πολύ πρίν τόν ἀνεβάσει στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο ἡ θεία πρόνοια καί ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ, εἶχε διαλέξει γιά τόν ἑαυτό του τό θρόνο τοῦ σταυροῦ, γνωρίζοντας πώς αὐτός εἶναι ἡ δόξα τοῦ πιστοῦ. Γι’ αὐτό μποροῦσε σ᾿ ὅλα τά περιστατικά καί τίς δοκιμασίες νά ἐπαναλαμβάνει μ᾿ ἐμπιστοσύνη: «Δόξα τῷ Θεῶ πάντων ἕνεκεν!». Μ᾿ αὐτόν τόν γλυκύτατο ἐπίλογο ἔκλεισε τήν πολυβασανισμένη καί πολυώδυνη ἐπίγεια ζωή του, μέρα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στίς 14 Σεπτεμβρίου τοῦ 407· ἐκ τῶν ὑστέρων ἡ Ἐκκλησία μετέφερε τή μνήμη τῆς κοίμησής του στή 13η Νοεμβρίου.
«Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!». Ἕνα μήνυμα μέ διαχρονικότητα, μέ ἐπικαιρότητα, μέ δύναμη καί χάρη. Ὅταν δοξάζεις τόν Θεό, ὅλα γίνονται ἔνδοξα καί ἱερά. Ζῆς τή χαρά, ὄχι μόνο στά εὐχάριστα ἀλλά καί στίς θλίψεις. Νιώθεις ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο τήν ὑγεία ἀλλά καί τήν ἀρρώστια. Βλέπεις τήν ἀγάπη του στήν ἐπιτυχία, ἀλλά καί στήν ἀποτυχία δέν δυσκολεύεσαι νά διακρίνεις τό θεῖο σχέδιό του. Δοξάζοντας τόν Θεό γιά ὅλα, ἔχεις τή δύναμη καί σ᾿ αὐτόν τό θάνατο νά ἀνιχνεύεις τή γλυκύτητα τῆς ζωῆς καί ν᾿ ἀντλεῖς ἔτσι τή μεγαλύτερη χαρά, αὐτή πού ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ σ᾿ ὅλο τόν κόσμο.
Δόξα τῷ Θεῷ! Μιά προσευχή ἡ ὁποία ἐκφράζει εἰλικρινῆ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ἀνεπιφύλακτο ἄφημα στά πατρικά του χέρια, κι ἀποπνέει ἄρωμα ἁγιότητος. Ἄς μάθουμε νά τή λέμε συχνότερα!
Τό γεγονός τοῦ μήνα, τοῦ ἔτους, τῆς προσωπικῆς μας καί τῆς πανανθρώπινης ἱστορίας εἶναι φυσικά ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, πού σημειώνεται στό ἡμερολόγιο τῆς ἀνθρωπότητος ὡς Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἐπουράνιος Θεός κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ. Προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά προσεγγίσει τόν πεσμένο καί ἀποστάτη ἄνθρωπο, νά τόν ἀνορθώσει καί νά τόν ξαναδεχθεῖ στήν πατρική του ἀγκαλιά, χαρίζοντάς του τή λύτρωση!
Συγκλονίζει τήν ὕπαρξή μας ἡ ἀσύλληπτη θεϊκή συγκατάβαση: Κατέβηκε ὁ Θεός, γιά νά συναντήσει τόν ἄνθρωπο! Καί γίνεται ὁ συγκλονισμός συντριβή καί δέος, ὅταν συνειδητοποιήσουμε τήν καθοριστική σημασία τῆς ἀνθρώπινης ἀνταπόκρισης στή θεϊκή προσφορά: Μένει ἀπραγματοποίητη ἡ ποθητή συνάντηση καί ἀτελέσφορη ἡ προσφορά τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν συγκατανεύσει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν θελήσει ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, πλήν ὁλόψυχα καί εἰλικρινά, νά ἀποδεχθεῖ καί νά ὑποδεχθεῖ τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό!
Ἀλλά πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό; Τό ἐκφράζει ἁπλά, σχεδόν συνθηματικά, ὁπωσδήποτε ὅμως σαφέστατα, μία φράση πατερικοῦ λόγου· τήν ἀκοῦμε στό πρῶτο τροπάριο τοῦ Κανόνα τῶν Χριστουγέννων: «Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε»! Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καί ἡ κάθοδός του στή γῆ, γιά νά γίνει ἀντιληπτή, ἀπαιτεῖ τήν ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου, τόν προσανατολισμό του πρός τά ἄνω.
Καθώς πλησιάζουν τά Χριστούγεννα, ἄς προσέξουμε τό μήνυμα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Νά ὑψωθοῦμε! Νά ἀποσπασθοῦμε ἀπό τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό μας, γιά νά ὑποδεχθοῦμε τόν ἐξ οὐρανοῦ Θεό μας. Νά ξεκολλήσουμε ἀπό τό χῶμα! Καί χῶμα δέν εἶναι μόνο ἡ φθορά καί τά τόσα πάθη ὅπου μᾶς ἔχει ρίξει ἡ ἁμαρτία. Καί τά ἐπιτεύγματα καί οἱ κατακτήσεις μας στόν τομέα τῆς ἐπιστήμης ἤ τῆς τεχνολογίας καί κάθε καλό χῶμα εἶναι, ὅταν δέν ἐξυπηρετεῖ τήν πνευματική μας ἄνοδο, ὅταν καταλαμβάνει τήν πρώτη θέση μέσα μας καί γίνεται ὁ θεός, τό εδωλό μας.
Χρειάζονται ἀποδείξεις; Ὑπῆρξε τάχα ποτέ ὁ ἄνθρωπος τόσο ἀνερμάτιστος καί ἀνασφαλής ἐσωτερικά ὅσο σήμερα; Θυμηθεῖτε τόν πανικό πού ζήσαμε πρίν λίγα χρόνια μέ τήν κατάρρευση τῶν διδύμων πύργων καί πρόσφατα μέ τό ξέσπασμα τοῦ τσουνάμι καί τοῦ τυφώνα Κατρίνα. Ἀναλογισθεῖτε τή φρενίτιδα πού ξεσήκωσε τελευταῖα ὁ φόβος τῆς γρίπης... τῶν πουλερικῶν. Γιατί ὅλα αὐτά; Διότι εμαστε ἐγκλωβισμένοι στά γήινα. Κι ὅμως, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή του μᾶς εἰσήγαγε στήν πνευματική μας διάσταση. Συνανέστησε μαζί του «τό πρόσλημμα», τήν ἀνθρώπινη φύση καί τή συνεκάθισε στή δόξα τοῦ οὐρανοῦ. Μᾶς ἄνοιξε τό δρόμο γιά τόν οὐρανό καί μᾶς καλεῖ νά ὑψωθοῦμε. Πῶς; Πορευόμενοι μέ τήν καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος στή γραμμή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας.
Στήν ἁλυσίδα τῶν θείων παροχῶν καί δωρημάτων τήν ὕψιστη θέση κατέχει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Ἀποκαλύπτει τό ἀπώγειο τῆς θεϊκῆς δυνάμεως σ᾿ ἕναν ἀπίθανο συνδυασμό μέ τήν ἄκρα συγκατάβαση. Ὁ φωστήρας τῆς οἰκουμένης Μέγας Βασίλειος θεολογεῖ· «Οὐ γάρ τοσοῦτον οὐρανοῦ καί γῆς σύστασις καί θαλάσσης καί ἀέρος καί τῶν μεγίστων στοιχείων ἡ γένεσις καί εἴ τι ὑπερκόσμιον νοεῖται καί εἴ τι καταχθόνιον, τήν δύναμιν παρίστησι τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὅσον ἡ περί τήν ἐνανθρώπησιν οἰκονομία καί ἡ πρός τό ταπεινόν καί ἀσθενές συγκατάβασις». Δηλαδή, ὅλη ἡ φυσική δημιουργία μέ τά μεγάλα καί θαυμαστά της δέν ἀπεικονίζει τή δύναμη τοῦ Θεοῦ Λόγου τόσο ἐκφραστικά ὅσο ἡ ἐνανθρώπησή του.
Αὐτεξούσια, μέ τό δικαίωμα τοῦ ἰδιοκτήτη πού κινεῖται στό ἀνάκτορο ἀλλά καί στό σταῦλο του, ἦλθε «εἰς τά ἴδια» (Ἰω 1, 11) ὁ Θεός Λόγος. Δέν εἶχε νά ρωτήσει κανέναν, δέν χρειαζόταν κανενός τήν ἄδεια. Ἡ ἐπίσκεψή του, βέβαια, ἐνόχλησε ἀφάνταστα τόν σατανᾶ· αὐτός ἔνιωσε νά σαλεύεται ἡ πανίσχυρη κοσμοκρατορία του, τήν ὁποία δόλια καί αὐθαίρετα εἶχε στήσει πάνω στή γῆ. Δέν βλάφθηκε ὅμως σέ τίποτε ὁ ἄνθρωπος, ὁ διορισμένος ἀπό τόν Θεό κυρίαρχος τῆς δημιουργίας. Σεβάσθηκε ἀπόλυτα τήν ἐλευθερία τοῦ πλάσματός του ὁ Θεός. Ἄφησε στόν ἄνθρωπο τήν πρωτοβουλία τοῦ συνδέσμου καί τῆς σχέσεως μαζί του.
Ταπεινά καί ἀθόρυβα συντελέσθηκε τό μεγάλο γεγονός τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Χωρίς κανένα ἀπό τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού θά μποροῦσαν νά καταπιέσουν ἤ ἁπλῶς νά ἐπηρεάσουν τήν ἀνθρώπινη συνείδηση. Δέν ἦταν βέβαια δυνατόν νά ἀποσιωπηθεῖ ἡ δόξα καί νά μή γίνει ἀντιληπτό τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἔλαμψε στή γῆ ὁ ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης. Τή λάμψη του ὅμως τήν εἶδαν λίγοι· οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ καί ἐλάχιστοι ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἦταν ἀπό ἐκείνους πού κράτησαν ἀνοιχτά τά μάτια τῆς ψυχῆς, δεκτική τήν καρδιά στή θεία ἐπίσκεψη: οἱ «ἀγραυλοῦντες», ταπεινοί βοσκοί στή γῆ τῆς Βηθλεέμ ἀλλά καί οἱ σοφοί μάγοι, πού μελετοῦσαν τόν οὐρανό στήν Ἀνατολή. Παρά τίς πολλές ἀντιθέσεις τους οἱ δύο αὐτές τάξεις συναντῶνται καί ταυτίζονται σ᾿ ἕνα σημεῖο θεμελιακό γιά τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό: στή λαχτάρα τῆς σωτηρίας, στήν ἀναζήτηση τοῦ σωτήρα καί τήν ἀναμονή τοῦ ἐρχομένου Λυτρωτῆ.
Μέ τήν ἐνανθρώπησή του ὁ Ἰησοῦς Χριστός πραγματοποίησε «δυνάμει» τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Σάν ἦλθε στή γῆ μας ὁ Κύριος, λέγει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, καί κατοίκησε μέσα σ᾿ ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα, ὅμοιο μέ τά δικά μας, «πᾶσα ἡ κατά τῶν ἀνθρώπων παρά τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλή πέπαυται», ἐξαφανίσθηκε ἡ φθορά τοῦ θανάτου. Αὐτά «δυνάμει», δηλαδή ὡς δυνατότητα δοσμένη ἀπό τόν Θεό σ᾿ ὅλους. Ὁ καθένας ὅμως θά ἀποφασίσει προσωπικά μόνος του, ἄν θά ἐνεργοποιήσει ἤ ὄχι τή σωτηρία στήν προσωπική του ζωή. Περιμένει ὁ Θεός τήν καλόγνωμη συγκατάθεση καί τήν εἰλικρινῆ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ συμπεριφέρεται, δηλαδή, ὡς πρός σο. Ὅπως εὐδόκησε ὁ Θεός νά κατεβεῖ στή γῆ, πρέπει νά εὐδοκήσει καί ὁ ἄνθρωπος νά τοῦ ἀνοίξει τήν καρδιά του καί νά τόν δεχθεῖ σ᾿ αὐτήν.
Αὐτή ἡ εὐδοκία, ἡ ἀγαθή προαίρεση, ὅπως τήν ὀνομάζουν οἱ ἅγιοι πατέρες, εἶναι τό ἀναντικατάστατο κλειδί, γιά νά μπεῖ κανείς στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί νά ἀπολαύσει τή σωτηρία. Νά οἰκειωθεῖ καί νά οἰκειοποιηθεῖ τά πλούσια δῶρα πού προσφέρει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Νά βιώσει τή λύτρωση, τήν υἱοθεσία, τή μετοχή στήν οὐράνια δόξα. «Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰω 1,12).
Ἡ ἐξουσία τῆς υἱοθεσίας ἀποτελεῖ τό μεγαλειῶδες διάγγελμα τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τή μυστική ἑρμηνεία τοῦ γεγονότος τῆς σωτηρίας. Ἀπό πλευρᾶς Θεοῦ δίδεται σ᾿ ὅλους. Ἀπό πλευρᾶς ἀνθρώπου ἀξιοποιεῖται μόνο ἀπό ἐκεῖνον πού τό ἐπιθυμεῖ καί τό ἐπιδιώκει. Ἔτσι σήμερα, δρασκελώντας το κατώφλι τῆς τρίτης χιλιετίας μετά Χριστόν, βλέπουμε γύρω μας πρόσωπα καί γεγονότα καί καταστάσεις, πού μοιάζουν ἀπαράλλακτα μέ τήν πρό Χριστοῦ πραγματικότητα.
Ἀπό τή μιά ὁ καταναλωτικός εὐδαιμονισμός γιορτάζοντας τά Χριστούγεννα, ἐπιδεικνύει φιλάρεσκα τή χλιδή του. Εἶναι ἱκανοποιημένοι οἱ ἄνθρωποι. Γι᾿ αὐτούς κάθε μέρα εἶναι γιορτινή, ἀφοῦ ἔχουν ὅ,τι ἐπιθυμοῦν. Φυσικά, οὔτε κἄν ὑποψιάζονται τό νόημα τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι μόνο δέν εὐδοκοῦν ν᾿ ἀνταποκριθοῦν στήν προσφορά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά οὔτε κἄν ἐννοοῦν τή σημασία της. Γι᾿ αὐτούς δέν ὑπάρχει πρόβλημα σωτηρίας. Δέν ὑπάρχει ἀνάγκη καί δίψα σωτηρίας. Εἶναι πολύ ἀπασχολημένοι καί καλά βολευμένοι σ᾿ αὐτή τή ζωή. Δέν πολυσκοτίζονται γιά τήν ἄλλη.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά οἱ στερημένοι τῆς γῆς, φτωχοί καί πεινασμένοι, βυθισμένοι στή μιζέρια τους πιστεύουν πώς γι᾿ αὐτούς εἶναι ἀνώφελη ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Τάχα τί ἄλλαξε στόν κόσμο ἐδῶ καί τόσα χρόνια; Ὅλα εἶναι τόσο μίζερα καί τραγικά, ὅπως καί πρίν γεννηθεῖ ὁ Χριστός.
Ἀλλά -τί τραγικό!- ὑπάρχει καί μία ἄλλη τάξη, πολύ ὑπεύθυνη ὄχι μόνο γιά τήν ἐσφαλμένη θέση της ἔναντι τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί γιά τήν ἀπατηλή συμπεριφορά της ἔναντι τοῦ κόσμου. Εἶναι οἱ «χριστιανοί», γιά τούς ὁποίους λέγαμε στό προηγούμενο τεῦχος. Οἱ δεδηλωμένοι χριστιανοί μέ τήν ἀχρίστιανη, ἄν ὄχι ἀντίχριστη ζωή. Αὐτοί γιορτάζουν καί μάλιστα μέ ἔμφαση τά Χριστούγεννα. Πιθανόν καί θά ἐκκλησιαστοῦν τή μέρα ἐκείνη. Κάποιοι, μάλιστα, μπορεῖ καί νά κοινωνήσουν τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἀλλά τελείως τυπικά καί ἀπροετοίμαστοι. Αὐτό πού κυρίως θέλουν, αὐτό πού παίρνουν καί «χαίρονται» ἀπό τή μεγάλη γιορτή εἶναι τό φαγοπότι, τό γλέντι, ἡ διασκέδαση. Αὐτά τούς ἱκανοποιοῦν καί δέν ἀναζητοῦν κάτι περισσότερο, αὐτό πού ὁ Χριστός ἦρθε νά φέρει στόν κόσμο. Ρηχή ἡ πίστη τους, πονηρή ἡ καρδιά τους «βολεύτηκε» σ᾿ ἕναν Χριστό κομμένο στά δικά τους μέτρα. Ἔτσι, μέσα στό χρόνο πού λήγει, εδαμε «χριστιανούς» νά βομβαρδίζουν ἀσυνείδητα καί νά σκοτώνουν χωρίς ἀναστολές ἄλλους χριστιανούς -καί μάλιστα σέ μέρες γιορτινές. Ὁ Χριστός γι᾿ αὐτούς ἔγινε μάσκα, γιά νά ξεγελοῦν τούς ἄλλους καί κυρίως τόν ἑαυτό τους. Γιά νά αὐτοκτονοῦν στήν πραγματικότητα, ἀφοῦ μέ τήν ἰδέα ὅτι εἶναι χριστιανοί, δέν ἀναζητοῦν τόν Χριστό, δέν ἀφήνουν στόν ἑαυτό τους περιθώρια γιά μετάνοια καί πίστη.
Μέσα σ᾿ αὐτή τή ζοφερή κατάσταση τοῦ κόσμου μας δέν ἔλειψαν -δόξα τῷ Θεῷ- κι ἐκεῖνοι πού μέ συναίσθηση καί ἐπίγνωση γιορτάζουν τή γέννηση τοῦ Λυτρωτῆ. Οἱ ἐλεημένοι τοῦ Θεοῦ, οἱ λυτρωμένοι ἁμαρτωλοί, πού εὐγνώμονα δέχονται τή θεϊκή προσφορά καί φιλότιμα ἀγωνίζονται νά σταθοῦν ἀντάξιοί της. Εἶναι οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός, τό «μικρό ποίμνιο», πού καταθέτει στόν κόσμο τή δική του προσωπική καί ἀδιάψευστη μαρτυρία ὅτι «ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστιν Χριστός».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Λυτρωτής καί Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἐξακολουθεῖ νά προσφέρει τή σωτηρία, νά χαρίζει τή λύτρωση. «Ἔρχου καί δε», μαρτυροῦν ὅσοι ἀληθινά τοῦ χάρισαν τήν καρδιά τους. Τό πρόβλημα γίνεται τελείως προσωπικό καί ἀπολύτως σοβαρό γιά τόν καθένα. Μόνο ὅποιος διά τῆς πίστεως παραλαμβάνει τόν Χριστό, δηλαδή ὅποιος τόν ὁμολογεῖ καί τόν δέχεται Κύριο, ἀποκρυπτογραφεῖ τό μυστικό τοῦ Θεοῦ, ἀποδέχεται τή θεϊκή υἱοθεσία καί κάνει δική του τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀπαντᾶ στήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ μέ τή δική του εὐδοκία.