Τό μεγάλο καί βασανιστικό πρόβλημα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅτι ἔχασε τήν ἐλπίδα, αὐτή τή μοναδική πνοή καί δύναμη τῆς ζωῆς. Κι εἶναι αὐτή ἡ ἔλλειψη πού τόν κατάντησε ἀνερμάτιστο, θλιβερό ζητιάνο τῆς χαρᾶς καί τόν ὁδήγησε στήν ἀπελπιστικά εἰλικρινῆ ἀγγελία-ὁμολογία του: «Ζητεῖται ἐλπίς».
Οἱ τελειότατες μηχανές, βλέπετε, ὑπερπαράγουν ἀγαθά ἀπίθανα -ἀκόμη καί μεταλλαγμένα-, ἀλλά δέν κατασκευάζουν ἐλπίδα. Οἱ ἐπακριβῶς προγραμματισμένοι ὑπολογιστές προκαθορίζουν μέ λεπτομέρεια πολλά, δυστυχῶς καταστροφικά πολλές φορές, μά ἀντί νά ἀναρριπίσουν τήν ἐλπίδα, τή σκοτώνουν. Τό μάρκετιγκ προωθεῖ τήν ἀγορά, προάγει τίς διαπροσωπικές σχέσεις καί πολλαπλασιάζει ἀφάνταστα τήν ἐπικοινωνία: οἱ ἀποστάσεις ἐκμηδενίζονται, ἡ συγκοινωνία ὑπερτελειοποιεῖται, τό «κινητό» δίνει καί παίρνει. Πόσο ὅμως συντελοῦν ὅλα αὐτά στήν κοινωνία, στήν ἐσωτερική ἐπαφή τῶν ψυχῶν; Δυστυχῶς, μόνο ἀρνητικά, καταλυτικά ἐπιτεύγματα διαπιστώνουμε στόν τομέα αὐτό. Ἀκόμη καί στή σελήνη περπάτησε ὁ κάτοικος τῆς γῆς, ἀλλά οὔτε κι ἐκεῖ -φεῦ- δέν βρῆκε τό ἄνθος τῆς ἐλπίδας.
Καί πῶς νά τό βρεῖ, ἀφοῦ τό ψάχνει σέ λάθος δρόμο; Ὁ ἀπελπισμένος σημερινός ἄνθρωπος μοιάζει μ᾿ ἐκεῖνον τόν ταλαίπωρο, πού ἔζησε καί πέθανε μέσα στή φτώχεια καί τή μιζέρια, ἐνῶ μετά τό θάνατό του ἡ μπουλντόζα σκάβοντας στά θεμέλια τοῦ ἐρειπωμένου καλυβιοῦ του ἀνακάλυψε ἀμύθητο θησαυρό. Ζοῦσε στήν ἀνέχεια, διότι ἀγνοοῦσε τό θησαυρό του. Αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Δέν ὑποψιάζεται κἄν τήν παρουσία τοῦ θησαυροῦ τῆς ἐλπίδας καί φυτοζωεῖ αὐτός πού πλάσθηκε γιά νά ἔχει ζωή περίσσια.Ἀγνοεῖ ἤ ἀρνεῖται νά δεχθεῖ ὅτι αὐτό πού ζητᾶ εἶναι ἀποκλειστική προσφορά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «τῆς ἐλπίδος ἡμῶν» (Α΄Τι 1,1).
Ναί, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος, ἔπαθε, πέθανε καί ἀναστήθηκε γιά τή δική μας σωτηρία. Γιά νά ᾿χουμε ἐμεῖς ζωή, χαρά κι ἐλπίδα. Αὐτός ὁ πανταχοῦ παρών ἦταν ἀπών ἀπό τόν τάφο ἐκεῖνο τό μυρωμένο πρωινό τοῦ Σαββάτου καί ἡ ἀπουσία τοῦ νεκροῦ σώματός του ὑπογραμμίζει τή ζωντανή παρουσία του στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Συνέτριψε τό θάνατο, αὐτό τό φαρμακερό σαράκι τῆς ζωῆς, τό δολοφόνο τῆς χαρᾶς, τήν αἰτία τῆς ἀπελπισίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί ἐγκαινίασε μίας ἄλλης βιοτῆς, «τῆς αἰωνίου τήν ἀπαρχήν». Εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὅπου ἀντηχεῖ ἡ διαβεβαίωση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ πρός τούς μαθητές του: «ἰδού ἐγώ μεθ᾿ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας» (Μθ 28,20). Αὐτή ἡ συνεχής παρουσία τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ εἶναι «ἡ ἄγκυρα ἐλπίδος, ἡ ἀσφαλής καί βεβαία» (πρβλ. Ἑβ 6,18-19) γιά τούς πιστούς κάθε ἐποχῆς μέχρι τή συντέλεια τοῦ αἰώνα.
Στήν κοινωνία μας, πού χωρίς τόν Χριστό σείεται ἀπό τήν ἀνασφάλεια καί μαραζώνει μέσα στίς ἀλλεπάλληλες ἀπογοητεύσεις, κράτα, ἀδελφέ μου, τόν πολύτιμο θησαυρό σου, τήν πίστη στόν ἀναστημένο Χριστό. Καί σκόρπα γύρω σου τό μεγάλο μήνυμα, τῆς χαρᾶς καί τῆς ἐλπίδας σου τήν αἰτία: Χριστός ἀνέστη!
Ἐπίκαιρο, καθώς γιορτάζουμε τήν ἐθνική μας ἀπελευθέρωση, ἀλλά καί πάντοτε ἐνδιαφέρον τό θέμα τῆς ἐλευθερίας. Μᾶς δίνει τήν ἀφορμή νά μελετήσουμε τή σχέση μας -ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων- μέ τήν ἐλευθερία· τότε, στά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, καί τώρα, πού ζοῦμε σέ μιά χώρα ἐλεύθερη.
Τόσο ἡ ἐθνική ὅσο καί ἡ ἐσωτερική ἐλευθερία τοῦ καθενός προϋποθέτει τή δική του προσωπική προσπάθεια καί τόν ἀγώνα γιά τήν κατάκτησή της. Ὅσο κι ἄν ἀκούγεται παράδοξα, ἄνθρωπος κανείς δέν μπορεῖ νά χαρίσει στόν ἄλλο τήν ἐλευθερία, οὔτε βέβαια καί νά τοῦ τήν ἀφαιρέσει. Ἀκριβέστερα, γιά νά χρησιμοποιήσω τή φράση ἑνός ἁγίου διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, «τήν μέν σωματικήν ἐλευθερίαν καί ἄνθρωπος δίδωσι τήν δέ ψυχικήν μόνος ὁ Υἱός (τοῦ Θεοῦ), ὡς κυρίως κύριος· ἐπεί καί κυρίως αὕτη ἐλευθερία». Τήν ἐλευθερία τοῦ σώματος μπορεῖ κάποιες φορές νά τή χαρίσει ἄνθρωπος σέ ἄνθρωπο, τῆς ψυχῆς ὅμως τήν ἐλευθερία μόνο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πραγματικός Κύριος τή χαρίζει. Εἶναι σαφῶς ἀνώτερη ἡ ἐλευθερία τῆς ψυχῆς ἀπό ἐκείνη τοῦ σώματος ὅσο ἡ πρώτη ὑπερέχει ἀπό τό δεύτερο.
Μέγιστο ἀγαθό ἡ ἐθνική ἐλευθερία. Ποιός δέν τό κατανοεῖ, ἰδιαίτερα ἄν συμβαίνει νά εἶναι Ἕλληνας; Σωστά λέχθηκε ὅτι «ἡ ἑλληνική ψυχή ζῆ μονάχα γιά τήν ἐλευθερία». Ἀλλά εἶναι ἐξίσου σωστή ὅσο καί ἀμείλικτη ἡ διαπίστωση ὅτι κάποιες φορές οἱ Ἕλληνες φάνηκαν ἀνάξιοι τῆς ἐθνικῆς τους ἐλευθερίας καί τήν ἔχασαν μέσα ἀπό τά χέρια τους. Γιατί; Διότι εἶχαν καταντήσει βαθιά νυχτωμένοι πνευματικά. Ἦταν ἐσωτερικά σκλάβοι σέ πάθη καί κακίες. Ἡ ἐσωτερική σκλαβιά ἔφερε καί τήν ἐξωτερική, τήν ἐθνική. Ἔτσι συνέβη καί μέ τήν ὑποταγή στόν τουρκικό ζυγό, κάτω ἀπό τόν ὁποῖο ἀκόμη περισσότερο ἐξαχρειώθηκαν οἱ Ἕλληνες.
Ὡστόσο τό δοῦλο Γένος προικοδοτημένο πλουσιοπάροχα ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ κι ἀνδρωμένο μέ τῆς Ὀρθοδοξίας τή φλόγα, ἔχει νά δείξει καί στίς πιό σκοτεινές ὧρες του πνεύματα φωτεινά καί καρδιές ἀπροσκύνητες. Αὐτοί ἔγιναν ὁ σπόρος, γιά νά ἀνθοβολήσει καί πάλι στήν ἑλληνική πατρίδα τό ἁγνό λουλούδι τῆς λευτεριᾶς. Κι ἦρθε πράγματι ἡ ὥρα ἡ εὐλογημένη. Οἱ σκλάβοι ἔγιναν ἐλεύθεροι, διότι καί μέσα στή μακροχρόνια σκλαβιά κράτησαν ἀναμμένη τή φλόγα τῆς πίστεως, τήν εὐλάβεια, τήν ἀνθρωπιά, τίς παραδόσεις τους. Κράτησαν ἀδούλωτη, ἐλεύθερη τήν ψυχή τους.
Δέν ἦταν ἁπλή ὑπόθεση ἡ ἐπικράτηση τῆς ἐλευθερίας. Κίνδυνοι πολλοί ἀπειλοῦσαν νά τήν πνίξουν μόλις ἀναστήθηκε «ἀπ᾿ τά κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά». Πρῶτος καί φοβερός ὁ κίνδυνος τῆς διχόνοιας, τῆς ἐθνικῆς μας ἀρρώστιας. Τά ὅπλα, πού ἔδιωξαν ἀπό τή γῆ μας τόν ἐχθρό, κατόπιν βάφηκαν σ᾿ ἀδελφικό αἷμα. Ἔπειτα ἡ ἀδικία, ἡ ἰδιοτέλεια, τό συμφέρον μετέβαλαν σέ ἐχθρούς καί πολέμιους τούς ἀδελφούς. Ὁ Μακρυγιάννης, μέ τή θυμόσοφη ἁπλότητά του, ἐντοπίζει τήν αἰτία τῆς ἀθλιότητας στήν ἀτονία τῆς πίστεως καί στήν ἔκλυση τῶν ἠθῶν. «Ἐκκλησία εἰς τήν πρωτεύουσαν δέν εἶναι καί μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος». Δέν χτίζετε ἐκκλησίες καί σχολεῖα, ἀλλά κοιτᾶτε νά «φτιάξετε θέατρον, διά νά μᾶς μάθῃ τήν ἀπιστία καί τήν παραλυσία».
Αὐτά τότε. Νά ἔρθω τώρα στούς σημερινούς Ἕλληνες. Εἴμαστε ἐλεύθεροι ἐθνικά. Δόξα τῷ Θεῷ! Ποιός ὅμως μπορεῖ μέ εἰλικρίνεια νά μᾶς διαβεβαιώσει ὅτι κατέχουμε οἱ Νεοέλληνες τήν ἐσωτερική, τήν πνευματική ἐλευθερία, ἐκείνη πού ἔβγαλε ἀπό τή σκλαβιά τούς ἄλλοτε ὑπόδουλους προγόνους μας; Ἐκείνη τήν ἐλευθερία, γιά τήν ὁποία ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἀποφθέγγεται· «Ἐλεύθεροί σοι νομιζέσθωσαν, οὐχ οἱ τήν τύχην ἐλεύθεροι· ἀλλ᾿ οἱ τόν βίον καί τούς τρόπους ἐλεύθεροι».
Φοβοῦμαι ὅτι καί σήμερα, εἴτε τό ὁμολογοῦμε εἴτε ὄχι, σέ πολλές περιπτώσεις μᾶς τυλίγει σκληρή καί ἀδυσώπητη σκλαβιά. Μήπως δέν ἀντιμετωπίζουμε καθημερινά ἕναν ἀπαίσιο ἐξανδραποδισμό στό ἐπίπεδο τῶν ἰδεῶν μέ τήν κατευθυνόμενη προπαγάνδα, τήν ἐλεγχόμενη μετάδοση πληροφοριῶν, τήν παραπλανητική διαφήμιση; Ἔπειτα ἡ ὕβρις, ὅπου παρέσυρε τόν Νεοέλληνα ὁ ἀέρας τοῦ νεοπλουτισμοῦ; Ὁ ξεπεσμός του στήν παγίδα τοῦ εὔκολου κέρδους; Ἡ ἐπαίσχυντη ἀντικατάσταση τῶν τιμαλφῶν ὄχι μόνο τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς ἀλλά καί αὐτῆς τῆς ἀνθρωπιᾶς μέ τίς νεοφανεῖς «ἀξίες» τοῦ χρηματιστηρίου;
Καί τί νά ποῦμε γιά τή βάρβαρη κακοποίηση τῆς ἴδιας τῆς γλώσσας μας· γιά τήν ἀπερίσκεπτη ἀπεμπόληση τῶν ἰδανικῶν καί παραδόσεών μας· γι᾿ αὐτή τήν ἄρρωστη ξενομανία, πού συχνά μᾶς ὁδηγεῖ στόν πιθηκισμό καί στό γραικυλισμό! Ἀνησυχητική εἶναι ἡ ἀδιαμαρτύρητη, ἡ τυφλή ὑπακοή σ᾿ ὅ,τι ἔξωθεν εἰσαγόμενο, ἡ ὁμαδοποίηση καί ἀγελοποίηση πού μᾶς ἐπιβάλλουν οἱ διάφορες «κοινωνικές ὑποχρεώσεις». Ἀκόμη καί οἱ προτιμήσεις στό ρουχισμό (μόδα), στήν ἐπίπλωση τοῦ σπιτιοῦ, στόν τρόπο συμπεριφορᾶς καί ἐπικοινωνίας προκαθορίζονται ἀπό κάποιες ἔξω ἀπό μᾶς σκοπιμότητες, στίς ὁποῖες ἄβουλα ὑποκύπτουμε. Αὐτή ἡ ἰσοπέδωση καί δρομολόγηση τῆς ζωῆς μας σέ προκατασκευασμένα καλούπια μᾶς καταντᾶ ἄβουλες μαριονέττες, πού κινούμαστε καί ἐκφραζόμαστε μηχανικά. Καί οἱ μαριονέττες ποτέ δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐλεύθερες.
Πρόβλημα σοβαρό ἀποτελεῖ ἡ τρομακτική ἀλλοίωση πού ἐπέφερε πάνω μας ὁ ἀλόγιστος καταναλωτισμός, ὁ εὐδαιμονισμός, ἡ ἔλλειψη ἄσκησης καί ἡ κατάργηση τοῦ φρονήματος τῆς θυσίας. Πολύ ἀπαισιόδοξη ἀλλά δυστυχῶς ἀληθινή ἡ διαπίστωση ὅτι «κάποτε δίναμε καί τή ζωή μας γιά τήν Ἑλλάδα· σήμερα δίνουμε καί τήν Ἑλλάδα γιά τή ζωή μας».
Γιατί αὐτός ὁ ξεπεσμός; Γιατί τέτοια κατάντια; Διότι πρῶτα δώσαμε τήν ψυχή μας σέ πράγματα ὑλικά καί ξένα πρός τίς βαθύτερες ἀνάγκες της. Ἀδιαφορήσαμε γιά τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε ὅλη τή φυσική δημιουργία γιά τόν ἄνθρωπο. Καί τόν ἄνθρωπο -μόνον αὐτόν μέσα ἀπ᾿ ὅλη τήν πλάση- τόν ἔπλασε ὁ Θεός γιά τόν ἑαυτό του. Τόν θέλει δικό του, δοῦλο του.
Μά τότε πῶς μιλοῦμε γιά ἐλευθερία, θά διερωτηθεῖ κάποιος. Ἐδῶ ἀκριβῶς μπαίνουμε στό χῶρο τοῦ μυστηρίου. Ὁ Θεός ξέρει νά λυγίζει τήν καρδιά μας χωρίς νά τή βιάζει καί νά μᾶς τραβᾶ κοντά του χωρίς νά μᾶς ἐξαναγκάζει. Ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐγκαινίασε τό καθεστώς τῆς τέλειας καί ὁριστικῆς ἐλευθερίας γιά ὅλους ἐκείνους πού τόν ἀποδέχονται μέ πίστη καί ἀγάπη. Κι ὅπως συγκεκριμενοποίησε τήν ἀγάπη, βεβαιώνοντας ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Α' Ἰω 4,8), καί τήν ἀλήθεια, ἀποκαλύπτοντας ὅτι «ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰω 14,6), ἔτσι ἔδωσε καί στήν ἐλευθερία τήν ἀληθινή της διάσταση. Ἐρήμην τοῦ Χριστοῦ ἡ ἐλευθερία δέν εἶναι παρά τό ψεύτικο ὄνομα τῆς δουλείας, «τό ἐπικάλυμμα τῆς κακίας», ὅπως τή χαρακτηρίζει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Α' Πε 2,6). Ἀντίθετα ἡ ἐν Χριστῷ δουλεία εἶναι τό πιό ἐκφραστικό, τό πιό ἀληθινό ὄνομα τῆς ἐλευθερίας.
Ἡ πίστη, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἐλευθερία σχηματίζουν μία τέλεια ἁλυσίδα στή χριστιανική ζωή. Ἡ γνώση τῆς θεϊκῆς ἀλήθειας ἔρχεται μέ τήν πίστη καί ἐλευθερώνει τούς πιστούς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέχεται ἐλεύθερα τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ πιό ἀξιόπιστα νά ὑπακούει στίς ἐντολές του. Ὅταν ἀνταποκρίνεται στήν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου, ἐλευθερώνεται ἀπό τά δεσμά τῆς ἄγνοιας, νικᾶ τή δύναμη τῆς ἁμαρτίας καί αὐτόν ἀκόμη τό φόβο τοῦ θανάτου.
Ὡς χριστιανοί ὀρθόδοξοι κατέχουμε τή ζωντανή ἀλήθεια. Θά ἔπρεπε συνεπῶς νά κατέχουμε καί τήν ἐλευθερία. Ἄν αὐτό δέν συμβαίνει, εἶναι διότι κάπου νοθεύουμε τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως, τήν παραμερίζουμε ἤ τή στομώνουμε, μέ ἀποτέλεσμα νά ψυχραίνουμε τήν ἀγάπη μας γιά τόν ἐλευθερωτή Χριστό. Καί πῶς νά κρατηθοῦμε ἐλεύθεροι χωρίς τή δική του βοήθεια; Καί πῶς νά κυριαρχήσουμε χωρίς τή θεϊκή συνδρομή; Ἀμείλικτος στή σαφήνεια καί καθηλωτικός στήν ἀπολυτότητά του ὁ θεϊκός λόγος ἀποκαλύπτει· «ᾧ γάρ τις ἥττηται, τούτῳ καί δεδούλωται» (Β' Πε 2,19). Ἐλεύθερος δέν εἶναι αὐτός πού ἀσύστολα κάνει ὅ,τι θέλει, ἀλλά αὐτός πού κάνει ὅ,τι πρέπει. Κάθε ἥττα στόν πνευματικό τομέα μπορεῖ νά φαίνεται σάν ἀπελευθέρωση καί χειραφέτηση ἀπό τό νόμο τοῦ Θεοῦ, στήν πραγματικότητα ὅμως ὅποιος ἀρνεῖται τήν ὑποταγή στόν Θεό ὑποτάσσεται σέ μύρια ἄλλα ἀφεντικά, ὅσα εἶναι καί τά πάθη του, ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος.
Δέν εἶναι στ᾿ ἀλήθεια τραγικό ὅτι μπορεῖ νά ἐκθειάζουμε τούς προγόνους μας καί νά τούς τιμοῦμε, διότι μέ τή θυσία τους νίκησαν ἐχθρούς ἄσπονδους καί αἰώνιους, ἀλλά οἱ ἴδιοι νά παραμένουμε δοῦλοι τῶν παθῶν μας;
«Χαῖρε, Μαρία Δέσποινα, χαῖρε, ἁγνή Παρθένα, χαῖρε καί σύ ἀθάνατο τρανό εἰκοσιένα!». Ἔτσι χαιρετίζει ὁ ἀείμνηστος Γ. Γρατσέας, καθηγητής Πανεπιστημίου καί ποιητής, τήν τρανή διπλή γιορτή τοῦ μήνα, τήν 25η Μαρτίου, σημειώνοντας τήν ἰδιαίτερη σχέση πού συνδέει ἐμᾶς τούς Ἕλληνες μαζί της.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ φανέρωση «τοῦ ἀπ᾿ αἰῶνος μυστηρίου», κατά τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, γίνεται σταθμός χαρᾶς, ἐλπίδας καί αἰσιοδοξίας γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καταδικασμένοι «ἐν χώρᾳ καί σκιᾶ θανάτου» εἶδαν τό φῶς, γνώρισαν τή ζωή, τή σωτηρία, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό. Ὁ Χριστιανισμός πλησίασε καί ἄλλα ἔθνη καί τά ἀναγέννησε ὅλα. Κανένα ὅμως δέν εὐεργέτησε τόσο ὅσο τό ἑλληνικό. Ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε σέ ποιά κατάσταση εἶχε βρεῖ τήν πατρίδα μας ὁ Χριστός. Ἡ εἰδωλολατρία καί ἡ διαφθορά, οἱ φατριασμοί καί οἱ διχόνοιες εἶχαν ἀπομυζήσει καί τήν τελευταία ἰκμάδα σοφίας καί εὐρωστίας. Ἡ ρωμαϊκή κατάκτηση εἶχε ἀποκόψει καί τό τελευταῖο νεῦρο ζωτικότητας. Τό 146 π.Χ. ὄντως σήμανε finis Greciae, τό τέλος τῆς Ἑλλάδας. Κι ὅμως μετά ἀπό αἰῶνες, χωρίς καμιά ἐπανάσταση, χωρίς πολιτική ἤ κοινωνική μεταρρύθμιση, μόνο μέ τόν ἐκχριστιανισμό, ἡ χώρα βρέθηκε ὄχι μόνο πνευματικά ζωντανή ἀλλά καί ἐθνικά ἐλεύθερη καί, τό πιό θαυμαστό, κυρίαρχη!
Μά ἦρθαν χρόνοι δίσεκτοι. Ἀτόνησε ἡ πίστη. Χαλάρωσαν τά ἤθη. Ἀπομακρυσμένοι ἀπ᾿ τόν Θεό δουλώθηκαν στά πάθη οἱ Ἕλληνες κι ἔχασαν καί πάλι τήν ἐθνική τους ἐλευθερία. Τό Βυζάντιο, αὐτό τό ἀγλάισμα τῆς ἐκχριστιανισμένης Ἑλλάδας, πού φώτισε ὅλη τήν Εὐρώπη, βυθίστηκε καί πάλι στό σκοτάδι.
Εἶναι, ὡστόσο, γεγονός ὅτι καί μέσα σ᾿ ἐκείνη τή σκοτεινή νύχτα τῶν τετρακοσίων χρόνων τῆς σκλαβιᾶς δέν ἄφησε μόνους τούς ραγιάδες ὁ Χριστός. Κρυφόκαιγε τῆς πίστης τό καντήλι σέ κάποιες ἡρωικές ψυχές. Καί κράτησε ζωντανή αὐτή τή φλόγα, ἀνέγγιχτη ἀπό τῆς ἀπιστίας τό ἀγιάζι, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ· μέ τόν παπά καί τόν καλόγερο, μέ τό Ψαλτήρι καί τό Ὀκτωήχι στήριξε τό δοῦλο γένος. Κράτησε ἀπροσκύνητη τήν ψυχή του. Ἔτσι, σάν ἦρθε ἡ ὥρα, σήκωσαν τ᾿ ἄρματα οἱ σκλάβοι. Ποῦ βρῆκαν τή δύναμη; Τό ἐξομολογεῖται μέ εἰλικρίνεια ὁ γέρος τοῦ Μοριᾶ: «Ὅταν πήραμε τ᾿ ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ πίστεως κι ἔπειτα ὑπέρ πατρίδος».
Τό γνωρίζουν καί τό ἀναγνωρίζουν ἀνά τούς αἰῶνες οἱ τίμιοι ἀγωνιστές αὐτοῦ τοῦ τόπου. Χωρίς τήν πίστη στόν Χριστό θά ἦταν διαφορετική ἡ πορεία τῆς Ἑλλάδας κι ἴσως θά εἶχε σβήσει ἀπό καιρό, ἄν δέν ἦταν τόσο δεμένη μέ τόν Χριστό. Κι ἄν σήμερα κάποιοι σπασμωδικά προσπαθοῦν νά ἀναστήσουν τό δωδεκάθεο τοῦ Ὀλύμπου πιστεύοντας(;) πώς ἐκεῖ θ᾿ ἀνακαλύψουν τό μεγαλεῖο καί τή δόξα τῆς Ἑλλάδας, εἶναι τουλάχιστον ἀνεδαφικοί. Διότι καί τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας τά μεγάλα πνεύματα εἶχαν ἀντιληφθεῖ τό ψέμα τῆς εἰδωλολατρίας. Δέν καταδικάστηκε ὁ Σωκράτης, διότι «ὡς τό παράπαν οὐ νομίζει εἶναι θεούς»; Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινός Θεός, σκέπει καί δοξάζει αἰῶνες τώρα τήν Ἑλλάδα. Αὐτό μᾶς χρεώνει νά τοῦ ἀναγνωρίσουμε μιά ὁδηγητική θέση στή ζωή μας. νά ἐπιδιώξουμε οἱ Νεοέλληνες ὄχι τήν ἐπάνοδο στήν εἰδωλολατρία ἀλλά τόν ἐπανευαγγελισμό μας.
Ἀπό τίς ἐκφραστικότερες καί θεολογικότερες αὐτοαποκαλύψεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι αὐτός συστήνεται ὡς «ἡ ἀλήθεια καί ἡ ὁδός», καλύπτοντας ἔτσι τή βιοθεωρία ἀλλά καί τή βιοτή τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὁ Χριστός ἡ ἀλήθεια πού ἱκανοποιεῖ τό πνεῦμα μας, ἀλλά καί ἡ ὁδός πού μᾶς κατευθύνει ἀλάνθαστα στήν καθημερινή μας πράξη· ὁ δάσκαλος πού μᾶς διαφωτίζει ἀλλά καί ὁ καθηγητής, δηλαδή ὁ καθοδηγητής, πού προπορεύεται γιά νά τόν ἀκολουθοῦμε στό δρόμο τῆς ζωῆς. Κι ἐπειδή ἡ ἀρχή καί ἡ ὅλη πορεία τῆς ζωῆς μας ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀποκτοῦν θεμελιακή σημασία οἱ ἐντολές καί τά παραγγέλματα μέ τά ὁποῖα αὐτό ἐκφράζεται μέσα στήν ἁγία Γραφή.
Τό γενικό παράγγελμα, πού ἀπηχεῖται σ᾿ ὅλη τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, διατυπώνεται ἐπιγραμματικά στή φράση· «ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν» (Ψα 36,27· Α' Πε 3, 11). Ἐπισημαίνονται δέ καί ἀναλύονται διεξοδικά οἱ ἔννοιες τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, μέ ἕνα πλῆθος ἀρετῶν καί κακιῶν ἀντίστοιχα, πού συχνά ἀπαριθμοῦνται στήν ἁγία Γραφή. Δέν ἀναφέρονται, βέβαια, σάν μία στεγνή, ἠθικιστική λίστα, διότι ἡ ἁγία Γραφή δέν εἶναι νεκρή καθηκοντολογία καί ἀφηρημένη ἠθική. Προβάλλονται ὡς συγκεκριμένη μορφή τοῦ ἀγαθοῦ, ὡς θέλημα καί ἐντολή τοῦ Θεοῦ, πού ἀντιτίθεται στό κακό, στό θέλημα τοῦ διαβόλου. Καί γίνονται καθοδηγητικές γραμμές τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, διά τοῦ ὁποίου προάγεται, ὥστε νά καταστεῖ ἄρτιος ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος.
Ἤδη στό Δεκάλογο γίνεται μία ἁδρομερής ἀπαρίθμηση τῶν πρακτέων καί τῶν ἀποφευκτέων. Στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία του, ἐξάλλου, ὁ Κύριος καθορίζει μέ ἀκρίβεια τούς κανόνες συμπεριφορᾶς τοῦ πιστοῦ στή σχέση του μέ τόν Θεό καί μέ τούς συνανθρώπους του. Ἀλλά καί σέ ἄλλη ὁμιλία του, πού διασώζει ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος (7, 21-22· πρβλ. Μθ 15,19), ἀναφέρει ἐκτενῆ κατάλογο 13 ἁμαρτημάτων. Στίς ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἐπίσης κατ᾿ ἐπανάληψιν συναντοῦμε καταλόγους ἀρετῶν καί κακιῶν. Στήν Α' πρός Τιμόθεον ἐπιστολή (1,9-10) π.χ. ὁ ἀπόστολος προσαρμόζει λακωνικά, σχεδόν μονολεκτικά, τήν κάθε μία ἀπό τίς δέκα ἐντολές στή σύγχρονη ζωή. Παρόμοιες λίστες ἀρετῶν καί κακιῶν παραθέτει στά Α' Κο 6,9-10· Γα 5,18ἑ.· Β' Τι 3,1ἑ. κ.ἄ. Ἰδιαίτερα ἐπισημαίνω τήν περικοπή τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς 1,26-32, ὅπου μέσα σέ ἑπτά μόνο στίχους μνημονεύονται 26 ἁμαρτήματα.
Ἡ πρακτική ἀνάλυση καλοῦ καί κακοῦ καί ἡ προσαρμογή τους στή ζωή τοῦ κάθε χριστιανοῦ ἐξηγεῖ καί δικαιολογεῖ γιατί ὁ ἀπόστολος Παῦλος χαρακτηρίζει τήν ἁγία Γραφή κατάλληλη «πρός ἔλεγχον» (Β' Τι 3,16). Ὅπως δηλαδή ἐλέγχουμε τό βάρος μας μέ τή ζυγαριά, τή μορφή μας μέ τόν καθρέφτη, τήν κατάσταση τῶν διαφόρων ὀργάνων τοῦ σώματός μας μέ τίς ποικίλες ἐργαστηριακές ἐξετάσεις, στήν ἁγία Γραφή μπορεῖ ὁ πιστός σάν σέ καθρέφτη νά ἐλέγξει τήν πνευματική του κατάσταση. Αὐτήν τήν ἀλήθεια βιώνοντας ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος συνέγραψε τό περίφημο πρακτικό καί ἐποικοδομητικό βιβλίο του Speculum (= Καθρέφτης). Ἐκεῖ ταξινομώντας τά διάφορα χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς βοηθᾶ τόν ἀναγνώστη νά δεῖ μέσα ἀπό αὐτά σάν σέ καθρέφτη τόν Θεό, τόν κόσμο καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του.
Στή γραμμή τῆς ἁγίας Γραφῆς στοιχούμενοι οἱ ἅγιοι πατέρες, ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή μέχρι τά χρόνια τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου καί τοῦ πατρο-Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, παραδίδουν στά ἔργα τους λίστες κακιῶν καί παθῶν. Στόχος τους εἶναι νά βοηθήσουν τούς πιστούς νά συνειδητοποιήσουν τά ἁμαρτήματά τους, ὥστε νά τά ἐξομολογηθοῦν. Μάλιστα ὁ ἅγιος Νικόδημος στό «Ἐξομολογητάριόν» του, ἕνα ἐγχειρίδιο γιά χρήση τῶν πνευματικῶν, καλύπτει δεκατρεῖς σελίδες μέ ἐρωτήματα, τά ὁποῖα ἀντλεῖ ἀπό τίς δέκα ἐντολές. «Ἐπειδή τήν σήμερον», ἐξηγεῖ, «οἱ περισσότεροι χριστιανοί, ἄλλοι μέν ἀπό ἀπαιδευσίαν καί ἀμάθειαν, ἄλλοι δέ ἀπό ἐντροπήν καί ἄλλοι ἀπό τήν κακήν συνήθειαν πού ἔλαβον νά ἐρωτῶνται ἀπό τούς πνευματικούς εἰς τήν ἐξομολόγησιν... δέν φροντίζουν νά κάμνουν καί αὐτοί ἔρευναν τῶν ἁμαρτιῶν τους πρό τοῦ νά ἐξομολογηθοῦν, οὔτε λέγουν μόνοι τάς ἁμαρτίας των, καθώς εἶναι πρέπον, ἀλλά προσμένουν νά τούς ἐρωτᾶ ὁ πνευματικός..., διά τοῦτο ἀναγκαῖον ἐκρίναμεν ἐδῶ νά σοῦ δώσωμεν μίαν καθολικήν εἴδησιν, πνευματικέ, πῶς πρέπει νά ἐρωτᾶς τούς τοιούτους ἐξομολογουμένους, ἐπάνω εἰς τάς δέκα ἐντολάς, τά κυριώτερα καί μεγαλύτερα ἁμαρτήματα».
Στίς μέρες μας, δόκιμοι καί καταξιωμένοι διδάσκαλοι καί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας σέ ἔργα τους εἰδικά γιά τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση περιλαμβάνουν ἐπίσης καταλόγους ἁμαρτημάτων, πού διευκολύνουν τόν ἀναγνώστη στόν αὐτοέλεγχό του. Ἀλλά καί πολλοί ἀπό τούς πνευματικούς μας συνηθίζουν νά κυκλοφοροῦν αὐτές τίς λίστες, βοηθώντας ἔτσι τούς ἐξομολογουμένους στή συνειδητοποίηση καί ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων τους.
Ἡ συνοπτική αὐτή ἀναδρομή δείχνει ὅτι εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνη πρός τό πνεῦμα τῆς ἁγίας Γραφῆς καί πρός τήν πρακτική τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ χρήση τοῦ λεγομένου «ὁδηγοῦ ἐξομολογήσεως» ἤ «καθρέφτη». Δέν εἶναι μεσαιωνικό κατάλοιπο οὔτε σκοταδιστική πρακτική. Συνεπῶς, ἦταν ἄτοπη καί ἄδικη ἡ ταραχή καί ὁ θόρυβος, τόν ὁποῖο κακόβουλα ξεσήκωσαν κάποιοι κατά τίς παραμονές τῶν Χριστουγέννων. Ἦταν ὁρισμένοι δημοσιογράφοι, πού ἔκαναν τή «μεγάλη ἀνακάλυψη» ὅτι ἐξομολόγοι διέπραξαν τό φοβερό παράπτωμα νά κυκλοφοροῦν κάποιο ἔντυπο μέ τόν τίτλο «Ἕνας καθρέφτης», τό ὁποῖο περιεῖχε λίστα ἁμαρτημάτων. Ἔσπευσαν, λοιπόν, οἱ αὐτεπάγγελτοι αὐτοί φρουροί τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας, νά καταγγείλουν δημόσια καί καυστικά τό γεγονός. Ἀξίωσαν ν᾿ ἀπολογηθεῖ γι᾿ αὐτό ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας καί ὡς ἐξουσίαν ἔχοντες τό καταδίκασαν αὐστηρά μέ τήν ἐτυμηγορία· «ἄν αὐτά εἶναι ἁμαρτήματα, τότε ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί!». Προσέλαβαν μάλιστα ὡς συνηγόρους τους καί μερικούς «θεολόγους» -ἀφήνω ἀχαρακτήριστη τήν εἰδικότητα-, γιά νά ἐπιβεβαιώσουν αὐτοί ὡς ἐπαΐοντες τή μεγάλη παρανομία!
Εἴμαστε σοβαροί; Καί δέν γνωρίζουμε πράγματι πώς κανείς ἀπολύτως ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι εἶναι ἀναμάρτητος; Οὔτε ὅτι ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό ἦρθε στόν κόσμο ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γιά νά λυτρώσει τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους; Σ᾿ ὅλους ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς ἀνοίγει σάν καθρέφτη τίς σελίδες της ἡ ἁγία Γραφή, γιά νά μᾶς φανερώσει τίς κηλίδες καί τίς ἀσχημίες μας, ὥστε νά καθαρισθοῦμε μέ τόν τρόπο πού ἡ Ἐκκλησία θέτει στή διάθεσή μας.
Ὅλα αὐτά εἶναι πασίγνωστα καί πολύ οἰκεῖα στούς χριστιανούς. Συνεπῶς, ὅποιος τά ἀγνοεῖ ἤ θέλει νά τά ἀμφισβητεῖ, ἔχει ὁ ἴδιος πρόβλημα. Καί εἶναι, βέβαια, ἐλεύθερος ἄν θέλει νά περιφρονεῖ ἤ νά ἀπορρίπτει τόν πνευματικό καθρέφτη. Νά γνωρίζει ὅμως ὅτι ἔτσι μόνος ὑπογράφει τήν καταδίκη του καί αὐτοκτονεῖ πνευματικά. Καί ἀσφαλῶς δέν μπορεῖ νά παρουσιάζεται ὡς μέγας νομοθέτης, πού κρίνει καί ἐπικρίνει, ἀποφαίνεται καί θεσμοθετεῖ. Διότι στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνας δυστυχισμένος, πού ἐπαναλαμβάνει -σέ μία ἔκδοση πολύ πιό σοβαρή καί γι᾿ αὐτό καί πολύ πιό ἐπικίνδυνη- τή θλιβερή ἱστορία τῆς Λαΐδας· ἐκείνης τῆς φημισμένης Κορινθίας ἑταίρας, ἡ ὁποία ἔσπασε τόν καθρέφτη της, ὅταν δέν ἄντεχε νά βλέπει μέσα σ᾿ αὐτόν τίς ρυτίδες ν᾿ αὐλακώνουν τό ὡραῖο της πρόσωπο. Στῶμεν καλῶς καί μήν παίζουμε «ἐν οὐ παικτοῖς»!
Παράδοξος καί ὁπωσδήποτε ἀπροσδόκητος ὁ τίτλος τοῦ ἄρθρου γιά τήν ἱστοσελίδα καί τό περιοδικό μας, πού οὔτε μέ τήν Ψυχιατρική οὔτε μέ τήν ᾿Ιατρική γενικότερα ἔχει κάποια σχέση. Εἶναι, λοιπόν, ἀναγκαῖο ἐξαρχῆς νά διευκρινίσω ὅτι δέν πρόκειται νά μπῶ στά χωράφια τῶν ἀγαπητῶν μου γιατρῶν. Δέν ἔχω τήν πρόθεση οὔτε καί τήν ἁρμοδιότητα νά ἀσχοληθῶ μέ τίς παθήσεις πού μελετᾶ καί ἀντιμετωπίζει ἡ Ψυχιατρική καί πού δέν εἶναι λίγες· ξεπερνοῦν τίς τριακόσιες, ὅπως ἔχει ἐπισημάνει εἰδική ἔρευνα. Τό θέμα τοῦ ἄρθρου μου ἀφορᾶ σέ τρεῖς πνευματικές, θά ἔλεγα, τρέλες. Εἶναι καταστάσεις ἔκρυθμες, πού προξενοῦν δυσαρμονία καί ταραχή στόν ψυχικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, σαλεύουν τήν ἐσωτερική του ἰσορροπία καί τόν ἀποδεικνύουν ἄφρονα, δηλαδή ἀνόητο, τρελό.
«῎Αφρων», λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι «ὁ ἐστερημένος φρονήσεως καί ὁ πρός τά κοινά καί ἀνθρώπινα διορατικῶς μή ἔχων», δηλαδή ἐκεῖνος πού ἔχασε τή φρόνησή του καί δέν διακρίνει τά κοινά καί ἀνθρώπινα, τά ὁποῖα ἀβίαστα ἀντιλαμβάνονται οἱ φυσιολογικοί ἄνθρωποι. Μέ τό χαρακτηρισμό «ἄφρων» στιγματίζει ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς τρεῖς περιπτώσεις ἀνθρώπων·
- ῎Ηδη στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ προφήτης Δαυΐδ γράφει· «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (Ψα 13,1· 52,1). «῎Αφρων» θεωρεῖται ἐκεῖνος πού δέν ἀναγνωρίζει τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄθεος.
- Στήν Καινή Διαθήκη τά χείλη τοῦ Θεανθρώπου χαρακτηρίζουν ἄφρονα τόν πλούσιο τῆς παραβολῆς· «῎Αφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λκ 12,20). Σώρευε ἀγαθά στίς ἀποθῆκες του, μένοντας ἀδιάφορος γιά τή δυστυχία τῶν συνανθρώπων του καί ἀνυποψίαστος γιά τίς ἀνάγκες τῆς δικῆς του ψυχῆς.
- ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στούς Κορινθίους ὀνομάζει ἄφρονα τόν ἄνθρωπο πού δέν ἐλπίζει στή σωματική του ἀνάσταση· «῎Αφρον, σύ ὅ σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται, ἐάν μή ἀποθάνῃ· καί ὅ σπείρεις, οὐ τό σῶμα τό γενησόμενον σπείρεις, ἀλλά γυμνόν κόκκον, εἰ τύχοι σίτου ἤ τινος τῶν λοιπῶν· ὁ δέ Θεός αὐτῷ δίδωσι σῶμα καθώς ἠθέλησε... οὕτω καί ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν» (Α´ Κο 15,36-42).
᾿Αθεΐα, ἀσπλαγχνία, ἀπελπισία. Νά οἱ τρεῖς καταστάσεις ἀφροσύνης, τίς ὁποῖες ἐπισημαίνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἱστορία καί ἡ καθημερινή μας ἐμπειρία ἐπιβεβαιώνουν τίς θλιβερές συνέπειές τους στή ζωή μας. Γιατί ὅμως χαρακτηρίζεται τρέλα ἡ καθεμία ἀπό τίς καταστάσεις αὐτές;
῾Η ἐπιστήμη τῆς Ψυχολογίας συμφωνεῖ μέ τήν ἁγία Γραφή ὅτι ἡ ψυχική ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται στήν ἐσωτερική του ἑνότητα καί εἰρήνη. ῞Οταν ἔχουμε ἁρμονικές σχέσεις μέ τόν ἑαυτό μας, μέ τούς ἄλλους καί μέ τόν Θεό, τότε ἡ λογική μας βλέπει καθαρά, τό συναίσθημά μας διοχετεύεται σωστά, ἡ βούληση εἶναι ἰσχυρή καί ἡ ψυχή μας νιώθει ὑγιής, ἀσφαλισμένη. ᾿Εκεῖνο πού διαταράσσει τήν ἐσωτερική ἰσορροπία, μᾶς διασπᾶ σέ χίλια κομμάτια καί μᾶς φέρνει σέ σύγκρουση μέ τούς γύρω καί μέ τόν ἑαυτό μας, εἶναι ἡ ἁμαρτία. Διότι «ἁμαρτάνω» σημαίνει ἀκριβῶς αὐτό· παραβαίνω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό νόμο τόν ὁποῖο ἔθεσε ὁ Δημιουργός μου, γιά νά λειτουργεῖ σωστά ἡ φύση μου, καί ἑπομένως ἀποτυγχάνω στό στόχο μου καί χάνω τό ρυθμό μου.
῾Η ἀθεΐα, ἡ ἀσπλαγχνία καί ἡ ἀπελπισία εἶναι οἱ βασικές μορφές μέ τίς ὁποῖες παρουσιάζεται ἡ ἁμαρτία στή ζωή μας. Καθεμιά ἀπ᾿ αὐτές διασαλεύει τίς σχέσεις μας μέ τούς τρεῖς βασικούς ἄξονες, γύρω ἀπό τούς ὁποίους στρέφεται ἡ ἀνθρώπινη ψυχή· τόν Θεό, τόν συνάνθρωπο καί τόν ἑαυτό μας. ῾Η ἀθεΐα μᾶς βάζει σέ πόλεμο μέ τόν Θεό· ἡ ἀσπλαγχνία ὑψώνει τεῖχος καί μᾶς χωρίζει ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους· ἡ ἀπελπισία μᾶς φέρνει σέ διάσταση μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. ᾿Εμβαθύνοντας θά μπορούσαμε νά δοῦμε πίσω ἀπό τήν ἀθεΐα τή ρίζα τῆς φιλοδοξίας, πού ὑποκαθιστᾶ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό· πίσω ἀπό τήν ἀσπλαγχνία τή φιλαργυρία, πού βάζει τό χρῆμα πάνω ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό, καί πίσω ἀπό τήν ἀπελπισία τή φιληδονία, τήν ἐκφυλισμένη μορφή τῆς ἀγάπης πρός τόν ἑαυτό μας.
῾Η ἀθεΐα σκοτίζει, τυφλώνει τό λογικό καί δέν μποροῦμε νά δοῦμε τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει παντοῦ. ῾Η ἀσπλαγχνία ἀλλοιώνει, στραγγαλίζει τό συναίσθημα καί ἀδυνατοῦμε νά ἀγαπήσουμε τόν συνάνθρωπό μας, πού εἶναι ἀδελφός μας. ῾Η ἀπελπισία ἀρρωσταίνει, τσακίζει τή βούληση, ὥστε δέν θέλουμε νά ἀντιληφθοῦμε τήν ὕπαρξή μας στήν πραγματική, τήν αἰώνια διάστασή της, δέν μποροῦμε νά πιστέψουμε στήν αἰωνιότητα, αὐτό ἀκριβῶς πού λαχταρᾶ ἡ ὕπαρξή μας. Καί στίς τρεῖς περιπτώσεις χάνουμε τήν ἐπαφή μέ τήν ἀλήθεια, κινούμαστε ἐκτός πραγματικότητος. ῎Ετσι ἡ ἀθεΐα, ἡ ἀσπλαγχνία καί ἡ ἀπελπισία γίνονται τρέλες.
«Χρόνια πολλά», μιά εὐχή πού πληθωρικά ἀκούγεται στήν ἀρχή τοῦ νέου ἔτους –καί ὄχι μόνο- σέ ὅλα τά πλάτη καί μήκη τῆς γῆς. Διατυπωμένη προφορικά σέ ποιητικό ἤ πεζό λόγο ἤ γραπτά μέ ἁπλά ἤ καλλιγραφικά γράμματα, σέ μιά κόλλα χαρτί ἤ σέ κάρτες ἐντυπωσιακές, σέ διάφορα ἔντυπα ἤ σέ ἠλεκτρονική μορφή, προβάλλει μέσα ἀπό τίς δύο λέξεις της τόν κοινό παναθρώπινο πόθο, τήν δίψα μας γιά ζωή. Καθώς διαχέονται ἀκόμη γύρω μας οἱ ἀπόηχοι τῆς ἑορταστικῆς ἀτμόσφαιρας ταιριάζει νά ἀποτολμήσουμε ἕναν σχολιασμό στό νόημα τῆς εὐχῆς.
Καί πρῶτα-πρῶτα, τί σημαίνει αὐτό τό «χρόνια πολλά»; Πόσα εἶναι τά πολλά χρόνια πού εὐχόμαστε; Δέν χορταίνουμε οὔτε μέ ἑκατό οὔτε μέ χίλια χρόνια, διότι εἴμαστε πλασμένοι γιά τήν αἰωνιότητα. Κι ἄν ὅλοι θέλουμε πολλά, ἀτέλειωτα χρόνια ζωῆς, ποιός ἀπό μᾶς ἀγνοεῖ ὅτι ἀργά ἤ γρήγορα τελειώνει ἡ ζωή μας σ' αὐτόν τόν κόσμο; Τό νέο ἔτος, πού μέ χαρές καί ἐλπίδες ὑποδεχθήκαμε, ἤδη προχωρεῖ καί ἡ δύση τῆς κάθε μέρας μειώνει τόν χρόνο πού ἀπομένει νά διανύσει ὁ καθένας μας πάνω στήν γῆ. Ρεαλιστικό ὅσο καί τραγικό ὀρθώνεται τό ἐρώτημα: «Ποῦ πᾶς, ἄνθρωπε; Μέ κάθε σου βῆμα τρέχεις γοργά-γοργά πρός τό μνῆμα». Διψοῦμε γιά ζωή καί ζώντας προχωροῦμε καθημερινά πρός τόν θάνατο!
Ὡστόσο, ἄν «ὁ κόσμος παράγεται (=περνᾶ καί φεύγει) καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ» (Α´ Ἰω 2,17), ἡ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα. Αὐτός εἶναι «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβ 13,8). Νά τό σταθερό σημεῖο, ἡ βάση ὅπου μπορεῖ νά σταθεῖ ἡ εὐχή, γιά νά μήν μεταβάλλεται σέ κούφια λόγια, γιά νά μήν καταντοῦμε ἀνεδαφικοί ἀερολόγοι ὅταν τήν ἐπαναλαμβάνουμε. Ὡς Θεός ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν εἶναι μόνο αἰώνιος, πού θά πεῖ ὅτι δέν ἔχει τέλος. Εἶναι καί ἀΐδιος, δηλαδή δέν ἔχει ἀρχή. Οἱ ἄνθρωποι καί τά πνεύματα (ἄγγελοι, δαίμονες) ἔχουν ἀρχή, δέν εἶναι ἀΐδιοι, εἶναι ὅμως αἰώνιοι, διότι θά ὑπάρχουν πάντα.
Πλασθήκαμε «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ». Στό «κατ' εἰκόνα» κρύβεται ἡ δύναμη τῆς αἰωνιότητος, ὁ σπόρος τῆς αἰωνιότητος πού ἀπό τήν δημιουργία μας φύτεψε μέσα μας ὁ Θεός. Στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» βρίσκεται ἡ ποιότητα τῆς αἰωνιότητος, ἄν, δηλαδή, θά εἴμαστε μαζί μέ τόν Θεό στήν αἰωνιότητα ἤ χωρίς τόν Θεό. Χωρίς τόν Θεό σημαίνει κόλαση ἤ, καλύτερα, σημαίνει ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά προσλάβει τήν ἀγαπητική παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος βέβαια εἶναι πανταχοῦ παρών. Ὁ Θεός εἶναι φῶς, ἀλλά τό φῶς αὐτό τό προσλαμβάνει καθένας ἀνάλογα μέ τήν ἐσωτερική του πνευματική κατάσταση. Τούς πιστούς τούς φωτίζει καί τούς εὐφραίνει τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τούς ἀμετανόητους ἀπίστους τούς σκοτίζει καί τούς κατακαίει. Αὐτό εἶναι κόλαση! Δέν χρειάζονται οὔτε φωτιές οὔτε ἄλλα βασανιστήρια. Εἶναι, γιά νά χρησιμοποιήσω παράδειγμα ἀπό τήν αἰσθητή ἀνθρώπινη πραγματικότητα, ἕνα αἴσθημα σάν ἐκεῖνο πού θά ἔνιωθε κάποιος κλεισμένος σ' ἕναν χῶρο, ἔστω ἕνα εὐρύχωρο καί πλούσιο σαλόνι, ὅπου ὅμως δέν θά εἶχε τήν δυνατότητα νά ἐπικοινωνήσει μέ κανένα ἀγαπημένο του πρόσωπο. Καί νά εἶναι αὐτή ἡ κατάσταση ἀτέλειωτη, αἰώνια! Ποιός θά ἐπιθυμοῦσε νά ζήσει χρόνια πολλά σέ ἕνα τόσο τραγικό καί ἀκατάπαυστο μαρτύριο; Κανείς!Ἡ εὐχή μας «χρόνια πολλά» ἀποκτᾶ περιεχόμενο, ἀποπνέει γλυκύτητα, ὡραιότητα καί εὐφροσύνη, ὅταν τά χρόνια πού εὐχόμαστε εἶναι μέ τόν Χριστό, μέσα στήν δική του παρουσία καί χάρη. Μέ ἁπλά λόγια, «χρόνια πολλά» σημαίνει χρόνια αἰώνια.
Οἱ πολλοί σηκώνουν ἀδιάφορα τούς ὤμους ὅταν ἀκούσουν γιά αἰωνιότητα. Νομίζουν πώς εἶναι κάτι τό ὀμιχλῶδες καί ἀβέβαιο, πού θά ξεκαθαρισθεῖ μετά τόν θάνατο καί ποιός περιμένει μέχρι τότε γιά νά βεβαιωθεῖ ἄν ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή, ἄν εἶναι πραγματικότητα ὁ παράδεισος καί ἡ κόλαση; Ἐδῶ εἶναι τό μεγάλο λάθος! Ἡ αἰωνιότητα ἀρχίζει ἀπό αὐτό τόν κόσμο, ἀπό τήν στιγμή τῆς ἔνταξης τοῦ πιστοῦ στό μυστικό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία. Ὅπως μέ τήν γέννηση τοῦ παιδιοῦ ἀρχίζει ἡ φυσική ζωή, πού τελειώνει μέ τόν θάνατο, ἔτσι μέ τήν πνευματική ἀναγέννηση πού συντελεῖται στό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ἀρχίζει ἡ πνευματική ζωή, πού ὀνομάζεται καί ἐν Χριστῷ, καί αἰώνια ζωή ἤ, ὅπως διαβάζουμε στήν ᾿Αποκάλυψη, χιλιόχρονη ζωή. Αὐτή ἡ ζωή δέν τελειώνει ποτέ, προσφέρεται δέ στούς πιστούς σέ τρεῖς δόσεις:
* Τήν πρώτη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς τήν ἀπολαμβάνουμε σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, ὅταν ζοῦμε ὡς ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τήν μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς, μέ τήν προσευχή, μέ τήν ἐνσυνείδητη συμμετοχή μας στά ἱερά μυστήρια, μέ τήν ὅλη χριστιανική βιοτή, πού στηρίζεται στήν ἐφαρμογή τοῦ θεϊκοῦ παραγγέλματος «ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν» (Ψα 33,15), ψηλαφοῦμε τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τοῦ πατέρα μας, συνομιλοῦμε μαζί του καί χαιρόμαστε τά δῶρα τῆς ἀγάπης του. Δέν ἔχουμε θλίψεις καί πειρασμούς, ἀρρώστιες, συκοφαντίες καί τόσα ἄλλα χτυπήματα; Καί βέβαια ἔχουμε! Δέν τά ἐξαλείφει αὐτά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ὁπλίζει ὅμως μέ τήν χάρη του, ὥστε ὅλα τά δυσάρεστα νά γίνονται σκαλοπάτι πού μᾶς ἀνεβάζει στήν δόξα του, διαπιστευτήρια πού ἀποδεικνύουν τήν συγγένειά μας μέ τόν ἐσταυρωμένο Κύριο. Μέσα ἀπό τίς θλίψεις ὁ πιστός κοινωνεῖ στό πάθος τοῦ Χριστοῦ, «μεταλαμβάνει τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ» (βλ. Ἑβ 12,10). Παίρνει δύναμη καί κουράγιο, ὥστε νά ἀπολαμβάνει γλυκύτερα, πιό χορταστικά τήν αἰώνια ζωή.
* Μετά τόν θάνατο ἀρχίζει ἡ δεύτερη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Γιά τούς λυτρωμένους, δηλαδή γιά ἐκείνους πού μετανοημένοι καί ἐξομολογημένοι κλείνουν τά μάτια στόν μάταιο αὐτό κόσμο, ἡ μετά θάνατον πραγματικότητα εἶναι τέλεια. Ἐδῶ δέν ὑπάρχουν πλέον θλίψεις καί δοκιμασίες, ἀλλά μία συνεχής καί ἀνεμπόδιστη κοινωνία τῆς ψυχῆς μέ τόν Χριστό, μέ τήν Παναγία, μέ τούς ἁγίους, μέ τούς ἀγγέλους. Εἶναι τέλεια, ὄχι ὅμως ὁλοκληρωμένη, διότι λείπει τό σῶμα.
* Ἡ χαρά τῆς αἰωνιότητος ὁλοκληρώνεται μέ τήν τρίτη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς, πού ἀρχίζει μέ τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί τήν τελική κρίση. Τότε ὁ πιστός, ψυχή καί σῶμα ἀναστημένο καί ἄφθαρτο σάν τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ Χριστοῦ, θά χαίρεται καί θά ἀπολαμβάνει τήν θεϊκή παρουσία καί μακαριότητα. Ἔτσι ἐκπληρώνεται στήν τελειότερη μορφή της ἡ εὐχή «χρόνια πολλά».
Ἡ ἐκπλήρωση τῆς εὐχῆς αὐτῆς εἶναι δεδομένη γιά τούς χριστιανούς, διότι σ' αὐτούς ἡ πίστη παρέχει ὡς κεκτημένο δικαίωμα τήν αἰωνιότητα. Ἀπό πλευρᾶς Θεοῦ, τά χρόνια τῶν πιστῶν εἶναι ὄχι ἁπλῶς πολλά, ἀλλά αἰώνια. Τό πόσο ἐμεῖς ἀξιοποιοῦμε αὐτό τό δικαίωμα ἐξαρτᾶται ἀπό τό πόσο ἐνεργοποιοῦμε, πόσο βιώνουμε τήν πίστη στήν ζωή μας. Πόσο τῆς ἐπιτρέπουμε νά μᾶς ἀνοίξει τά μάτια γιά νά ἀποκρυπτογραφήσουμε τήν σκοπιμότητα τῶν εὐχάριστων καί δυσάρεστων τῆς καθημερινότητας μέ τήν βεβαιότητα ὅτι γιά τήν χαρά καί τήν δόξα τοῦ παραδείσου μᾶς ἑτοιμάζει ὁ Θεός. Ἄς συμπληρώσουμε, λοιπόν, τήν εὐχή «χρόνια πολλά» μέ τήν προσευχή· «Κύριε, πρόσθεσέ μας πίστη, γιά νά ζοῦμε μέ συνεχῆ καί ἀληθινή μετάνοια»!