Super User

Super User

Κυριακή, 16 Απρίλιος 2023 03:00

Θά νικήσουμε!

  Μέ μύριους τρόπους ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι μόνο μέ τίς εὐαγγελικές διηγήσεις γιά τό κενό μνῆμα οὔτε μόνο μέ τίς ἀλλεπάλληλες ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστημένου, πού μπαίνοντας στή φυσική διάσταση προκαλοῦσε· «ψηλαφήσατέ με καί ἴδετε...» (Λκ 24,39). Μαρτυρεῖται ἐπίσης προφητικά ἡ διαχρονική δύναμη καί ἡ νίκη της ἀνά τούς αἰῶνες. Στήν Ἀποκάλυψη, τό κατεξοχήν προφητικό βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ Κύριος μεταφέροντας «τόν μαθητήν ὅν ἠγάπα» (Ἰω 19, 26) στήν ὑπερκόσμια διάσταση, «ἐν πνεύματι» (1,10), τοῦ παρουσιάζει συμβολικά τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ κόσμου ὅλου.
arnion-aggeloi  Μ ᾿ αὐτή τήν ἐμπειρία ὁ Ἰωάννης -πού στό Εὐαγγέλιό του θά καταγράψει τή μαρτυρία τοῦ Προδρόμου ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰω 1,29)- τόν βλέπει στήν Ἀποκάλυψη μέ τή συμβολική μορφή τοῦ ἀρνίου, πού εἶναι «ἑστηκός ὡς ἐσφαγμένον» (5,6). Κι εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ εἰκόνα τό σύμβολο τοῦ τελικοῦ θριάμβου τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν ἡρωική προέλασή της στήν κονίστρα τῆς ἱστορίας καί ἡ ἐγγύηση γιά τή νίκη τοῦ κάθε χριστιανοῦ.
  Ὑπάρχει πλάσμα πιό ἀδύναμο ἀπό ἕνα ἀρνάκι; Δέν ἔχει κέρατα δυνατά οὔτε δόντια κοφτερά ἤ νύχια ἤ, ἔστω, φτερά κι ἔτσι ἀδυνατεῖ ὄχι μόνο νά βλάψει ἀλλά καί νά ἀμυνθεῖ ἀπό τίς ἐπιβουλές τῶν ἐχθρῶν. Ἐπιβάλλεται ὅμως μέ τήν ἀθωότητα, μέ τήν ὑπομονή καί τήν ταπεινοσύνη του. Ἐπιπλέον αὐτό τό ἀρνάκι εἶναι καί σφαγμένο, ἄψυχο, νεκρό. Αὐθόρμητα ἡ σκέψη ἀνατρέχει στόν «ἄφωνον ἀμνόν» τοῦ Ἠσαΐα (53,7), πού θά θυσιασθεῖ χωρίς νά φέρει τήν παραμικρή ἀντίρρηση. Κι ὅμως -παράδοξο!- τό σφαγμένο ἀρνάκι εἶναι «ἑστηκός». Στέκει ὁλόρθο, ζωντανό καί δυνατό. Εἶναι τό ἴδιο πού σέ ἄλλο σημεῖο τῆς Ἀποκαλύψεως τό βλέπει ὁ Ἰωάννης ὡς λιοντάρι δυνατό, πανίσχυρο.
  Τό παράδοξο σύμβολο τοῦ ἐσφαγμένου καί ἑστηκότος ἀρνίου κηρύττει τή μεγάλη ἀλήθεια, τήν ὁποία ἀπεικονίζει ἡ Ἐκκλησία στίς δύο ὄψεις τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου της: τό σταυρό καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μέ τό αἷμα τῆς σταυρικῆς του θυσίας τό «ἐσφαγμένον ἀρνίον» Ἰησοῦς Χριστός λούζει καί καθαρίζει τούς δικούς του ἀπό τή βρωμιά τῆς ἁμαρτίας. Τούς λυτρώνει καί τούς συμφιλιώνει μέ τόν Θεό. Τούς ἀποκαθιστᾶ καί τούς καθιστᾶ λαό τοῦ Θεοῦ, παιδιά του, «ἱερεῖς καί βασιλεῖς τῷ Θεῷ» (πρβλ. Ἀπ 5,10), ἀπρόσβλητους ἀπό τήν κακία καί τίς ποικίλες ἐπιβουλές τοῦ πονηροῦ.
  Πράγματι, ἀπό τά πρῶτα χρόνια, «ἐνῶ οἱ στρατιῶτες πρότειναν τά ὅπλα τους, ἐνῶ οἱ ὄχλοι μαίνονταν σάν ἀγριεμένη φωτιά, ἐνῶ ἡ κακή συνήθεια ἀντιπαρατασσόταν, ἐνῶ ρήτορες, σοφιστές, πλούσιοι, ἰδιῶτες, ἄρχοντες ξεσηκώνονταν ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ὅλο καί περισσότεροι ἔρχονταν στήν Ἐκκλησία», σημειώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τόν 5ο αἰώνα. Ἀλλά ἡ ἴδια θαυμαστή ἱστορία συνεχίζεται μέχρι σήμερα καί θά συνεχίζεται μέχρι τή συντέλεια. Οἱ βολές, οἱ διαβολές καί προσβολές τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων κατά τῆς Ἐκκλησίας ἀνά τούς αἰῶνες, ὅσο ἰσχυρές καί πολύμορφες κι ἄν παρουσιάζονται, ἀποτυγχάνουν. Διότι προσκρούουν στό «ἐσφαγμένο» καί «ἑστηκός ἀρνίον», τόν Ἰησοῦ. Αὐτός εἶναι ἡ ἀδιάψευστη ἐγγύηση ὅτι θά νικήσουμε. Ἀρκεῖ νά εἴμαστε πραγματικά δικοί του.

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 99
Παρασκευή, 07 Μάιος 2021 03:00

Ἔχουμε ἐλπίδα!

xerakiΤό μεγάλο καί βασανιστικό πρόβλημα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὅτι ἔχασε τήν ἐλπίδα, αὐτή τή μοναδική πνοή καί δύναμη τῆς ζωῆς. Κι εἶναι αὐτή ἡ ἔλλειψη πού τόν κατάντησε ἀνερμάτιστο, θλιβερό ζητιάνο τῆς χαρᾶς καί τόν ὁδήγησε στήν ἀπελπιστικά εἰλικρινῆ ἀγγελία-ὁμολογία του: «Ζητεῖται ἐλπίς».
 Οἱ τελειότατες μηχανές, βλέπετε, ὑπερπαράγουν ἀγαθά ἀπίθανα -ἀκόμη καί μεταλλαγμένα-, ἀλλά δέν κατασκευάζουν ἐλπίδα. Οἱ ἐπακριβῶς προγραμματισμένοι ὑπολογιστές προκαθορίζουν μέ λεπτομέρεια πολλά, δυστυχῶς καταστροφικά πολλές φορές, μά ἀντί νά ἀναρριπίσουν τήν ἐλπίδα, τή σκοτώνουν. Τό μάρκετιγκ προωθεῖ τήν ἀγορά, προάγει τίς διαπροσωπικές σχέσεις καί πολλαπλασιάζει ἀφάνταστα τήν ἐπικοινωνία: οἱ ἀποστάσεις ἐκμηδενίζονται, ἡ συγκοινωνία ὑπερτελειοποιεῖται, τό «κινητό» δίνει καί παίρνει. Πόσο ὅμως συντελοῦν ὅλα αὐτά στήν κοινωνία, στήν ἐσωτερική ἐπαφή τῶν ψυχῶν; Δυστυχῶς, μόνο ἀρνητικά, καταλυτικά ἐπιτεύγματα διαπιστώνουμε στόν τομέα αὐτό. Ἀκόμη καί στή σελήνη περπάτησε ὁ κάτοικος τῆς γῆς, ἀλλά οὔτε κι ἐκεῖ -φεῦ- δέν βρῆκε τό ἄνθος τῆς ἐλπίδας.
 Καί πῶς νά τό βρεῖ, ἀφοῦ τό ψάχνει σέ λάθος δρόμο; Ὁ ἀπελπισμένος σημερινός ἄνθρωπος μοιάζει μ᾿ ἐκεῖνον τόν ταλαίπωρο, πού ἔζησε καί πέθανε μέσα στή φτώχεια καί τή μιζέρια, ἐνῶ μετά τό θάνατό του ἡ μπουλντόζα σκάβοντας στά θεμέλια τοῦ ἐρειπωμένου καλυβιοῦ του ἀνακάλυψε ἀμύθητο θησαυρό. Ζοῦσε στήν ἀνέχεια, διότι ἀγνοοῦσε τό θησαυρό του. Αὐτός εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Δέν ὑποψιάζεται κἄν τήν παρουσία τοῦ θησαυροῦ τῆς ἐλπίδας καί φυτοζωεῖ αὐτός πού πλάσθηκε γιά νά ἔχει ζωή περίσσια.Ἀγνοεῖ ἤ ἀρνεῖται νά δεχθεῖ ὅτι αὐτό πού ζητᾶ εἶναι ἀποκλειστική προσφορά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «τῆς ἐλπίδος ἡμῶν» (Α΄Τι 1,1).
 Ναί, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος, ἔπαθε, πέθανε καί ἀναστήθηκε γιά τή δική μας σωτηρία. Γιά νά ᾿χουμε ἐμεῖς ζωή, χαρά κι ἐλπίδα. Αὐτός ὁ πανταχοῦ παρών ἦταν ἀπών ἀπό τόν τάφο ἐκεῖνο τό μυρωμένο πρωινό τοῦ Σαββάτου καί ἡ ἀπουσία τοῦ νεκροῦ σώματός του ὑπογραμμίζει τή ζωντανή παρουσία του στήν ἱστορία τοῦ κόσμου. Συνέτριψε τό θάνατο, αὐτό τό φαρμακερό σαράκι τῆς ζωῆς, τό δολοφόνο τῆς χαρᾶς, τήν αἰτία τῆς ἀπελπισίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί ἐγκαινίασε μίας ἄλλης βιοτῆς, «τῆς αἰωνίου τήν ἀπαρχήν». Εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὅπου ἀντηχεῖ ἡ διαβεβαίωση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ πρός τούς μαθητές του: «ἰδού ἐγώ μεθ᾿ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας» (Μθ 28,20). Αὐτή ἡ συνεχής παρουσία τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ εἶναι «ἡ ἄγκυρα ἐλπίδος, ἡ ἀσφαλής καί βεβαία» (πρβλ. Ἑβ 6,18-19) γιά τούς πιστούς κάθε ἐποχῆς μέχρι τή συντέλεια τοῦ αἰώνα.
 Στήν κοινωνία μας, πού χωρίς τόν Χριστό σείεται ἀπό τήν ἀνασφάλεια καί μαραζώνει μέσα στίς ἀλλεπάλληλες ἀπογοητεύσεις, κράτα, ἀδελφέ μου, τόν πολύτιμο θησαυρό σου, τήν πίστη στόν ἀναστημένο Χριστό. Καί σκόρπα γύρω σου τό μεγάλο μήνυμα, τῆς χαρᾶς καί τῆς ἐλπίδας σου τήν αἰτία: Χριστός ἀνέστη!

 Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 99
Σάββατο, 04 Μάιος 2024 03:00

Δέν θέλουμε Ἀνάσταση

anastasi 2 Ἀκούγεται σκληρή καί κινεῖ ἴσως τήν δυσπιστία τοῦ ἀνυποψίαστου ἀναγνώστη ἡ διαπίστωση ὅτι δέν θέλουμε τήν Ἀνάσταση. Ποιός τυφλός δέν θέλει τά μάτια του, ποιός ἄρρωστος δέν ἀποζητᾶ τήν γιατρειά του; Κι εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μάτια στό σκοτάδι τῆς κακῆς μας τύφλας, ὑγεία στήν βασανιστική ἀρρώστια τῆς θνητότητός μας, ἡ σωτήρια διέξοδος ἀπό τό ἀδιέξοδο τοῦ παρόντος κόσμου στόν ἄπειρο καί ἅγιο κόσμο τῆς αἰωνιότητος, τό πέρασμά μας ἀπό τήν φθορά στήν ἀφθαρσία.
 Εἶναι γεγονός ἀτράνταχτο ἡ Ἀνάσταση. Δέν στηρίζεται στήν πίστη μας, ἀλλά αὐτή θεμελιώνει καί στηρίζει τήν πίστη. Πρίν δύο χιλιάδες χρόνια τό θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συγκρούσθηκε μέ τόν θάνατο καί φάνηκε νά ὑποτάσσεται στήν μοῖρα τοῦ θνητοῦ Ἀδάμ· «ἀπέθανε καί ἐτάφη». Ἐπειδή ὅμως δέν ἦταν ἕνας κοινός ἄνθρωπος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δέν παρέμεινε στό μνῆμα, ἀλλά «ἀνέστη καί ὤφθη». Νίκησε τόν θάνατο καί ἀναστήθηκε, στάθηκε πάλι ὄρθιος καί ζωντανός -τόν εἶδαν καί τόν ἀναγνώρισαν πολλοί- λυτρώνοντας τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό τήν κυριαρχία καί τόν φόβο τοῦ θανάτου.
 Ὡστόσο, οἱ ἄνθρωποι δέν θέλουν τήν Ἀνάσταση! Δέν χρειάζεται μεγάλη ἔρευνα οὔτε ἀπαιτεῖται ἰδιαίτερη μελέτη γιά νά καταλάβει κανείς ὅτι ἡ σημερινή κοινωνία, ἀκόμη καί ἡ λεγόμενη «χριστιανική», δέν εἶναι καθόλου δεκτική τῆς ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ρίξτε μιά ματιά γύρω σας καί θά διαπιστώσετε ὅτι πολλοί εἶναι οἱ θιασῶτες τοῦ ἐπικουρείου ὑλισμοῦ, πού δόγμα του ἔχει τό «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν». Τίποτε δέν μποροῦν νά δοῦν πέρα ἀπό τήν ταφόπλακα, διότι ἔχουν αὐτοεγκλωβισθεῖ στά ἐνδογήινα. Γι᾽ αὐτό μικροί καί μεγάλοι πανικοβλήθηκαν ἐν ὄψει τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως. Ἡ ἀπώλεια ἤ ἔστω ὁ περιορισμός τῆς ἀνέσεως καί εὐμάρειας πού ἀπολάμβαναν, τούς φαίνονται ἀνυπόφορα, ἀβάσταχτη ἡ μή ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων καί τῶν ἐπιθυμιῶν, ἡ στέρηση τῶν ἀπολαύσεων.
 Οὕτως ἤ ἄλλως ἡ Ἀνάσταση, γεγονός ἔξω ἀπό τά ἀνθρώπινα δεδομένα, ἐξ ἀρχῆς δέχθηκε τήν πολεμική τῶν ἀνθρώπων. Κι εἶναι, πράγματι, ἀσύλληπτο καί προκλητικό γιά τήν σκέψη μας τό γεγονός ὅτι οἱ πρῶτοι καί σφοδρότεροι ἀμφισβητίες τῆς Ἀναστάσεως ὑπῆρξαν ἀκριβῶς ἐκεῖνοι πού θά περιμέναμε νά τήν ἐνστερνισθοῦν ἄνευ ὅρων, οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ! Ὅσα εἶδαν καί ἔζησαν κοντά στόν Ἰησοῦ τούς εἶχαν πείσει ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας, τόν ὁποῖο ὅμως περιόρισαν στήν ἐνδοκοσμική ὀπτική τους. Δέν ἤθελαν τόν Μεσσία γιά τόν ὁποῖο μίλησαν οἱ προφῆτες, δέν ἐννοοῦσαν νά τόν δεχθοῦν ἔτσι ὅπως ὁ ἴδιος παρουσιάθηκε ταπεινός καί πρᾶος. Στήν δική τους νοοτροπία ὁ Μεσσίας θά ἔπρεπε νά εἶναι ὁ κυρίαρχος κατακτητής, ὁ παντοδύναμος βασιλιάς, ὁ ἀήττητος κοσμοκράτορας. Τόν καμάρωσαν καί τόν ἐπευφήμησαν ὅταν χόρτασε τά πλήθη, ὅταν ἀνέστησε τόν νεκρό Λάζαρο. Ποῦ νά δεχθοῦν ὅτι θά πεθάνει, θά μπεῖ στό μνῆμα ὁ Μεσσίας! Ὅταν, λοιπόν, τόν εἶδαν καρφωμένο στόν σταυρό κι ἔπειτα νεκρό στό μνῆμα, διασκορπίσθηκαν ἀπογοητευμένοι. Μόνο οἱ ἐχθροί τοῦ Ἰησοῦ ἄρχισαν νά ἀνησυχοῦν μήπως καί ἀνα- στηθεῖ, ὅπως τό προεῖπε, καί σπεύδουν νά ἀσφαλίσουν τόν τάφο καί βάζουν φρουρούς νά τόν φυλάγουν· ἀπό ποιούς; ἀπό τούς τρομαγμένους καί ἀπελπισμένους μαθητές πού ἀπερίφραστα ὁμολογοῦν ὅτι «ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τόν Ἰσραήλ» (Λκ 24,21). «Ἠλπίζομεν» κάποτε. Τώρα ὅμως οἱ ἐλπίδες διαψεύσθηκαν, ἔσβησαν.
 Κι ὅμως, ὁ Ἰησοῦς ἔσπασε «τά κλεῖθρα τοῦ ᾅδου» καί ἀναστήθηκε. Αὐτός πού δίδαξε τήν ἀλήθεια ἡ ὁποία ἁγιάζει καί ἐλευθερώνει, πού μέ τά σημεῖα, τίς θεραπεῖες καί νεκραναστάσεις πού ἔκανε ἀποκάλυψε τήν θεϊκή του αὐθεντία, τήν ἐπικυρώνει τώρα μέ τό σημεῖο τῶν σημείων, τήν Ἀνάστασή του. Βεβαιωμένοι γι᾽ αὐτήν ἀπό τίς ἀλλεπάλληλες ἐμφανίσεις του οἱ μέχρι τότε δειλοί μαθητές, γίνονται ἀπόστολοι καί «ὡς λέοντες πῦρ πνέοντες» καταθέτουν στόν κόσμο τήν ἀξιόπιστη μαρτυρία τους ὅτι «Χριστός ἀνέστη». Ἔτσι, ἀπό τό κενό μνῆμα τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ χύνεται τό φῶς τῆς ἐλπίδας. Ἀνοίγει ὁ νέος δρόμος τῆς ζωῆς καί τῆς αἰώνιας εὐτυχίας μας, στόν ὁποῖο βαδίζουμε μέ τήν μετάνοια καί τήν πίστη.
 Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τό πρόβλημα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἀπορρίπτει τόν Ἰησοῦ Χριστό. Θαυμάζει τήν καλωσύνη καί τήν ἀγάπη του, τίς τόσες εὐεργεσίες πού σκόρπισε στήν γῆ. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι πού τόν ἐνοχλεῖ! Ἄν ἔμενε νεκρός στό μνῆμα ὁ Ἰησοῦς, θά εἶχε τήν συμπάθεια τῶν πολλῶν. Εἶναι ἀνεπιθύμητος καί πολεμεῖται σήμερα ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι ἀναστημένος καί τό ἄγγελμα τῆς ἀναστάσεώς του ἔχει ὡς ἄμεση συνέπεια τό παράγγελμα τῆς δικῆς μας μετανοίας, τήν ἀπάρνηση τῶν παθῶν. Ἕνας Χριστός πού δέν ἀναστήθηκε μπορεῖ κάλλιστα νά ταυτισθεῖ μέ τούς ἄπειρους θεούς καί θεές τῆς εἰδωλολατρίας, πού ὄχι μόνο δέν ἀπαγορεύουν, ἀλλά καί ἐπιδοτοῦν τά πάθη. Τί γίνεται ὅμως μέ τόν ἀναστημένο Χριστό πού διαβεβαιώνει ὅτι «ἐγενόμην νεκρός, καί ἰδού ζῶν εἰμι εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων» (Ἀπ 1,18); Πῶς νά τόν ἀνεχθεῖς νά ἐλέγχει τίς παρεκτροπές σου, νά περιορίζει τίς κακίες σου, νά ρυθμίζει τήν ζωή σου; Νά γιατί οἱ πολλοί δέν θέλουν τήν Ἀνάσταση!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 66 (2011) 100-102

Σάββατο, 23 Μάρτιος 2019 00:00

Ἐλευθερία τότε...καί τώρα

simaia Ἐπίκαιρο, καθώς γιορτάζουμε τήν ἐθνική μας ἀπελευθέρωση, ἀλλά καί πάντοτε ἐνδιαφέρον τό θέμα τῆς ἐλευθερίας. Μᾶς δίνει τήν ἀφορμή νά μελετήσουμε τή σχέση μας -ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων- μέ τήν ἐλευθερία· τότε, στά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, καί τώρα, πού ζοῦμε σέ μιά χώρα ἐλεύθερη.
 Τόσο ἡ ἐθνική ὅσο καί ἡ ἐσωτερική ἐλευθερία τοῦ καθενός προϋποθέτει τή δική του προσωπική προσπάθεια καί τόν ἀγώνα γιά τήν κατάκτησή της. Ὅσο κι ἄν ἀκούγεται παράδοξα, ἄνθρωπος κανείς δέν μπορεῖ νά χαρίσει στόν ἄλλο τήν ἐλευθερία, οὔτε βέβαια καί νά τοῦ τήν ἀφαιρέσει. Ἀκριβέστερα, γιά νά χρησιμοποιήσω τή φράση ἑνός ἁγίου διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ, «τήν μέν σωματικήν ἐλευθερίαν καί ἄνθρωπος δίδωσι τήν δέ ψυχικήν μόνος ὁ Υἱός (τοῦ Θεοῦ), ὡς κυρίως κύριος· ἐπεί καί κυρίως αὕτη ἐλευθερία». Τήν ἐλευθερία τοῦ σώματος μπορεῖ κάποιες φορές νά τή χαρίσει ἄνθρωπος σέ ἄνθρωπο, τῆς ψυχῆς ὅμως τήν ἐλευθερία μόνο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πραγματικός Κύριος τή χαρίζει. Εἶναι σαφῶς ἀνώτερη ἡ ἐλευθερία τῆς ψυχῆς ἀπό ἐκείνη τοῦ σώματος ὅσο ἡ πρώτη ὑπερέχει ἀπό τό δεύτερο.
 Μέγιστο ἀγαθό ἡ ἐθνική ἐλευθερία. Ποιός δέν τό κατανοεῖ, ἰδιαίτερα ἄν συμβαίνει νά εἶναι Ἕλληνας; Σωστά λέχθηκε ὅτι «ἡ ἑλληνική ψυχή ζῆ μονάχα γιά τήν ἐλευθερία». Ἀλλά εἶναι ἐξίσου σωστή ὅσο καί ἀμείλικτη ἡ διαπίστωση ὅτι κάποιες φορές οἱ Ἕλληνες φάνηκαν ἀνάξιοι τῆς ἐθνικῆς τους ἐλευθερίας καί τήν ἔχασαν μέσα ἀπό τά χέρια τους. Γιατί; Διότι εἶχαν καταντήσει βαθιά νυχτωμένοι πνευματικά. Ἦταν ἐσωτερικά σκλάβοι σέ πάθη καί κακίες. Ἡ ἐσωτερική σκλαβιά ἔφερε καί τήν ἐξωτερική, τήν ἐθνική. Ἔτσι συνέβη καί μέ τήν ὑποταγή στόν τουρκικό ζυγό, κάτω ἀπό τόν ὁποῖο ἀκόμη περισσότερο ἐξαχρειώθηκαν οἱ Ἕλληνες.
 Ὡστόσο τό δοῦλο Γένος προικοδοτημένο πλουσιοπάροχα ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ κι ἀνδρωμένο μέ τῆς Ὀρθοδοξίας τή φλόγα, ἔχει νά δείξει καί στίς πιό σκοτεινές ὧρες του πνεύματα φωτεινά καί καρδιές ἀπροσκύνητες. Αὐτοί ἔγιναν ὁ σπόρος, γιά νά ἀνθοβολήσει καί πάλι στήν ἑλληνική πατρίδα τό ἁγνό λουλούδι τῆς λευτεριᾶς. Κι ἦρθε πράγματι ἡ ὥρα ἡ εὐλογημένη. Οἱ σκλάβοι ἔγιναν ἐλεύθεροι, διότι καί μέσα στή μακροχρόνια σκλαβιά κράτησαν ἀναμμένη τή φλόγα τῆς πίστεως, τήν εὐλάβεια, τήν ἀνθρωπιά, τίς παραδόσεις τους. Κράτησαν ἀδούλωτη, ἐλεύθερη τήν ψυχή τους.
 Δέν ἦταν ἁπλή ὑπόθεση ἡ ἐπικράτηση τῆς ἐλευθερίας. Κίνδυνοι πολλοί ἀπειλοῦσαν νά τήν πνίξουν μόλις ἀναστήθηκε «ἀπ᾿ τά κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά». Πρῶτος καί φοβερός ὁ κίνδυνος τῆς διχόνοιας, τῆς ἐθνικῆς μας ἀρρώστιας. Τά ὅπλα, πού ἔδιωξαν ἀπό τή γῆ μας τόν ἐχθρό, κατόπιν βάφηκαν σ᾿ ἀδελφικό αἷμα. Ἔπειτα ἡ ἀδικία, ἡ ἰδιοτέλεια, τό συμφέρον μετέβαλαν σέ ἐχθρούς καί πολέμιους τούς ἀδελφούς. Ὁ Μακρυγιάννης, μέ τή θυμόσοφη ἁπλότητά του, ἐντοπίζει τήν αἰτία τῆς ἀθλιότητας στήν ἀτονία τῆς πίστεως καί στήν ἔκλυση τῶν ἠθῶν. «Ἐκκλησία εἰς τήν πρωτεύουσαν δέν εἶναι καί μᾶς γελᾶνε ὅλος ὁ κόσμος». Δέν χτίζετε ἐκκλησίες καί σχολεῖα, ἀλλά κοιτᾶτε νά «φτιάξετε θέατρον, διά νά μᾶς μάθῃ τήν ἀπιστία καί τήν παραλυσία».
 Αὐτά τότε. Νά ἔρθω τώρα στούς σημερινούς Ἕλληνες. Εἴμαστε ἐλεύθεροι ἐθνικά. Δόξα τῷ Θεῷ! Ποιός ὅμως μπορεῖ μέ εἰλικρίνεια νά μᾶς διαβεβαιώσει ὅτι κατέχουμε οἱ Νεοέλληνες τήν ἐσωτερική, τήν πνευματική ἐλευθερία, ἐκείνη πού ἔβγαλε ἀπό τή σκλαβιά τούς ἄλλοτε ὑπόδουλους προγόνους μας; Ἐκείνη τήν ἐλευθερία, γιά τήν ὁποία ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἀποφθέγγεται· «Ἐλεύθεροί σοι νομιζέσθωσαν, οὐχ οἱ τήν τύχην ἐλεύθεροι· ἀλλ᾿ οἱ τόν βίον καί τούς τρόπους ἐλεύθεροι».
 Φοβοῦμαι ὅτι καί σήμερα, εἴτε τό ὁμολογοῦμε εἴτε ὄχι, σέ πολλές περιπτώσεις μᾶς τυλίγει σκληρή καί ἀδυσώπητη σκλαβιά. Μήπως δέν ἀντιμετωπίζουμε καθημερινά ἕναν ἀπαίσιο ἐξανδραποδισμό στό ἐπίπεδο τῶν ἰδεῶν μέ τήν κατευθυνόμενη προπαγάνδα, τήν ἐλεγχόμενη μετάδοση πληροφοριῶν, τήν παραπλανητική διαφήμιση; Ἔπειτα ἡ ὕβρις, ὅπου παρέσυρε τόν Νεοέλληνα ὁ ἀέρας τοῦ νεοπλουτισμοῦ; Ὁ ξεπεσμός του στήν παγίδα τοῦ εὔκολου κέρδους; Ἡ ἐπαίσχυντη ἀντικατάσταση τῶν τιμαλφῶν ὄχι μόνο τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς ἀλλά καί αὐτῆς τῆς ἀνθρωπιᾶς μέ τίς νεοφανεῖς «ἀξίες» τοῦ χρηματιστηρίου;
 Καί τί νά ποῦμε γιά τή βάρβαρη κακοποίηση τῆς ἴδιας τῆς γλώσσας μας· γιά τήν ἀπερίσκεπτη ἀπεμπόληση τῶν ἰδανικῶν καί παραδόσεών μας· γι᾿ αὐτή τήν ἄρρωστη ξενομανία, πού συχνά μᾶς ὁδηγεῖ στόν πιθηκισμό καί στό γραικυλισμό! Ἀνησυχητική εἶναι ἡ ἀδιαμαρτύρητη, ἡ τυφλή ὑπακοή σ᾿ ὅ,τι ἔξωθεν εἰσαγόμενο, ἡ ὁμαδοποίηση καί ἀγελοποίηση πού μᾶς ἐπιβάλλουν οἱ διάφορες «κοινωνικές ὑποχρεώσεις». Ἀκόμη καί οἱ προτιμήσεις στό ρουχισμό (μόδα), στήν ἐπίπλωση τοῦ σπιτιοῦ, στόν τρόπο συμπεριφορᾶς καί ἐπικοινωνίας προκαθορίζονται ἀπό κάποιες ἔξω ἀπό μᾶς σκοπιμότητες, στίς ὁποῖες ἄβουλα ὑποκύπτουμε. Αὐτή ἡ ἰσοπέδωση καί δρομολόγηση τῆς ζωῆς μας σέ προκατασκευασμένα καλούπια μᾶς καταντᾶ ἄβουλες μαριονέττες, πού κινούμαστε καί ἐκφραζόμαστε μηχανικά. Καί οἱ μαριονέττες ποτέ δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐλεύθερες.
 Πρόβλημα σοβαρό ἀποτελεῖ ἡ τρομακτική ἀλλοίωση πού ἐπέφερε πάνω μας ὁ ἀλόγιστος καταναλωτισμός, ὁ εὐδαιμονισμός, ἡ ἔλλειψη ἄσκησης καί ἡ κατάργηση τοῦ φρονήματος τῆς θυσίας. Πολύ ἀπαισιόδοξη ἀλλά δυστυχῶς ἀληθινή ἡ διαπίστωση ὅτι «κάποτε δίναμε καί τή ζωή μας γιά τήν Ἑλλάδα· σήμερα δίνουμε καί τήν Ἑλλάδα γιά τή ζωή μας».
 Γιατί αὐτός ὁ ξεπεσμός; Γιατί τέτοια κατάντια; Διότι πρῶτα δώσαμε τήν ψυχή μας σέ πράγματα ὑλικά καί ξένα πρός τίς βαθύτερες ἀνάγκες της. Ἀδιαφορήσαμε γιά τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε ὅλη τή φυσική δημιουργία γιά τόν ἄνθρωπο. Καί τόν ἄνθρωπο -μόνον αὐτόν μέσα ἀπ᾿ ὅλη τήν πλάση- τόν ἔπλασε ὁ Θεός γιά τόν ἑαυτό του. Τόν θέλει δικό του, δοῦλο του.
 Μά τότε πῶς μιλοῦμε γιά ἐλευθερία, θά διερωτηθεῖ κάποιος. Ἐδῶ ἀκριβῶς μπαίνουμε στό χῶρο τοῦ μυστηρίου. Ὁ Θεός ξέρει νά λυγίζει τήν καρδιά μας χωρίς νά τή βιάζει καί νά μᾶς τραβᾶ κοντά του χωρίς νά μᾶς ἐξαναγκάζει. Ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐγκαινίασε τό καθεστώς τῆς τέλειας καί ὁριστικῆς ἐλευθερίας γιά ὅλους ἐκείνους πού τόν ἀποδέχονται μέ πίστη καί ἀγάπη. Κι ὅπως συγκεκριμενοποίησε τήν ἀγάπη, βεβαιώνοντας ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Α' Ἰω 4,8), καί τήν ἀλήθεια, ἀποκαλύπτοντας ὅτι «ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰω 14,6), ἔτσι ἔδωσε καί στήν ἐλευθερία τήν ἀληθινή της διάσταση. Ἐρήμην τοῦ Χριστοῦ ἡ ἐλευθερία δέν εἶναι παρά τό ψεύτικο ὄνομα τῆς δουλείας, «τό ἐπικάλυμμα τῆς κακίας», ὅπως τή χαρακτηρίζει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Α' Πε 2,6). Ἀντίθετα ἡ ἐν Χριστῷ δουλεία εἶναι τό πιό ἐκφραστικό, τό πιό ἀληθινό ὄνομα τῆς ἐλευθερίας.
 Ἡ πίστη, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἐλευθερία σχηματίζουν μία τέλεια ἁλυσίδα στή χριστιανική ζωή. Ἡ γνώση τῆς θεϊκῆς ἀλήθειας ἔρχεται μέ τήν πίστη καί ἐλευθερώνει τούς πιστούς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέχεται ἐλεύθερα τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ πιό ἀξιόπιστα νά ὑπακούει στίς ἐντολές του. Ὅταν ἀνταποκρίνεται στήν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου, ἐλευθερώνεται ἀπό τά δεσμά τῆς ἄγνοιας, νικᾶ τή δύναμη τῆς ἁμαρτίας καί αὐτόν ἀκόμη τό φόβο τοῦ θανάτου.
  Ὡς χριστιανοί ὀρθόδοξοι κατέχουμε τή ζωντανή ἀλήθεια. Θά ἔπρεπε συνεπῶς νά κατέχουμε καί τήν ἐλευθερία. Ἄν αὐτό δέν συμβαίνει, εἶναι διότι κάπου νοθεύουμε τήν ἀλήθεια τῆς πίστεως, τήν παραμερίζουμε ἤ τή στομώνουμε, μέ ἀποτέλεσμα νά ψυχραίνουμε τήν ἀγάπη μας γιά τόν ἐλευθερωτή Χριστό. Καί πῶς νά κρατηθοῦμε ἐλεύθεροι χωρίς τή δική του βοήθεια; Καί πῶς νά κυριαρχήσουμε χωρίς τή θεϊκή συνδρομή; Ἀμείλικτος στή σαφήνεια καί καθηλωτικός στήν ἀπολυτότητά του ὁ θεϊκός λόγος ἀποκαλύπτει· «ᾧ γάρ τις ἥττηται, τούτῳ καί δεδούλωται» (Β' Πε 2,19). Ἐλεύθερος δέν εἶναι αὐτός πού ἀσύστολα κάνει ὅ,τι θέλει, ἀλλά αὐτός πού κάνει ὅ,τι πρέπει. Κάθε ἥττα στόν πνευματικό τομέα μπορεῖ νά φαίνεται σάν ἀπελευθέρωση καί χειραφέτηση ἀπό τό νόμο τοῦ Θεοῦ, στήν πραγματικότητα ὅμως ὅποιος ἀρνεῖται τήν ὑποταγή στόν Θεό ὑποτάσσεται σέ μύρια ἄλλα ἀφεντικά, ὅσα εἶναι καί τά πάθη του, ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος.
 Δέν εἶναι στ᾿ ἀλήθεια τραγικό ὅτι μπορεῖ νά ἐκθειάζουμε τούς προγόνους μας καί νά τούς τιμοῦμε, διότι μέ τή θυσία τους νίκησαν ἐχθρούς ἄσπονδους καί αἰώνιους, ἀλλά οἱ ἴδιοι νά παραμένουμε δοῦλοι τῶν παθῶν μας;

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 52-54
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Τό χρέος

1821«Χαῖρε, Μαρία Δέσποινα, χαῖρε, ἁγνή Παρθένα, χαῖρε καί σύ ἀθάνατο τρανό εἰκοσιένα!». Ἔτσι χαιρετίζει ὁ ἀείμνηστος Γ. Γρατσέας, καθηγητής Πανεπιστημίου καί ποιητής, τήν τρανή διπλή γιορτή τοῦ μήνα, τήν 25η Μαρτίου, σημειώνοντας τήν ἰδιαίτερη σχέση πού συνδέει ἐμᾶς τούς Ἕλληνες μαζί της.
 Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ φανέρωση «τοῦ ἀπ᾿ αἰῶνος μυστηρίου», κατά τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, γίνεται σταθμός χαρᾶς, ἐλπίδας καί αἰσιοδοξίας γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καταδικασμένοι «ἐν χώρᾳ καί σκιᾶ θανάτου» εἶδαν τό φῶς, γνώρισαν τή ζωή, τή σωτηρία, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό. Ὁ Χριστιανισμός πλησίασε καί ἄλλα ἔθνη καί τά ἀναγέννησε ὅλα. Κανένα ὅμως δέν εὐεργέτησε τόσο ὅσο τό ἑλληνικό. Ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε σέ ποιά κατάσταση εἶχε βρεῖ τήν πατρίδα μας ὁ Χριστός. Ἡ εἰδωλολατρία καί ἡ διαφθορά, οἱ φατριασμοί καί οἱ διχόνοιες εἶχαν ἀπομυζήσει καί τήν τελευταία ἰκμάδα σοφίας καί εὐρωστίας. Ἡ ρωμαϊκή κατάκτηση εἶχε ἀποκόψει καί τό τελευταῖο νεῦρο ζωτικότητας. Τό 146 π.Χ. ὄντως σήμανε finis Greciae, τό τέλος τῆς Ἑλλάδας. Κι ὅμως μετά ἀπό αἰῶνες, χωρίς καμιά ἐπανάσταση, χωρίς πολιτική ἤ κοινωνική μεταρρύθμιση, μόνο μέ τόν ἐκχριστιανισμό, ἡ χώρα βρέθηκε ὄχι μόνο πνευματικά ζωντανή ἀλλά καί ἐθνικά ἐλεύθερη καί, τό πιό θαυμαστό, κυρίαρχη!
 Μά ἦρθαν χρόνοι δίσεκτοι. Ἀτόνησε ἡ πίστη. Χαλάρωσαν τά ἤθη. Ἀπομακρυσμένοι ἀπ᾿ τόν Θεό δουλώθηκαν στά πάθη οἱ Ἕλληνες κι ἔχασαν καί πάλι τήν ἐθνική τους ἐλευθερία. Τό Βυζάντιο, αὐτό τό ἀγλάισμα τῆς ἐκχριστιανισμένης Ἑλλάδας, πού φώτισε ὅλη τήν Εὐρώπη, βυθίστηκε καί πάλι στό σκοτάδι.
 Εἶναι, ὡστόσο, γεγονός ὅτι καί μέσα σ᾿ ἐκείνη τή σκοτεινή νύχτα τῶν τετρακοσίων χρόνων τῆς σκλαβιᾶς δέν ἄφησε μόνους τούς ραγιάδες ὁ Χριστός. Κρυφόκαιγε τῆς πίστης τό καντήλι σέ κάποιες ἡρωικές ψυχές. Καί κράτησε ζωντανή αὐτή τή φλόγα, ἀνέγγιχτη ἀπό τῆς ἀπιστίας τό ἀγιάζι, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ· μέ τόν παπά καί τόν καλόγερο, μέ τό Ψαλτήρι καί τό Ὀκτωήχι στήριξε τό δοῦλο γένος. Κράτησε ἀπροσκύνητη τήν ψυχή του. Ἔτσι, σάν ἦρθε ἡ ὥρα, σήκωσαν τ᾿ ἄρματα οἱ σκλάβοι. Ποῦ βρῆκαν τή δύναμη; Τό ἐξομολογεῖται μέ εἰλικρίνεια ὁ γέρος τοῦ Μοριᾶ: «Ὅταν πήραμε τ᾿ ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ πίστεως κι ἔπειτα ὑπέρ πατρίδος».
 Τό γνωρίζουν καί τό ἀναγνωρίζουν ἀνά τούς αἰῶνες οἱ τίμιοι ἀγωνιστές αὐτοῦ τοῦ τόπου. Χωρίς τήν πίστη στόν Χριστό θά ἦταν διαφορετική ἡ πορεία τῆς Ἑλλάδας κι ἴσως θά εἶχε σβήσει ἀπό καιρό, ἄν δέν ἦταν τόσο δεμένη μέ τόν Χριστό. Κι ἄν σήμερα κάποιοι σπασμωδικά προσπαθοῦν νά ἀναστήσουν τό δωδεκάθεο τοῦ Ὀλύμπου πιστεύοντας(;) πώς ἐκεῖ θ᾿ ἀνακαλύψουν τό μεγαλεῖο καί τή δόξα τῆς Ἑλλάδας, εἶναι τουλάχιστον ἀνεδαφικοί. Διότι καί τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας τά μεγάλα πνεύματα εἶχαν ἀντιληφθεῖ τό ψέμα τῆς εἰδωλολατρίας. Δέν καταδικάστηκε ὁ Σωκράτης, διότι «ὡς τό παράπαν οὐ νομίζει εἶναι θεούς»; Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινός Θεός, σκέπει καί δοξάζει αἰῶνες τώρα τήν Ἑλλάδα. Αὐτό μᾶς χρεώνει νά τοῦ ἀναγνωρίσουμε μιά ὁδηγητική θέση στή ζωή μας. νά ἐπιδιώξουμε οἱ Νεοέλληνες ὄχι τήν ἐπάνοδο στήν εἰδωλολατρία ἀλλά τόν ἐπανευαγγελισμό μας.

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 51
Δευτέρα, 06 Οκτώβριος 2014 03:00

Ἐνοχλεῖ ὁ καθρέφτης;

grafi-staurosἈπό τίς ἐκφραστικότερες καί θεολογικότερες αὐτοαποκαλύψεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι αὐτός συστήνεται ὡς «ἡ ἀλήθεια καί ἡ ὁδός», καλύπτοντας ἔτσι τή βιοθεωρία ἀλλά καί τή βιοτή τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὁ Χριστός ἡ ἀλήθεια πού ἱκανοποιεῖ τό πνεῦμα μας, ἀλλά καί ἡ ὁδός πού μᾶς κατευθύνει ἀλάνθαστα στήν καθημερινή μας πράξη· ὁ δάσκαλος πού μᾶς διαφωτίζει ἀλλά καί ὁ καθηγητής, δηλαδή ὁ καθοδηγητής, πού προπορεύεται γιά νά τόν ἀκολουθοῦμε στό δρόμο τῆς ζωῆς. Κι ἐπειδή ἡ ἀρχή καί ἡ ὅλη πορεία τῆς ζωῆς μας ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀποκτοῦν θεμελιακή σημασία οἱ ἐντολές καί τά παραγγέλματα μέ τά ὁποῖα αὐτό ἐκφράζεται μέσα στήν ἁγία Γραφή.
 Τό γενικό παράγγελμα, πού ἀπηχεῖται σ᾿ ὅλη τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, διατυπώνεται ἐπιγραμματικά στή φράση· «ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν» (Ψα 36,27· Α' Πε 3, 11). Ἐπισημαίνονται δέ καί ἀναλύονται διεξοδικά οἱ ἔννοιες τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, μέ ἕνα πλῆθος ἀρετῶν καί κακιῶν ἀντίστοιχα, πού συχνά ἀπαριθμοῦνται στήν ἁγία Γραφή. Δέν ἀναφέρονται, βέβαια, σάν μία στεγνή, ἠθικιστική λίστα, διότι ἡ ἁγία Γραφή δέν εἶναι νεκρή καθηκοντολογία καί ἀφηρημένη ἠθική. Προβάλλονται ὡς συγκεκριμένη μορφή τοῦ ἀγαθοῦ, ὡς θέλημα καί ἐντολή τοῦ Θεοῦ, πού ἀντιτίθεται στό κακό, στό θέλημα τοῦ διαβόλου. Καί γίνονται καθοδηγητικές γραμμές τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, διά τοῦ ὁποίου προάγεται, ὥστε νά καταστεῖ ἄρτιος ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος.
 Ἤδη στό Δεκάλογο γίνεται μία ἁδρομερής ἀπαρίθμηση τῶν πρακτέων καί τῶν ἀποφευκτέων. Στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία του, ἐξάλλου, ὁ Κύριος καθορίζει μέ ἀκρίβεια τούς κανόνες συμπεριφορᾶς τοῦ πιστοῦ στή σχέση του μέ τόν Θεό καί μέ τούς συνανθρώπους του. Ἀλλά καί σέ ἄλλη ὁμιλία του, πού διασώζει ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος (7, 21-22· πρβλ. Μθ 15,19), ἀναφέρει ἐκτενῆ κατάλογο 13 ἁμαρτημάτων. Στίς ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἐπίσης κατ᾿ ἐπανάληψιν συναντοῦμε καταλόγους ἀρετῶν καί κακιῶν. Στήν Α' πρός Τιμόθεον ἐπιστολή (1,9-10) π.χ. ὁ ἀπόστολος προσαρμόζει λακωνικά, σχεδόν μονολεκτικά, τήν κάθε μία ἀπό τίς δέκα ἐντολές στή σύγχρονη ζωή. Παρόμοιες λίστες ἀρετῶν καί κακιῶν παραθέτει στά Α' Κο 6,9-10· Γα 5,18ἑ.· Β' Τι 3,1ἑ. κ.ἄ. Ἰδιαίτερα ἐπισημαίνω τήν περικοπή τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς 1,26-32, ὅπου μέσα σέ ἑπτά μόνο στίχους μνημονεύονται 26 ἁμαρτήματα.
  Ἡ πρακτική ἀνάλυση καλοῦ καί κακοῦ καί ἡ προσαρμογή τους στή ζωή τοῦ κάθε χριστιανοῦ ἐξηγεῖ καί δικαιολογεῖ γιατί ὁ ἀπόστολος Παῦλος χαρακτηρίζει τήν ἁγία Γραφή κατάλληλη «πρός ἔλεγχον» (Β' Τι 3,16). Ὅπως δηλαδή ἐλέγχουμε τό βάρος μας μέ τή ζυγαριά, τή μορφή μας μέ τόν καθρέφτη, τήν κατάσταση τῶν διαφόρων ὀργάνων τοῦ σώματός μας μέ τίς ποικίλες ἐργαστηριακές ἐξετάσεις, στήν ἁγία Γραφή μπορεῖ ὁ πιστός σάν σέ καθρέφτη νά ἐλέγξει τήν πνευματική του κατάσταση. Αὐτήν τήν ἀλήθεια βιώνοντας ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος συνέγραψε τό περίφημο πρακτικό καί ἐποικοδομητικό βιβλίο του Speculum (= Καθρέφτης). Ἐκεῖ ταξινομώντας τά διάφορα χωρία τῆς ἁγίας Γραφῆς βοηθᾶ τόν ἀναγνώστη νά δεῖ μέσα ἀπό αὐτά σάν σέ καθρέφτη τόν Θεό, τόν κόσμο καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του.
 Στή γραμμή τῆς ἁγίας Γραφῆς στοιχούμενοι οἱ ἅγιοι πατέρες, ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή μέχρι τά χρόνια τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου καί τοῦ πατρο-Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, παραδίδουν στά ἔργα τους λίστες κακιῶν καί παθῶν. Στόχος τους εἶναι νά βοηθήσουν τούς πιστούς νά συνειδητοποιήσουν τά ἁμαρτήματά τους, ὥστε νά τά ἐξομολογηθοῦν. Μάλιστα ὁ ἅγιος Νικόδημος στό «Ἐξομολογητάριόν» του, ἕνα ἐγχειρίδιο γιά χρήση τῶν πνευματικῶν, καλύπτει δεκατρεῖς σελίδες μέ ἐρωτήματα, τά ὁποῖα ἀντλεῖ ἀπό τίς δέκα ἐντολές. «Ἐπειδή τήν σήμερον», ἐξηγεῖ, «οἱ περισσότεροι χριστιανοί, ἄλλοι μέν ἀπό ἀπαιδευσίαν καί ἀμάθειαν, ἄλλοι δέ ἀπό ἐντροπήν καί ἄλλοι ἀπό τήν κακήν συνήθειαν πού ἔλαβον νά ἐρωτῶνται ἀπό τούς πνευματικούς εἰς τήν ἐξομολόγησιν... δέν φροντίζουν νά κάμνουν καί αὐτοί ἔρευναν τῶν ἁμαρτιῶν τους πρό τοῦ νά ἐξομολογηθοῦν, οὔτε λέγουν μόνοι τάς ἁμαρτίας των, καθώς εἶναι πρέπον, ἀλλά προσμένουν νά τούς ἐρωτᾶ ὁ πνευματικός..., διά τοῦτο ἀναγκαῖον ἐκρίναμεν ἐδῶ νά σοῦ δώσωμεν μίαν καθολικήν εἴδησιν, πνευματικέ, πῶς πρέπει νά ἐρωτᾶς τούς τοιούτους ἐξομολογουμένους, ἐπάνω εἰς τάς δέκα ἐντολάς, τά κυριώτερα καί μεγαλύτερα ἁμαρτήματα».
 Στίς μέρες μας, δόκιμοι καί καταξιωμένοι διδάσκαλοι καί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας σέ ἔργα τους εἰδικά γιά τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση περιλαμβάνουν ἐπίσης καταλόγους ἁμαρτημάτων, πού διευκολύνουν τόν ἀναγνώστη στόν αὐτοέλεγχό του. Ἀλλά καί πολλοί ἀπό τούς πνευματικούς μας συνηθίζουν νά κυκλοφοροῦν αὐτές τίς λίστες, βοηθώντας ἔτσι τούς ἐξομολογουμένους στή συνειδητοποίηση καί ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων τους.
  Ἡ συνοπτική αὐτή ἀναδρομή δείχνει ὅτι εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνη πρός τό πνεῦμα τῆς ἁγίας Γραφῆς καί πρός τήν πρακτική τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ χρήση τοῦ λεγομένου «ὁδηγοῦ ἐξομολογήσεως» ἤ «καθρέφτη». Δέν εἶναι μεσαιωνικό κατάλοιπο οὔτε σκοταδιστική πρακτική. Συνεπῶς, ἦταν ἄτοπη καί ἄδικη ἡ ταραχή καί ὁ θόρυβος, τόν ὁποῖο κακόβουλα ξεσήκωσαν κάποιοι κατά τίς παραμονές τῶν Χριστουγέννων. Ἦταν ὁρισμένοι δημοσιογράφοι, πού ἔκαναν τή «μεγάλη ἀνακάλυψη» ὅτι ἐξομολόγοι διέπραξαν τό φοβερό παράπτωμα νά κυκλοφοροῦν κάποιο ἔντυπο μέ τόν τίτλο «Ἕνας καθρέφτης», τό ὁποῖο περιεῖχε λίστα ἁμαρτημάτων. Ἔσπευσαν, λοιπόν, οἱ αὐτεπάγγελτοι αὐτοί φρουροί τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας, νά καταγγείλουν δημόσια καί καυστικά τό γεγονός. Ἀξίωσαν ν᾿ ἀπολογηθεῖ γι᾿ αὐτό ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας καί ὡς ἐξουσίαν ἔχοντες τό καταδίκασαν αὐστηρά μέ τήν ἐτυμηγορία· «ἄν αὐτά εἶναι ἁμαρτήματα, τότε ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί!». Προσέλαβαν μάλιστα ὡς συνηγόρους τους καί μερικούς «θεολόγους» -ἀφήνω ἀχαρακτήριστη τήν εἰδικότητα-, γιά νά ἐπιβεβαιώσουν αὐτοί ὡς ἐπαΐοντες τή μεγάλη παρανομία!
 Εἴμαστε σοβαροί; Καί δέν γνωρίζουμε πράγματι πώς κανείς ἀπολύτως ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι εἶναι ἀναμάρτητος; Οὔτε ὅτι ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό ἦρθε στόν κόσμο ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γιά νά λυτρώσει τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους; Σ᾿ ὅλους ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς ἀνοίγει σάν καθρέφτη τίς σελίδες της ἡ ἁγία Γραφή, γιά νά μᾶς φανερώσει τίς κηλίδες καί τίς ἀσχημίες μας, ὥστε νά καθαρισθοῦμε μέ τόν τρόπο πού ἡ Ἐκκλησία θέτει στή διάθεσή μας.
 Ὅλα αὐτά εἶναι πασίγνωστα καί πολύ οἰκεῖα στούς χριστιανούς. Συνεπῶς, ὅποιος τά ἀγνοεῖ ἤ θέλει νά τά ἀμφισβητεῖ, ἔχει ὁ ἴδιος πρόβλημα. Καί εἶναι, βέβαια, ἐλεύθερος ἄν θέλει νά περιφρονεῖ ἤ νά ἀπορρίπτει τόν πνευματικό καθρέφτη. Νά γνωρίζει ὅμως ὅτι ἔτσι μόνος ὑπογράφει τήν καταδίκη του καί αὐτοκτονεῖ πνευματικά. Καί ἀσφαλῶς δέν μπορεῖ νά παρουσιάζεται ὡς μέγας νομοθέτης, πού κρίνει καί ἐπικρίνει, ἀποφαίνεται καί θεσμοθετεῖ. Διότι στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνας δυστυχισμένος, πού ἐπαναλαμβάνει -σέ μία ἔκδοση πολύ πιό σοβαρή καί γι᾿ αὐτό καί πολύ πιό ἐπικίνδυνη- τή θλιβερή ἱστορία τῆς Λαΐδας· ἐκείνης τῆς φημισμένης Κορινθίας ἑταίρας, ἡ ὁποία ἔσπασε τόν καθρέφτη της, ὅταν δέν ἄντεχε νά βλέπει μέσα σ᾿ αὐτόν τίς ρυτίδες ν᾿ αὐλακώνουν τό ὡραῖο της πρόσωπο. Στῶμεν καλῶς καί μήν παίζουμε «ἐν οὐ παικτοῖς»!

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 54 (1999) 28-30
Πέμπτη, 20 Νοέμβριος 2014 02:00

Τρεῖς τρέλες

fotiaΠαράδοξος καί ὁπωσδήποτε ἀπροσδόκητος ὁ τίτλος τοῦ ἄρθρου γιά τήν ἱστοσελίδα καί τό περιοδικό μας, πού οὔτε μέ τήν Ψυχιατρική οὔτε μέ τήν ᾿Ιατρική γενικότερα ἔχει κάποια σχέση. Εἶναι, λοιπόν, ἀναγκαῖο ἐξαρχῆς νά διευκρινίσω ὅτι δέν πρόκειται νά μπῶ στά χωράφια τῶν ἀγαπητῶν μου γιατρῶν. Δέν ἔχω τήν πρόθεση οὔτε καί τήν ἁρμοδιότητα νά ἀσχοληθῶ μέ τίς παθήσεις πού μελετᾶ καί ἀντιμετωπίζει ἡ Ψυχιατρική καί πού δέν εἶναι λίγες· ξεπερνοῦν τίς τριακόσιες, ὅπως ἔχει ἐπισημάνει εἰδική ἔρευνα. Τό θέμα τοῦ ἄρθρου μου ἀφορᾶ σέ τρεῖς πνευματικές, θά ἔλεγα, τρέλες. Εἶναι καταστάσεις ἔκρυθμες, πού προξενοῦν δυσαρμονία καί ταραχή στόν ψυχικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, σαλεύουν τήν ἐσωτερική του ἰσορροπία καί τόν ἀποδεικνύουν ἄφρονα, δηλαδή ἀνόητο, τρελό.
 «῎Αφρων», λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι «ὁ ἐστερημένος φρονήσεως καί ὁ πρός τά κοινά καί ἀνθρώπινα διορατικῶς μή ἔχων», δηλαδή ἐκεῖνος πού ἔχασε τή φρόνησή του καί δέν διακρίνει τά κοινά καί ἀνθρώπινα, τά ὁποῖα ἀβίαστα ἀντιλαμβάνονται οἱ φυσιολογικοί ἄνθρωποι. Μέ τό χαρακτηρισμό «ἄφρων» στιγματίζει ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς τρεῖς περιπτώσεις ἀνθρώπων·
- ῎Ηδη στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ προφήτης Δαυΐδ γράφει· «Εἶπεν ἄφρων ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ· οὐκ ἔστι Θεός» (Ψα 13,1· 52,1). «῎Αφρων» θεωρεῖται ἐκεῖνος πού δέν ἀναγνωρίζει τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄθεος.
- Στήν Καινή Διαθήκη τά χείλη τοῦ Θεανθρώπου χαρακτηρίζουν ἄφρονα τόν πλούσιο τῆς παραβολῆς·  «῎Αφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λκ 12,20). Σώρευε ἀγαθά στίς ἀποθῆκες του, μένοντας ἀδιάφορος γιά τή δυστυχία τῶν συνανθρώπων του καί ἀνυποψίαστος γιά τίς ἀνάγκες τῆς δικῆς του ψυχῆς.
- ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος γράφοντας στούς Κορινθίους ὀνομάζει ἄφρονα τόν ἄνθρωπο πού δέν ἐλπίζει στή σωματική του ἀνάσταση· «῎Αφρον, σύ ὅ σπείρεις, οὐ ζωοποιεῖται, ἐάν μή ἀποθάνῃ· καί ὅ σπείρεις, οὐ τό σῶμα τό γενησόμενον σπείρεις, ἀλλά γυμνόν κόκκον, εἰ τύχοι σίτου ἤ τινος τῶν λοιπῶν· ὁ δέ Θεός αὐτῷ δίδωσι σῶμα καθώς ἠθέλησε... οὕτω καί ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν» (Α´ Κο 15,36-42).
 ᾿Αθεΐα, ἀσπλαγχνία, ἀπελπισία. Νά οἱ τρεῖς καταστάσεις ἀφροσύνης, τίς ὁποῖες ἐπισημαίνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἱστορία καί ἡ καθημερινή μας ἐμπειρία ἐπιβεβαιώνουν τίς θλιβερές συνέπειές τους στή ζωή μας. Γιατί ὅμως χαρακτηρίζεται τρέλα ἡ καθεμία ἀπό τίς καταστάσεις αὐτές;
 ῾Η ἐπιστήμη τῆς Ψυχολογίας συμφωνεῖ μέ τήν ἁγία Γραφή ὅτι ἡ ψυχική ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται στήν ἐσωτερική του ἑνότητα καί εἰρήνη. ῞Οταν ἔχουμε ἁρμονικές σχέσεις μέ τόν ἑαυτό μας, μέ τούς ἄλλους καί μέ τόν Θεό, τότε ἡ λογική μας βλέπει καθαρά, τό συναίσθημά μας διοχετεύεται σωστά, ἡ βούληση εἶναι ἰσχυρή καί ἡ ψυχή μας νιώθει ὑγιής, ἀσφαλισμένη. ᾿Εκεῖνο πού διαταράσσει τήν ἐσωτερική ἰσορροπία, μᾶς διασπᾶ σέ χίλια κομμάτια καί μᾶς φέρνει σέ σύγκρουση μέ τούς γύρω καί μέ τόν ἑαυτό μας, εἶναι ἡ ἁμαρτία. Διότι «ἁμαρτάνω» σημαίνει ἀκριβῶς αὐτό· παραβαίνω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό νόμο τόν ὁποῖο ἔθεσε ὁ Δημιουργός μου, γιά νά λειτουργεῖ σωστά ἡ φύση μου, καί ἑπομένως ἀποτυγχάνω στό στόχο μου καί χάνω τό ρυθμό μου.
 ῾Η ἀθεΐα, ἡ ἀσπλαγχνία καί ἡ ἀπελπισία εἶναι οἱ βασικές μορφές μέ τίς ὁποῖες παρουσιάζεται ἡ ἁμαρτία στή ζωή μας. Καθεμιά ἀπ᾿ αὐτές διασαλεύει τίς σχέσεις μας μέ τούς τρεῖς βασικούς ἄξονες, γύρω ἀπό τούς ὁποίους στρέφεται ἡ ἀνθρώπινη ψυχή· τόν Θεό, τόν συνάνθρωπο καί τόν ἑαυτό μας. ῾Η ἀθεΐα μᾶς βάζει σέ πόλεμο μέ τόν Θεό· ἡ ἀσπλαγχνία ὑψώνει τεῖχος καί μᾶς χωρίζει ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους· ἡ ἀπελπισία μᾶς φέρνει σέ διάσταση μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. ᾿Εμβαθύνοντας θά μπορούσαμε νά δοῦμε πίσω ἀπό τήν ἀθεΐα τή ρίζα τῆς φιλοδοξίας, πού ὑποκαθιστᾶ τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό· πίσω ἀπό τήν ἀσπλαγχνία τή φιλαργυρία, πού βάζει τό χρῆμα πάνω ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό, καί πίσω ἀπό τήν ἀπελπισία τή φιληδονία, τήν ἐκφυλισμένη μορφή τῆς ἀγάπης πρός τόν ἑαυτό μας.
 ῾Η ἀθεΐα σκοτίζει, τυφλώνει τό λογικό καί δέν μποροῦμε νά δοῦμε τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει παντοῦ. ῾Η ἀσπλαγχνία ἀλλοιώνει, στραγγαλίζει τό συναίσθημα καί ἀδυνατοῦμε νά ἀγαπήσουμε τόν συνάνθρωπό μας, πού εἶναι ἀδελφός μας. ῾Η ἀπελπισία ἀρρωσταίνει, τσακίζει τή βούληση, ὥστε δέν θέλουμε νά ἀντιληφθοῦμε τήν ὕπαρξή μας στήν πραγματική, τήν αἰώνια διάστασή της, δέν μποροῦμε νά πιστέψουμε στήν αἰωνιότητα, αὐτό ἀκριβῶς πού λαχταρᾶ ἡ ὕπαρξή μας. Καί στίς τρεῖς περιπτώσεις χάνουμε τήν ἐπαφή μέ τήν ἀλήθεια, κινούμαστε ἐκτός πραγματικότητος. ῎Ετσι ἡ ἀθεΐα, ἡ ἀσπλαγχνία καί ἡ ἀπελπισία γίνονται τρέλες.

Στ. Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 4-5
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Πολλά ἤ αἰώνια;

xronia polla«Χρόνια πολλά», μιά εὐχή πού πλη­θωρικά ἀκούγεται στήν ἀρχή τοῦ νέου ἔτους –καί ὄχι μόνο- σέ ὅλα τά πλάτη καί μήκη τῆς γῆς. Διατυπωμένη προφορικά σέ ποιητικό ἤ πε­ζό λόγο ἤ γραπτά μέ ἁπλά ἤ καλλιγραφικά γράμ­ματα, σέ μιά κόλλα χαρτί ἤ σέ κάρτες ἐντυ­πωσιακές, σέ διάφορα ἔντυπα ἤ σέ ἠ­λεκτρονική μορφή, προβάλλει μέ­σα ἀπό τίς δύο λέ­ξεις της τόν κοινό παν­α­θρώπινο πό­θο, τήν δίψα μας γιά ζωή. Καθώς δια­χέ­ον­ται ἀ­κόμη γύρω μας οἱ ἀ­πόηχοι τῆς ἑορ­τα­στικῆς ἀτμό­σφαιρας ταιριάζει νά ἀπο­τολμή­σου­με ἕναν σχολιασμό στό νό­ημα τῆς εὐ­χῆς.
 Καί πρῶτα-πρῶτα, τί σημαίνει αὐτό τό «χρό­νια πολλά»; Πόσα εἶναι τά πολλά χρόνια πού εὐχό­μαστε; Δέν χορταί­νου­με οὔτε μέ ἑκατό οὔτε μέ χίλια χρόνια, διότι εἴμαστε πλασμένοι γιά τήν αἰωνιό­τητα. Κι ἄν ὅλοι θέλουμε πολλά, ἀτέ­­λειωτα χρόνια ζωῆς, ποιός ἀπό μᾶς ἀ­γνοεῖ ὅτι ἀργά ἤ γρή­γο­ρα τελειώνει ἡ ζωή μας σ' αὐτόν τόν κόσμο; Τό νέο ἔ­τος, πού μέ χαρές καί ἐλ­πί­δες ὑπο­δε­χθή­καμε, ἤδη προχωρεῖ καί ἡ δύση τῆς κά­θε μέρας μειώνει τόν χρόνο πού ἀ­πο­­μέ­νει νά διανύσει ὁ καθένας μας πάνω στήν γῆ. Ρεαλιστικό ὅσο καί τρα­γικό ὀρ­θώνεται τό ἐ­ρώτημα: «Ποῦ πᾶς, ἄν­θρω­πε; Μέ κάθε σου βῆμα τρέ­χεις γοργά-γοργά πρός τό μνῆμα». Διψοῦμε γιά ζωή καί ζώντας προ­χω­ροῦμε καθη­με­ρινά πρός τόν θάνατο!
 Ὡστόσο, ἄν «ὁ κόσμος πα­ράγεται (=περ­νᾶ καί φεύγει) καί ἡ ἐπιθυμία αὐ­τοῦ» (Α´ Ἰω 2,17), ἡ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα. Αὐτός εἶναι «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβ 13,8). Νά τό στα­θερό σημεῖο, ἡ βάση ὅπου μπο­ρεῖ νά σταθεῖ ἡ εὐχή, γιά νά μήν μετα­βάλλεται σέ κούφια λόγια, γιά νά μήν καταν­τοῦμε ἀνε­δαφικοί ἀε­ρο­λό­γοι ὅταν τήν ἐπαναλαμβά­νου­με. Ὡς Θε­ός ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν εἶναι μόνο αἰώνιος, πού θά πεῖ ὅτι δέν ἔχει τέ­λος. Εἶναι καί ἀΐδιος, δη­λα­δή δέν ἔχει ἀρχή. Οἱ ἄνθρωποι καί τά πνεύματα (ἄγγελοι, δαίμονες) ἔ­χουν ἀρχή, δέν εἶ­ναι ἀΐδι­οι, εἶ­ναι ὅ­μως αἰώνιοι, διότι θά ὑ­πάρχουν πάν­τα.
 Πλασθήκαμε «κατ᾿ εἰ­κό­να καί καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ». Στό «κατ' εἰκόνα» κρύβεται ἡ δύναμη τῆς αἰωνιότητος, ὁ σπόρος τῆς αἰωνιότητος πού ἀπό τήν δημιουργία μας φύτεψε μέσα μας ὁ Θεός. Στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» βρί­σκεται ἡ ποιότητα τῆς αἰωνιότητος, ἄν, δηλαδή, θά εἴμα­στε μαζί μέ τόν Θεό στήν αἰω­νιό­τη­τα ἤ χωρίς τόν Θε­ό. Χωρίς τόν Θεό σημαίνει κόλα­ση ἤ, καλύτερα, σημαίνει ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά προσλάβει τήν ἀγα­πη­τική παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος βέβαια εἶναι πανταχοῦ πα­ρών. Ὁ Θε­ός εἶναι φῶς, ἀλλά τό φῶς αὐτό τό προσλαμβάνει καθένας ἀνάλογα μέ τήν ἐσωτερική του πνευματική κατά­σταση. Τούς πιστούς τούς φωτίζει καί τούς εὐφραίνει τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τούς ἀμετανόητους ἀπίστους τούς σκοτίζει καί τούς κατακαίει. Αὐτό εἶναι κόλαση! Δέν χρειάζονται οὔτε φωτιές οὔτε ἄλλα βασανιστήρια. Εἶ­ναι, γιά νά χρη­σιμοποιήσω παρά­­­δει­γ­μα ἀπό τήν αἰσθητή ἀν­θρώπινη πρα­γματικότητα, ἕνα αἴσθημα σάν ἐ­κεῖνο πού θά ἔνιωθε κάποιος κλει­σμένος σ' ἕναν χῶρο, ἔστω ἕνα εὐρύχωρο καί πλούσιο σαλόνι, ὅπου ὅ­μως δέν θά εἶχε τήν δυνατότητα νά ἐπι­κοι­νω­νήσει μέ κανένα ἀγαπη­μέ­νο του πρόσωπο.  Καί νά εἶναι αὐτή ἡ κατά­σταση ἀτέλειωτη, αἰώνια! Ποιός θά ἐ­πιθυμοῦ­σε νά ζήσει χρόνια πολ­λά σέ ἕνα τόσο τρα­γικό καί ἀκατά­παυστο μαρτύριο; Κανείς!Ἡ εὐχή μας «χρό­νια πολλά» ἀποκτᾶ περιεχό­με­νο, ἀ­ποπνέει γλυκύτητα, ὡραιότη­τα καί εὐφροσύνη, ὅταν τά χρόνια πού εὐ­χόμαστε εἶναι μέ τόν Χριστό, μέσα στήν δική του παρουσία καί χά­ρη. Μέ ἁπλά λόγια, «χρόνια πολλά» σημαίνει χρόνια αἰώ­νια.
 Οἱ πολλοί σηκώνουν ἀδιάφορα τούς ὤμους ὅταν ἀκούσουν γιά αἰ­ωνιότητα. Νομίζουν πώς εἶναι κάτι τό ὀμιχλῶδες καί ἀβέβαιο, πού θά ξεκα­θαρισθεῖ μετά τόν θάνατο καί ποιός περιμένει μέχρι τότε γιά νά βεβαι­ω­θεῖ ἄν ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή, ἄν εἶναι πραγματικότητα ὁ παράδεισος καί ἡ κόλαση; Ἐδῶ εἶναι τό μεγάλο λάθος! Ἡ αἰωνιότητα ἀρχίζει ἀπό αὐ­τό τόν κόσμο, ἀπό τήν στιγμή τῆς ἔν­ταξης τοῦ πιστοῦ στό μυστικό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία. Ὅπως μέ τήν γέννηση τοῦ παιδιοῦ ἀρχίζει ἡ φυσική ζωή, πού τελειώνει μέ τόν θάνατο, ἔτσι μέ τήν πνευμα­τική ἀναγέννηση πού συντελεῖται στό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ἀρχίζει ἡ πνευματική ζωή, πού ὀνομάζεται καί ἐν Χριστῷ, καί αἰώνια ζωή ἤ, ὅπως διαβάζουμε στήν ᾿Αποκάλυψη, χιλιό­χρονη ζωή. Αὐτή ἡ ζωή δέν τελειώνει ποτέ, προσφέρεται δέ στούς πιστούς σέ τρεῖς δόσεις:
* Τήν πρώτη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς τήν ἀπολαμβάνουμε σ᾿ αὐτόν τόν κό­σμο, ὅταν ζοῦ­με ὡς ζων­τανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τήν μελέτη τῆς ἁ­γίας Γραφῆς, μέ τήν προσευχή, μέ τήν ἐνσυνείδητη συμμετοχή μας στά ἱερά μυστήρια, μέ τήν ὅλη χρι­στιανική βιοτή, πού στηρίζεται στήν ἐφαρμογή τοῦ θεϊκοῦ παραγγέλ­μα­τος «ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν» (Ψα 33,15), ψηλαφοῦμε τήν παρουσία τοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ πατέρα μας, συνο­μι­λοῦ­με μαζί του καί χαι­ρόμαστε τά δῶρα τῆς ἀγάπης του. Δέν ἔχουμε θλίψεις καί πειρασμούς, ἀρρώστιες, συ­κο­φαν­τίες καί τόσα ἄλλα χτυπή­μα­τα; Καί βέ­βαια ἔχουμε! Δέν τά ἐξα­λείφει αὐτά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ὁπλίζει ὅμως μέ τήν χάρη του, ὥστε ὅ­λα τά δυσάρεστα νά γί­νονται σκα­λο­πά­τι πού μᾶς ἀνεβάζει στήν δόξα του, διαπιστευτήρια πού ἀπο­δε­ικνύ­ουν τήν συγγέ­νει­ά μας μέ τόν ἐσταυ­ρω­μένο Κύριο. Μέσα ἀπό τίς θλίψεις ὁ πιστός κοινωνεῖ στό πά­θος τοῦ Χρι­στοῦ, «μεταλαμβάνει τῆς ἁγιό­τητος τοῦ Θεοῦ» (βλ. Ἑβ 12,10). Παίρ­νει δύνα­μη καί κουράγιο, ὥστε νά ἀπολαμ­βά­νει γλυκύτερα, πιό χορ­τα­στι­κά τήν αἰώνια ζωή.
* Μετά τόν θάνατο ἀρχίζει ἡ δεύτε­ρη δόση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Γιά τούς λυτρωμένους, δηλαδή γιά ἐκεί­νους πού μετανοημένοι καί ἐξο­μο­λογη­μένοι κλείνουν τά μάτια στόν μάταιο αὐτό κόσμο, ἡ μετά θάνατον πρα­γματικότητα εἶναι τέλεια. Ἐδῶ δέν ὑ­πάρχουν πλέον θλίψεις καί δο­κιμασίες, ἀλλά μία συ­νεχής καί ἀνεμ­πό­διστη κοινωνία τῆς ψυχῆς μέ τόν Χριστό, μέ τήν Παναγία, μέ τούς ἁ­γί­ους, μέ τούς ἀγγέ­λους. Εἶναι τέ­λεια, ὄχι ὅμως ὁλοκληρωμένη, διότι λείπει τό σῶμα.
* Ἡ χαρά τῆς αἰωνιότητος ὁλο­κλη­ρώνεται μέ τήν τρίτη δόση τῆς αἰ­ώ­νιας ζωῆς, πού ἀρ­χίζει μέ τήν Δευ­τέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί τήν τελική κρίση. Τότε ὁ πιστός, ψυχή καί σῶμα ἀναστημένο καί ἄφθαρτο σάν τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Ἰη­σοῦ Χριστοῦ, θά χαίρεται καί θά ἀ­πολαμ­βάνει τήν θεϊκή παρουσία καί μακα­ρι­ότητα. Ἔτσι ἐκπλη­ρώ­νε­ται στήν τελειότερη μορφή της ἡ εὐχή «χρό­νια πολλά».
 Ἡ ἐκπλήρωση τῆς εὐχῆς αὐτῆς εἶναι δεδομένη γιά τούς χριστιανούς, διότι σ' αὐτούς ἡ πίστη παρέχει ὡς κεκτημένο δικαίωμα τήν αἰωνιότητα. Ἀπό πλευρᾶς Θεοῦ, τά χρόνια τῶν πιστῶν εἶναι ὄχι ἁπλῶς πολλά, ἀλλά αἰώνια. Τό πόσο ἐμεῖς ἀξιοποιοῦμε αὐτό τό δι­καίωμα ἐξαρτᾶται ἀπό τό πόσο ἐνεργοποιοῦμε, πόσο βιώ­νου­με τήν πίστη στήν ζωή μας. Πό­σο τῆς ἐπιτρέπουμε νά μᾶς ἀνοίξει τά μάτια γιά νά ἀποκρυπτογραφήσουμε τήν σκο­πι­μό­τη­τα τῶν εὐ­χά­ριστων καί δυσά­ρε­στων τῆς καθημερινότητας μέ τήν βεβαιότητα ὅτι γιά τήν χαρά καί τήν δόξα τοῦ παραδείσου μᾶς ἑ­τοι­μάζει ὁ Θεός. Ἄς συμπλη­ρώ­σου­με, λοιπόν, τήν εὐχή «χρόνια πολλά» μέ τήν προσευχή· «Κύριε, πρόσθεσέ μας πίστη, γιά νά ζοῦμε μέ συνεχῆ καί ἀληθινή μετάνοια»!

Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 66 (2011) 4-6
Δευτέρα, 23 Δεκέμβριος 2024 03:00

Οἱ τρεῖς παρουσίες τοῦ Θεοῦ

 Πολλές οἱ μέριμνες τῆς ζωῆς. ᾿Απορροφοῦν συνήθως ὅλο τό ἐνδιαφέρον μας καί στρέφουν ὅλη τήν προσοχή μας στά καθημερινά, στά γήινα καί ὑλικά. Ξεχνοῦμε πώς ἔχουμε κι ἄλλες ἀνάγκες, ὑπέρ-γήινες, καί ἐκμηδενίζουμε ἔτσι τά πνευματικά, τά θεολογικά μας ἐνδιαφέροντα ἤ, στήν καλύτερη περίπτωση, τά... φορτώνουμε στούς εἰδικούς, στούς θεολόγους. ῾Ωστόσο, ὅπως π.χ. γιά τά ἰατρικά θέματα ἔχουμε ὅλοι ἐνδιαφέρον καί θέλουμε νά ἐνημερωνόμαστε, διότι ὠφελούμαστε σωματικά, ἔτσι καί γιά τά θεολογικά ὀφείλουμε νά εἴμαστε ἐνήμεροι, ὥστε νά ὠφελεῖται ἡ ψυχή μας. Μ᾿ αὐτή τήν προοπτική ἀγγίζει ὅλων τά ἐνδιαφέροντα τό θέμα τοῦ ἄρθρου. Στήν ἱερή ἱστορία τῆς ἁγίας Γραφῆς μελετοῦμε τρεῖς παρουσίες, Θεοφάνειες ἤ ᾿Επιφάνειες τοῦ Θεοῦ.Εἶναι τρεῖς σταθμοί-ὁρόσημα, πού σημαδεύουν τή φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Ποιές εἶναι αὐτές;

Πρώτη παρουσία, στήν ἱστορία
  Ἡ πρώτη «ἐπιφάνεια», φανέρωση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, ἐξελίσσεται σταδιακά· Προβάλλει στή φυσική δημιουργία, μές στήν ὁποία διαφαίνεται ὁ παντοδύναμος, πάνσοφος, πανάγαθος Δημιουργός. Διακρίνεται καθαρότερα στήν ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, καθώς εἶναι πλασμένος «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ» μέ τήν προοπτική καί τή δυνατότητα νά φθάσει στό «καθ᾿ ὁμοίωσιν», στή θέωση. Στήν ἴδια τήν ὕπαρξή του θά βρεῖ ὁ καθένας μας μιά κραυγαλέα μαρτυρία τῆς φανέρωσης τοῦ Θεοῦ.
gennisi 2  Ἀλλά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν σταματᾶ ἐδῶ. ᾿Από τήν ὥρα πού ἡ παράβαση καί παρακοή τῶν πρωτοπλάστων θρυμμάτισε τήν ἀμεσότητα τῆς σχέσεώς τους μέ τόν Πλάστη καί τόν ἔκρυψε ἀπό τά μάτια τους, ᾿Εκεῖνος σχεδίασε τή φανέρωσή του. Εὐκρινέστατα προαναγγέλλεται ἡ πρώτη, ἡ ἱστορική φανέρωση τοῦ Θεοῦ μέ τό προφητικό κήρυγμα. ῞Ολη ἡ Παλαιά Διαθήκη καί μάλιστα οἱ προφητεῖες συνοψίζονται στήν ἐπαγγελία· «ἔρχεται ὁ Μεσσίας»! Καί ἡ ἐπαγγελία γίνεται ἱστορικό γεγονός μέσα στή μήτρα τῆς Παρθένου Μαρίας. ᾿Εκ Πνεύματος ἁγίου «σαρκοῦται ὁ ἄσαρκος», ὁ ῞Ενας τῆς Τριάδος. Συλλαμβάνει ἡ Παρθένος καί, ὅπως κάθε μάνα, κυοφορεῖ τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ! Τόν γεννᾶ μέσα στό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, Τόν σπαργανώνει σάν ἕνα κοινό νεογέννητο βρέφος, Τόν ἀνακλίνει μές στή φάτνη τῶν ἀλόγων σάν τόν πιό φτωχό τῆς γῆς· Αὐτόν πού εἶναι ὁ Κύριος τοῦ παντός!
 Στό πρόσωπο τοῦ υἱοῦ τῆς Μαρίας, τοῦ ᾿Ιησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ, ὁ «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α´ Τι 3,16). Αὐτός εἶναι «ὁ ἐπιφανείς Θεός»· σημειώνει τήν παρουσία ὅλης τῆς ἁγίας Τριάδος. ῎Ετσι, στά ρεῖθρα τοῦ ᾿Ιορδάνη, ὅταν ὁ ᾿Ιησοῦς βαπτίζεται, ὁ κόσμος ἀκούει τή φωνή τοῦ Πατρός καί βλέπει τό ἅγιο Πνεῦμα «ἐν εἴδει περιστερᾶς». ᾿Αλλά καί σέ ἄλλα γεγονότα τῆς ἱερῆς ἱστορίας -Μεταμόρφωση, Πεντηκοστή- ἀποκαλύπτονται καί τά τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος. Οἱ ἄνθρωποι ἔτσι κατανοοῦν αὐτό πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀποκάλυψε στόν Φίλιππο· «῾Ο ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα» (᾿Ιω 14,9). Καταπληκτική Θεοφάνεια!
 Εὔλογα, κατά τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους, ἡ ἀνατολική ᾿Εκκλησία πρό τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου, ὅταν δέν εἶχε καθιερώσει ἀκόμη τή γιορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, γιόρταζε τά «᾿Επιφάνια». ῾Η γιορτή αὐτή συμπεριλάμβανε γεγονότα μέ κύριο χαρακτηριστικό τή φανέρωση τῆς δόξης τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· τή Γέννηση τοῦ Κυρίου, τήν προσκύνηση τῶν ποιμένων καί τῶν μάγων καί τό ἐν ᾿Ιορδάνῃ Βάπτισμα.
Δεύτερη παρουσία, στά ἔσχατα
  Ἡ διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης συνοψίζεται σέ δύο ρήματα· «῏Ηλθε καί θά ξαναέλθει ὁ Μεσσίας». Μέ τήν ἐμπειρική βεβαιότητα ὅτι «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτήρ ἡμῶν» περιμένουμε καί τήν «ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Ττ 2,13). Τό μαρτύρησε ὁ ἴδιος στούς δώδεκα ὅτι θά ξαναέλθει ὁ «Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ» (Μθ 25,31). Τό βεβαίωσαν οἱ λευκοντυμένοι ἄγγελοι στούς ἔκθαμβους μαθητές, πού παρακολουθοῦσαν τήν ἀνύψωση τοῦ θεανθρώπου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἀπό τή γῆ, κατά τή θεία ᾿Ανάληψή του· «ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί στέκεσθε καί κοιτάζετε τόν οὐρανό; Αὐτός ὁ ᾿Ιησοῦς... θά ἔλθει κατά τόν ἴδιο τρόπο, ὅπως τόν εἴδατε νά ἀνεβαίνει στόν οὐρανό» (Πρξ 1,11).
  Πότε θά συμβεῖ αὐτό; Κατά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, στά ἔσχατα. Τότε ἀναστημένοι καί μεῖς θά δοῦμε τόν Θεό, θά ἀντικρύσουμε τή δόξα του καί θά καθίσουμε κοντά του (βλ. ᾿Ιω 14,2ἑ· 17,24). Θά ἀπολαύσουμε μέσα μας τήν τέλεια παρουσία τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ διά τῆς δωρεᾶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος (βλ. Α´ ᾿Ιω 1,3·3,24). Αὐτή εἶναι ἡ δεύτερη παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐσχατολογική.
Ἐνδιάμεση παρουσία, στήν ᾿Εκκλησία
   Ἀνάμεσα στήν ἱστορική καί στήν ἐσχατολογική παρουσία τοῦ Κυρίου, πού εἶναι ἑστιασμένες σέ συγκεκριμένες ἱστορικές στιγμές, βρίσκεται ἡ τρίτη καί συνεχής παρουσία του στήν ᾿Εκκλησία.
  Ὁ ἐνανθρωπήσας Κύριος, ὁ «καταβάς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ», ἐνῶ ἔχει ἀναληφθεῖ ἀπό τή γῆ καί εἶναι ἤδη «ἐρχόμενος ἐν σαρκί» (βλ. Β´ ᾿Ιω 7) γιά τή Δευτέρα Παρουσία του, ταυτόχρονα παραμένει «μεθ᾿ ἡμῶν πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (βλ. Μθ 28,20). Τό ἔχει ὑποσχεθεῖ στούς μαθητές, στό ὄρος τῆς Γαλιλαίας. Καί τό πραγματοποιεῖ μέσα στήν ᾿Εκκλησία του, ἡ ὁποία -κατά τή διατύπωση τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου- εἶναι «ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας», ἡ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» παρουσία τοῦ ἀναστημένου Κυρίου. Μέσα στήν ᾿Εκκλησία ἐμφανίζεται ὁ Κύριος καί μπορεῖ νά Τόν δεῖ κάθε πιστός πού συμμετέχει στήν ἐκκλησιαστική ἐμπειρία. ῾Η ἀληθινή, ἡ ζωντανή σχέση μας μέ τήν ᾿Εκκλησία ἐξασφαλίζει καί τήν προσωπική μας σχέση μέ τόν Κύριο. ῾Η ἀγωνία, ἡ προσευχή καί ἡ ἔμπρακτη συμμετοχή στό ἔργο της εἶναι συνεργασία μέ τόν Θεό· ἀνανεώνει καί πυροδοτεῖ τή λαχτάρα γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐξάπλωση τῆς βασιλείας του. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος βεβαιώνει πώς ὁ στέφανος τῆς ἀφθαρσίας θά ἀποδοθεῖ «πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τήν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ» (Β´ Τι 4,8).
  Ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος! Τόν εἶδαν καί Τόν προσκύνησαν οἱ ταπεινοί βοσκοί καί οἱ σοφοί μάγοι στήν ἄσημη Βηθλεέμ. Τόν ἀναγνώρισαν οἱ ψαράδες τῆς Γαλιλαίας κι ἄφησαν τά δίχτυα τους, γιά νά Τόν ἀκολουθήσουν. Τόν ὁμολόγησαν τυφλοί καί χωλοί καί παράλυτοι καί οἱ τόσοι ἀσθενεῖς πού πῆραν ἀπ᾿ Αὐτόν τή θεραπεία. ᾿Αλλά καί μές στούς αἰῶνες, μέχρι σήμερα, ὅλοι οἱ πιστοί ζοῦμε τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ᾿Εκκλησία του. Μέ τή χάρη τοῦ Βαπτίσματος ἡ ᾿Εκκλησία μᾶς καθαρίζει καί μᾶς καθιστᾶ μέλη τοῦ σώματός της, μέλη Χριστοῦ. Μέ τά ἱερά μυστήρια καί μέ ὅλη τήν ἐν Χριστῷ παιδεία μᾶς καθιστᾶ ἱκανούς νά βλέπουμε τόν Χριστό. ῾Ο Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ ταπεινωθείς καί ἐνανθρωπήσας Θεός, χαρίζει τή θεϊκή του παρουσία σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Τήν ἀπολαμβάνουν ὅμως μόνο ὅσοι εἶναι «καθαροί τῇ καρδίᾳ» (Μθ 5,8). ῞Οσο περισσότερο καθαρίζει τόν ἑαυτό του ὁ πιστός, τόσο καθαρότερα ἀπολαμβάνει τήν ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου μας καί γεύεται τήν εὐλογία τῆς παρουσίας Του. Καί ὅσο περισσότερο λαχταρᾶ τή συνάντηση μέ τόν Κύριο, τόσο ἑτοιμάζεται καί καθαρίζεται· «῾Ο ἔχων τήν ἐλπίδα ταύτην ἐπ᾿ αὐτῷ ἁγνίζει ἑαυτόν» (Α´ ᾿Ιω 3, 3).
  Ὁ Θεός ἐμφανίστηκε ὡς ἄνθρωπος, γιά νά μᾶς προσφέρει τή λύτρωση. Θά ξαναέλθει ὡς κριτής καί, ἀναλόγως μέ τή στάση μας ἀπέναντί του, ἤ θά δικαιωθοῦμε ἤ θά καταδικαστοῦμε. ᾿Ανάμεσα στίς δύο παρουσίες του ὁ Κύριος βρίσκεται κοντά μας «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ». Χτυπᾶ τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας (᾿Απ 3,20) μέ τό ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας του. Μέ τόν θεόπνευστο λόγο του καί τό ζωήρρυτο αἷμα του προσφέρεται νά καθαρίσει τά τυφλά μας μάτια, γιά νά Τόν βλέπουμε ἐδῶ στή γῆ καί νά περιμένουμε τήν συνάντηση μαζί του στόν οὐρανό.
Στ. Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 324-326
Πέμπτη, 20 Ιανουάριος 2022 03:00

Ἡ προοπτική τῆς πίστεως

triantafylloΖυμωμένος μέ τήν ἴδια τήν ὑπόσταση καί τή ζωή τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου ὁ πόνος δέν ἔπαυσε νά ἀποτελεῖ τό μεγάλο πρόβλημα, πού ἀναστατώνει τίς καρδιές καί ταράσσει τίς συνειδήσεις. Θλίψεις καί συμφορές δημόσιες καί ἰδιωτικές, πόλεμοι καί δουλεῖες, φυλακίσεις καί ἐξορίες, κατατρεγμοί καί βάσανα, ἀρρώστιες καί θάνατοι προκαλοῦν μία πελώρια συναυλία κραυγῶν καί παραπόνων, πού ἁπλώνεται σέ ὅλη τή γῆ, ἀπ᾿ τό καλύβι τοῦ ταπεινοῦ ξωμάχου μέχρι τό ἀρχοντικό τοῦ πλουσίου. Κανείς δέν μπορεῖ νά συμβιβασθεῖ μέ τόν πόνο, νά τόν ἀποδεχθεῖ ὡς συνοδοιπόρο ἀχώριστο τῆς ζωῆς του. Ἡ ἀπέραντη χορεία τῶν δυστυχισμένων, πού λιτανεύουν τόν πόνο τους μές στούς αἰῶνες, δέν ἔπαυσε νά ἐκφράζει τό πικρό της παράπονο γιατί νά ὑποφέρουμε;
 Ἀλλά ἐκεῖ πού τό πρόβλημα φαίνεται ἄλυτο, καί τό παράπονο ἐξελίσσεται σέ σκάνδαλο, εἶναι ὅταν ὁ πόνος ἐπιλέγει ἀποκλειστικά τούς εὐσεβεῖς καί θεοφοβούμενους, ἐνῶ ἀφήνει ἐλεύθερους ἀπό τήν ὀδυνηρή παρουσία του τούς ἀσεβεῖς. Γιατί οἱ ἀσεβεῖς, οἱ ἄδικοι, νά καλοπερνοῦν καί οἱ εὐσεβεῖς νά ὑποφέρουν; Τοῦτος ὁ προβληματισμός γίνεται συχνά σκληρός πειρασμός γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Ἔντονα διατυπώνεται ἀπό τούς δικαίους καί τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου δεῖγμα τῆς θεϊκῆς εὐλογίας ἦταν ἡ εὐημερία τῶν εὐσεβῶν, ἐνῶ ἔκφραση τῆς κατάρας ἡ ταλαιπωρία τῶν ἀσεβῶν.
 Ἡ ρήτρα πού ἐπισφράγιζε τή συμφωνία τοῦ Θεοῦ μέ τόν Ἰσραήλ ὅριζε: «Ἐάν θέλητε καί εἰσακούσητέ μου τά ἀγαθά τῆς γῆς φάγεσθε, ἐάν δέ μή θέλητε, μηδέ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς κατέδεται» (Ἠσ 1,19· πρβλ. Λε 26). Ἐντούτοις, ἡ ἱστορία καί ἡ καθημερινή πραγματικότητα μέ μύρια περιστατικά ἀποδεικνύουν τό ἐντελῶς ἀντίθετο: Ὁ ἀσεβής ζῆ βολευμένος καί ἀσφαλισμένος μέσα στά πλούτη του, κι ὅσο περισσότερο εὐημερεῖ τόσο περισσότερο ἀδικεῖ. Ὅσο κυκλώνεται ἀπό τήν εὐτυχία, τόσο ἀδιάντροπα ἐκφράζει τήν ὕβρη καί τήν ἰταμότητά του ἐναντίον τοῦ διου τοῦ Θεοῦ. Καταπατᾶ τίς θεῖες ἐντολές, σχεδιάζει καί πραγματοποιεῖ ἀνεμπόδιστα τήν ἀδικία, περιφρονώντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἀδιαφορώντας γιά τήν ὕπαρξή του.
 Αὐτή ἡ πραγματικότητα τῆς ζωῆς σκανδαλίζει καί ἐμπυρίζει τούς εὐσεβεῖς. Ὁ Ἰώβ, ὁ Δαυΐδ, ὁ Ἀββακούμ, ὁ Ἰερεμίας καί ἄλλοι προφῆτες μπαίνουν σέ ἀντιδικία μέ τόν Θεό, τοῦ ζητοῦν μία ἐξήγηση. Ὡστόσο, ὑποφώσκει ἡ ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεός θά φέρει τήν ἀνάσταση καί τήν τελική ἀποκατάσταση. Συντριμμένοι ἀπό τόν πόνο ἀλλά ἐνισχυμένοι ἀπό τήν πίστη τους, οἱ δίκαιοι εἰσέρχονται προοδευτικά στό «ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ» (Ψα 72,17). Ἀνακαλύπτουν τήν ἐξαγνιστική δύναμη τοῦ πόνου, τήν παιδαγωγική του ἀξία, τήν κεντρική θέση του μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Μέσα στά πλαίσια τῆς θείας οἰκονομίας ἡ θλίψη γίνεται μία ὕψιστη δοκιμασία καί μεσολαβεῖ γιά τήν ἀπολύτρωση, τήν ὁποία θά πραγματοποιήσει ὁ Μεσσίας. «Αὐτός ἁμαρτίας πολλῶν ἀνήνεγκε καί διά τάς ἁμαρτίας αὐτῶν παρεδόθη» (Ἠσ 53,12). Ὁ ἀθῶος Θεάνθρωπος θά σηκώσει πάνω του ὅλο τόν πόνο πού ἔφερε ἡ ἁμαρτία, καί θά χαρίσει τή λύτρωση καί τήν εἰρήνη.
 Στήν καινούργια πραγματικότητα πού ἐγκαθιστᾶ στόν κόσμο ὁ Ἰησοῦς Χριστός καταργεῖται ὁ πόνος, ἀφοῦ ἐξαλείφεται ἡ ρίζα του, ἡ ἁμαρτία, καί νεκρώνεται ὁ φοβερότερος φορέας του, ὁ θάνατος. Κι ὅμως, καί στήν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐξακολουθοῦμε νά πονοῦμε, νά θλιβόμαστε μέ τόσους τρόπους, νά πεθαίνουμε. Καί μάλιστα, συνήθως πονοῦν καί θλίβονται καί διώκονται περισσότερο οἱ εὐσεβεῖς. Πῶς θά κατανοήσουμε τό πρόβλημα καί πῶς θά ξεπεράσουμε τό σκάνδαλο;
 Εἶναι ἀδύνατον νά κατανοήσει κανείς τό ἀνεξερεύνητο σχέδιο τοῦ Θεοῦ μέ μόνο ὁδηγό τή λογική του. Ὅποιος ἐπιχειρεῖ κάτι τέτοιο μοιάζει μ᾿ ἐκεῖνον πού προσπαθεῖ νά χωρέσει σ᾿ ἕνα ποτήρι τόν ὠκεανό. Ὑπάρχει, ὡστόσο, διέξοδος στό ἀδιέξοδο. Ἀνοίγεται μπροστά σ᾿ ἐκεῖνον πού θά γονατίσει καί θά ζητήσει τή λύση αὐτοῦ τοῦ δράματος ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό: Ἡ ζωή αὐτή κατανοεῖται καί ἑρμηνεύεται μέ τήν προοπτική τοῦ ὑπερπέραν, μέ τήν προσμονή τῶν ἐσχάτων. Μ᾿ αὐτή τήν προοπτική ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος συνιστᾶ στούς χριστιανούς νά νιώθουν «πᾶσαν χαράν», ὅταν περιπέσουν σέ πειρασμούς καί θλίψεις· ἔτσι καλλιεργοῦνται στήν ὑπομονή καί γίνονται «δόκιμοι», κατάλληλοι γιά τή δόξα τοῦ οὐρανοῦ (βλ. Ἰα 1,2-11). Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, βιώνοντας ἤδη αὐτή τή δόξα, διαβεβαιώνει ὅτι «οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ» γιά νά τήν ἀντισταθμίσουν (Ρω 8,18). Διότι αὐτά εἶναι πρόσκαιρα καί μικρά, ἐνῶ ἡ δόξα τοῦ οὐρανοῦ αἰώνια, ἄπειρη καί ἀπερίγραπτη (βλ. Β΄ Κο 4, 17-18).
 Δοκιμασμένος σκληρά καί πολύ ἄδικα ἀπό τά βάσανα αὐτῆς τῆς ζωῆς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, φωτισμένος ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα διατυπώνει ἕναν ἐνδιαφέροντα συλλογισμό, ὅπου προτείνει τρεῖς πιθανότητες προκειμένου νά ἐξηγήσει τήν ἐπικρατοῦσα ἀδικία: 1) Δέν ὑπάρχει Θεός. 2) Ὁ Θεός εἶναι ἄδικος ἤ ἀδιάφορος γιά τή ζωή τοῦ κόσμου. 3) Εἶναι δίκαιος ὁ Θεός καί ἐπιφυλάσσεται νά κάνει στό μέλλον τήν τελική κρίση. Ἀναιροῦνται οἱ δύο πρῶτοι συλλογισμοί, διότι πῶς θά δικαιολογήσουμε τήν πάνσοφη δημιουργία καί τήν ἁρμονική λειτουργία τοῦ κόσμου; Ὁπωσδήποτε, λοιπόν, ἰσχύει ἡ τρίτη πιθανότητα: Ὑπάρχει ὁ Θεός καί δέν ἀδιαφορεῖ γιά τήν τύχη τοῦ κόσμου, ἀλλά δέν ἔκανε ἀκόμη τήν τελική κρίση. Ἄς ἔχουμε, ἑπομένως, ὑπομονή! Κι ἄς μήν ἐπιτρέπουμε στήν πεπερασμένη διάνοιά μας νά σκοτίζεται ἀπό λογισμούς ἀμφιβολίας. Τό κενό μνῆμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ ρίχνει φῶς καί ξεκαθαρίζει τά πράγματα: Δέν σταματᾶ ἡ ζωή μας στό φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη κι οὔτε τό σύνορό της τό ὁρίζει ἕνα κυπαρίσσι.
 Αὐτή ἡ ἀλήθεια δίνει λύση στό δράμα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ἡ ἀμοιβή γιά τόν ἐπίγειο ἀγώνα μας θά ἀκολουθήσει μετά τό θάνατο. Μ᾿ αὐτή τήν πεποίθηση ὁ πιστός βαδίζει μέ τό σταυρό στόν ὤμο τό στενό μονοπάτι, τόν ἀνηφορικό δρόμο. Καί ὄχι μόνο μένει ἀσάλευτος στίς θλίψεις, δέν σκανδαλίζεται, ἀλλά ἀναγνωρίζει ἐπίσης τή μεγάλη παιδαγωγική καί σωστική ἀξία τοῦ πόνου. Μέσα στή θλίψη καί στά παθήματα, πού σηκώνουμε μέ ὑπομονή καί πίστη, λέγει ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, εἶναι κρυμμένες οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, ἡ δόξα καί ἡ ἀπολαβή τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν. Διότι ἡ ζωή μας μοιάζει σάν τό σιτάρι, πού ἀφοῦ πέσει στή γῆ καί σαπίσει, ἔπειτα ἀποδίδει πολλαπλάσιο καρπό. Καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ ἀσκητής ἀποφαίνεται ὅτι οἱ ἀπροσδόκητοι πειρασμοί τῆς ζωῆς μᾶς κάνουν φιλόπονους καί μᾶς ὁδηγοῦν στή μετάνοια. Ἀλλά καί τίς θλίψεις πού «τῶν ἰδίων κακῶν εἰσίν ἔγγονα», πού τίς ἐπισύρει δηλαδή ἡ δική μας κακία καί ἁμαρτία, «ὅταν διά προσευχῆς ὑπομείνωμεν», θά καταλάβουμε ὅτι γίνονται πρόξενοι πολλῶν ἀγαθῶν. Μ᾿ αὐτό τό σκεπτικό ἕνας ἀπό τούς σύγχρονους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ π. Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ ἔγραφε: «Τί θά γινόμασταν, ἄν δέν εχαμε τίς θλίψεις!». Καί σέ πολλούς βίους ἁγίων ἀναφέρεται ὅτι αὐτοί θεωροῦσαν τίς θλίψεις ὡς ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ καί θλίβονταν πιστεύοντας ὅτι τούς ἐγκατέλειψε ὁ Θεός, ὅταν δέν εἶχαν κάποιο πρόβλημα.
  Ἡ παρουσία καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι γιά τόν πιστό ἡ ἀκατάβλητη δύναμη καί ἡ ἀστείρευτη χαρά τῆς ζωῆς. Γι' αὐτό δέν ξυπάζεται ἀπό τά πλούτη καί τίς ἐπιτυχίες, ἀλλά καί στήν ἀντίθετη περίπτωση δέν ἀπελπίζεται ἀπό τή φτώχια καί τήν ἀποτυχία. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἀδαπάνητος πλουτισμός του. Δέν ξεθαρρεύει ὅταν εἶναι ὑγιής, ἀλλά καί στήν ἀσθένεια νιώθει πληρότητα καί εἰρήνη, διότι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν ὑγεία. Δέν κομπάζει γιά τή δύναμή του, ἀλλά κι ὅταν εἶναι ἀδύναμος δέν μειονεκτεῖ ἀπέναντι στή δύναμη τῶν δυνατῶν. Προσκολλημένος στόν Κύριο, μέ τήν ἐλπίδα στηριγμένη σ᾿ Αὐτόν, ὁ πιστός ξεπερνᾶ τίς δυσκολίες αὐτῆς τῆς ζωῆς. Κάτι περισσότερο: εἰσπράττει τίς δυσκολίες ὡς πρόγευση τοῦ αἰωνίου παραδείσου.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 59 (2004) 220-222