Στό ἔργο τῆς σωτηρίας μας, πού εἶναι τό δυσκολώτερο καί τό σημαντικώτερο ἔργο αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἡ πίστη καί ἡ μετάνοια ἀποτελοῦν τίς δύο μοναδικές δυνάμεις πού μπορεῖ νά διαθέσει ὁ ἄνθρωπος γιά τήν ἐπίτευξή του. Εἶναι ἡ πόρτα πού ἀνοίγει καί ὁ δρόμος πού ἁπλώνεται, γιά νά περάσει στήν ψυχή μας ὁ Τριαδικός Θεός, ὁ ὁποῖος καί θά καλλιεργήσει τή σωτηρία μας.
Ὁ σπόρος τῆς πίστεως δίνεται ἀπό τόν Θεό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τι 2, 4). Ἀλλά ὁ σπόρος μένει ἀνενέργητος καί ἄχρηστος, ἄν, ὅπως λέει ἡ παραβολή, δέν πέσει σέ «γῆ ἀγαθή» (Μθ 13,8· Μρ 4,8· Λκ 8,8). Καί τό στοιχεῖο πού κάνει τήν καρδιά μας εὔφορη εἶναι ἡ μετάνοια. Αὐτή ἡ δύναμη τῆς μετανοίας γίνεται συγχρόνως καί ὁ μοχλός πού δραστηριοποιεῖ τή δύναμη τῆς πίστεως.
Μέσα ἀπ’ αὐτές τίς προδιαγραφές σχετικά μέ τήν πίστη καί τή μετάνοια τό πρόβλημα, γιατί δέν σώζονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λύνεται ἤ μᾶλλον κατανοεῖται. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά πιστέψουν -ἐξ ἄλλου ἡ πίστη εἶναι λογικώτερη ἀπό τήν ἀπιστία-, ἀλλά δέν μποροῦν νά μετανοήσουν, ἤ σωστότερα δέν θέλουν νά μετανοήσουν. Στήν πίστη, πού ἐπισκέπτεται ὅλες τίς καρδιές, χρειάζεται ἡ ταπεινή καί γενναία μορφή τῆς μετανοίας, γιά νά τήν καλωσορίσει. Ἀλλά μετάνοια σημαίνει ἀπάρνηση τοῦ ἐγώ, σημαίνει ἀλλαγή ζωῆς καί ἀλλοίωση νοοτροπίας, μεταβολή καί μεταστροφή βαθειά καί εἰλικρινῆ. Γι’ αὐτό, ὅσοι κουβαλοῦν μέσα τους τήν ὑστεροβουλία καί τήν ἰδιοτέλεια, τήν ἐπιφύλαξη πού σέ κάνει νά βλέπεις μέ ὕποπτο μάτι καθένα πού ζητᾶ κάτι ἀπό τόν ἑαυτό σου, αὐτοί δυσκολεύονται νά ἀνοίξουν τήν πόρτα στό χτύπημα τοῦ Κυρίου. Ταμπουρώνονται πίσω ἀπό τά «δικά τους» κι ἔτσι διώχνουν καί τήν πίστη.
Ὅσοι ὅμως νιώθουν ὁρμητικά μέσα τους τήν ἀναζήτηση τῆς λυτρώσεως κι ἔχουν κρατήσει ἀνοιχτούς τούς δέκτες τῆς ψυχῆς τους -ἀνοιχτούς μέ τό φρόνημα τῆς προσδοκίας τοῦ Σωτῆρος, ὅ,τι κι ἄν τούς στοιχήσει-, αὐτοί μποροῦν νά συλλαμβάνουν τήν πίστη καί σώζονται. Μέσα τους μπορεῖ νά συντελεσθεῖ ἡ μετάνοια, μπορεῖ νά περπατήσει ἡ πίστη καί μαζί της ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καί βλέπεις πώς ὅσο προκόβει μιά τέτοια ψυχή στή μετάνοια, τόσο δυναμώνει στήν πίστη· κι ὅσο δυναμώνει στήν πίστη τόσο περισσότερο θέλει νά μετανοεῖ. Πλησιάζεις τόν Θεό μέ ἐπιθυμία νά Τόν γνωρίσεις; Αἰσθάνεσαι ἀμέσως τήν ἀνάγκη νά καθαρισθεῖς, γιατί «ἀνήρ ἁμαρτωλός» εἶσαι. Λούζεσαι μές στό λουτρό τῆς μετανοίας; Ὅλο καί γλυκύτερη σοῦ γίνεται ἡ συντροφιά μέ τό Θεό.
Ἀδελφέ μου, ἐδῶ βρίσκεται τό μυστήριο καί τό μυστικό τῆς σωτηρίας· πίστη καί μετάνοια, δύο δυνάμεις συγγενεῖς μά καί παράλληλες. Ἡ πίστη εἶναι εὔκολη, γιατί τή δίνει ὁ Θεός. Ἡ μετάνοια εἶναι δύσκολη, γιατί τή ζητᾶ ἀπό μᾶς, μά τόν τρόπο νά τή δώσουμε μᾶς ἔδειξε ὁ ἴδιος. «Δός μοι, υἱέ, σήν καρδίαν», λέει (Πρμ 23, 26). Δέν ἔχουμε παρά νά τοῦ δώσουμε τήν καρδιά μας, κι αὐτός θά τήν γεμίσει μετάνοια, θά τῆς χαρίσει πίστη. Σέ τελευταία ἀνάλυση ἡ μόνη δυσκολία βρίσκεται στήν ταπείνωσή μας καί στήν παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας μ’ ἐμπιστοσύνη στά χέρια Του. Ἐξ ἄλλου αὐτά τά χέρια εἶναι τά χέρια πού μᾶς ἔπλασαν, εἶναι τά χέρια πού μᾶς ἀνέπλασαν, ἀφοῦ τρύπησαν καί μάτωσαν γιά νά μᾶς χαρίσουν τό ζωογόνο αἷμα, τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τό αἷμα πού μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία καί μᾶς λούζει στή θεία ἀγάπη καί μᾶς δίνει αἰώνια ζωή. Γιά νά χυθεῖ, νά μεταγγισθεῖ ὅμως αὐτό τό αἷμα στόν ὀργανισμό μας, εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀνοίξουμε κι ἐμεῖς τίς φλέβες μας· νά ὁμολογήσουμε τίς ἁμαρτίες μας, νά μετανοήσουμε καί νά ἐξομολογηθοῦμε.
Καί ἡ Ἐκκλησία, τό θεῖο αὐτό ἰατρεῖο, πάντοτε, καί ἰδιαίτερα τώρα μέ τήν περίοδο τοῦ Τριωδίου καί τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, μᾶς καλεῖ στόν πνευματικό αὐτό ἀγώνα, στόν ἀγώνα πού ξεκινᾶ μέ πίστη καί μετάνοια, προχωρεῖ μέ πίστη καί μετάνοια καί τερματίζει στή νίκη καί σωτηρία μέ πίστη καί μετάνοια. Αὐτή τήν πίστη κι αὐτή τή μετάνοια συνοψίζουν καί ἐκφράζουν οἱ φωνές, τοῦ τελώνου «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λκ 18,13), τοῦ ἀσώτου «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (Λκ 15,18-19), καί ἡ φωνή τοῦ ληστοῦ· «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λκ 23,42).
Εἶναι μιά ἱστορία σκληρή ὅσο καί ἀποκαλυπτική. Ὁ Κύριος μήνυσε μέ τόν προφήτη του Σαμουήλ στό βασιλιά Σαούλ νά πάει νά πατάξει τούς ἐχθρούς Ἀμαληκῖτες καί νά ἐξολοθρεύσει τούς πάντες καί τά πάντα τῆς χώρας τους. Τίποτε νά μην κρατήσει καί κανέναν νά μή λυπηθεῖ, ἀπό ἄνδρα μέχρι γυναίκα καί ἀπό νήπιο μέχρι βρέφος καί ἀπό μοσχάρι μέχρι πρόβατο καί ἀπό καμήλα μέχρι ὄνο (Α’ Βα 15,3). Ὁ Σαούλ ὅμως θέλησε νά φανεῖ σπλαχνικότερος ἀπό τόν Γιαχβέ καί καλύτερος ἀπό ὅ,τι ἐκεῖνος ἤθελε. Ἔτσι, εἰδοποίησε τούς συμμάχους του Κιναίους, πού ζοῦσαν ἀνάμεσα στούς Ἀμαληκῖτες, καί τούς ἀπομάκρυνε ἀπό τή σφαγή· συνέλαβε τό βασιλιά Ἀγάγ ζωντανό, γιά νά στολίσει τό θρίαμβό του, καί φύλαξε τά ἐκλεκτότερα ἀγαθά τῆς χώρας, ζῶα καί καρπούς γιά νά τά προσφέρει θυσία στόν Θεό.
Ἀλλά τότε σάν κεραυνός ἔπεσε πάνω του τό ρῆμα τοῦ Κυρίου καί τόν κατέκαψε καί τόν ξεγύμνωσε καί τόν πέταξε ἔξω ἀπό τό σχέδιο καί τήν ὑπόθεσή του. «Καί εἶπε Σαμουήλ· εἰ θελητόν τῷ Κυρίῳ ὁλοκαυτώματα καί θυσίας ὡς τό ἀκοῦσαι φωνῆς Κυρίου; Ἰδού ἀκοή ὑπέρ θυσίαν ἀγαθήν καί ἡ ἐπακρόαση ὑπέρ στέαρ κριῶν» (Α’ Βα 15,22). Νομίζεις ὅτι ὁ Κύριος προτιμᾶ ὁλοκαυτώματα καί θυσίες ἀπό τό νά ὑπακούσεις στή φωνή του; Ὄχι, ἡ ὑπακοή εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἐκλεκτή θυσία, καί ἡ ὑποταγή ἀπό τό λίπος τῶν κριαριῶν. Πίστεψες, Σαούλ, ὅτι θα εὐχαριστήσεις τόν Κύριο μέ τό δικό σου αἴσθημα καί τή δική σου λογική, πίστεψες ὅτι θα τόν ξεγελάσεις μέ προσφορές καί κολακεῖες, παραβαίνοντας τήν ἐντολή του μέ τό ἀζημίωτο; Ἀλλά ὁ Κύριος δέν θέλει τά δικά μας, θέλει ἐμᾶς.
Γνήσιο γνώρισμα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ζωντανοῦ Θεοῦ εἶναι νά ζητᾶ ἀπό τό πλάσμα του, πού αἰώνια ἀγαπᾶ, τήν ὁλοτελῆ καί ἐντελῆ ὑποταγή στό θέλημά του. Ἀλλά καί γιά τόν ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει εἰλικρινέστερος τρόπος νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη του στόν Θεό ἀπό τό νά τοῦ δείξει ἀπόλυτη καί εὐχάριστη ὑπακοή. Μέ τίς ἄλλες θυσίες, πού συνηθίζουμε, ὅσο ἀκριβές καί σπουδαῖες κι ἄν εἶναι, θυσιάζουμε μόνο τό βιό μας καί ὑπηρετοῦμε ἁπλᾶ τό θρησκευτικό μας ἔνστικτο. Ἀντίθετα, μέ τήν ὑπακοή μας θυσιάζουμε αὐτόν τόν ἑαυτό μας καί ἀσκοῦμε τήν ἀληθινή πίστη ἀπέναντι στόν Κύριο τῆς ζωῆς μας, ὅ,τι κι ἄν μᾶς στοιχίσει – καί συνήθως στοιχίζει τό αἷμα τῆς καρδιᾶς σου. Εἶναι πολύ εὐκολότερο, πράγματι, νά φέρεις ἕνα μοσχάρι ἤ ἕνα ἀρνί νά καεῖ πάνω στό βωμό ἀπό τό νά φέρεις «πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον» τῆς σκέψεώς σου σέ ὑπακοή στόν Θεό, νά θυσιάσεις κάθε σου θέλημα στό θέλημά του.
«Ἔλεος θέλω καί οὐ θυσίαν», λέει ἀλλοῦ (Ὠσ 6,6). Ἡ ἀγάπη πρός τό συνάνθρωπο, πού ἀποτελεῖ κύρια ἐντολή τοῦ θείου νόμου, τό ἔλεος καί τά σπλάγχνα τῶν οἰκτιρμῶν, εἶναι προτιμότερα ἀπό τά ἐκλεκτότερα σφάγια.
«Βλέπεις μέ ποιές θυσίες εὐαρεστεῖται ὁ Θεός;», κηρύττει ὁ ἱ. Χρυσόστομος. «Διότι ἐκεῖνες μέν εἶναι τοῦ πλούτου καί τῶν πλουσίων, ἐνῶ αὐτές τῆς ἀρετῆς· ἐκεῖνες ἀπό ἔξω, αὐτές ἀπό μέσα· ἐκεῖνες μπορεῖ νά τίς κάνει καί ὁ τυχών, αὐτές ὅμως λίγοι. Ὅσο εἶναι καλύτερος ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό πρόβατο, τόσο εἶναι αὐτή ἀπό ἐκείνη τή θυσία· διότι ἐδῶ τήν ψυχή σου προσφέρεις θῦμα… Νά, θυσία καλή, πού δέν χρειάζεται ἱερέα, ἀλλά αὐτόν πού τήν προσφέρει· θυσία καλή, πού ἐπιτελεῖται μέν κάτω, ἀλλά ἀμέσως ἀναλαμβάνεται πάνω» (PG 63,164-165).
Αὐτό δέν σημαίνει, βέβαια, ὅτι ὁ Θεός καταργεῖ τίς προσφορές καί τίς θυσίες· τίς δέχεται, τίς ἀπαιτεῖ μάλιστα καί τίς ζηλεύει. Ἀλλά τίς θέλει ὡς ἐκδηλώσεις πίστεως, ὡς ἐκφράσεις ἀγάπης καί εὐγνωμοσύνης. Ἡ ταπεινή κι ὁλόψυχη συμμόρφωσή μας μέ τίς ἐντολές του ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση καί τόν ὅρο γιά νά γίνουν εὐάρεστες καί δεκτές οἱ ἄλλες μας προσφορές. Ὅταν αὐτή λείπει, τότε οἱ θυσίες μας εἶναι στάχτη στά μάτια, μάσκα καί ὑπόκριση, προπέτασμα καπνοῦ, κάλυψη καί παραλλαγή, πού δέν ἀνέχεται ὁ Κύριος ἀπό τούς πιστούς του. Τίποτε δέν εἶναι τόσο προκλητικό στόν Θεό ὅσο τό νά βάζουμε τό θέλημά μας σέ ἀνταγωνισμό μέ τό δικό του. Αὐτό καλεῖται ἐπανάσταση, ἀνταρσία, καί λέγεται ἐδῶ μέ τό στόμα τοῦ Σαμουήλ ὅτι εἶναι τόσο κακό ὅσο ἡ μαγεία καί ἡ εἰδωλολατρία (στίχ. 23). Διότι στό τέλος–τέλος ἡ κακοήθεια καί ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀνυπακοή. Αὐτή μᾶς ἔκανε ἁμαρτωλούς, παραβάτες τοῦ νόμου καί ἐχθρούς μέ τόν Θεό, ὅπως ἀποδεικνύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή.
Ἡ ὑπακοή ἦταν ὁ νόμος τῆς ἀθωότητος, αὐτός πού ρύθμιζε τίς σχέσεις Θεοῦ καί πρωτοπλάστων. Ἀντίθετα, οἱ θυσίες προϋποθέτουν τήν ἁμαρτία πού ἦλθε στόν κόσμο καί δέν εἶναι παρά μιά ἀδύναμη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἀπομακρύνει ἐκεῖνο πού ἡ ὑπακοή δέν θά ἄφηνε κἄν νά συμβεῖ. Ἀλλά «ὥσπερ διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός ἀνθρώπου ἁμαρτωλοί κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὕτω καί διά τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνός δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρω 5,19). Μέ τή θυσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ ὑπακοή γίνεται καί πάλι ὁ νόμος τῆς χάριτος, πού ρυθμίζει τίς σχέσεις τοῦ λυτρωμένου ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ συναντᾶμε τήν τέλεια περίπτωση. Ἐδῶ θυσία καί ὑπακοή ταυτίζονται. Μέ πρότυπο καί ὑπόδειγμα, λοιπόν, τόν Κύριο ὁ κάθε πιστός ζῆ τή χριστιανική ζωή, πού ἀποτελεῖ ἕνα συνεχές μαρτύριο, καθώς συνεχῶς, ὑπακούοντας στό Εὐαγγέλιο, ἀποκεφαλίζει τό θέλημά του, σταυρώνει τό ἐγώ του, κατακαίει τόν ἑαυτό του. Ἔτσι, μέ τό φῶς τῆς ἀλήθειας καί μέ τή φωτιά τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἐξασφαλίζουμε τήν πιό «θελητή» θυσία, τό ὁλοκαύτωμα τῆς καρδιᾶς μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 145-146
Ἡ κυριαρχία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στό θάνατο ἐγγυᾶται ὅτι δέν χάθηκαν ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Τούς ἀποκαλοῦμε νεκρούς, μά δέν πέθαναν· ἀναπαύονται, κοιμοῦνται ἐν Κυρίῳ. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας τούς ὀνομάζει κεκοιμημένους. Ἡ καθημερινή ἐκκλησιαστική πράξη μᾶς συνδέει ὄχι μόνο μέ τούς ἁγίους, πού σημειώνονται στό ἡμερολόγιο καί σηματοδοτοῦν τήν πορεία τῆς ζωῆς μας. Μᾶς φέρνει ἐπίσης σέ ἐπαφή μέ ὅλους τούς προσφιλεῖς μας κεκοιμημένους, πού ἀναπαύονται στόν Κύριο· αὐτός εἶναι «ἡ χώρα τῶν ζώντων». Αὐτή τή θεολογική ἀλήθεια βιώνει ὡς καθημερινή πράξη ἡ Ἐκκλησία μας, πού κατά τή ρήση τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου εἶναι «ἑνότης πίστεως καί ἀγάπης». Γι᾿ αὐτό μᾶς ὑπαγορεύει τήν προσευχή ὄχι μόνο γιά τούς ζωντανούς ἀλλά καί γιά τούς κεκοιμημένους. Σέ ἑβδομαδιαία βάση ἀφιερώνει τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου στήν προσευχή ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν κεκοιμημένων, ἐνῶ σέ ἐτήσια βάση ὅρισε γιά τό λόγο αὐτό τά δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα: τῆς Ἀποκριᾶς καί τῆς Πεντηκοστῆς. Τό πρῶτο μᾶς δίνει τήν ἀφορμή γιά τό μήνυμά μας, καθώς φέτος γιορτάζεται κατά τό πρῶτο Σάββατο τοῦ Μαρτίου.
Ἡ Κυριακή τῆς Ἀποκριᾶς εἶναι ἀφιερωμένη στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ἐκείνη τή φοβερή ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὅλοι θά σταθοῦμε μπροστά στό θρόνο τοῦ μεγάλου Κριτῆ. Γιά τό λόγο αὐτό, μέ τό μνημόσυνο τῶν κεκοιμημένων τήν προηγούμενη μέρα, ζητοῦμε ἀπό τόν Κύριο νά γίνει ἵλεως καί νά δείξει συμπάθεια καί μακροθυμία σ᾿ αὐτούς πού ἔχουν φύγει. Νά τούς κατατάξει -κι ἐμᾶς μαζί- μεταξύ τῶν υἱῶν τῆς βασιλείας του.
Εἶναι μία μεγάλη ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας τό Ψυχοσάββατο καί μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά πλατύνουμε τήν καρδιά μας, γιά ν᾿ ἀγκαλιάσουμε μέ τήν ἀγάπη της πολλούς. Καλούμαστε σέ παγκόσμια ἀνάμνηση ὅλων «τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου». Θυμόμαστε κι εὐχόμαστε ὄχι μονάχα γι᾿ αὐτούς πού ξεπροβοδίσαμε ἀπό τό στενό μας περιβάλλον ἀλλά καί γιά κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Γιά ὅσους ἀπρόσμενα θέρισε ὁ θάνατος κάπου μακριά, σέ ξένη γῆ, καί γιά ὅσους τά μάτια τους σφράγισε ἀσθένεια λοιμική ἤ πόλεμος ἤ παγετός ἤ θεομηνία ἤ ὅποια ἄλλη αἰτία.
Θά ἦταν ὅμως λάθος νά νομίσουμε ὅτι ἡ ὠφέλεια ἀπό τήν ἀνάμνηση αὐτή ἀφορᾶ μόνο στούς μνημονευόμενους νεκρούς. Ἀφορᾶ καί σέ μᾶς διότι μᾶς χαρίζει μία ἐγγυημένη ἐπικοινωνία μ᾿ ἐκείνους πού ἔφυγαν ἀπό τή ζωή ἀλλά παραμένουν στήν καρδιά μας. Ὠφελούμαστε κυρίως, διότι μετέχουμε στήν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· «ἡ γάρ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς» (Β΄ Κο 5,14). Αὐτός ὁ πλατυσμός ἡμερεύει τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τούς ἀγαπητούς μας κεκοιμημένους· ἀρδεύει μυστικά μέ ἀγάπη τήν καρδιά· θεριεύει τήν ἐλπίδα γιά τήν αἰώνια ζωή, ὅπου μιά μέρα θά χαιρόμαστε μαζί μέ ὅλες τίς ψυχές πού τώρα μνημονεύουμε. Εἶναι μία... πίστωση αἰωνιότητος.
Ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος, ὁ ὁλοκληρωμένος καί πεπληρωμένος, ὁ ἄξιος ἡγέτης καί κύριος τῆς δημιουργίας, δέν εἶναι φαινόμενο συνηθισμένο. Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ κυνικοῦ Διογένη, πού μέ ἀναμμένο τό φανάρι μές στό καταμεσήμερο διέσχιζε τήν πολυάνθρωπη πολιτεία «ἄνθρωπον ζητῶν», μέχρι τίς μέρες μας, ὅπου τόσες εἰδικές ἐπιστῆμες ἐρευνοῦν πρός τήν κατεύθυνση αὐτή, παραμένει ζητούμενο ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος.
Παρ᾿ ὅλες τίς μελέτες καί τίς προσπάθειες καμία παιδαγωγική, κανένα φιλοσοφικό σύστημα δέν ἔχει νά παρουσιάσει ὀντολογικά ἕνα πραγματικό πρότυπο ἀρτίου ἀνθρώπου. Ὅλοι περιορίζονται στό δεοντολογικό προσδιορισμό. Πρέπει, λένε, νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος σοφία καί ἀνδρεία, νά διαθέτει δικαιοσύνη καί σύνεση, ὥστε νά θεωρεῖται «καλός κἀγαθός». Ἀλλά πῶς θά ἀποκτήσει κανείς αὐτές τίς ἀρετές; Μέ ποιά μέσα καί μέ ποιές προϋποθέσεις καί σέ ποιό μέτρο θά τίς ἀσκήσει; Μύρια ἐρωτήματα αὐτοῦ τοῦ εδους παραμένουν ἀναπάντητα, μέ ἀποτέλεσμα νά διευρύνεται τό κενό στήν ψυχή καί νά ἐντείνεται ἡ διάσταση καί τό χάος στήν ἀνθρώπινη κοινωνία.
Μιλᾶ καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄρτιο ἄνθρωπο ἀλλά μέ μία οὐσιώδη διαφορά: Τόν προσδιορίζει ὡς ἄρτιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἄρτιος μέ τά κριτήρια τῆς ἀνθρώπινης σκέψης καί νοοτροπίας θεωρεῖται ὁ τίμιος, ὁ εἰλικρινής, ὁ ἠθικός, ὁ ἐργατικός, ὁ οἰκονόμος, ὁ φιλάνθρωπος, γενικά ὁ ἐνάρετος. Ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔχει ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα καί ἐπιπλέον μία ἄμεση ἐξάρτηση ἀπό τόν Θεό καί τό θέλημά του. Ὁ πρῶτος εἶναι καλός ἄνθρωπος· κατευθύνεται ἀπό τήν ἀγαθή καί ἄγρυπνη συνείδησή του. Ὁ δεύτερος εἶναι πιστός· ἔχει ὁδηγό τήν ἀγαθή του συνείδηση, ἡ ὁποία ἐμπνέεται ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο (πρβλ. Ρω 9,1).
Ἡ ὑλιστική καί ἀπνευμάτιστη ἐποχή μας δέν παρουσιάζει, βέβαια, ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τίς ὑποδείξεις τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτό, ἐνῶ πολυτρόπως συζητᾶ καί διακαῶς ἀποζητᾶ τόν ἄρτιο ἄνθρωπο, κάθε ἄλλο παρά φιλόφρονη εἶναι γιά τόν ἄρτιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τόν ἀντιμετωπίζει σάν ἕνα ἄλλο, παράδοξο εἶδος ἀνθρώπου. Ἡ παρουσία τοῦ ἀρτίου ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ προκαλεῖ συχνά τίς εἰρωνεῖες, τά σχόλια, ἴσως καί τήν πολεμική τοῦ περιβάλλοντος. Ὡστόσο, ὄχι σπάνια, ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀποσπᾶ τήν ἀναγνώριση καί τό θαυμασμό καί αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν. Ἡ μακραίωνη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι γεμάτη ἀπό παραδείγματα διωκτῶν καί δημίων, πού λύγισαν καί συγκλονίσθηκαν, ὅταν βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μέ τήν ἁγιότητα τῶν ἀρτίων ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τότε πού περπάτησε στόν κόσμο μας ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ἔπαυσε νά εἶναι μιά ἄψυχη θεωρία, ἕνα ἄπιαστο ἰδεῶδες ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶδε καί γνώρισε ἡ ἀνθρωπότητα τόν «τύπο καί ὑπογραμμό» τοῦ ἀρτίου ἀνθρώπου. Ἀναγεννημένος στήν ἐν Χριστῷ καινή κτίση, στήν Ἐκκλησία, ὁ πιστός χειραγωγεῖται ἀπό τή σοφία τοῦ θείου λόγου καί ἐνισχύεται ἀπό τήν ἁγιαστική χάρη τῶν μυστηρίων. Ἔτσι καθίσταται ἕνας μικρός Χριστός μέσα στήν κοινωνία. Δέν εἶναι τέλειος ἀλλά τελειούμενος, καταρτιζόμενος καί ἁγιαζόμενος. Μ᾿ αὐτή τήν ἰδιότητά του ἀποπνέει τό ἄρωμα τοῦ οὐρανοῦ καί ἀντανακλᾶ τήν ὀμορφιά τῆς αἰωνιότητας.
Καί ποιός ἄλλος θά μποροῦσε νά γίνει ὁδηγός γιά τήν τελειότητα παρά ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού φύτεψε στήν ψυχή μας αὐτή τή λαχτάρα; Σαφής καί ἁπλός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου χειραγωγεῖ τούς πιστούς στήν ἁγιότητα· «ἅγιοι γίνεσθε», δηλαδή, ἀπομακρυνθεῖτε ἀπό τήν ἀντίθεη νοοτροπία τοῦ κόσμου καί ἀφοσιωθεῖτε σέ μένα, «ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Α΄ Πε 1,16). Βαδίστε ἀποφασιστικά πρός τήν τελειότητα· «Ἔσεσθαι οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατήρ ὑμῶν... τέλειος ἐστίν» (Μθ 5,48). Ἀλλά, γιά νά μή νομίσει κανείς ὅτι ἄρτιος ἄνθρωπος σημαίνει ἕνας νάρκισσος ἐγωιστικά ἀπορροφημένος ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀπόκοσμος κι ἀντικοινωνικός, καθορίζεται ὡς ἀνυπέρθετο γνώρισμά του ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο· «γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λκ 6,36).
Ὅσο κι ἄν προοδεύσεις πνευματικά, ὅσο κι ἄν προσεγγίσεις τόν Θεό, δέν μπορεῖς νά εἶσαι ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐρήμην τῶν συνανθρώπων σου. Διότι ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά ἱδρύσει Ἐκκλησία, σῶμα. Ἀπαιτεῖ νά εἴμαστε ἅγιοι καί τέλειοι ὄχι μεμονωμένα ἀλλά ὡς μέλη τῆς κοινωνίας, τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας· νά συμβαδίζουμε μέ τούς ἀδελφούς πρός τήν τελειότητα. Μόνο ἔτσι θά γίνουμε δεκτοί στήν ἄρρητη τελειότητα τοῦ παραδείσου.
Ἀλλά σ᾿ αὐτή τή συμπόρευση συναντοῦμε συχνά τό πιό μεγάλο ἐμπόδιο γιά τήν τελείωσή μας. Εἶναι ἡ συμπεριφορά τῶν ἄλλων, πού μᾶς γεμίζει πόνο, θλίψεις καί ὀδύνες. Ἔπειτα εἶναι καί τά τόσα ἄλλα δυσάρεστα καί δύσκολα περιστατικά τῆς ζωῆς: ἀποτυχίες, ἀρρώστιες, θάνατος. Πῶς νά τά ξεπεράσεις ὅλα αὐτά, χωρίς νά χάσεις τόν προσανατολισμό σου πρός τόν ἁγιασμό;
Ὁ θεῖος λόγος δίδει στό ἐρώτημα αὐτό μία καταπληκτική ἀπάντηση. Τίς θλίψεις, λέει, τῆς ζωῆς τίς ἐπιτρέπει ὁ Θεός «εἰς τό μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ» (Ἑβ 12,10). Εἶναι, δηλαδή, οἱ θλίψεις ἕνας ἄριστος τρόπος γιά νά καταρτισθεῖ καί νά γίνει τέλειος ὁ ἄνθρωπος. Διότι μέσα ἀπ᾿ αὐτές ἀσκεῖται στήν καρτερία, αὐξάνει στήν ὑπομονή, στεριώνει στήν ἐλπίδα. Μ᾿ ἕνα λόγο, ἁγιάζεται. Ἀκόμη καί οἱ ἐνδογενεῖς ἀδυναμίες, τά πάθη μέ τά ὁποῖα ὁ καθένας παλεύει, κι αὐτές οἱ παγίδες τοῦ σατανᾶ καθίστανται ἕνα πολύτιμο στάδιο. Καί μ᾿ αὐτά ὁ πιστός ἀσκεῖται καί γυμνάζεται, καταρτίζεται καί ἁγιάζεται, ἐφόσον δέν συμβιβάζεται, ἀλλά ἀγωνίζεται νά ὑποτάξει τή σάρκα στό πνεῦμα, τά θελήματα καί τά ἁμαρτωλά καπρίτσια του στό θέλημα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ κατανυκτική περίοδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, ἰδιαίτερα πρόσφορη γιά τήν ἐπίταση τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, γίνεται μία ἔντονη ὑπόμνηση τῆς πορείας πρός τήν ἁγιότητα κι ἕνα πολύτιμο στάδιο ἄσκησης. Μέ τίς πυκνές ἱερές ἀκολουθίες, μέ τή νηστεία καί τήν ὅλη ἄσκηση ἐξοικειώνει τόν πιστό πρός τίς τόσες μορφές θλίψης καί τόν χειραγωγεῖ νά τίς ἀξιοποιεῖ γιά τόν καταρτισμό του, πλησιάζοντας δι᾿ αὐτῶν στόν τελικό προορισμό «μέχρι καταντήσωμεν... εἰς ἄνδραν τέλειον εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ 4,13).