Super User

Super User

Παρασκευή, 11 Αύγουστος 2023 03:00

Μήνυμα - ἔκκληση

 Δύο μῆνες γεμάτοι μνῆμες καί γιορτές οἱ καλοκαιρινοί μῆνες, Ἰούλιος καί Αὔγουστος. Τονώνουν τό φρόνημα, θερμαίνουν τήν πίστη, ἀναζωογονοῦν τήν ἐλπίδα κι ὑποδεικνύουν τό χρέος, καθώς ἐκπέμπουν ἄφθονα, ἐπίκαιρα καί ἐνθαρρυντικά τά μηνύματά τους. Θά σταθοῦμε σέ κάτι ἀπ᾿ αὐτά πού ἡ μορφή τῆς Παναγίας μας ὑπαγορεύει, κάτι πού ἀπό τή μνήμη τῆς σεπτῆς Κοιμήσεώς της ἀπορρέει.
panagia 2 Εἶναι ἡ ἱκεσία στήν ὁποία καταλήγει τό Δοξαστικό τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς γιορτῆς, ἕνα ποίημα σπάνιας τέχνης καί ἰδιότροπης μουσικῆς σύνθεσης, ὅπου συναρμόζονται οἱ ὀκτώ ἦχοι τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς. Ἐκεῖ ὁ ἀνώνυμος, ἀλλά ὁπωσδήποτε ἱκανός καί εὐλαβής ὑμνογράφος, μεταφέρει στήν «Παντάνασσα θεόπαιδα» τήν ἀγωνία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό πιό τρυφερό καί ὄμορφο ἀλλά καί τό πιό δυσκολοκυβέρνητο, «δυσήνιον», κατά τόν ἅγιο Χρυσόστομο, μέρος της, τή νεότητα. Καταλήγει, λοιπόν, τό Δοξαστικό: «Διό ἄχραντε Θεοτόκε, ἀεί σύν ζωηφόρῳ βασιλεῖ καί τόκω ζῶσα, πρέσβευε διηνεκῶς περιφρουρῆσαι καί σῶσαι ἀπό πάσης προσβολῆς ἐναντίας τήν νεολαίαν σου· τήν γάρ σήν προστασίαν κεκτήμεθα».
 Ἡ δέηση συγκινεῖ. Ὅλοι τρέφουμε μιά ἰδιαίτερη στοργή καί συμπάθεια γιά τούς νέους μας καί λίγο ἤ περισσότερο κατανοοῦμε πώς ἄν πάψουμε νά συμπαθοῦμε τή νεότητα, ὁ ρόλος μας στόν κόσμο αὐτό ἔχει πιά ὁριστικά τελειώσει». Ὅλοι νοιαζόμαστε νά δοῦμε τά παιδιά μας νά πετυχαίνουν στή ζωή, νά προκόβουν. Διότι αὐτά τά παιδιά εἶναι «ἡ ζωή» μας, ὅπως συχνά τούς τό λέμε, ξεχειλίζοντας ἀπό στοργή γι᾿ αὐτά. Εἶναι ἡ χρυσή μας ἐλπίδα, ὁ θησαυρός καί τό χρηματιστήριο, πού ἀξιώνει τίς μεγαλύτερες ἐπενδύσεις καί τό πιό καυτό ἐνδιαφέρον μας.
 Σημαντική καί ἀναγκαία γιά τούς νέους ἡ ἔγνοια μας! Τήν χρειάζονται ὄχι μόνο αὐτοί πού μέ τήν ἄκριτη ὁρμή τῆς ἡλικίας τους ἀφήνιασαν κι ἐγκαταλείποντας τή θαλπωρή καί τήν ἀσφάλεια τῆς πατρικῆς στέγης περιφέρονται ἀνέστιοι καί ἀνερμάτιστοι, εὔκολη λεία γιά τούς πάσης φύσεως κακοποιούς. Οὔτε μόνο ἐκεῖνοι πού ξεστράτισαν καί παραπαίουν μεθυσμένοι ἀπό τά δελεάσματα τῶν ψεύτικων παραδείσων, ὅπου ἔντεχνα τούς παρασύρουν οἱ ἐπιτήδειοι. Κινδυνεύουν κι ἐκεῖνοι οἱ νέοι πού, κι ἄν δέν φαίνονται παραστρατημένοι, εἶναι κοντά στήν καταστροφή καί στό γκρεμοτσάκισμα τό πνευματικό, διότι μένουν μακριά ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀκοινώνητοι κι ἀλειτούργητοι, χωρίς τό λόγο τοῦ Θεοῦ χωρίς τό φόβο τῶν ἐντολῶν του, ἀκατήχητοι κι ἄγευστοι ἀπό πνευματική ζωή. Πῶς θά ἀντέξουν στίς προσβολές τοῦ πονηροῦ καί πῶς θά παλαίψουν τή ζωή; Μέ ποιά ἐφόδια, μέ ποιά χειραγωγία; Μέ ποιό στήριγμα καί ποιά φόντα;
  Ἡ δέηση τοῦ ὑμνωδοῦ γιά τήν ἀσφάλεια τῆς νεολαίας μας «ἀπό πάσης προσβολῆς ἐναντίας» μᾶς συγκινεῖ καί μᾶς χρεώνει νά τήν ἐπαναλαμβάνουμε ὅλοι πάντοτε καί ἰδιαίτερα αὐτό τόν καιρό. Στήν ἄχραντη Θεοτόκο, πού βρίσκεται κοντά στόν ζωοδότη Κύριο, τόν Υἱό της καί Θεό, ν᾿ ἀποθέσουμε τίς ἀγωνίες καί τούς πόθους γιά τούς νέους μας. Ἡ Μεγαλόχαρη Μάνα ἔχει τόν τρόπο νά ἀσφαλίσει τούς νέους μας κάτω ἀπό τήν περιφρούρηση καί τήν προστασία τοῦ παντοδύναμου Κυρίου μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 147
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Α΄ Βα 15,22

Ὑπακοή καί θυσίες

 thysies Εἶναι μιά ἱστορία σκληρή ὅσο καί ἀποκαλυπτική. Ὁ Κύριος μήνυσε μέ τόν προφήτη του Σαμουήλ στό βασιλιά Σαούλ νά πάει νά πατάξει τούς ἐχθρούς Ἀμαληκῖτες καί νά ἐξολοθρεύσει τούς πάντες καί τά πάντα τῆς χώρας τους. Τίποτε νά μην κρατήσει καί κανέναν νά μή λυπηθεῖ, ἀπό ἄνδρα μέχρι γυναίκα καί ἀπό νήπιο μέχρι βρέφος καί ἀπό μοσχάρι μέχρι πρόβατο καί ἀπό καμήλα μέχρι ὄνο (Α’ Βα 15,3). Ὁ Σαούλ ὅμως θέλησε νά φανεῖ σπλαχνικότερος ἀπό τόν Γιαχβέ καί καλύτερος ἀπό ὅ,τι ἐκεῖνος ἤθελε. Ἔτσι, εἰδοποίησε τούς συμμάχους του Κιναίους, πού ζοῦσαν ἀνάμεσα στούς Ἀμαληκῖτες, καί τούς ἀπομάκρυνε ἀπό τή σφαγή· συνέλαβε τό βασιλιά Ἀγάγ ζωντανό, γιά νά στολίσει τό θρίαμβό του, καί φύλαξε τά ἐκλεκτότερα ἀγαθά τῆς χώρας, ζῶα καί καρπούς γιά νά τά προσφέρει θυσία στόν Θεό.
   Ἀλλά τότε σάν κεραυνός ἔπεσε πάνω του τό ρῆμα τοῦ Κυρίου καί τόν κατέκαψε καί τόν ξεγύμνωσε καί τόν πέταξε ἔξω ἀπό τό σχέδιο καί τήν ὑπόθεσή του. «Καί εἶπε Σαμουήλ· εἰ θελητόν τῷ Κυρίῳ ὁλοκαυτώματα καί θυσίας ὡς τό ἀκοῦσαι φωνῆς Κυρίου; Ἰδού ἀκοή ὑπέρ θυσίαν ἀγαθήν καί ἡ ἐπακρόαση ὑπέρ στέαρ κριῶν» (Α’ Βα 15,22). Νομίζεις ὅτι ὁ Κύριος προτιμᾶ ὁλοκαυτώματα καί θυσίες ἀπό τό νά ὑπακούσεις στή φωνή του; Ὄχι, ἡ ὑπακοή εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἐκλεκτή θυσία, καί ἡ ὑποταγή ἀπό τό λίπος τῶν κριαριῶν. Πίστεψες, Σαούλ, ὅτι θα εὐχαριστήσεις τόν Κύριο μέ τό δικό σου αἴσθημα καί τή δική σου λογική, πίστεψες ὅτι θα τόν ξεγελάσεις μέ προσφορές καί κολακεῖες, παραβαίνοντας τήν ἐντολή του μέ τό ἀζημίωτο; Ἀλλά ὁ Κύριος δέν θέλει τά δικά μας, θέλει ἐμᾶς.
  Γνήσιο γνώρισμα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ζωντανοῦ Θεοῦ εἶναι νά ζητᾶ ἀπό τό πλάσμα του, πού αἰώνια ἀγαπᾶ, τήν ὁλοτελῆ καί ἐντελῆ ὑποταγή στό θέλημά του. Ἀλλά καί γιά τόν ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει εἰλικρινέστερος τρόπος νά ἐκφράσει τήν ἀγάπη του στόν Θεό ἀπό τό νά τοῦ δείξει ἀπόλυτη καί εὐχάριστη ὑπακοή. Μέ τίς ἄλλες θυσίες, πού συνηθίζουμε, ὅσο ἀκριβές καί σπουδαῖες κι ἄν εἶναι, θυσιάζουμε μόνο τό βιό μας καί ὑπηρετοῦμε ἁπλᾶ τό θρησκευτικό μας ἔνστικτο. Ἀντίθετα, μέ τήν ὑπακοή μας θυσιάζουμε αὐτόν τόν ἑαυτό μας καί ἀσκοῦμε τήν ἀληθινή πίστη ἀπέναντι στόν Κύριο τῆς ζωῆς μας, ὅ,τι κι ἄν μᾶς στοιχίσει – καί συνήθως στοιχίζει τό αἷμα τῆς καρδιᾶς σου. Εἶναι πολύ εὐκολότερο, πράγματι, νά φέρεις ἕνα μοσχάρι ἤ ἕνα ἀρνί νά καεῖ πάνω στό βωμό ἀπό τό νά φέρεις «πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον» τῆς σκέψεώς σου σέ ὑπακοή στόν Θεό, νά θυσιάσεις κάθε σου θέλημα στό θέλημά του.
  «Ἔλεος θέλω καί οὐ θυσίαν», λέει ἀλλοῦ (Ὠσ 6,6). Ἡ ἀγάπη πρός τό συνάνθρωπο, πού ἀποτελεῖ κύρια ἐντολή τοῦ θείου νόμου, τό ἔλεος καί τά σπλάγχνα τῶν οἰκτιρμῶν, εἶναι προτιμότερα ἀπό τά ἐκλεκτότερα σφάγια.
 «Βλέπεις μέ ποιές θυσίες εὐαρεστεῖται ὁ Θεός;», κηρύττει ὁ ἱ. Χρυσόστομος. «Διότι ἐκεῖνες μέν εἶναι τοῦ πλούτου καί τῶν πλουσίων, ἐνῶ αὐτές τῆς ἀρετῆς· ἐκεῖνες ἀπό ἔξω, αὐτές ἀπό μέσα· ἐκεῖνες μπορεῖ νά τίς κάνει καί ὁ τυχών, αὐτές ὅμως λίγοι. Ὅσο εἶναι καλύτερος ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό πρόβατο, τόσο εἶναι αὐτή ἀπό ἐκείνη τή θυσία· διότι ἐδῶ τήν ψυχή σου προσφέρεις θῦμα… Νά, θυσία καλή, πού δέν χρειάζεται ἱερέα, ἀλλά αὐτόν πού τήν προσφέρει· θυσία καλή, πού ἐπιτελεῖται μέν κάτω, ἀλλά ἀμέσως ἀναλαμβάνεται πάνω» (PG 63,164-165).
  Αὐτό δέν σημαίνει, βέβαια, ὅτι ὁ Θεός καταργεῖ τίς προσφορές καί τίς θυσίες· τίς δέχεται, τίς ἀπαιτεῖ μάλιστα καί τίς ζηλεύει. Ἀλλά τίς θέλει ὡς ἐκδηλώσεις πίστεως, ὡς ἐκφράσεις ἀγάπης καί εὐγνωμοσύνης. Ἡ ταπεινή κι ὁλόψυχη συμμόρφωσή μας μέ τίς ἐντολές του ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση καί τόν ὅρο γιά νά γίνουν εὐάρεστες καί δεκτές οἱ ἄλλες μας προσφορές. Ὅταν αὐτή λείπει, τότε οἱ θυσίες μας εἶναι στάχτη στά μάτια, μάσκα καί ὑπόκριση, προπέτασμα καπνοῦ, κάλυψη καί παραλλαγή, πού δέν ἀνέχεται ὁ Κύριος ἀπό τούς πιστούς του. Τίποτε δέν εἶναι τόσο προκλητικό στόν Θεό ὅσο τό νά βάζουμε τό θέλημά μας σέ ἀνταγωνισμό μέ τό δικό του. Αὐτό καλεῖται ἐπανάσταση, ἀνταρσία, καί λέγεται ἐδῶ μέ τό στόμα τοῦ Σαμουήλ ὅτι εἶναι τόσο κακό ὅσο ἡ μαγεία καί ἡ εἰδωλολατρία (στίχ. 23). Διότι στό τέλος–τέλος ἡ κακοήθεια καί ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀνυπακοή. Αὐτή μᾶς ἔκανε ἁμαρτωλούς, παραβάτες τοῦ νόμου καί ἐχθρούς μέ τόν Θεό, ὅπως ἀποδεικνύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή.
  Ἡ ὑπακοή ἦταν ὁ νόμος τῆς ἀθωότητος, αὐτός πού ρύθμιζε τίς σχέσεις Θεοῦ καί πρωτοπλάστων. Ἀντίθετα, οἱ θυσίες προϋποθέτουν τήν ἁμαρτία πού ἦλθε στόν κόσμο καί δέν εἶναι παρά μιά ἀδύναμη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά ἀπομακρύνει ἐκεῖνο πού ἡ ὑπακοή δέν θά ἄφηνε κἄν νά συμβεῖ. Ἀλλά «ὥσπερ διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός ἀνθρώπου ἁμαρτωλοί κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὕτω καί διά τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνός δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρω 5,19). Μέ τή θυσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ ὑπακοή γίνεται καί πάλι ὁ νόμος τῆς χάριτος, πού ρυθμίζει τίς σχέσεις τοῦ λυτρωμένου ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ συναντᾶμε τήν τέλεια περίπτωση. Ἐδῶ θυσία καί ὑπακοή ταυτίζονται. Μέ πρότυπο καί ὑπόδειγμα, λοιπόν, τόν Κύριο ὁ κάθε πιστός ζῆ τή χριστιανική ζωή, πού ἀποτελεῖ ἕνα συνεχές μαρτύριο, καθώς συνεχῶς, ὑπακούοντας στό Εὐαγγέλιο, ἀποκεφαλίζει τό θέλημά του, σταυρώνει τό ἐγώ του, κατακαίει τόν ἑαυτό του. Ἔτσι, μέ τό φῶς τῆς ἀλήθειας καί μέ τή φωτιά τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἐξασφαλίζουμε τήν πιό «θελητή» θυσία, τό ὁλοκαύτωμα τῆς καρδιᾶς μας.

Στέργιος Ν. Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 145-146

Τετάρτη, 20 Δεκέμβριος 2023 03:00

Μή ἀποδεκτή προσφορά

  Ἀσύλληπτο καί ἀπροσπέλαστο τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Γίνεται ὡστόσο προσιτή στούς ἀνθρώπους ἡ παρουσία του στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ἐνανθρώπησε ὁ ἄπειρος Θεός, γιά νά συνευρεθεῖ μέ τόν ἄνθρωπο καί νά τόν θεώσει. Μέ συντομία καί θεολογική ἀκρίβεια ὁ Μέγας Βασίλειος περιγράφει τό σκοπό τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ: «Ὁ Θεός πῆρε σάρκα, διότι ἔπρεπε νά ἁγιάσει αὐτή τή σάρκα μας τήν καταραμένη, νά ἐνδυναμώσει τήν ἐξασθενημένη, τήν ἀποξενωμένη ἀπό τόν Θεό νά τήν καταστήσει οἰκεία σ᾿ αὐτόν, τήν πεσμένη ἀπό τόν παράδεισο νά τήν ἀνεβάσει στούς οὐρανούς». Δέχθηκε νά γίνει ταπεινός ἄνθρωπος γιά νά δώσει στούς ἀνθρώπους τή δυνατότητα νά ἐνταχθοῦν στήν ἱστορία τοῦ Θεοῦ, νά πολιτογραφηθοῦν στή βασιλεία του, νά οἰκειωθοῦν τή θέωση. Περπάτησε ὁ Θεός στή γῆ, γιά νά κυριαρχήσει πάνω στή γῆ ἡ παρουσία του, ἡ δικαιοσύνη του, ἡ ἀγάπη του· νά γίνει ἡ γῆ παράδεισος!
  Κι ὅμως σήμερα, διανύοντας ἤδη τόν εἰκοστό πρῶτο αἰώνα ἀπό ἐκείνη τή μοναδική νύχτα τῆς Βηθλεέμ, ἔχουμε συχνά τήν αἴσθηση πώς ἡ ζωή μας ἔγινε κόλαση. Δέν ἀπολαμβάνουμε, δέν νιώθουμε τά πολύτιμα δῶρα τοῦ Θεοῦ καί συχνά διαπιστώνουμε ὅτι ἔχουν ξεθωριάσει πολύ τά ἴχνη ἀπό τό περπάτημά του στή γῆ: Τά ἔθνη ταράσσονται, οἱ λαοί ἀλληλοσπαράσσονται, ἡ κοινωνία σαλεύεται, οἱ συνάδελφοι ἀνταγωνίζονται, ἡ οἰκογενειακή ἑστία διαλύεται, οἱ ἀδελφοί μισοῦνται. Ἡ φιλία ὑπονομεύεται, ἡ ἀλληλεγγύη σπανίζει, ἡ ἀνθρωπιά ἐκλείπει. Ποῦ εἶναι, λοιπόν, ἡ εἰρήνη τήν ὁποία ἔψαλαν οἱ ἄγγελοι; Ποῦ ἡ χαρά καί τά ἄλλα δῶρα πού ἔφερε ὁ Θεός στή γῆ;
  Ἡ εἰλικρινής ἀπάντηση στόν παραπάνω προβληματισμό ἀπαιτεῖ δύο προϋποθέσεις: Πρῶτον, νά μελετήσουμε τήν ἱστορία ἀπό τότε πού «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω 1,14) καί δεύτερον, νά σκύψουμε στά βάθη τοῦ εἶναι μας, νά ἀνιχνεύσουμε τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
  Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ χώρισε τήν παγκόσμια ἱστορία σέ πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν, ἀλλά καί τήν ἀνθρωπότητα σέ ἀνθρώπους μέ Χριστό ἤ χωρίς Χριστό. Καί τό κριτήριο τοῦ χωρισμοῦ τό κλείνει μέσα της ἡ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού ὑπαντήθηκε ἀπό τόν θεοδόχο Συμεών ὡς «σημεῖον ἀντιλεγόμενον», ἀναγγέλθηκε ἀπό τούς προφῆτες ὡς «λίθος προσκόμματος καί πέτρα σκανδάλου». Προσφέρει σέ ὅλους τό ἔλεος καί τήν ἀλήθεια του. Ἄλλοι μ᾿ αὐτά οἰκοδομοῦν θεϊκό στόχο κι ἄλλοι τά παραθεωροῦν σάν πέτρες τοῦ δρόμου. Οἱ πρῶτοι χαίρονται τήν οἰκείωση μέ τόν Θεό· οἱ ἄλλοι γεύονται ἀναπόφευκτα τά ὀδυνηρά ἀποτελέσματα τῆς ἐπιλογῆς τους.
xristougenna  Βρέφος νεογέννητο ὁ Χριστός κι ἦρθαν νά τόν προϋπαντήσουν οἱ ἀγράμματοι καί ταπεινοί βοσκοί τῆς Βηθλεέμ, ἐνῶ οἱ πολυδιαβασμένοι καί γνῶστες τῶν Γραφῶν φαρισαῖοι καί σαδδουκαῖοι στάθηκαν στήν ἀρχή ἀδιάφοροι καί ἐπιφυλακτικοί κι ἔπειτα ἐκτόξευσαν ἐναντίον του ὅλη τήν ἐχθρότητα καί τήν κακία τῆς ψυχῆς τους. Ἀπό τά βάθη τῆς Ἀνατολῆς ξεκίνησαν γιά νά τόν προσκυνήσουν οἱ σοφοί μάγοι, ἐνῶ στά Ἰεροσόλυμα ὁ Ἡρώδης σχεδίαζε νά σφάξει τόν τεχθέντα βασιλέα καί -νήπιο ἀκόμη- τόν ἀνάγκασε νά πάρει τό δρόμο τῆς ἐξορίας καί τῆς προσφυγιᾶς.
  Στή συνέχεια ὁ Κύριος κήρυξε τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας του καί «διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος» (Πρξ 10,38) κάθε ἀνθρώπινο πόνο. Δέν ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι πού τόν πίστεψαν. Ἔγιναν οἱ μαθητές, τά παιδιά του κι ἐξάρτησαν ἀπ᾿ αὐτόν τή ζωή καί τή σωτηρία τους. Ἀνάμεσά τους οἱ δαιμονισμένοι πού ἀπελευθερώθηκαν ἀπό τά δαιμόνια, οἱ παράλυτοι πού ἀνορθώθηκαν, οἱ τυφλοί πού ἀνέβλεψαν, οἱ ἀσθενεῖς πού βρῆκαν τήν ὑγεία κοντά στόν μέγα ἰατρό. Μέ εὐγνωμοσύνη τό ὁμολογεῖ ἡ ἱκεσία τοῦ πρώην δαιμονισμένου τῶν Γαδαρηνῶν νά τόν ἀκολουθήσει, τήν ὥρα πού οἱ συντοπίτες του ἐνοχλημένοι ἀπό τήν ἀπώλεια τῶν χοίρων τόν παρακαλοῦσαν νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν τόπο τους (βλ. Λκ 8,37-38).
  Δέν ἀποστράφηκε ὁ Ἰησοῦς τούς βδελυρούς τελῶνες καί τίς μιαρές πόρνες πού τόν πλησίασαν. Ἦταν ὁ γιατρός, πού ἦρθε γιά νά θεραπεύσει τούς νοσοῦντες ἀπό κάθε νόσημα, σωματικό καί πνευματικό. Οἱ ἁμαρτωλοί πού ὁμολογοῦσαν τήν ἀσθένειά τους ἔπαιρναν τή θεραπεία σώματος καί ψυχῆς, ζοῦσαν τόν παράδεισο. Ἀντίθετα, οἱ φαρισαῖοι καί οἱ σαδδουκαῖοι, μέ τήν ψευδαίσθηση τῆς πνευματικῆς ὑγείας καί τήν τύφλωση τῆς ἀλαζονείας τους, δέν ἐπέτρεπαν στόν Θεραπευτή νά τούς πλησιάσει. Καί παρέμεναν στήν ἀσθένεια, στήν ἀθλιότητα, στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.
  Ἄν σήμερα, ἀπουσιάζουν ἀπό τήν κοινωνία μας τά σημάδια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, μή βιαστοῦμε νά κατηγορήσουμε Ἐκεῖνον. Ἐφόσον ἡ στάση μας ἀπέναντί του εἶναι ἀδιάφορη ἤ καί ἀπορριπτική, δέν φταίει ὁ Χριστός γιά τήν κατάντια μας. Μπορῶ νά κατηγορήσω τόν γιατρό, ὅταν δέν χρησιμοποίησα τίς ὁδηγίες καί τά φάρμακα πού μοῦ ἔδωσε καί, φυσικά, παραμένω ἀσθενής; Ἔτσι δέν ἔχω δικαίωμα νά κατηγορήσω τόν Χριστό, ὅταν δέν ἐφαρμόζω τό Εὐαγγέλιό του, δέν κοινωνῶ στά ἱερά μυστήρια, ἀδιαφορῶ γιά τό θέλημά του.
   Ἀλλά κι ἄν εἶμαι βαφτισμένος χριστιανός, ἄν κάποτε ξεκίνησα τή χριστιανική ζωή, ἀλλά τώρα νιώθω πώς αὐτή δέν μέ «χορταίνει», δέν φταίει γι᾿ αὐτό ὁ Χριστός. Μή βιαστῶ νά τόν κατηγορήσω, ἀλλά νά ἐλέγξω πρῶτα τήν ποιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ μου. Μήπως ὑποβόσκει μέσα μου κάποια θρησκευτική αὐτάρκεια; Μήπως ἡ πεποίθηση στά κατορθώματά μου μέ ὁδηγεῖ διά μέσου τῆς ὑπερηφανίας σέ μία πνευματική τύφλωση; Ἡ ὑπεροψία ἐξουδετερώνει ἀκόμη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν τήν ἀφήνει νά ἐνεργήσει στήν ψυχή.
   Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπισημαίνει ἕνα φοβερό ἱστορικό παράδειγμα, τούς Ἰουδαίους. Ἦταν ὁ ἐκλεκτός λαός, πού αἰῶνες τόν ἀφύπνιζε καί τόν προετοίμαζε ὁ Θεός μέ τό προφητικό κήρυγμα γιά νά περιμένει τόν Μεσσία. Μά ὅταν ἐκεῖνος ἦλθε κοντά τους, δέν τόν δέχθηκαν. Ἰταμότατα ἀπέκρουσαν τό κάλεσμά του καί ἀρνήθηκαν νά τόν παραλάβουν. Γιατί; Δέν τούς ἄρεσε! Εἶχε ἔλθει, ὅπως τό ἀπεδείκνυε, «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός», ἀλλά αὐτοί ἐπιθυμοῦσαν ἕναν Μεσσία κατά τό δικό τους θέλημα. Δέν ἀναγνώριζαν τή θεϊκή δύναμη στά σημεῖα πού ἐπιτελοῦσε· τά ἀπέδιδαν στόν Βεελζεβούλ, τόν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων. Ζητοῦσαν νά στήσουν τή δική τους δικαιοσύνη, πάνω ἀπό τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά πίστη σημαίνει πλήρης ἐξάρτηση ἀπό τόν Θεό. Σημαίνει ὅτι μποροῦμε νά δεχθοῦμε αὐτό πού θέλει νά μᾶς δώσει, κι ὅταν αὐτό δέν μᾶς ἐξυπηρετεῖ, δέν μᾶς ἀρέσει. Διαφορετικά, δείχνουμε πώς δέν τόν χρειαζόμαστε καί ἀναπόφευκτα μένουμε ἔξω ἀπό τήν εὐλογία, ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη του.
   Εἶναι θλιβερό ὅτι καί σήμερα ἀνάμεσα στούς χριστιανούς ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θά γιορτάσουν τά Χριστούγεννα ἀνεξομολόγητοι καί ἀκοινώνητοι. Ἔχουν τήν πεποίθηση ὅτι εἶναι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκκλησιάζονται ἀρκετά συχνά, κάνουν καί κάποιες ἐλεημοσύνες. Ἄν ὅμως τούς μιλήσεις γιά ἐξομολόγηση, σηκώνουν ἀδιάφορα τούς ὤμους. «Μά ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔκλεψα, δέν σκότωσα, δέν βλάπτω κανέναν», εἶναι ἡ ἀπάντηση πίσω ἀπό τήν ὁποία ὀχυρώνονται. Καί δέν ἀντιλαμβάνονται οἱ ταλαίπωροι ὅτι τό μεγαλύτερο ἁμάρτημα εἶναι ὁ φαρισαϊσμός, ἡ αὐτοδικαίωση. Ἐξισώνει τόν πιστό μέ τούς ἀρνητές τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀποδέχεται ἀλλά ἀπωθεῖ στά ἀζήτητα τή θεία χάρη καί ἀρνεῖται νά δεχθεῖ τά δῶρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ.
   Ἐπίκαιρη καί διδακτική ἡ διδαχή τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου προσφέρεται γιά ἕνα γόνιμο προβληματισμό: «Ἄν μποροῦσες μόνος σου νά σωθεῖς, ποιά ἀνάγκη νά ἔλθει ὁ Κύριος; Ὅπως δέν ἔχει ὅραση τό μάτι χωρίς φῶς οὔτε μπορεῖ κανείς νά μιλήσει χωρίς γλώσσα ἤ νά ἀκούσει χωρίς αὐτιά ἤ νά περπατήσει χωρίς πόδια ἤ νά ἐργάζεται χωρίς χέρια, ἔτσι χωρίς τόν Ἰησοῦ δέν μπορεῖς νά σωθεῖς ἤ νά μπεῖς στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν!».
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 324-326
Τρίτη, 24 Δεκέμβριος 2024 03:00

Ἡ λύση - λύτρωση

82263952HmcrdV phΠερπατώντας μέσα στήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μένουμε συχνά προβληματισμένοι μπροστά σέ κάποια σκοτεινά αἰνίγματα, σέ κάποιες ἀδιεξόδους καί σέ κάποιους κόμπους, πού προβάλλουν μέσα ἀπό τίς δοξασίες τῶν λαῶν ἐπίμονα καί ἐπιβλητικά. Ἄν περιορισθοῦμε μόνο στή δική μας ἀρχαία ἐλληνική ἱστορία -ἡ ὁποία ὡστόσο εἶναι ἡ πλουσιότερη καί ἀντιπροσωπευτικότερη τοῦ κόσμου-, βρίσκουμε ἕνα πλῆθος τέτοιων γρίφων, μέ τίς ρίζες τους νά βυθίζονται μέσα στούς χώρους τῆς μυθολογίας καί τά κλαδιά τους νά ἁπλώνονται πάνω στά γεγονότα τῆς ἱστορίας. Ὁ λαβύρινθος τοῦ Μίνωα καί τό αἴνιγμα τῆς Σφίγγας, ὁ πίθος τῶν Δαναΐδων καί ὁ λίθος τοῦ Σισύφου, τό μαρτύριο τοῦ Ταντάλου καί τοῦ Προμηθέα δεσμώτη εἶναι μερικοί ἀπό τούς μύθους μέ τούς ὁποίους ὁ φιλόσοφος νοῦς τοῦ Ἕλληνα ἐξέφραζε τά δύσκολα καί ἀπαιτητικά προβλήματα πού θέτει ἡ ζωή καί δήλωνε τίς τραγικές καί ἀπεγνωσμένες προσπάθειες πού ἐπιχειρεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά νά τά λύσει.
 Πράγματι, σέ ὅλες αὐτές καί τίς παρόμοιες ὑποθέσεις ὁ πυρήνας εἶναι μία κατάσταση ἀνυπέρβλητης δυσκολίας, ἀπό τήν ὑπέρβαση τῆς ὁποίας ὅμως ἐξαρτᾶται ἡ εὐτυχία προσώπων καί λαῶν. Τό πρόβλημα τοῦ μύθου ἤ μένει ἄλυτο ἤ λύνεται μέ ἕναν τρόπο ὑπερφυσικό. Λέει ὁ θρύλος πώς βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος πού θέλησε νά δώσει τή λύση καταργώντας τόν μύθο καί ἀπαντώντας στήν πρόκλησή του μέ τίς δικές του ἀνθρώπινες δυνάμεις. Ἦταν ὁ μέγας Ἀλέξανδρος, πού πάνω στήν ὁρμή τῶν νεανικῶν του χρόνων καί μέσα στή μέθη τῶν νικηφόρων ἐκστρατειῶν του συνάντησε μπροστά του τόν Γόρδιο δεσμό, τόν ἄλυτο ἐκεῖνο κόμπο πού κρατοῦσε δεμένη τή Μ. Ἀσία, γιά νά τήν δώσει σέ ὅποιον τόν ἔλυνε. Τότε ὁ περήφανος ἕλληνας στρατηλάτης δέν δίστασε νά ὑψώσει τό ξίφος του καί νά τόν κόψει· νά τόν λύσει ὅμως δέν μπόρεσε οὔτε αὐτός. Καί τή Μ. Ἀσία τήν κατέκτησε ὄντως, ἀλλά δέν πρόλαβε νά τήν χαρεῖ, διότι τό νῆμα τῆς ζωῆς του τό ἔκοψε καί τοῦ ἴδιου ὁ θάνατος, ἀδίστακτος καί ἀνελέητος· ὁ θάνατος ἀκριβῶς, πού κρύβεται πίσω ἀπό ὅλα τά προσωπεῖα καί τά σχήματα τῶν μύθων, αὐτός πού ἀποτελεῖ τόν κόμπο τῆς ζωῆς μας, πού κρατᾶ τήν ψυχή μας σέ ἀγωνία καί τήν ὕπαρξή μας σέ ταραχή.
 Διότι τό μεγαλύτερο πρόβλημα τῆς ζωῆς εἶναι ὁ θάνατος. Ἄν συμπυκνώσουμε ὅλους τούς φόβους μας, περιλαμβάνονται μέσα στόν φόβο τοῦ θανάτου. Ἄν ἀποστάξουμε ὅλους τούς πόθους μας, ἡ οὐσία εἶναι ὁ πόθος τῆς καταργήσεώς του. Ὅσο βαθειά φθάνει μές στούς αἰῶνες τοῦ παρελθόντος ἡ ἱστορική συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θάνατος προβάλλει πίσω ἀπό ὅλα τά δεινά του σάν τό κεντρί πού συνέχεια τόν πληγώνει, τόν ταράσσει καί τόν σπρώχνει ἄλλοτε στήν ἀπελπισία κι ἄλλοτε στήν ὑπεροψία. Ζώντας τήν ἀπειλή τῆς φθορᾶς καί τῆς καταστροφῆς μας γινόμαστε ἐπιθετικοί, ἅρπαγες καί ἄδικοι, ἀλαζόνες καί καταφρονητές, πολεμόχαροι. Νιώθοντας πάνω μας τήν ἀποπνικτική ὀσμή τῆς ἀποσυνθέσεως καί τήν παγερή πνοή τῆς νεκρώσεως γεμίζουμε πανικό, ἄγχος γιά τά μικροπράγματα πού μᾶς συνδέουν μ’ αὐτόν τόν κόσμο, μελαγχολία, διότι τίποτε δέν μᾶς ἱκανοποιεῖ, κενό, διότι τίποτε δέν μᾶς χορταίνει. Ἔτσι μένει ἡ ψυχή μας χωρίς εἰρήνη καί χωρίς ἀνάπαυση.
 Ἐμεῖς ψάχνουμε τήν εἰρήνη στήν κατάπαυση τῶν πολέμων, τήν γυρεύουμε στίς καλές σχέσεις τῶν ἐθνῶν. Πιστεύουμε ὅτι ἐξασφαλίζεται μέ τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, νομίζουμε ὅτι καλλιεργεῖται μέ τόν πολιτισμό καί τή διανόηση. Ἀλλά εἰρήνη δέν βρίσκουμε, διότι τήν ἀγνοοῦμε. Πῶς νά ἀναγνωρίσεις κάτι, ὅταν δέν γνωρίσεις πῶς εἶναι ἤ ὅταν -τό χειρότερο- ἔχεις λανθασμένη γνώση γι’ αυτό; Κάποιοι φιλόσοφοι καί κάποιοι θρησκευτές εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔφθασαν στόν πυρήνα τοῦ προβλήματος· σχίζοντας τά πέπλα τῆς ἀνθρώπινης ματαιοδοξίας ἀντίκρυσαν τό ἀποτρόπαιο πρόσωπο τοῦ θανάτου. Κατάλαβαν ὅτι τό τρομερό του σκέλεθρο μᾶς κλέβει τήν εἰρήνη καί… παραδόθηκαν κι αὐτοί στήν ἀδυσώπητη κυριαρχία του. Ναί, ἡ εἰρήνη εἶναι ὑπόθεση πρῶτα ἐσωτερική καί ἔπειτα ἐξωτερική, εἶναι τό καθεστώς, στό ὁποῖο ἀναπαύεται ἡ καρδιά μας, ὅταν ἐλευθερωθεῖ ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου καί κερδίσει τήν αἰώνια ζωή. Ποιός εἶναι ὅμως ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά μᾶς χαρίσει αὐτή τή νίκη;
 Στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως στίς πρῶτες σελίδες του, πρίν ἀκόμη ἀρχίσει νά προβάλλεται μέ εἰκόνες ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν κόσμο, συναντοῦμε πάλι τό μεγάλο αἴνιγμα τῆς ζωῆς. «Καί εἶδον», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «ἐπί τήν δεξιάν τοῦ καθημένου ἐπί τοῦ θρόνου βιβλίον γεγραμμένον ἔσωθεν καί ἔξωθεν, κατεσφραγισμένον σφραγῖσιν ἑπτά. Καί εἶδον ἄγγελον ἰσχυρόν κηρύσσοντα ἐν φωνῇ μεγάλῃ· τίς ἄξιός ἐστιν ἀνοῖξαι τό βιβλίον καί λῦσαι τάς σφραγῖδας αὐτοῦ; Καί οὐδείς ἐδύνατο ἐν τῷ οὐρανῷ οὔτε ἐπί τῆς γῆς οὔτε ὑποκάτω τῆς γῆς ἀνοῖξαι τό βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό. Καί ἐγώ ἔκλαιον πολύ, ὅτι οὐδείς ἄξιος εὑρέθη ἀνοῖξαι τό βιβλίον οὔτε βλέπειν αὐτό. Καί εἷς ἐκ τῶν πρεσβυτέρων λέγει μοι· Μή κλαῖε· Ἰδού ἐνίκησεν ὁ λέων ὁ ἐκ τῆς φυλῆς Ἰούδα, ἡ ρίζα Δαυΐδ, ἀνοῖξαι τό βιβλίον καί τάς ἑπτά σφραγῖδας αὐτοῦ. Καί εἶδον ἐν μέσῳ τοῦ θρόνου καί τῶν τεσσάρων ζῴων καί ἐν μέσῳ τῶν πρεσβυτέρων ἀρνίον ἑστηκός ὡς ἐσφαγμένον…» (Ἀπ 5,1-6). Αὐτό τό ἀρνάκι, πού ἄν καί σφαγμένο στεκόταν ὄρθιο, πῆρε στά χέρια του τόν κόμπο τῆς ζωῆς μας καί τόν ἔλυσε, ὄχι κόβοντάς τον μέ τή δύναμη τοῦ λιονταριοῦ, πού εἶχε, ἀλλά διαλύοντάς τον μέ τό αἷμα τῆς θυσίας του. Γι’ αὐτό οἱ ἅγιοι στόν οὐρανό τοῦ τραγουδοῦν «ᾠδήν καινήν λέγοντες· ἄξιος εἶ λαβεῖν τό βιβλίον καί ἀνοῖξαι τάς σφραγῖδας αὐτοῦ, ὅτι ἐσφάγης καί ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καί γλώσσης καί λαοῦ καί ἔθνους» (Ἀπ 5,9).
 Αὐτή τή φορά δέν πρόκειται γιά μύθο. Μπροστά μας παρουσιάζεται, ἁπλῶς μέ σύμβολα, ἡ ἀληθινή πραγματικότητα. Ἑπτασφράγιστο βιβλίο εἶναι ἡ δεμένη ἀπό τόν διάβολο καί σκλαβωμένη στόν θάνατο ἀνθρωπότητα, πού κανένας δέν μπορεῖ νά τήν ἐλευθερώσει. Εἶμαι ἐγώ καί εἶσαι ἐσύ, πού παλεύουμε ἀνειρήνευτοι μές στά δεσμά τῆς φθορᾶς, ἀνίκανοι νά συμφιλιωθοῦμε μαζί της, καί κλαῖμε πολύ μαζί μέ τόν Ἰωάννη γι’ αὐτό. Κι ὁ παράδοξος ἐλευθερωτής, λιοντάρι καί ἀρνάκι συγχρόνως ὁ ἴδιος, εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαυΐδ, ἀπό τή φυλή Ἰούδα, ἕνα πρόσωπο τῆς ἱστορίας μοναδικό, ὁ γιός τῆς παρθένου Μαρίας καί τοῦ Θεοῦ ὁ Υἱός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Εἶναι «ἀρνίον ἐσφαγμένον», ἀλλά εἶναι «ἑστηκός»· θυσιάστηκε, ἀλλά ὑπάρχει. Εἶναι ἐσταυρωμένος, ἀλλά εἶναι καί ἀναστάς· πέθανε, ἀλλά ζῆ. Μή κλαῖς, Ἰωάννη, κι ἐσύ, μή κλαῖς, ψυχή μου!
Ὁ θάνατος νικήθηκε, ἡ εἰρήνη βρέθηκε. Ὁ καθένας μας, σέ ὅποιο λαό κι ἄν ἀνήκει, ὅποια γλῶσσα κι ἄν μιλᾶ, μπορεῖ νά λυτρωθεῖ, ἀρκεῖ νά πιστέψει στόν Χριστό καί νά ἐνταχθεῖ στή βασιλεία του· μπορεῖ νά κάνει κτῆμα του τήν εἰρήνη, ἀρκεῖ νά δεχθεῖ στή ζωή του τόν Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης.
 «Ὁ ἄρχων τῆς εἰρήνης» (Ἠσ 9,6) ἔρχεται ἐπίσημα καί πάλι αὐτά τά Χριστούγεννα. Ἕνα «παιδίον» μικρό καί ἀδύναμο, πού ἀνακλίνεται μέσα στά ἄχυρα μιᾶς φάτνης, κρατᾶ στά παιδικά του χέρια τό πολύτιμο ἀγαθό μας. Αὐτό γιορτάζουμε, γι’ αὐτό χαιρόμαστε, σ’ αὐτό προσβλέπουμε. Γύρω μας βέβαια πλανιέται μία εἰρήνη, ἀλλά εἶναι μόνο τό φάντασμά της... Στήν ἐλεύθερη χώρα μας δέν μπορεῖς νά ζῆς μέ εἰρήνη· μέρα μεσημέρι ἀνεξέλεγκτα σέ σημαδεύουν μέ τήν καραμπίνα καί σέ ρίχνουν νεκρό, ἐνῶ ἐργάζεσαι τά ἔργα τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐπιστήμης. Στά χρόνια τοῦ πολέμου εἴχαμε τά καταφύγια γιά ἀσφάλεια ἀπό τόν βομβαρδισμό· σήμερα στήν εἰρήνη ἔχουμε καταφύγια τά στέκια, ὅπου μέσα σ’ αὐτά βομβαρδίζονται οἱ νέοι μέ τά ναρκωτικά. Ἑκατοντάδες οἱ νεκροί στά πεδία τῶν μαχῶν, ἀλλά καί χιλιάδες τά βρέφη πού σφάζονται μές στίς κοιλιές τῶν μητέρων τους. Γιά ποιά εἰρήνη μποροῦμε νά μιλᾶμε; Καί ἔχουμε εἰρήνη, ὅταν τά νιάτα ἔξαλλα βρυχῶνται καί πηδοῦν ἀλλόφρονα, γιά νά διασκεδάσουν; Πότε θά τό καταλάβουμε ὅτι ἡ εἰρήνη χωρίς τόν Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης χάνει τήν ἀρχοντιά της καί εἶναι ψεύτικη καί γίνεται ἐπικίνδυνη;
 
Δεῖξε μας, Κύριε, τόν δρόμο νά φθάσουμε κοντά σου, μάθε μας τόν τρόπο νά σέ προσκυνήσουμε μέ λατρεία καί δέξου μας ἀνάμεσα στούς δικούς σου, στούς μάγους, στούς βοσκούς, στούς ἁγίους καί στούς ἀγγέλους, μέ τίς εὐχές τῆς Παναγίας Θεοτόκου, ὅλοι μαζί μέσα στήν Ἐκκλησία σου νά ζήσουμε τά Χριστούγεννα «ἐν εἰρήνη»!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 161-163
Τρίτη, 31 Δεκέμβριος 2024 03:00

Πέντε παραγγέλματα

papyrosἩ καινούργια χρονιά ἦλθε στή ζωή μας καί ἀρχίσαμε πλέον νά κινούμαστε στό ρυθμό της. Ὅσοι μέ φόβο καί τρόμο θέλουμε νά κατεργαζόμαστε τή σωτηρία μας, μέσα σ’ ὅλες τίς ἀγωνίες πού μᾶς γεννᾶ τό ἄγνωστο ζοῦμε ἔντονα καί τούτη· μή χάσουμε τό στόχο μας, μή ξεκλίνουμε ἀπό τήν πορεία μας καί πλανηθοῦμε στά δελεαστικά ὅσο καί ἐπικίνδυνα μονοπάτια τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό ταπεινά στρεφόμαστε σ’ Αὐτόν στόν ὁποῖο ἔχουμε ἐμπιστοσύνη, στόν Κύριο τῆς ζωῆς μας καί τοῦ χρόνου μας, καί δυνατά ζητοῦμε τήν ἀγαθή του καθοδήγηση. Ἀνοίγουμε τά αὐτιά μας στό λόγο του, ἀφήνουμε τόν ἑαυτό μας στά χἐρια του καί περιμένουμε νά λαλήσει στούς δούλους του.
 Μέσα ἀπό τόν πλοῦτο τῶν συμβουλῶν του ξεχωρίζουμε γιά τόν ἀγώνα τῆς νέας χρονιᾶς πέντε παραγγέλματα, πού μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι ἡ ζωή μας ἡ χριστιανική εἶναι ἕνας πόλεμος, ἡ Ἐκκλησία μας στρατευομένη καί ἐμεῖς στρατιῶτες τοῦ Πνεύματος. Εἶναι πέντε παραγγέλματα πού ἀπευθύνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς πιστούς τῆς ἐποχῆς του, ἀλλά φθάνουν μέχρι ἐμᾶς, τούς σημερινούς χριστιανούς, ἠχοῦν ζωηρά καί παρηγορητικά μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς βοηθοῦν νά ἀντιπαλαίσουμε τούς σύγχρονους πειρασμούς μας· «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε, πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω!» (Α’ Κορ. 16,13-14).
 Τό πρῶτο· «Νά εἶστε ἄγρυπνοι!». Ὅπως ὁ φύλακας στή βάρδια του, ὅπως ὁ στρατιώτης στή σκοπιά του, ὅπως ὁ καραβοκύρης στό τιμόνι του, ἔτσι κι ὁ χριστιανός στή ζωή του πρέπει νά μένει ἄγρυπνος, ξύπνιος καί ἕτοιμος. Ὁ ἐχθρός του εἶναι πονηρός, ὕπουλος καί δέν κάνει ποτέ ἀνακωχή. Γι’ αὐτό, τό «γρηγορεῖτε!» ἀκούγεται συχνά μέσα στήν ἁγία Γραφή καί δίνει τό ρυθμό στόν ἀγώνα μας. Τό λέει ὁ Παῦλος ἐδῶ στούς Κορινθίους, τό εἶπε ἀργότερα στούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, πρεσβυτέρους καί ἐπισκόπους τῆς Ἐφέσου, στή Μίλητο (Πρξ 20,31), τό παρήγγειλε ὁ ἵδιος ὁ Κύριος στούς μαθητές του μέσα στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ λίγο πρίν ἀπό τήν προδοσία (Μθ 26,38-41) καί τό ἄφησε αἰώνιο παράγγελμα σέ ὅλους τούς χριστιανούς μέχρι τή συντέλεια· «Ἅ δέ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· γρηγορεῖτε!» (Μρ 13,37).
 Ὁ κόσμος γύρω μας θέλει νά μᾶς κοιμίσει· μᾶς ἀποχαυνώνει μέ τά θεάματα, μᾶς νανουρίζει μέ τίς φιλοσοφίες του, μᾶς ναρκώνει μέ τά ὑποκατάστατα τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ἡ πρώτη ἐπιτυχία καί νίκη τοῦ διαβόλου εἶναι νά μᾶς πείσει ὅτι δέν διατρέχουμε κανένα κίνδυνο, δέν ὑπάρχει πόλεμος, δέν ὑπάρχει οὔτε ὁ ἴδιος, κι ἔτσι μποροῦμε νά κοιμόμαστε ἥσυχοι. Ἀλίμονο, ὅμως, ἄν πιστέψουμε στήν ψεύτικη εἰρήνη του. Κινδυνεύουμε νά μᾶς πιάσει ὁ πανοῦργος στόν ὕπνο καί νά μᾶς νικήσει χωρίς νά τό καταλάβουμε καί –τί ντροπή!– πρίν νά δώσουμε κἄν τή μάχη μας. Κύριε, μέσα στή νύχτα τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀσέβειας φώτιζε τά μάτια μου καί κράτα τα πάντα ἀνοιχτά, «μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον, μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου, ἴσχυσα πρός αὐτόν!».
 Καί ποιός εἶναι ὀ λόγος νά βρισκόμαστε ἕτοιμοι πάντοτε στήν πρώτη γραμμή τῆς μάχης; Γιά νά ὑπερασπίσουμε ἀσφαλῶς τό ἔδαφός μας, νά μείνουμε σταθεροί στήν πίστη, μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πιστοί στόν Χριστό. Γι’ αὐτό, τό δεύτερο παράγγελμα λέει: «Μείνετε σταθεροί στήν πίστη!». Εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι πού ζητοῦν νά νοθεύσουν τό δόγμα, νά διαφθείρουν τό ἦθος, νά μᾶς διδάξουν ἄλλο εὐαγγέλιο, πού ἱκανοποιεῖ τίς ἐπιθυμίες μας, ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια. Γιά τούς πρώτους χριστιανούς ἦταν οἱ ψευδάδελφοι, πού δημιουργοῦσαν τά σχίσματα, οἱ αἱρετικοί, οἱ ἀνήθικοι εἰδωλολάτρες. Στούς καιρούς μας μόνο τά πρόσωπα καί τά σχήματα ἀλλάζουν. Ὑπάρχει ἡ ἴδια ἀγωνία κι ἀπαιτεῖται ὀ ἴδιος ἀγώνας νά μήν ἀφήσουμε τή νοοτροπία τοῦ κόσμου, οὔτε τή σοφία του, οὔτε τήν εὐδαιμονία του νά ἐπηρεάσει στό ἐλάχιστο τήν πίστη μας, νά μᾶς σαλέψει καί νά ἀλλοιώσει τήν ὀρθοδοξία μας.
 Ἀκλόνητοι καί ἀμετακίνητοι στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, στό καθεστώς τοῦ Πνεύματος, ἔχουμε τή μεγαλύτερη ἀσφάλεια, τή δυνατότερη προστασία, τή βεβαιότητα τῆς σωτηρίας. Παράδειγμα οἱ ἀπόστολοι καί οἱ πατέρες μας, ὅλοι οἱ ἅγιοι, πού ἔμειναν ἑδραῖοι στήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν πίστιν» (Ἰδ 3) καί δέν κάμφθηκαν οὔτε ἀπό διωγμούς οὔτε ἀπό τά δελεάσματα τοῦ κόσμου. Αὐτοί νίκησαν, αὐτοί δοξάστηκαν. Ὅπως τό σπίτι πού ξεθεμελιώνεται πέφτει, κι ὅπως τό δέντρο πού ξερριζώνεται ξεραίνεται, ἔτσι κι ὁ χριστιανός χωρίς τήν πίστη οὔτε αὐξάνει οὔτε καρποφορεῖ. Ἡ σταθερότητά του εἶναι ἐγγύηση δόξας καί σωτηρίας.
 Κι ὅταν ὁ ἐχθρός ἐπιτίθεται, τό σάλπισμα πού ἀκούγεται εἶναι· «Ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε!». «Πολεμῆστε σάν ἄνδρες, δῶστε στόν ἀγώνα ὅλη τή δύναμή σας!». Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἀντίπαλος φαίνεται δυνατός, ἀλλά αὐτό δέν πρέπει νά μᾶς φοβίζει. Καί ὁ φλογερότερος πειρασμός σβήνει μέσα στή δροσιά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, φτάνει ἐμεῖς νά μή δειλιάσουμε καί παραδοθοῦμε. Ὁ Κύριος θέλει φρόνημα λεβέντικο καί ἡρωικό, πού ὄχι μόνο θά ἀντιστέκεται στίς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ μέ ἀνδρεία, ἀλλά θά κάνει καί ἀντεπίθεση κατά κράτος. Ὁλοένα νά ἐξασθενεῖ πάνω μας ἡ κυριαρχία τοῦ κακοῦ, νά μειώνεται μέσα μας ἡ ἕλξη τοῦ κόσμου, γιά νά ἀνδρώνεται ἡ πίστη, νά δυναμώνει ἡ ἐλπίδα, νά νικᾶ ὁ Χριστός.
 Θυμηθεῖτε τήν ἀνδρεία καί κραταιά ἀντίσταση ἀπέναντι στήν ἁμαρτία τοῦ Ἰωσήφ, τῶν τριῶν παίδων, τοῦ Δανιήλ, ἀλλά καί τῶν ἄλλων μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τῆς πίστεως, τῶν ἀσκητῶν καί ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Θεοῦ, πού, ὅπως λέει ἀλλοῦ ὁ Παῦλος, «ἐνεδυναμώθησαν ἀπό ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροί ἐν πολέμῳ» (Ἑβρ 11,34). Δέν δείλιασαν οὔτε ὀπισθοχώρησαν μπροστά στόν «λέοντα τόν ὠρυόμενον» (Α’ Πέ 5,8), ἀλλά γενναῖοι ὑπήκουσαν στό θεόπνευστο παράγγελμα τοῦ ἁγίου Ἰακώβου καί τό πραγμάτωσαν στή ζωή τους· «Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καί φεύξεται ἀφ' ὑμῶν» (Ἰα 4,7).
 Ἐκτός ὅμως ἀπό τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως, χρειάζεται καί ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν. Σ’ αὐτήν ἀφορᾶ τό τελευταῖο παράγγελμα πού ἀκοῦμε· «Ὅλα σας νά γίνονται μέ ἀγάπη!». Ἡ ἀγάπη εἶναι τό γνώρισμα πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔδωσε στούς μαθητές του γιά διακριτικό ἀνάμεσα στόν κόσμο. «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε», εἶπε, «ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω 13,35). Καί ὅλη ἡ διδαχή τοῦ εὐαγγελίου γύρω ἀπό δύο πόλους στρέφεται· τήν πίστη καί τήν ἀγάπη. Ἀλλά ὅπως προκειμένου γιά τήν πίστη, ἐκεῖνο πού ἐξασφαλίζει τήν ὀρθοδοξία της εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, ἔτσι καί προκειμένου γιά τήν ἀγάπη, ἐκεῖνο πού ἐξασφαλίζει τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου μέσα στίς καρδιές τους. Γι’ αὐτό, τό παράγγελμα γιά ἀγάπη μεταξύ μας καταλήγει νά εἶναι προτροπή γιά ἀγάπη πρός τόν Κύριο.
 Ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί δέν τόν ἀγαπᾶ τρυφερά καί πάνω ἀπό κάθε τι ἄλλο, δέν μπορεῖ νά ἀνήκει στήν ἁγία του Ἐκκλησία. Δέν εἶναι νεκροταφεῖο ἡ Ἐκκλησία, γιά νά ἔχει μέσα πτώματα, ἀνθρώπους πού δέν χτυπᾶ ἡ καρδιά τους γιά τόν Χριστό. Οὔτε εἶναι μουσεῖο, γιά νά συντηρεῖ ἀπολιθώματα, χριστιανούς πού ἦταν κάποτε καλοί καί τώρα δέν εἶναι. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί θέλει ζωντανά τά μέλη της ἀπό τήν ἀγάπη του.
 Καί δέν ἀγαπᾶ τόν Ἰησοῦ, ὅποιος δέν ἀγαπᾶ τό νόμο του καί τίς ἐντολές του, ὅποιος ἑλκύεται περισσότερο ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἐνδίδει στίς ἀπαιτήσεις της. Δέν ἀγαπᾶ τόν Ἰησοῦ, ὅποιος δέν ἔχει τήν ὀρθόδοξη ὁμολογία, ὅποιος δέν πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Κύριος, εἶναι ὁ ἐνσαρκωθείς Γιαχβέ, πού πρῶτος αὐτός μᾶς ἀγάπησε καί ταπεινώθηκε καί θυσιάστηκε γιά τήν ἀγάπη μας. Ἔχει, λοιπόν, κάθε δικαίωμα νά διεκδικεῖ τήν ἀγάπη μας πάνω ἀπ' ὅλα, ἔχει ἀπαίτηση, ὅπως ἡ νύμφη στολίζεται καί περιμένει τό νυμφίο της, ἔτσι κι ἐμεῖς νά προσμένουμε. «Μαράν ἀθά!», ἔλα Κύριε! Αὐτός νά εἶναι ὁ χτῦπος τῆς καρδιᾶς μας, πού θά ρυθμίζει τή σκέψη μας, τήν πράξη μας, τή ζωή μας.
 Κύριε, ἄναψε καί μέσα στίς δικές μας καρδιές τόν θεῖο σου ἔρωτα! Πυρπόλησε τά σπλάγχνα μας, ὥστε καί τό τελευταῖο μας κύτταρο νά θέλγεται καί νά εὐφραίνεται ἀπό τή δική σου ἀγάπη, πού εἶναι «κραταιά ὑπέρ τόν θάνατον», πού γλυκαίνει καί ξεκουράζει καί δυναμώνει. Καί πιστεύουμε πώς ἄν σε ἀγαπήσουμε ὅπως σύ τό ζητᾶς, πιστεύουμε, Κύριε, ὅτι καί ἄγρυπνοι θά μείνουμε, νά μή μᾶς αἰχμαλωτίσει ὁ σατανᾶς καί σταθεροί στήν πίστη μας θά εἴμαστε, ὥστε νά μή καταντήσουμε προδότες καί λιποτάκτες, καί ἀνδρεῖοι καί κρατεροί θά γινόμαστε, γιά νά ἀντιστεκόμαστε στίς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ καί νά ἐπεκτείνουμε τή βασιλεία σου, καί σέ ὅλα ἀγαπημένοι καί ἀδελφωμένοι θά μένουμε, ζώντας ἀπό τώρα τή βασιλεία σου, ὥσπου νά σέ δοῦμε καί νά σέ ἀπολαύσουμε στήν αἰωνιότητα.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 45 (1990) 1-3
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Πελέκι καί φωτιά

agia grafiὉ λόγος τοῦ Θεοῦ, τό κύριο μέσο μέ τό ὁποῖο ἐργάζεται ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο, τό κύριο ὅπλο τό ὁποῖο ἀντιπαραθέτει στίς ἐπιθέσεις τῶν ἐχθρῶν της, δέν εἶναι κάτι τό ἀσήμαντο καί ἐπουσιῶδες. Ὅσο ταπεινή εἶναι ἡ μορφή του -λόγια, «ἔπεα πτερόεντα», κατά τόν ἀρχαῖο ποιητή- τόσο κραταιή εἶναι ἡ ἐνέργεια καί ἡ παρουσία του. Ὁ προφήτης Ἰερεμίας, τόν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἄγγιξε μέ τό χέρι του γιά νά τοῦ ἐμπιστευθεῖ ἔτσι τόν θεῖο λόγο, διατυπώνει τήν συγκλονιστική ἐμπειρία του παρομοιάζοντας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ μέ φωτιά καί πελέκι. Μᾶς μεταφέρει τήν φωνή τοῦ Κυρίου· «Δέν βλέπεις πού τά λόγια μου εἶναι σάν τήν φωτιά πού καίει, λέει ὁ Κύριος, καί σάν τό πελέκι πού κόβει τόν βράχο;» (Ἰε 23,29).
 Τήν δύναμη τῆς φωτιᾶς ποιός δέν τήν θαύμασε καί ποιός δέν τήν φοβήθηκε; Ξεκινάει μιά σπίθα καί φουντώνει κι ἁπλώνεται κι ὑψώνεται σέ θέαμα φοβερό καί λαμπρό. Κατακαίει τά πάντα, καθαρίζει τόν τόπο, κι ἐκεῖνα τά λύματα πού δέν μποροῦν ἀλλιῶς νά ἐξαφανισθοῦν ἡ φωτιά τά ἀφανίζει. Φωτίζει μέ τήν λάμψη της τά πιό πηχτά σκοτάδια καί διώχνει τά ἀγρίμια μακριά ἀπ’ τόν νυχτωμένο ὁδοιπόρο, τόν φόβο ἔξω ἀπό τήν σκιαγμένη καρδιά. Θερμαίνει τίς παγωμένες μέρες καί ζωογονεῖ τά ἄρρωστα καί κουρασμένα σώματα, γλυκαίνει τά πρόσωπα σάν ἡ θαλπωρή της τά θωπεύει ἀγαπημένα νά μαζεύονται γύρω της. Ζωντανό πρᾶγμα ἡ φωτιά.
 Πύρινος καί ζωντανός κι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ξαπλώνεται ἀπό καρδιά σέ καρδιά μέ τήν ζέση καί τόν ζῆλο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Κατακτᾶ καί τόν πιό σκληρό ἄνθρωπο, πού τόν ἀγγίζει ἡ χάρη τῆς πίστεως καί τῆς μετανοίας. Καθαρίζει τήν ψυχή μας ἀπό βρομερά πάθη καί ἄχρηστες ἀδυναμίες, φωτίζει τήν σκέψη μας μέ τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, γλυκαίνει τήν ὕπαρξή μας μέ τήν χάρη καί τήν εἰρήνη.  Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀνάβει φωτιά ἀγάπης καί ἐν-θουσιασμοῦ γιά τόν Θεό, πού τοῦτο τό καλό ἔχει· «ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν» (Ἆσ 8,7).
 Ἀλλά δέν εἶναι μόνο δύναμη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι καί σοφία. Δέν εἶναι μόνο φλόγα καί δυναμίτιδα, πού ἀνατινάζει καί σπάει τά βράχια, εἶναι καί πελέκι πού τά πελεκάει. Ὅταν ὁ ἐργάτης πιάνει στά χέρια του τό κοπίδι, ξέρεις πώς ἡ ἄμορφη μάζα πού ἔχει μπροστά του θά πάρει μορφή καί κάλλος, θά μεταμορφωθεῖ σέ κομψοτέχνημα.
 Κι ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀκουμπήσει πάνω στόν βράχο τῆς ψυχῆς, εἶναι βέβαιο ὅτι θά τήν σμιλεύσει «καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Πλάστη της. Μέ ἐπιμονή τό Εὐαγγέλιο σφυροκοπᾶ μέσα μας τό κήρυγμά του: «Μετανοεῖτε»! Κι ἔπειτα μέ ὑπομονή σκύβει πάνω μας ὁ διάκονός του καί δουλεύει τήν συντετριμμένη μας καρδιά. Πετᾶ τούς ὄγκους τοῦ ἐγωισμοῦ, στρογγυλεύει τίς ὀξύτητες τῆς εὐαισθησίας, ἀπολεπίζει τήν βρομιά τῆς ἀκαθαρσίας, ἀναδεικνύει τά χαρίσματα καί ἀναπτύσσει καινούργιες χάρες. Ὅποιος ἄφησε τόν ἑαυτό του μέ ἐμπιστοσύνη κάτω ἀπό τό πελέκι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τόν εἶδε καί τόν χάρηκε μεταμορφωμένο, ὡραῖο καί δόκιμο.
 Φωτιά καί πελέκι ἦταν ἡ σφραγίδα πού ἔβαλε ὁ Κύριος πάνω στόν λόγο του, γιά νά τόν ξεχωρίσει ἀπό τά ψεύτικα λόγια πού πουλοῦσαν πολλοί σάν λόγο Θεοῦ, στά χρόνια τοῦ Ἰερεμία. Φωτιά καί πελέκι ἀναγνωρίζουμε μέχρι σήμερα τό Εὐαγγέλιο τῆς ἀλήθειας, πού κρατᾶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
 Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος συνήθιζε νά λέει γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ἔχω στά χέρια μου ἕνα ὅπλο θερμότερο ἀπό τήν φωτιά, πιό κοφτερό ἀπό τό σπαθί». Καί ὅσοι ἔχουμε προσωπική πεῖρα δοξάζουμε τόν Θεό γιά τό φῶς πού ἔλαμψε μέσα μας, Τόν εὐχαριστοῦμε γιά τό ἔργο πού ἔκανε γιά χάρη μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Παρασκευή, 17 Φεβρουάριος 2023 02:00

Πίστωση αἰωνιότητος

 Ἡ κυριαρχία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στό θάνατο ἐγγυᾶται ὅτι δέν χάθηκαν ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἔφυγαν ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Τούς ἀποκαλοῦμε νεκρούς, μά δέν πέθαναν· ἀναπαύονται, κοιμοῦνται ἐν Κυρίῳ. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας τούς ὀνομάζει κεκοιμημένους. Ἡ καθημερινή ἐκκλησιαστική πράξη μᾶς συνδέει ὄχι μόνο μέ τούς ἁγίους, πού σημειώνονται στό ἡμερολόγιο καί σηματοδοτοῦν τήν πορεία τῆς ζωῆς μας. Μᾶς φέρνει ἐπίσης σέ ἐπαφή μέ ὅλους τούς προσφιλεῖς μας κεκοιμημένους, πού ἀναπαύονται στόν Κύριο· αὐτός εἶναι «ἡ χώρα τῶν ζώντων».
kollyba Αὐτή τή θεολογική ἀλήθεια βιώνει ὡς καθημερινή πράξη ἡ Ἐκκλησία μας, πού κατά τή ρήση τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου εἶναι «ἑνότης πίστεως καί ἀγάπης». Γι᾿ αὐτό μᾶς ὑπαγορεύει τήν προσευχή ὄχι μόνο γιά τούς ζωντανούς ἀλλά καί γιά τούς κεκοιμημένους. Σέ ἑβδομαδιαία βάση ἀφιερώνει τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου στήν προσευχή ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν κεκοιμημένων, ἐνῶ σέ ἐτήσια βάση ὅρισε γιά τό λόγο αὐτό τά δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα: τῆς Ἀποκριᾶς καί τῆς Πεντηκοστῆς. Τό πρῶτο μᾶς δίνει τήν ἀφορμή γιά τό μήνυμά μας, καθώς φέτος γιορτάζεται κατά τό πρῶτο Σάββατο τοῦ Μαρτίου.
 Ἡ Κυριακή τῆς Ἀποκριᾶς εἶναι ἀφιερωμένη στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, ἐκείνη τή φοβερή ἡμέρα κατά τήν ὁποία ὅλοι θά σταθοῦμε μπροστά στό θρόνο τοῦ μεγάλου Κριτῆ. Γιά τό λόγο αὐτό, μέ τό μνημόσυνο τῶν κεκοιμημένων τήν προηγούμενη μέρα, ζητοῦμε ἀπό τόν Κύριο νά γίνει ἵλεως καί νά δείξει συμπάθεια καί μακροθυμία σ᾿ αὐτούς πού ἔχουν φύγει. Νά τούς κατατάξει -κι ἐμᾶς μαζί- μεταξύ τῶν υἱῶν τῆς βασιλείας του.
 Εἶναι μία μεγάλη ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας τό Ψυχοσάββατο καί μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά πλατύνουμε τήν καρδιά μας, γιά ν᾿ ἀγκαλιάσουμε μέ τήν ἀγάπη της πολλούς. Καλούμαστε σέ παγκόσμια ἀνάμνηση ὅλων «τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου». Θυμόμαστε κι εὐχόμαστε ὄχι μονάχα γι᾿ αὐτούς πού ξεπροβοδίσαμε ἀπό τό στενό μας περιβάλλον ἀλλά καί γιά κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Γιά ὅσους ἀπρόσμενα θέρισε ὁ θάνατος κάπου μακριά, σέ ξένη γῆ, καί γιά ὅσους τά μάτια τους σφράγισε ἀσθένεια λοιμική ἤ πόλεμος ἤ παγετός ἤ θεομηνία ἤ ὅποια ἄλλη αἰτία.
 Θά ἦταν ὅμως λάθος νά νομίσουμε ὅτι ἡ ὠφέλεια ἀπό τήν ἀνάμνηση αὐτή ἀφορᾶ μόνο στούς μνημονευόμενους νεκρούς. Ἀφορᾶ καί σέ μᾶς διότι μᾶς χαρίζει μία ἐγγυημένη ἐπικοινωνία μ᾿ ἐκείνους πού ἔφυγαν ἀπό τή ζωή ἀλλά παραμένουν στήν καρδιά μας. Ὠφελούμαστε κυρίως, διότι μετέχουμε στήν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· «ἡ γάρ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς» (Β΄ Κο 5,14). Αὐτός ὁ πλατυσμός ἡμερεύει τόν πόνο τοῦ χωρισμοῦ ἀπό τούς ἀγαπητούς μας κεκοιμημένους· ἀρδεύει μυστικά μέ ἀγάπη τήν καρδιά· θεριεύει τήν ἐλπίδα γιά τήν αἰώνια ζωή, ὅπου μιά μέρα θά χαιρόμαστε μαζί μέ ὅλες τίς ψυχές πού τώρα μνημονεύουμε. Εἶναι μία... πίστωση αἰωνιότητος.

Στέργιος Ν. Σάκκος
Κυριακή, 20 Ιούλιος 2014 03:00

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ

 Ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος, ὁ ὁλοκληρωμένος καί πεπληρωμένος, ὁ ἄξιος ἡγέτης καί κύριος τῆς δημιουργίας, δέν εἶναι φαινόμενο συνηθισμένο. Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ κυνικοῦ Διογένη, πού μέ ἀναμμένο τό φανάρι μές στό καταμεσήμερο διέσχιζε τήν πολυάνθρωπη πολιτεία «ἄνθρωπον ζητῶν», μέχρι τίς μέρες μας, ὅπου τόσες εἰδικές ἐπιστῆμες ἐρευνοῦν πρός τήν κατεύθυνση αὐτή, παραμένει ζητούμενο ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος. 
 Παρ᾿ ὅλες τίς μελέτες καί τίς προσπάθειες καμία παιδαγωγική, κανένα φιλοσοφικό σύστημα δέν ἔχει νά παρουσιάσει ὀντολογικά ἕνα πραγματικό πρότυπο ἀρτίου ἀνθρώπου. Ὅλοι περιορίζονται στό δεοντολογικό προσδιορισμό. Πρέπει, λένε, νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος σοφία καί ἀνδρεία, νά διαθέτει δικαιοσύνη καί σύνεση, ὥστε νά θεωρεῖται «καλός κἀγαθός». Ἀλλά πῶς θά ἀποκτήσει κανείς αὐτές τίς ἀρετές; Μέ ποιά μέσα καί μέ ποιές προϋποθέσεις καί σέ ποιό μέτρο θά τίς ἀσκήσει; Μύρια ἐρωτήματα αὐτοῦ τοῦ εδους παραμένουν ἀναπάντητα, μέ ἀποτέλεσμα νά διευρύνεται τό κενό στήν ψυχή καί νά ἐντείνεται ἡ διάσταση καί τό χάος στήν ἀνθρώπινη κοινωνία.
 Μιλᾶ καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄρτιο ἄνθρωπο ἀλλά μέ μία οὐσιώδη διαφορά: Τόν προσδιορίζει ὡς ἄρτιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Ἄρτιος μέ τά κριτήρια τῆς ἀνθρώπινης σκέψης καί νοοτροπίας θεωρεῖται ὁ τίμιος, ὁ εἰλικρινής, ὁ ἠθικός, ὁ ἐργατικός, ὁ οἰκονόμος, ὁ φιλάνθρωπος, γενικά ὁ ἐνάρετος. Ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔχει ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα καί ἐπιπλέον μία ἄμεση ἐξάρτηση ἀπό τόν Θεό καί τό θέλημά του. Ὁ πρῶτος εἶναι καλός ἄνθρωπος· κατευθύνεται ἀπό τήν ἀγαθή καί ἄγρυπνη συνείδησή του. Ὁ δεύτερος εἶναι πιστός· ἔχει ὁδηγό τήν ἀγαθή του συνείδηση, ἡ ὁποία ἐμπνέεται ἀπό τό Πνεῦμα τό ἅγιο (πρβλ. Ρω 9,1).
 Ἡ ὑλιστική καί ἀπνευμάτιστη ἐποχή μας δέν παρουσιάζει, βέβαια, ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τίς ὑποδείξεις τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτό, ἐνῶ πολυτρόπως συζητᾶ καί διακαῶς ἀποζητᾶ τόν ἄρτιο ἄνθρωπο, κάθε ἄλλο παρά φιλόφρονη εἶναι γιά τόν ἄρτιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τόν ἀντιμετωπίζει σάν ἕνα ἄλλο, παράδοξο εἶδος ἀνθρώπου. Ἡ παρουσία τοῦ ἀρτίου ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ προκαλεῖ συχνά τίς εἰρωνεῖες, τά σχόλια, ἴσως καί τήν πολεμική τοῦ περιβάλλοντος. Ὡστόσο, ὄχι σπάνια, ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀποσπᾶ τήν ἀναγνώριση καί τό θαυμασμό καί αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν. Ἡ μακραίωνη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι γεμάτη ἀπό παραδείγματα διωκτῶν καί δημίων, πού λύγισαν καί συγκλονίσθηκαν, ὅταν βρέθηκαν ἀντιμέτωποι μέ τήν ἁγιότητα τῶν ἀρτίων ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ.
 Ἀπό τότε πού περπάτησε στόν κόσμο μας ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, ἔπαυσε νά εἶναι μιά ἄψυχη θεωρία, ἕνα ἄπιαστο ἰδεῶδες ὁ ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶδε καί γνώρισε ἡ ἀνθρωπότητα τόν «τύπο καί ὑπογραμμό» τοῦ ἀρτίου ἀνθρώπου. Ἀναγεννημένος στήν ἐν Χριστῷ καινή κτίση, στήν Ἐκκλησία, ὁ πιστός χειραγωγεῖται ἀπό τή σοφία τοῦ θείου λόγου καί ἐνισχύεται ἀπό τήν ἁγιαστική χάρη τῶν μυστηρίων. Ἔτσι καθίσταται ἕνας μικρός Χριστός μέσα στήν κοινωνία. Δέν εἶναι τέλειος ἀλλά τελειούμενος, καταρτιζόμενος καί ἁγιαζόμενος. Μ᾿ αὐτή τήν ἰδιότητά του ἀποπνέει τό ἄρωμα τοῦ οὐρανοῦ καί ἀντανακλᾶ τήν ὀμορφιά τῆς αἰωνιότητας.
Καί ποιός ἄλλος θά μποροῦσε νά γίνει ὁδηγός γιά τήν τελειότητα παρά ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού φύτεψε στήν ψυχή μας αὐτή τή λαχτάρα; Σαφής καί ἁπλός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου χειραγωγεῖ τούς πιστούς στήν ἁγιότητα· «ἅγιοι γίνεσθε», δηλαδή, ἀπομακρυνθεῖτε ἀπό τήν ἀντίθεη νοοτροπία τοῦ κόσμου καί ἀφοσιωθεῖτε σέ μένα, «ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Α΄ Πε 1,16). Βαδίστε ἀποφασιστικά πρός τήν τελειότητα· «Ἔσεσθαι οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατήρ ὑμῶν... τέλειος ἐστίν» (Μθ 5,48). Ἀλλά, γιά νά μή νομίσει κανείς ὅτι ἄρτιος ἄνθρωπος σημαίνει ἕνας νάρκισσος ἐγωιστικά ἀπορροφημένος ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀπόκοσμος κι ἀντικοινωνικός, καθορίζεται ὡς ἀνυπέρθετο γνώρισμά του ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο· «γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λκ 6,36).
 paidia-leitourgiaὍσο κι ἄν προοδεύσεις πνευματικά, ὅσο κι ἄν προσεγγίσεις τόν Θεό, δέν μπορεῖς νά εἶσαι ἄρτιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐρήμην τῶν συνανθρώπων σου. Διότι ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο γιά νά ἱδρύσει Ἐκκλησία, σῶμα. Ἀπαιτεῖ νά εἴμαστε ἅγιοι καί τέλειοι ὄχι μεμονωμένα ἀλλά ὡς μέλη τῆς κοινωνίας, τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας· νά συμβαδίζουμε μέ τούς ἀδελφούς πρός τήν τελειότητα. Μόνο ἔτσι θά γίνουμε δεκτοί στήν ἄρρητη τελειότητα τοῦ παραδείσου.
 Ἀλλά σ᾿ αὐτή τή συμπόρευση συναντοῦμε συχνά τό πιό μεγάλο ἐμπόδιο γιά τήν τελείωσή μας. Εἶναι ἡ συμπεριφορά τῶν ἄλλων, πού μᾶς γεμίζει πόνο, θλίψεις καί ὀδύνες. Ἔπειτα εἶναι καί τά τόσα ἄλλα δυσάρεστα καί δύσκολα περιστατικά τῆς ζωῆς: ἀποτυχίες, ἀρρώστιες, θάνατος. Πῶς νά τά ξεπεράσεις ὅλα αὐτά, χωρίς νά χάσεις τόν προσανατολισμό σου πρός τόν ἁγιασμό;
Ὁ θεῖος λόγος δίδει στό ἐρώτημα αὐτό μία καταπληκτική ἀπάντηση. Τίς θλίψεις, λέει, τῆς ζωῆς τίς ἐπιτρέπει ὁ Θεός «εἰς τό μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ» (Ἑβ 12,10). Εἶναι, δηλαδή, οἱ θλίψεις ἕνας ἄριστος τρόπος γιά νά καταρτισθεῖ καί νά γίνει τέλειος ὁ ἄνθρωπος. Διότι μέσα ἀπ᾿ αὐτές ἀσκεῖται στήν καρτερία, αὐξάνει στήν ὑπομονή, στεριώνει στήν ἐλπίδα. Μ᾿ ἕνα λόγο, ἁγιάζεται. Ἀκόμη καί οἱ ἐνδογενεῖς ἀδυναμίες, τά πάθη μέ τά ὁποῖα ὁ καθένας παλεύει, κι αὐτές οἱ παγίδες τοῦ σατανᾶ καθίστανται ἕνα πολύτιμο στάδιο. Καί μ᾿ αὐτά ὁ πιστός ἀσκεῖται καί γυμνάζεται, καταρτίζεται καί ἁγιάζεται, ἐφόσον δέν συμβιβάζεται, ἀλλά ἀγωνίζεται νά ὑποτάξει τή σάρκα στό πνεῦμα, τά θελήματα καί τά ἁμαρτωλά καπρίτσια του στό θέλημα τοῦ Χριστοῦ.
 Ἡ κατανυκτική περίοδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, ἰδιαίτερα πρόσφορη γιά τήν ἐπίταση τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, γίνεται μία ἔντονη ὑπόμνηση τῆς πορείας πρός τήν ἁγιότητα κι ἕνα πολύτιμο στάδιο ἄσκησης. Μέ τίς πυκνές ἱερές ἀκολουθίες, μέ τή νηστεία καί τήν ὅλη ἄσκηση ἐξοικειώνει τόν πιστό πρός τίς τόσες μορφές θλίψης καί τόν χειραγωγεῖ νά τίς ἀξιοποιεῖ γιά τόν καταρτισμό του, πλησιάζοντας δι᾿ αὐτῶν στόν τελικό προορισμό «μέχρι καταντήσωμεν... εἰς ἄνδραν τέλειον εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ 4,13).

Στέργιος Ν. Σάκκος
Πέμπτη, 25 Απρίλιος 2024 03:00

Συνοδοιπόροι καί συμμέτοχοι

pasxon Kyrios  Πολλά τροπάρια, ἐμπνευσμένα ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν εὐαγγελιστῶν, καλοῦν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας σέ μία ἄμεση καί προσωπική ἐπαφή μέ τά γεγονότα τοῦ θείου δράματος. Εἶναι ἡ ἐλάχιστη ἔκφραση εὐγνωμοσύνης πού ὀφείλει ὁ κάθε πιστός.
  Σέ στιχηρό ἰδιόμελο τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Δευτέρας ψάλλουμε: «Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρός τό ἑκούσιον πάθος, τοῖς Ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τῇ ὁδῷ· Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσόλυμα... Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι’ αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς· ἵνα καί συζήσωμεν αὐτῷ...».
 Σέ ἄλλο στιχηρό τῆς ἴδιας ἀκολουθίας μᾶς παροτρύνει ἡ Ἐκκλησία μέ τά λόγια τοῦ ὑμνογράφου: «Φθάσαντες, πιστοί, τό σωτήριον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τήν ἄφατον αὐτοῦ μακροθυμίαν δοξάσωμεν». Καί ἐξηγεῖ τά ὀφέλη πού θά ’χει γιά μᾶς αὐτή ἡ συμμετοχή: «ὅπως τῇ αὐτοῦ εὐσπλαγχνίᾳ συνεγείρῃ καί ἡμᾶς νεκρωθέντας τῇ ἁμαρτίᾳ, ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».
 Δέν θέλει ὁ Ἰησοῦς νά γιορτάζουμε τά ἄχραντα Πάθη του σάν ἕνα γεγονός πού συντελέσθηκε στό παρελθόν καί παραμένει ἄσχετο πρός τήν προσωπική μας ζωή. Οὔτε νά ἀρκούμαστε σέ κάποιες συναισθηματικές ἐκδηλώσεις, πού ἐξατμίζονται μέ τό πέρασμα τῶν ἁγίων ἡμερῶν. Ἐπιθυμεῖ, κατά τήν τέλεση τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, ὅλοι οἱ πιστοί νά ἔχουμε μία σχέση οὐσιαστική μαζί του. Νά συμμετέχουμε

  • στήν ἀγωνία του,
  • στούς ἐξευτελισμούς,
  • στά ραπίσματα,
  • στήν ἀποδοκιμασία καί
  • στό μαρτύριό του.

   Νά σταθοῦμε κάτω ἀπό τόν σταυρό του ὡς ἀφοσιωμένοι μαθητές του, γιά νά κοινωνήσουμε ὕστερα ἀπό τά παθήματά του καί στήν δόξα τῆς Ἀναστάσεώς του.
  Δέν θέλει ὁ Κύριος νά εἴμαστε ἁπλῶς φιλακόλουθοι, ἀλλά συνακόλουθοι καί συνοδοιπόροι του, ὀπαδοί καί κοινωνοί στό φοβερό καί μοναδικό δρᾶμα πού πραγματοποιήθηκε στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Ἔτσι ἡ σχέση μας μαζί του δέν θά περιορισθεῖ στίς λίγες αὐτές ἡμέρες, ἀλλά θά διαποτίσει τήν ζωή μας, γιά νά τήν φωτίσει καί νά τήν καθοδηγήσει. Ἡ γιορτή θά εἶναι μία ἐπαναβίωση τῆς ἱστορίας πού θά συνεχίζεται στήν ζωή μας. Αὐτό εἶναι τό νόημα καί ἡ σημασία τοῦ ἑορτασμοῦ.
 Εἶναι ὅμως εὔκολη ὑπόθεση αὐτή ἡ συμμετοχή; Ἀσφαλῶς ὄχι, διότι ἀπαιτεῖ νά κάνουμε μία ὑπέρβαση μέσα μας. Γιά ν’ ἀνεβοῦμε στήν πνευματική αὐτή κορυφή καί νά ἔχουμε μία ἀληθινή συμμετοχή στά σεπτά Πάθη, χρειάζεται νά δημιουργηθεῖ μία ἀλληλέγγυα σχέση ἀνάμεσα στόν πάσχοντα Θεό καί σ’ ἐμᾶς γιά τούς ὁποίους πάσχει, μία εὐλογημένη συνεργασία ἀνάμεσα στόν Πλάστη καί στό πλάσμα του. Καί πρίν ἀπ’ αὐτό, χρειάζεται νά συνειδητοποιήσουμε τό μέγεθος τῆς δωρεᾶς πού μᾶς προσφέρει ὁ Κύριος μέ τά Πάθη του.
 Γιά νά νοήσουμε τήν σημασία τῆς μεγάλης δωρεᾶς τοῦ Κυρίου καί νά μή μένουμε ψυχροί κι ἀδιάφοροι στήν ἀγάπη του, ὀφείλουμε νά μελετήσουμε τήν ἀσύλληπτη προσφορά του. Ἄν, γιά νά προσεγγίσει κανείς τά θέματα τῆς ἐπιστήμης ἤ τῆς τέχνης, ὀφείλει νά ἐξειδικευθεῖ καί ν’ ἀσχοληθεῖ μέ τήν συστηματική ἔρευνα, πολύ περισσότερο τά καυτά θέματα, πού συνδέονται μέ τό αἰώνιο μέλλον μας, τήν λύτρωση καί τήν σωτηρία μας, ἀπαιτοῦν ἐντρύφηση καί ἐμβάθυνση, φρόνημα ταπεινό καί πνεῦμα μαθητείας.
  Εἶναι ἀναγκαῖο νά διευκρινίσω στό σημεῖο αὐτό ὅτι ἡ μελέτη τῶν γεγονότων τῆς ἱερᾶς ἱστορίας δέν εἶναι μία ξηρή διανοητική ἐνέργεια ἀλλά μία μέθεξη στά μελετώμενα. Αὐτή μᾶς προετοιμάζει, γιά νά δεχθοῦμε κατόπιν μέ τό ἱερό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας τόν ἴδιο τόν Κύριο πού μᾶς ἁγιάζει. Ὅπως σέ ὅλα τά θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἔτσι καί στήν βίωση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡ ἁγία Γραφή μᾶς καλλιεργεῖ καί τό μυστήριο μᾶς τελειοποιεῖ. Στήν προσπάθεια πού ἐμεῖς καταβάλλουμε μέ τήν μελέτη, προσθέτει ὁ Θεός τήν χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου μέ τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Μ’ αὐτήν τήν ὑπερφυᾶ συνεργασία μποροῦμε νά συμμετάσχουμε στά παθήματα τοῦ Χριστοῦ.

Παρασκευή, 14 Οκτώβριος 2022 03:00

Πίστη καί ζωή

3 Ἕνα ἀπό τά κύρια γνωρίσματα τῶν καιρῶν μας εἶναι καί ἡ σύγχυση γιά τά μεγάλα καί καίρια ὑπαρξιακά ζητήματα. Κάθε σκεπτόμενος ἄνθρωπος, εἴτε τό ὁμολογεῖ εἴτε ὄχι, ἔχει στιγμές κατά τίς ὁποῖες προβληματίζεται κι ἀναρωτιέται: «Ποιός εἶμαι; Ἀπό ποῦ προέρχομαι; Ποιός εἶναι ὁ προορισμός μου;». Στούς αἰῶνες πού πέρασαν, ἡ ἀνθρώπινη κρίση πῆρε ποικίλες θέσεις πάνω σ’ ὅλα αὐτά, γιά νά καταλήξει, ἀναπόφευκτα σχεδόν, στήν ἀπελπιστική ὁμολογία: «Δέν μπορῶ νά ξέρω τίποτε. Δέν εἶμαι σίγουρος γιά τίποτε!». Ποτέ ἀπάντηση ἄλλη δέν ὑπῆρξε τόσο βασανιστική γιά τήν ψυχή μας, τόσο θλιβερή καί τόσο καταθλιπτική. Πουθενά φῶς, πουθενά ἀνάπαυση, πουθενά εἰρήνη.
  Κι ὅμως! Εἰρήνη καί ἀνάπαυση ἀληθινή καί φῶς ζωοποιό προσφέρει καί θά προσφέρει στούς αἰῶνες ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Στέκει φάρος στά σκοτάδια τῆς ἀμφιβολίας, πυξίδα στά πελάγη τῆς ἀβεβαιότητας καί γνώση τέλεια, ἐγγυημένη ἀπό τήν πηγή τῆς ἀλήθειας, τόν Κύριο τοῦ κόσμου καί Πατέρα μας, τόν Θεό. Δέν ὑπάρχουν γι’ αὐτόν ἄλυτα προβλήματα. Μπροστά του ὅλα φανερώνονται «γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα» (Ἑβ 4,13).
  Αὐτό τό σημαντικό καί αἰσιόδοξο μήνυμα ὑπογραμμίζει κατεξοχήν καί πολλές φορές ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Πιστὸς ὁ λόγος», γράφει στόν μαθητή του Τῖτο, στήν περικοπή (Ττ 3,8-15) πού διαβάζεται ὡς ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τήν Κυριακή τῶν Πατέρων τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἤ τοῦ Σπορέως. Εἶναι ἀξιόπιστος ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι αὐτός ἀποκαλύπτει ἀξίζει τήν ἐμπιστοσύνη μας, ἀξίζει νά τό παραδεχθοῦμε ἄφοβα, νά τό ἐνστερνισθοῦμε ἀνεπιφύλακτα. Καί ὁ σοφώτερος ἄνθρωπος μπορεῖ νά κάνει λάθος καί νά ἀστοχήσει στήν ἀλήθεια, διότι ἡ ἀνθρώπινη γνώση καί διάνοια εἶναι περιορισμένη. Καί ὁ εἰλικρινέστερος μπορεῖ νά πεῖ ψέματα ἀπό ἄγνοια, μπορεῖ νά ἐξαπατήσει ἀπό ἀδυναμία. Μόνον ὁ Θεός εἶναι ἀξιόπιστος καί μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ὁ μάρτυς ὁ πιστὸς καὶ ἀληθινός» (Ἀπ 3,14) μέ τήν ἀπόλυτη ἔννοια πού ζητᾶ ἡ καρδιά μας γιά νά ἀναπαυθεῖ. Αὐτός δέν ὑπάρχει περίπτωση νά λαθέψει, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά ψευσθεῖ, διότι εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια καί εἶναι σέ θέση νά μᾶς τήν γνωρίσει. Γι’ αὐτό μπῆκε στήν ἱστορία μας καί μᾶς μίλησε μέ ἀγγέλους, γι’ αὐτό ἔστειλε τούς προφῆτες καί τούς ἁγίους του, γι’ αὐτό, τέλος, ἔγινε ἄνθρωπος καί μᾶς συναναστράφηκε. Τά λόγια του καί τά ἔργα του καταγράφηκαν καί φυλάσσονται ἀπό τήν Ἐκκλησία του μέσα στήν ἁγία Γραφή, πού εἶναι ἡ ζωντανή φωνή του. Εἶναι ὁ «πιστός λόγος».
 Ἀλλά πῶς ἡ ἀνθρωπότητα θά μάθει τήν σωτήρια ἀλήθεια; Οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν καί κινοῦνται ἀνάμεσά μας, μέ τά μεγάλα ἐρωτηματικά καί τά ἀξεπέραστα ἀδιέξοδα, πῶς θά μάθουν τόν «πιστὸν λόγον»; Ἀσφαλῶς μέ τό κήρυγμα, μέ τό ἔργο τῶν ἀποστόλων κι ὅλων ἐκείνων πού διαλέγει ὁ Θεός γιά συνεργάτες του. Καί ὅταν λέμε «κήρυγμα» δέν ἐννοοῦμε τυπικούς καί ἄψυχους μονολόγους, ἀλλά λόγο δυνάμεως «περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Α΄ Πέ 3,15). «Καὶ περὶ τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι», παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στόν Τῖτο· δηλαδή «νά κηρύττεις μέ δύναμη καί νά μήν ἀφήνεις καμιά ἀμφιβολία γιά τήν ἀλήθεια τῶν λόγων σου». Καί τί ὀφείλει νά κηρύττει ὁ Τῖτος; Λίγο παραπάνω τοῦ ἀνέφερε ὁ διδάσκαλός του πῶς ἐπιτεύχθηκε ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου· μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα, τήν θυσία τοῦ Υἱοῦ καί τήν χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού μᾶς ἐξασφαλίζουν τήν αἰώνια ζωή καί εὐτυχία (στ. 4-7). Αὐτό θέλει νά κηρύττει καί ὁ μαθητής του· τήν σύνοψη καί οὐσία ὅλης τῆς ἁγίας Γραφῆς. Τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν» (βλ. Ἰδ,4).
 Ὡστόσο, ἡ γνήσια ἔκφραση τῆς πίστεως καί ἡ καρποφορία της εἶναι τά καλά ἔργα, ἡ ὀρθή ζωή. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ξεκάθαρα ὅτι «οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ», οἱ πιστοί, αὐτοί πού ἔχουν δεχθεῖ καί κατέχουν ὡς κτῆμα καί θησαυρό τους τόν «πιστὸν λόγον», ὀφείλουν νά φροντίζουν νά εἶναι πρῶτοι στά καλά ἔργα. Τέτοια πρέπει νά καρποφορήσουν. Διότι, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, κανένα κίνητρο δέν εἶναι τόσο δυνατό καί τόσο ἀσφαλές γιά τήν κοινωνική εὐποιία ὅσο ἡ θεογνωσία, ἡ πίστη ὅτι ὑπάρχει Θεός πού θυσιάστηκε γιά μᾶς. Ἔτσι οἱ πιστοί βρίσκουν τήν διάθεση καί τήν δύναμη νά θυσιασθοῦν γιά τούς ἄλλους. Καί τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι δέν ἀσκοῦν ἁπλῶς τήν ἀγάπη, ἀλλά «φροντίζουσιν» καί «προΐστανται», πού σημαίνει ὅτι τήν ἐπιδιώκουν καί μάλιστα πρωτοποροῦν στά ἔργα της. Δέν περιμένουν τούς ἐνδεεῖς ἀδελφούς τους νά ’ρθοῦν σ’ αὐτούς, ἀλλά αὐτοί τρέχουν νά τούς βροῦν. Δέν ἀκολουθοῦν τίς εὐκαιρίες, ἀλλά οἱ ἴδιοι τίς δη-μιουργοῦν.
  Ἀδελφοί μου, γύρω μας ἡ σύγχυση ὅλο καί μεγαλώνει, ἡ ἀβεβαιότητα σφίγγει ὅλο καί περισσότερο τίς καρδιές μας στόν κλοιό της, ἡ πλάνη παραμονεύει ὅλο καί συχνότερα στόν δρόμο μας. Δέν θέλουμε νά σκεπάσουν τήν σκέψη μας τά σύννεφα τοῦ σκεπτικισμοῦ· λαχταροῦμε τό φῶς τῆς ἀλήθειας. Δέν θέλουμε νά βυθίσουν τήν ψυχή μας τά βαρίδια τῆς ἀπελπισίας· λαχταροῦμε τήν ἄνεση τῆς ἐσωτερικῆς χαρᾶς. Ἄς ἀνοίξουμε, λοιπόν, τά μάτια μας στόν ἥλιο-Χριστό! Μέσα στό βιβλίο του, στήν ἁγία Γραφή, μᾶς προσκαλεῖ νά γνωρίσουμε τήν πίστη, πού καθοδηγεῖ καί σώζει. Μέσα στήν Ἐκκλησία του μᾶς προσφέρει ὅλα τά μέσα γιά νά καταλάβουμε, γιά νά ποθήσουμε καί νά ζήσουμε τήν ζωή τῆς ἀλήθειας. Καί μέσα στήν ζωή μας ἀπαιτεῖ ἀπό μᾶς, πού μᾶς γέννησε μέ τόν λόγο του καί μᾶς ἔθρεψε μέ τά Μυστήριά του, νά γίνουμε πρωτοπόροι καλῶν ἔργων, νά μήν μείνουμε ἄκαρποι. Μᾶς παίρνει ξερές καί φτωχές ρίζες καί μᾶς φυτεύει στό περιβόλι του, μᾶς ποτίζει καί μᾶς περιποιεῖται· γίναμε δένδρα ψηλά καί θαλερά. Ἀλλά ποῦ εἶναι οἱ καρποί μας; Ἀλίμονο, ἄν ξοδέψουμε τόν χυμό μας σέ μικρόλογους ὑπολογισμούς. Ὁ Κύριος περιμένει νά καρποφορήσουμε μία ζωή γεμάτη ἀγάπη, δικαιοσύνη καί ἐλπίδα. Καί αὐτό εἶναι τό συμφέρον μας, τό πραγματικό καί αἰώνιο!
Στέργιος Ν. Σάκκος (ἀπό ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία)