Ἀσύλληπτο καί ἀπροσπέλαστο τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Γίνεται ὡστόσο προσιτή στούς ἀνθρώπους ἡ παρουσία του στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ἐνανθρώπησε ὁ ἄπειρος Θεός, γιά νά συνευρεθεῖ μέ τόν ἄνθρωπο καί νά τόν θεώσει. Μέ συντομία καί θεολογική ἀκρίβεια ὁ Μέγας Βασίλειος περιγράφει τό σκοπό τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ: «Ὁ Θεός πῆρε σάρκα, διότι ἔπρεπε νά ἁγιάσει αὐτή τή σάρκα μας τήν καταραμένη, νά ἐνδυναμώσει τήν ἐξασθενημένη, τήν ἀποξενωμένη ἀπό τόν Θεό νά τήν καταστήσει οἰκεία σ᾿ αὐτόν, τήν πεσμένη ἀπό τόν παράδεισο νά τήν ἀνεβάσει στούς οὐρανούς». Δέχθηκε νά γίνει ταπεινός ἄνθρωπος γιά νά δώσει στούς ἀνθρώπους τή δυνατότητα νά ἐνταχθοῦν στήν ἱστορία τοῦ Θεοῦ, νά πολιτογραφηθοῦν στή βασιλεία του, νά οἰκειωθοῦν τή θέωση. Περπάτησε ὁ Θεός στή γῆ, γιά νά κυριαρχήσει πάνω στή γῆ ἡ παρουσία του, ἡ δικαιοσύνη του, ἡ ἀγάπη του· νά γίνει ἡ γῆ παράδεισος!
Κι ὅμως σήμερα, διανύοντας ἤδη τόν εἰκοστό πρῶτο αἰώνα ἀπό ἐκείνη τή μοναδική νύχτα τῆς Βηθλεέμ, ἔχουμε συχνά τήν αἴσθηση πώς ἡ ζωή μας ἔγινε κόλαση. Δέν ἀπολαμβάνουμε, δέν νιώθουμε τά πολύτιμα δῶρα τοῦ Θεοῦ καί συχνά διαπιστώνουμε ὅτι ἔχουν ξεθωριάσει πολύ τά ἴχνη ἀπό τό περπάτημά του στή γῆ: Τά ἔθνη ταράσσονται, οἱ λαοί ἀλληλοσπαράσσονται, ἡ κοινωνία σαλεύεται, οἱ συνάδελφοι ἀνταγωνίζονται, ἡ οἰκογενειακή ἑστία διαλύεται, οἱ ἀδελφοί μισοῦνται. Ἡ φιλία ὑπονομεύεται, ἡ ἀλληλεγγύη σπανίζει, ἡ ἀνθρωπιά ἐκλείπει. Ποῦ εἶναι, λοιπόν, ἡ εἰρήνη τήν ὁποία ἔψαλαν οἱ ἄγγελοι; Ποῦ ἡ χαρά καί τά ἄλλα δῶρα πού ἔφερε ὁ Θεός στή γῆ;
Ἡ εἰλικρινής ἀπάντηση στόν παραπάνω προβληματισμό ἀπαιτεῖ δύο προϋποθέσεις: Πρῶτον, νά μελετήσουμε τήν ἱστορία ἀπό τότε πού «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω 1,14) καί δεύτερον, νά σκύψουμε στά βάθη τοῦ εἶναι μας, νά ἀνιχνεύσουμε τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ χώρισε τήν παγκόσμια ἱστορία σέ πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν, ἀλλά καί τήν ἀνθρωπότητα σέ ἀνθρώπους μέ Χριστό ἤ χωρίς Χριστό. Καί τό κριτήριο τοῦ χωρισμοῦ τό κλείνει μέσα της ἡ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού ὑπαντήθηκε ἀπό τόν θεοδόχο Συμεών ὡς «σημεῖον ἀντιλεγόμενον», ἀναγγέλθηκε ἀπό τούς προφῆτες ὡς «λίθος προσκόμματος καί πέτρα σκανδάλου». Προσφέρει σέ ὅλους τό ἔλεος καί τήν ἀλήθεια του. Ἄλλοι μ᾿ αὐτά οἰκοδομοῦν θεϊκό στόχο κι ἄλλοι τά παραθεωροῦν σάν πέτρες τοῦ δρόμου. Οἱ πρῶτοι χαίρονται τήν οἰκείωση μέ τόν Θεό· οἱ ἄλλοι γεύονται ἀναπόφευκτα τά ὀδυνηρά ἀποτελέσματα τῆς ἐπιλογῆς τους.
Βρέφος νεογέννητο ὁ Χριστός κι ἦρθαν νά τόν προϋπαντήσουν οἱ ἀγράμματοι καί ταπεινοί βοσκοί τῆς Βηθλεέμ, ἐνῶ οἱ πολυδιαβασμένοι καί γνῶστες τῶν Γραφῶν φαρισαῖοι καί σαδδουκαῖοι στάθηκαν στήν ἀρχή ἀδιάφοροι καί ἐπιφυλακτικοί κι ἔπειτα ἐκτόξευσαν ἐναντίον του ὅλη τήν ἐχθρότητα καί τήν κακία τῆς ψυχῆς τους. Ἀπό τά βάθη τῆς Ἀνατολῆς ξεκίνησαν γιά νά τόν προσκυνήσουν οἱ σοφοί μάγοι, ἐνῶ στά Ἰεροσόλυμα ὁ Ἡρώδης σχεδίαζε νά σφάξει τόν τεχθέντα βασιλέα καί -νήπιο ἀκόμη- τόν ἀνάγκασε νά πάρει τό δρόμο τῆς ἐξορίας καί τῆς προσφυγιᾶς.
Στή συνέχεια ὁ Κύριος κήρυξε τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας του καί «διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος» (Πρξ 10,38) κάθε ἀνθρώπινο πόνο. Δέν ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι πού τόν πίστεψαν. Ἔγιναν οἱ μαθητές, τά παιδιά του κι ἐξάρτησαν ἀπ᾿ αὐτόν τή ζωή καί τή σωτηρία τους. Ἀνάμεσά τους οἱ δαιμονισμένοι πού ἀπελευθερώθηκαν ἀπό τά δαιμόνια, οἱ παράλυτοι πού ἀνορθώθηκαν, οἱ τυφλοί πού ἀνέβλεψαν, οἱ ἀσθενεῖς πού βρῆκαν τήν ὑγεία κοντά στόν μέγα ἰατρό. Μέ εὐγνωμοσύνη τό ὁμολογεῖ ἡ ἱκεσία τοῦ πρώην δαιμονισμένου τῶν Γαδαρηνῶν νά τόν ἀκολουθήσει, τήν ὥρα πού οἱ συντοπίτες του ἐνοχλημένοι ἀπό τήν ἀπώλεια τῶν χοίρων τόν παρακαλοῦσαν νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν τόπο τους (βλ. Λκ 8,37-38).
Δέν ἀποστράφηκε ὁ Ἰησοῦς τούς βδελυρούς τελῶνες καί τίς μιαρές πόρνες πού τόν πλησίασαν. Ἦταν ὁ γιατρός, πού ἦρθε γιά νά θεραπεύσει τούς νοσοῦντες ἀπό κάθε νόσημα, σωματικό καί πνευματικό. Οἱ ἁμαρτωλοί πού ὁμολογοῦσαν τήν ἀσθένειά τους ἔπαιρναν τή θεραπεία σώματος καί ψυχῆς, ζοῦσαν τόν παράδεισο. Ἀντίθετα, οἱ φαρισαῖοι καί οἱ σαδδουκαῖοι, μέ τήν ψευδαίσθηση τῆς πνευματικῆς ὑγείας καί τήν τύφλωση τῆς ἀλαζονείας τους, δέν ἐπέτρεπαν στόν Θεραπευτή νά τούς πλησιάσει. Καί παρέμεναν στήν ἀσθένεια, στήν ἀθλιότητα, στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.
Ἄν σήμερα, ἀπουσιάζουν ἀπό τήν κοινωνία μας τά σημάδια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, μή βιαστοῦμε νά κατηγορήσουμε Ἐκεῖνον. Ἐφόσον ἡ στάση μας ἀπέναντί του εἶναι ἀδιάφορη ἤ καί ἀπορριπτική, δέν φταίει ὁ Χριστός γιά τήν κατάντια μας. Μπορῶ νά κατηγορήσω τόν γιατρό, ὅταν δέν χρησιμοποίησα τίς ὁδηγίες καί τά φάρμακα πού μοῦ ἔδωσε καί, φυσικά, παραμένω ἀσθενής; Ἔτσι δέν ἔχω δικαίωμα νά κατηγορήσω τόν Χριστό, ὅταν δέν ἐφαρμόζω τό Εὐαγγέλιό του, δέν κοινωνῶ στά ἱερά μυστήρια, ἀδιαφορῶ γιά τό θέλημά του.
Ἀλλά κι ἄν εἶμαι βαφτισμένος χριστιανός, ἄν κάποτε ξεκίνησα τή χριστιανική ζωή, ἀλλά τώρα νιώθω πώς αὐτή δέν μέ «χορταίνει», δέν φταίει γι᾿ αὐτό ὁ Χριστός. Μή βιαστῶ νά τόν κατηγορήσω, ἀλλά νά ἐλέγξω πρῶτα τήν ποιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ μου. Μήπως ὑποβόσκει μέσα μου κάποια θρησκευτική αὐτάρκεια; Μήπως ἡ πεποίθηση στά κατορθώματά μου μέ ὁδηγεῖ διά μέσου τῆς ὑπερηφανίας σέ μία πνευματική τύφλωση; Ἡ ὑπεροψία ἐξουδετερώνει ἀκόμη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν τήν ἀφήνει νά ἐνεργήσει στήν ψυχή.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπισημαίνει ἕνα φοβερό ἱστορικό παράδειγμα, τούς Ἰουδαίους. Ἦταν ὁ ἐκλεκτός λαός, πού αἰῶνες τόν ἀφύπνιζε καί τόν προετοίμαζε ὁ Θεός μέ τό προφητικό κήρυγμα γιά νά περιμένει τόν Μεσσία. Μά ὅταν ἐκεῖνος ἦλθε κοντά τους, δέν τόν δέχθηκαν. Ἰταμότατα ἀπέκρουσαν τό κάλεσμά του καί ἀρνήθηκαν νά τόν παραλάβουν. Γιατί; Δέν τούς ἄρεσε! Εἶχε ἔλθει, ὅπως τό ἀπεδείκνυε, «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός», ἀλλά αὐτοί ἐπιθυμοῦσαν ἕναν Μεσσία κατά τό δικό τους θέλημα. Δέν ἀναγνώριζαν τή θεϊκή δύναμη στά σημεῖα πού ἐπιτελοῦσε· τά ἀπέδιδαν στόν Βεελζεβούλ, τόν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων. Ζητοῦσαν νά στήσουν τή δική τους δικαιοσύνη, πάνω ἀπό τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά πίστη σημαίνει πλήρης ἐξάρτηση ἀπό τόν Θεό. Σημαίνει ὅτι μποροῦμε νά δεχθοῦμε αὐτό πού θέλει νά μᾶς δώσει, κι ὅταν αὐτό δέν μᾶς ἐξυπηρετεῖ, δέν μᾶς ἀρέσει. Διαφορετικά, δείχνουμε πώς δέν τόν χρειαζόμαστε καί ἀναπόφευκτα μένουμε ἔξω ἀπό τήν εὐλογία, ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη του.
Εἶναι θλιβερό ὅτι καί σήμερα ἀνάμεσα στούς χριστιανούς ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θά γιορτάσουν τά Χριστούγεννα ἀνεξομολόγητοι καί ἀκοινώνητοι. Ἔχουν τήν πεποίθηση ὅτι εἶναι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκκλησιάζονται ἀρκετά συχνά, κάνουν καί κάποιες ἐλεημοσύνες. Ἄν ὅμως τούς μιλήσεις γιά ἐξομολόγηση, σηκώνουν ἀδιάφορα τούς ὤμους. «Μά ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔκλεψα, δέν σκότωσα, δέν βλάπτω κανέναν», εἶναι ἡ ἀπάντηση πίσω ἀπό τήν ὁποία ὀχυρώνονται. Καί δέν ἀντιλαμβάνονται οἱ ταλαίπωροι ὅτι τό μεγαλύτερο ἁμάρτημα εἶναι ὁ φαρισαϊσμός, ἡ αὐτοδικαίωση. Ἐξισώνει τόν πιστό μέ τούς ἀρνητές τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀποδέχεται ἀλλά ἀπωθεῖ στά ἀζήτητα τή θεία χάρη καί ἀρνεῖται νά δεχθεῖ τά δῶρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ.
Ἐπίκαιρη καί διδακτική ἡ διδαχή τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου προσφέρεται γιά ἕνα γόνιμο προβληματισμό: «Ἄν μποροῦσες μόνος σου νά σωθεῖς, ποιά ἀνάγκη νά ἔλθει ὁ Κύριος; Ὅπως δέν ἔχει ὅραση τό μάτι χωρίς φῶς οὔτε μπορεῖ κανείς νά μιλήσει χωρίς γλώσσα ἤ νά ἀκούσει χωρίς αὐτιά ἤ νά περπατήσει χωρίς πόδια ἤ νά ἐργάζεται χωρίς χέρια, ἔτσι χωρίς τόν Ἰησοῦ δέν μπορεῖς νά σωθεῖς ἤ νά μπεῖς στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν!».
Κι ὅμως σήμερα, διανύοντας ἤδη τόν εἰκοστό πρῶτο αἰώνα ἀπό ἐκείνη τή μοναδική νύχτα τῆς Βηθλεέμ, ἔχουμε συχνά τήν αἴσθηση πώς ἡ ζωή μας ἔγινε κόλαση. Δέν ἀπολαμβάνουμε, δέν νιώθουμε τά πολύτιμα δῶρα τοῦ Θεοῦ καί συχνά διαπιστώνουμε ὅτι ἔχουν ξεθωριάσει πολύ τά ἴχνη ἀπό τό περπάτημά του στή γῆ: Τά ἔθνη ταράσσονται, οἱ λαοί ἀλληλοσπαράσσονται, ἡ κοινωνία σαλεύεται, οἱ συνάδελφοι ἀνταγωνίζονται, ἡ οἰκογενειακή ἑστία διαλύεται, οἱ ἀδελφοί μισοῦνται. Ἡ φιλία ὑπονομεύεται, ἡ ἀλληλεγγύη σπανίζει, ἡ ἀνθρωπιά ἐκλείπει. Ποῦ εἶναι, λοιπόν, ἡ εἰρήνη τήν ὁποία ἔψαλαν οἱ ἄγγελοι; Ποῦ ἡ χαρά καί τά ἄλλα δῶρα πού ἔφερε ὁ Θεός στή γῆ;
Ἡ εἰλικρινής ἀπάντηση στόν παραπάνω προβληματισμό ἀπαιτεῖ δύο προϋποθέσεις: Πρῶτον, νά μελετήσουμε τήν ἱστορία ἀπό τότε πού «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰω 1,14) καί δεύτερον, νά σκύψουμε στά βάθη τοῦ εἶναι μας, νά ἀνιχνεύσουμε τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ χώρισε τήν παγκόσμια ἱστορία σέ πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν, ἀλλά καί τήν ἀνθρωπότητα σέ ἀνθρώπους μέ Χριστό ἤ χωρίς Χριστό. Καί τό κριτήριο τοῦ χωρισμοῦ τό κλείνει μέσα της ἡ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πού ὑπαντήθηκε ἀπό τόν θεοδόχο Συμεών ὡς «σημεῖον ἀντιλεγόμενον», ἀναγγέλθηκε ἀπό τούς προφῆτες ὡς «λίθος προσκόμματος καί πέτρα σκανδάλου». Προσφέρει σέ ὅλους τό ἔλεος καί τήν ἀλήθεια του. Ἄλλοι μ᾿ αὐτά οἰκοδομοῦν θεϊκό στόχο κι ἄλλοι τά παραθεωροῦν σάν πέτρες τοῦ δρόμου. Οἱ πρῶτοι χαίρονται τήν οἰκείωση μέ τόν Θεό· οἱ ἄλλοι γεύονται ἀναπόφευκτα τά ὀδυνηρά ἀποτελέσματα τῆς ἐπιλογῆς τους.
Βρέφος νεογέννητο ὁ Χριστός κι ἦρθαν νά τόν προϋπαντήσουν οἱ ἀγράμματοι καί ταπεινοί βοσκοί τῆς Βηθλεέμ, ἐνῶ οἱ πολυδιαβασμένοι καί γνῶστες τῶν Γραφῶν φαρισαῖοι καί σαδδουκαῖοι στάθηκαν στήν ἀρχή ἀδιάφοροι καί ἐπιφυλακτικοί κι ἔπειτα ἐκτόξευσαν ἐναντίον του ὅλη τήν ἐχθρότητα καί τήν κακία τῆς ψυχῆς τους. Ἀπό τά βάθη τῆς Ἀνατολῆς ξεκίνησαν γιά νά τόν προσκυνήσουν οἱ σοφοί μάγοι, ἐνῶ στά Ἰεροσόλυμα ὁ Ἡρώδης σχεδίαζε νά σφάξει τόν τεχθέντα βασιλέα καί -νήπιο ἀκόμη- τόν ἀνάγκασε νά πάρει τό δρόμο τῆς ἐξορίας καί τῆς προσφυγιᾶς.
Στή συνέχεια ὁ Κύριος κήρυξε τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας του καί «διῆλθεν εὐεργετῶν καί ἰώμενος» (Πρξ 10,38) κάθε ἀνθρώπινο πόνο. Δέν ἦταν λίγοι ἐκεῖνοι πού τόν πίστεψαν. Ἔγιναν οἱ μαθητές, τά παιδιά του κι ἐξάρτησαν ἀπ᾿ αὐτόν τή ζωή καί τή σωτηρία τους. Ἀνάμεσά τους οἱ δαιμονισμένοι πού ἀπελευθερώθηκαν ἀπό τά δαιμόνια, οἱ παράλυτοι πού ἀνορθώθηκαν, οἱ τυφλοί πού ἀνέβλεψαν, οἱ ἀσθενεῖς πού βρῆκαν τήν ὑγεία κοντά στόν μέγα ἰατρό. Μέ εὐγνωμοσύνη τό ὁμολογεῖ ἡ ἱκεσία τοῦ πρώην δαιμονισμένου τῶν Γαδαρηνῶν νά τόν ἀκολουθήσει, τήν ὥρα πού οἱ συντοπίτες του ἐνοχλημένοι ἀπό τήν ἀπώλεια τῶν χοίρων τόν παρακαλοῦσαν νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τόν τόπο τους (βλ. Λκ 8,37-38).
Δέν ἀποστράφηκε ὁ Ἰησοῦς τούς βδελυρούς τελῶνες καί τίς μιαρές πόρνες πού τόν πλησίασαν. Ἦταν ὁ γιατρός, πού ἦρθε γιά νά θεραπεύσει τούς νοσοῦντες ἀπό κάθε νόσημα, σωματικό καί πνευματικό. Οἱ ἁμαρτωλοί πού ὁμολογοῦσαν τήν ἀσθένειά τους ἔπαιρναν τή θεραπεία σώματος καί ψυχῆς, ζοῦσαν τόν παράδεισο. Ἀντίθετα, οἱ φαρισαῖοι καί οἱ σαδδουκαῖοι, μέ τήν ψευδαίσθηση τῆς πνευματικῆς ὑγείας καί τήν τύφλωση τῆς ἀλαζονείας τους, δέν ἐπέτρεπαν στόν Θεραπευτή νά τούς πλησιάσει. Καί παρέμεναν στήν ἀσθένεια, στήν ἀθλιότητα, στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας.
Ἄν σήμερα, ἀπουσιάζουν ἀπό τήν κοινωνία μας τά σημάδια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, μή βιαστοῦμε νά κατηγορήσουμε Ἐκεῖνον. Ἐφόσον ἡ στάση μας ἀπέναντί του εἶναι ἀδιάφορη ἤ καί ἀπορριπτική, δέν φταίει ὁ Χριστός γιά τήν κατάντια μας. Μπορῶ νά κατηγορήσω τόν γιατρό, ὅταν δέν χρησιμοποίησα τίς ὁδηγίες καί τά φάρμακα πού μοῦ ἔδωσε καί, φυσικά, παραμένω ἀσθενής; Ἔτσι δέν ἔχω δικαίωμα νά κατηγορήσω τόν Χριστό, ὅταν δέν ἐφαρμόζω τό Εὐαγγέλιό του, δέν κοινωνῶ στά ἱερά μυστήρια, ἀδιαφορῶ γιά τό θέλημά του.
Ἀλλά κι ἄν εἶμαι βαφτισμένος χριστιανός, ἄν κάποτε ξεκίνησα τή χριστιανική ζωή, ἀλλά τώρα νιώθω πώς αὐτή δέν μέ «χορταίνει», δέν φταίει γι᾿ αὐτό ὁ Χριστός. Μή βιαστῶ νά τόν κατηγορήσω, ἀλλά νά ἐλέγξω πρῶτα τήν ποιότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ μου. Μήπως ὑποβόσκει μέσα μου κάποια θρησκευτική αὐτάρκεια; Μήπως ἡ πεποίθηση στά κατορθώματά μου μέ ὁδηγεῖ διά μέσου τῆς ὑπερηφανίας σέ μία πνευματική τύφλωση; Ἡ ὑπεροψία ἐξουδετερώνει ἀκόμη καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν τήν ἀφήνει νά ἐνεργήσει στήν ψυχή.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπισημαίνει ἕνα φοβερό ἱστορικό παράδειγμα, τούς Ἰουδαίους. Ἦταν ὁ ἐκλεκτός λαός, πού αἰῶνες τόν ἀφύπνιζε καί τόν προετοίμαζε ὁ Θεός μέ τό προφητικό κήρυγμα γιά νά περιμένει τόν Μεσσία. Μά ὅταν ἐκεῖνος ἦλθε κοντά τους, δέν τόν δέχθηκαν. Ἰταμότατα ἀπέκρουσαν τό κάλεσμά του καί ἀρνήθηκαν νά τόν παραλάβουν. Γιατί; Δέν τούς ἄρεσε! Εἶχε ἔλθει, ὅπως τό ἀπεδείκνυε, «ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός», ἀλλά αὐτοί ἐπιθυμοῦσαν ἕναν Μεσσία κατά τό δικό τους θέλημα. Δέν ἀναγνώριζαν τή θεϊκή δύναμη στά σημεῖα πού ἐπιτελοῦσε· τά ἀπέδιδαν στόν Βεελζεβούλ, τόν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων. Ζητοῦσαν νά στήσουν τή δική τους δικαιοσύνη, πάνω ἀπό τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά πίστη σημαίνει πλήρης ἐξάρτηση ἀπό τόν Θεό. Σημαίνει ὅτι μποροῦμε νά δεχθοῦμε αὐτό πού θέλει νά μᾶς δώσει, κι ὅταν αὐτό δέν μᾶς ἐξυπηρετεῖ, δέν μᾶς ἀρέσει. Διαφορετικά, δείχνουμε πώς δέν τόν χρειαζόμαστε καί ἀναπόφευκτα μένουμε ἔξω ἀπό τήν εὐλογία, ἔξω ἀπό τήν ἀγάπη του.
Εἶναι θλιβερό ὅτι καί σήμερα ἀνάμεσα στούς χριστιανούς ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θά γιορτάσουν τά Χριστούγεννα ἀνεξομολόγητοι καί ἀκοινώνητοι. Ἔχουν τήν πεποίθηση ὅτι εἶναι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκκλησιάζονται ἀρκετά συχνά, κάνουν καί κάποιες ἐλεημοσύνες. Ἄν ὅμως τούς μιλήσεις γιά ἐξομολόγηση, σηκώνουν ἀδιάφορα τούς ὤμους. «Μά ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔκλεψα, δέν σκότωσα, δέν βλάπτω κανέναν», εἶναι ἡ ἀπάντηση πίσω ἀπό τήν ὁποία ὀχυρώνονται. Καί δέν ἀντιλαμβάνονται οἱ ταλαίπωροι ὅτι τό μεγαλύτερο ἁμάρτημα εἶναι ὁ φαρισαϊσμός, ἡ αὐτοδικαίωση. Ἐξισώνει τόν πιστό μέ τούς ἀρνητές τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀποδέχεται ἀλλά ἀπωθεῖ στά ἀζήτητα τή θεία χάρη καί ἀρνεῖται νά δεχθεῖ τά δῶρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ.
Ἐπίκαιρη καί διδακτική ἡ διδαχή τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου προσφέρεται γιά ἕνα γόνιμο προβληματισμό: «Ἄν μποροῦσες μόνος σου νά σωθεῖς, ποιά ἀνάγκη νά ἔλθει ὁ Κύριος; Ὅπως δέν ἔχει ὅραση τό μάτι χωρίς φῶς οὔτε μπορεῖ κανείς νά μιλήσει χωρίς γλώσσα ἤ νά ἀκούσει χωρίς αὐτιά ἤ νά περπατήσει χωρίς πόδια ἤ νά ἐργάζεται χωρίς χέρια, ἔτσι χωρίς τόν Ἰησοῦ δέν μπορεῖς νά σωθεῖς ἤ νά μπεῖς στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν!».
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 324-326