- Ἄντε, κουράγιο! παρηγορήθηκε ἡ κυρα-Πέρσα καί κοντοστάθηκε γιά νά σκουπίσει τόν ἱδρώτα της.
Ἡ ζέστη ἦταν ἀφόρητη. Ἔλεγε νά ξεκινήσει πρωί-πρωί, ἀλλά μέ τό ἕνα καί τό ἄλλο μεσημέριασε. Ἔσφιξε τήν τσάντα της, ἔχοντας καρφώσει τό βλέμμα στήν Τράπεζα στή γωνία, κι ἔνιωσε τό σακούλι μέ τίς οἰκονομίες τῶν ἐγγονιῶν της. Πάει καιρός τώρα πού οἱ παπποῦδες καί οἱ θεῖοι δέν τούς ἀγόραζαν παιχνίδια στίς γιορτές τους, τούς ἔδιναν λεφτά. Καλύτερα. Τί νά τό κάνουν ἄλλο ἕνα παιχνίδι σ’ ἕνα δωμάτιο γεμάτο παιχνίδια ἤ ἄλλο ἕνα ρουχαλάκι στήν ἀσφυκτικά γεμάτη ντουλάπα; Ἔτσι, εἶχαν γεμίσει οἱ κουμπαράδες τους. Κι ἐκείνη, γιά νά τά μάθει στήν οἰκονομία, τά παρακίνησε ν’ ἀνοίξουν λογαριασμό στήν Τράπεζα.
- Ὅταν μεγαλώσετε καί τά χρειαστεῖτε, μαζί μέ τόν τόκο θά ᾽χουν γίνει ἕνα καλό κομπόδεμα!
Ἔτσι πείστηκαν ν’ ἀδειάσουν τούς κουμπαράδες στήν ἀγκαλιά της.
Ὁ χτύπος τῆς καμπάνας τήν ἔκανε νά στρέψει τό βλέμμα στόν Ἅγιο Μηνᾶ, στήν ἀπέναντι πλευρά τῆς πλατείας. Ἕνα τρυφερό χαμόγελο ἀνέτειλε στό πρόσωπο τῆς κυρα-Πέρσας, ἐνῶ σταυροκοπήθηκε εὐλαβικά. Πόσες φορές ἀπό παλιά εἶχε καταθέσει ἐκεῖ τόν φτωχικό ὀβολό της γιά ὅσους ἤτανε πιό πεινασμένοι ἀπ’ αὐτήν!
- Κάνεις κατάθεση στόν οὐρανό, τῆς ἔλεγε κάθε φορά ὁ παπα-Κοσμᾶς.
Ἀλλά καί πόσες φορές δέν τή συνέτρεξε ὁ Ἅγιος, ὅταν φοβισμένη καί ταραγμένη ἀνέβαινε αὐτά τά σκαλοπάτια γιά νά ξεφορτώσει τήν πίκρα της στό πετραχήλι τοῦ παπα-Κοσμᾶ...
Πόσο μακριά τήν πήγαιναν αὐτές οἱ μνῆμες!
Ἦταν καιρός πού τό ὑστέρημα δέν ἔφτανε γιά ὀβολό στήν ἐκκλησία. Πάλι περίμενε παιδί. Τό τέταρτο. Πῶς νά τό πεῖ στόν Ἀποστόλη, θά ᾽βαζε τίς φωνές. Καί θά ’χε κι ἕνα δίκιο. Δούλευε σκληρά ὥς τό βράδυ στίς οἰκοδομές καί δύσκολα τά φέρνανε βόλτα μέ τά τρία. Πῶς νά ’ρθει κι ἄλλο στόμα;… Ἡ μάνα τῆς ἔπαιρνε τ’ αὐτιά, οἱ κουνιάδες τό ἴδιο. Νά τό ρίξει, νά γλυτώσει τή φτώχεια, τί φταίει τό κακόμοιρο νά ὑποφέρει;
- Πῶς θά κάνεις τέτοιο κακό μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ; τή ρώτησε ἔντρομος ὁ παπα-Κοσμᾶς.
- Θά μέ σκοτώσει ὁ ἄντρας μου, κλαψούρισε αὐτή. Πῶς θά τό ζήσουμε αὐτό καί τά ὑπόλοιπα; Οὔτε μία δραχμή δέν ἔχουμε στήν ἄκρη γιά ὥρα ἀνάγκης!
- Ἔχε ἐσύ πίστη στόν Θεό καί μή φοβᾶσαι! τῆς εἶπε ἤρεμα ὁ παπάς. Κάνε τό θέλημά του κι αὐτό εἶναι κατάθεση στήν Τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ!
«Ἔχει ὁ Θεός», εἶπε ἡ Πέρσα τότε κι ἔφερε στόν κόσμο τό τέταρτο παιδί.
Πάνω πού χρόνισε, ὁ Ἀποστόλης ἔπαθε ἀτύχημα, ἔπεσε ἀπ’ τή σκαλωσιά καί θά ᾽μενε ἀνάπηρος γιά πάντα. Ἐκεῖνος ὁ χειμώνας ἦταν ἀσήκωτος στούς ὤμους της. Ἕξι τά στόματα καί μεροκάματο κανένα. Μόνο ὁ παπα-Κοσμᾶς τούς στάθηκε. Ὅλο ἔβρισκε νά φέρνει λάδι, ρύζι, γάλα καί φεύγοντας ὅλο καί κάποια χαρτονομίσματα τῆς ἔχωνε στό χέρι.
Μά, σά νά μήν ἔφταναν ὅλα τά ὑπόλοιπα, διαπίστωσε ὅτι περίμενε κι ἄλλο παιδί. Τώρα τί γίνεται; Πῶς θά μεγάλωναν πέντε παιδιά μέ ἐλεημοσύνες; Δέν τό ᾽πε πουθενά. Πῶς νά τολμοῦσε; Τό ᾽χε ἀποφασίσει νά ξεφορτωθεῖ αὐτό «τό πρόβλημα» πρίν τό ὑποψιαστεῖ κανένας.
Ἀνάστατη εἶχε ἀνέβει τά σκαλιά ἐκεῖνο τό πρωί γιά νά βρεῖ τόν παπα-Κοσμᾶ, ν’ ἀκουμπήσει τά βάσανα μονάχα στό δικό του πετραχήλι.
- Ξέρει ὁ Θεός πῶς νά σοῦ μεγαλώσει τά παιδιά, τή συμβούλεψε ἐκεῖνος. Λές νά μή βλέπει ὁ Πανάγαθος; Ἄσ᾽ τονε στή ζωή σου ἀφεντικό καί δέ θά βγεῖς χαμένη. Κάνε κι αὐτή τή δυσκολία σου κατάθεση στόν Οὐρανό!
Ἔτσι ἔκανε, ἄν καί μέ φόβο στήν καρδιά. Ἔκλεισε μάτια καί αὐτιά κι ὑπάκουσε, νά μήν πικράνει τόν παπα-Κοσμᾶ, πού τόσο τούς εἶχε σταθεῖ στή μεγάλη τους φτώχεια. Κι ἀλήθεια, δέν μετάνιωσε ποτέ! Θαρρεῖς αὐτό περίμενε ὁ Θεός γιά νά τῆς γυρίσει πίσω τίς καταθέσεις τοῦ οὐρανοῦ μέ τόκους κι ἐπιτόκια. Γιά πότε ἀλλάξανε τά πράγματα! Ὁ Ἀποστόλης ἔβγαλε σύνταξη ἀναπηρική, πού ἦταν σίγουρα λεφτά στό σπίτι! Ὕστερα, ἐκεῖνο τό μπαΐρι, πού θέλανε νά τό πουλήσουνε μά δέν τ’ ἀγόραζε κανείς στό χάλι πού ἦταν, μπῆκε στό σχέδιο πόλεως. Ὁ ἐργολάβος πού τό ἔχτισε τούς ἔδωσε πέντε διαμερίσματα, νά τά νοικιάζουν ὅσο τά παιδιά ἦταν μικρά κι ἀργότερα νά πάρει τό καθένα ἀπό ἕνα σπίτι! Καί μόνο αὐτά; Ὅλα της τά βλαστάρια ἕνα κι ἕνα γίνανε, καί πιό πολύ ἐκεῖνο τό στερνό, πού σκέφτηκε ἡ κακούργα νά τό ρίξει! Ἅγια ἡ ὥρα πού ἄκουσε τόν παπα-Κοσμᾶ! Ξέρει ὁ Θεός νά ἐπιστρέφει μέ πλούσιο τόκο!
Μιά λάμψη διαπέρασε τά μάτια της, καθώς κοίταξε δύσπιστα τά φῶτα τῆς Τράπεζας στή γωνία, ἐνῶ ψαχούλευε τήν τσάντα της νά βρεῖ τό σακούλι μέ τίς οἰκονομίες τῶν ἐγγονιῶν. Ὄφειλε νά τά ἐπενδύσει ὅσο γινόταν πιό σοφά, σκέφτηκε στρέφοντας τό βλέμμα στήν ἀνοιχτή πόρτα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ. Θά τ’ ἀκουμποῦσε στήν Τράπεζα πού ἐπιστρέφει μέ τούς καλύτερους τόκους κι ἐπιτόκια, τήν Τράπεζα τοῦ οὐρανοῦ!
Μαρτινιανή
"Ἀπολύτρωσις", Ὀκτώβριος 2015