Δ΄ Ἑωθινόν (Λκ 24,1-12)

myrofores

Οἱ μυροφόρες στόν κενό τάφο

Τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἀναφέρεται ἀπό ὅλους τούς εὐαγγελιστές. Ἀποτελεῖ τόν πυρήνα τῶν Εὐαγγελίων, τό περιεχόμενο τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος, τήν βάση τῆς πίστεώς μας, τήν πηγή τῆς δικαιώσεως, τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς δόξας μας, τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Δέν περιορίζεται μόνο στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀνάσταση. Εἶναι γεγονός κοσμοϊστορικό, τό πιό σπουδαῖο καί λαμπρό γεγονός πού σημάδεψε τήν παγκόσμια ἱστορία. Τό φῶς της καταυγάζει ὅλη τήν οἰκουμένη καί ἡ προσφορά της δέν ἱκανοποιεῖ μόνο τίς προσδοκίες τοῦ πιστοῦ, ἀλλά στοχεύει στήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου, διότι κάθε ἄνθρωπος -πιστός ἤ ἄπιστος- δέν παύει νά πεινᾶ καί νά διψᾶ γιά τό αἰώνιο.
  Βέβαια, σέ κανένα βιβλίο ἤ χωρίο τῆς Καινῆς Διαθήκης δέν περιγράφεται πῶς ἔγινε ἡ ἀνάσταση οὔτε παραδίδεται ἡ ἀκριβής ὥρα της, διότι κανείς δέν εἶδε τόν Κύριο τήν ὥρα πού ζωντανός ἔβγαινε ἀπό τόν τάφο. Μόνο τά ἀπόκρυφα προσφέρουν τέτοιες πληροφορίες, πού ἀποβλέπουν στήν ἱκανοποίηση τῆς νοσηρῆς ἀνθρώπινης περιέργειας. Οἱ εὐαγγελιστές μέ ἱστορική ἀκρίβεια, μέ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια καί ἐκφραστική εὐκρίνεια διηγοῦνται μόνο ὅ,τι εἶδαν καί ἔζησαν (βλ. Α´ Ἰω 1,1). Τεκμηριώνουν τήν ἀνάσταση ἐξιστορώντας ἕνα πλῆθος ἐμφανίσεων, μέ τίς ὁποῖες ὁ ἀναστημένος Κύριος διέλυσε τίς ἀμφιβολίες τῶν ἀνθρώπων, τούς ἔπεισε ὅτι ἀναστήθηκε καί τούς κατέστησε μάρτυρες τῆς ἀναστάσεώς του. Εἶναι δέ ἀξιοσημείωτο ὅτι παρόλο πού πολλές φορές ὁ Κύριος εἶχε προαναγγείλει τήν ἀνάστασή του, κανείς ἀπό τούς μαθητές του δέν περίμενε ὅτι θά ἀναστηθεῖ.
  Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς ὁλοκληρώνοντας τήν γραπτή κατήχησή του (βλ. Λκ 1,4), στό 24ο κεφάλαιο περιγράφει πῶς τό μνῆμα ὅπου εἶχε ταφεῖ ὁ Ἰησοῦς βρέθηκε κενό. Ἀναφέρει κάποιες ἀπό τίς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Κυρίου καί κλείνει μέ τήν ἐμφάνιση κατά τήν ὁποία ἀφοῦ εὐλόγησε τούς μαθητές, ἀνελήφθη ἔνδοξος στούς οὐρανούς μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια τους.

24,1. Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς.
 Ἀπό τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, τήν ὁποία -σύμφωνα μέ τόν Νόμο (βλ. Ἔξ 20,10)- ἰδιαίτερα τιμοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι, ὀνόμασαν «Σάββατα» καί ὅλη τήν ἑβδομάδα (πρβλ. Μθ 28,1· Μρ 16,2.9· Λκ 18,12· Πρξ 20,7· Α´ Κο 16,2). «Μία τῶν σαββάτων» λεγόταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, αὐτή πού προηγεῖται τῆς Δευτέρας. Ἀργότερα οἱ χριστιανοί τήν ὀνόμασαν «Κυριακή», διότι κατά τήν ἡμέρα αὐτή πραγματοποιήθηκε ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ὁ σύνδεσμος δὲ συνδέει ἄμεσα τόν στίχο μέ τόν προηγούμενο «τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν» (23,56).
 Τηρώντας τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου οἱ «γυναῖκες» (23,55) δέν μπόρεσαν νά πᾶνε στόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ τήν ἑπομένη τῆς ταφῆς του. Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων, τήν Κυριακή ὅμως, ὄρθρου βαθέος, νωρίς τά ξημερώματα, μόλις ἄρχισε νά χαράζει (βλ. Μθ 28,1), ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα,ἦρθαν στόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ φέρνοντας μύρα, γιά νά ἐκτελέσουν τά νεκρικά ἔθιμα καί νά ἐκδηλώσουν ἔτσι στόν ἀγαπημένο νεκρό τόν βαθύτατο σεβασμό καί τήν ἀπέραντη ἀγάπη τους. Στίς 16 τοῦ ἑβραϊκοῦ μήνα Νισάν, δηλαδή ἀρχές Ἀπριλίου, ὁ ἥλιος στήν Παλαιστίνη ἀνατέλλει γύρω στίς 5.30´ τό πρωί. Οἱ μυροφόρες ξεκίνησαν πρίν ἀπό τήν ὥρα αὐτή, ὅταν τό σκοτάδι δέν εἶχε διαλυθεῖ ἐντελῶς ἀκόμη (βλ. Ἰω 20,1). Τό μνῆμα βρισκόταν ἔξω ἀπό τήν πόλη κοντά στό σημεῖο τῆς σταυρώσεως (βλ. Ἰω 19,41) καί χρειαζόταν κάποιος χρόνος γιά νά φθάσουν ὥς ἐκεῖ. Ἔφθασαν, λοιπόν, μετά τήν ἀνατολή· «ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου» (Μρ 16,2).
 Μαζί μέ τίς γυναῖκες πού εἶχαν παρευρεθεῖ στήν ταφή τοῦ Κυρίου ἦλθαν στό μνῆμα ὡς μυροφόρες καί τινες σὺν αὐταῖς, καί κάποιες ἄλλες μαθήτριες.

24,2. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου.
 Ἄν καί ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς δέν κατέγραψε ὅτι τό στόμιο τοῦ μνήματος τοῦ Ἰησοῦ εἶχε καλυφθεῖ μέ λίθο, θεωρεῖ δεδομένη τήν παρουσία του, ὅπως διηγοῦνται οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές (βλ. Μθ 27,60· Μρ 15,46). Ἦταν γνωστό, ἐξάλλου, ὅτι μέ λίθο ἔκλειναν ὅλους τούς λαξευτούς τάφους (πρβλ. Ἰω 11,38). Ὁ λίθος πού ἔκλεινε τόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ ἦταν «μέγας σφόδρα» (βλ. Μρ 16,4) καί ἀσήκωτος. Μόνο κυλιόμενος θά μποροῦσε νά παραμερισθεῖ, ὅπως φανερώνει τό γεγονός ὅτι οἱ γυναῖκες εὗρον τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον, τόν βρῆκαν ἀποκυλισμένο (πρβλ. Μθ 28,2· Μρ 16,4), καθώς καί ὅτι κατά τήν διαδρομή οἱ μυροφόρες ἀναρωτιόνταν ποιός θά «ἀποκυλίσει τὸν λίθον» (Μρ 16,3), ὥστε νά μπορέσουν νά μποῦν μέσα στό μνῆμα γιά νά ἀλείψουν μέ τά μύρα τους τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι δέν προβληματίζονται γιά τήν φρουρά τῶν στρατιωτῶν, προφανῶς διότι δέν γνώριζαν τήν ὕπαρξή της, ἀφοῦ αὐτές εἶχαν παρακολουθήσει μόνο τήν ταφή καί τό κλείσιμο τοῦ τάφου μέ τόν λίθο (βλ. Μθ 27,60-61· Μρ 15,46-47· Λκ 23,56).
 Σύμφωνα μέ τήν διήγηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Ματθαίου μετά τήν ταφή τοῦ Κυρίου τά μέλη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου, ἀφοῦ συνεννοήθηκαν μέ τόν Πιλᾶτο, τοποθέτησαν στόν τάφο τοῦ Ἰησοῦ τήν κουστωδία τῶν στρατιωτῶν γιά νά φυλάγει τόν τάφο ἀπό τούς μαθητές τοῦ Κυρίου καί σφράγισαν τόν λίθο τοῦ τάφου μέ κέρινες σφραγίδες, ὥστε νά μή μποροῦν νά τόν ἀνοίξουν οὔτε οἱ στρατιῶτες (βλ. Μθ 27,66). Τό πότε ἀκριβῶς ἔγινε ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου δέν ἀναφέρεται ἀπό τούς εὐαγγελιστές. Ὁ Κύριος πέθανε ἐπάνω στόν σταυρό στίς 3.00 περίπου τό ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς. Ἐκπληρώνοντας τίς προφητεῖες γιά τήν τριήμερη κάθοδό του στόν ἅδη (βλ. Ἰω 2,19-22) ἔμεινε στόν τάφο τρεῖς ἡμέρες, ὄχι τρία ὁλόκληρα εἰκοσιτετράωρα. Σύμφωνα μέ τά δεδομένα τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας, παρέμεινε ἐνταφιασμένος μέρος τῆς Παρασκευῆς, τό Σάββατο καί μέρος τῆς Κυριακῆς. Ἡ ἀνάστασή του ὑποθέτουμε ὅτι ἔγινε τά χαράματα τῆς Κυριακῆς, κατά τήν 4η φυλακή τῆς νύχτας -μεταξύ 3.00-6.00 π.μ.-, λίγο πρίν τόν ἐρχομό τῶν πρώτων μυροφόρων στόν τάφο.
 Ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καί βγῆκε ἀπό τόν τάφο ἀόρατα, χωρίς νά ἀνοίξει τήν πλάκα ἤ νά καταστρέψει τά νήματα τῶν σφραγίδων τοῦ τάφου. Οἱ στρατιῶτες πού τόν φρουροῦσαν δέν ἀντιλήφθηκαν ποιά ὥρα ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε· γιά ἕνα διάστημα φύλαγαν ἄδειο τάφο! Αὐτό ἐννοεῖται σαφῶς στίς εὐαγγελικές διηγήσεις καί ἐκφράζεται ἑρμηνευτικά σέ λόγους καί ἐκκλησιαστικούς ὕμνους: «Φυλάξας τὰ σήμαντρα (=τίς σφραγίδες) σῷα, Χριστέ, ἐξηγέρθης τοῦ τάφου, ὁ τὰς κλεῖς τῆς παρθένου μὴ λυμηνάμενος ἐν τῷ τόκῳ σου». Ἡ εἰκόνα ἡ ὁποία παριστάνει τόν Χριστό νά ἐκτινάσσεται σάν πύραυλος ἀπό τόν τάφο μέ λάβαρα στά χέρια εἶναι δυτικῆς προελεύσεως καί ἔγινε γνωστή στόν ὀρθόδοξο χῶρο τά τελευταῖα χρόνια. Πρίν ἀπό τό ξημέρωμα τῆς Κυριακῆς ἔγινε σεισμός, ἄγγελος Κυρίου κύλησε τόν λίθο καί κάθισε ἐπάνω σ’ αὐτόν. Ὁ σεισμός καί ἡ θέα τοῦ ἀγγέλου φόβισαν τούς στρατιῶτες πού φρουροῦσαν τό μνῆμα. Καθώς εἶδαν καί τό ἐσωτερικό τοῦ τάφου ἄδειο, ἔτρεξαν νά ἀναφέρουν τό παράδοξο γεγονός στούς ἀρχιερεῖς. Ἔτσι ἐξασφαλίσθηκε καί ἡ μαρτυρία τῶν στρατιωτῶν τῆς φρουρᾶς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν λάβει ἐντολή νά φυλάγουν τό μνῆμα μέχρι καί τήν τρίτη ἡμέρα ἀπό τόν θάνατο τοῦ Ἰησοῦ (βλ. Μθ 27,64). Ὅταν, λοιπόν, ἔφθασαν στό μνῆμα οἱ γυναῖκες τό βρῆκαν ἀφρούρητο καί τήν εἴσοδό του ἐλεύθερη (βλ. Μθ 28,2-6.11).

24,3. καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
 Ἀφοῦ ὁ τάφος εἶναι πλέον ἀνοιχτός οἱ μυροφόρες μπαίνουν μέσα -στούς θολωτούς τάφους αὐτό εἶναι δυνατόν- καί εἰσελθοῦσαι, ὅταν μπῆκαν ἔμειναν ἔκπληκτες, διότι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, δέν βρῆκαν τό νεκρό σῶμα τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτό τόν σκοπό, γιά νά λάβουν προσωπική ἀπόδειξη οἱ γυναῖκες, κύλησε τόν λίθο ὁ ἄγγελος καί ἄφησε ἐλεύθερη τήν εἴσοδο.
 Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι μετά τήν ἀνάσταση ὁ εὐαγγελιστής ὀνομάζει τόν Ἰησοῦ Κύριο, διότι ἡ ἀνάσταση βεβαιώνει πλέον τήν θεότητά του. Στό βιβλίο τῶν Πράξεων καί στίς ἐπιστολές ἀπαντᾶ συχνά ἡ συνεκφορά «Κύριος Ἰησοῦς».

24,4. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις.
 Οἱ μυροφόρες ἦταν παροῦσες στόν ἐνταφιασμό τοῦ Ἰησοῦ καί εἶδαν μέ τά μάτια τους ὅτι τοποθετήθηκε στό μνῆμα. Δέν μποροῦν νά ἐξηγήσουν πῶς τώρα ἀπουσιάζει τό νεκρό σῶμα. Δέν περίμεναν βέβαια ὅτι θά ἀναστηθεῖ ὁ Διδάσκαλός τους· γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ἦλθαν νά ἀλείψουν μέ μύρα τό σῶμα του. Ὁ ἄδειος τάφος καί ἡ ἀπουσία τοῦ νεκροῦ θά ἔπρεπε νά τούς ὑπενθυμίσουν τήν πρόρρηση τοῦ Διδασκάλου τους γιά τήν ἀνάσταση (βλ. 18,33). Ἐντούτοις, αὐτές ἐντελῶς ἀνυποψίαστες καταλαμβάνονται ἀπό μεγάλη ἀπορία -ἡ πρόθεση «διά» στό διαπορεῖσθαι ἐπιτείνει τήν ἔννοια τοῦ ρήματος- καί δέν ξέρουν πῶς νά ἑρμηνεύσουν τό γεγονός. Μένουν ἐμβρόντητες, διότι οὔτε κἄν περνᾶ ἀπό τήν σκέψη τους τό ἐνδεχόμενο τῆς ἀναστάσεως.
 Σ’ αὐτή τήν κατάσταση, λοιπόν, ἰδοὺ ἄνδρες δύο ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις, βλέπουν νά παρουσιάζονται μπροστά τους δύο ἄνδρες μέ ἀπαστράπτουσα ἐνδυμασία. Τόσο ἡ ξαφνική ἐμφάνιση, τήν ὁποία δηλώνει τό ἰδού, ὅσο καί ἡ ἀστραφτερή ἐνδυμασία τῶν λαμπροφορεμένων ἀνδρῶν (πρβλ. Πρξ 1,10· 10,30) φανερώνουν τήν ταυτότητά τους. Εἶναι ἄγγελοι! Ἡ λαμπρότητα εἶναι σύμβολο τῆς καθαρότητος πού διακρίνει τήν ἀγγελική φύση καί τῆς ἱλαρότητος καί τῆς γιορτινῆς χαρᾶς πού ἀποπνέει ἡ ἀνάσταση. Ἡ παρουσία τῶν ἀγγέλων ἐπιβραβεύει τήν ἀγάπη τῶν μαθητριῶν πρός τόν Χριστό καί τόν ζῆλο τους νά τοῦ προσφέρουν τίς νεκρικές τιμές.
 Δέν γνωρίζουμε τόν ἀκριβῆ ἀριθμό τῶν ἀγγέλων πού παρουσιάσθηκαν στό κενό μνῆμα. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος διηγεῖται γιά ἕναν ἄγγελο πού κύλησε τόν λίθο καί κάθισε ἐπάνω σ’ αὐτόν, στήν εἴσοδο τοῦ τάφου (βλ. 28,2), ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος γιά ἕναν ἄγγελο τόν ὁποῖο συνάντησαν οἱ μυροφόρες μέσα στό μνῆμα, στά δεξιά τοῦ τάφου (βλ. 16,5-7), ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρεται σέ δύο ἀγγέλους, τούς ὁποίους εἶδε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή μέσα στόν τάφο, ἕναν πρός τήν θέση ὅπου εἶχαν τοποθετήσει τό κεφάλι τοῦ Κυρίου καί ἄλλον πρός τήν θέση τῶν ποδιῶν του (βλ. 20,12). Οἱ ἄγγελοι ἴσως ἦταν πολλοί ἤ μόνο δύο, πού μετακινοῦνταν, καί οἱ μυροφόρες τούς συνάντησαν σέ διάφορα σημεῖα.

24,5. Ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν εἶπον πρὸς αὐτάς· τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν;
 Ὅπως συμβαίνει σέ κάθε ἐνατένιση τοῦ ὑπερφυσικοῦ, οἱ ψυχές τῶν μαθητριῶν καταλαμβάνονται ἀπό φόβο στήν θέα τῶν ἀγγέλων (πρβλ. 1,12). Ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν, κι ἐνῶ εἶναι γεμάτες φόβο, καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν καί σκύβουν τό πρόσωπό τους στό ἔδαφος μέ δέος καί σεβασμό, διότι δέν τολμοῦν ἀλλά οὔτε καί μποροῦν νά ἀντικρύσουν τά ἀπαστράπτοντα αὐτά ὄντα, ἀκοῦν τήν ἀγγελική φωνή νά τούς ρωτᾶ: τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στούς νεκρούς αὐτόν πού εἶναι ἤδη ζωντανός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε;
 Ἡ ἐρώτηση τοῦ ἀγγέλου ἐμπεριέχει καί κάποια ἐπίπληξη. Θά ἔπρεπε οἱ μαθήτριες τοῦ Ἰησοῦ νά ἔχουν ἀντιληφθεῖ τήν θεϊκή ὑπόστασή του, νά πιστεύουν στήν δύναμή του ἀλλά καί στήν ἐκπλήρωση τῆς προρρήσεως τῆς ἀναστάσεώς του. Αὐτές, ἀντίθετα, ἀναζητοῦν τόν Ἰησοῦ στόν τάφο, φρονώντας ὅτι βρίσκεται στήν κατάσταση τῶν νεκρῶν. Λησμόνησαν ὅτι Αὐτός διαβεβαίωσε ὅτι εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή (βλ. Ἰω 11,25· 14,6). Γεύθηκε τόν θάνατο ἀλλά τόν θανάτωσε καί χάρισε στήν ἀνθρωπότητα τήν ἀθανασία.

24,6. Οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ’ ἠγέρθη· μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ.
 Οἱ ἄγγελοι λύνουν τήν ἀπορία τῶν μαθητριῶν: Ὁ Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ὧδε, δέν βρίσκεται στό μνῆμα, ἀλλ’ ἠγέρθη, ἀναστήθηκε! Καί γιά νά γίνουν πιστευτά τά λόγια τους, οἱ ἄγγελοι ὑπενθυμίζουν στίς μυροφόρες ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐλάλησεν ὑμῖν τούς εἶχε μιλήσει γιά τήν Ἀνάστασή του, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, ὅταν ἦταν ἀκόμη στήν Γαλιλαία (βλ. Μθ 16,21· 17,23· Μρ 9,31· Λκ 9,22. 44).
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς δέν καταγράφει τήν ἀγγελία τοῦ ἀγγέλου ὅτι ὁ Ἰησοῦς «προάγει» τούς μαθητές «εἰς τὴν Γαλιλαίαν» (Μθ 28,10· Μρ 16,7), ἐπειδή ἀκριβῶς στό Εὐαγγέλιό του δέν μνημονεύει καμία ἀπό τίς ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου στήν Γαλιλαία.

24,7. λέγων ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι.
 Τά λόγια μέ τά ὁποῖα ὁ Κύριος προεῖπε τήν σύλληψη, τήν σταύρωση καί τήν ἀνάστασή του ἐπαναλαμβάνουν οἱ ἄγγελοι μέ μία προσθήκη. Προσθέτουν τόν χαρακτηρισμό ἁμαρτωλῶν γιά τούς σταυρωτές. Προφανῶς ὑπονοοῦν τόν Πιλᾶτο καί τούς ρωμαίους στρατιῶτες, διότι «ἁμαρτωλοί» στήν ἰουδαϊκή γλῶσσα χαρακτηρίζονταν οἱ ἐθνικοί.

24,8. Καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ.
 Ἡ σχεδόν κατά λέξη ἐπανάληψη τῆς προρρήσεως τοῦ Κυρίου ἀπό τούς ἀγγέλους τήν ἐπαναφέρει στήν μνήμη τῶν γυναικῶν, καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ. Ἐντούτοις, τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως εἶναι τόσο συγκλονιστικό, ὥστε ἀδυνατοῦν νά τό πιστέψουν. Ποτέ δέν κατανόησαν, ἐξάλλου, τίς προρρήσεις τοῦ Διδασκάλου τους γιά τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασή του. Τίς ἐκλάμβαναν ὡς παραβολικές ἐκφράσεις τῆς ἀτίμωσης καί τῆς μελλοντικῆς δόξας τοῦ Ἰσραήλ. Οἱ ἐλπίδες πού ἔτρεφαν γιά τόν Μεσσία, οἱ προσδοκίες τους γιά τήν ἔνδοξη ἐπίγεια βασιλεία του καί τήν συντριπτική ἥττα τῶν ἐχθρῶν του, δέν τούς ἐπέτρεπαν οὔτε σωστά νά ἑρμηνεύσουν αὐτούς τούς λόγους οὔτε νά τούς διατηρήσουν στήν μνήμη τους. Ἀλλά καί τά τελευταῖα γεγονότα, ἡ σύλληψη καί σταύρωση τοῦ Διδασκάλου τους, πού διέψευσαν τόσο τραγικά τίς προσδοκίες τους, συσκότισαν τήν μνήμη τους ὥστε νά μή θυμοῦνται ὅσα εἶχαν ἀκούσει.
 Βέβαια, τούς λόγους τοῦ Κυρίου γιά τό Πάθος του, τούς ὁποίους οἱ ἄγγελοι θυμίζουν στίς μυροφόρες, Ἐκεῖνος τούς εἶχε ἀπευθύνει «τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ» (Μθ 16,21· πρβλ. Μρ 9,31· Λκ 9,22.44· 18,32-33). Τό ὅτι οἱ γυναῖκες ἐμνήσθησαν δείχνει εἴτε ὅτι αὐτοί οἱ λόγοι τοῦ Ἰησοῦ συζητοῦνταν ἰδιαιτέρως ἀπό τούς μαθητές καί ἔτσι ἔγιναν γνωστοί καί στόν κύκλο τῶν μαθητριῶν, εἴτε -τό πιθανώτερο- ὅτι στόν ὅρο «μαθηταί» πού χρησιμοποιοῦν οἱ εὐαγγελιστές περιλαμβάνονται καί οἱ μαθήτριες.

24,9. καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς.
 Οἱ μυροφόρες φεύγοντας ἀπό τό κενό μνῆμα ἔχουν ἀνάμεικτα συναισθήματα «φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης» (Μθ 28,8). Δέν τολμοῦν νά ποῦν τίποτε σέ κανέναν (βλ. Μρ 16,8), παρά μόνο στούς μαθητές (βλ. Μθ 28,9). Τίς καθηλώνει ὁ φόβος τῶν ἰουδαίων ἀρχόντων, πού γιά νά ἐξαλείψουν τήν φήμη τῆς ἀνάστασης δέν θά δίσταζαν ἀκόμη καί στόν φόνο νά φθάσουν. Ἡ ἐπίσημη οὐράνια μαρτυρία τῶν ἀγγέλων ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός δέν πείθει τίς γυναῖκες. Θά βεβαιωθοῦν μόνον ὅταν ἐμφανισθεῖ ἐνώπιόν τους ὁ ἴδιος ὁ Ἀναστημένος (βλ. Μθ 28,9-10).
 Ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἐπιστρέφοντας μετά τήν συνάντησή τους μέ τόν Ἀναστημένο οἱ μαθήτριες, ἐνημερώνουν πλέον τούς συναθροισμένους μαθητές γιά ὅλα· γιά τό κενό μνῆμα, τά ὀθόνια, τό σουδάριον, τούς ἀγγέλους, γιά τό μήνυμα τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές (βλ. Μθ 28,7.10· Μρ 16,7) καί κυρίως γιά τήν ἐμφάνιση τοῦ ἴδιου τοῦ Ἀναστημένου (Μθ 28,9). Ὅλα αὐτά τά θαυμαστά συμβάντα, τά καταθέτουν τοῖς ἕνδεκα ἀλλά καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς· προφανῶς μαζί μέ τούς ἀποστόλους ἦταν ἴσως καί κάποιοι ἀπό τούς ἑβδομήκοντα ἤ ἀπό τόν εὐρύτερο κύκλο τῶν μαθητῶν, κάποιοι ἀπό ἐκείνους πού ἀποτέλεσαν τήν πρώτη χριστιανική κοινότητα (βλ. Πρξ 1,15).
 Ἀπόστολοι τῶν ἀποστόλων καί εὐαγγελίστριες τῶν εὐαγγελιστῶν γίνονται οἱ γυναῖκες! Αὐτή τήν ἰδιαίτερη τιμή ἐπεφύλασσε ὁ Κύριος γιά τό γυναικεῖο γένος, τό ὁποῖο ἀτιμάσθηκε στόν παράδεισο μέ τήν ἀπάτη τοῦ ὄφεως (βλ. Γέ 3,1-7). Κι ἐνῶ τότε ἡ γυναίκα ἔγινε πρόξενος λύπης γιά τόν ἄνδρα, τώρα γίνεται γι’ αὐ- τόν ὁ ἀγγελιοφόρος τῆς χαρᾶς. «Ἔτσι ὅπως στήν ἀρχή ἡ γυναίκα ὑπῆρξε ὁ εἰσηγητής τῆς ἁμαρτίας καί ὁ ἄνδρας ὁ ἐκτελεστής τῆς πλάνης, τώρα αὐτή, πού πρίν ἀπό τόν ἄνδρα γεύθηκε τόν θάνατο, εἶδε πρώτη τήν ἀνάσταση. Πρώτη κατά σειρά στήν πτώση ἀλλά καί στήν λύτρωση. Αὐτή πού διοχέτευσε τήν πτώση στόν ἄνδρα, διοχέτευσε καί τήν χάρη. Ἐξισώνει τήν ταλαιπωρία τῆς παλιᾶς πτώσεως μέ τό κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως» .

24,10. Ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα.
 Ἐπικυρώνοντας τήν μαρτυρία ὁ εὐαγγελιστής ἀναφέρει τρία ἀπό τά ὀνόματα τῶν μυροφόρων αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα, πού ἔφεραν τό μήνυμα τῆς ἀνάστασης στούς ἀποστόλους. Ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία, πού εἶχε ἡγετική θέση στόν ὅμιλο τῶν μαθητριῶν τοῦ Κυρίου (βλ. 8,2-3) καί ἡ Ἰωάννα, ἡ «γυνή Χουζᾶ ἐπιτρόπου Ἡρῴδου» (Λκ 8,3), τήν ὁποία μόνον ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει. Πιθανόν ὁ εὐαγγελιστής γνώριζε προσωπικά αὐτή τήν μαθήτρια τοῦ Ἰησοῦ καί ἀπό αὐτήν ἔμαθε κάποιες λεπτομέρειες, ὅπως π.χ. τό περιστατικό τῆς παραπομπῆς τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τόν Πιλᾶτο στόν Ἡρώδη (βλ. Λκ 23,7-12). Ἡ τρίτη μυροφόρα, ἡ Μαρία Ἰακώβου ἦταν σύζυγος τοῦ Κλωπᾶ (Ἰω 19,25), ἀδελφοῦ τοῦ δικαίου Ἰωσήφ, δηλαδή «συνυφάδα» τῆς Παναγίας, καί μητέρα τοῦ Ἰωσῆ καί τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ (βλ. Μθ 27,56. Πρβλ. Μρ 15,40.47).
 Ἀπό τά ὀνόματα τῶν ἄλλων μυροφόρων, πού μνημονεύονται μέ τήν φράση καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, καί οἱ ὑπόλοιπες τῆς συντροφιᾶς, ἡ διήγηση τοῦ εὐαγγελιστῆ Μάρκου ἀναφέρει τό ὄνομα τῆς Σαλώμης, τῆς μητέρας προφανῶς τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωάννη (βλ. Μρ 16,1).

24,11. Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς.
 Οἱ μαθητές ἀποδοκιμάζουν τήν εἴδηση τῆς ἀναστάσεως. Ἄν καί εἶχαν ἀπόλυτο σεβασμό καί ἐμπιστοσύνη στίς σεβάσμιες ἐκεῖνες γυναῖκες, δέν ἀποδέχονται αὐτά πού τούς εἶπαν, διότι τά λόγια τους ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος, τούς φάνηκαν σάν ἀνόητη φλυαρία. Φαίνεται ὅτι οἱ μαθητές φοβήθηκαν μήπως οἱ γυναῖκες ἀπατήθηκαν ἀπό τήν ὑπερβολική ἀγάπη τους πρός τόν Χριστό καί ὅτι οἱ περιγραφές τους ἦταν ἀποκυήματα τῆς φαντασίας τους, γι’ αὐτό ἠπίστουν αὐταῖς, δέν τίς πίστευαν.
 Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι ὅτι κανείς ἀπό τούς μαθητές καί τίς μαθήτριες δέν πιστεύει στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἄν δέν ἔχει προσωπική ἐμπειρία τοῦ γεγονότος, ἄν δέν δεῖ μέ τά μάτια του τόν ἀναστημένο. Κανείς δέν ἐμπιστεύεται τίς διαβεβαιώσεις τῶν ἄλλων ὅτι εἶδαν τόν ἀναστημένο Κύριο. Μετά ὅμως ἀπό τήν προσωπική συνάντηση μέ τόν Ἰησοῦ, ὄχι μόνο δέν ἀμφιβάλλει κανείς, ἀλλά οἱ περισσότεροι σφραγίζουν τήν κατάθεσή τους μέ τό ἴδιο τους τό αἷμα. Αὐτή ἡ ἐπιφυλακτικότητα τῶν μαθητῶν εἶναι ἰδιαίτερα εὐνοϊκή γιά τούς πιστούς τῶν μεταγενέστερων χρόνων. Ἀποτελεῖ ἀνά τούς αἰῶνες τήν πιό πειστική μαρτυρία ὅτι ἡ ἀνάσταση εἶναι ἱστορικό γεγονός, ἀληθινό καί ἀναμφισβήτητο.

Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμ. Γ΄, σελ. 374-384