Καταλαλιά καί κατάκριση εἶναι δύο σοβαρά πάθη, τά ὁποῖα ὑπονομεύουν τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν. «Καταλαλῶ» σημαίνει «λαλῶ εἰς βάρος κάποιου», ἐνῶ «κρίνω» σημαίνει τή λήψη τῆς ἀποφάσεως, τήν ἐπιβολή τῆς ποινῆς, τοῦ κρίματος. Βέβαια ὅλη ἡ διαδικασία ἐννοεῖται ὡς ὑποκειμενική. Ὅπως ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δέν μπορεῖ νά βλάψει κάποιον, τόν καταριέται καί εὔχεται τό κακό πού δέν μπορεῖ νά πράξει, ἔτσι καί ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος καταλαλεῖ καί κατακρίνει, ἐπειδή δέν μπορεῖ νά σύρει τόν ἀδελφό σέ πραγματικό δικαστήριο καί νά ἐπιτύχει τήν καταδίκη του, στήνει μέσα του ἕνα ὑποκειμενικό κριτήριο καί, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτόν, ἀναπτύσσει τό κατηγορητήριο (καταλαλεῖ) καί ἐκδίδει τήν καταδικαστική ἀπόφαση (κρίνει) κατά τοῦ ἀδελφοῦ.
Ἡ κατάκριση εἶναι μία πολύπλοκη λειτουργία τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου πού κατακρίνει· παράπτωμα πολύ βασικώτερο ἀπό ὅ,τι φαίνεται. Εἶναι κακό πού στρέφεται ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος τό καλλιεργεῖ, ἐναντίον τοῦ συνανθρώπου, τόν ὁποῖο κατακρίνει καί ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου σφετερίζεται τό ἀξίωμα, ὅπως θά ἐξηγήσω ἀμέσως.
Κακό ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του
Στήν κατάκριση ὑπολανθάνει πάντοτε μία κρίση. Ἀποδεικνύοντας τήν ἀθλιότητα τοῦ ἄλλου, ὁ ἄνθρωπος πού κατακρίνει, λαθραῖα ἀνακηρύσσει τή δική του λαμπρότητα, αὐτοπροβάλλεται καί αὐτοεπαινεῖται. Καί ἄν δέν πείθει τούς ἀκροατές, μέ τήν κρίση του αὐτή, πείθει τόν ἑαυτό του. Μέ αὐτό τόν τρόπο καλλιεργεῖ μία δική του, φανταστική ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του, παθαίνει μία πνευματική ὑπερτροφία, αὐταπατᾶται καί εἶναι αἰσχρό τό «φενακίζειν ἑαυτόν». Ἀλλά ὅπως μέ τήν ὑπερτροφία καταστρέφεται ὁ ὀργανισμός, ἔτσι καί μέ τήν ὑπερτίμηση τοῦ ἑαυτοῦ μας φθείρεται καί διαφθείρεται ἡ ψυχή.
Κακό ἐναντίον τοῦ συνανθρώπου
Ἡ κατάκριση προϋποθέτει παντελῆ ἔλλειψη ἀγάπης. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ ἔχει τή δύναμη νά καλύπτει καί νά συγχωρεῖ ἀκόμη καί τά λάθη τοῦ ἀγαπημένου προσώπου. Ἐκεῖνος ὅμως πού κατακρίνει, ἁρπάζει μία ἀδυναμία τοῦ ἄλλου -ἤ κάτι τό ὁποῖο αὐτός θεωρεῖ ἀδυναμία– καί ἀπορροφᾶται ἀπό αὐτή, χωρίς νά ἔχει τή δύναμη νά ἰδεῖ καί τόσες ἄλλες ἀρετές, πού πιθανόν ἔχει τό κατακρινόμενο πρόσωπο. Μ' αὐτόν τόν τρόπο ἀδικεῖ καί βλάπτει τό συνάνθρωπό του.
Κακό ἐναντίον τοῦ Θεοῦ
Τό χειρότερο ὅλων εἶναι ὅτι ἡ κατάκριση θέτει σέ ἀναστολή τήν ἰσχύ τοῦ θείου νόμου καί σχεδόν ἀνατρέπει τήν ἡγεμονία τοῦ Θεοῦ, γιά νά στήσει δίκην ἐπαναστατικοῦ νόμου τό προσωπικό δίκαιο τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος κατακρίνει. Τό δικαίωμα τῆς κρίσεως τό ἔχει μόνον ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ δημιουργός καί γνώστης τῶν πάντων. Αὐτός ὅρισε τό νόμο καί αὐτός εἶναι ὁ μόνος ἁρμόδιος νά κρίνει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι παραβαίνουν τό νόμο του. Τί παραφροσύνη, νά θέλουμε νά ἀντικαταστήσουμε τόν Θεό στό ἔργο τῆς κρίσεως!
Νά λοιπόν, πῶς ἡ κατάκριση, πού τόσο εὔκολα τήν ἀναφέρουμε σάν ἕνα ἁπλό ἁμάρτημα, εἶναι μία πολυσύνθετη λειτουργία. Εἶναι τό ἀποτέλεσμα στό ὁποῖο μᾶς ὁδηγεῖ ἡ ἔλλειψη ταπεινώσεως, ἀγάπης καί πίστεως ἤ ἔστω στοιχειώδους συναισθήσεως τοῦ Θεοῦ.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 43 (1988) 23