Ἡ περίοδος τῆς οἰκονομικῆς κρίσης συνεχίζεται μέ ἔνταση. Ἡ καινούργια χρονιά σημαίνει γιά πάρα πολλούς ἐξ ἡμῶν ἕνα ἀκόμη ἔτος δυσβάστακτων προβλημάτων πού δέν περιορίζονται πιά στήν οἰκονομική στενότητα. Αὐτό πού βάλλεται πλέον καίρια μέ τά συνεχῆ ἐξοντωτικά μέτρα καί ἰδίως μέ τήν ὁλοφάνερη ἀδυναμία νά δοθεῖ ἀξιόπιστη διέξοδος στά τρομερά ἀδιέξοδα τοῦ τόπου εἶναι ἡ ἴδια ἡ ψυχή τοῦ λαοῦ μας· τό ἠθικό του. Φαίνεται πλέον ξεκάθαρα ὅτι ἡ διάλυση σάν ἕνα τρομερό τσουνάμι ἀπειλεῖ τά πάντα χωρίς ἐλπίδα ἀνασύνταξης· αὐτή εἶναι δυστυχῶς ἡ πραγματικότητα.
Ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς κατάστασης ἐντοπίζεται ἀπό πολλούς στίς στρεβλώσεις καί στήν ἀνεπάρκεια τοῦ πολιτικοῦ μας συστήματος. Ὡστόσο, αὐτή εἶναι μόνον ἡ ἐπιφάνεια. Οἱ ρίζες τοῦ προβλήματος, πού τό τροφοδοτοῦν καί τό αὐξάνουν καί οἱ ὁποῖες δυστυχῶς μένουν ἀθέατες μέσα στήν ἀχλύ τῆς ψευδώνυμης προόδου πού ἐνέσκηψε, εἶναι ἄλλες: Εἶναι ἡ ἀντίθεη παιδεία, ἡ καλλιέργεια ἑνός ἀντίχριστου φρονήματος ἤδη ἀπό τό νηπιαγωγεῖο ἤ ἀκόμη καί ἀπό τό παιδικό δωμάτιο. Τήν τελευταία τεσσαρακονταετία περίπου τά Ἑλληνόπουλα μαθαίνουν ἀπό τήν κούνια τους, ἀπό τήν ἀξεπέραστη δασκάλα πού λέγεται τηλεόραση, ὅτι ἡ χριστιανική πίστη εἶναι ὀπισθοδρόμηση ἤ στήν καλύτερη περίπτωση ἕνα μέρος τῆς λαϊκῆς μας παράδοσης. Μαθαίνουν ἐπίσης ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἐχθρός καί τύραννος τοῦ ἔθνους. Διδάσκονται στά σχολεῖα τους ὅτι ἡ ἱστορικότητα τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀμφισβητήσιμη· ὅτι μόνον οἱ ἀφελεῖς πιστεύουν στά σημεῖα καί στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ· ὅτι μπορεῖ κανείς νά σαρκάζει ἐλεύθερα τά ἱερά καί τά ὅσια καί νά ἐπιβραβεύεται γι’ αὐτό· ὅτι ἡ ἠθική τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι παρωχημένη· ὅτι ἡ αἰσχρότητα εἶναι ἐκσυγχρονισμός. Καί μαζί μ’ αὐτά διδάσκονται, ὡς φυσική συνέπεια, ὅτι ἡ τιμιότητα καί ἡ ἐντιμότητα δέν εἶναι ἀξίες· ὅτι ἀξίες εἶναι οἱ «ἀνάγκες» μας -δηλαδή τά πάθη μας-, τά λεφτά καί οἱ νόμοι τῆς ἀγορᾶς. Ὅτι ἡ συνείδηση τοῦ χρέους, τό φιλότιμο καί ἡ θυσία εἶναι μειονεξία· ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά διεκδικεῖ ἀνυποχώρητα τά δικαιώματά του. Ὅτι ἡ προσπάθεια καί ἡ ἐργατικότητα δέν εἶναι ὁ μόνος τρόπος γιά νά προχωρήσει κανείς στήν ζωή, ἀλλά ὅτι ἰδανική κατάσταση εἶναι νά κερδίζεις ὅσο περισσότερα μπορεῖς μέ τόν λιγότερο δυνατό κόπο ἤ καί χωρίς καθόλου κόπο. Ὅτι ἡ ἀγάπη γιά τήν πατρίδα εἶναι ἐθνικισμός καί ὅτι ἰδανικό εἶναι ὁ διεθνισμός. Καί εἶπα ὅτι ἡ σύνδεση τῆς ὑποτίμησης τῆς χριστιανικῆς πίστης μέ τήν διεφθαρμένη αὐτή νοοτροπία εἶναι φυσική, διότι τό ἀξίωμα τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ὅσο καί ἄν πολεμήθηκε καί πολεμεῖται ἀπό τήν νιτσεϊκή ἀφρόκρεμα τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς διανόησης, ἰσχύει πάντοτε: «Χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται».
Ναί, ἔτσι εἶναι. Χωρίς Θεό ὅλα ἐπιτρέπονται. Διότι ὅταν ἀρνεῖσαι τόν Θεό, ἀπορρίπτεις τό ἀγαθό καί οἰκειώνεσαι ἀναπότρεπτα τό κακό, καθώς τό κενό δέν εἶναι ἀνεκτό οὔτε στήν φυσική οὔτε στήν πνευματική ζωή. Ποῦ, ἐξάλλου, νά στηρίξεις μία ἔντιμη καί ἀγωνιστική ζωή, χωρίς μειωτικούς συμβιβασμούς καί ἐκπτώσεις; Γιατί νά προσπαθεῖς νά εἶσαι εὐεργετικός, εἰλικρινής καί ἀλληλέγγυος μέ τόν ἄλλο; Γιατί νά μήν ἐνδιαφέρεσαι μόνο γιά τό συμφέρον σου; Γιατί νά μήν ἀδικεῖς, νά μήν κλέβεις, νά μήν πατᾶς ἐπί πτωμάτων ὅταν αὐτό σέ ἐξυπηρετεῖ; Ποιός θά σ’ ἐμποδίσει; Ποιά δύναμη μπορεῖ νά ἀναστείλει τήν ἀνθρώπινη ἐμπάθεια;
Ὁ Διαφωτισμός ὑποσχέθηκε ὅτι μόνη της ἡ ἀνθρώπινη λογική χωρίς τόν Θεό (ὁ λεγόμενος «ὀρθός λόγος») θά ἔλυνε ὅλα τά προβλήματά μας, ἀλλ’ ἰδού ὅτι αὐτή ἡ νοοτροπία νομιμοποιεῖ στήν ἐποχή μας, μέ τρομακτικές συνέπειες, τίς πιό ἀποκρουστικές διαστροφές. Κάποτε ἐπί παραδείγματι φρικιούσαμε καί μόνο στήν σκέψη ὅτι θά ἀποποινικοποιοῦνταν οἱ ἐκτρώσεις. Κι ὅμως, αὐτός ὁ ἐφιάλτης εἶναι πραγματικότητα καί στήν χώρα μας πλέον. Καί ὁ τόπος μας, ὁ αἱματοβαμμένος ἀπό τίς θυσίες τῶν μαρτύρων καί τῶν ἡρώων του, ποτίζεται σήμερα ἀπό τά αἵματα χιλιάδων ἀθώων νηπίων, πού σφαγιάζονται νομίμως(!) στό ὄνομα τῶν δικαιωμάτων τῆς γυναίκας(!). Καί ὁσονούπω -γιατί ὄχι;- θά ἀρχίσει νά συζητεῖ- ται ἐνδεχομένως καί ἡ ἀναγνώριση «τοῦ δικαιώματος στήν παιδοφιλία»(!), ὅπως γίνεται πλέον σέ ἄλλα εὐρωπαϊκά κράτη.
Εἶναι κατεπείγουσα ἀνάγκη νά κατανοήσουμε ὅλοι ὅτι μέσα σ’ αὐτόν τόν ὀρυμαγδό τῶν ἐρειπίων ἡ μόνη δύναμη ἀνάσχεσης καί ἐξουδετέρωσης τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ ἐπιστροφή στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Δέν ὑπάρχει ἄλλη. Μόνον ἡ πίστη μπορεῖ νά ἐμπνεύσει ἐλπίδα ζωντανή καί νά προκαλέσει ἔκρηξη δημιουργικότητας. Καί μόνον ὁ Χριστός, ἡ Ἀλήθεια, μπορεῖ νά ἐμφυσήσει στίς καρδιές μας τό πάθος καί τόν πόθο γιά τήν ἀλήθεια, πού τόσο κακοποιεῖται στίς ἡμέρες μας. Καί δέν ἀποτελεῖ αὐτό ἰδεολόγημα ἤ εὔκολο κήρυγμα. Εἶναι ἡ ἐμπειρία καί ἡ μαρτυρία τῶν ἁγίων, χιλιάδων, ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων. Ὅπως εἶναι καί ἡ κατάθεση αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ἱστορίας. Διότι ὅ,τι ἀξιόλογο κατόρθωσε ὁ ἄνθρωπος μέσα στόν χρόνο, ὅ,τι τόν ὁδήγησε ἀπό τήν περιοχή τῆς βαρβαρότητας στό φῶς τῆς ἀξιοπρέπειας θά ἦταν ἀδύνατο νά ὑπάρξει ἤ νά ὁλοκληρωθεῖ χωρίς τό θεμέλιο τοῦ Εὐαγγελίου.
Εἶπα στήν ἀρχή ὅτι, ὅπως φαίνεται, κάθε ἐλπίδα γιά ἀνασύνταξη τῆς πατρίδας μας ἔχει χαθεῖ. Ὡστόσο, δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δείχνει τόν δρόμο γιά τήν μεγάλη ὑπέρβαση πού ὁδηγεῖ ἐγγυημένα στήν λύτρωση, τήν μετάνοια.
Εἶναι καιρός τόσο ὡς λαός ὅσο καί ὡς πρόσωπα νά ἐπιστρέψουμε. Νά συνδεθοῦμε καί πάλι μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ ἤ καλύτερα νά συνδεθοῦμε τούτη τήν φορά ἀληθινά μαζί του. Νά ἀναθεωρήσουμε τό παρελθόν ριζικά. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἶναι σωστό αὐτό πού λέχθηκε: Ἡ κρίση δέν ἀποτελεῖ γιά τόν τόπο μας τήν μεγάλη ἀπειλή ἀλλά τήν μεγάλη, τήν μοναδική εὐκαιρία του. Ἀρκεῖ, ἀσφαλῶς, νά τήν ἀξιοποιήσουμε.