Σημαντική θέση στό κήρυγμα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ κατέχει ὁ ἁγιασμός τῆς Κυριακῆς ἡμέρας, ὅπως τόν θεσπίζει ἡ τέταρτη ἐντολή· «Φύλαξαι τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν, ὃν τρόπον ἐνετείλατὸ σοι Κύριος ὁ Θεὸς σου. Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον» (Δε 5,12-14). Ἐξηγεῖ ὁ ἱερός πατέρας ἁπλά στόν λαό τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο ἡ Κυριακή ξεχωρίζει ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες καί ἀξίζει νά τήν τιμοῦμε. «Πρέπει καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί μου», λέει, «νὰ χαιρώμεθα πάντοτε, μὰ περισσότερον τὴν Κυριακήν, ὁποὺ εἶνε ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ μας» (Διδαχή Δ´, 189). Τό κατεξοχήν γεγονός τῆς πίστεώς μας, ἡ Ἀνάσταση, εἶναι τό γεγονός τῆς Κυριακῆς, αὐτό πού ἔδωσε καί τό ὄνομα στήν ἡμέρα, στήν «μία τῶν σαββάτων» ὅπως ὀνομαζόταν προηγουμένως ἡ πρώτη τῆς ἑβδομάδος, καί τήν καθιέρωσε ὡς τήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου.
Μέ αὐτό τό ἱστορικό ὁ Ἅγιος δέν διστάζει νά πεῖ ὅτι καί ἄλλα γεγονότα σπουδαῖα τῆς πίστεως συνέβησαν καί τίμησαν τήν Κυριακή. «Ζητήσατε νὰ μάθετε ὅτι Κυριακὴν ἡμέραν ἔγινεν ὁ Εὐαγγελι- σμὸς τῆς Θεοτόκου· Κυριακὴν ἡμέραν ἐγεννήθη ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς ἔδειξε τὴν ἁγίαν Πίστιν, τὸ ἅγιον Βάπτισμα, τὰ Ἄχραντα Μυστήρια» (Διδαχή Α´, 128). «Κυριακὴν ἡμέραν μέλλει ὁ Κύριος νὰ ἀναστήσῃ ὅλον τὸν κόσμον» (Διδαχή Δ´, 189). Εἶναι ἡ ἡμέρα πού ὁ Θεός δημιούργησε γιά τόν ἑαυτό του, διδάσκει μέ τόν παραστατικό του τρόπο ὁ πατρο-Κοσμᾶς. Χρησιμοποιώντας τήν εἰκόνα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου λέγει: «Ἐπρόσταξεν ὁ Θεὸς καὶ ἔγιναν ἑπτὰ ἡμέραι· καὶ πρώτην ἔκαμε τὴν Κυριακὴν καὶ τὴν ἐκράτησε διὰ λόγου του· καὶ τὰς ἄλλας ἓξ τὰς ἐχάρισεν εἰς ἡμᾶς νὰ ἐργαζώμεθα διὰ τὰ ψεύτικα ταῦτα γήινα» (Διδαχή Α´, 118). Εἶναι γνωστό ὅτι ἐξαίροντας τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς οἱ πρίν ἀπό τόν ἅγιο Κοσμᾶ πατέρες (Πέτρος Δαμασκηνός κ.ἄ.) συνέδεαν τήν Κυριακή μέ τά μεγάλα γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας. Ἀπό αὐτούς ἀντλεῖ ὁ Ἅγιος.
Τήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου συστήνει ὁ ἱερός πατέρας νά τήν γιορτάζουμε καί νά τήν τιμοῦμε μέ ἐκκλησιασμό, μέ θεία λατρεία καί μέ ἔργα εὐσεβείας. «Νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὰς ἐκκλησίας μας νὰ δοξάζωμεν τὸν Θεόν μας, νὰ ἱστάμεθα μὲ εὐλάβεια, ν’ ἀκούωμεν τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον καὶ τὰ λοιπὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας» (Διδαχή Α´, 118-119). Καί ἀκόμη: «Νὰ στοχαζώμεθα τὰς ἁμαρτίας μας, τὸν θάνατον, τὴν κόλασιν, τὸν παράδεισον, τὴν ψυχήν μας, ὁποὺ εἶνε τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον καὶ ὄχι νὰ πολυτρώγωμεν, νὰ πολυπίνωμεν καὶ νὰ κάμνωμεν ἁμαρτίας» (Διδαχή Δ´, 189· Α΄,119). Ὅλος ὁ ψυχοσωματικός ἄνθρωπος προσκαλεῖται νά συμμετέχει στήν θεία Λειτουργία: «Μᾶς ἐχάρισεν ὁ Θεὸς τὰ ποδάρια μας. Ἔχομεν χρέος νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, νὰ στεκώμεθα μὲ εὐλάβειαν καὶ νὰ περιπατῶμεν εἰς τὸν καλὸν δρόμον» (Διδαχή Ζ, 248).
Ὁ κύριος ὅμως τρόπος ἁγιασμοῦ τῆς ἡμέρας εἶναι βέβαια ἐκεῖνος πού καθορίζει ρητά ὁ ἴδιος ὁ νομοθέτης Θεός: ἡ ἀργία τῆς ἡμέρας, ἡ κατάπαυση ὅλων τῶν ἐργασιῶν. Αὐτή ἐξασφαλίζει καί τόν χρόνο γιά τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ, δημιουργεῖ τίς προϋποθέσεις νά σεβαστοῦμε καί νά καταστήσουμε ἱερό καί ἅγιο τόν καιρό τῆς Κυριακῆς. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἰδιαίτερα ἐπέμενε σ’ αὐτή τήν ἐντολή. Καί συμβούλευε τούς χριστιανούς τίς Κυριακές νά μή δουλεύουν «ὁλότελα. Μήτε νὰ πωλήσητε μήτε νὰ ἀγοράσητε οὔτε χωράφι οὔτε ἀμπέλι νὰ κοιτάζετε μήτε νὰ φωκαλίζετε (=σκουπίζετε) τὰ ἀχούρια σας· μονάχα νὰ διαβάζετε βιβλία, νὰ μαθαίνετε τὸ καλὸν καὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας, ὅτι ὅλοι θέλομεν ἀποθάνει καθὼς τὸ βλέπομεν καθ’ ἑκάστην» (Διδαχή Η´, 294), ἔλεγε.
Αὐστηρότατα ἐπέκρινε τήν παράβαση τῆς Κυριακῆς ἀργίας, ἡ ὁποία ἦταν πολύ συνηθισμένη στά χρόνια του καί γινόταν «ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ» μέ σκοπό τά οἰκονομικά ὀφέλη. «Οὔτε νὰ ἐργαζώμεθα καὶ νὰ πραγματευώμεθα τὴν Κυριακήν», κήρυττε. «Ἐκεῖνο τὸ κέρδος ὁποὺ γίνεται τὴν Κυριακὴν εἶνε ἀφωρισμένο καὶ κατηραμένο, καὶ βάνετε φωτιὰ καὶ κατάρα εἰς τὸ σπίτι σας καὶ ὄχι εὐλογίαν» (Διδαχή Δ´, 189-190). Μάλιστα δίδασκε τό γάλα τῆς Κυριακῆς οἱ κτηνοτρόφοι νά τό δίδουν ἐλεημοσύνη. «Καὶ ἂν τύχῃ ἀνάγκη καὶ θέλῃς νὰ πωλήσῃς πράγματα φαγώσιμα τὴν Κυριακήν, ἐκεῖνο τὸ κέρδος μὴ τὸ σμίγεις εἰς τὴν σακκούλα σου, διότι τὴν μαγαρίζει· ἀλλὰ δῶσέ τα ἐλεημοσύνην, διὰ νὰ σᾶς φυλάγῃ ὁ Θεός» (Διδαχή Δ΄, 190). Ὁ δέ βιογράφος του Χριστοδουλίδης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι σημειώθηκαν καί θαύματα πού ἐπισφράγιζαν αὐτό τό κήρυγμα τοῦ πατρο-Κοσμᾶ καί τό ἐπέβαλλαν στόν λαό. Συγκεκριμένα ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὅσοι τὸν παρήκουον, ὁ Θεὸς τοὺς ἐπαίδευε μὲ διάφορα παιδευτή- ρια. Ὅθεν εἰς τὸν τόπον λεγόμενον Χαλκιάδες, ἕως μίαν ὥραν μακρὰν ἀπὸ τὴν Ἄρταν, ἕνας πραγματευτής, ἐπειδὴ παρήκουσε καὶ ἐτόλμησε νὰ πραγματευθῇ τὴν Κυριακὴ εὐθὺς ἐξηράνθη ἡ χείρ του, δραμὼν δὲ πρὸς τὸν Ἅγιον καὶ ζητήσας συγχώρησιν διὰ τὴν ἁμαρτίαν του μετ’ ὀλίγας ἡμέρας ἰατρεύθη».
Μεγάλη τομή ὑπῆρξε σ’ αὐτό τό θέμα ὁ ἀγώνας τοῦ φωτισμένου διδασκάλου καί ἡ ἐπιτυχία του νά μεταφέρει τά παζάρια πού γίνονταν τήν Κυριακή στό Σάββατο. Ὑπῆρξε ἔτσι ὄντως αὐτός ὁ πρῶτος θεσπιστής τῆς ἐμπορικῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς.
Στεργίου Σάκκου, Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἀπόστολος τοῦ σκλαβωμένου Γένους, ἔκδ. γ΄, Θεσ/νίκη 2014, σελ.349-353
Πρωτομηνιά. Παίρνω στά χέρια μου τό Μηναῖο τοῦ Αὐγούστου... Θυμόμουν ὅτι γιορτάζουν οἱ ἑπτά Μακκαβαῖοι. Ὅμως μόλις ἀνοίγω τό βιβλίο, βλέπω πώς πρῶτα ἀναφέρεται μία ἄλλη γιορτή: ἡ Πρόοδος τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ. «Γι’ αὐτό», σκέφτομαι, «στόν Ἑσπερινό ψάλαμε “Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν Σου...”». Αὐθόρμητα μία ἀπορία μοῦ δημιουργήθηκε: Τί ἀκριβῶς γιορτάζουμε; Μήπως ἀπό τόν Αὔγουστο ἑτοιμαζόμαστε γιά τήν Ὕψωση τοῦ τιμίου Σταυροῦ στίς 14 Σεπτεμβρίου; Μᾶλλον εἶναι πολύ μακρινός ὁ συσχετισμός...
Ἀναζητώντας τίς ρίζες αὐτῆς τῆς γιορτῆς ἔφτασα στά χρόνια τοῦ Βυζαντίου. Στά μέσα τοῦ 10ου αἰώνα βρῆκα στόν πολυγραφότατο Κωνσταντῖνο Πορφυρογέννητο μία ἐνδιαφέρουσα μαρτυρία. Στό ἔργο του «Ἔκθεσις Βασιλείου Τάξεως» ἀναφέρει πώς στήν Κωνσταντινούπολη ἄρχιζε ἀπό τίς 23 Ἰουλίου ἡ προσκύνηση τοῦ Τιμίου Ξύλου, πού διαρκοῦσε ἑπτά ἡμέρες. Στή συνέχεια, ἀπό τήν 1η Αὐγούστου καί γιά δύο ἑβδομάδες, γινόταν ἡ «Πρόοδος», δηλαδή ἡ περιφορά τοῦ Τιμίου Ξύλου σχεδόν σ’ ὅλη τήν Πόλη καί τά περίχωρα πρός ἁγιασμό τῶν πιστῶν. Τήν παραμονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (14 Αὐγούστου) περιέφεραν τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου στά ἀνάκτορα καί τέλος, τόν ἐναπέθεταν στό ἐκκλησάκι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων πού βρισκόταν μέσα στό παλάτι.
Ἡ ἐπίσημη ἑορτή θεσπίστηκε, ὅπως φαίνεται, ἀργότερα. Τόν 12ο αἰώνα, στά χρόνια της αὐτοκρατορίας τοῦ Μανουήλ Κομνηνοῦ, οἱ Βυζαντινοί σώθηκαν ἀπό ἐπιδρομή τῶν Σαρακηνῶν μέ τή βοήθεια τοῦ Τιμίου Ξύλου. Ἔκτοτε ἡ ἑορτή ὁρίστηκε τήν πρώτη μέρα τῆς νηστείας τοῦ Δεκαπενταυγούστου (1 Αὐγούστου) καί συνοδευόταν ἀπό λιτάνευση (πρόοδο) τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Ὁ Πατμιακός κώδικας 266 ἀναγράφει ὅτι ἐπίσης κατά τήν 1η Αὐγούστου στή Μεγάλη Ἐκκλησία ἐτελεῖτο «ἡ Βάπτισις τῶν τιμίων Ξύλων». Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης σημειώνει: «Κατά τήν ἡμέραν ταύτην ἐξήγετο ἐκ τοῦ σκευοφυλακίου τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ὁ τίμιος Σταυρός, περιήγετο ἀνά τήν πόλιν καί ἐξετίθετο εἰς διαφόρους ναούς πρός προσκύνησιν καί ἁγιασμόν τῶν πιστῶν καί πάλιν ἀπετίθετο εἰς τό σκευοφυλάκιον».
Ταξιδεύω μέ τόν νοῦ στούς δρόμους τῆς Πόλης καί βλέπω τήν περιφορά τοῦ Σταυροῦ. Οἱ πιστοί στέκουν στά πλάγια καί κάνουν εὐλαβικά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Ἄλλοι συνοδεύουν τήν πομπή μέ κατάνυξη καί προσεύχονται καθώς ἁγιάζεται κάθε γωνιά τῆς Βασιλεύουσας. Καμαρώνεις καί χαίρεσαι γιά τήν εὐλάβεια τῶν χριστιανῶν πού τιμοῦσαν τόσο ἔντονα τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ... Σοφά θεσπίστηκε αὐτή ἡ γιορτή. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε πείρα τῆς δυνάμεως τοῦ Σταυροῦ ἀπό τή γέννησή της, ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῶν διωγμῶν. Ἔτσι σέ κάθε δυσκολία ἀτομική ἤ συλλογική οἱ πιστοί προσέτρεχαν πάντοτε στό Τίμιο Ξύλο, πού κατατρόπωσε τόν κοσμοκράτορα τοῦ αἰῶνος τούτου, πού νίκησε τό μεγαλύτερο κακό στόν κόσμο, τήν ἁμαρτία...
Σήμερα, ὡστόσο, πόσο ξεθώριασε τούτη ἡ γιορτή! Κι ὅμως ἔχουμε ἀνάγκη τήν ἀναβίωσή της περισσότερο ἀπό ποτέ, θαρρῶ. Μπορεῖ σήμερα νά μή γίνονται ἐπιδρομές Σαρακηνῶν, ἀλλά ἡ πατρίδα μας πλήττεται ἀπό χειρότερες ἐπιδρομές. Δέν εἶναι μόνο οἱ ἐπιθέσεις τῶν δυνατῶν, ἀλλά καί οἱ ὕπουλες χρόνιες διαβρωτικές ἐπιθέσεις ἐκ τῶν ἔνδον, πού ροκάνισαν τίς ρίζες τῆς φυλῆς μας.
Βρισκόμαστε σέ τόσο δεινή θέση... κι ἐξακολουθοῦμε νά βυθιζόμαστε στήν ἀπελπισία... Μά τέλος πάντων, τί συμβαίνει; Μήπως στέρεψε ἡ δύναμη τοῦ Σταυροῦ; Ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Τότε ποῦ βρίσκεται τό πρόβλημα; Μήπως λείπουν οἱ χριστιανοί πού προστρέχουν στόν Σταυρό τοῦ Κυρίου καί προσεύχονται μέ πίστη ἀταλάντευτη;
Ἡ ἱστορία μας ἔχει τόσα νά μᾶς διδάξει... Ἡ πίστη μας εἶναι τόσο ζωντανή... Στό χέρι μας εἶναι νά ἀναβιώσουν ἐκεῖνες οἱ μέρες πού οἱ πιστοί δέονταν μέ ὅλη τή θέρμη τῆς καρδιᾶς τους, μέ ἐμπιστοσύνη ἀκουμποῦσαν ὅλα τά θέματά τους στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ Πατέρα ἦταν βεβαία, ὄχι γιά νά φέρει τήν ἀπαλλαγή ἀπό τά δεινά κατά τό δικό μας θέλημα, ἀλλά γιά νά φέρει τήν ἔκβαση κατά τό ἅγιό του θέλημα καί τό συμφέρον τῶν ψυχῶν.
Ἀγγελική Τσιραμπίδου
Φιλόλογος