Δέν εἶναι εὔκολο νά πεῖς πώς εἶσαι χριστιανός, ὅταν ἀναλογισθεῖς ὅτι αὐτή ἡ ἰδιότητα σέ συνιστᾶ ὡς γνήσιο ἀντίγραφο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς ἕναν μικρό Χριστό. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος, τοῦ ὁποίου τήν καρδιά πύρωνε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁμολογεῖ ὅτι «μεγέθους ἐστίν ὁ χριστιανισμός», εἶναι μεγάλο πράγμα ὁ χριστιανισμός. Πῶς, λοιπόν, νά τό προσμετρήσει καί πῶς νά τό ἐπωμισθεῖ ἡ δική μας ἀδύναμη ὕπαρξη; Μόνος του κανείς δέν θά μποροῦσε νά πεῖ πώς εἶναι χριστιανός, ἀκόμη κι ἄν εἶχε θαυματουργήσει, κι ἄν εἶχε χύσει τό αἷμα του γιά τόν Χριστό. Μήπως αὐτό δέν ἐπιβεβαιώνουν οἱ μάρτυρες τῆς πίστεώς μας; Ὅταν στό δικαστήριο δέχονταν τήν ἐρώτηση «εἶσαι χριστιανός;», ἀπαντοῦσαν: «Μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου, εἶμαι χριστιανός».
Εἶναι τῆς χάρης τοῦ Κυρίου δωρεά ἡ χριστιανική ἰδιότητα. Χαριστικά, χωρίς νά τό ἀξίζουμε μᾶς ἐξαγόρασε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί μάλιστα μέ πολύτιμη προσφορά, μέ τό τίμιο αἷμα, πού ὡς ἀμνός ἄσπιλος καί ἄμωμος ἔχυσε γιά τή δική μας σωτηρία (Α' Πε 1,19). Μᾶς χάρισε τήν υἱοθεσία, τήν «ἐξουσίαν», ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰω 1,12). Καί μένει σέ μᾶς νά κρατήσουμε αὐτόν τό θησαυρό, νά μήν ἀπωλέσουμε τή θεόσδοτη ἐξουσία. Πῶς; Μ᾿ ἕναν ἀκατάπαυστο καί ἀμείλικτο ἀγώνα, πού ἐκτυλίσσεται σέ τρία ἐπίπεδα: στήν ἀπόκρουση τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν καί τάσεων τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ μας· στήν ὑπερνίκηση τῶν ἐμποδίων πού προβάλλει ὁ ἀντίθεος καί ἀντίχριστος κόσμος· στήν ἀντιστράτευση πρός τίς ἀόρατες σκοτεινές δυνάμεις καί τά ὄργανα τοῦ σατανᾶ. Διότι ὁ σατανᾶς ἐνοχλεῖται ἀπό τή θέωση, τήν ὁποία κερδίζει ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν Ἐκκλησία, καί θέλει μέ κάθε τρόπο νά τόν βγάλει ἀπό ἐκεῖ.
Μέ τόν τριπλό αὐτό ἀγώνα ὁ πιστός καταθέτει στόν κόσμο τή μαρτυρία του, ἡ ὁποία συχνά ἀπαιτεῖ θυσία καί μεταβάλλεται σέ μαρτύριο. Ὅσο κι ἄν ἀρνούμαστε νά τό δεχθοῦμε, ὅσο κι ἄν ἀδυνατοῦμε νά τό καταλάβουμε σήμερα, ὁ σταυρός εἶναι τό γνώρισμα τῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τό κρίσιμο σημεῖο. Ἡ εὐδαιμονιστική ἐποχή μας ἀπορρίπτει ἐξ ὁρισμοῦ τήν ἔννοια τοῦ σταυροῦ καί τοῦ μαρτυρίου. Ἡ κακοπάθεια, ἡ στέρηση, ἡ ταπείνωση, ἡ ἀνεξικακία, ἡ ὑπομονή ἠχοῦν παράδοξα, ἄν ὄχι ἀνόητα σήμερα, καί κανείς δέν θά ἤθελε νά ἀσκήσει αὐτές τίς ἀρετές. Ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἔχει πολλά, θέλει περισσότερα. Τά θέλει ὅλα ἄφθονα, ἄκοπα καί ἄμεσα. Μέ τή νοοτροπία αὐτή μπορεῖ, βέβαια, νά μήν ἀρνεῖται θεωρητικά τή χριστιανική του ἰδιότητα, ἴσως μάλιστα σέ κάποιες περιπτώσεις καί νά καυχᾶται γι᾿ αὐτήν. Στήν πραγματικότητα ὅμως δέν ἔχει καμία σχέση μέ τή χριστιανική πίστη, πού στηρίζεται στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἐνστερνίζεται τήν ἀγάπη, πού ἐκφράζεται στή σπλαγχνική στάση πρός τόν ἀδελφό. Δέν βιώνει τήν ἐλπίδα, πού τόν συνδέει μέ τή μέλλουσα πραγματικότητα.
Αὐτή ἡ ἀσυνεπής καί συχνά ἀλλοπρόσαλλη συμπεριφορά ἡμῶν τῶν σημερινῶν χριστιανῶν γίνεται ἡ χειρότερη δυσφήμηση τοῦ χριστιανισμοῦ, ἡ πιό ἀνέντιμη προσβολή τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δικαιολογημένα θά ἐπαναλάμβανε τό προφητικό παράπονο τοῦ Κυρίου ὁ ἀπόστολος· «τό γάρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι᾿ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι» (Ρω 2,24· βλ. Ἠσ 52,5). Εἶναι χαρακτηριστικό τό ἑξῆς ἱστορικό περιστατικό: Μετά ἀπό τήν ἐκμετάλλευση καί καταδυνάστευση πού ὑπέστησαν ἀπό τούς πρώτους «χριστιανούς» ἀποίκους οἱ ἰθαγενεῖς τῆς Ἀμερικῆς, τόσο φοβήθηκαν αὐτό τό εἶδος ἀνθρώπου, ὥστε δέν ἤθελαν κἄν ν᾿ ἀκούσουν γιά τόν Χριστό. Χρειάσθηκε πολύς κόπος καί ἐπίμονη προσπάθεια, γιά νά τούς προσεγγίσουν ἀργότερα οἱ ἱεραπόστολοι καί νά τούς ἐξηγήσουν πώς ἐκτός ἀπό τόν «κακό Χριστό», πού πιστεύουν οἱ ἔμποροι καί οἱ γαιοκτήμονες, οἱ ψευτοχριστιανοί, ὑπάρχει καί ὁ «καλός Χριστός», γιά τόν ὁποῖο αὐτοί θά τούς μιλοῦσαν. Εἶναι, ἐξάλλου, γνωστή ἡ ἐκτίμηση τοῦ Λένιν, πού χαρακτήριζε ὡς τούς πλέον ἐπικίνδυνους ἐχθρούς τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος τούς χριστιανούς, ἐνῶ τούς «χριστιανούς», δηλαδή τούς χωρίς συναίσθηση φέροντες τό ὄνομα αὐτό, τούς θεωροῦσε ὡς τούς καλύτερους φίλους του.
Ἀλήθεια, ποιόν Χριστό συστήνει ἡ σημερινή χριστιανική κοινωνία μας; Ἐμεῖς, οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί Ἕλληνες, γιά ποιόν Χριστό μιλᾶμε; Χρειάζεται τάχα νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἀδικία, ἡ πονηρία, οἱ τόσες ἀπίθανες μορφές ἀνηθικότητας, ἡ ἄμετρη ὑποκρισία στίς διαπροσωπικές μας σχέσεις, ἡ ἀποχαύνωση τῆς εὐμάρειας καί ἡ ἐπίμονη ἀναζήτηση τῆς εὔκολης λύσης γιά κάθε πρόβλημα, δέν μποροῦν νά θεωροῦνται ἐκδηλώματα χριστιανῶν πού σέβονται τήν ἰδιότητά τους αὐτή;
Ἡ λεγόμενη κρίση τοῦ χριστιανισμοῦ, γιά τήν ὁποία ἐναβρύνονται ὁρισμένοι, κομπάζοντας πώς ὁ Χριστός καί ὁ νόμος του εἶναι ξεπερασμένα πράγματα σήμερα, εἶναι μία ἀπάτη. Δυό χιλιάδες χρόνια τώρα ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου γίνεται φάρος καί πυξίδα ζωῆς γιά τίς ψυχές πού εἰλικρινά πιστεύουν στόν Χριστό. Ἀπό τήν ἀρχή μέχρι σήμερα ἡ Ἐκκλησία δέν ἔπαυσε νά δίνει στήν κοινωνία τούς ἁγίους της. Αὐτοί μέ τήν καθημερινή τους πράξη ἀποδεικνύουν ὅτι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μόνο ἐφαρμοστέο (=πρέπει νά ἐφαρμοσθεῖ), οὔτε μόνο ἐφαρμόσιμο (=μπορεῖ νά ἐφαρμοσθεῖ), ἀλλά καί ἐφαρμοσμένο, ἔχει ἤδη ἐφαρμοσθεῖ. Τό πρόβλημα βρίσκεται ἀλλοῦ. Στήν πραγματικότητα μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά κρίση ὄχι τοῦ χριστιανισμοῦ ἀλλά τῶν χριστιανῶν. Διότι εἶναι, δυστυχῶς, γεγονός ὅτι σέ πολλές περιπτώσεις οἱ λεγόμενοι χριστιανοί ἀποδεικνυόμαστε ἀχρίστιανοι καί ἄσχετοι πρός αὐτά πού ὁ Χριστός μᾶς παραγγέλλει.
Νά, ἕνα σημεῖο στό ὁποῖο ὀφείλουμε νά στρέψουμε τήν προσοχή μας οἱ σημερινοί χριστιανοί· πόσο ζοῦμε καί ἐφαρμόζουμε τό νόμο τοῦ Θεοῦ; Τό καθόρισε ἐξάλλου ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὡς ἀποκλειστικό δεῖγμα τῆς ἀγάπης μας στό πρόσωπό του· «ἐάν ἀγαπᾶτέ με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε» (Ἰω 14,15). Ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ παραγγέλλει ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Ὁρίζει μάλιστα ὡς μέτρο αὐτῆς τῆς ἀγάπης τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἐπισφραγίσθηκε μέ τή θυσία του. Συνιστᾶ πόθο γιά τή συνάντηση μαζί του, ἐνδιαφέρον γιά τή μεταθανάτια ζωή, περιφρόνηση τῶν δεινῶν αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀκράδαντη πίστη στήν πραγματικότητα τοῦ παραδείσου. «Δριμύς ὁ χειμών ἀλλά γλυκύς ὁ παράδεισος», ἐπαναλάμβαναν οἱ Σαράντα Μάρτυρες, καθώς τά νεανικά τους κορμιά κρουστάλλιαζαν πάνω στήν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβάστειας. Ἡ σκέψη τοῦ παραδείσου καθιστοῦσε τό μαρτύριο ἀδύναμο καί ἀνίκανο νά τούς ἀποσπάσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά τότε ἦταν ἄλλοι καιροί, θά πεῖ κάποιος. Ἦταν χρόνια διωγμοῦ. Καί πιθανόν, θά ἰσχυρίζεται ὅτι καί σήμερα, ἄν κηρύσσονταν κάποιος διωγμός, θά ὑπῆρχαν χριστιανοί, πού θά ὁμολογοῦσαν τήν πίστη, θυσιάζοντας γιά χάρη της ἀκόμη καί τή ζωή τους. Δέν ἀντιλέγω. Θά ρωτήσω ὅμως· σέ πόσες ἄραγε περιπτώσεις ὁ διωγμός καθίσταται περιττός, διότι ἤδη πολλοί λεγόμενοι χριστιανοί, οὐσιαστικά ἔχουν καταντήσει ἀχρίστιανοι; Κρατοῦν κάποιους ἐξωτερικούς τύπους, μία χαλαρή, τυπική σχέση μέ τά χριστιανικά καί συγχρόνως κάνουν ὅλα τά θελήματα τοῦ σατανᾶ. Προσαρμόζονται πιστά στά παραγγέλματα τοῦ κόσμου, παραχωροῦν κάθε τι τό πνευματικό στά ἁμαρτωλά καπρίτσια τοῦ κατώτερου ἑαυτοῦ τους. Συστήνονται ὡς πολίτες τῆς «ἄνω βασιλείας», ἀλλά ζοῦν τελείως ἐνδοκοσμικά. Δηλώνουν ὑπήκοοι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ὑποτάσσονται ἄνευ ὅρων στόν «κοσμοκράτορα τοῦ αἰῶνος τούτου». Φέρονται ὡς ὀπαδοί τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἀπορρίπτουν καί ἀπομακρύνουν μέ κάθε τρόπο τό σταυρό ἀπό τήν καθημερινή πράξη τῆς ζωῆς τους.
Νά μᾶς φέρει, τουλάχιστον, σέ συναίσθηση ἡ θλιβερή αὐτή πραγματικότητα! Νά μᾶς κάνει πιό ταπεινούς καί νά γεννήσει μέσα μας τήν ἀνάγκη τῆς μετάνοιας, τήν ἀνάγκη τῆς μαθητείας στό σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς συνειδητῆς χριστιανικῆς ζωῆς! Ἴσως τότε ἀρχίσουμε νά γινόμαστε χριστιανοί.